Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

Το τέλος του ληστή Θανάση Παπακυριτσόπουλου και των συντρόφων του μέσα από τον τύπο της εποχής

«ΤΟΥ ΠΑΠΑΚΥΡΙΤΣΗ (1890-1894)
Όσα κακά κι αν έκαμες-Παπακυρίτση μου-
όλα συμπαθημένα
κι ένα κακό που έκαμες συμπαθησμούς δεν έχει:
σκλάβωσες τον ανακριτή και τον εισαγγελέα.
Δεν τους ζητάς την ξαγορά και χάρη να τους κάμεις.
Τους δίν’ς λαζιές μες τα πλευρά και μαχαιριές στα στήθια,
κι εσύ Τσαούλα του Καλτσά, τους πήρες το κεφάλι…»
Δ.Χρ.Χαλατσάς, Ληστρικά τραγούδια, Αθήνα 2000.
2. Βασίλης Ι. Τζανακάρης, Οι λήσταρχοι).

Εισαγωγικά
Το τραγούδι αναφέρεται στο ληστή Θανάση Παπακυριτσόπουλο που έδρασε τα έτη 1890-1894. Γεννήθηκε στο χωριό Αμούρι Φθιώτιδας και η δράση του σημαδεύτηκε από το θάνατο του εισαγγελέα Λεωνίδα Ροζάκη και του ανακριτή Γεωργίου Αγγελή [βλέπε: Αιχμαλωσία και φόνος δικαστών από ληστές στη Μπεκή (σημ. Σταυρός) το 1894, του Μπεκιώτη (Αναδημοσίευση)]. Ήταν η κορυφαία και τελευταία ληστρική πράξη του κατά την οποία ο ίδιος και τρείς σύντροφοί του έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες του καταδιωκτικού αποσπάσματος.
Όλες σχεδόν οι εφημερίδες της εποχής παρουσιάζουν λεπτομερώς τη δράση, την τελική μάχη με το φόνο των δικαστικών λειτουργών και το τέλος του Θανάση Παπακυριτσόπουλου. Εδώ επιλέχθηκε να παρουσιαστούν σκιτσογραφήματα και φωτογραφίες των εφημερίδων καθώς και οι έμμετροι στίχοι των σατυρικών εντύπων Ο ΡΩΜΗΟΣ και ΣΚΡΙΠ.
Στον επίλογο παρατίθεται άρθρο του Βασίλη ή Βάσου Τσιμπιδάρου στο περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ του έτους 1985 με τίτλο «Ο έρωτας τον έκανε ληστή». Στο άρθρο καταγράφεται η μαρτυρία του συμβολαιογράφου Γεωργίου Παπακυριτσόπουλου, ανηψιού του ληστή Θανάση Παπακυριτσόπουλου.

1. Σκιτσογραφήματα-φωτογραφίες
Οι εφημερίδες ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, ΕΣΤΙΑ, ΕΦΗΜΕΡΙΣ, ΤΟ ΑΣΤΥ και ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΜΕΛΛΟΝ δημοσίευσαν:
-τοπογραφικό διάγραμμα της περιοχής που έγινε η μάχη,
-σκιτσογραφήματα του σπιτιού του Παπακυριτσόπουλου στο Αμούρι, των δικαστικών λειτουργών Λεωνίδα Ροζάκη και Γεωργίου Αγγελή καθώς και των νεκρών ληστών Παπακυριτσόπουλου, Καρακώστα, Αρβανίτη και Καλτσά ή Ξηροτύρη ή Στραβοτσιάουλου,
-φωτογραφίες από την τελετή που πραγματοποιήθηκε 41 χρόνια μετά το φονικό των δικαστικών, το Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 1935, στο δικαστικό μέγαρο Λαμίας κατά την ανάρτηση των φωτογραφιών των δύο θυμάτων.
 
 
Εικ.1. Τοπογραφικό διάγραμμα της περιοχής που έγινε η αιχμαλωσία των δικαστικών λειτουργών και η τελική μάχη με τους ληστές. Συνοδεύεται από λεπτομερές υπόμνημα με τις θέσεις των ληστών και του καταδιωκτικού αποσπάσματος. (ΕΦΗΜΕΡΙΣ, φύλλο 257/14-09-1894, πρωτοσέλιδο.).
 


 
 Εικ.2. Το σπίτι του Παπακυριτσόπουλου στο Αμούρι. (ΤΟ ΑΣΤΥ, φύλλο 1372/17-09-1894, σελίδα 2.).
 
