Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Η μάχη στο χάνι της Γραβιάς

                                                  Αφιερώνεται στα 200 χρόνια από
                                                 τη μάχη στο χάνι της Γραβιάς
Η μάχη στο χάνι της Γραβιάς υπήρξε η μοναδική στο είδος της, που έλαβε χώρα κατά τον εθνικό ξεσηκωμό του 1821. Αποτέλεσμά της υπήρξε η ανακοπή της μετάβασης στο Μωριά μέσω των Σαλώνων και ο εγκλωβισμός στη Ρούμελη του στρατεύματος των Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ. Στη συνέχεια οι δύο πασάδες ενεπλάκησαν σε μάχες στην Ανατολική Ρούμελη με ελληνικά στρατεύματα των τοπικών οπλαρχηγών αλλά και των Ηλία Μαυρομιχάλη και Νικηταρά που έσπευσαν από το Μωριά για να ανακόψουν την κάθοδο. Τα πολεμικά αυτά γεγονότα οδήγησαν στη σταδιακή αποσύνθεση και έλλειψη μαχητικής ικανότητας του στρατού των δύο πασάδων (για τη συνέχεια της πορείας τους μετά τη μάχη στη Γραβιά βλέπε: 1821. Η πολιορκία της Λειβαδιάς και η ηρωική έξοδος των Λιβαδειτών από το κάστρο).
Τα λεπτομερή γεγονότα της μάχης στο χάνι της Γραβιάς δημοσιεύονται από τον ιστορικό Γεώργιο Π. Κρέμο στο βιβλίο του «Nεωτάτη Γενική Ιστορία» καθώς και σε άρθρο του στην περιοδική έκδοση «ΑΠΟΛΛΩΝ». Μεταφέρθηκαν στον Κρέμο το 1877 από τον γέροντα αγωνιστή Νικόλαο Κουνούπη από τα Τοπόλια (από το 1927 Ελαιώνας) Παρνασσίδας. Με βάση τη διήγηση του Κουνούπη και από μία πρώτη έρευνα, τα γεγονότα συνέβησαν ως εξής:
-Στο μικρό πανδοχείο (χάνι) κλείστηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με άλλους 117 αγωνιστές. Ανάμεσά τους οι Γιάννης Γκούρας, Κομνάς Τράκας, Παπαντρέας από την Κουκουβίστα (από το 1927 Καλοσκοπή) και ο Αθανάσιος Καπλάνης. Δίπλα στον Οδυσσέα πολέμησε ο Αλβανός φίλος του Μουσταφά Γκέκας.
Κιοσέ Μεχμέτ (Τραπεζούντα 1780-1832) (τουρκ. Köse=σπανός, αγένειος) ήταν ο επικεφαλής της αποστολής και έμπιστος του στρατιωτικού διοικητή του Μωριά Χουρσίτ πασά. Ο Ομέρ Βρυώνης μεγάλωσε και γαλουχήθηκε στρατιωτικά στην αυλή του Αλή πασά. Όταν όμως ο Αλή πασάς συγκρούστηκε με το Σουλτάνο, ο Ομέρ Βρυώνης τον εγκατέλειψε και αυτομόλησε στον Χουρσίτ πασά, που πολιορκούσε τον Αλή στα Γιάννενα. Ο Χουρσίτ πασάς για την πράξη του αυτή τον διόρισε σαντζάκ μπέη του Βερατίου.
-Ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη αποτελούνταν από 1.000 ιππείς και 7.000 πεζούς. Το ιππικό του αποτελούνταν από 500 Γκέκηδες υπό τον συγγενή του Αλή πασά Τελεχά Φέζο και 500 Τσάμηδες υπό τον Μουσταφά μπέη Κιαφαζέζη (η καταγωγή του ήταν από το χωριό Qafëzez της Kolonjë Αλβανίας). Το πεζικό του, εκτός από τους τουρκαλβανούς, αποτελούνταν από Βόσνιους μουσουλμάνους, άλλους μουσουλμάνους σλαβικής καταγωγής και σαριγκιούληδες. Σαριγκιούληδες ονομαζόταν οι άτακτοι πλιατσικολόγοι από το κίτρινο σαρίκι που φορούσαν στο κεφάλι (ετυμολογικά προέρχεται από τις τουρκικές λέξεις Sari=κίτρινος+külah=κωνικό κάλυμμα κεφαλής). (πηγή: Περικλή Δελληγιάννη, Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και το Έπος του 1821. Άρθρο στην ομογενειακή εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ», Σάββατο 21-Κυριακή 22 Μαρτίου 2009, σελίδες 2-15).
-Οι Τούρκοι, όταν έφτασαν στο χάνι, έκαναν πρώτα δέηση και αμέσως μετά έφιππος δερβίσης πλησίασε στο χάνι. Ο Οδυσσέας, μέσα από την πολεμίστρα του, τον ρώτησε τι θέλει. Ο δερβίσης απάντησε θυμίζοντάς του ότι υποσχέθηκε να υποταχθεί στον Ομέρ Βρυώνη. Ο Οδυσσέας τον έβρισε και τον πυροβόλησε θανάσιμα. Οι Τούρκοι βλέποντας τη σκηνή, «εμμανείς γενόμενοι» όρμησαν εναντίον των εγκλείστων Ελλήνων. Επικεφαλής τους ήταν οι ανώτεροι αξιωματικοί, μπέηδες και «μπιμπασάδες» [μπίνμπασης (τουρκ. binbashi) ονομάζεται σήμερα ο ταγματάρχης στον τουρκικό στρατό. Το 1821 ήταν διοικητής 1000 ανδρών.]. Οι συνεχείς επιθέσεις τους αποκρούονταν από τα συνεχόμενα πυρά των εγκλείστων Ελλήνων μέχρι το μεσημέρι της 6ης Μαΐου.
-Ο Ομέρ Βρυώνης παρακολουθούσε την προσπάθεια του στρατού του μέσα από τη μικρή τότε εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, δίπλα στο χάνι. Βλέποντας τις αποτυχημένες προσπάθειες, έταξε χρηματικές αμοιβές σε όσους μπουν πρώτοι μέσα. Το απόγευμα, όταν είδε ότι απέτυχε και αυτός ο τρόπος, έπαθε παράκρουση. Αψηφώντας τον κίνδυνο, μαινόμενος άρπαξε ένα πολεμικό τσεκούρι και κραδαίνοντάς το στο χέρι όρμησε έξω από την εκκλησία επιτιθέμενος κι ο ίδιος. Αμέσως ο ανιψιός του και οι εκλεκτοί του τον πήραν από το χέρι και τον ηρέμησαν. Του υποσχέθηκαν ότι οι ίδιοι θα μπουν μέσα και θα το κυριεύσουν. Όταν όμως βγήκαν από την εκκλησία και όρμησαν ακάλυπτοι προς το χάνι σκοτώθηκαν από το εύστοχο πυρ των εγκλείστων Ελλήνων.
-Μετά από συνεχείς εφόδους έφτασαν στους τοίχους του χανίου, τους οποίους έσειαν για να γκρεμίσουν την αδύναμη στέγη του. Πυροβολούσαν από τις πολεμίστρες μέσα στο χάνι εναντίον των εγκλείστων Ελλήνων. Από τα όπλα των Ελλήνων που προεξείχαν στις πολεμίστρες αφαιρούσαν τις τουφεκόβεργες. Τότε ο Χρήστος Παλάσκας, ακόλουθος του Ομέρ Βρυώνη, του πρότεινε να φέρουν πυροβόλα από το Ζητούνι για να το γκρεμίσουν και να μην σκοτώνονται άδικα οι συγγενείς και οι ντεβαπίδες του [ντεβαπήςταβαμπής=ο ομοτράπεζος, ο πολύ κοντινός φίλος. Η λέξη ετυμολογείται από το tava (=ταβάς) + την κατάληξη –bi.]. Ο Ομέρ Βρυώνης δέχτηκε την πρόταση και έδωσε εντολή να σταματήσει η έφοδος εναντίον του χανίου και να οπισθοχωρήσουν. Οι στρατιώτες του όμως οπισθοχωρώντας ακάλυπτοι από τους τοίχους του χανίου, πυροβολούνταν και σκοτώνονταν από τους εγκλείστους Έλληνες.
