Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Απομνημονεύματα Δημητρίου Γ. Παπανικολάου. Μέρος ΣΤ΄


Στο ΣΤ΄ και τελευταίο μέρος των απομνημονευμάτων του ο Δημήτριος Παπανικολάου περιγράφει:
-Την επιστροφή και παραμονή στην περιοχή της Προύσας μετά τις επιχειρήσεις προς την Άγκυρα.
-Τη λήψη άδειας τα Χριστούγεννα 1921 και τη μετάβασή του στο Ροβολιάρι Μακρακώμης.
-Την επιστροφή του στη Μικρά Ασία.
-Τη μετάβασή και παραμονή του στην Ανατολική Θράκη λόγω της συμμετοχής του στο εκστρατευτικό σώμα που σχηματίσθηκε για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
-Τη μεταφορά του από τη Ραιδεστό στην περιοχή Σμύρνης για ενίσχυση του υποχωρούντος ελληνικού στρατού.
-Την τελευταία μάχη που δόθηκε σε ενέδρα του Αποσπάσματος Πλαστήρα κοντά στα Αλάτσατα.
-Την αναχώρηση από τη Μικρά Ασία και την εγκατάσταση στη Μυτιλήνη.
-Την αναχώρηση από Μυτιλήνη και επιστροφή στο Ροβολιάρι.
Ως ιστορική πηγή το κείμενο αποκτά ιδιαίτερη αξία διότι ο Δημήτριος Παπανικολάου υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της τελευταίας μάχης που δόθηκε στη Μικρά Ασία αλλά και του κανονιοβολισμού από ελληνικό πολεμικό, του πλοίου που μετέφερε τον Νικόλαο Πλαστήρα στη Χίο λόγω της ανυπακοής του να μεταβεί στη Μυτιλήνη.
Κλείνοντας ευχαριστούμε θερμά και πάλι τον απόγονό του Αναστάσιο Παπανικολάου για την παραχώρηση προς δημοσίευση του κειμένου των απομνημονευμάτων.
Ακολουθεί το κείμενο:

Επιστροφή στο Εσκί Σεχίρ
Με τα πολλά φτάσαμε στο Εσκή Σεχίρ, το Δορήλεο και στήσαμε προφυλακές εκεί. Μόνιμες προφυλακές στήσανε και οι Τούρκοι αντίκρυ μας αλλά μικρές δυνάμεις και φοβιτσιάριδες. Με το παραμικρό ενός πυροβολισμού χανόντουσαν. Απορώ ακόμα με την τόσο υπεροχή του στρατού μας και τα ανάλογα μέσα που διαθέταμε δεν έπρεπε να πάθουμε τέτοια γκάφα. Έπρεπε η προπαγάνδα να αγρυπνή και να μην ντροπιαστούμε στο τέλος αντί να καρποθούμε τους κόπους μας και τις θυσίες μας…
Εμένα με αποσπάσανε στα μεταγωγικά του Λόχου μαζί με όλα τα Τάγματα κοντά στις προφυλακές και τα παρατηρητήρια του πυροβολικού. Πήγαινα κάθε μέρα και κοίταζα μακρυά με τα τηλέμετρα και έβλεπα τους ρακένδυτους Τούρκους.
Εκεί σε ένα τούρκικο χωριό, που ήτανε γιουρούκιδες (Εικ.1) βλάχοι, βρήκαμε άδεια σπίτια και βάλαμε και τα ζώα μέσα. Τα σπίτια ήτανε σκεπασμένα με χώμα. Και μόλις είχανε αλωνίσει και κρύβοντας τα σιτάρια τους είχανε σκάψει και κάνει αμπάρια. Τα είχανε αλείψει με σβονιά για να είναι στεγανά. Τους βρήκε ο στρατός. Σφάζανε τα ζώα και βράζανε και τρώγανε. Εγώ λυπόμουνα και δεν τους επέτρεπα.
Μείναμε εκεί ένα μήνα χωρίς ενόχληση. Μας ορίσανε τομέα πάλι προς τ’ αριστερά της Μπρούσης, σε μία πόλη το Σεϊγκούν [τουρκ. Söǧüt] [1] (Εικ.2). Πολύ έφορο μέρος. Είχε και Γεωπονική Σχολή. Με πήρε διερμηνέα πάλι ο Ταγματάρχης Κατσαρέλης[2] έφιππο, διότι κάναμε εκδρομές σε διάφορα χωριά.

Οι Τσερκέζοι
Εκεί ήτανε και μία οργάνωση Τούρκων Τσερκέσιδων, όλοι έφιπποι. Η καταγωγή τους ήτανε από τη Ρωσία και σχημάτισαν σώμα εναντίον του Κεμάλ συνεργαζόμενοι μ’ εμάς. Γυρίζαμε τα χωριά και συζητούσαμε διά κοινή δράση. Μας ζητάγανε όπλα αλλά εμείς πάντα επιφυλακτικοί. Διότι δεν ξέραμε τι μαγειρεύουν. Πάντος σε μία καταδίωξη των Κεμαλικών βοήθησαν και αυτοί.
Περάσαμε το χειμώνα 1921-22 εκεί. Σε λίγο με στείλανε φυλάκιο στη θέση Αυγή με τα πολυβόλα. Εκεί κοντά ήτανε ένα τουρκικό χωριό καρβουνιάρικο. Κονόμησα δύο σόμπες και περνάγαμε καλά. Κάθησα ένα μήνα εκεί χωρίς καμιά ενόχληση. Εάν θέλανε, το φυλάκιο που είχα εγώ, προκεχωρημένο, μπορούσαν να μας εξουδετερώσουν τη νύχτα πολύ καλά. Αλλά αυτοί διοργάνωναν την άμυνά τους.
Με αντικατέστησαν από εκεί και κατέβηκα πάλι στο Λόχο που απείχε μία ώρα. Κατεβαίνοντας σε μικρούς θάμνους διακρίναμε πολύ καλά και στολές στρατιωτών που σκοτώθηκαν κατά τη μεγάλη μάχη που είχε γίνει προ καιρού από άλλα στρατεύματά μας, όταν εγώ είχα απολυθή[3]. Κατέβηκα στο Λόχο και πήγα πάλι στο γραφείο. Στο προκεχωρημένο φυλάκιο με στείλανε ως Διοικητή δεκανέα διότι ήξερα απταίστως την τουρκική δια να συλλέγω πληροφορίες από το κοντινό τουρκικό χωριό.

Άδεια Χριστουγέννων 1921
Έμενα στο γραφείο κάνοντας το διερμηνέα σε ότι χρειαζότανε ο Λόχος από τους Τούρκους. Συνάμα βοηθούσα τον συτιστή. Τότε κατά καλή μου τύχη ήλθε διαταγή να χορηγήσουνε άδειες σε δέκα στρατιώτες κάθε Λόχου ενός μηνός. Σας ομολογώ ότι είχα επιβολή στο Λόχο που εκτός τον εαυτό μου πρότεινα και κάτι φίλους μου και τους πήρα άδεια.
Πήραμε λοιπόν την άδεια παραμονή Χριστουγέννων 1921. Πήραμε το τραίνο κοντά στο Εσκί Σεχίρ και φθάσαμε Αφιόν Καραχεσάρ (Εικ.3), πόλη ωραία με καινούργια νοσοκομεία. Εκεί σταματήσαμε το βράδυ και πήγα και αντάμωσα τον εξάδελφό μου Γιώργο Ζαγκοβά. Μείναμε το βράδυ και το πρωΐ φύγαμε για τη Σμύρνη. Σ’ ένα άλλο σταθμό συνήντησα τον μετέπειτα μπατσανάκη μου Γιάννη Παναγιώτη. Μόλις ήλθε από την Αμερική και κουρασμένος. Μόλις του είπα πως πάω με άδεια μου λέγει:
-Μπράβο σου που τα κατάφερες!
Φθάσαμε στην ωραία Σμύρνη, Ελληνικώτατη πόλη. Από κει στον Πειραιά, στο τραίνο και στη Λαμία. Με μία άμαξα στη Μακρακώμη και μετά ποδαρόδρομο στο Ροβολιάρι. Τους φάνηκε παράξενο που πήγα! Εκεί βρήκα την κορούλα μου την Κατίνα 8 μηνών μικρή, την Βάσω τη γυναίκα μου, τη μητέρα μου και τη Ζωΐτσα. Ο Φώτης ήταν ακόμη στο νοσοκομείο των Αθηνών τραυματίας στο γόνατο, πήγε καλά. Εγώ δεν χόρταινα το πρώτο μας παιδί την Κατίνα. Την κουβαλούσα όλες τις μέρες που ήμουνα στο χωριό στα χέρια μου.

Από την Αθήνα στη Μικρά Ασία
Πέρασε ο μήνας με την άδειά μου και ετοιμαζόμουνα πάλι για τη Μικρά Ασία στο τμήμα μου. Κατέβηκα στην Αθήνα, πήγα στη θεία μου την Ελένη. Κατοικούσε στην Πλάκα κοντά στην πλατεία σ’ ένα πενιχρό δωμάτιο στην αυλή ενός άλλου σπιτιού. Ήτανε η καημένη πολύ θλιμένη. Προ ολίγου καιρού της είχε πεθάνει το παιδί της ο Βασίλης από βασανιστήρια Βενιζελικών. Κοιμήθηκα εκεί δύο βραδιές.
Μετά πήγα στον παπά το γιό της, παπα-Μάρκο εξάδελφό μου. Έμεινα εκεί χωρίς να παρουσιασθώ στο Φρουραρχείο μήπως μπορούσα να κρατηθώ στην Αθήνα. Πήγα και στον τότε Υπουργό Χατζίσκο[4], κάτι μου υποσχέθηκε αλλά τίποτε. Αναγκάσθηκα και παρουσιάσθηκα στο Φρουραρχείο στον Πειραιά. Με προσκόλησαν στο Λόχο διερχομένων. Εκεί δεν γνώριζε το σκυλί τον αφέντη. Παίρναμε το συσίτιο και φεύγαμε μέχρις ότου συμπληρωθή η αποστολή. Όταν επρόκειτο για αποστολή, όσοι πήγαιναν για συσίτιο κλείνανε τις πόρτες και τους δίνανε φύλλο πορείας και αμέσως στο πλοίο. Εμένα δεν με είχανε γραπώσει ακόμη. Εκεί βρήκα και τον Κώστα Ραγιά από τη Ρεντίνα καθώς και τον Κούλια Τοπτσή.
Όταν μετά την αποστολή παρουσιάσθηκα με όρισε ο Επιλοχίας αρχιφύλακα του Φρουραρχίου διά μόνιμον, επειδή ήμουνα και μεγάλης ηλικίας να μην με στείλη στην Σμύρνη. Πήγα και ανέλαβα με έξη στρατιώτες. Φυλάγαμε βάρδια. Εγώ το πρωΐ στεκόμουνα στην πόρτα ως που να περάσει ο Φρούραρχος να μου δίνει διαταγές. Όταν περνούσε απάνω, μου έλεγε να μην αφήσω κανένα να ανέβη και τον ενοχλήσει. Ερχότανε πολλοί για ρουσφέτια να κρατήσουν κανένα δικό τους στο εσωτερικό να μην πάνε στο μέτωπο και αυτό έκαναν. Και όταν τα βράδυα πηγαίνανε στο σπίτι του και του λέγανε πως δεν τους άφηνε το πρωΐ παίρναγε με θυμό και μου έλεγε γιατί τον άφησα τον τάδε. Του έλεγα πως κατά διαταγή σου. Αυτό συνέβενε κάθε μέρα όσπου βαρέθηκα. Πήγα στον Επιλοχία και πήρα το φύλλο για τη Σμύρνη στο Λόχο προσκολήσεως όπου Λοχίας διμοιρίτης ήτανε ο Αθανάσιος Δανιήλ από την Τσούκα καθώς και ο Σακκάς Κωνσταντίνος. Έμεινα και εκεί λίγες μέρες και κατόπιν πήγα στο Σύνταγμά μου 2/39 ευζώνων. Το βρήκα πάλι στο ίδιο μέρος που το είχα αφήσει. Μόλις με είδανε όλοι χαρήκανε που ξαναπήγα και δεν έμεινα στο εσωτερικό ως κουραμπιές.

Στη Σηλυβρία
Ήτανε άνοιξη του 1922 και ο Στρατηγός Χατζηανέστης ετοίμαζε σώμα για την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Βγάλανε ένα Τάγμα από ένα Σύνταγμα καθώς και το δικό μου. Κατεβήκαμε στα Μουδανιά και από κεί με πλοίο στην Καλλίπολη (Εικ.4). Εκεί συγκεντρώθηκαν όλα τα τμήματα. Μας φέρανε καινούργιο ιματισμό και προχωρήσαμε προς τη Συλίβρια (Εικ.5) κοντά στην Πόλη. Τα σχέδια όμως ανετράπησαν διότι δεν υπελόγισαν καλά τα πράγματα. Το Επιτελείο έλεγε μόνον το καθημερινό δελτίο «Μέτωπο Δωρυλαίου ηρεμία».