 

 
Εικ.3. Οι δύο δικαστικοί λειτουργοί. (ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, φύλλο 4510/09-09-1894, πρωτοσέλιδο.).
 


 
Εικ.4. Ο εισαγγελέας Λεωνίδας Ροζάκης. (ΤΟ ΑΣΤΥ, φύλλο 1364/09-09-1894, σελίδα 3.).
 


 
 
Εικ.5. Ο εισαγγελέας Λεωνίδας Ροζάκης. (ΕΣΤΙΑ, φύλλο 185/08-09-1894, σελίδα 2.).
 
 


 
Εικ.6. Ο ανακριτής Γεώργιος Αγγελής. (ΕΣΤΙΑ, φύλλο 185/08-09-1894, σελίδα 2.).
 
 



Εικ.7. Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΤΟ ΑΣΤΥ. (ΤΟ ΑΣΤΥ, φύλλο 1370/15-09-1894.).
 




 
Εικ.8. Ο Θανάσης Παπακυριτσόπουλος. (ΤΟ ΑΣΤΥ, φύλλο 1369/14-09-1894, σελίδα 2.).
 



 
 
Εικ.9. Οι ληστές. (ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, φύλλο 4513/14-09-1894, πρωτοσέλιδο.).
 



 
Εικ.10. Οι ληστές. (ΕΦΗΜΕΡΙΣ, φύλλο 257/14-09-1894, πρωτοσέλιδο.).
 
 
 



Εικ.11. Στις 20 Ιουλίου 1895 (γρηγοριανό ημερολόγιο) το γαλλικό περιοδικό L’ Illustration αναφέρεται στη δράση και εξόντωση των ληστών Παπακυριτσόπουλου και Τσουλή στο ολοσέλιδο άρθρο του A.Mahlinger «Le brigandage en Grèce» (Η ληστεία στην Ελλάδα). Μετάφρασή του δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη, οι λήσταρχοι, Αθήνα 2006, σελίδες 111-115. Στο άρθρο δημοσιεύονται φωτογραφίες ληστών. Μεταξύ αυτών και των Παπακυριτσόπουλου, Καρακώστα, Αρβανίτη και Καλτσά ή Ξηροτύρη ή Στραβοτσιάουλου. (L’ ILLUSTRATION, φύλλο 2734/20-07-1895, σελίδα 51.).
 



 
Εικ.12. Οι συμμετέχοντες στην τελετή της 9ης Φεβρουαρίου 1935 στο δικαστικό μέγαρο Λαμίας. (ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, φύλλο 2168/11-02-1935, πρωτοσέλιδο.).
 
 



Εικ.13. Τα πορτραίτα των δύο δικαστικών λειτουργών. (ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, φύλλο 2168/11-02-1935, πρωτοσέλιδο.).
 
 


α

β
Εικ.14αβ. Η οδός Ροζάκη-Αγγελή στη Λαμία. Ονομάστηκε προς τιμή του εισαγγελέα Λεωνίδα Ροζάκη και του ανακριτή Γεωργίου Αγγελή. Ανατολικά αρχίζει από τη συμβολή της με την Καποδιστρίου και καταλήγει δυτικά στην Αθανασίου Διάκου. Συνέχειά της είναι η οδός Αινιάνων, όπου και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Φθιώτιδας. (πηγή: Google Earth). Αρχικά υπήρξε σκέψη τα ονόματα των δύο δικαστικών λειτουργών να δοθούν σε δύο δρόμους. Γράφει Ο ΡΩΜΙΟΣ:
          «’Στους σκοτωμένους δικαστές αμέσως και προθύμως
          δυό δρόμους αφιέρωσε ο της Λαμίας δήμος.
          Ο σέρ Τρικούπης ’κούνησε για τούτο το κεφάλι
          κι’ είπε πώς γίνεται πολλή των δρόμων μας σπατάλη.
          «Κι’ αν μές ’στους δρόμους ’ρίξαμε παράδες και Ταμεία
          τουλάχιστον ’στους δρόμους μας άς γίν’ οικονομία.
          »Άν εις την μνήμην καθενός κι’ αυτούς αφιερώσωμεν
          δεν θα μας μείνουν πέντε κάν για να τους καμαρώσωμεν.
          »Πολύ ματαία φαίνεται δυό δρόμων η δαπάνη,
          ένας μονάχα και μικρός νομίζω πώς τους φτάνει.
          »Ναι μέν τους πρέπουνε και δυό και τρείς μεγάλοι δρόμοι,
          αλλ’ όμως ο συμβιβασμός δεν ’τέλειωσε ακόμη.
          »Κι’ αν δυό μεγάλους δώσετε πρός τούτους ως βραβεία
          για τον Μπουφίδη και για ’με δεν μένει μια Γκράν Βία».
          Αυτά τους είπεν ο Σωτήρ ευλήπτως και συντόμως
          κι’ ένας μονάχα για τους δυό αφιερώθη δρόμος.».