-Τελικά η έφοδος μεταβλήθηκε σε πολιορκία, περιμένοντας τα πυροβόλα από το Ζητούνι. Οι έγκλειστοι Έλληνες ετοιμάστηκαν για να εξέλθουν τα μεσάνυχτα με τα ξίφη τους. Η νύχτα ήταν αίθρια. Το επίμηκες χάνι διέθετε μία θύρα προς τα Σάλωνα και άλλη μία προς το οροπέδιο. Μετά από πρόταση του Οδυσσέα και του Κομνά Τράκα, που γνώριζε πολύ καλά το έδαφος, αποφάσισαν να εξέλθουν από τη θύρα προς την πεδιάδα. Ο Οδυσσέας διέταξε και αφαίρεσαν αθόρυβα τους λίθους, με τους οποίους είχαν χτίσει τις θύρες. Όταν βγήκαν, καλύφθηκαν στη σκιά της σελήνης που δημιουργούσε ο τοίχος του χανίου. Αφού παρατήρησαν προσεκτικά τις θέσεις των Τούρκων πολιορκητών τους, άρχισαν να τρέχουν μέσα από το τουρκικό στρατόπεδο και να πυροβολούν φωνάζοντας «επάνω τους, βρέ παιδιά!». Οι Τούρκοι αιφνιδιασμένοι ανταπέδωσαν τα πυρά χωρίς επιτυχία.
-Έφτασαν στον οικισμό Χλωμό (καταργήθηκε το 1928), του ομωνύμου όρους, μεταφέροντας και τους πέντε πληγωμένους. Μεταξύ αυτών ήταν ο Κομνάς Τράκας που πληγώθηκε στο στέρνο και ο Κωνσταντίνος Καπογιωργάκης. Νεκρούς άφησαν στο χάνι τους Αθανάσιο Καπλάνη και Αθανάσιο Σεφέρη και εκτός χανίου άλλους τέσσερις μεταξύ των οποίων και ο Σουλιώτης Μπούχλας.
-Ο Γεώργιος Π. Κρέμος επισημαίνει ότι η μάχη έγινε στις 6 και όχι στις 8 Μαΐου 1821. Την άποψή του στηρίζει σε μαρτυρίες επιζώντων αγωνιστών ότι η μάχη έγινε ημέρα Παρασκευή. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Γινώσκω ότι συνήθως τίθεται η ογδόη Μαΐου, αλλά πάντες οι επιζώντες εβεβαίουν ότι η ημέρα εκείνη ήν παρασκευή η δε πρώτη Μαΐου τώ 1821 ήν ημέρα Κυριακή.».(Πηγή: Γεωργίου Π. Κρέμου, Ιστορικά Επανορθώματα. ΣΤ΄ Δημώδη Ιστορήματα και Ιστορία, περιοδική έκδοση ΑΠΟΛΛΩΝ 46 (1877), σελίδες 721-726, υποσημείωση 1 στη σελίδα 725).
Η επισήμανση του Γεωργίου Π. Κρέμου είναι ορθή. Επιβεβαιώνεται μέσω των ημερομηνιών της ιταλόφωνης εφημερίδας GAZZETTA, η οποία εκδιδόταν το 1821 στην Κέρκυρα:
α) το φύλλο 176 αναφέρει ως ημερομηνία έκδοσης Sabbato 30 Aprile (12 Maggio s.n.) 1821. (πηγή: GAZZETTA, 176/30-04-1821, ψηφιακός σελιδοδείκτης 454).
