Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Απομνημονεύματα Δημητρίου Γ. Παπανικολάου. Μέρος Δ΄


Στο Δ΄ Μέρος των Απομνημονευμάτων του ο Δημήτριος Παπανικολάου περιγράφει:
-Την άφιξη στη Σμύρνη και μετάβαση στη Μαγνησία.
-Τη μετάβαση και παραμονή στο Παπαζλί.
-Τη μάχη του Παπαζλί.
-Τον εορτασμό του Πάσχα 1920 στο Σουσουρλού Μαγνησίας.
-Τη μάχη και κατάληψη του Τατάρκιοϊ.
Κάποια από τα γεγονότα αυτά περιγράφονται και από το Χρήστο Αλεξόπουλο στο Ημερολόγιό του : Πολεμικό Ημερολόγιο του Χρήστου Αλεξόπουλου (Απόσπασμα 3).
Από το κείμενο των απομνημονευμάτων του Δημητρίου Παπανικολάου αντλούνται σημαντικές πληροφορίες:
α) Η μαρτυρία του για το Θύμιο Γάκη αποτελεί ντοκουμέντο. Επιβεβαιώνει το θάνατο του πρώην λήσταρχου και αργότερα καπετάνιου στο Παπαζλί και την ταφή του στη Μαγνησία. Μάλιστα μεταβαίνοντας στο Παπαζλί με το τμήμα του, συνάντησαν στο δρόμο το κάρο με τη σορό του Θύμιου Γάκη, το οποίο μετέβαινε στη Μαγνησία.
β) Σημαντική είναι η αναφορά του για Φθιώτες εγκατεστημένους σε χωριά της Μαγνησίας (Παπαζλί, Κόλντερε, κ.ά.). Για το θέμα αυτό βλέπε και Φθιώτεςμετανάστες στη Μικρά Ασία (18ος αι. – 1922).
γ) Στη μάχη για την κατάληψη του Τατάρκιοϊ ο Δεκανέας Δημήτριος Παπανικολάου βρίσκεται δίπλα στον Ταγματάρχη Στέφανο Σαράφη, μετέπειτα στρατιωτικό διοικητή του ΕΛΑΣ. Μάλιστα είναι αυτόπτης μάρτυρας του θανάτου του εφέδρου Ανθυπολοχαγού ή Ανθυπασπιστή Σκούρα Ιωάννη από την Τσούκα (βλέπε υποσημείωση 9).
Ακολουθεί το κείμενο:


B΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ 5/42 ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΥΖΩΝΩΝ


4. Μικρασιατική Εκστρατεία

Άφιξη στη Σμύρνη
Φθάσαμε στη Σμύρνη στις 10 Ιουνίου. Μόλις αποβιβαστήκαμε, οι Έλληνες της Σμύρνης, που ήτανε η πλειονότης, μαζεμένοι στην παραλία μας ζητωκραυγάζανε και χτυπούσανε παλαμάκια.
Περιεργάζοντας από το πλοίο τη Σμύρνη, ήτανε ακριβώς όπως ο Βόλος με το Πήλιο και τα χωριά(Εικ.1). Ακριβώς και η Σμύρνη με τα απάνω τα χωριά, τον Μπορνόβα και άλλα. Και το ωραίο προάστιο αριστερά της Σμύρνης το Κορδελιό (Εικ.2). Εκεί παραθέριζε η αριστοκρατία της Σμύρνης κάνοντας τα μπάνια τους το καλοκαίρι.
Αποβιβαστήκαμε εν μέσω των «ζήτω» και των παλαμάκιδων. Κατασκηνώσαμε προσωρινώς εις ένα χώρο και χωθήκαμε στην πόλη να την γνωρίσουμε.

Στο «Καφέ-Φώτη»
Βαδήσαμε την ωραία παραλία που είχε και τράμ με άλογα (Εικ.3). Φθάσαμε με την παρέα μου στο τέρμα που ήτανε και το αριστοκρατικό. Είδα μία επιγραφή που έλεγε «Καφέ-Φώτη»[1]. Αμέσως μπαίνουμε μέσα. Ήτανε Έλληνες θαμώνες και Τούρκοι. Καθήσαμε σε ένα τραπέζι και παραγγείλαμε καφέ. Μας τον έφερε βαρύ γλυκό. Τον ήπιαμε και σηκωθήκαμε να φύγομε μήπως τυχόν είχε καμία μετακίνιση το τμήμα μας. Φωνάζομε το γκαρσόν να πληρώσομε, μου λέγει ότι είναι πληρωμένα από κάποιον Έλληνα. Μας τον έδειξε, τον ευχαριστήσαμε και φύγαμε για το τμήμα μας.

Η υποδοχή στον Μπουρνόβα
Την άλλη μέρα βαδίσαμε για τον Μπορνόβα (Εικ.4), πιο πάνω από τη Σμύρνη. Εκεί δεν είχε περάσει ακόμα στρατός ελληνικός. Μόλις φθάσαμε στην πλατεία του χωριού, που ήτανε όλοι Έλληνες, χύμηξαν απάνω μας άντρες, γυναίκες, κορίτσια! Να μας αγκαλιάζουν και να μας φιλούν κλέγοντας, νομίζοντας οι φουκαράδες πως πλέον ήτανε το τέλος της τυραννίας τους! Δυστυχώς όμως ήλθε αργότερα το τέλος το δικό τους….
Αμέσως λοιπόν μας γδύσανε μας πήρανε τα άπλητα και τα πλύνανε στο πί και φί. Τα σιδερώσανε, τα λευκάνανε που ήτανε μαύρα από τα κάρβουνα του παποριού. Μας τα φέρανε, δεν τα γνωρίζαμε από την μεγάλη ασπράδα που είχανε.
Μείναμε εκεί περίπου μία εβδομάδα. Στο μεταξύ αυτοί μας κουβαλούσαν φρούτα, γλυκά, φαγητά και ότι άλλο μπορούσανε να μας προσφέρουν. Τόσο ήτανε η αγάπη τους, που ακόμη και την καρδιά τους να μας δόσουν, που ήδανε και πάτησε ελληνικός στρατός στα χώματά τους. Την τόσο καλή υποδοχή δεν την συνήντησα σε άλλα μέρη που επισκέφθημεν αργότερα. Την έφερνα στο νου μου πάντοτε μέχρι σήμερα…..

Στη Μαγνησία
Από εκεί βαδίσαμε για την Μαγνησία, όπισθεν. Περάσαμε πορεία κάτι δύσβατα μέρη και πέσαμε στην πόλη της Μαγνησίας (Εικ.5,6). Μεγάλη πόλη αλλά λίγοι Έλληνες. Είχε απέραντο κάμπο, στη μέση μεγάλο ποτάμι και σιδηρόδρομο. Ερχότανε από τη Σμύρνη περνώντας από τη Μαγνησία, Φιλαδέλφεια, Ουσάκ, Αφγιόν Καραχισάρ, Εσκή Σεχήρ.
Ο κάμπος ήτανε όλο αμπέλια και οπορωφόρα δέντρα. Πιο πέρα από τη Μαγνησία ήτανε τα αρχαία ερείπια των Σάρδεων, πρωτεύουσα πότε των Ελλήνων και πότε των Περσών. Στας παρυφάς της πεδιάδας ήτανε πολλές συκοκαλλιέργειες. Τα ξερένανε για το εμπόριο.
Μείναμε εκεί αρκετές μέρες. Μία ημέρα ο Λόχος μου, η δευτέρα πολυβολαρχία δηλαδή που είχε ανασυνταχθεί και πάλι καλά, κάναμε πορεία προς το άνω μέρος της Μαγνησίας. Βγάλαμε και φωτογραφία όλος ο Λόχος, αναμνηστική (Εικ.7). Πήραμε όλοι από μία ως ενθύμιο. Την κρατούσα μέχρι την Κατοχή των Γερμανών, οπότε κάηκε μαζί με το σπίτι.
Γυρνώντας τώρα στην πόλη, με πέρνανε οι αξιωματικοί των Λόχων σαν διερμηνέα και πηγαίναμε στην αγορά. Ψωνίζαμε τρόφιμα, κρέατα και ζαρζαβατικά.

Ο Τούρκος πρόσφυγας από τη Λάρισα
Όταν είχα την ευκαιρία πήγαινα και καθόμουνα στα τούρκικα καφενεία. Μου άρεσε να κουβεντιάζω με τους Τούρκους που έζησα τόσα χρόνια μαζί τους στην Πόλη και τους συμπαθούσα.
Μια μέρα περνούσα απόξω από ένα καφενείο συνοικιακό (Εικ. 8). Βλέπω ένα γέρο και καθότανε απέξω μόνος του. Κάθησα δίπλα του για να του πιάσω κουβέντα για πλάκα. Αμέσως μου δίνει την ταμπακέρα του για τσιγάρο, οι Τούρκοι ως πρώτη δουλειά τους ήτανε να σου προσφέρουν την ταμπακέρα τους, για να αποκτήσουν τη συμπάθειά σου. Έκαμα τσιγάρο και πιάσαμε κουβέντα. Με ρωτά:
-Από ποιο μέρος είσαι παιδί μου; «Σνέρα λύσε ογλούμ», δηλαδή «από πού είσαι παιδί μου;» [Nerelisiniz oglum].
Του λέγω:
-Από το Ζητούνι, δηλαδή τη Λαμία.
-Εγώ, μου λέγει, είμαι από το Γενησεχίρ, τη Λάρισα δηλαδή. Όταν ήλθαν οι Έλληνες εκεί, έφυγα για τη Θεσσαλονίκη. Όταν ήλθανε και εκεί οι Έλληνες, ήλθα εδώ. Τώρα ήλθατε κοντά μου και εδώ! Δεν φεύγω τώρα για παραπέρα. Γέρασα και όπως βλέπω τα πράγματα, πάει η Τουρκία χάθηκε.
Και πράγματι τότε η Τουρκία ήτο τελείως διαλυμένη. Στρατός δεν υπήρχε πουθενά. Αν ήθελαν οι Σύμμαχοί μας θα πέρναμε και την Κωνσταντινούπολη….

Επίθεση Τσετών στο Παπαζλή. Ο θάνατος του Θύμιου Γάκη
Όταν ήμασταν στην Μαγνησία, άρχισαν προς τα πέρα να σχηματίζουνε το τούρκικο αντάρτικο, οι λεγόμενοι Τσέτες. Τακτικός στρατός δεν υπήρχε πουθενά.
Άρχισαν λοιπόν τις επιδρομές τους από το χωριό Παπαζλή, έξη ώρες μπροστά από τη Μαγνησία. Πιάσανε μάχη με τους κατοίκους του χωριού που ήτανε Ελληνικό. Κρατήσανε γερά οι Έλληνες. Για καπετάνιο είχανε το ΘύμνιοΓάκη[2] φυγάς από το Μέτσοβο. Είχε κλέψει κάποια συγγενή του Αβέρωφ. Τον καταδίωξαν και κατέφυγε στο Παπαζλή, όπου παντρεύθηκε. Είχε γυναίκα και παιδιά. Πολέμησε λοιπόν, παροτρύνοντας και τους άλλους καταπάνω τους, φωνάζοντας:
-Ζήτω η Ελλάδα!
Πυροβολώντας από μανία κατά των Τούρκων, ώσπου τους νίκησαν. Αλλά τελευταία τον πήρε μία σφαίρα και σκοτώθηκε. Εν τω μεταξύ πριν από εμάς πήγε ένα τμήμα από τη Μαγνησία να τους βοηθήσει αλλά δεν πρόλαβε. Έτσι πήρανε το πτώμα του Θύμνιου Γάκη να το φέρουνε στη Μαγνησία να το θάψουνε με τιμές.
Εν τω μεταξύ διατάχθη το Τάγμα μας με διοικητή τον Κατσαρέλη [3] να πάμε να μείνομε μόνιμα προφυλακές στο Παπαζλή.

Διέλευση από Σουσουρλού
Βαδίζοντας προς τα εκεί, στο χωριό Σουσουρλού, συναντήσαμε το τμήμα που επέστρεφε μέσα σε ένα κάρο το πτώμα του Θύμνιου Γάκη. Το χωριό αυτό ήτανε όλο Ελληνικό, πολύ γόνιμο. Θυμάμαι περνούσαμε στον δρόμο και δεξιά-αριστερά πολλά καρπούζια. Οι στρατιώτες βγάζανε τα ξίφη τους και τα δοκιμάζανε. Πέρνανε τα καλύτερα και τα τρώγανε, όπως κι εγώ.