Η καταστροφή-Στα Βουρλά
Οι Τούρκοι οργανώθηκαν και ετοιμάζονταν για επίθεση. Οι δικοί μας κοιμόντουσαν. Ώσπου μια ωραία μέρα άρχισαν την επίθεση από όλο το μέτωπο. Δεν μπόρεσαν να αντισταθούν καθόλου. Άρχισαν την υποχώρηση αλλά οι Τούρκοι τους υπερφαλλάγγησαν και κατόρθωσαν να αιχμαλωτίσουν σχεδόν όλο το σώμα πλήν το Σύνταγμα του Πλαστήρα. Πολλοί μπόρεσαν και φύγανε διά νυκτός κατά ομάδες και όσοι πρόλαβαν αντάμωσαν τον Πλαστήρα, ο οποίος κατώρθωσε και έφτασε στην Σμύρνη.
Εν τω μεταξύ μας αρπάζουν πάλι εμάς από την Ραιδεστό (Εικ.6) και μας φέρνουν για ενίσχυση στη Σμύρνη. Μόλις πλευρίσαμε χύμησαν όλοι οι ρακένδυτοι λιποτάκτες, άοπλοι και ξυπόλητοι να μπούνε μέσα στο πλοίο. Βλέποντας αυτή την κατάσταση ο Ταγματάρχης διέταξε το πλοίο και προχώρησε προς τα Βουρλά (Εικ.7,8,9). Εκεί διατάζουνε οι αξιωματικοί να κατέβουμε αλλά κανένας δεν έκανε την αρχή βλέποντας την κατάσταση της Σμύρνης. Είτανε χιλιάδες λιποτάκτες, γυμνοί και ξυπόλητοι.
Φωνάζανε διαρκώς:
-Κατεβήτε!..κανένας….
Εγώ καθόμουνα κοντά στην σκάλα που είχα επιβιβασθεί μαζί με τα καζάνια διότι πάλι τότε ήμουν συσιτιάρχης. Έρχεται ένας αξιωματικός με το πιστόλι στα χέρια και μου λέγει:
-Σήκω πάνω Δεκανέα και κάνε την αρχή!
Τι να έκανα μήπως του καιγότανε καρφί που θα έχανε μια σφαίρα; Αναγκάσθηκα και κατέβηκα. Ακολούθησαν έπειτα όλοι χωρίς να μπορέσω να πάρω τίποτε από τα πράγματά μου καθώς και όλοι οι στρατιώτες[5]. Νύχτωσε και διασχίζοντας το χωριό να πιάσουμε την δημοσιά προς τα Αλάτσατα (Εικ.10).
Άρχισαν οι χωριανοί Βουρλιώτες να μας βρίζουν από τα παράθυρα και να μας λένε:
-Τι θέλετε και ήρθατε; Για να μας καταστρέψεται; Ήμασταν πολύ καλά με τους Τούρκους. Τώρα θα μας καθαρίσουν όλους.
Και πράγματι όταν έφτασαν οι Τούρκοι σκοτώσανε πολλούς.

Η τελευταία μάχη κοντά στα Αλάτσατα
Βαδίσαμε λοιπόν. Πιο πέρα από το χωριό βγάλαμε πλαγιοφυλακές να προφυλαχτούμε από τα άτακτα στίφη που ερχότανε σουρτά κατά χιλιάδες. Πίσω τους ερχόντανε ο Πλαστήρας, συντεταγμένος. Ανταμώσαμε μαζί όλοι και βαδίσαμε προς τα Αλάτσατα. Φθάνοντας λοιπόν σε ένα στρατηγικό μέρος που είτανε μια κοιλάδα, λέγει ο αείμνηστος και θαραλέος Συνταγματάρχης Πλαστήρας:
-Παιδιά! Εδώ πρέπει να τους δώσουμε το τελευταίο μάθημα για να μας θυμούνται!
Ήρθαν λοιπόν τμήματα και κατέλαβαν τις πιο στρατηγικές θέσεις. Τα πολυβόλα εφοδιασμένα με πολλά κιβώτια πυρομαχικών. Τους άφησαν λοιπόν και μπήκανε μέσα στην κοιλάδα. Μόλις φθάσανε σε απόσταση βολής άρχισαν οι ομοβροντίες. Και βούϊζε ο τόπος από τους κρότους. Όσοι ήτανε εμπροσθοφυλακή δεν γλύτωσε κανένας!
Έτσι τους εκδηκήθηκε για τελευταία φορά ο μαύρος καβαλάρης που τον είχαν ονομάσει. Αυτό θα πεί ανδρία και αυτοθυσία από Έλληνα αξιωματικό σαν τον Πλαστήρα, που κατόρθωσε και έφερε όλο το Σύνταγμά του μέχρι και τον Τσεσμέ (Εικ.11). Και να επιβιβάση στο πλοίο και τον τελευταίο δραπέτη του μετώπου! Ενώ ολόκληρο Σώμα παρεδώθη και αιχμαλωτίσθηκε με χιλιάδες στρατό…[6]

Η εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας και η προσπάθεια εκφοβισμού του Πλαστήρα από το ελληνικό στρατηγείο
Προχωρήσαμε λοιπόν με τον Πλαστήρα μαζεύοντας όλα τα υπολοίματα των ατάκτων. Φθάσαμε στα Αλάτσατα όπου είχανε έρθει πολλά πλοία και μαούνες. Μεταφέρανε το στρατό στα απέναντι νησιά Χίο και Μυτηλήνη. Πριν επιβιβαστούμε εμείς οι μάχιμοι, σκοτώσαμε όλα τα άλογα, κάψαμε και τα αυτοκίνητα να μην περιέλθουν στον εχθρό.
Μπήκαμε τελευταίοι στο πλοίο. Ο Πλαστήρας σε άλλο και εμείς σε άλλο. Διατάσσουν λοιπόν τον Πλαστήρα να πάη για Μυτηλήνη. Αυτός δεν άκουγε και τράβαγε για Χίο (Εικ.12). Τον διατάσσει με τον ασύρματο το Στρατηγείο:
-Τράβα για Μυτηλήνη αλλιώς θα σε βυθίσουμε!
Και λέγει:
-Δεν με σκότωσαν οι Τούρκοι, σκοτώστε με εσείς!
Και του ρίχνουν δύο οβίδες προς εκφοβισμόν αλλά εν τέλει πήγε στην Χίο που ήθελε[7]. Εκεί έκανε την επανάσταση. Και όταν ήλθε στην Αθήνα τους καθώρισε τριανδρία, Πλαστήρας Γονατάς.

Στη Μυτιλήνη, Πειραιά και Ροβολιάρι
Εμείς πήγαμε στη Μυτηλήνη (Εικ.13) όπου μείναμε εκεί ένα μήνα. Εγώ έστεισα πάλι τα καζάνια και έφτιαχνα συσίτιο. Περιμέναμε διαταγή τι θα γίνουμε, τίποτε. Ώσπου, όσοι είχανε λεπτά μπαίνανε στα πλοία χωρίς καμμιά ενόχληση και φεύγανε για τον Πειραιά. Το ίδιο κι εγώ! Απαρατάω τα καζάνια και φεύγω για τον Πειραιά με ένα Εγγλέζικο παπόρι αλλά όχι με μεγάλη τρικυμία. Το πλοίο μικρό και παραλίγο να πνιγούμε. Με έπιασε και η θάλασσα και ήμουνα σαν τρελλόκοτα. Για μια στιγμή ακούω το μεγάφωνο να φωνάζη:
-Καθήστε κάτω μην μετακινείστε πότε εδώ και πότε εκεί, πνιγόμαστε!
Τότε κι εγώ που δεν ήξερα καθόλου κολύμπι αγγάλιασα ένα κάβο και περίμενα την τύχη, αφού δεν ήξερα κολύμπι. Εν τέλει κακώς έχοντος φθάσαμε στον Πειραιά. Όταν αποβιβαστήκαμε κάναμε σαν τρελλόκοτες, τρίκλυζαν τα πόδια μας.
Αμέσως ανέβηκα στην Αθήνα και πήγα και βρήκα τον αδελφό μου Φώτη. Είχε αναρώσει από το τραύμα του και βρισκότανε στην Στέγη Πατρίδος, Ίδρυμα που περιέθαλπτε με φαγητό και ύπνο τους αναρωνίοντας τραυματίες.
Μείναμε εκεί ολίγες ημέρες και κατόπιν αναχωρήσαμε μαζί δια το χωριό μας το Ροβολιάρι.