β) το φύλλο 177 αναφέρει ως ημερομηνία έκδοσης Sabbato 7/19 Maggio. (πηγή: GAZZETTA, 177/07-05-1821, ψηφιακός σελιδοδείκτης 457).
Επομένως η 6η Μαΐου 1821 ήταν Παρασκευή, ενώ η 8η Μαΐου ήταν Κυριακή.
Το κείμενο με την περιγραφή της μάχης στο βιβλίο του Κρέμου έχει ως εξής:
«…Αλλ’ ει και οι Τούρκοι διέπραξαν τάς βαρβαρότητας ταύτας, ίνα εκφοβήσωσι τους Έλληνας, απέτυχον δε ούτοι ίνα εμποδίσωσι την εισβολήν των Τούρκων εν Υπάτη, Δερβέν Φούρκα και εν Θερμοπύλαις, ουδόλως όμως απέβαλον το θάρρος, αλλ’ εκδίκησιν πνέοντες συνήλθον εν Γραβιά, ίνα εμποδίσωσι την πορείαν του εχθρού. Εκεί ήλθε τη 3 Μαΐου και ο Οδυσσεύς Ανδρούτσου ο πολυμήχανος εκείνος μέγας των Ελλήνων στρατηγός και συμβουλίου γενομένου ο μέν Οδυσσεύς ανέλαβε να εισέλθη εις μικρόν πανδοχείον (χάνι) μετά 117 ανδρείων, εν οίς διεκρίνοντο ο Ιωάννης Γκούρας, Κομνάς Τράκας, Παπανδρέας ο εκ Κουκουβίστας και ο Καπλάνης. Ο δε Πανουριάς και Ιω. Δυοβουνιώτης ωχυρώθησαν εκ του προχείρου επί της κλιτύος του Χλωμού ΒΑ κλάδου της Γκιώνας, ο δε Χρήστος Κασμάς Σουλιώτης και Χρήστος Κατσικογιάννης ωχυρώθησαν επί της αντικρύ κλιτύος της Σόντσικας ΒΔ κλάδου του Παρνασού. Οι δε υπό τον Ομέρ Βρυώνην συγχρόνως επήλθον ιππείς τε και Αλβανοί κατά των υπό τον Κασμάν Σουλιωτών, οίτινες ηναγκάσθησαν ν’ανέλθωσιν εις τα υψηλότερα, εξ ών εν τοίς τελευταίοις υποχωρούσιν αγωνιζόμενος εφονεύθη ο ανδρείος Σουλιώτης Μπούχλας, ο δε τόπος, εν ώ εφονεύθη και ετάφη καλείται «του Μπούχλα τα λιθάρια», ή «εις του Μπούχλα το μνήμα». Συγχρόνως δε σχεδόν υπεχώρησαν εις τα μάλλον δύσβατα και οι επί του Χλωμού. Ούτω δ’ υπελείφθησαν μόνοι οι εν τώ χανίω. Κατ’ αυτών επέπεσον άπας ο Τουρκικός στρατός ηνωμένος, ηγουμένου αυτού του Ομέρ Βρυώνη, όν ο Οδυσσεύς πρότερον υποσχόμενος αυτώ συνέντευξιν και υποταγήν δήθεν εν Γραβιά ούτως ως παίδα εξηπάτησεν ανθιστάμενος. Τα δε κατά την ηρωϊκήν μάχην και έξοδον των εν τώ χανίω κεκλεισμένων ο ειρημένος Κουνούπης διηγείτό μοι τώ 1877 ώδε: «Μετά την συνήθη των Τούρκων δέησιν ενεφανίσθη έμπροσθεν του χανίου δερβίσης τις έφιππος ο Οδυσσεύς  διατάξας να μη πυροβολήση τις κατ’ αυτού, πρίν αυτός ούτος πρώτος πυροβολήση, ηρώτησε διά της πολεμήστρας του τουρκιστί τον δερβίση τι