Διέλευση από Κόλντερε
Περνούμε ένα άλλο χωριό Κόλταρη και αυτό ελληνικό. Φυγάδες όλοι, Μανιάτες. Ήχανε πολλά ταβερνάκια. Μάλιστα είχε ταβέρνα κι ένας από την Τσούκα, ο περιβόητος Πλιάγγος, ο οποίος μετά έκανε τον πραματευτή στα χωριά μας.

Στο Παπαζλί
Μετά μία ώρα φθάσαμε στο Παπαζλή (Εικ.9). Μας υποδέχτησαν όλο το χωριό. Ήτανε αρκετά μεγάλο με ωραία μαγαζιά, καφενεία καθώς και μεγάλο εμπορικό των αδελφών Αφοί Σαμιώτη. Άλλοτε πηγαίνανε και οι Τούρκοι των γύρω χωριών και ψωνίζανε. Εκεί βρήκαμε και το Σουσούρη, τον μετέπειτα καθηγητή στη Μακρακώμη. Επίσης πήγαν όλοι οι Αξιωματικοί και συνελυπήθησαν τη γυναίκα του Θύμνιου Γάκη.
Όλος ο στρατός στρατονίσθηκε στα σπίτια, ευγενώς προσφερόμενα από τους κατοίκους. Βγάλαμε όμως προφυλακές σε κέρεια σημεία για την ασφάλειά μας.
Το γραφείο του Λόχου μας το ήχαμε στην πλατεία. Κοντά έμενε ο Λοχαγός και ο Επιλοχίας. Δεν με στείλανε στο στοιχείο μου, ως Δεκανέα πολυβόλων που ήμουνα, χάριν της παρέας και φιλίας που είχαμε κατά την εκστρατεία της Ρωσίας, που τους φρόντιζα για τροφές και άλλα. Με κράτησαν στο γραφείο να βοηθώ τον σιτιστή και να λογοκρίνω τα γράμματα των στρατιωτών, που στέλνανε στα σπίτια τους. Εμένα δεν μου άρεσε να διαβάζω ξένο γράμμα. Κατ’ ανάγκη άνοιγα 2-3 και τα άλλα τα σφράγιζα.
Καθόμουν λοιπόν χωρίς μεγάλη απασχόληση. Έκανα παρέα δίπλα μας τον τσαγγάρη του Λόχου μας, Γεώργιο Τσαδήμα από τη Λάσπη. Γύριζα στην πλατεία συζητώντας με τους κατοίκους πως τα περνούσαν με τα γύρω χωριά, τους Τούρκους. Μου λέγανε πως τα περνούσανε πολύ καλά. Συνεργαζότανε σε όλα, τους εκμεταλευότανε σε όλα διότι είχανε πολλά περιβόλια και μαγαζιά.
Καλλιεργούσαν σε μεγάλο βαθμό καπνά. Είχανε και εθήματα καλά. Είχανε το έθιμο όποιος αρμαδιάσει τις περισσότερες αρμάδες, πήγαινε στο καφενείο και κρεμούσε στο κέντρο του καφενείου την βελόνα του. Όταν την άλλη μέρα τον περνούσε άλλος, την κατέβαζε και κρέμαγε τη δική του. Με αυτό το έθιμο δημιουργόταν συναγωνισμός και τελείωνε γρήγορα το αρμάδιασμα.
Στο Τάγμα μας ήτανε και ο Λοχαγός Γ.Μπουρδάρας[4] από τη Φουρνά, ο οποίος μετά έγινε υπουργός. Μείναμε εκεί σχεδόν περί τους 2 μήνες ανενόχλητοι, χωρίς να βλέπομε καμία κίνηση. Μόνο με τα κιάλια βλέπανε στο απέναντι τουρκοχώρι μικρές κινήσεις. Όμως αυτοί συγκέντρωναν δυνάμεις κρυφά. Επειδή το Παπαζλή ήτο μακρυά από τη Μαγνησία που ήτανε το Σύνταγμα, σχεδόν απομονωμένο, ενόμισαν πως θα μπορούσαν να μας αιχμαλωτίσουν, αν δε μη, να μας κάνουνε μεγάλες ζημίες.

Μάχη του Παπαζλί
Μία νύκτα μαζευτήκανε περί τους χίλιους, μισοί πεζοί και μισοί καβαλάριδες. Οι δικοί μας δύναμη ένα Τάγμα. Δεν έφτανε τους 500. Φθάσανε νύχτα και κυκλώσανε το χωριό ολόγυρα.
Πρωΐ-πρωΐ καθώς πηγαίναμε για ρόφημα άρχισαν να μας βάλουν από πάνω, που ήτανε ένα ύψωμα. Αμέσως κτυπάνε συναγερμό οι σαλπιγκτές και όλα τα τμήματα παρατάχτηκαν στις άκρες του χωριού. Άρχισαν να μας βάλουνε από τα υψώματα οι πεζοί και από τον κάμπο οι καβαλάρηδες. Η δική μας αντίσταση ήτο σθεναρά, ρίχνοντας αδιάκοπα σφαίρες και χειροβομβίδες. Τα πολυβόλα κελαϊδούσαν αδιάκοπα. Ο εφοδιασμός τους δεν έπαυε, κουβαλώντας οι χωριανοί κιβώτια με φυσίγγια.
Ο Λοχαγός μου, ο Επιλοχίας, εγώ, καθώς και το επιτελείο του Τάγματος πήγαμε στο άκρο του χωριού σε μία εκκλησία[5]. Ο Ταγματάρχης με ανέβασε στο καμπαναριό να βλέπω τις κινήσεις του πολέμου και να τις μεταδίδω. Πράγματι έβλεπα όλα τα σημεία των μαχών, που είχε ανάψει το πελεκούδι. Κυρίως το ιππικό τους κινείτο πέρα δώθε και ενεθάρρυνε τους πεζούς. Αλλά η μαχητικότης των δικών μας δεν κάμπτετο και συνεχιζότανε η μάχη. Κυρίως από το ύψωμα επάνω του χωριού μας κάνανε ζημιά σε τραυματίας.
Εγώ συνέχιζα να φωνάζω να ακούνε οι κάτοικοι τις εξελίξεις των μαχών. Εν τω μεταξύ περιμέναμε μήπως καμία βοήθεια. Αλλά πώς να έλθη, εφόσον μας κόψανε το τηλέφωνο. Ευτυχώς κάποιο φυλάκιο της Μαγνησίας άκουσε τις μάχες και ειδοποίησε το Σύνταγμα.
Αμέσως ο Πλαστήρας παίρνει το ιππικό του, που είχε καταρτίσει με τα άλογα της Ρωσίας, που αγοράσαμε με μία κουραμάνα το καθένα και έτρεξε προς βοήθειά μας.
Η αλήθεια είναι πως τα χρειαστήκαμε βλέποντας από το καμπαναριό τον μεγάλο όγκο των Τσέτηδων. Αλλά τα τμήματά μας κρατούσανε σθεναρά τη θέση τους, με την αγωνία που μας είχε καταλάβη όλους, τι μέλει γενέσθαι εάν καμφθούν οι προφυλακές.
Ο Ταγματάρχης βημάτιζε νευρικά στο πλακόστρωτο της εκκλησίας και όλο με φώναζε:
-Τι βλέπεις τώρα Παπανικολάου;
Τον ενημέρωνα συνεχώς αλλά τον έβλεπα ανήσυχο καθώς και το Λοχαγό μου που ήτανε μαζί με όλους τους Επιτελείς του Τάγματος. Μέσα σε αυτήν την αγωνία όλων μας, έλαμψε το πρόσωπό μου βλέποντας από τον δρόμο της Μαγνησίας να έρχεται ο Πλαστήρας με το ιππικό του. Αμέσως φωνάζω στον Ταγματάρχη:
-Έρχεται ο Πλαστήρας!
Και στάθηκε η καρδιά όλων μας, προτού μπη στο χωριό. Ήτανε ένα ύψωμα και από εκεί παρακολουθούσε την πορεία των μαχών. Κι εκεί είχαν δύναμη οι Τούρκοι αλλά μόλις είδανε το ιππικό το σκάσανε. Ήλθε μέσα συσκέφθη με τον Ταγματάρχη για τα μέτρα που είχε πάρει. Έδωσε και αυτός τις δικές του γνώμες.
Άρχισε αντεπίθεση που τους τσακίσανε κυριολεκτικά. Τους έβλεπα από το καμπαναριό που φεύγανε και φώναζα:
-Κτυπάτε τους φεύγουνε!
Για λίγο διάστημα χαθήκανε καθότι είδανε και τον Πλαστήρα με το ιππικό και τα χρειαστήκανε. Συνεκεντρώθη το Τάγμα έγινε απολογισμός και είχαμε 5 τραυματίες μόνον. Ενώ από αυτούς γέμισαν τα αμπέλια πτώματα διότι ήτανε επιτιθέμενοι. Έκτοτε ησυχάσαμε δεν ματα μας ενόχλησαν και περνάγαμε καλά.

Μία οικογένεια από το Παπαζλί
Γνωρίστηκα με μία καλή και ευκατάστατη οικογένεια. Είχε 2 κόρες και 2 αγόρια σχεδόν μεγάλα. Επειδή είχαν αρκετό σπίτι μου πρότειναν να πάμε το γραφείο εκεί και ούτως έγινε. Είπα στον συνομήλικό μου και αδελφικό μου φίλο Επιλοχία Καρακώστα. Δέχτηκε και εγκατασταθήκαμε εκεί. Μας περιποιόντουσαν τακτικά με τραπέζια. Με τα παιδιά τους και κορίτσια φερόμασταν σαν αδέλφια. Δεν άργησε όμως ο Επιλοχίας να τσιμπιθή κατάφορα με την μεγάλη αλλά ήτανε ντροπαλός και ντρεπότανε να εκδηλωθή. Εμπιστεύθηκε σε μένα την πάθησή του. Βλέποντας και εγώ τον κεραυνοβόλο έρωτά του ηναγκάσθην το έκαμα γνωστό στον πατέρα της και αρραβωνιάστηκαν. Μετά, όταν απολύθηκα εγώ, παντρεύτηκαν.
Με την καταστροφή της Μικράς Ασίας ήλθαν πρόσφυγες στη Λαμία. Του παραχώρησαν ένα δωμάτιο κοντά στην κλινική «Μητέρα», τότε χαμόσπιτα. Έμαθα που ήλθανε, μάλον με ειδοποίησαν. Και πήγα και τους βρήκα. Πέρασα από το ζαχαροπλαστείο και παράγγειλα γλυκά κώκ και τους πήγα. Μόλις με είδανε αναστενάξαν όλοι τους. Με αγγάλιασαν όλοι και με φιλούσανε διηγώντας τα χάλια τους που αφήσανε το νοικοκυριό τους.
Ο Καρακώστας εν τω μεταξύ είχε γίνει αξιωματικός και ήτανε στην Αθήνα μαζί με τη γυναίκα του. Κάθησαν λίγο καιρό στη Λαμία. Ήρθε ο γέρος στη Μακρακώμη και με βρήκε. Του έδωσα ότι μπορούσα και ένα σακκί κάρβουνα να ζεσταίνοντε. Μετά τους δόσανε χωράφια στην Κοζάνη και πήγανε εκεί.

Συνάντηση με τον Αλέκο Γρίβα από τη Μακρακώμη
Στο Παπαζλή λοιπόν μείναμε αρκετό καιρό. Μία μέρα πήγα να πάρω άχυρο για τα ζώα της πολυβολαρχίας μας από το χωριό Κόλτερα [Koldere] που ήτανε στο μέσο Μαγνησίας και Παπαζλή. Εκεί βρήκα τον Αλέκο Γρίβα, τον οποίο δεν εγνώριζα. Με ρώτησε αυτός:
-Από πού είσαι;
Του λέγω:
-Από τη Μακρακώμη.
-Δεν είσαι από εκεί διότι εγώ είμαι από εκεί και θα σε γνώριζα.
Του λέγω μετά:
-Από το Ροβολιάρι.
Μιλήσαμε αρκετή ώρα. Αυτός ήτανε στα τηλέφωνα του Συντάγματος κι έφτιαχνε τις γραμμές.