ΤΕΛΟΣ



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ



[1] Το Söǧüt πριν το 1231, έτος κατάκτησής του από τους Σελτζούκους, ονομαζόταν Θηβάσιον. Για το Θηβάσιο αναφέρονται τα εξής:
«ΘΗΒΑΣΙΟΝ
Η παρά τοις Βυζαντινοίς συγγραφεύσι παλαιά Ελληνίς πολίχνη της Φρυγίας Θηβάσιον, κειμένη παρά την δεξιάν όχθην του Σαγγαρίου (Σακκαρία) ποταμού, του ορίζοντος την Φρυγίαν από της Βιθυνίας κατά τινας των παλαιών συγγραφέων, απέχουσα δε ως 10 ώρας από Δορυλαίου [Εσκή Σεχέρ] προς ανατολάς, υπήρξεν η πρώτη κοιτίς ή αρχή του Οθωμανικού Κράτους, [ως είπομεν εν τη περί των Οθωμανών Σουλτάνων εκθέσει του προηγουμένου αριθμού της Ιωνικής Μελίσσης], παραχωρηθείσα περί τα τέλη της δεκάτης τρίτης εκατονταετηρίδος υπό του τελευταίου Σουλτάνου της μωαμεθανικής του Ικονίου ηγεμονίας, [εκτεινομένης μέχρι του Σαγγαρίου προς δυσμάς], εις τον Ερθόγρυλον, πατέρα του Οθωμάνου ή Οσμάνου, του θεμελιωτού της Οθωμανικής Μοναρχίας, διά κατοικίαν και απόλαυσιν αυτού τε και των περί αυτόν Τούρκων. Αποθανόντα δε έπειτα εν Βυζαντίω, όπου ήτο φυγάς, τον Σουλτάνον εκείνον, λεγόμενον Αλαδίνον, διεδέχθη ο στρατάρχης αυτού Οσμάνης ο Ερθογρύλου, μη αντιποιουμένου της ηγεμονίας άλλου τινός ικανωτέρου μουσουλμάνου εν μέσω των Ταταρικών προσβολών και των δικαίων αντιποιήσεων του χριστιανικού Βυζαντίου, εις του οποίου την κυριαρχίαν ανήκε πρότερον πάσα η Μικρασία.
Το Θηβάσιον λέγεται νυν υπό των Οθωμανών κατά τον Κράμμερον και τον Χάμηρον Σογούτ-σου, τουτέστιν Ιτέας ύδωρ, ίσως ένεκα πηγής τινός αυτόθι, σκιαζομένης υπό του δένδρου τούτου. Εν Θηβασίω υπάρχει και ο τάφος του Οσμάνου, του πρώτου των Οθωμανών Σουλτάνων, τον οποίον επισκέπτονται πολλάκις οι Οθωμανοί χάριν ευλαβείας. Η πολίχνη έχει σήμερον μόλις 80 οικογενείας χριστιανών ορθοδόξων, γεωπόνων και εμπόρων, και άλλων τόσων περίπου μουσουλμάνων.
ΔΕΙΝΑΓΟΡΑΣ».
[2] Πρόκειται για τον Ταγματάρχη Κατσαρέλη Σπήλιο του Ηρακλέους, ο οποίος ήταν διοικητής του Ι Τάγματος του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων από τις 15 Ιουλίου 1921 (βλέπε: Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Η εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν, τόμος 5ος, μέρος Β΄, Αθήναι 1963, σελίδα 287).
[3] Εννοεί μάλλον τη μεγάλη μάχη του Ιν-Εϋνού (Ινονού, τουρκ. İnönü). Η πρώτη στις 11 Ιανουαρίου και η δεύτερη στις 27 Μαρτίου 1921).
[4] Εννοεί τον πολιτικό των αρχών του 20ου αιώνα Δημήτριο Χατζίσκο, εγγονό του γνωστού Δημητρίου Χατζίσκου. Χρημάτισε στην κυβέρνηση Νικολάου Στράτου (3 Μαΐου-9 Μαΐου 1922) Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και στην κυβέρνηση Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη (9 Μαΐου-28 Αυγούστου 1922) που ακολούθησε Γενικός Διοικητής Ηπείρου.
[5] Ο Δημήτριος Γ. Παπανικολάου επιβεβαιώνει την άρνηση των ανδρών της εφεδρικής Μεραρχίας Πολυμενάκου να αποβιβασθούν στη μικρασιατική γη.
[6] Ο Δημήτριος Γ. Παπανικολάου επιβεβαιώνει το ιστορικό γεγονός της τελευταίας μάχης που δόθηκε στη Μικρά Ασία. Τη μάχη-ενέδρα περιγράφει γλαφυρά ο Γιάννης Καψής στο βιβλίο του Χαμένες πατρίδες, όπως την διηγήθηκε ο ίδιος ο Νικόλαος Πλαστήρας:
«Η τελευταία μάχη
Πριν λίγα χρόνια ακόμη ένας νοσταλγός, ένας από τις χιλιάδες των νοσταλγών των Χαμένων Πατρίδων, επέστρεψε στον Τσεσμέ, ήθελε να κάνει ένα ευλαβικό προσκύνημα στην ιωνική γη. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα η σκέψη πέταγε σε άλλες εποχές όταν ο κάμπος έσφυζε από ζωή όταν τ’ αμπέλια τρυγούσαν λυγερόκορμες κοπέλες τραγουδώντας τα τραγούδια της Φυλής μας. Τώρα θάλεγες κι ο κάμπος είχε νεκρωθεί, μόνο κάποια βοϊδάμαξα, πού και πού, θύμιζε ότι η εύφορη γη δεν ήταν ακατοίκητη. Ακόμη κι αυτή η Σμύρνη δεν είχε κατορθώσει να βρει την παλιά της ζωή. Ήταν θλιβερές οι σκέψεις, μια βαρειά νοσταλγία πλάκωνε τα στήθη. Αλλ’ ο Τούρκος σωφέρ δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί το δράμα του επιβάτη του. Μουρμούριζε τον αμανέ του βαριεστημένα.
Έξαφνα, όμως, φρενάρησε απότομα. Είχαν φθάσει στο Σταυρό, εμπρός σε μια αναμνηστική στήλη. Ο Τούρκος οδηγός πήδησε από το αυτοκίνητο και φώναξε τον επιβάτη — δεν γνώριζε την εθνικότητα του — να κατέβει. Ήθελε να του εξηγήσει τι ήταν η αναμνηστική εκείνη στήλη:
-Εδώ, είπε με καμάρι ο Τούρκος, έδωσε ο Στρατός μας την τελευταία μάχη για την ελευθερία μας... Να... Το γράφει... Την 9η Σεπτεμβρίου του 1922 η μεραρχία του Ιππικού έδωσε την τελευταία μάχη κατά των Ελλήνων. Σκοτώθηκαν 147 ιππείς...
Αυτά περίπου έγραφε η στήλη, που υπάρχει πάντοτε εκεί για να θυμίζει την τελευταία μάχη του μικρασιατικού πολέμου. Κι ο Τούρκος οδηγός σαν κάποιος εφιάλτης να τάραζε τη σκέψη του, συνέχισε:
-Πολέμησε σκληρά το Σαϊτάν Ασκέρ... Αν δεν ήταν αυτοί...
Ο ξένος, ο νοσταλγός, έκανε το προσκύνημα του στο Τσεσμέ, στον γιαλό της Αγίας Παρασκευής. Δεν έμεινε όμως ικανοποιημένος, δεν ένιωσε ότι είχε εκπληρώσει την αποστολή του. Από τη στιγμή, που είδε την αναμνηστική εκείνη στήλη ένιωθε πως δεν θα είχε ολοκληρώσει το προσκύνημα του, αν δεν έσφιγγε το χέρι, αυτού που διηύθυνε το Σαϊτάν Ασκέρ στην τελευταία εκείνη μάχη.
Κι άκουσε από τα χείλη του Πλαστήρα τις λεπτομέρειες της.
Κι η τελευταία προσπάθεια άμυνας κάποιας συγκροτημένης υποχώρησης είχε εγκαταλειφθεί. Ο αρχιστράτηγος Πολυμενάκος σκέφθηκε προς στιγμή ν’ αντιτάξει άμυνα στο λαιμό της χερσονήσου της Ερυθραίας. Οι δυνάμεις, που διέθετε, ήταν περισσότερο από αρκετές. Δεν υπήρχε, όμως, ο ηγέτης, που θα κατόρθωνε να ανασυγκροτήσει τη μάζα των υποχωρούντων. Ο νέος αρχιστράτηγος διόρισε αμέσως μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του, τον στρατηγό Φράγκου διοικητή του Νότιου Συγκροτήματος και τους συνταγματάρχες Γονατά και Δέδε διοικητές των δυο ανύπαρκτων Σωμάτων Στρατού. Πολύ γρήγορα, όμως αντιλήφθηκε ότι κάθε προσπάθεια ήταν μάταιη. Άλλωστε και ο ίδιος δεν κατόρθωσε να επιβληθεί στους άνδρες της εφεδρικής Μεραρχίας, που είχε φέρει μαζί του.
Έμεναν μέσα στα πλοία, αρνούμενοι ν' αποβιβαστούν, έστω και για να δημιουργήσουν ένα προγεφύρωμα, να διευκολύνουν την επιβίβαση των κατακερματισμένων μονάδων. Και στις 27 Αυγούστου διέταξε όπως οι μονάδες του Νότιου Συγκροτήματος «διά συντόνων πορειών» φθάσουν στο λιμάνι του Τσεσμέ, για να επιβιβαστούν στα καράβια. «Διά συντόνου πορείας», που σημαίνει, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Τι τραγωδία!.........
Το πρωί της 28ης Αυγούστου το 5/42 έφθασε στον Σταυρό εκεί που ο δρόμος χωρίζει προς τον Τσεσμέ………….
Στιγμές μεγαλείου
Και μέσα στην καταχνιά του πρωινού φάνηκαν οι Τσέτες του Μπεχλιβάν..……..
Ο Πλαστήρας είδε τους Τσέτες. Ήταν συντριπτική αριθμητικά η υπεροχή, ήταν ψυχωμένοι από την ανέλπιστα μεγάλη νίκη τους, είχαν ξαποστάσει στη Σμύρνη. Η σωφροσύνη θα του επέβαλλε, ίσως, να υποχωρήσει αλλά τότε ούτε ένας από τους πρόσφυγες δεν θα διασωζόταν, οι Τσέτες θα έφθαναν στην αποβάθρα του Τσεσμέ πριν από τον Στρατό μας. Κι αποφάσισε να δώσει μια ακόμη μάχη.
Οι άνδρες του 5/42, με γρήγορες κινήσεις, σχημάτισαν ένα μεγάλο πέταλο κι «ελούφαξαν», έμειναν ακίνητοι, περιμένοντας τους Τούρκους να πέσουν στις κάνες των όπλων τους. Είχαν διαταγή να μη πυροβολήσουν, αν ο Πλαστήρας δεν έδινε το σύνθημα, πυροβολώντας- πρώτος. Πειθαρχικοί, εμπειροπόλεμοι, έβλεπαν τους Τούρκους να πλησιάζουν κι έμεναν ακίνητοι. Πολλοί άκουγαν τις αναπνοές τους, αισθάνθηκαν τη μυρωδιά των αλόγων τους. Κι όμως δεν πυροβόλησαν. Λίγο ακόμη κι οι Τσέτες θα είχαν πέσει στον κλοιό τους. Αλλ’ ένας λοχίας έτρεμε από τη λύσσα του. Είχε δει τους Τσέτες να σφάζουν γυναικόπαιδα και δεν μπορούσε να συγκρατηθεί — έσφιγγε το όπλο του, δάγκωνε τα χείλη του για να μη φωνάξει και προδοθεί. Κι έξαφνα ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Σχεδόν αμέσως ένας καταιγισμός πυρός σάρωσε τους Τούρκους. Οι θάμνοι άναψαν, τα πολυβόλα κελάηδησαν ανατριχιαστικά. Η κοιλάδα αντήχησε στο βογγητό των πληγωμένων. Οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν πήδησαν από τ’ άλογα κι έτρεξαν να καλυφθούν — θέλησαν να πιάσουν μετερίζια και να πολεμήσουν. Δεν γνώριζαν ακόμη ότι είχαν απέναντι τους το «Σεϊτάν Ασκέρ». Αλλά, μετά τον πρώτον αιφνιδιασμό, οι Τσολιάδες δεν κρατήθηκαν — δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει κανείς ούτε ο Πλαστήρας. Οι λόγχες σύρθηκαν και πάλι από τις θήκες τους. Και για μια ακόμη φορά — την τελευταία — όπως τότε σε μια εποχή που φαινότανε τόσο μακρινή, ακούστηκε η λεβέντικη κραυγή: «Αέρα...». Ο λόγγοι ξαφνιάστηκαν, τα βουνά συγκλονίστηκαν, σκίρτησε η ιωνική γη. Τι είχε συμβεί; Επέστρεφαν οι Έλληνες; Ήταν, λοιπόν, ένας τρομερός εφιάλτης η καταστροφή; Οι καμπάνες θ’ αντηχούσαν και πάλι χαρμόσυνα; Αλίμονο. Δεν ήταν εφιάλτης η καταστροφή — ήταν η πραγματικότητα Όνειρο, τόσο νοσταλγικό, αλλά και τραγικό συνάμα, ήταν η πολεμική κραυγή των Τσολιάδων μας — ένα όνειρο, που σαν διαλύθηκε, άφησε στο πεδίο της μάχης 147 Τούρκους νεκρούς.
Έφυγαν οι Τσέτες, έφυγαν τρομοκρατημένοι, πανικόβλητοι πήδησαν στ’ άλογα τους κι άλλοι έφυγαν τρέχοντας. Επέστρεψαν ασθμαίνοντας στη Σμύρνη για να ρίξουν καινούργιο λάδι στο καντήλι του θρύλου, που θα καίει αιώνια. Είναι θρύλος, που αφηγείται η αναμνηστική στήλη, εκείνη, που υπάρχει μέχρι σήμερα στο Ζέγκουϊ — τον Σταυρό.
Κι ο Πλαστήρας τέλειωσε την αφήγηση του μ’ ένα παράπονο:
-Αχ, μωρέ... Αν δεν βιαζότανε εκείνος ο λοχίας, θα τους είχα πιάσει όλους ζωντανούς».
Αποσπάσματα από σελίδες 296,297,299,300. Σχετικά με το τοπωνύμιο Σταυρός (αντί του ορθού Χριστός, τουρκ. Uzunkuyu Köyü) βλέπε τα σχόλια στην ανάρτηση: Η τελευταία μάχη του Πλαστήρα στον Τσεσμέ.
[7] Ο Δημήτριος Γ. Παπανικολάου επιβεβαιώνει εδώ το γεγονός του κανονιοβολισμού του πλοίου που μετέφερε τον Πλαστήρα και το απόσπασμά του στη Χίο, το οποίο αναφέρεται στο βιβλίο-ύμνο προς τον Πλαστήρα: Γιάννη Στρατηγάκη, Νικόλαος Πλαστήρας, ο Άνθρωπος και ο Έλλην, Αθήναι 1952, σελίδες 104 και 105:
«…Για να πληροφορηθή η νέα ελληνική γενεά το μίσος, που έτρεφε ο αντιβενιζελισμός της εποχής εκείνης εναντίον κάθε πατριωτικής πράξης, η οποία προερχόταν από την αντίπαλό του πολιτική παράταξη, παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Κ.Αθανάτου, το Εθνικόν κίνημα Χίου και Μυτιλήνης, στο οποίο ο συγγραφέας του περιγράφει… την υποδοχή που έκαμε στον Πλαστήρα ο ελληνικός στόλος, όταν ο Αρχηγός επέστρεφε από την Μ.Ασία και πήγαινε προς τη Χίο.
“Χίος, 2 Σεπτεμβρίου… Είναι ανάγκη να συναντήσω τον Πλαστήρα. Αυτός σήμερον αποτελεί σύμβολον. Η ανωτέρα του αυτή ηθική υπόστασις, η τιμία διαγωγή απέναντι του εχθρού έχουν δημιουργήσει γύρω από το όνομά του ακτινωτόν φωτοστέφανον ευλαβείας και σεβασμού.
Αλλ’ ο Πλαστήρας μάχεται ακόμη εκεί, αντίκρυ εις τον Τσεσμέ. Υποστηρίζει με το πύρ την επιβίβασιν εις τα πλοία…Αλλ’ ιδού οι ναυτικοί με πληροφορούν, ότι η επιβίβασις ετελείωσεν και ο Πλαστήρας όπου και νάναι γυρίζει νικητής. Τον περιμένουν εδώ. Είναι βράδυ, βράδυ. Και νάτος, πράγματι. Διακρίνομεν με τα κανοκιάλια την «Τήνον». Ο Πλαστήρας μέσα. Επί τέλους θα τον ιδώ. Η μια αποστολή του, μπροστά στον Τούρκο, ετελείωσε καλά. Ο Θεός να δώση τώρα το ίδιο και με την άλλη.
Μιά, δυό, τρείς κανονιές αντηχούν κοντά. Είναι ίσως το σημείο ότι ο Τούρκος έφθασε στην ακρογιαλιά μετά την επιβίβασιν των τελευταίων τμημάτων του Πλαστήρα. Και όμως όχι. Δεν είναι αλήθεια. Δεν είναι ο Τούρκος που πυροβολεί. Αυτός ακόμα δεν τολμά να πιστέψη πως ο σεϊτάν, ο Καρα-Μπιμπέρ έφυγε, και δεν ζυγώνει. Είναι οι δικοί μας και κτυπούν τους δικούς μας δυστυχώς! Πώς να το πιστέψη κανείς;
Οι Τούρκοι είχαν επικηρύξει τον Πλαστήρα και οι δικοί μας πάνε γυρεύοντας να πάρουν την επικήρυξη. Ο «Αλφειός»-το εύδρομον του Ελληνικού στόλου-βάζει τα κανόνια του να σκοπεύσουν το πλοίο που φέρνει τον Πλαστήρα!!”
Έτσι υποδέχθηκε ο φανατισμένος αντιβενιζελισμός του 1922 εκείνον που έσωσε την τιμήν του Ελληνικού Έθνους. Εκείνον που έφυγε τελευταίος από τη μάχη!».