ζητεί; Επειδή δ’ εκείνος υπέμνησε τον Οδυσσέα την περί υποταγής υπόσχεσιν, ούτος πρώτον ύβρισε τον δερβίσην και ακολούθως πυροβολήσας εφόνευσε. Τότε οι Τούρκοι εμμανείς γενόμενοι διά την εις το πρόσωπον του δερβίση προσβολήν της πίστεώς των εφώρμησαν ν’ αναρπάσωσι τους εν τώ χανίω προηγούντο δε αυτοί οι ανώτεροι αξιωματικοί, μπέϊδες και μπιμπασάδες και μανιωδώς εφόρμουν κατά των πολορκουμένων. Οι δ’ εν τω χανίω Έλληνες ατρομήτως μαχόμενοι διά του ακαθέκτου πυρός απέκρουον τάς εφόδους από πρωΐας μέχρι της μεσημβρίας της 6 Μαΐου, ότε ο Ομέρ ιδών τάς προσπαθείας του ματαιουμένας διέταξε χρηματικάς αμοιβάς εις τους όσοι πρώτοι εντός του χανίου εισπηδήσωσιν. Αλλά και τούτου αποτυχόντος, περί την δείλην εμμανώς μόνος δράξας ο Ομέρ τον πέλεκυν εξήλθεν εκ της παρά το χάνι κειμένης εκκλησίας «ο Άγιος Αθανάσιος», εξ ής εθεώρει την μάχην∙αλλά τις ανεψιός του βέη και οι περί αυτόν εκλεκτοί λαβόντες αυτόν εκ της χειρός ανέστειλαν την ορμήν του, υποσχεθέντες αυτοί αντ’ αυτού να εισπηδήσωσιν εντός του χανίου και κυριεύσωσιν αυτό, και αμέσως εξελθόντες εφώρμησαν ακράτητοι κατ’ αυτού∙ αλλ’ έπεσον αμέσως ο βέης και πολλοί άλλοι εκλεκτοί φονευθέντες υπό του ευστόχου πυρός των ηρωϊκώς μαχομένων Ελλήνων. Οι Τούρκοι ήσαν περί τάς εννέα χιλιάδας πεζοί και ιππείς και διά των επανειλημμένων εφόδων έφθασαν υπό τους τοίχους του χανίου και έσειον ίνα καταρρίψωσι την ασθενή αυτού στέγην και πυροβολούντες εντός αυτού διά των πολεμηστρών, δι’ ών εμάχοντο οι κεκλεισμένοι Έλληνες, εδράττοντο των τυχόν εξεχόντων όπλων των Ελλήνων και εξέσυρον τους οβελούς (ντουφεκόβεργες). Εμφανισθείς ο παρακολουθών τον Ομέρ Χρήστος Παλάσκας, όπως ωφελήση τους Έλληνας, είπεν αυτώ: «Αφέντη μου, μη χάνης τους συγγενείς σου και ντεβαπίδες σου∙ άφησέ τους κλεισμένους, και αύριον φέρε τα πυροβόλα από το Ζητούνι και τους καταστρέφεις». Ήρεσε τώ Ομέρ η γνώμη αύτη, και αμέσως διέταξε την παύσιν της μάχης, και τότε οι παρά τους τοίχους του χανίου μαχόμενοι Τούρκοι αποσυρόμενοι εφονεύοντο πυροβολούμενοι εκ των νώτων. Μετά δε ταύτα οι μέν Τούρκοι εφύλαττον τους πολιορκουμένους αναμένοντες εκ Λαμίας τηλεβόλα, οι δε Έλληνες μετά το μεσονύκτιον ητοιμάσθησαν πρός έξοδον, ίνα εξέλθωσιν ξιφήρης.