Πάσχα 1920 στο Σουσουρλού
Ξεχειμωνιάσαμε στο Παπαζλή. Την Άνοιξη παραμονές του Πάσχα αντικατασταθήκαμε και κατεβήκαμε στο Σουσουρλού[6]. Εκεί θα κάναμε το Πάσχα. Έπρεπε λοιπόν να βάψουμε αυγά για όλους τους στρατιώτας. Λέγει ο Λοχαγός:
-Άντε Παπανικολάου, πάρε λεπτά και 2 στρατιώτας και πάνε προς τα κάτω κατά το ποτάμι[7]. Εκεί είναι πολλά χωριά ελληνικά, όπως μου είπανε.
Αμέσως αναχώρισα με τα παιδιά και έφτασα σε ένα χωριό κοντά στο ποτάμι. Κι εκεί φυγάδες με πολλούς Ρουμελιώτες. Μόλις μπήκαμε στο καφενείο μας καλοσώρισαν όλοι. Μας κέρασαν καφέδες και άρχισαν να μας ρωτούν από πού είμαστε.
Τους λέγω:
-Εγώ είμαι από τη Λαμία.
-Ποιό χωριό;
Λέγω:
-Από τη Μακρακώμη.
Πετάγονται 3-4 και λέγουν:
-Εγώ είμαι από το Πλατύστομο
Άλλος λέγει:
-Εγώ είμαι από τη Γιαννιτσού.
Και άλλος δεν θυμάμαι…
Ο ένας λεγότανε Μπογιαντός. Μου λένε:
-Πώς ήλθατε στο χωριό μας;
Τους λέγω:
-Ήλθα για αυγά, να βάψομε για το στρατό.
Αμέσως στείλανε μερικά παιδιά και μαζέψανε αρκετά. Βγάζω να τα πληρώσω και δεν δεχτήκανε.
-Ντροπή μας, λένε, να πάρομε λεπτά από το στρατό μας.
Από εκεί περάσαμε απέναντι από το ποτάμι σε μεγαλύτερο χωριό. Τα ίδια και εκεί. Μας φέρανε και εκεί πολλά αυγά πρόθυμα όλοι. Νύχτωσε και μείναμε εκεί το βράδυ. Μας κάνανε τραπέζι στην ταβέρνα. Μας πότισαν και πολύ κρασί που είχαμε ζαλισθή. Μας πήγανε για ύπνο σε ένα δωμάτιο πεντακάθαρο στροματσάδα. Δίπλα μας βάλανε από ένα δοχείο χωμάτινο με νερό. Τη νύχτα ξύπνησα και το είπια όλο από την αναμάρα που είχα.
Το πρωΐ Μεγάλη Πέμπτη τα πήγα στο Σουσουρλού φορτωμένα σε ένα ζώο που ευγενώς προσεφέρθη να μας φέρη κάποιος γέρος. Σε αυτό το χωριό ήτανε φυγάς από εδώ ο Χαντσαρούλας ο Ζαφείρης αλλά δεν τον βρήκαμε, ήταν τσοπάνος. Θυμάμαι ήλθε τότε στην Μαγνησία να τον βρή το παιδί του ο Βασίλης, φορούσε κάτι τσαρουχάκια.
Μόλις τα πήγα στο γραφείο θαύμασε ο Λοχαγός που έφερα περισσότερα από όσοι ήμασταν στο Tάγμα και δόσανε και μερικά στο Σύνταγμα. Κάναμε ωραίο Πάσχα. Ψήσαμε και αρνιά, χορέψαμε. Στο λόχο μας είχαμε και τον μπαρμπα-Κώστα Σακελλάρη που κάθεται κοντά στο συμπέθερο Παντσούλα. Επίσης και έναν από την Καργιά που τον λέγανε Τηρτήγκα Ηλία.

Μάχη και κατάληψη του Τατάρκιοϊ
Εν τω μεταξύ μπροστά στο Σουσουρλού που μέναμε ήτανε ένα μεγάλο τουρκικό χωριό, το λέγανε Τατάρι[8]. Από εκεί μας ενοχλούσανε τακτικά. Αναγκαστήκαμε να τους διώξουμε αλλά δεν επιτρεπόνταν πυροβολικό, μόνο όπλα και πολυβόλα.
Κινήσαμε λοιπόν ένα πρωΐ ως παράταξη οι Λόχοι. Ήλθανε και τα άλλα τμήματα από τη Μαγνησία, 2 τάγματα. Εμένα ο Ταγματάρχης μου με ώρισε σύνδεσμο κοντά στον Ταγματάρχη Σαράφη, τον μετέπειτα αρχηγό του στρατού Ελάς. Άρχισε η μάχη και καιγότανε το πελεκούδι. Αυτοί είχανε κάμει και χαρακώματα και μας βάλανε καλλίτερα. Εμείς προχωρούσαμε πρηνιδόν καλυπτόμενοι από τας σούδας των χωραφιών. Είχανε ως και στο ντζιαμί του χωριού πολυβόλο και μας κτυπούσε. Προχωρώντας λοιπόν εγώ με το Σαράφη και ένας άλλος σύνδεσμός μας πέσαμε και οι δυό μας σε ένα νεροφάγωμα. Ο Σαράφης πίσω από μία γκορντσιά. Του λέγω:
-Κύριε Ταγματάρχη πέσε κάτω.
Οι σφαίρες ερχότανε βροχή. Μου λέγει:
-Καλά είμαι. Εδώ είναι η θέση μου.
Κοιτάζω να δω τον σύντροφό μου, σκοτωμένος στον τόπο. Τον πήρε μία σφαίρα στη μύτη και έμεινε στον τόπο. Διήρκεσε η μάχη μέχρι 3 ώρες. Όταν επί τέλους τους βγάλαμε και φεύγανε σαν κοπάδια. Μου λέγει ο Ταγματάρχης:
-Άντε λίγο Δεκανέα προχώρα. Πες εις τους Λόχους να σηκωθούν διότι βλέπω φύγανε.
Κοίταζε με τα κιάλια.
-Προχώρα, φωνάζω. Σηκωθείτε παιδιά φύγανε!
Άρχισαν λοιπόν να σηκώνοντε. Και μόλις σηκώθηκε ένας έφεδρος Ανθυπολοχαγός από την Τσούκα, κουνιάδος του Πιλάτου, τον παίρνει μία σφαίρα στο κεφάλι και έπεσε στον τόπο. Και ο φουκαράς ο Σκούρας ήτανε απολυόμενος[9]. Είχαμε αρκετούς τραυματίες και σκοτωμένους. Είχε απολυθή προ δέκα ημερών αλλά δεν του δίνανε το φύλο επειδή περιμέναμε αυτή την επιχείρηση καθώς και για τη δική μας ηλικία το δεκατέσσερο αργότερα, ενώ μας απόλυσε το υπουργείο. Μας κράτησαν ακόμη ένα μήνα ο Πλαστήρας με τον Κοντύλη. Ζητούσανε να τους στείλουνε στρατό από την Αθήνα και δεν στέλνανε διότι δεν είχαν πειθαρχία. Μένανε όλοι στην Αθήνα κουραμπγιέδες.
Τελείωσε η μάχη και καταλάβαμε το χωριό. Άρχισαν όλοι οι στρατιώτες τη λεηλασία και πέρνοντας όλοι πλιάτσικα από τα σπίτια. Από μία κότα ή πάπια όλοι στα χέρια. Εκεί αντάμωσα τον φίλο μου Ηλία Νέλα, τον μετέπειτα κουνιάδο μου με μία χήνα στα χέρια και μου λέγει:
-Εσύ δεν πήρες καμία;
Βγάζω και εγώ μία φυσεγγοθήκη και του τη δείχνω.
-Βλέπεις; Του λέγω. Σκότωσα ένα Τούρκο και την πήρα!
Ενώ την έβγαλα από έναν Τσέτα που ήτανε σκοτωμένος μέσα σε ένα χαράκωμα.

Απόλυση
Τελείωσε και αυτή η επιχείρηση και ανέλαβε κάποιο Τάγμα τον τομέα αυτόν. Εμείς πήγαμε πάλι στο Σουσουρλού. Καθήσαμε ένα μήνα. Ήλθε διαταγή να μας απολύσουν αλλά μας κρατούσαν με το έτσι θέλω κουφίζοντας στας διαταγάς του υπουργείου οι δύο Συνταγματάρχες Πλαστήρας και Κοντύλης, διότι δεν τους στέλνανε ενίσχυση από την Αθήνα. Τέλος με τα πολλά παράπονά μας εδέησαν να μας απολύσουν, αφού πρώτα κάναμε μία προέλαση για Φιλαδέλφεια[10] και εφόσον δεν βρήκαμε αντίσταση.
Φθάνοντας στο χωριό του Μπαράκη μας δώσανε τα απολυτήρια και μπήκαμε στο τραίνο που περνούσε από εκεί. Φθάσαμε στη Σμύρνη και από εκεί με το πλοίο στον Πειραιά και κατ’ ευθείαν στο σπίτι. Τότε ήτο ο Βασίλης με τη γυναίκα του τη μικρή Νίτσα και το παιδί του το Γιώργο. Επίσης ήτανε η μητέρα μας και η αδελφή μας Ζωή ανύπαντρη.
Χάρηκαν όλοι που εδέησε να απολυθώ έπειτα από τόσα χρόνια. Πήγαινα και εγώ στις δουλειές που ήχανε στα χωράφια. Άρχισα έκανα παρέα με τα παιδιά της ηλικίας μου. Κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία μαζευόμασταν πότε στο μαγαζάκι του γαμπρού μας Τάκη και πότε στου Γόγου. Κερνιώμασταν με κονιάκ ή τσίπουρο. Μπαίναμε στο κέφι και αρχίζαμε τα τραγούδια του τόπου μας καθώς και άλλα που είχαμε κλέψει από άλλες περιφέρειες, όπως κάποιος Κουφιώτης που τραγουδούσε τον Μενούσιαγα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