ΕΙΚΟΝΕΣ




Εικ.1. Γιουρούκοι νομάδες στην περιοχή της Σμύρνης.



Εικ.2. Το Söǧüt στις αρχές του 20ου αιώνα.



Εικ.3 Ο σιδηροδρομικός σταθμός του Αφιόν Καραχισάρ πριν το 1922.



Εικ.4. Καλλίπολη: ατμοκίνητος αλευρόμυλος το 1907. Άνω αριστερά η επωνυμία «D. Costas & Cie». Προφανώς ο ιδιοκτήτης του ήταν Έλληνας της Καλλίπολης. Κάτω αριστερά διακρίνονται άτομα, πιθανώς οι ιδιοκτήτες και το προσωπικό. Εντύπωση προκαλεί η φωτογράφιση στο εξωτερικό του παραθύρου γυναίκας, η οποία κρατάει ένα νεαρό κορίτσι από το χέρι.



Εικ.5. Το κάστρο της Σηλυβρίας σε παλιά φωτογραφία.



Εικ.6. Η εκκλησία της Παναγίας Ρευματοκρατόρισας στη Ραιδεστό. Πίσω το μητροπολιτικό μέγαρο (αρχές του 20ου αιώνα).



Εικ.7. Η σκάλα των Βουρλών πριν το 1922.



Εικ.8. Τοπογραφικός χάρτης Βουρλών.





Εικ.9. Η επιτροπή Βουρλιωτών προκρίτων που επισκέφτηκε το Βασιλέα Κωνσταντίνο τον Ιούνιο του 1921 στο Κορδελιό. Από αριστερά: Ανδρέας Γάτζος, Ευάγγελος Βαλλιάδης, αρχιερατικός επίτροπος αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Αβραμίδης, Σωκράτης Κορές και Γεώργιος Αθ. Φλώρος.



Εικ.10. Τα Αλάτσατα το 1910.



Εικ.11. Ο Τσεσμές στις αρχές του 20ου αιώνα.



Εικ.12. Ο Νικόλαος Πλαστήρας στη Χίο.



Εικ.13. Η Μυτιλήνη στις αρχές του 20ου αιώνα.




ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ


Εικ.7. Από: Νίκου Ε. Μηλιώρη, Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Μέρος Α΄. Ιστορικά, Αθήναι 1955, σελίδα 24.
Εικ.8. Από: Νίκου Ε. Μηλιώρη, Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Μέρος Α΄. Ιστορικά, Αθήναι 1955, σελίδα 8.


ΠΗΓΗ


Οικογενειακό αρχείο Αναστασίου Παπανικολάου.




Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Απομνημονεύματα Δημητρίου Γ. Παπανικολάου. Μέρος E΄



Στο E΄ Μέρος των Απομνημονευμάτων του ο Δημήτριος Παπανικολάου περιγράφει:
-Την εκ νέου επιστράτευσή του (άνοιξη 1921) και μετάβαση μέσω Πειραιά στην Προύσα, όπου κατετάγη στο 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων Μεσολογγίου.
-Την μετάβαση στο Ινεγκιόλ και Εσκί Σεχίρ.
-Την εκστρατεία προς την Άγκυρα και τις μάχες πέραν του Σαγγαρίου.
-Την οπισθοχώρηση και το θάνατο του αγαπημένου φίλου του Βαγγέλη (Δεκανέα Ευάγγελου Ζορμπά) από την Τσούκα (βλέπε υποσημείωση [5]).
-Την επαναδιάβαση του Σαγγάριου και το περιστατικό με τους δύο Τούρκους χωρικούς, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για να οδηγήσουν το Τάγμα του στη γέφυρα που στήθηκε στο Σαγγάριο.
-Την επιστροφή στην περιοχή του Εσκί Σεχίρ και την απόκρουση επίθεσης Τούρκων ιππέων.
Ακολουθεί το κείμενο:


Γ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ 2/39 ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΥΖΩΝΩΝ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Στην Αθήνα
Ξεκίνησα το πρωΐ. Αποχαιρέτησα τη μάνα μου, το Βασίλη και τη Ζωή καθώς και όλους τους συγγενείς μου. Πέρνοντας τη γυναίκα μου, που θέλησε να με συνοδεύση μέχρι το Περίβλεπτο και μετά θα κατέβαινε στου Φότο Μποστάνη. Φθάνοντας στο μέρος όπου θα χωρίζαμε αγγαλιαστήκαμε και φιλιόμασταν επί αρκετά λεπτά ώσπου χωρίσαμε και πήρε ο καθένας το δρόμο του. Πάω στον Ασβέστη στον εξάδελφό μου Αριστήδη που ήτο τραυματίας του 12 και έμενα το βράδυ.
Σηκώθηκα το πρωΐ και πήγα στο σταθμό Καΐτσας. Πήρα το τραίνο κατ’ ευθείαν για την Αθήνα, όπου εκεί έπρεπε να παρουσιαστούμε. Πηγαίνω στο φρουραρχείο μόνος μου χωρίς κανέναν πατριώτη. Μου δόσανε φύλο και παρουσιάσθην στο τμήμα μεταγωγών.
Μόλις μπήκα στο γραφείο μπροστά από εμένα ήτο κάποιος άλλος που του πέρνανε τα στοιχεία, που γεννήθη και που κατοική. Ακούγω λοιπόν να λέγη:
-Ροβολιάρι Φθιώτιδος και κατοικώ στην Αθήνα. Λέγουμε Βοθονέας Ιωάννης.
Τελείωσε αυτός, μετά έδωσα εγώ τα δικά μου στοιχεία. Συντόμευσα να βγω έξω να δω ποιος είναι αυτός από το χωριό μου και δεν τον ξέρω. Τον ρωτώ πως γεννήθηκε στο Ροβολιάρι, αφού πρώτα του είπα ότι κι εγώ είμαι από εκεί. Μου λέγει:
-Εγώ είμαι αγγόνι της Κυότενας.
Μια γριά πολύ καλή που είχε το σπίτι τους κοντά στην πλατεία και είχε 2 μικρά αγγόνια. Μου λέγει:
-Έφυγα μικρός διότι πέθανε η μητέρα μου και ο πατέρας μου που ήτανε δασικός μας έφερε στην Αθήνα.
Έκτοτε κάναμε μαζί παρέα. Ήτανε πολύ φιλότιμο παιδί.

Στην περιοχή Προύσας
Γεμίσανε μια παποριά και μας έβγαλαν στα Μουδανιά(Εικ.1), επάνω της Μπρούσης, στη θάλασσα του Μαρμαρά κοντά στην Πόλη. Από εκεί στην Μπρούσα (Εικ.2,3,4)στην πατρίδα του Καραγγιόζη. Το σπίτι του σήμερα το έχουνε μουσείο (Εικ.5). Εκεί μας διέθεσαν στην ΙΙΙη Μεραρχία, στο 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων.
Μείναμε ολίγας ημέρας στην ωραία Μπρούσα και κατόπιν προχωρήσαμε πιο πέρα βαδίζοντας τον δημόσιο δρόμο που πήγαινε για το Εσκί Σεχήρ. Θα ήτανε μήνας Απρίλιος διότι θυμάμαι το μέρος είχε πολλά οπωροφόρα δένδρα, κυρίως κερασιές, αλλά δεν ήχανε γίνει ακόμη τα κεράσια.
Κατασκηνώσαμε στους πρόποδας του Ολύμπου Μπρούσης κοντά σε ένα κεφαλόβρυσο που έβγαζε νερό κρύο, που πίνοντας δεν χορτέναμε φαγητό. Η θέση αυτή έμοιαζε ακριβώς όπως βλέπεις τη Γολινά από τη Μακρακώμη. Μείναμε λίγο καιρό στο Κεφαλόβρυσο σαν τα αμπέλια κλωνιά. Κατόπιν μας ανέβασαν στην κορυφή του Ολύμπου να φυλάμε τις διαβάσεις για τους Τσέτας αντάρτες. Το κρύο που υποφέραμε τον Ιούνιο μήνα το θυμάμαι ακόμα. Ήτανε τόσο ψηλό το μέρος που μας είπε ένας τσοπάνος Τούρκος:
-Μπορείτε το βράδυ με αστροφεγγιά να δείτε την Πόλη.
Και πράγματι εγώ που ενδιαφερόμουν περισσότερο, έκανα προσπάθειες μέσα στο άπειρο. Και κάποια φορά πήρε το μάτι μου τα φώτα της γέφυρας και ολοκλήρου της Πόλης. Μεγάλο θέαμα να βλέπης από εκατοντάδες χιλιόμετρα τέτοιο θέαμα. Φώναξα μετά πολλούς και παρακολούθησαν κι αυτοί.
Η θέσις μας ήτο ανυπόφορος από το πολύ κρύο και τον ψυχρότατο αέρα. Μία νύκτα ως Δεκανέας που ήμουνα πήγα να κάνω έφοδο σε κάποιο προκεχωρημένο φυλάκιο. Επιστρέφοντας από το πρώτο φυλάκιο, είχε αλλάξει ο σκοπός και ήτανε ένας μικρασιάτης. Προτού μου πη «Αλτ τις εί» την κάνη του όπλου επάνω μου! Ευτυχώς πρόλαβα και την έπιασα την κάνη! Την έστρεψα πριν πατήσει τη σκανδάλη.

Άφιξη στο İnegöl
Τέλος Ιουνίου κατεβήκαμε κάτω για να προχωρήσομε προς το Εσκί Σεχίρ, περνώντας από ένα ωραίο κάμπο πλούσιο με πολλά χωριά. Στο μέσο μία μεγάλη πόλη Ενιγκιόλ (Εικ.6) [1]. Εκεί είχανε στρέμματα ολόκληρα παπαρούνες χασίς, που βγάζανε το αφιόν. Εκεί καταβλιστήκαμε.
Ήλθε ένας γέρος που είχε το περιβόλι και μας λέγει, μέσον εμού, στον Ταγματάρχη να μην καταστρέψομε το περιβόλι του. Μας παρακάλεσε και την άλλη μέρα μας έφερε ίσα με 2 οκάδες βούτυρο ωραίο. Το μοιράσαμε με τον Ταγματάρχη και πάντα προσέχαμε να μην του γίνη ζημία.
Εκεί που περπατούσα βρίσκω ένα χαρτί. Το παίρνω και διαβάζω, ήτανε ετικέτα από εμφιάλωση νερού. Του λέγω του γέρου:
-Που είναι;
Και μου λέγει:
-Κοντά.
Πάμε με το γέρο και είδα ένα ωραίο τοπίο με ωραία πλαταιούλα και με διάφορα μαγαζάκια. Στη γωνία, μία βρύση που έγραφε «εξήσου» [τουρκ. ekşi su], δηλαδή ξυνό νερό. Πίνω λίγο και πράγματι εκεί πηγαίνανε και παραθερίζανε οι πλουσιώτεροι Πολίτες. Και πίνανε από αυτό το νερό για το στομάχι. Τότε ήτο ακατοίκητο λόγω του πολέμου. Ήτανε άδεια όλα τα κεφαλοχώρια, είχαν πιάσει τα βουνά. Τους φόβισαν οι αντάρτες για να τους εξαγριώσουν εναντίον μας να γίνουν όλοι αντάρτες.