2. Οι έμμετροι στίχοι των εφημερίδων Ο ΡΩΜΗΟΣ και ΣΚΡΙΠ.

Α. Ο ΡΩΜΗΟΣ
Ο Γιώργος Σουρής επιγράφει το φύλλο του Σαββάτου 10 Σεπτεμβρίου 1894:
«Δεκάτη Σεπτεμβρίου
φόνος ληστού αγρίου.».
«Τετρακόσα εβδομήντα λογαριάζομε κι’ εφτά
ρήματ’ άρρητα γραμμένα κι’ όλο λόγια τορνευτά.».
Κυκλοφόρησαν 20.000 φύλλα και έγιναν ανάρπαστα. Αποτελεί ρεκόρ κυκλοφορίας για την εποχή. Η μεγάλη κυκλοφορία οφείλεται στο ποίημα για τον Παπακυριτσόπουλο:
«’Στον Παπακυριτσόπουλο
το ξακουστό κλεφτόπουλο.
Α΄
Και τέλος πάντων έπεσες, με λόγχην εκτυπήθης,
και των δικαίων, λήσταρχε, τον ύπνον εκοιμήθης,
και τώρα κείτεσαι νεκρός κι’ αδικοσκοτωμένος
κι από χαράν ανασκιρτά το κράτος και το γένος.
Ειρήνης πνεύμα κατ’ αυτάς γαλήνιον εφύσα
κι’ ως σύμβολόν μας έθαλεν η προσφιλής ελαία,
αλλ’ αίφνης ήχησε φωνή «πρός την Λαμίαν ίσα
κι’ επιάσαν τον Ανακριτή και τον Εισαγγελέα».
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή ’στον Υπουργό Μπουφίδη:
«και τώρα τι να κάνωμε γι’ αυτούς τους αιχμαλώτους;»
ο δε Μπουφίδης απαντά «σκοτώστε το το φίδι,
οπού μας ξαναγύρισε εις τους καιρούς τους πρώτους».
Του ξαναγράφουν «Υπουργέ, δεν το νομίζεις κρίμα
Εισαγγελεύς κι’ Ανακριτής να προσφερθή για θύμα;»
ο δε Μπουφίδης απαντά: «μην έχετε σεκλέτι,
αλύπητα κτυπήσετε τους βρωμερούς Τσολιάδες,
νάναι καλά το κράτος μας, εγώ και το Δοβλέτι,
κι’ Ανακριταί κι’ Εισαγγελείς ευρίσκονται χιλιάδες.
«Εμπρός εμπρός, βαρείτε τους εις το σταυρό τους σκύλους
και των παθών του ο ληστής τον τάραχον άς πάθη.
κι’ όσο γι’ αυτούς τους δυστυχείς των νόμων υπαλλήλους
υπομονή, μωρέ παιδιά, κι’ ο κόσμος δεν εχάθη.
«Τους αιχμαλώτους τους πτωχούς κανείς μη λυπηθή.
ο Παπακυριτσόπουλος μονάχα να χαθή,
γιατί του κράτους την τιμήν ’στα καίρια την θίγει
κι’ ανοίξετε τα μάτια σας να μη μας ξαναφύγη,
και μην ξεχνάτε, βρέ παιδιά, τον Γάλλο τον Αμπού
και τι μας ψάλλει κι’ η Φραγκιά, η πρώτη κουτσουμπού».
Β΄
Λοιπόν γιουρούσι…πιάνουν ταμπούρια,
βογκούν τα πεύκα και τα πλατάνια,
βροντούν τουφέκια, βροντούν κουμπούρια,
λάμπουν ’στον ήλιο τα γιαταγάνια.
Εκ του συστάδην τελείται μάχη…
ακούω γδούπον κι’ αρμάτων κρότον,
κι’ αντιλαλούνε οι γύρω βράχοι:
« δυστυχία των αιχμαλώτων».
«Παιδιά, φωνάζουν κι’ οι δυό, πού πάτε;
παιδιά σταθήτε, μην τους κτυπάτε,
και θα μας σφάξουν ωσάν αρνιά
με μία μόνο γιαταγανιά.»
Να και η Θέμις εμπρός εφάνη,
του κάκου τρέχει να τους γλυτώση,
και περιμένει το γιαταγάνι
τους λειτουργούς της να θανατώση.
Μά το Κουβέρνο δεν τους λυπάται
και παραγγέλλει «παιδιά κτυπάτε,