[1] «Τα κέντρα στην κοσμική παραλία της Σμύρνης, το ονομαστό «ΚΑΙ», ήταν:
το «Κράμερ» που διέθετε 2 ορχήστρες (ένα κουαρτέτο εγχόρδων και μια άλλη πιο ελαφρά) δίπλα το «Καφέ Φώτης» με 2 ορχήστρες (μία κλασική και μια με μαντολίνα) κατόπιν το «Καφέ Παρί» με τα γνωστά «Πολιτάκια» παραδίπλα ένα αντρικό στέκι με λαϊκά όργανα…..». από το σύνδεσμο: Μουσική και Μουσικοί από τη Σμύρνη.
[2] Για το Θύμιο Γάκη και τα γεγονότα που περιγράφονται από το Δημήτριο Παπανικολάου εντοπίσθηκε η εξής αναλυτική δημοσίευση:
«Ο Θύμιος Γάκης
ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ περιστατικό, αποτελεί δείγμα των δεσμέσεων του Ελληνικού Στρατού, με τις συμμαχικές αποφάσεις για το “απαραβίαστον” της γραμμής που χάραξαν. Έξω από τη γραμμή εκείνην βρίσκεται η πόλις Αξάρι και το κοντινό χωριό Παπαζλή. Σ’ αυτό έχει καταφύγει από πολλά χρόνια ένας παλιός και θρυλικός “βασιλεύς των Ορέων” της Πίνδου, ο Θύμιος Γάκης ή Θυμιογάκης.
ΘΡΥΛΙΚΟΣ έγινε από τα πρώτα βήματα της δράσεώς του, χωρίς τόσο πολλές μάχες με αποσπάσματα, αιματοχυσία και θηριωδίες.
Ο χωρικός από τα καλύβια των Τρικάλων, όταν ήταν νέος, δούλεψε υπηρέτης στην οικογένεια της αδελφής του εθνικού ευεργέτη Γ.Αβέρωφ, με τα μεγάλα κτήματα στην Θεσσαλία. Ο πλούτος που έβλεπε τον ώθησε προς το δρόμο του εύκολου πλουτισμού και γι’ αυτόν. Στα πρώτα από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας χρόνια, έχει συγκροτήσει συμμορία. Και δεν αργεί να πραγματοποιήσει ένα τρανταχτό άθλο: Την απαγωγή της ανηψιάς του Αβέρωφ Ευδοκίας. Αλλά και με την πρωτοτυπία για τα “λύτρα” που ζητάει: Τόσο χρυσάφι, όσο είναι το βάρος της δεκαεξάχρονης μικρής, δηλαδή 36 οκάδες λίρες!
Αν λογαριάσει κανείς πως μια οκά την κάνανε 120 περίπου “κομμάτια” φτάνει στο ποσόν των 4.300-4.500 λιρών. Το ποσόν είναι αληθινά μυθικό για την εποχή, όπως η λίρα είχε πολλαπλάσια πραγματική αξία από την τωρινή.
Αλλά το εισπράττει ο Θυμιογάκης, το εξασφαλίζει ποιος ξέρει πως και που, γίνεται θρύλος ο ίδιος ο χρυσοφόρος λήσταρχος, αλλά και το θύμα του, η μικρή πανέμορφη Ευδοκία. Χρόνια και χρόνια πολλά, στα χωριά της Πίνδου, θα την τραγουδούνε, με το όνομα Βασιλική, από το “βασιλαρχοντοπούλα” όπως την έλεγαν.
Φεύγει στο Τούρκικο ο λήσταρχος, μακρυά, όσο μακρυά μπορεί, στο Παπαζλή Αξαρίου, όπου αγοράζει χωράφια, και όπου κρύβει το υπόλοιπο του θησαυρού του. Αλλά ο νόμος τον φθάνει ως εκεί, όπως έχει κατηγορίες και για δράσι στο τούρκικο (στην τουρκοκρατούμενη τότε Ήπειρο).
Καταδικάζεται σε πολυετή φυλάκισι και κλείνεται στο φοβερό “Μπουντρούμι” (το φρούριο της Αλικαρνασσού). Με το “χουριέτ” όμως (το Σύνταγμα) του 1908, παίρνει χάρι. Στο Παπαζλή τον περιμένει πάντα ο ψυχογιός του Κατράνας. Αγοράζει κι’ άλλα χωράφια και κοπάδια. Γίνεται ο πρώτος μεγαλονοικοκύρης εκεί. Παντρεύεται, έχει παιδιά. Ούτε και με τον Κατράνα κάν, δε μιλάνε για τα παλιά. Τα “περασμένα, ξεχασμένα”.
ΞΑΦΝΙΚΑ, κάποια μέρα τινάζονται από το λήθαργο και οι δύο τους. Από τα ελληνικά κανόνια που βροντούν. Από το ελληνικό σύνταγμα που μπαίνει στο τόσο μακρινό Παπαζλή. Το 5ο Τρικάλων με στρατιώτες τα παιδιά και τα εγγόνια συμπατριωτών και φίλων των δύο γερόντων.
Ο μεγαλονοικοκύρης του χωριού σφάζει κοπάδια ολόκληρα να τα σουβλίσουν οι συμπατριώτες του. Όλο το σύνταγμα. Θεριεύουν τώρα οι αναμνήσεις κι’ η νοσταλγία του Θύμιου και του Κατράνα.
Αλλά το Αξάρι βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από την “ζώνη” ελληνικής κατοχής, του 1919, στη Μ.Ασία. Το σύνταγμα είναι υποχρεωμένο να αποσυρθή λίγα χιλιόμετρα πάρα πίσω.
Τι θα γίνει τώρα; Θα ξαναγυρίσουν οι Τούρκοι, κυρίαρχοι στο χωριό; Μια και αρματώθηκε όμως ξανά ο απόστρατος γερολήσταρχος και το πρωτοπαλλήκαρό του, μια που γεύθηκαν την ελευθερία, η καρδιά τους δεν το δέχεται να ξαναγίνουν ραγιάδες!
Ο Θυμιογάκης γίνεται τώρα αντάρτης καπετάνιος. Εξοπλίζουν και όλους τους Έλληνες του Παπαζλή. Σε συναγερμό και με τις οδηγίες που πήρανε, σκάβουν χαρακώματα, στήνουν καραούλια, κρατούν ψηλά και περήφανα τη σημαία που ύψωσαν.
ΤΟ ΠΡΟΚΕΧΩΡΗΜΕΝΟ ανεξάρτητο ελληνικό φυλάκιο με καπετάνιο τον Θυμιογάκη, κρατιέται απάτητο από τους τσέτες, δύο μήνες.
Τον Αύγουστο του 1919 όμως, αντιμετωπίζει επίθεσι ολόκληρου στρατού από χίλιους τσέτες με αρχηγό τον Ντεμερτζή εφέ (καπετάνιο). Οι δύο απόστρατοι “βασιλείς των ορέων” εμψυχώνουν τους αποφασισμένους χωρικούς. Μαζί τους μάχεται απτόητη και η κόρη του καπετάνιου, η Γαρέφω.
Ώρες πολλές κρατάει η μάχη. Αχολογάει ο τόπος, ρεματιές και ρουμάνια. Οι μακρινές ομοβροντίες αποτελούν και ειδοποίηση για το ελληνικό σύνταγμα που οι αποφάσεις και εντολές των Δυνάμεων το κρατούν καθηλωμένο, σ’ εκείνη την ζώνη που έχουν χαράξει οι αντιπρόσωποί τους, που απαγορεύεται στα ελληνικά τμήματα να την υπερβούν.
Τώρα όμως, οι ώρες είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν προσήλωσι σε τύπους και διασυμμαχικές εντολές. Αν πατήσουν το χωριό οι τσέτες με τους εφέδες τους, θα κατασφάξουν όλους τους Έλληνες, μαχητές και γυναικόπαιδα.
Βιαστικά αποστέλλεται στον τόπο της μάχης ένας λόχος πεζών και ένας σχηματισμός καβαλαραίων. Θα προλάβουν όμως; Η απόστασις είναι αρκετά μεγάλη.
Προλαβαίνουν βάζουν τους τσέτες μεταξύ δύο πυρών. Πρώτος ξεχωρίζει τα ελληνικά βόλια ο γεροκαπετάνιος και μεταδίνει με φωνές άγριας χαράς το μήνυμα στους δικούς τους:
-Αχά, φτάσανε, τηράτε, ακούτε…
Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ τον παρασύρει, τώρα στα γεράματα. Πετάγεται ακάλυπτος, έξω από το ταμπούρι του. Μια σφαίρα εκείνων που φεύγουν, τον βρίσκει κατάκαρδα. Έτσι, εκεί “τελείωσε” ο τραγουδισμένος στον μακρυνό τόπο του παλιός λήσταρχος.
Στον τόπο τους, στα χωριά τους-Μέτσοβο και Καλύβια-θα γυρίσουν μόνο ο Κατράνας και η Γαρέφω. Παρασημοφορημένη και η τελευταία για την πολεμική της δράσι.
Ο Θυμιογάκης έμεινε για πάντα στο μακρυνό Μικρασιατικό χωριό…». Από το βιβλίο: Φοίβου Ν. Γρηγοριάδη, Διχασμός-Μικρά Ασία 1909-1930 Ιστορία μιας εικοσαετίας, Τόμος πρώτος, Αθήνα 1971, σελίδες 291, 292.
[3] Με το επώνυμο Κατσαρέλης στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια υπάρχουν οι εξής:
-Κατσαρέλης Δημήτριος του Ιωάννου, Συνταγματάρχης πεζικού γεννηθείς το 1869 στις Καρούτες. Μετείχε των πολέμων 1897, 1912-13 και 1917-22. Αποστρατεύθηκε στις 23 Αυγούστου 1922.
-Κατσαρέλης Κωνσταντίνος του Ηρακλέους, Αντισυνταγματάρχης επιμελητείας γεννηθείς το 1877 στις Καρούτες. Μετείχε των πολέμων 1912-13 και 1917-22.
-Κατσαρέλης Σπήλιος του Ηρακλέους, Αντισυνταγματάρχης πεζικού γεννηθείς το 1887 στις Καρούτες. Μετείχε των πολέμων 1912-13 και 1917-22.
(από: ΜΣΝΕ τόμος 4, σελίδα 288).
[4] Μπουρδάρας Γεώργιος του Νικολάου, Αντισυνταγματάρχης πεζικού. Γεννήθηκε το 1888 στο Φουρνά Ευρυτανίας. Μετείχε των πολέμων 1912-13 και 1917-23. Μετατέθηκε σε τιμητική αποστρατεία την 1 Ιουνίου 1926 (από ΜΣΝΕ, τόμος 4, σελίδα 671.
[5] Η εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο και γιόρταζε των αγίων Αναργύρων (1η Ιουλίου) και του αγίου Γεωργίου. Στον περίβολό της στεγάζονταν τα σχολεία του χωριού. Η εικόνα των αγίων Αναργύρων, η οποία βρισκόταν στο ναό του Αγίου Γεωργίου, προερχόταν από κοντινό τουρκικό χωριό. Βλ. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Α 27, Παπαζλί. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού-Μικρά Ασία).
[6] Το χωριό Σουσουρλού δυστυχώς δεν κατέστη δυνατόν να ταυτισθεί με αντίστοιχο σημερινό. Βρισκόταν ανάμεσα στη σημερινή Manisa και στο Saruhanli.
[7] Εννοεί τον ποταμό Έρμο (τουρκ. Gediz Nehri).
[8] Το Τατάρι ή Τατάρκιοϊ σήμερα είναι η συνοικία Yilmaz Mahallesi του Σαρουχανλί (τουρκ. Saruhanli).
[9] Στο βιβλίο Αγώνες και νεκροί 1830-1930, τόμος Β΄ 1919-1930, Εν Αθήναις 1930, σελίδα 12 αναγράφεται: Σκούρας Ιωάννης του Α., ανθ/στής γεν. εις Τσούκαν Φθ/κίδος, απεβ. 1919 Νοεμβρίου 19 εις Στρ. Νοσ. Μαγνησίας.
Ο συμπολεμιστής του Δημήτριος Παπανικολάου τον αναφέρει ως απολυόμενο έφεδρο Ανθυπολοχαγό από την Τσούκα, κουνιάδο του Πιλάτου που σκοτώθηκε επιτόπου στη μάχη του Ταταρίου.
[10] Σήμερα στα τουρκικά ονομάζεται Alaşehir.



ΕΙΚΟΝΕΣ


  Χάρτης. Η περιοχή Σμύρνης και Μαγνησίας στις 31 Ιουλίου 1919.





Εικ.1. Αεροφωτογραφία της Σμύρνης το 1919. Αριστερά το λιμάνι και απέναντι το Κορδελιό (τουρκ. Karşiyaka). Το βουνό που υψώνεται είναι το Γιαμανλάρ Ντάγ (τουρκ. Yamanlar Daǧi). Πίσω του βρίσκεται η Μενεμένη (τουρκ. Menemen).


 Εικ.2 Το Κορδελιό (τουρκ. Karsiyaka) στις αρχές του 20ου αιώνα


 Εικ.3. Η προκυμαία της Σμύρνης. Αριστερά στο βάθος ιππήλατο τράμ.


 Εικ.4 Ο Μπουρνόβας (τουρκ. Bornova) στις αρχές 20ου αιώνα.


 Εικ.5. Μαγνησία. Μερική άποψη στις αρχές του 20ου αιώνα.


Εικ.6. Μαγνησία αρχές 20ου αιώνα: η Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη.



Εικ.7. Εύζωνοι στη Μικρά Ασία. Μπροστά φωτογραφίζονται οι αξιωματικοί. Στην ιστοσελίδα που δημοσιεύεται αφήνεται να εννοηθεί ότι φωτογραφήθηκαν στα περίχωρα της Μαγνησίας. Πιθανότατα πρόκειται για Λόχο του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων.


 Εικ.8. Μαγνησία: δρόμος που οδηγεί προς το σταθμό. Δεξιά διακρίνεται τουρκικό καφενείο.


 Εικ.9 Παπαζλί. Εύζωνοι του 3ου Τάγματος του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων στο Παπαζλί.




ΠΗΓΕΣ ΧΑΡΤΗ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ




Εικ.1. Από: Petsalis-Diomidis N., Greece at the Paris peace conference (1919), Thessaloniki 1978.
Εικ.2. Από: http://sipkag.blogspot.gr/.
Εικ.4. Από: http://www.bornova.gov.tr/.
Εικ.8. Από: Άλμπουμ φωτογραφιών Ιεράς μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, επιμέλεια Κ. Νίγδελη, Πατρίδες Ελλήνων, Θεσσαλονίκη 2010.




Ο Χάρτης και οι Εικ. 1,4,8,9 δημοσιεύονται και στην ανάρτηση : Πολεμικό Ημερολόγιο του Χρήστου Αλεξόπουλου (Απόσπασμα 3).



ΠΗΓΗ


Οικογενειακό αρχείο Αναστασίου Παπανικολάου.





Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Απομνημονεύματα Δημητρίου Γ. Παπανικολάου. Μέρος Γ΄


Έλληνες στρατιώτες φωτογραφημένοι στην Οδησσό. Σύμφωνα με πληροφορία του κ.Αναστασίου Παπανικολάου, εγγονού του Δημητρίου Παπανικολάου, ο στρατιώτης μέσα στον κίτρινο κύκλο είναι ο Δημήτριος Παπανικολάου. Στα απομνημονεύματα η σκηνή της φωτογράφισης αναφέρεται ως εξής «:…Εκεί που βολτάραμε στην πλατεία είδαμε ένα στιγμιαίο φωτογράφο και θελήσαμε να βγάλομε μία φωτογραφία ως ενθύμιο. Τακτοποιηθήκαμε και ήμασταν έτοιμοι να μας πάρη ο φακός. Όλως παραδόξως μπαίνει ανάμεσά μας απρόσκλητη μία κοπέλα! Εμείς την δεχθήκαμε με ευχαρίστηση… » [Πηγή φωτ.: Μηχανή του χρόνου]






Στο Γ΄ Μέρος των Απομνημονευμάτων του ο Δημήτριος Παπανικολάου περιγράφει:
-Τη μετάβαση και παραμονή στην Οδησσό.
-Την οπισθοχώρηση στη Βεσσαραβία.
-Την πορεία του από το Γαλάτσι της Ρουμανίας προς τη Σμύρνη.
Ιδιαίτερα συναισθηματική είναι η αναπόληση των εφηβικών του χρόνων στα Υψωμαθεία της Κωνσταντινούπολης και η περιγραφή της καθημερινής ζωής στη γειτονιά που έζησε. Η μαρτυρία του είναι πολύτιμη επειδή αντλούνται πληροφορίες για τα επαγγέλματα εκείνης της εποχής και τον τρόπο που γινόταν οι αγοραπωλησίες ειδών πρώτης ανάγκης.
Ακολουθεί το κείμενο:


B΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ 5/42 ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΥΖΩΝΩΝ

3. Εκστρατεία στην Ουκρανία

Αναχώρηση από Καβάλα
Ήλθε εν τέλει η διαταγή να βαδίσουμε για την παραλία να αναχωρήσουμε για τη Ρωσία. Πήγαμε εκεί κοντά στην παραλία σε κάτι άδεια σπίτια. Kαθήσαμε μία εβδομάδα να καταφθάσουν και τα άλλα τμήματα. Εμένα με πήραν στη διοίκηση μεταγωγικών του λόχου που βρήκα εκεί. Τον Χρήστο Κρητικό Λοχία και εγώ Δεκανέας. Γνωριστήκαμε και περιμέναμε το πλοίο να έλθη να επιβιβαστούμε. Σημειωτέον εκεί μας δώσανε ιματισμό καινουργή.
Κάποια μέρα ήλθε και άρχισε η επιβίβαση. Μπαίνουμε μέσα όλοι οι ευρισκόμενοι εκεί (Εικ.1). Μπαρκάρισε λοιπόν το δικό μας, ένα γαλλικό φορτηγό. Οι Γάλλοι ναύτες μας κοιτάγανε στα χέρια, εάν είμαστε εργάτες, διότι αυτοί κλείνανε κατά [υπέρ] του Κομουνισμού.

Διέλευση από Κωνσταντινούπολη
Φθάσαμε στην Οδησσό περνώντας από την Κωνσταντινούπολη (Εικ.2). Τότε ήτανε κατεχομένη από τους συμμάχους. Κοίταζα πάλι τα μέρη που είχα μείνει 8 χρόνια. Πήγα μικρός 13 ετών και γύρισα 21. Εκεί μεγάλωσα, εκεί πήρα τα πρώτα φώτα. Είχα γνωρισθή με καλές οικογένειες Ρωμέων, Αρμενείων και Τούρκων που με αγαπούσαν και με υποστήριζαν. Είχα γίνει καλός επαγγελματίας κατόπιν, γυρνώντας στην πατρίδα μετά την αποστράτευση. Σημειωτέον κατετάγην το 1914 και απεστρατέφθην το 1922 με την κατάρρευση της Μικράς Ασίας. Με την παρατήρηση μας απολούσαν μερικά διαστήματα ανάμεσα. Έτσι λοιπόν τα μάτια μου δεν φεύγανε από τα αγαπημένα μου Ψωμαθιά που ήτανε ακριβώς απέναντι από το πλοίο μας (Εικ.2 & 3)[1].
Σαλπάρισε λοιπόν το πλοίο προς τη Μαύρη θάλασσα. Όταν απεμακρύνθη και περάσαμε το Βόσπορο, έριξα την τελευταία ματιά στην Πόλη. Είπα μέσα μου πως, τις είδε αν θα ξαναγυρίσω πάλι να τα ξαναδώ, εφόσον βαδίζαμε για πόλεμο στην αχανή Ρωσία.

Άφιξη και παραμονή στην Οδησσό
Φθάσαμε στην Οδησσό (Εικ.4), ωραία και μεγάλη πόλις και με πολλούς Έλληνας. Πεζοπορήσαμε και φθάσαμε στο άκρον της πόλεως όπου ήτανε ωραίες στρατώνες (Εικ.5). Ήτανε Ρώσοι και Πωλονοί Εθνικιστές στρατιώτες (Εικ.6 &7).
Καθήσαμε εκεί αναμένοντας διαταγάς της Μεραρχίας, που θα πάμε. Εν τω μεταξύ τα πρώτα τμήματα της Μεραρχίας που είχανε προηγηθή από εμάς, είχανε πάει στο μέτωπο των επιχειρήσεων προς τη Μόσχα. Μάλιστα είχανε έλθει και τραυματίες. Πήγα στο νοσοκομείο και βρήκα τον Γεώργιο Κοτρότσο, λοχίας ών τραυματίσθην, καθώς και πολλούς άλλους.
Εμείς μείναμε στους στρατώνες εν αναμονή και ως εφεδρεία με βελτιωμένο το συσσίτιο διότι οι εφοδιασμοί ήτανε των συμμάχων. Κάθε πρωΐ που γινότανε προσκλητήριο, στη γραμμή δίπλα μας ήτανε ένα επίλεκτο τμήμα Πολωνών. Θαυμάζαμε το παράστημά τους και τις εξαρτήσεις τους.
Κοντά εκεί ήτανε μία μπυραρία Ελληνική και ένα καπνοπωλείο. Πηγαίναμε τα απογεύματα και τα κοπανάγαμε με χωριανούς μου, δεν είχα εκεί μόνον τον Δημήτριο Λάμπου που ήτανε σε άλλο λόχο. Ανταμώναμε τα απογεύματα και πηγαίναμε στο κέντρο της Οδησσού να γνωρίσουμε τα αξιοθέατα. Πήγαμε σε μία αγορά που ήτανε όλο Έλληνες με πολλά και διάφορα μαγαζιά. Ψωνίσαμε κάτι ενθύμια, κάρτες και πορτοφόλια.
Μία μέρα πήγαμε σε μία κεντρική πλατεία, όπως η δική μας, του Συντάγματος. Είδαμε τους τοίχους των κτιρίων κατάτρυπους από τις σφαίρες. Είχανε γίνει οδομαχίες στας αρχάς της επαναστάσεως. Εκεί που βολτάραμε στην πλατεία είδαμε ένα στιγμιαίο φωτογράφο και θελήσαμε να βγάλομε μία φωτογραφία ως ενθύμιο. Τακτοποιηθήκαμε και ήμασταν έτοιμοι να μας πάρη ο φακός. Όλως παραδόξως μπαίνει ανάμεσά μας απρόσκλητη μία κοπέλα! Εμείς την δεχθήκαμε με ευχαρίστηση… Μας πήρε ο φακός και μας έβγαλε αμέσως τις φωτογραφίες, που βγήκανε πολύ ωραίες. Της δόσαμε και αυτηνής μία. Ήθελε να μας πη πως «ήλθα να ποζάρω μαζί σας για ενθύμιο», που ήμασταν τότε καλοντυμένοι τσολιάδες στα χακί, φέσι πάλι χακί με φούντα, κυλόττα παντελόνι με γκέτες και τσαρούχια. Χάθηκε αυτή η φωτογραφία καθώς και όλες κατά την κατοχή…
Μέναμε λοιπόν στην Οδησσό και αναμέναμε νέα από το Μέτωπο των Επιχειρήσεων. Μαθαίναμε πως τα πράγματα δεν ήτανε καλά: μαθαίναμε καθημερινώς πως οι Μπολσεβίκοι κερδίζουν έδαφος ρίχνοντας νέες δυνάμεις στη μάχη. Τις κουβαλούσαν με τα τραίνα από τα βάθη της Ρωσίας. Και δεν μπόρεσαν να κρατήσουν οι σύμμαχοι και οι Εθνικιστές Ρώσοι-Ιταλοί-Γάλλοι. Εν τέλει οπισθοχώρησαν. Κρατούσαν άμυνα κοντά σε μας που γινότανε μεγάλες μάχες. Την τελευταία βραδυά συναγερμός, πήγαμε και εμείς. Οι σύμμαχοι κρατούσαν άμυνα για να αποβιβαστούμε στα πλοία, όπως κι έγινε.

Αναχώρηση από Οδησσό
Αναγκαστήκαμε να πάμε στην παραλία για να μπούμε κι εμείς αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε δι’ εμάς πλοίο επιστροφής. Μόνο για να μας φέρουνε είχανε. Και τότε λοιπόν μέναμε στην παραλία αγωνιώντας τι μέλει γενέσθαι.
Εν τω μεταξύ φθάσανε τα τάνξ των Μπολσεβίκων ρίχνοντας ριπές σε τυχόντας Ρώσους Εθνικιστάς στρατιώτας αλλά στρατιώτες δεν υπήρχαν. Όλοι οι αξιωματικοί είχανε γίνει στρατιώτες και πολεμούσανε διότι τους εγκατέλειψαν οι στρατιώτες τους. Επηκολούθησε μία σύγχυση με την παρουσία των τάνκς.
Και αμέσως ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας ήλθε σε συνεννόηση με την ηγεσία των Μπολσεβίκων περί της τύχης μας, που μας εγκατέλειψαν οι σύμμαχοι. Και του λένε:
-Τι να σας κάνομε εσάς; Είμαστε και ομόθρησκοι! Επειδή είσθε και Έλληνες γνωρίζομε την πρόθεσίν σας. Σας φέρανε οι Αγγλογάλλοι! Τι να σας κάνομε τώρα; Τα πλοία της Οδησσού τα πήρανε όλα οι σύμμαχοί σας. Έτσι τώρα δεν απομένει άλλο παρά να φύγετε ποδαρόδρομο για τη Ρουμανία.
Αναγκαστήκαμε λοιπόν, μας παραχώρησαν τομέα και πήραμε την άγουσα για τη Βεσσαραβία, που τότε ήτο ρουμανική, διασχίζοντας την αχανή Ουκρανία.
Πήραμε τα απαραίτητα από μία κουβέρτα και κονσερβικά και ότι άλλο μπορούσαμε και ξεκινήσαμε. Ώσπου να εξέλθουμε από την πόλη υποφέραμε, διότι μέσα στη φάλαγγά μας είχαν εισχωρήσει και πολλοί Ρώσσοι αξιωματικοί καθώς και πολλές οικογένειες αριστοκρατών μαζί. Συμβαδίζαμε και με το επίλεκτο σώμα των Πολωνών που ήτανε όλοι καβαλάρηδες. Τους πυροβολούσαν από τα σπίτια οι Μπολσεβίκοι. Θυμάμαι, ένας Πολωνός κατέβηκε από το άλογό του. Μπαίνει μέσα σε ένα προάβλιο, που ήτανε γύρω πολυκατοικίες. Άρχισε το γάζωμα με το οπλοπολυβόλο του και τους σταμάτησε. Επίσης οι Ρώσσοι αξιωματικοί που είχανε καταρτήσει Λόχο-στρατιώτου, βαδίζανε κι αυτοί καβάλα σε άλογα μαζί μας.

Διανυκτέρευση σε ρωσικό χωριό
Κάποτε έδωσε να βγούμε από την πόλη αλλά νυχτόσαμε. Δεν ξέραμε ποιόν δρόμο να πάρουμε, διότι η Ουκρανία είναι ένας απέραντος κάμπος. σα να βρίσκεσθε στον Ωκεανό. Κατάκοποι όπως ήμασταν, πέσαμε να κοιμηθούμε, Απρίλιος μήνας το 1919. Είχα δύο κουβέρτες εγώ και μία ο φίλος μου Επιλοχίας Καρακώστας[2], όπου ήμασταν μαζί κληρωτοί. Και όταν έφυγα εγώ, αυτός δήλωσε μόνιμος Δεκανέας. Όταν ξαναεπιστρατεύθην, τον βρήκα Επιλοχία. Ήμασταν τρεις παρέα: εγώ, ο Επιλοχίας Ηλίας Καρακώστας και ο Λοχαγός μας Φορμόζας[3] από το Βόλο, άλλοτε αεροπόρος. Στρώσαμε τη μία κουβέρτα από κάτω. Γήραμε, αφού πρώτα φάγαμε μία κονσέρβα, γαλέτα και από λίγο νερό που έφερνα εγώ στο παγούρι. Κοιμηθήκαμε λοιπόν εγώ από το ένα μέρος και ο Καρακώστας από το άλλο, με το Λοχαγό μας στη μέση για να μην κριώση, που έκανε πολύ κρύο.
Το πρωΐ που σηκωθήκαμε, τσοκανάγανε[χτυπούσανε] τα δόντια μας από το κρύο. Κτύπησε εγερτήριο, πήραμε κάτι από τα σακίδιά μας για πρωϊνό και ξεκινήσαμε.
Φθάσαμε το βράδυ σ’ ένα ρούσικο χωριό και μείναμε. Και αρχίσαμε τη διακονιά για χλέπα-ψωμί [хлеб=ψωμί] στα σπίτια. Με μεγάλη προθυμία μας δίνανε ένα ωραίο φουσκωτό καρβέλι από σιτάρι μανιτόβα. Μας κόβανε μεγάλες φέτες και μας δίδανε. Εγώ εξοικειωμένος από τις γλώσσες- όταν ήμουνα στην Πόλην, τσιακμάκαγα, που λένε στο χωριό μου - και μερικά Ρούσικα. Άρχισα τότε να τα χρησιμοποιώ, κονομίζοντας τρόφιμα για τον εαυτό μου και την παρέα μου αλλά και ως Διερμηνέας. Ήμουν ο μόνος που μπορούσα να συνεννοηθώ για το δρομολόγιο του σώματός μας να φθάσομε στη Βεσαραβία.