Άφιξη στο Εσκί Σεχίρ
Προχωρήσαμε από εκεί βουνά και κάμπους και φθάσαμε στο Εσκί Σεχίρ (Εικ.7,8). Εκεί πήγα και βρήκα τον αδελφό μου Φώτη τραυματία. Κατά την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ τον πήρε θραύμα οβίδος και του έσπασε το γόνα. Πήγα στο νοσοκομείο. Τον βρήκα χάλια και έκλαψα για το πάθημά του. Αργότερα τον στείλανε στην Αθήνα σε νοσοκομείο.
Εμείς ετοιμαζόμασταν για νέα εξτρατεία για την Άγγυρα. Τότε είχα παραλάβει συσιτιάρχης. Μαθαίνοντας πως θα περάσομε την Αρμηρά έρημο και δεν θα υπάρχη νερό προχώρησα και λέγω στο Λοχαγό μου:
-Δώσε μου λεπτά να πάω στην πόλη να αγοράσω 2 βαρελάκια με κονιάκ να βάλομε νερό.
Αμέσως δέχτηκε και πήγα με ένα ζώο. Αγόρασα 2 βαρέλια και σωθήκαμε. Εν τω μεταξύ γύρισα την πόλη και έπιανα κουβέντα με τους Τούρκους καταστηματάρχας (Εικ.9). Λέγαμε τα επαγγελματικά και χαιρόντουσαν που τους μιλούσα πολύ καλά τα Τούρκικα. Τα βαρέλια μάλιστα μας τα δώσανε σχεδόν τσάμπα. Ήτανε και Έλληνες εκεί αλλά όχι πολύ.

Προέλαση προς την Άγκυρα
Άρχισε λοιπόν η προέλαση για την Άγγυρα με στρατηγό τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, με σκοπό να καταλάβομε την Άγγυρα. Ανεβαίναμε βουνά, κατεβαίναμε κάμπους. Φτάσαμε στο Σαγγάριο ποταμό. Εκεί είχανε ετοιμάσει το Μηχανικό πλωτή γέφυρα με βάρκες ίσα 2-3 κατά αποστάσεις. Εκεί είχαμε τομέα το άκρον αριστερόν μέχρι το Ζαγγιοριν[2].
Λοιπόν φθάσαμε έπειτα από 2 μέρες πορεία. Δεν βρήκαμε αντίσταση. Τα μέρη εκείνα ήτανε σχεδόν άγονα από καλλιέργεια. Μόνο πρόβατα πολλά βλέπαμε από μακρυά. Τα στριφογυρίζανε σε κάτι λοφίσκους για να τα προφυλάξουν να μην πέση επάνω τους η φάλαγγα.

Η πρώτη μάχη
Περνώντας το Σαγγάριο παρετάχθησαν τα Συντάγματα και η Πυροβολαρχία σε τάξη μάχης. Περάσαμε από ένα χωριό και μπήκαμε σε κάτι σπίτια για ψωμί. Αντί για ψωμί βρήκαμε ολόκληρες κάδες με τραχανά και φύλα και τυρί. Πήραμε φύλα και τυρί για εφόδιο και προχωρήσαμε.
Τότε μας άρχισαν οι Τούρκοι να μας βάλουν με τα πυροβόλα. Ο Λόχος μας έπιασε ένα αντέρισμα και βάλαμε με τα πολυβόλα. Εγώ κοντά με τα καζάνια, τρέχοντας κοντά στο Λόχο. Εκεί καλυφθήκαμε. Βάλανε τα πολυβόλα και μαχόντανε. Δίπλα μας ένα πυροβόλο μας έβαζε συχνά αλλά κάποια στιγμή τον βρήκε τον στόχο το τουρκικό και σταμάτησε. Εκεί που ήμασταν τραυματίστηκε ο Ηλίας Δελιγιάννης στον λάρυγγα αλλά διέφυγε τον κίνδυνο. Το βραδάκι κατά το βασίλεμα του ηλίου σηκωθήκαμε διότι τους διώξαμε τους Τούρκους και προχωρήσαμε προς τα εμπρός. Τότε έρχεται ένα αεροπλάνο τούρκικο και μας πέταξε χιλιάδες προκηρύξεις σε όλους τους σχηματισμούς που έγραφαν:
«Έλληνες στρατιώτες τι θέλετε στην πατρίδα μας; Εμείς θα την υπερασπίσομε σπιθαμή προς σπιθαμή, όπως κι εσείς εάν ερχότανε άλλος. Γυρίστε πίσω αλλιώς θα χαθήτε όλοι».
Αυτά δεν τα λάβαμε εμείς υπόψιν μας διότι ξέραμε ότι είναι προπαγανδιστικά, διότι μέχρι εκεί, όταν μας βλέπανε, φεύγανε.

Έξω από την Άγκυρα
Προχωρήσαμε και κατασκήνωσε η Μεραρχία σε κάποιο καμπάκο. Και τα τμήματα προέλασαν σε κάτι βουναλάκια κυματοειδή, φυσικά οχυρά. Άρχισαν οι μάχες πολύ δυνατές. Καιγότανε το πελεκούδι. Εγώ κοντά στο Λόχο μέσα σε χαράδρες έστηνα τα καζάνια και μαγείρευα όλο κρέας που βρίσκαμε, γίδια Αγκύρας που το μαλί τους ήτανε σαν πρόβιο (Εικ.10). Και ξύλα από τα εγκατελειμμένα χωριά. Όταν είχα νερό το έκαμνα βραστό, με το νερό που είχα στα βαρέλια. Όταν δεν είχα νερό το έψηνα στη σούβλα Έσωσα πολλά παιδιά από τη δίψα που δεν υπήρχε νερό.
Οι μάχες εξακολουθούσαν στο Μπουλατλή[3] (Εικ.11) που φθάσαμε  6 ώρες από την Άγκυρα καθώς και στο Καρά Ντάγ. Εκτός από τα φυσικά οχυρά είχανε φτιάξει οι Τούρκοι τάφρους μακρινούς που σηκωνόντουσαν και μας βάζανε χωρίς να μπορούμε να τους βλέπουμε. Μόνον το πυροβολικό μας τους είχε σακατέψει. Κάναμε επίθεση να τους βγάλουμε από τα χαρακώματα και αυτοί μας βάζανε με τα πολυβόλα (Εικ.12,13).

Η μάχη του Καρακουγιού
Μία μέρα που έψηνα κρέατα και μαχότανε μπροστά ο Λόχος μου με τα πολυβόλα μας, μου ρίξανε μία μεγάλη οβίδα μπροστά μας και άνοιξε μία λακούβα μεγάλη, ένα αλόνι. Ευτυχώς δεν έσκασε και τη γλυτώσαμε. Τι τα θέλεις όμως ο Λόχος μας και το Σύνταγμα εκείνη την μέρα είχε μεγάλη επίθεση από τους Τούρκους. Μας αποδεκάτησαν. Σκοτώθηκε και ο Συνταγματάρχης μας Καραχρήστος[4] (Εικ.14,15) πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες. Το βράδυ διατάζουν τους μαγείρους να πάνε το συσσίτιο μπροστά και δεν πηγαίνανε, φοβόντουσαν όλοι. Αναγκάστηκα και το φόρτωσα στο ζώο όλο ψητές μερίδες. Μόλις έφτασα εκεί δεν είχε κανένας όρεξη για φαγητό, κλέγοντας τους συντρόφους τους που χάσανε! Γύρισα στο μαγειρείο και βρήκα καμιά δεκαριά φαγάδες από άλλους Λόχους πεινασμένους. Τους έδωσα και φάγανε. Μου λέγανε πως χαθήκανε.

Το σταμάτημα της προέλασης
Εν τω μεταξύ τους τσακίσαμε σε όλα τα μέτωπα και είχανε υποχωρήσει με μεγάλες απώλειες των Τούρκων. Αλλά εν τω μεταξύ μας σωθήκανε τα πολεμοφόδια και δεν μπορούσαμε να προμηθευτούμε από το Εσκί Σεχίρ, λόγω της μεγάλης αποστάσεως και με τα πενιχρά μέσα, τις βοϊδάμαξες και γκαμίλες. Kαι το φόβο πως κάποιος Τούρκος αξιωματικός συγκέντρωσε πολλούς αντάρτες και κτηπούσε τα μετόπισθεν. Μπροστά σε αυτά τα διλλήματα αναγκάστημεν να μην πάμε άλλο εμπρός, μήπως πάθουμε κανένα κακό, εφόσον μέχρι τότε ήμασταν νικητές.

Οπισθοχώρηση
Αρχίσαμε να οπισθοχωρούμε κανονικά. Φθάσαμε στο Σαγγάριο στήσανε πάλι γέφυρες. Εμείς ήμασταν στο άκρο αριστερό. Μας βάλανε οπισθοφυλακή να κρατάμε το μέρος να περάση όλος ο στρατός τον Σαγγάριο. Το Τάγμα μας το ώρισαν τελευταίο. Είχαμε πιάσει ένα λόφο που τον λέγανε «Μαύρο λόφο» επειδή είχε μαύρα πετρώματα. Μείναμε στο Ριζό του λόφου και βγάλαμε προφυλακές νομίζοντας πως δεν υπάρχει τίποτε κοντά μας. Την νύχτα μας είπε μία Μεραρχία πως οι μεγαλύτερες και αιματηρότερες μάχες ήτανε μεταξύ 15-16 Αυγούστου 1921.

Νυχτερινή τουρκική επίθεση στο «Μαύρο λόφο» και θάνατος του Δεκανέα Ευάγγελου Ζορμπά από την Τσούκα
Είχα ξεφορτώσει κι εγώ τα καζάνια στο αντίριγμά μου μαζί με τη διοίκηση του Λόχου και του Τάγματος και κοιμόμουνα με ένα φίλο μου το Βαγγέλη από την Τσούκα στρώνοντας μία κουβέρτα από κάτω και μία από πάνω μας. Ακούμε τη νύχτα συναγερμό «στα όπλα»! Αμέσως πεταγόμαστε και παίρνουμε τα όπλα μας. Ο μεν Βαγγέλης βάδισε στην κορυφή που ήτανε το πολυβόλο του. Εγώ έκαμα αριστερά μαζί με τον Επιλοχία και σιτιστή. Μόλις φθάσαμε στη γραμμή της μάχης πέσανε απάνω μας ένας Λοχίας Τούρκος και ένας στρατιώτης χωρίς τουφέκια. Αμέσως τους παίρνω και τους πάω στον Ταγματάρχη στο αντίριγμα που ήτανε απιρόβλητο. Τους ανακρίναμε. Μας λένε πως είχανε διαταγή να μας αιφνιδιάσουν από κοντά. Γι’ αυτό δεν πυροβολούσαν.
Άρχισαν λοιπόν να μας βάζουν οι Τούρκοι με τα πυροβόλα με πολυβόλα και με όπλα από παντού αλλά χάρις εις την ψυχραιμία ενός Λοχαγού Μπουγά που διέσπερνε τον αντρισμό σε όλα τα παιδιά φωνάζοντας «αέρα, αέρα…» το σύνθημα των ευζώνων κατά τους εφόδους. Βάζοντας αδιάκοπα με όπλα, πολυβόλα και χειροβομβίδες κυρίως τους τρομάξαμε και κατά το πρωΐ απεσύρθησαν με μεγάλες απώλειες. Κι εμείς είχαμε 4-5 σκοτωμένους μαζί με τον φίλο μου. Tον πήρε μία οβίδα στο τέλος της μάχης με το πολυβόλο και όλο το στοιχείο. Τον έκλαψα πολύ διότι ήταν αδελφικός μου φίλος. Όταν ερχότανε καμιά φορά στο μαγειρείο μου μετά από μάχες μου έδειχνε την μαντία του, που ήταν κόσκινο από τις σφαίρες και του έκανα υπομονή. Αλλά στο τέλος της εκστρατείας δεν το γλύτωσε[5].
Μείναμε την άλλη μέρα εκεί ήρεμα χωρίς να μας ενοχλήσουν καθόλου από την πανωλεθρία που πάθανε.