Η νύξ ήτο αιθριωτάτητο δε επίμηκες χάνι είχε δύω μεγάλας θύρας, μίαν ΝΔ πρός την Άμφισσαν και ετέραν ΒΑ πρός την πεδιάδα, δι’ ής και προτάσσει του Οδυσσέως και Τράκα ως γινώσκοντος κάλλιον παντός άλλου τον τόπον απεφάσισαν να εξέλθωσιν. Τότε ο Οδυσσεύς διέταξε να αφαιρέσωσιν ησύχως τους όπισθεν της θύρας ταύτης λίθους έπειτα δε εξελθόντες παρεκάθισαν επ’ ολίγον υπό την σκιάν της σελήνης παρά τον τοίχον του χανίου, και κατασκοπεύσαντες τάς θέσεις των πολιορκούντων εξώρμησαν παροτρύνοντες αλλήλους «επάνω τους, βρέ παιδιά!». Και ούτω πυροβολούντες και αντιπυροβολούμενοι διελθόντες διά του τουρκικού στρατοπέδου εστράφησαν ανερχόμενοι πρός το επί του ομωνύμου όρους χωρίον Χλωμόν κομίζοντες και τους πέντε πληγωμένους, εν οίς και ο περί το στέρνον ελαφράν πληγήν λαβών Κομνάς Τράκας και ο Κωνσταντίνος Καπογιωργάκης. Κατέλιπον δε νεκρούς εν μέν τώ χανίω τον Αθανάσιον Καπλάνην και Αθανάσιον Σεφέρην, εκτός δ’ αυτού ετέρους τέσσαρας, εν οίς και ο ρηθείς ανδρείος Σουλιώτης Μπούχλας.
Εν τω χωρίω δε Χλωμώ ευρόντες και τους Πανουριάν Ιωάννην Δυοβουνιώτην, Χρήστον Κασμάν και τους άλλους συνεσκέψατο περί του πρακτέου.
Οι Τούρκοι καταπτοηθέντες εκ του ηρωϊσμού των Ελλήνων έμεινον επί δύο εβδομάδας εν Γραβιά μη τολμώντες να προχωρήσωσι πρός την Άμφισσαν. Και ο μέν Κιοσσέ Μεχμέτ πασσάς στραφείς πρός τα οπίσω διηυθύνθη πρός την Μενδινίτζαν, ο δε Ομέρ Βρυώνης ως εμπειρότερος και τολμηρότερος μένων εν Γραβιά εποιείτο επιδρομάς εις τα ένθεν και ένθεν αυτής Βλαχοχώρια, ίνα πτοήση τους αφελείς κατοίκους διά της αιχμαλωσίας γυναικών και παίδων και της διαρπαγής της επί των ορέων κεκρυμμένης περιουσίας.
Αλλ’ ο Οδυσσεύς προνοήσας τούτο είχε προαποστείλη τον μέν Κομνάν Τράκαν εις τα ανατολικά του Παρνασού χωρία και τον Γκούραν εις τα δυτικά περί την Γκιώναν, και ούτως αμφότεροι διά της ευτολμίας αυτών απέκρουσαν τους επιδρομείς Τούρκους ματαιώσαντες του Ομέρ τα σχέδια. Τότε πολλαχού εγένοντο αψιμαχίαι και συμπλοκαί περί τον Παρνασόν ούτως ο Τράκας επολέμησε παρά το Κακκόρευμα χείμαρρον μεταξύ της Κάτω Αγόριανης και Μαριολατών του δήμου Δωριέων, περί το Κεφαλόβρυσον πηγήν κειμένην μεταξύ της Κάτω Αγόριανης και Κακκορεύματος, περί του Γούπατον ή Πλαγιαίς και Καρκαβέλια κείμενα επί του Παρνασού πρός Ν της Σουβάλας και Α της Άνω Αγόριανης, ένθα τους αναβάντας Τούρκους εκ διαφόρων μερών του Παρνασού προλαβών έσωσε τάς γυναίκας και παίδας φονεύσας ουκ ολίγους εκείνων και τέλος αναγκάσας να επανέλθωσιν εις Γραβιάν….»