Αναχώριση-άφιξη σε επόμενο ρωσικό χωριό
Ξεκινάμε λοιπόν το πρωΐ. Πήρε οδηγίες ο πρώτος Λόχος πως θα βαδίσουμε για να μη χαθούμε, διότι όπως είπα η Ουκρανία είναι ένας απέραντος κάμπος σαν ωκεανός και πάντα ομίχλη. Αρχίσαμε λοιπόν την πορεία, βλέποντας στους δρόμους διάφορες επιγραφές. Προχωρώντας τα έχασε η προπομπός: αντί να βαδίσομε εμπρός, βαδίζαμε αντιστρόφως και το μεσημέρι φθάσαμε στο ίδιο χωριό που ξεκινήσαμε.
Τότε λοιπόν καθήσανε οι αξιωματικοί, ανοίξανε τους χάρτες και τους μελετήσανε καλύτερα. Καλέσανε και μερικούς Ρώσους καθώς κι εμένα. Μας δώσανε κατέφθιση, βάζοντας εμένα μπροστά για οδηγό.
Κατά καλή μου τύχη συνάντησα στο δρόμο μία σούστα. Ερχότανε από την κατέφθιση που βαδίζαμε εμείς. Ήτανε ο αμαξιλάτης και δύο έμποροι. Γυρνούσανε από κάποιο μεγάλο χωριό που είχαν πάει για τις δουλειές τους. Σταμάτησα και τους λέω:
-Σας παρακαλώ ακούστε με. Εμείς είμαστε Έλληνες και πάμε για την πατρίδα.
Μόλις άκουσαν το «Έλληνες» αμέσως προθυμοποιήθηκαν να μας εξυπηρετήσουν. Βγάζει ένας το μπλόκ από την τσέπη του και μου κάνει σχεδιάγραμμα ποια πορεία θα ακολουθήσομε, γράφοντας και τα χωριά που θα συναντούσαμε.

Πάσχα 1919
Έτσι προχωρήσαμε και σε μία μέρα φθάσαμε σε ένα μεγάλο χωριό Ρούσικο, καλός κόσμος. Ήτανε μεγαλοβδόμαδο, ακριβώς τη Μεγάλη Πέμπτη που βράζανε και κόκκινα αυγά. Εκεί ήρθε και με βρήκε ένας αδελφός του Δημήτρη Λάμπου, ο Ηλίας, ένας πολύ έξυπνος διότι δούλευε στην Αθήνα. Και μου λέει:
-Αύριο, Μεγάλη Παρασκευή, θα γυρίσομε το χωριό να τραγουδήσομε στα σπίτια το «Σήμερα μαύρος ουρανός». Και θα μαζέψομε και ψωμί και κόκκινα αυγά, που είδα πως βάφανε όλες οι νοικοκυρές.
Εγώ στην αρχή τον απέκρουσα, διότι αισθανόμουν ντροπή. Τελικά με κατάφερε. Καλμάρησα κι εγώ, διότι έπρεπε να οικονομήσω τροφή για τον εαυτό μου αλλά και για την παρέα μου, τον Επιλοχία και το Λοχαγό μου.
-Άντε, μου λέγει, Μήτσο θα οικονομίσουμε πολλά. Μάλιστα εσύ που σκαμπάζεις και λίγα ρούσικα θα τους σαγεινεύσεις οπωσδήποτε.
Με τα πολλά του τεχνάσματα ξεκινήσαμε. Αρχίσαμε γυρνώντας τα σπίτια και τραγουδώντας το «Σήμερα μαύρος ουρανός». Μας αποδέχονταν, μας δωρίζουν πρώτα αυγά και μας ρωτούσαν:
-Χλέπα γέστα [хлеб Есть];
-Γέστι [Есть], τους έλεγα.
Μας κόβανε και από μία φέτα ψωμί μανιτόβα και συνεχίζαμε. Τότε εξοικειώθην και εγώ. Πέταξα την τσίπα της ντροπής και προχωρούσαμε στο έργο μας. Πολλοί μας υποδέχονταν στα σαλόνια τους και μας δίνανε και βότκα. Περιεργαζότανε την στολή μας που ήτανε τσολιάτικη χακί. Όταν ακούγανε πως ήμαστε Έλληνες μας συμπαθούσαν πολύ ως ομόθρησκοι. Γεμίσαμε τα σακίδιά μας αυγά και ψωμιά, πηγαίνοντας ο καθένας στο Λόχο του. Επειδή είχαμε μάσει αρκετά, δόσαμε και σε άλλους συναδέλφους που πεινούσανε.
Και την ημέρα του Πάσχα ο Δήμαρχος του χωριού μοίρασε στους στρατιώτας αυγά και ψωμί.

Άφιξη στην περιοχή του Δνειστέρου
Περνώντας το Πάσχα αρχίσαμε πάλι την πορεία. Φθάσαμε σε ένα χωριό παραποταμίως του πλωτού ποταμού Δνήστερου, πάντοτε εγώ οδηγός. Εκεί είχανε καταφθάσει και όλα τα υπολείματα των Ρώσων καθώς και Αγγλογάλοι που προηγήθηκαν από εμάς. Αυτούς δεν τους χωρούσαν τα πλοία. Πήρανε αυτοκίνητα και είχανε φορτώσει τρόφιμα και για εμάς.
Κατασκινώσαμε λοιπόν σε ένα χωριό Ρούσικο μεγάλο παραποταμίως. Και άρχισαν οι στρατιώτες τις λεηλασίες πέρνοντας κότες πάπιες, χήνες κ.τ.λ.. Και ένας Παλαιογιανιτσιώτης πήρε μία χήνα.
Μείναμε εκεί για λίγο διότι πιο κάτω ήτο μία γέφυρα που θα περνούσαμε για τη Βεσαραβία της Ρουμανίας. Αλλά εκεί είχανε συναθροισθεί πολλοί Γάλλοι στρατιώτες της εφοδιοπομπής με τα τρόφιμα καθώς και πολλοί Ρώσοι πρόσφυγες, γυναίκες και παιδιά. Και περιμέναμε να έλθη η σειρά μας να περάσομε κι εμείς.

Ο στρατιώτης Τηλιγάδας(?)
Εκεί που καθόμασταν στη λιακάδα και συζητούσαμε πολλά και διάφορα, ένας στρατιώτης του λόχου μας ονόματι Ντελιγάδας από τα Κράβαρα, που ήμασταν μαζί στο Λόχο αυτό από κληρωτοί στη 2α πολυβολαρχία λέγει:
-Παιδιά, τη βλέπετε αυτήν την πολιτεία απέναντι στην όχθη του ποταμού προς τη Βεσαραβία; Έχω πάει σε αυτήν την πόλη μικρός.
Και του λέω:
-Πως πήγες βρε Δελιγάδα;
Μας λέγει:
-Όταν ήμουνα 13 χρονών, ήλθαμε 6-8 παιδιά για διακονία. Μας είχανε πάρει κάτι χωριανοί μας με ενοίκιο από τους πατεράδες μας για δύο χρόνια. Γυρίσαμε στα σπίτια, μαζεύαμε λεπτά, σιτάρι και άλλα τρόφιμα. Τους τα πηγαίναμε σε κάποιο χάνι, που είχανε το στέκι. Εκεί πωλούσανε τα σοδήματα και τα κάνανε λεπτά. Κυρίως μαζεύαμε πολλά αυγά.
Τότε εμένα κάτι με κτύπησε στο μυαλό μου και του λέγω:
-Βρέ Ντηλεγάδα πόσο χρονών είπες ότι ήσουνα;
-Σου λέγω 13 χρονών. Μόλις έβγαλα το σχολειό.
-Και πως ήλθατε εδώ, με τι μέσον;
-Μας κατέβασαν, λέγει, στον Πειραιά και μας βάλανε σε ένα βαπόρι. Μας έφερε στην Οδησσό περνώντας από την Κωνσταντινούπολη.
Του λέγω πάλι διότι ένοιωσα πως πλησιάζομε να γίνομε παλαιοί γνώριμοι:
-Βρέ Δελιγάδα μέσα στο βαπόρι γνωρίστηκες εσύ με κανένανε; Τα άλλα παιδιά που ήσασταν, είχατε γνωρίσει κανένα παιδί εκεί μέσα;
Μου λέγει:
-Ήτανε ένα παιδί στην ηλικία μου που πήγαινε με το θείο του στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις φθάσαμε εκεί κατεβήκανε και εμείς τραβήξαμε προς την Οδησσό.
-Βρε Ντελιγάδα, να σε πάρη ο σατανάς, ήμασταν μαζί βρε! Δεν θυμάσαι που όλο κουβεντιάζαμε για το ταξίδι μας, που πάει ο ένας και που οι άλλοι;
-Ναι βρε Μήτσο, μου λέγει, έχεις δίκιο, έτσι είναι. Αυτό είναι αναπάντεχη σύμπτωση.
Τότε αρχίσαμε να διαλογιζόμεθα τα μαρτύριά μας ως παιδιά της τότε εποχής. Μας εκμεταλλευότανε οι διάφοροι καιροσκόποι ή κερδοσκόποι. Όλα τα παιδιά που είχανε παρακολουθήσει το διάλογό μας μένανε έκπληκτοι από την τόσο Οδύσσεια….
Λοιπόν είπαμε πολλά τότε με τον Δηλιγάδα… Τόσα χρόνια μαζί σε ένα Λόχο από το 1914 μέχρι το 1918 και δεν είχαμε πιάσει καμία φορά συζήτηση για τα παιδικά μας χρόνια. Διότι αυτός έκανε παρέα με τους δικούς του πατριώτας καθώς κι εγώ με τους δικούς μου.

Στη γέφυρα του Δνείστερου
Ήλθε η ώρα να ξεκινήσουμε για τη γέφυρα. Βαδίσαμε αρκετή ώρα και φθάσαμε στις εκβολές του ποταμού που ήτανε η γέφυρα. Είχε και σιδηροδρομική γραμμή επάνω. Είχε σταματήσει ένα τραίνο με τον εφοδιασμό των Συμμάχων και με ένα βαγόνι που το προώριζαν για τους Έλληνες.

Στη Βεσσαραβία
Περάσαμε λοιπόν πλέον στη Βεσσαραβία που ήτανε και ακροθαλασιά. Είδα πολλά βαπόρια. Ρώτησα κάποιον Ρώσο μήπως ήλθανε να πάρουνε εμάς τους Έλληνες. Και μου λέγει:
-Είναι συμμαχικά. Θα πάρουνε εμάς τους Ρώσους να μας πάνε στον Άγιο Αρχάγγελο. Εκεί είναι ακόμα Εθνικιστές που πολεμάνε με τους Μπολσεβίκους.
Εκεί φθάσανε πολλοί πολίτες από την Οδησσό, πρόσφυγες. Τους διαμοιράσανε στα χωριά. Αλλά τους στρατιώτες που ήτανε όλο αξιωματικοί, δεν επιτρεπότανε να τους δεχθή η Ρουμανία. Κι έτσι ανέμενον διαταγή να μπούνε στα πλοία για τον Αρχάγγελο, που νομίζω είναι στα άλλο άκρο της Ρωσίας. Αλλά όπως μάθανε κατέρευσε και εκείνο το μέτωπο. Πήγανε όλοι ως πρόσφυγες στη Γαλλία, Αγγλία και Αμερική.
Ώσπου να γίνει η συνεννόηση τι θα γίνομε εμείς και οι Ρώσοι, καθυστερούσαν τα τρόφιμα να έλθουν από την απέναντι όχθη. Πεινάσαμε όλοι και πήγε κάποιος αξιωματικός μας στην απέναντι όχθη της γέφυρας που ήτανε τα βαγόνια. Τσακώθηκε με ένα Γάλλο για την καθυστέρηση. Μάλιστα τραβήξανε και τα πιστόλια, οπότε επενέβησαν παριστάμενοι ψυχραιμότεροι και τους σταμάτησαν.
Τότε μας στείλανε τα τρόφιμά μας και πήραμε από μία κουραμάνα και κονσέρβες. Οι Ρώσοι οι φουκαράδες οι αξιωματικοί, που είχανε μαζί και τα άλογά τους γυρίζανε πουλώντας τα άλογά τους για μία κουραμάνα.