Οι δύο Τούρκοι οδηγοί στο Γενί Τσιφλίκ
Εν τω μεταξύ συνεχιζότανε η υποχώριση κανονικότατα και όταν το βράδυ θα τελειώνανε το διαπερασμό του Σαγγάριου που στήσανε γέφυρα έως 2 ώρας από κοντά μας, είχαμε διαταγή να ακολουθήσομε τελευταίοι.
Μόλις νύχτωσε καλά με καλεί ο Ταγματάρχης και μου λέγει:
-Τρέχα στο κάτω χωριό να βρης 2 οδηγούς Τούρκους να μας οδηγήσουν στο Γενί Τσιφλίκ, όπου είναι η γέφυρα στημένη.
Αμέσως καβαλικεύω ένα άλογο παίρνω και ένα στρατιώτη παρέα και πήγα στο χωριό γυρεύοντας κανένα άντρα. Ούτε άντρας ούτε και μουχτάρης[6]. Όλοι τους κρυφτήκανε από τον φόβο τους. Μόνον οι χανούμισσες έκλαιγαν και μου λέγανε:
-Γιόκ μπουρδά [τουρκ. yok burda]!
Δηλαδή δεν είναι εδώ κανείς. Αλλά εγώ με τα πολλά κόλπα που είχα, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη, κατόρθωσα και τους έπεισα λέγοντας θρησκευτικά λόγια από το κοράνιο, δηλαδή το ευαγγέλιό τους.
Μου παρουσίασαν δύο άντρες αφού πρώτα με όρκησαν οι γυναίκες πως θα τους επιστρέψω σώους στα σπίτια τους. Τους παίρνω, τους κατεβάζω στο δρόμο που περίμενε το Τάγμα. Μπροστά αυτοί πεζοί, εγώ καβάλα, κοντά ο Ταγματάρχης και όλο το τάγμα. Φθάσαμε στη θέση Γενί Τσιφλίκι που είχε στηθεί η γέφυρα.
Μόλις φθάσαμε εκεί που είχανε περάσει όλοι οι σχηματισμοί και αρχίσαμε να περνάμε εμείς, είδε ένας Ταγματάρχης που έλεγα στους οδηγούς να φύγουνε και τους ευχαριστούσα. Τότε μου λέγει ο Ταγματάρχης:
-Πού τους στέλνεις πίσω να μας προδώσουν; Πέραστους πέρα και σκότοσέ τους.
-Μάλιστα! του λέγω.
Και μόλις περάσαμε τη γέφυρα αυτοί καταλάβανε τι μου έλεγε ο Ταγματάρχης. Αμέσως με αγγαλιάσανε μέσα στο σκοτάδι και στη φάλαγγα! Κρεμαστήκανε από το λεμό μου και με παρακαλούσανε να μην τους σκοτώσω! Τρόμαξα να τους καθυσηχάσω λέγοντάς:
-Εφόσον ορκίσθηκα όταν σας παρέλαβα, δεν θα γίνω αίτιος του κακού σας.
Τους οδήγησα πιο πέρα μέσα σε κάτι πατλιές [θάμνους] και τους είπα:
-Καθήστε εδώ μέχρι αύριο το μεσημέρι. Υπάρχει κίνδυνος όταν φανερωθήτε να σας σκοτώσουν. Είχα υπόψη μου και την ασφάλειά μας. Τότε ήτανε που με αγγάλιασαν και οι δυό και μου ευχότανε να πάω καλά στο σπίτι μου και χίλια δυό ευχαριστώ! Τους αποχαιρέτισα και τα μάτια τους πήγαιναν βρύση από συγκίνηση.

Συνέχεια της υποχώρησης προς το Εσκί Σεχίρ
Τρέχω να βρώ τον Λόχο μου, που να τον βρω; Διότι περνώντας το Σαγγάριο οι στρατιώτες απαρατήσανε τη γραμμή τους και βάδιζε ο καθένας όπως ήθελε ξεκούραστος. Εδέησε την άλλη μέρα να συγκεντρωθούμε το μεσημέρι.
Πάνω που έστησα τα καζάνια για να παρασκευάσω συσσίτιο μας επετέθη ένα ιππικό που πέρασε με τα άλογα τον ποταμό. Αμέσως συναγερμό και σε λίγη ώρα τους πετάξαμε στο ποτάμι αλλά κολυμπούσανε τα άλογα. Περάσανε οι περισσότεροι αφού 10 πληρώσανε την παλλικαριά τους. Καβαλαρία αυτοί, νόμιζαν πως φεύγαμε επειδή δεν τους νικήσαμε. Δεν ξέρανε πως αν προχωρούσαμε ακόμα θα μέναμε από πολεμοφόδια. Τους έφτασε και αυτό το μάθημα που τους δώσαμε μέχρι αυτού. Δεν τόλμησαν να μας ματα ενοχλήσουν.
Οπισθοχωρώντας κανονικά δώσανε σε συνεργεία να κάνουν σούρτι τα σιτηρά και ότι βρισκόνταν μπροστά μας[7]. Περνούσαμε από μέσα από τα χωριά, έρημα φύγανε οι κάτοικοι για τα βουνά. Περάσαμε και πολλά άγονα μέρη και χωρίς νερό. Θυμάμαι, πέσαμε σε κάτι βαρκά. Σκύβαμε και πίναμε νερό από τις πατησιές των αλόγων που είχανε σχηματίσει και κρατούσανε λίγο νερό.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