 
Εικ.1. Η προτομή του Οδυσσέα Ανδρούτσου στη Γραβιά. (πηγή: Νίκος Θ. Μήτσης, Σπάνιο ιστορικό ντοκουμέντο: Ξηρομερίτες στο χάνι της Γραβιάς).
 
Σήμερα, η προτομή του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που εγκαινιάσθηκε από το βασιλιά Γεώργιο Α΄ το 1888 (Εικ.1) καθώς και το αναστηλωμένο από το 1999 χάνι, αποτελούν τους μάρτυρες της μάχης που έλαβε χώρα την 6η Μαΐου 1821.
 
α
β
Εικ.2αβ. Οι μαρμάρινες πλάκες με τα ονόματα των εγκλείστων αγωνιστών στο χάνι της Γραβιάς. (πηγή: Νίκος Θ. Μήτσης, Σπανιο ιστορικό ντοκουμέντο: Ξηρομερίτες στο χάνι της Γραβιάς).
 
Σε τέσσερεις μαρμάρινες πλάκες καταγράφονται τα εξής ονόματα αγωνιστών που κλείστηκαν στο χάνι (με σταυρό οι πεσόντες) (Εικ.2αβ):
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ
ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΝΙΟΥ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ
Οδυσσέας Ανδρούτσος
Αλεξάνδρου Λουκάς
Αλεξανδρής Κώστας
Αθανασίου Ανέστης
Βλασόπουλος Γιάννης
Βουντούνης
Βισβίκης Γιώργος
Βέλλιος Ευθύμιος
Γάτος Σταύρος
Γεραντώνης Αντώνιος
Γεροντίνης Χρήστος
Γερογιάννης
Γεροδήμος Μήτσος
Γεωργογιάννης Γιάννης
Γκέκας Μουσταφάς
Γκούρας Γιάννης
Γοβγίνας Αγγελής
Γρανιτσιώτης Νίκος
Γρίβας
Δούκας Θωμάς
Ζαφείρης ο Επτανήσιος
Ζαχαρίας
Ζούμας Ηλίας
Ηλιόπουλος Ανδρέας
Καβράς Νίκος
Καλογεράκης Γιάννης
Καπογεωργάκης Κώστας
Καπογεωργάκης Χρήστος
Καραθιός Νάσος
Καπλάνης Θανάσης (+)
Κατσάνης
Κατσικογιάννης Ευστάθιος
Κατσικογιάννης Μιλτιάδης
Κλίμακας Γιάννης
Κόλλιας Νικόλαος ή Παπανικολός
Κοντός
Κοντοσόπουλος Αναστάσιος
Κότσανος Νίκος
Κότσανος Γιάννης
Κουρκουμέλης Παρασκευάς
Κύρκος Νίκος
Λαΐνας Θύμιος
Λαΐνας Κώστας
Λαΐνης Ανδρέας
Μαμούρης Γιάννης
Μανανάς Νικόλαος
Μανανάς Ηλίας
Μάνταλος
Μάρος Αναστάσιος
Μαστρογιάννης
Μπαλωμένος Δήμος
Μπισπιρούλας
Μπουστούνης Π.