Το δράμα των Ρώσων αξιωματικών
Καθώς καθόμουν εγώ, ο Λοχαγός και ο Επιλοχίας, έρχεται απέξω από τη σκηνή μας ένας Ταγματάρχης Ρώσος με μία αλογάνα σελάτη και έδειχνε πως το πουλούσε. Μου λέγει ο Λοχαγός:
-Πες του εσύ που ξέρεις ρούσικα, εάν το πουλάη και πόσα ρούβλια θέλει.
Καθότι είχαμε πολλά λίγα πάρει από την Οδησσό. Βγαίνω έξω και τον ρωτώ:
-Σκόλκο ροβόλ [сколько рублей];
Και μου λέγει:
-Νο ρούβλ. Γέστη χλέπα [Не рублей. Есть хлеб];
Δηλαδή «Όχι με λεπτά. Έχεις ψωμί;». Και λέω στον Λοχαγό:
-Θέλει ψωμί.
Μόλις είχαμε πάρει από μία κουραμάνα τρεις εν όλω. Αποφασίσαμε να δώσουμε την μία για να πάρομε το άλογο. Ήτανε απαραίτητο για το Λοχαγό που δεν μπορούσε να κάνη πορεία και ούτω έγινε. Πήραμε το θηρίο άλογο με μία κουραμάνα.
Ήτανε να κλές με το δράμα των Ρώσων αξιωματικών. Η Ρουμανία δεν τους δεχότανε, τα πλοία δεν τους πέρνανε ακόμα διότι ήτανε μακριά ο Αρχάγγελος. Και εκεί κατέρρεε το μέτωπο…

Πως σχηματίσθηκε το έφιππο ευζωνικό
Πούλησαν όλα τα άλογά τους για ένα κομμάτι ψωμί για να επιζήσουν. Το Σύνταγμά μας είχε αγοράσει περί τα 20. Άλλα πήρανε αξιωματικοί και άλλα οι στρατιώτες. Τα χρησιμοποιήσανε μέχρις ότου φθάσομε σε κάποιο σταθμό τραίνου. Από εκεί τα παρέλαβε το Σύνταγμα. Όταν φθάσαμε στη Σμύρνη συγκρότησε ευζωνικό ιππικό ο Πλαστήρας.

Στο Άκερμαν
Μείναμε εκεί 2-3 μέρες μέσα στην αμουδιά που δεν μπορούσες να περπατήσεις. Αρχίσαμε και πάλι την πορεία. Τώρα πήραμε την αριστερή όχθη του μεγάλου ποταμού Δνήστερου προχωρώντας προς τα πάνω. Μετά μια μέρα πορεία φθάσαμε δίπλα στην πόλη Άκερμαν (Εικ.8), σε ένα χωριό που το μισό ήτανε Γερμανικό και το μισό Ρούσικο.
Στρατοπαιδεύσαμε στον Γερμανικό τομέα, που ήτανε πιο καλός και καλύτερα σπίτια. Είχανε χώρο για το γραφείο και τις διάφορες υπηρεσίες καθώς και αποθήκες χόρτου για τους στρατιώτες. Εγώ και πάλι στην υπηρεσία του Δραγουμάνου. Στο διάστημα αυτό τα είχα προχωρήσει τα ρούσικα. Φρόντισα βρήκα δωμάτια για όλους εμάς. Όλους τους αξιωματικούς του Συντάγματος καθώς και το Λοχαγό. Αμέσως άδειασαν το σαλόνι τους και δύο κρεββατοκάμαρες και τα μεταφέρανε στη σοφίτα, υπακούοντας πρόθυμα στο νόμο της επιτάξεως.
Στήσαμε το γραφείο στο σαλόνι και το βράδυ πήγαμε να κοιμηθούμε. Στρώμα και μαξιλάρια μας τα είχανε αφήσει πουπουλένια διότι θρέφανε πολλές κότες, χήνες, πάπιες, κ.ά.. Κοιμηθήκαμε λοιπόν στο ανώτερο ξενοδοχείο. Ο Λοχαγός μου έδωσε συγχαρητήρια διότι κοιμήθηκε, μου έλεγε, καλλίτερα και από το σπίτι του. Οι κάτοχοι του σπιτιού ανέβηκαν στη σοφίτα μαζί με δύο κοριτσάκια που κοιμόντουσαν εκεί. Και εκεί είχανε καλή επίπλωση και ζέστη.
Τα σπίτια ήτανε σκεπασμένα με σάλωμα αλλά ήτανε τόσο μορφοφτιαγμένα, που χαιρόσουνα να τα βλέπης. Ως για το εσωτερικό των σπιτών, θαύμα! Σαλόνια ωραία, κρεββατοκάμαρες… Όλα στρωμμένα με χαλιά ακόμα και τα τείχη.

Οικιακή οικονομία μιας γερμανικής οικογένειας στο Άκκερμαν
Ξημέρωσε το πρωΐ και πήγαμε δίπλα που είχε μία ωραία και μεγάλη κουζίνα για να βράσουμε λίγο τσάϊ για το πρωϊνό μας. Τι να δουν τα μάτια μου; Αυτή η Γερμανίδα ήτανε καλλιτέχνις. Είχε φτιάξει μία στόφα σαν αυτά που έχουνε τα ξενοδοχεία με υλικά πλήθα χωματένια. Με φούρνο και μάτια πάνω για κατσαρόλες. Έφτιαξα κι εγώ το τσάϊ χωρίς να προσέξω το κάψιμο όλο. Και όταν το πρόσεξα, είδα να χρησιμοποιή σβουνιές από τις αγελάδες της που είχε, τρεις ελβετικές. Και είχε και δύο άλογα που τα φρόντιζε ένας υπάλληλος. Και όπως αργότερα τον παρακολουθούσα, είδα να ζημώνει τις κοπριές με άχυρα. Κατόπιν το μίγμα το άπλωνε στο αλόνι και με ένα εργαλείο το τεμάχιζε σε τετράγωνα κι έτσι τα γύριζε τακτικά και ξεραινότανε. Τα στοίβαζε σε μία αποθήκη και εξασφάλιζαν την καύσιμο ύλη της χρονιάς τους.
Για το άρμεγμα είχανε μηχανή. Μόλις τελείωνε το άρμεγμα το περνούσανε στη μηχανή και το αποβουτηρώνανε. Το ’ριχνε στους κουβάδες και το πίνανε τα μοσχάρια σαν νερό. Δεν φαινότανε όμως άπαχο επειδή πίνανε αποβουτυρωμένο γάλα κι επειδή δεν υπήρχαν τότε Ψυγεία.
Είχε φτιάξει η Γερμανίδα με την διανοητικότητά της στην αυλή της ένα υπόγειο αμπρί, ωραίο θαλαμίσκο, σκεπασμένο με χοντρά ξύλα και από πάνω πολύ χώμα. Μία σκαλίτσα από μέσα και μία ωραία πόρτα. Και εκεί έβαζε τα βούτυρα, τα τυριά, τα αυγά, τα διάφορα παστά χοιρινά, που πήγαινε κάθε Σάββατο ο άντρας της. Ένας Γερμαναράς που δεν τον είδα ποτέ να πιάση το χέρι του δουλειά. Όλο με την τσιμπούκα στο στόμα τον έβλεπα. Πήγαινε λοιπόν με μία καρότσα στο παζάρι, πωλούσε τα αυγά που είχανε πάρα πολλά, τα χηνάρια, τα παπάκια, τα κοτόπουλα και αγόραζε, όπως είπαμε, τα απαραίτητα του σπιτιού. Κυρίως διάφορα χοιρινά παρασκευάσματα. Η γυναίκα του ήταν τόσο εργατική και νοικοκυρά που της άξιζε ο τίτλος της Γερμανίδας νοικοκυρά, όπως τα περνούσαν τότε οι Γερμανίδες.
Καθήσαμε αρκετό καιρό εκεί. Το πρωΐ ερχότανε οι στρατιώτες και πέρνανε φθηνό γάλα, από το αποβουτηρωμένο. Το βράζανε στην αυτοσχεδίαστη κουζίνα και τρώγανε, όπως όλοι μας, επειδή δεν προλάβαιναν να βράσουν όλοι το γάλα τους ο καθένας με την καραβάνα του. Αναγκάσθηκε η Γερμανίδα για να εξυπηρετούμεθα γρήγορα φτιάχνει δίπλα άλλον πρόχειρο φούρνο με πλήθος ομοίων σαν τον πρώτο. Κι έτσι και αυτή έπαιρνε λεπτά, πουλώντας το γάλα κι εμείς εξυπηρετούμεθα καλύτερα. Κι όποιος από εμάς είχε λεπτά, έπαιρνε και βούτυρο φρέσκο και έτρωγε.
Τις αγελάδες τις βγάζανε το πρωΐ. Τις μάζευε ο βοσκός και τις βοσκούσε πολύ κοντά, που ήτανε πολλά λιβάδια με άφθονα χόρτα και μία ποτήστρα με ένα πηγάδι. Για την άντλησή του είχανε κάμει ένα ζυγό με ένα μακρυπότηρο. Στη μία άκρη είχε τον κουβά και στην άλλη δεμένη μία πέτρα. Τραβούσε τον κουβά προς τα κάτω, γέμισε νερό, το ανέβαζε και το έχυνε στα κανάλια που πίνανε οι αγελάδες.
Μια μέρα που ήτανε ζέστη στήσανε σε ένα μέρος ένα κλίβανο φορητό. Κλιβάνισαν οι στρατιώτες όλα τα ρούχα τους και τις κουβέρτες διότι είχανε πιάση ψείρες. Κι εκεί ο εφοδιασμός μας ήτανε πενιχρός και δικαιολογημένα, διότι ήμασταν μακρυά από τις βάσεις μας.
Τότε νομίζω πως πέτυχε ο Βενιζέλος την παραχώριση μέρος της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα, την περιφέρεια της Σμύρνης. Και άρχισε να ετοιμαζόμεθα και εμείς για να πάμε στη Σμύρνη.

Αναχώριση από το Άκερμαν-άφιξη σε ρουμανικό χωριό
Ξεκινάμε από εκεί και σταθμεύοντας σε διάφορα χωριά για ξεκούραση και για παρασκευασμό φαγητού διότι δεν υπήρχαν νερά παρά στα χωριά με πηγάδια και την συνήθη άντληση του ζυγού. Στον πάτο του χωριού είχανε φτιάξει όλα από μία τεχνητή λίμνη με χώμα που κρατούσε νερό χειμώνα-καλοκαίρι για πότισμα των ζώων και για τις πάπιες τους. Η Βεσσαραβία δεν είναι επίπεδη όπως η Ουκρανία. Είναι μεν επίπεδη αλλά κυματοειδής. Τα χωριά τα κτίζανε στο βάθος του κύματος που τους επέτρεπε να φτιάχνουνε και τις λίμνες στον πάτο του χωριού.
Μαζί μας είχαν ακολουθήσει και 5 Ρώσοι αξιωματικοί με τα άλογά τους και συζούσαν στον δικό μας λόχο. Κάθε πρωΐ έπρεπε να κάνουνε σουηδική γυμναστική. Κρατούσανε ένα άλογο ξεσαμάρωτο, στηρίζανε τις 2 παλάμες τους στη ράχη του αλόγου και πηδούσανε στην απέναντι μεριά, μεγάλη άσκηση.
Ο καιρός βροχερός και βρισκόμασταν εκείνη την ημέρα σε ένα Ρουμανικό χωριό. Και η Βεσσαραβία κατοικότανε από Ρουμάνους, Ρώσους και Γερμανούς. Το χωριό αυτό φαίνεται πως ήτανε φτωχό. Μου έκανε μεγάλη έκπληξη, όταν παρακολούθησα μία ομάδα αντρών να αλάζονται καπνίζοντας ένα τσιγάρο από στόμα σε στόμα. Εγώ είχα πάρει από την Οδησσό μερικά κουτιά και είχα ακόμη 2-3. Πάω στη σκηνή, παίρνω ένα κουτί και τους το πρόσφερα.
Ήλθε η διαταγή εν τέλει να ταχύνομε εν τέλει την πορεία μας για να πάμε για τη Σμύρνη που είχανε κιόλας αποβιβασθή άλλα τμήματα από την Ελλάδα. Προχωρούμε λοιπόν και φθάνομε πιο πάνω σε ένα άλλο χωριό που είχε απέραντο χώρο στεγανό και που ορίσθη τόπος συγκεντρώσεως όλης της Μεραρχίας, δηλαδή τα υπολείματα.