αλλάξετέ τους την Παναγιά
κι’ άς πετσοκόψουν ωσάν τραγιά
τους αιχμαλώτους τους δυστυχείς
αφού ο βίος είναι βραχύς.
»Καθένας Έλλην θα τους υμνή
’στους χρόνους τούτους της ασιτίας,
οπού σφαχτήκαν ωσάν αμνοί
αίροντες όλων τάς αμαρτίας.
»Εμπρός, γιουρούσι ’στην συμμορίαν,
κι’ αν κομματιάσουν των δυό τά μέλη
θα μείνουν όμως στην ιστορίαν
και τέτοια δόξα ποιός δεν την θέλει;
»Γι’ αυτά τα σφάγια παντού λατρεία,
ο θάνατός των ζωή για ’μάς,
κι’ ο βρωμολήσταρχος κι’ η συμμορία
κεφτές άς γίνη και κυημάς.»
Γ΄
Πώ πώ τρομάρα, πώ πώ σφαγή!...
αιματωμένη βουΐζ’ η γή,
μηδέ τους θάμνους κουνεί της φτέρης
κανείς κρυμμένος εκεί λαγός,
κι’ ορμά ξιφήρης ο Δηλαβέρης,
ο ’ξάδελφός μας ο λοχαγός,
που τώρα κι άλλοτε με τον Τερτίπη
έδειξε φρόνημα πώς δεν του λείπει.
Αλλά με στήθος κι’ ορθό κεφάλι
εμπρός ’στα βόλια προβαίνουν κι’ άλλοι,
κι’ ο Σπηλιωτόπουλος κι’ Αποκορίτης
σπαθί γενναίο ξεφικαρόνει,
κι’ ο μεγαλώνυμος ο συμμορίτης
με τους συντρόφους τα κακαρόνει.
Δύο και μόνον ιππείς εκεί
αρματωμένοι σαν αστακοί,
δυό χωροφύλακες λεβέντες πούροι,
οπού συνώδευαν τους δικαστάς,
αμέσως τόκοψαν κι’ οι δυό κουμπούρι
σαν αντικρύσθηκαν με τους ληστάς.
Χαράς και λύπης καινούριο δράμα,
μαζί με γέλοιο και μαύρο κλάμμα…
βαρυστενάξαν και στρατιώται
κι’ η Θέμις έκλαψε σαν είδε τότε
πώς εθανάτωσαν ληστών λεπίδια
δυό της στηρίγματα, δυό της στολίδια.
Δ΄
Χαρήτε…νέον άγγελμα μας χαιρετά χαρμόσυνον,
ωσάν Λαμπρής ξημέρωμα σωτήριον κι’ ευφρόσυνον.
Χαίρε και σύ, Πρωθυπουργέ, Τρικούπη λαοσώστα,
μαζί με σένα να χαρή και κάθε κακομοίρης…
τον Αρβανίτη ’σκότωσαν μετά του Καρακώστα,
πάει κι’ ο Στραβοκάπουλος, ο κι’ άλλως Ξηροτύρης.
Η βασιλεία των ληστών αρχίζει να ξεπέφτη
κι’ ο κύριος Πρωθυπουργός σαλτάρει ως απάνω
και τραγουδεί χορεύωντας «σκοτώσαμε τον κλέφτη,
τον Παππακυριτσόπουλο, τον πρώτο καπετάνο.
«Σαν δανειστής μας έρεψε και τούτο το σκυλί,
μά τέλος το κατώρθωσα τη φούρκα μου να βγάλω,
κι’ αν τύχη να σκοτώσωμε κι’ εκείνον τον Τσουλή
! τότε κι’ ο συμβιβασμός τελειόνει δίχως άλλο».
Κι’ εκεί πού λέγοντας αυτά δεν ήταν ’στα σωστά του
αιμοσταγής ο λήσταρχος ζωντάνεψε ’μπροστά του,
κι’ ορέ Μυλλόρδο, του ’μιλεί, με τα ’ψηλά κολλάρα
στάσου και ’πές μου ’γρήγορα πού μας την πάς την κλάρα;
«Σκύψε ’μπροστά μου μπρούμητα και κάνε μια μετάνοια,
εγώμ’ εκείνος ο ληστής κι’ ο μπόγιας ο βαρβάτος,
πού δίχως βούλαις έβγαζα σαν Βασιληάς φερμάνια
κι’ είχα ’δικό μου ρεμπελιό, Βασίλειο και κράτος.
«Κι’ έτρεμε κάθε σύντροφος και καθεμιά συντρόφισσα