[1] Για το Ινεγκιόλ του 1921 σημειώνονται τα εξής:
«Αϊνέ-γκιόλ (εσφαλμένως Αϊνά-γκιόλ), σήμερον δε κοινώς υπό των Τούρκων Ινεγκιόλ. Πόλις της Βιθυνίας, τα Αγγελόκωμα των Βυζαντινών, έδρα του ομωνύμου καζά (υποδιοικήσεως) Ερτογρούλ, ούτινος έδρα είναι το Μπιλετζίκ (τα Βελόκωμα των Βυζαντινών) εν τω βιλαετίω Προύσης.
Η υποδιοίκησις Αϊνέ-γκιόλ ορίζεται προς Β υπό του καζά Γενή-Σεχίρ, προς Α υπό του καζά Μπιλετζίκ και του καζά Σογιούτ, προς Ν υπό του σαντζακίου Κοτυαίου (Κιουτάχια), και προς Δ υπό του σαντζακίου Προύσης. Διαιρείται εις τρείς δήμους: Αϊνέ-γκιόλ, Γενιτζέ και Ντομανίτζ, έχοντας 105 χωρία. Ο πληθυσμός αυτής ανήρχετο προ της μικρασιατικής καταστροφής εις 60.000 κατοίκων περίπου, εξ ών 48.000 Μουσουλμάνοι, 10.000 Έλληνες και 2.000 Αρμένιοι.
Η πόλις Αϊνέ-γκιόλ, εις την οποίαν ήδρευεν ο υποδιοικητής (καϊμακάμης) κείται εις απόστασιν 44 χιλι,έτρων Ν.Α. της Προύσης, 55 χμ. Δ. του Μπιλετζίκ και 165 χμ. Β. του Κοτυαίου. Συνδέεται δι’ αμαξιτών οδών μετά των ανωτέρω πόλεων, επομένως δε και μετά των Μουδανιών, της Κίου και του σιδηροδρόμου Ανατολής. Οι κάτοικοι αυτής ανήρχοντο εις 6.500 περίπου, ων 2.000 περίπου Έλληνες (εν τουρκικόν λεξικόν Γεωγραφίας αναβιβάζεις τους Έλληνας εις 200 μόνον) και οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι. Εν τη πόλει και τη υποδιοικήσει Αϊνέ-γκιόλ, ήτις υπήγετο εκκλησιαστικώς εις την μητρόπολιν Νικαίας. Υπήρχον 16 ελληνικαί σχολαί αρρένων, ων 1 ημιγυμνάσιον, και 2 θηλέων ως και 6 αρμενικαί. Οι Τούρκοι έχουσι περί τα 40 σχολεία, ων δύο μεδρεσέδες (ιεροσπυδαστήρια). Η πόλις έχει 7 τζαμία, των οποίων 2 αρχαιότατα, εν κτισθέν υπό του Σουλτάνου Βαγιαζίτ του Κεραυβού και έν άλλο υπό του διασήμου Ισχάκ πασά, έχον και βιβλιοθήκην μετά πολυτίμων τουρκικών χειριγράφων. Ο αριθμός των οικιών της πόλεως ανέρχεται εις 1374.
Η πεδιάς του Αϊνέ-γκιόλ, κατάρρυτος εκ ποταμίων χυνομένων εις τον Γκιόκ-σού, παραπόταμον του Σαγγαρίου, είναι γονιμοτάτη, παράγουσα σίτον, οπωρικά, λαχανικά κ.λ. Πολύ προοδεύει και η σηροτροφία. Ωσαύτως πλουσία είναι και τα δασικά προϊόντα, διότι ο καζάς έχει 18 δάση καλύπτοντα έκτασιν 4118 τετραγωνικών χιλιομέτρων και αποτελούμενα κυρίως εκ φηγών δρυών, καστανεών, πευκών και άλλων. Προς δε το Κοτύαιον ιδίως τα δάση είναι τόσον πυκνά, ώστε επί 30-40 χμ. δεν φαίνεται ουρανός.
Ο δήμος (ναχιέ)Ντομανίτζ παρά το όρος Ντομανίτζ (Τήμενος) έχει 8.000 κατοίκους όλυς Τούρκους. Εν αυτώ ευρίσκονται μεταλλεία χρωμίου, εκ των οποίων εξήγοντο άλλοτε εκ του λιμένος Κίου περί τας 50.000 τόννων μεταλλεύματος κατ’ έτος. Το μετάλλευμα τούτο περιέχει 50-60% οξειδίου του χρωμίου, μεταξύ δε Αϊνέ-γκιόλ και Μπιλετζίκ, εις Δεμήρ-καπού, υπάρχει και μεταλλείον αντιμονίου.
Εις απόστασιν 55 χιλιομέτρων νοτιοανατολικώς της Προύσης κατ’ ευθείαν γραμμήν και 60 οδικώς 11 δε χμ. μόνον ΝΔ. της πόλεως του Αϊνέ-γκιόλ, ευρίσκεται η πηγή του μεταλλικού ύδατος Τσιτλή, αναβλύζουσα εκ των προπόδων του Βιθυνικού Ολύμπου, εις θέσιν κειμένην εις ύψος 30μ. από της πεδιάδος και 15 λεπτών της ώρας από του χωρίου Τσιτλή. Την πηγήν ταύτην ανεκάλυψεν ο ομογενής Άγγελος Ρεντζιπέρογλους, όστις και επέτυχε πρώτος το προνόμιον της εκμεταλλεύσεως αυτής. Τω 1867 το προνόμιον μετεβιβάσθη εις τον Λεβαντίνον Φαΰκ πασά (Γεώργιον Δέλλα-Σούδα), αρχιφαρμακοποιόν του τουρκικού στρατού, όστις ετελειοποίησε την εκμετάλλευσιν κατά τα εν Ευρώπη συστήματα, κατορθώσας ν’ αναβιβάση το ποσόν του περισυλλεγομένου ύδατος από 1440 εις 4812 λίτρας το εικοσιτετράωρον. Το «Τσιτλή», το οποίον ήτο άλλοτε λίαν διαδεδομένον εν Κωνσταντινουπόλει ως επιτραπέζιον ύδωρ, συνιστάτο υπό των ιατρών προς αντικατάστασιν του Βισύ, του Βάλς, του Κάρλσμπατ και άλλων.
Ουχί μακράν του Τσιτλή, παρά το χωρίον Γκιουνούκ, υπάρχει άλλη πηγή μεταλλικού ύδατος, το Μπακαρτζά, εξ’ ης αναπέμπεται ανθρακικόν οξύ. Αι γυναίκες της περιχώρου αναπνέουσαι τας αναθυμιάσεις του Μπακαρτζά περιπίπτουσιν εις κατάστασιν αναισθησίας μετά ψευδαισθήσεων, αποδιδομέμων εις μαγικήν ιδιότητα της πηγής.
Άλλη γειτονική πηγή τοιούτων αφθόνων εις τα πρόποδας του Ολύμπου αναβλυζόντων υδάτων είναι το Τερτζέ, εις απόστασιν 24 χμ. από το Αϊνέ-γκιόλ. Περί των πηγών τούτων του Ολύμπου έγραψεν ο Μπονκόβσκυ πασάς (Πολωνός) διατελέσας διευθυντής της υγειονομικής υπηρεσίας εν Τουρκία επί Αβδούλ Χαμίτ, εις το τουρκογαλλικόν περιοδικόν «Οσμανλή».
Η λέξις Αϊνά-γκιόλ είναι παραφθορά του «Αγγελόκωμα» των Βυζαντινών, όπερ οι Τούρκοι, μη δυνάμενοι, ιδία εις παλαιοτέρους χρόνους, να προφέρωσι τα ξένα ονόματα και διαστρεβλούντες ταύτα δι’ ιδικών των λέξεων, παρέφθειραν παραδόξως εις Αϊνέ-γκιόλ, γραφέν εις τινα λεξικά Αϊναγκιόλ, μετ’ ετυμολογίας, καθ’ ήν η λέξις σημαίνει «λίμνη των καθρεπτών» διότι η πόλις κείται δήθεν παρά την ομώνυμον λίμνην (!).
Ότε ο πρώτος Τούρκος σουλτάνος, ο Ορχάν, κατέβαλε πάσαν προσπάθειαν, όπως εκ της αρχικώς εις αυτόν υπό των Σελτζουκιδών σουλτάνων παραχωρηθείσης χώρας του Σογιούτ (εν τω σαντζακίω Ερτογρούλ) εξαπλωθεί προς την Προύσαν και κατακτήση την πόλιν τοιαύτην, η πόλις Αγγελόκωμα, της οποίας προΐστατο ανδρείος Βυζαντινός αρχηγός αντέτασσεν ερρωμένην αντίστασιν κατά των ορδών του Τούρκου ηγεμόνος και παρηνώχλει τας κινήσεις αυτών, μετοικούντων τον χειμώνα μεν εις την πεδιάδα, το δε θέρος επί των ορέων. Ήδη ο Ερτογρούλ, πατήρ του Οσμάν, είχε συνάψει συμφωνίαν μετά του Βυζαντινού δυνάστου του Βιλετζίκ (Βελόκωμα), καθ’ ήν τα χρήματα, τα τιμαλφή και η άλλη περιουσία των Τούρκων παρεδίδοντο το θέρος προς φύλαξιν εις τον τελευταίον τούτον, όστις έθεσεν ως όρον, ότι ουδέποτε θα εκομίζοντο υπό ενόπλων ανδρών, αλλά μόνον υπό γυναικοπαίδων. Ο όρος ούτος ετηρήθη πιστώς υπό του Οσμάν, όστις κατά την εκ των ορέων επάνοδον τον χειμώνα έφερεν εις τον δυνάστην του Βιλετζίκ ως δώρα πολυχρώματους τουρκομανικούς τάπητας, αιγοδέρματα, τυρόν, αγγεία, ασκούς μέλιτος, κ.ά.. Δεν ηδύνατο όμως ο Οσμάν ν’ ανεχθή την εχθρικήν στάσιν του Βυζαντινού κυρίου της πόλεως των Αγγελοκώμων. Κατόπιν συσκέψεως μετά των παλαιών συμπολεμιστών του πατρός του, του Ακτσέ-Χότζα και του Αβδουρραχμάν Γαζή ως και μετά των ιδικών του αρχηγών, του Κονούρ-άλπ, του Τοργούτ-άλπ και του Αϊγούτ-άλπ ώρμησε κατά των Αγγελοκώμων επί κεφαλής 70 ανδρών (1285). Ο κύριος όμως των Αγγελοκώμων, πληροφορηθείς εγκαίρως τα συμβαίνοντα, έστησεν ενέδραν παρά το στενόν του Ερμενή. Κατά την συμπλοκήν εφονεύθη εκ των Τούρκων ο Μπάϊ-χότζας, ανεψιός του Οσμάν. Ο σουλτάνος μετά των άλλων αρχηγών της επιδρομής διέφυγον μόνοι, χάρις εις την προδοσίαν κάποιου Χριστιανού, όν οι Τούρκοι ιστοριογράφοι ονομάζουσιν Άρατον. Μετ’ ολίγον ο Οσμάν, τεθείς επί κεφαλής 300 ανδρών, κατέλαβε την παρά τα Αγγελόκωμα οχυράν θέσιν Κολατζά, ής οι κάτοικοι παρεδόθησαν άνευ αντιστάσεως εξανδραποδισθέντες άπαντες. Αλλ’ ο κύριος των Αγγελοκώμων δεν απεθαρρύνθη εκ της προόδου ταύτης των Τούρκων. Συνεμάχησε μετά του κυρίου του Καρατζά χισάρ, της Μελαγγείας των Βυζαντινών, την οποίαν, κυριευθείσαν άλλοτε υπό του Ερτογρούλ, είχον ανακτήσει οι Έλληνες. Η μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων μάχη συνεκροτήθη παρά το Αγριτζέ (Άγριλλον;), έπεσε δε κατά ταύτην ο αδελφός του Οσμάν, Σαριγιάτι-Σαβουτζή, ανακηρυχθείς εις μάρτυρα και ταφείς παρά τι πεύκον, εις θέσιν καλουμένην και σήμερον ακόμη Κανδιλλή-τσάμ (ήτοι πεύκον λυχνοφώτιστον) εκ των επί του τάφου αναπτομένων άλλοτε λυχνιών. Εκ των Ελλήνων έπεσεν ο Καλανός (όν ο Χάμμερ διορθώνει εις Καλογιάννην) νεώτερος αδελφός του κυρίου της Μελαγγείας. Ο νεκρός υπέστη κατά διαταγήν του Οσμάν την ατίμωσιν του εντεροκοιλιάσματος και ερρίφθη βορά των κυνών. Η θέσις, όπου έπεσεν ο ηρωϊκός έλλην, καλείται και σήμερον εισέτι «Ίτ-ιτσινί» (εντόσθια σκύλλου). Ούτως ο Οσμάν κατέκτησε τω 1288 μετά την Ινεγκιόλ και την Μελάγγειαν (Καρατζά-χισάρ), δοθείσαν εις αυτόν ως τιμάριον υπό του σουλτάνου του Ικονίου ομού μετά των εμβλημάτων της ηγεμονικής εξουσίας, ήτοι σημαίας, τυμπάνου και ιππουρίδος, κομισθέντων υπό του Άκ Τιμούρ, ανεψιού του Οσμάν. Η κατάκτησις λοιπόν της περί την Ινεγκιόλ χώρας δύναται να θεωρηθή ως η αρχή της ιστορίας της Τουρκίας, ως κράτους ανεξαρτήτου. Ν.ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ».
Από: Δρανδάκη Παύλου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος δεύτερος (Αθανασία ψυχής-Ακαδημεικός), έκδοσις Δευτέρα, Αθήναι 1926, σελίδες 753-754.
[2]. Πιθανώς πρόκειται για το Σαριχαλίλ. Αναλυτικότερα για το Σαριχαλίλ της εποχής εκείνης:
«Σαρί-Χαλίλ [Γεωγρ.]. Χωρίον της Γαλατίας εν Μικρά Ασία, ανατολικώς του Σαγγαρίου, κατοικούμενον υπό Κούρδων και Τούρκων. Τα παρ’ αυτώ υψώματα κατέστησαν ονομαστά εκ των σκληρών αγώνων, ούς προς άλωσιν αυτών συνήψε κατά των Τούρκων της 18 Αυγούστου 1921 το 2/39 σύνταγμα ευζώνων της ΙΙΙ ελληνικής μεραρχίας, υποστηριζόμενον υπό μοίρας ορειβατικού πυροβολικού. Καταδιώκον το σύνταγμα τούτο προς την κατεύθυνσιν ταύτην τους από της πρώτης αμυντικής τοποθεσίας (Γόρδιον-Γιλδίζ-Σαμπάντζα-Ταμπούρ Ογλού-Καλέ Γκρότο) υποχωρήσαντας, μετά την πτώσιν του οχυρού της Σαπάντζας, Τούρκους, προσέκρουσεν εις ισχυράν αντίστασιν αυτών επί των υψωμάτων του Σαρί Χαλίλ. Τετράκις ταύτα περιήλθον εις το 2/39 σύνταγμα ευζώνων, καταλαβόν και 4 πυροβόλα και συλλαβόν και 300 αιχμαλώτους και τετράκις απωλέσθησαν, πεσόντος εκεί ηρωϊκώς και του διοικητού του συντάγματος Βλ. Καραχρίστου, επί τέλους δε έμειναν τα υψώματα εις χείρας των ευζώνων, απωσθέντων των Τούρκων βορειότερον προς Μποϊμπούρτ. Τα ειρημένα υψώματα του Σαρί Χαλίλ απετέλουν σπόνδυλον ορεινόν, εφ’ ού ηρείδετο η Δευτέρα αμυντική τοποθεσία των Τούρκων προς ανατολάς του Σαγγαρίου κατά την προς Σαγγάριον-Άγγυραν επιχείρησιν της ελληνικής Στρατιάς (Αύγουστος 1921). Η γραμμή αύτη προσδιωρίζετο ως εξής: Στενωπός Πολατλί-Κορσακλί-Σαρί Χαλίλ-Τσάλ δάγ-Καρά Χόντζα-Μπουγιού Τσαλίς. Ν.Σ.».
Από: Δρανδάκη Παύλου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος εικοστός πρώτος (Ραβέννα-Σκούδον), έκδοσις Δευτέρα, Αθήναι 1926, σελίδα 568.
[3] Πρόκειται για το Εσκί Πολατλί.
[4] Για τον ηρωϊκό Συνταγματάρχη Βλάση Καραχρήστο οι πηγές αναφέρουν τα εξής:
ΑΜεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια στον 4ο τόμο της αφιερώνει δύο λήμματα, στα οποία αναγράφονται:
1) «Καραχρήστος Βλάσιος του Αθανασίου, συνταγ. πεζ., γεν. το 1867 εν Χαλκιοπούλω, μετ. πολ. 97, 12-13 και 20-22, εφονεύθη εν Μ. Ασία την 21 Αυγούστου 1921» ΜΣΝΕ τόμος 4, σελίδα 284.
2) «Καραχρήστος Βλάσιος του Αθανασίου. Συντ/χης πεζ., Εγεννήθη εις Χαλκιόπουλον Βάλτου Αιτωλ/νίας. το 1867. Μετέσχε των εκστρατειών 97, 12-13 και 17-21. Εφονεύθη μαχόμενος εν Καρά Μπουγιούκ Μ. Ασίας την 20 Αυγούστου 1921» ΜΣΝΕ τόμος 4, σελίδα 63.
Β)Στο δίτομο έργο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αγώνες και Νεκροί 1830-1930 αναγράφεται: «Καραχρήστος Βλάσιος του Α. Συντ/ρχης πεζ., γεν. εις Αμφιλοχίαν, εφονεύθη 1921 Αυγούστου 20 εις Καρακουγιού» Αγώνες και Νεκροί 1830-1930, τόμος 2, σελίδα 6.
Γ)Για τις συνθήκες θανάτου του και τον επικό αγώνα του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων αναγράφονται στην έκδοση της Διεύθυνσης ιστορίας Στρατού:
«Ο Διοικητής του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων, εις την διάθεσιν του οποίου έθεσεν η Μεραρχία διλοχίαν του εφεδρικού της ΙΙ/6 Τάγματος, επιτυχών να συγκρατήση τα εν υποχωρήσει τμήματα, αφού ενίσχυσε ταύτα διά της εφεδρείας του, τα εξαπολύει εκ νέου εις επίθεσιν και με την υποστήριξιν του πυροβολικού καταλαμβάνει και πάλιν τον λόφον. Αλλ' ευθύς αμέσως επακολουθεί νέα σφοδρά βολή του Τουρκικού πυροβολικού κατά του λόφου, όστις εγκαταλείπεται υπό των ευζώνων και επανέρχεται υπό την κατοχήν των Τούρκων. Επεμβαίνει και πάλιν ο Διοικητής του Συντάγματος. Ούτος βοηθούμενος υπό των αξιωματικών του, των Επιτελών της μεραρχίας και του Διοικητού πυροβολικού, ανασυντάσσει τα τμήματά του και μετά δραστικήν βολήν του πυροβολικού, εξαπολύει νέαν επίθεσιν και καταλαμβάνει διά τρίτην φοράν τον λόφον. Αλλ' ενώ περιεφέρετο μεταξύ των ευζώνων του διά να τους εμψυχώση, ο ήρως ούτος Συνταγματάρχης Καραχρήστος Βλάσιος, τραυματίζεται θανασίμως. Οι Τούρκοι μετ' ου πολύ επαναλαμβάνουν τον βομβαρδισμός του λόφου, όστις και πάλιν εγκαταλείπεται, περιελθών διά τρίτην φοράν εις χείρας των Τούρκων, οίτινες προωθούνται ήδη νοτιώτερον, καταλαβόντες και έτερον ύψωμα, περί τα 1200 μέτρα νοτιοανατολικώς του πρώτου. Εκεί όμως δέχονται πλευρικά πυρά πεζικού και σφυροκοπούνται υπό του πυροβολικού, δι' ό αναγκάζονται να το εγκαταλείψουν. Τμήματα ευζώνων έσπευσαν αμέσως να επανακαταλάβουν το εγκαταλειφθέν υπό των Τούρκων ύψωμα και ορμώμενοι εκ τούτου, επιχειρούν τετάρτην έφοδον κατά του ωργανωμένου λόφου. Υποστηριζόμενα υπό πυκνού πυρός πυροβολικού, καταλαμβάνουν περί την 11.00 διά τετάρτην φοράν τον λόφον τούτον, όστις απεκλήθη τότε Λόφος Καραχρήστου, εις μνήμην του ενδόξως πεσόντως Συνταγματάρχου. Οι Τούρκοι ενήργησαν νέον βομβαρδισμόν, αλλ' ουχό έντονον αυτήν την φοράν, ουδ' επεχείρησαν νέαν αντεπίθεσιν, του λόφου παραμείναντος οριστικώς υπό την κατοχήν του 2/39 Συντάγματος. Η Χ μεραρχία, διαταχθείσα υπό του Γ΄ Σώματος στρατού ν' ανακουφίση το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων, στρέφουσα έν των ταγμάτων της προς τα υψώματα του Σαριχαλίλ και συντρέχουσα τον αγώνα του διά της Μοίρας Βαρέος Πυροβολικού, περιωρίσθη να ενισχύση τον αγώνα του Συντάγματος Ευζώνων διά των πυρών μιάς πυροβολαρχίας......
Την εσπέραν η ΙΙΙ Μεραρχία ανέφερεν εις το Γ΄ Σώμα Στρατού ότι είχε κλονισθεί το ηθικόν του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων, λόγω των πολλών απωλειών, ελαττωθείσης αισθητώς της δυνάμεώς του και ότι δεν ηδύνατο να βασισθή επί της μαχητικής ικανότητος της μονάδος ταύτης δι' αμέσους επιχειρήσεις. Αι απώλειαι του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων κατά την 18ην, 19ην και 20ην Αυγούστου ανήλθον εις 30 αξιωματικούς και 545 οπλίτας. ότι τα διατιθέμενα πυρομαχικά πυροβολικού ήσαν ελάχιστα, μη υπερβαίνοντα τα 500 βλήματα πεδινού πυροβολικού, τα 200 ορειβατικού των 7,5 και τα 700 των 6,5 και ότι υπό τας συνθήκας ταύτας η Μεραρχία δεν θα ήτο εις θέσιν προσωρινώς να ενεργήση τι άξιον λόγου, έχουσα ανάγκην ανασυγκροτήσεως». Από: Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν, τόμος πέμπτος, Επιχειρήσεις προς Άγκυραν 1921, Αθήναι 1965, σελίδες 249, 250, 251.
«Η ΙΙΙ Μεραρχία προχωρεί πέραν του Κορσακλί και απειλεί τον ισχυρώς επί του Μπαϊμπούρτ κατέχοντα τας θέσεις του εχθρόν. Επιτίθενται λυσσωδώς εναντίον της συνεχούς ωχυρωμένης εχθρικής γραμμής τα Συντάγματα 12ον Πεζικόν και 2/39 ευζωνικόν. Οι Τούρκοι αντεπιτίθενται λυσσωδέστερον πεντάκις∙ και μετά την απόκρουσιν της πέμπτης αντεπιθέσεώς των οι Έλληνες καταλαμβάνουν τας έναντι περιβολάς εις το χωρίον Καρακουγιού. Αλλ’ η νίκη εξαγοράζεται δια δεινής απωλείας. Φονεύεται ο αληθής ήρως διοικητής του 2/39 Ευζώνων Συνταγματάρχης Καραχρήστος, βληθείς υπό σφαίρας, και συγχρόνως τραυματίζονται θανασίμως ο άλλος ήρως διοικητής του 12ου Πεζικού Συντάγματος Σουμπασάκος και ο υπασπιστής του…
Ετο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ (αριθμός φύλλου 8931/Τετάρτη 25-08-1921) αναγράφεται:
«ΒΛΑΣΣΗΣ Α. ΚΑΡΑΧΡΗΣΤΟΣ
Συνταγματάρχης του Πεζικού, Διοικητής του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων
Έπεσεν ηρωϊκώς επί κεφαλής του Συντάγματός του κατά την γιγαντομαχίαν του Σαγγαρίου. Εγγονός του στρατηγού Νικολ. Στράτου επεδόθη από νεαράς ηλικίας εις το στρατιωτικόν στάδιον. Δεν εγένετο μάχη του ελληνικού στρατού της οποίας δεν μετέσχε. Επιλοχίας μετέσχε του πολέμου 1897 διακριθείς δια την τόλμην του κατά τας μάχας Ανωγείου και Γριμπόβου.
Κατά τον βαλκανικόν πόλεμον ως υπολοχαγός διοικητής λόχου μετέσχε των μαχών Ελλασώνος Σαρανταπόρου Αικατερίνης Γιανιτσών Οστρόβου Κορυτσάς Αετοράχης Ιωαννίνων. Κατά τον βουλγαρικόν πόλεμον έλαβεν επίσης ως διοικητής λόχου μέρος εις τας μάχας Κιλκίς-Λαχανά Μπέλε Κρέσνας Τσουμαγιάς Ονιάρ-Μαχαλά ένθα ετραυματίσθη ελαφρώς.
Ανήκε εις τους ανδρείους του ηρωϊκού Βελισσαρίου.
Εκραγείσης της επαναστάσεως της Βορείου Ηπείρου έσπευσεν εκ των πρώτων εθελοντής εις τον αγώνα και αναλαβών την οργάνωσιν και διοίκησιν του Συντάγματος Δελβίνου, της μόνης τακτικής μονάδος της Αυτονόμου Ηπείρου ωδήγησεν αυτήν εις το πύρ και διεξήγαγε την άμυναν της Μονής Τσέπου. Αποταχθείς υπό της Κυβερνήσεως βενιζέλου εισήχθη εις το Στρατοδικείον επί εσχάτη προδοσία διά συμμετοχήν του εις συνομωσίαν αλλ' ηθωώθη. Ετοποθετήθη τη αιτήσει του εις τον στρατόν της Μικράς Ασίας. ως διοικητής του 37ου Συντάγματος του Σώματος Στρατού Γ. Πολυμενάκου μετέσχε κατά το πρ΄ψτον στάδιον των μαχών Ακτσέ Μπαγλί Τανλί και της μεγάλης μάχης Εσκή Σεχήρ (θέσις Μουνταλέμπη Μπός ντάγ) δι' άς ετιμήθη δι' επάινου του διοικητού της 7ης Μεραρχίας και διά χρυσού αριστείου ανδρείας. κατά την επιχείρησιν της Αγκύρας ανετέθη εις αυτόν η διοίκησις του 2/39 Ευζωνικού Συντάγματος. Τον τρόπον καθ' ον έδρασε και απέθανε ο όσον ανεπίδεικτος, τόσον ηρωϊκός Συνταγματάρχης μαρτυρεί το προς τον εξάδελφόν του κ.Νικ. Στράτον τηλεγράφημα του Αρχιστρατήγου Παπούλα έχον ως εξής:
<Νικ. Στράτον
Αθήνας
Δια τον ηρωϊκόν θάνατον Συνταγματάρχου Βλάση Καραχρήστου πεσόντος επί κεφαλής Συντάγματός του κατά την γιγαντομαχίαν εκπορθήσεως οχυρωτάτων ορεινών γραμμών εχθρού, συλλυπούμαι εκ βάθους ψυχής. λυπούμαι μεν διά την απώλειαν πολυτίμου φίλου αλλ' εν αυτώ υπερηφανεύομαι διά την δόξαν και το κλέος εντίμου στρατιώτου.
Α.Παπούλας>».
[5] Ο Βαγγέλης, αδελφικός φίλος του Δημητρίου Παπανικολάου από την Τσούκα, που σκοτώθηκε στη συγκεκριμμένη μάχη είναι ο Ευάγγελος Ζορμπάς. Στην ταυτοποίησή του βοήθησε και ο κ.Τάσος Παπανικολάου. Στην έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αγώνες και Νεκροί 1830-1930, τόμος Β΄, σελίδα 81 αναγράφεται: «Ζορμπάς Ευάγγελος του Α. δεκανεύς γεν. εις Τσούκαν Φθ/κίδος, εφονεύθη 1921 Αυγούστου 18 εις Καρακουγιού». [Βλέπε και Φθιώτες νεκροί 1919-1922 (Μικρασιατική Εκστρατεία)]. Στην πραγματικότητα ο άτυχος Δεκανέας πολυβόλων Ζορμπάς δεν φονεύθηκε στο Καρακουγιού αλλά στην οπισθοχώρηση και στη νυχτερινή μάχη που ακολούθησε στο «Μαύρο λόφο», με τον τρόπο που περιγράφει ο Δημήτριος Παπανικολάου.
[6] Μουχτάρης είναι ο Kοινοτάρχης (τουρκ. Muhtar).
[7] Η λέξη σούρτι μας είναι άγνωστη και σαν ιδιωματισμός της περιοχής της Φθιώτιδας. Η πιθανότερη ερμηνεία του εδαφίου αυτού είναι ότι εφαρμόσθηκε τακτική καμένης γης για την αποφυγή παρενόχλησης από τον τουρκικό στρατό.