Μπούντρης Γιάννης
Μπραγιώργος Σπύρος
Μωραΐτης ή Βλασόπουλος
Μώρης Παπανδρέας ή Παπαντριάς
Νάκου Ηλίας
Νίκας Παναγιώτης
Οικονόμου Δημήτριος
Παπακασούτσας
Παπαλεξόπουλος Ανδρέας
Παπανικόλας Ιερεύς
Πατούλας
Πετούνης ή Πετώνης Ηλίας
Πλάτανος Ανδρέας ή Καραπλής
Πρωτοπαππάς Πέτρος
Ράφτης ή Ραφτόπουλος Μιχάλης
Σαμαρτζής
Σεφέρης Αθανάσιος (+)
Σκέτος Δημήτριος
Σκούρτης Σπύρος
Σμυρλής Αθανάσιος
Σταμούλης ή Σταμούλας
Σταύρος Λουκάς
Τράκας Κομνάς
Τσαμαλάς Κων/νος ή Παπακώστας
Τσιπούρας Γεώργιος
Τσιπούρας Αγγελής
Τσόκος Γιάννης
Φαρμάκης Γιάννης
Φούντας
Φούρλας Γιάννης
Φράγκος Δήμος
Χαλέτσος Γεώργιος
Χασιάκος Αναστάσιος
Χαντζάρας Νίκος
Ράφτης Νικόλαος ή Στρουμπουλός
Τα ονόματα των εγκλείστων Γαλαξιδιωτών καταγράφονται χωριστά στην τελευταία μαρμάρινη πλάκα:
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΗΡΩΙΚΩΣ ΕΓΚΛΕΙΣΘΕΝΤΩΝ ΓΑΛΑΞΕΙΔΙΩΤΩΝ ΣΤΟ ΧΑΝΙ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ
ΤΗΝ 8-5-1821
Καπετάν Γιάννης Μητρόπουλος
Νικόλαος Κύρκος
Μιχαήλ Ραφτόπουλος
Φίλης Ζυγούρης
Βασίλειος Ζεγκίνης
Δημήτριος Πρεβεζάνος
Χριστόφορος Μπεσίρης
Λουκάς Σταύρος
Παναγιώτης Νίκος
Νικόλαος Μιχαλόπουλος
Σπυρίδων Βλαχοθανάσης
Χαράλαμπος Ανάγνος
Γεωργάκης Μποκολός
Νικόλαος Κατσιάνος
Ευστάθιος Αργολιτός
Γιάννης Κορφιάτης
Αγγελής Τσιπούρας
Μήτρος Κολομπιώτας
Γιάννης Μπαμπάτσικος
Νικήτας
Δήμος Αγκορνίτσας
Μήτρος Τσαπλάρης
Κωνσταντίνος Μπούρδης
Αναγνώστης Χαλέτσος
Θανάσης Μυλωνάς ή Βλασσόπουλος
Τσίτσος Σταματοδήμος
Στάθης Σκέτος
Ψιλοθεοχάρης (Χρόνης Θεοχάρης)
Αλέξανδρος Παπαδογιάννης
Κωνσταντίνος Παπαντώνης
και δύο (2) Άγνωστοι.
Από την έρευνα εντοπίστηκαν άλλα τρία ονόματα αγωνιστών από το Μωριά. Πρόκειται για τους Γεώργιο Κατεμή και Ιωάννη Κονδύλη από τις Λίμνες Αργολίδας και Γεώργιο Μωραΐτη από την Πάτρα μετεπαναστατικά δημότη Άργους (πηγή: Κατάλογος αγωνιστών 1821 της επαρχίας του Άργους).
 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Γεωργίου Π. Κρέμου, Nεωτάτη Γενική Ιστορία, ως τέταρτος τόμος συμπληρωματικός της Γενικής Ιστορίας του Α. Πολυζωίδου. Εν Αθήναις παρά τώ εκδότη Σ.Κ.Βλαστώ 1890, σελ. 788-791.
2. Γεωργίου Π. Κρέμου, Ιστορικά επανορθώματα. Στ΄ Δημώδη ιστορήματα και ιστορία. Περιοδική έκδοση ΑΠΟΛΛΩΝ, τεύχος 46, Φεβρουάριος 1887, σελίδες 721-726.