και μάτια τα φερμάνια μου ’διαβάζανε κλαμμένα,
κι’ άς έχης χάρι, μπίρο μου, πού πρίν της ώρας ’ψόφησα,
αλλοιώς φερμάνι ’σκόπευα να βγάλω και για σένα.
«Κι άς μάθη κάθ’ ελεύθερος και κάθε παστρικός σας
πώς το ’δικό μου ρεμπελιό δεν φθάνει το ’δικό σας.
Για κύτταξε τά ’μάτια μου και μην κουνάς τους ώμους…
με της βαλβίδες, ορέ πρά, της βίδες μας σαλέψατε,
εγώ κι’ αν είχα ρεμπελιό, αλλά δεν είχα νόμους,
μά σείς με τούτους, μπίρο μου, το παραρεμπελέψατε.
«Ο νόμος σας κατάντησε του δρόμου κουρελής
και μές ’στα μούτρα φτύσιμο θα θέλη ο Τσουλής
αν μ’ όλους τους συντρόφους του ημέρα μεσημέρι
δεν στήση ’στην πρωτεύουσα το κλέφτικο λημέρι,
κι’ αν δεν συλλάβη κι’ όλον σας τον Άρειο τον Πάγο
και δεν τον σφάξη, μπίρο μου, για μια στιγμή σαν τράγο.
«! στρούγγα, ο τσοπάνης σου τι λόρδα πού τραβάει…
εμπήκαν κλέφταις ’στο μαντρί και βάϊ βάϊ βάϊ,
και σήμερα μηδέ ψωμί δεν έχ’ η καραβάνα σας…
ορέ Μυλλόρδο μπίρο μου, τι κούναγε η μάννα σας;»
Είπεν αυτά κι’ αγριωπός τον Λόρδο παρετήρει
κι’ ο Καρακώστας ’πρόβαλε μετά του Ξηροτύρη,
κι’ αμέσως μ’ ένα λύγισμα της μέσης των αντάμικο
επιάσαν τον Πρωθυπουργό κι’ εχόρεψαν το Τζάμικο.
Ο Λόρδος μια σηκόνεται και μία κάτω σκύφτει
και ταμπουράδες έπαιζαν , σαντούρια και βιολιά,
κι’ ο Ξηροτύρης έβγαλε μεγάλο τυροτρίφτη
κι’ έτριβε και ’ξανάτριβε του Λόρδου την κοιλιά.
Ε΄
Κι’ ο Βασιλεύς μας τάμαθε ’στην Κοπενάγη πέρα
κι’ είπε και πάλιν χαρωπός ’στον γέρο του πατέρα:
«μπαμπά μου, κι άλλο ξαφνικό μας ’μήνυσαν μαντάτο,
ο Παππακυριτσόπουλος με τρόπον προπετή
συνέλαβε κι’ εσκότωσε εις την Λαμίαν κάτω
έναν Εισαγγελέα μας κι’ έναν Ανακριτή».
Και τούπε ο πατέρας του «μην προχωρής, σταμάτα…
μπά! σε καλό σου, γυιόκα μου, με τούτα τα μαντάτα…
έλα και πάλιν όπως πρίν να σε γλυκοφιλήσω.
κι’ αν μόλις ’πάτησες εδώ ν’ αλλάξης τον αέρα
τόσα καλά κοπαδιαστά σ’ επήραν απ’ οπίσω
φαντάσου πιά τι θα γενή σαν φθάσης εκεί πέρα.»
ΣΤ΄
Πολλοί πικρώς εθρήνησαν τον λήσταρχον εκείνον
και ’βούϊξε το τέλος του και μέσα ’στο Πεκίνον,
και του ληστάρχου ’πήρανε την ασημένια παλα,
την μαύρη φουστανέλα του, το φέσι του και τάλλα,
και μετά σκέψιν ώριμον και πατριωτικήν
’στην Εταιρείαν τάστειλαν την Εθνολογικήν
να μένουν ως κειμήλιον
μές ’στο χαρτοβασίλειον,
κι’ όλ’ οι μεταγενέστεροι να μάθουν πατριώται
ποιος ήταν, πού ’γεννήθηκε, πώς ’πέθανε και πότε.
Και τάβλεπαν ιθαγενείς και ξένοι σαν χαζοί
και ρήτορες ’ρητόρευαν με γλώσσαν Δημοσθένη:
«αν δίχως νόμους ο ληστής μές ’στα λημέρια ζή
με διαλεκτούς Εισαγγελείς κι’ Ανακριτάς πεθαίνει.»
 