Συγκέντρωση της ΧΙΙΙης Μεραρχίας
Συγκεντρωθήκαμε εκεί όλα τα τμήματα. Μέχρι εκεί βαδίζαμε χωριστά για να βολευόμεθα. Στα χωριά εκεί αντάμωσα πολλά παιδιά πατριώτες συγκληρωτούς, καθώς και τον μετέπειτα κουνιάδο μου Ηλία που ήμασταν πολύ φίλοι και στο σχολείο και ως κληρωτοί. Ήτανε και καλή μέρα και αρχίσανε όλοι να παίζουνε και να γελάνε με διάφορα παιχνίδια όπως το κρυφτάκι με τα χαστούκια. Με ταράξανε και μένα στα χαστούκια κάτι Σιγδιτσιώτες φίλοι μου [από τη Σεγδίτσα Φωκίδας, σήμερα Προσήλιο].

Στο Γαλάτσι Ρουμανίας
Συναχτήκαμε λοιπόν εκεί όλη η Ελληνική δύναμις. Βαδήσαμε προς δυσμάς να φθάσομε σε ένα σταθμό τραίνου. Φθάσαμε και μπήκαμε σε κάτι βαγόνια των 8 ίππων και 40 αντρών. Ξεκίνησε το τραίνο που τα καύσιμά του ήτανε με ξύλο και πήγαινε σιγά-σιγά σαν γάϊδαρος, καίτοι το έδαφος εκεί ήταν πάλι όπως της Ουκρανίας απέραντος κάμπος. Να βλέπης μόνον τον Θεό χωρίς καθόλου βουνά. Σταματούσε να ξεκουραστή και να δυναμώνη τη φωτιά του καζανιού. Επί τη ευκαιρία αυτή, πήγαινε σιγά-σιγά. Ανεβήκανε και χωρικοί Ρουμάνοι να ταξειδέψουν δωρεάν. Τους λυπόμασταν και τους βάζαμε στα βαγόνια μας.
Ίσως κάναμε δυό μέρες να φθάσομε στο Γαλάτσι (Εικ.9), πόλη ωραία κτισμένη παραδουναβίως με παραλία και γεμάτη όπως τα παραθαλάσια. Προτού φθάσομε στην πόλη, στο άκρο, περνούσε κι εκεί άλλο ποτάμι, επίσης πλωτό που το λέγανε Δνήπερο. Εκεί σταμάτησε το τραίνο και βγήκαμε έξω. Μόλις μας είδανε κάτι Έλληνες που είχανε πλοία εκεί κοντά μας πλησίασαν και μας χαιρέτησαν. Χαρήκανε που είδανε στρατό Ελληνικό!
Περπατώντας προς το μουράγιο είδαμε πολλά ποταμόπλοια που τα λέγανε Σελέπια. Αυτά ήτανε φορτηγά που κουβαλάγαν με τα αμπάργια που είχαν σιτάρια καλαμπόκια, κυρίως μέσω των ποταμών, στις διάφορες πόλεις. Και ήτανε όλοι Έλληνες από την Κεφαλληνιά. Είχανε μαζί τους και τις οικογένειες.
Προχωρήσαμε πεζή και φθάσαμε στην πόλη. Εκεί βρήκαμε πολλούς Έλληνας. Πήγαμε να πιούμε γάλα Έλληνας, πήγαμε να κουρευτούμε Έλληνας. Η παραλία του ήτανε όπως ο Πειραιάς τα παλαιά χρόνια. Καθήσαμε εκεί μία εβδομάδα περιμένοντας τα πλοία να έλθουνε. Γυρίζαμε στην πόλη για τα αξιοθέατα. Ήτανε και πολύ ζέστη θυμάμαι. Μπήκαμε με κάτι παιδιά σε ένα παγωτατζήδικο, φάγαμε ωραίο παγωτό και το θυμάμαι ακόμα. Ως για τα καφενεία και εστιατόρια, άχρηστα! Καφές νοθεμένος, φαγητά βοδινό κρέας με λάχανο. Ευτυχώς είχαμε ρούβλια πολλά και τα πέρνανε. Αργότερα τα χάσανε, όπως πολλοί, διότι τα αχρήστεψαν οι μπολσεβίκοι.

Διάπλους του Δούναβη[4]. Προς τη Σμύρνη
Φθάσανε λοιπόν 2 ελληνικά πλοία και μας πήρανε διασχίζοντας τον Δούναβη. Κάναμε 6 ώρες να φθάσομε στας εκβολάς στη Μαύρη θάλασσα, που ήτανε μία πόλη τα Σολινά. Σημειωτέον ότι στο Γαλάτσι το πλοίο παρέλαβε άλλος καπετάνιος του ποταμού. Μόλις φθάσαμε στας εκβολάς με μεγάλη ορμή ώθησε το ποτάμι το πλοίο στη θάλασσα. Κατέβηκε ο καπετάνιος του ποταμού και τον πήρε η βάρκα για τα Σοληνά.
Ο Δούναβης είναι σχεδόν ένας από τους μεγαλύτερους ποταμούς. Από το Γαλάτσι μέχρι τας εκβολάς του στη Μαύρη θάλασσα είχε ανωμαλίες. Σε πολλά μέρη έβλεπες νισάκι με ψαρόβαρκες με καγγέλια λόγω της μορφώσεως του εδάφους. Από το μισό και κάτω ήτανε περιωρισμένο και κτισμένο από τα πλάγια.
Μπαίνοντας λοιπόν στη Μαύρη θάλασσα ήτανε σαν μισοσκόταδο. Γι’ αυτό τη λένε Μαύρη θάλασσα, διότι πάντα έχει μαύρη ομίχλη. Βαδίζαμε τώρα για τη Σμύρνη….

Στην Πόλη. Nοσταλγικές αναμνήσεις από τα Ψωμαθειά-επαγγέλματα.
Φθάσαμε στην Κωνσταντινούπολη και σταμάτησαν τα πλοία για να εφοδιασθούν μπροστά στην Προποντίδα.
Τότε εγώ κάρφωσα πάλι το μάτι μου στα ωραία Ψωμαθιά, καθότι ήτανε κατάντικρα… Αναπολούσα φέρνοντας στο νου μου τα παιδικά μου χρόνια που γύριζα στα σοκάκια, δηλαδή τους μαχαλάδες του Αράκ Κουγιουσούν. Είχα δικό μου τομέα το καραγγιόζ σοκάκι.
Χτυπώντας το κουδούνι, βγαίνανε οι κυράδες για ψώνια. Γύριζαν και άλλοι γυρολόγοι Τούρκοι πουλώντας άλλοι γιαούρτι με τον ταυλά στο κεφάλι, που είχε τα ταψιά με τη γιαούρτη και τη ζυγαριά με τα δράμια. Κατέβαζε το στρόγγυλο στρήποδο που είχε στον ώμο να βοηθά τον ταυλά και πουλούσε φημισμένο σιλιβριανό γιαούρτι μέσα σε ταψιά (Εικ.10).
Άλλοι πουλούσανε με ταβλάδες ένα ωραίο γλυκό, το λέγανε μαλεπή, σαν τα δικά μας μουσταλευριά (Εικ.11). Άλλοι πουλούσανε τουρσί λάχανο με ένα βαρελάκι στον ώμο. Πουλούσανε και ζωμό με ένα κύπελο. Άλλος είχε ένα μπρούτζινο δοχείο στην πλάτη του. Το πρωΐ πουλούσε σαλέπι (Εικ.12) και το μεσημέρι σερμπέτι, ένα είδος αναψηκτικό.
Χώρια οι ψωμάδες με το άλογο (Εικ.13). Είχε ένα δίδυμο κουφήνι στο σαμάρι του αλόγου σαν δησάκη και μοιράζανε το ψωμί στα σπίτια βερεσέ. Και για την καλύτερη μέθοδο, διότι δεν ήξεραν γράμματα, ήχανε ένα κομμάτι ξύλο και χαράζανε μία κόκα για κάθε οκά ψωμί. Έτσι τα μετρούσανε κατά την πληρωμή και πληρωνόντουσαν. Αυτό ήτο το ασφαλέστερο διότι δεν χωρούσε πλαστογραφία. Το ίδιο σύστημα είχανε και οι Βούλγαροι γαλατάδες (Εικ.14).
Κοίταζα λοιπόν αυτά τα μέρη που έζησα τα παιδικά μου χρόνια και νοσταλγούσα να τα ξαναδώ. Αλλά και μέχρι σήμερα δεν κατόρθωσα. Το μόνο εμπόδιο ήτανε τώρα που ευκαιρούσα να πάω ως τουρίστας δεν ήτανε το κλίμα καλό με την Τουρκία. Έτσι αν δεν κατορθώσω να πάω - ακόμη έχω ελπίδες στα σημερινά μου 81 χρόνια - θα πεθάνω με την καρδιά καμένη που λέγει ο λόγος.
Σαλπάρανε λοιπόν τα πλοία για τη Σμύρνη. Τα πρώτα τμήματα από την Ελλάδα είχανε πάει από καιρό. Όταν πλέον δεν έβλεπα τίποτα από την Πόλη είπα:
-Χαίρε, ωραία μου Πόλη, που μου έδωσες τα πρώτα φώτα της ζωής μου…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

[1] Φωτογραφίες από τα Υψωμαθεία αυτής της εποχής έχουν δημοσιευθεί στο: Όμορφες χώρες, χώρες ελληνικές του Πέτρου Μεχτίδη (1834-1934, Επετειακό Λεύκωμα Εκατονταετηρίδος Ιερού Ναού Αγίου Μηνά του Θαυματουργού Υψωμαθείων).
[2] Καρακώστας Ηλία του Νικολάου, Υπολοχαγός πεζικού. Γεννήθηκε στα Αργύρια Φθιώτιδας το 1894. Μετείχε των εκστρατειών 1917-23 (από: ΜΣΝΕ, τόμος 4, σελίδα 282).
[3] Φορμόζης Σταύρος του Δημητρίου, Ταγματάρχης πεζικού. Γεννήθηκε το 1889 στο Βόλο. Μετείχε των πολέμων 1912-13 και 1917-23. Αποστρατεύθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1926 και απεβίωσε στις 11 Αυγούστου 1926 (από: ΜΣΝΕ, τόμος 6, σελίδα 544).
[4] Για το διάπλου του Δούναβη παράβαλε και: Πολεμικό Ημερολόγιο Χρήστου Αλεξόπουλου (Απόσπασμα 2).



ΕΙΚΟΝΕΣ




Εικ.1. Ελευθερές Καβάλας, 1919: τα πλοία περιμένουν την επιβίβαση του ελληνικού στρατού.



Εικ.2. Χάρτης Κωνσταντινούπολης. Σε γαλάζιο κύκλο η περιοχή των Υψωμαθείων.



 Εικ.3. Τα Υψωμαθεία (τουρκ. Samatya) κατά τις αρχές του 20ου αιώνα.



 Εικ.4. Η Οδησσός στις αρχές του 20ου αιώνα.




Εικ.5. Αυτοκρατορικοί στρατώνες Οδησσού: διλοχία του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων. Μπροστά ο Λοχαγός Χριστόπουλος (διοικητής 7ου Λόχου, 2ου Τάγματος).



 Εικ.6. Ρώσοι στρατιωτικοί το 1916.



 Εικ.7. Πολωνοί στρατιωτικοί το 1919 με τη σημαία τους.



Εικ.8. Το Άκκερμαν στις αρχές του 20ου αιώνα.



Εικ.9. Γαλάτσι: η οδός Domnească to 1905.



Εικ.10. Πωλητές γιαουρτιού.



 Εικ.11. Μουχαλεπιτζής το 1880.



 Εικ.12. Σαλεπιτζής.



 Εικ.13. Πωλητής ψωμιού το 1921.



 Εικ.14. Γαλατάδες.




ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ


Εικ.2. Από: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 13, σελίδα 589.


ΠΗΓΗ


Οικογενειακό αρχείο Αναστασίου Παπανικολάου.