ΕΙΚΟΝΕΣ



 Εικ.1. Τα Μουδανιά (τουρκ. Mudanya) σε παλιά φωτογραφία.




Εικ.2. Έλληνες στρατιώτες παρουσιάζουν όπλα στην Προύσα στις 8 Ιουλίου 1921. 
Η φωτογραφία προέρχεται από την ομάδα ESKİ BURSA RESİMLERİNE HASTA OLANLAR σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης (facebook).




Εικ.3. Έλληνες στρατιωτικοί στην Προύσα. Ο Λοχαγός Ασημακόπουλος και ο Υπολοχαγός Πανταζής (τουρκικά: BURSA'DAKI YUNAN 3. KOLORDUSUNA BAĞLI ASKERİ PERSONEL YÜZBAŞI ASIMAKOPOULOS, TEĞMEN PANTAZIS). Η φωτογραφία προέρχεται από την ομάδα ESKİ BURSA RESİMLERİNE HASTA OLANLAR σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης (facebook).
Η έρευνα για την ταύτιση των παραπάνω αξιωματικών είναι εξαιρετικά δύσκολη. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αναζητήσουν στοιχεία στους εξής συνδέσμους:
1)Λοχαγός Ασημακόπουλος: ΜΣΝΕ, τόμος 2, σελίδα 416.
2)Υπολοχαγός Πανταζής: ΜΣΝΕ, τόμος 5, σελίδα 472.





Εικ.4. Αναμνηστική φωτογραφία Ελλήνων αξιωματικών στην Προύσα στις 14 Απριλίου 1922. (τουρκικά: YUNAN SUBAYLARI BURSA HATIRASI POZU VERİRKEN / 14.04.1922). Η φωτογραφία προέρχεται από την ομάδα ESKİ BURSARESİMLERİNE HASTA OLANLAR σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης (facebook).
Η ίδια ακριβώς φωτογραφία (!) υπάρχει στο φθιωτικό ιστολόγιο http://gardikiomilaion.wordpress.com. στην ανάρτηση με τίτλο: Γαρδικιώτες στο στρατό (Men in Army).
Όπως μας ενημέρωσε ο διαχειριστής του ιστολογίου, τον οποίο και ευχαριστούμε, ο αξιωματικός στο μέσον καταγόταν από το Γαρδίκι Ομιλαίων και είναι ο "Αναγνωστόπουλος Γεώργιος του Ελευθερίου, γεννηθείς το 1888, Λοχαγός Πεζικού. Πολέμησε το 1912-13 & 1917-23. Αποστρατεύθηκε 15-12-1923. Πέθανε το 1979". Πράγματι και στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2, σελίδα 410 αναγράφεται: "Αναγνωστόπουλος Γεώργιος του Ελευθερίου, Λοχ. Πεζ. Εγενν. εν Γαρδικίω Φθιώτιδος το 1888. Μετέσχε πολ. 1912-13, 1917-23. Απεστρ. το 1923 15 Φεβρ.".




 Εικ.5. Το μουσείο του Καραγκιόζη σήμερα.



 Εικ.6. Το παλιό Αγγελόκωμα (τουρκ. İnegöl).


 Εικ.7. Η ελληνική μητρόπολη του Εσκί Σεχίρ.



 Εικ.8. Καταυλισμός ευζώνων (πιθανώς του 2/39 Συντάγματος) στο Εσκί Σεχίρ τον Ιούλιο του 1921.



 Εικ.9. Η αγορά του Εσκί Σεχίρ.



 Εικ.10. Γίδα Αγκύρας.



 Εικ.11. Το πεδίο της μάχης του Εσκί Πολατλί σήμερα.



 Εικ.12. Επίθεση τμήματος του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων στο Καρακουγιού.




Εικ.13. Έλληνες στρατιώτες μάχονται στους βράχους του Καρακουγιού. Δυστυχώς η ποιότητα της εικόνας είναι κακή και μόλις αμυδρά διακρίνονται οι φιγούρες των στρατιωτών και το πετρώδες έδαφος.




Εικ.14. Ο Διοικητής του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων Συνταγματάρχης Βλάσης Καραχρήστος από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ (αριθμός φύλλου 8931/Τετάρτη 25-08-1921).




 Εικ.15. Ο Διοικητής του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων Συνταγματάρχης Βλάσης Καραχρήστος.




Χάρτης. Οι μάχες ανατολικά του Σαγγάριου ποταμού και η διάταξη των αντιπάλων δυνάμεων. (πηγή: Διεύθυνσις ιστορίας Στρατού, Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν, τόμος πέμπτος, Επιχειρήσεις προς Άγκυραν 1921, Μέρος Α΄, Αθήναι 1965).





ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ



Εικ.10: Από: Δρανδάκη Παύλου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος πρώτος (Α-Αθανασία), έκδοσις Δευτέρα Αθήναι 1926, σελίδα 412.
Εικ.12: Από: www.elia.org.gr



ΠΗΓΗ


Οικογενειακό αρχείο Αναστασίου Παπανικολάου.