Το επόμενο φύλλο του Σαββάτου 17 Σεπτεμβρίου 1894 είναι ολόκληρο σχεδόν αφιερωμένο στη ληστεία και τα τραγικά γεγονότα:
«Επτά και δέκα του Σεπτεμβρίου
ληστείαι, φόνοι, κι’ οργή Κυρίου.».
«Τετρακόσα εβδομήντα λογαριάζομε κι’ οκτώ
νέου τρομερού ληστάρχου βλέπω φάντασμα φρικτό.».
 
 
 Εικ.15. Ο ήρωας του Γεωργίου Σουρή Φασουλής, εδώ ως Φατσουλής, επιδεικνύει τα κομένα κεφάλια του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη και του αρχηγού της αντιπολίτευσης Θεοδώρου Δηλιγιάννη. Ο Σουρής κάνοντας λογοπαίγνιο, μετονομάζει τον ήρωά του σε Φα(τ)σουλή, εξαιτίας του ονόματος του ληστή Γιάννη Τσουλή από τη Γούρα (σήμερα Ανάβρα) Μαγνησίας. (Ο ΡΩΜΗΟΣ, φύλλο 478/17-09-1894, σελίδα 3.).

«Δίστιχα μερικά
σχεδόν δημοτικά.
Χαρά σ’ εκείνον τον Ρωμηό, πού σ’ όλα μούντζαις δίνει
και Παππακυριτσόπουλος ένα φεγγάρι γίνη.
Χαρά σ’ εκείνους τους ληστάς, πού ’στα βουνά θεριεύουν
και τους ληστάς των πόλεων αλύπητα ληστεύουν.
Χαρά σ’ εκείνους των βουνών τους κλεφτοβασιληάδες,
πού τους σκηπτούχους Βασιλείς νομίζουν για Τσολιάδες.
Χαρά σ’ εκείνον τον ληστή κι’ εκείνον τον φονιά,
πού γράφει ’στο τσαρούχι του τους νόμους του ντουνιά.
’Στον ένδοξό του θάνατο παππάδες δεν τον ψέλνουν
κι’ οι Σύλλογοι των πόλεων στεφάνια δεν του στέλνουν.
Μηδέ σκορπούν ’στον τάφο του ρητορικής λουλούδια,
μόνο καμπόσοι ραψωδοί του βγάζουνε τραγούδια.
Φυλλάδες γράφονται γι’ αυτόν κι’ αθάνατα βιβλία
κι’ ως νέα Φροβελιανή περνούν διδασκαλία.
Κι’ όλ’ οι Ρωμηοί παρακαλούν ’στα τόσα των σεκλέτια
να φέξη τύχη και γι’ αυτούς κι’ αθανασία τέτοια.
Εμείς κι’ αν τρώμε τον συρμό με την σκαστή κουτάλα
μά δεν ξεχάνομε ποτέ το πένα και το πάλα.
Κι’ αν με μετάξι σκεπασθούν ταπόκρυφά μας μέλη
μά πάντα βράζει μέσα μας η ράτσα του Νταβέλη.
Κι’ αν κάθε ντιστεγκέ Ρωμηός με της κολόνιαις τρίβεται
η ψείρα της λιαρόκαππας μές ’στη χωρίστρα κρύβεται.
Και με το φέσι ρεμπελιό και με τη φουστανέλα,
μά πιο μεγάλο ρεμπελιό με τα ’ψηλά καπέλα.
Πάντα το φέσι του ληστή μές ’στην ανεμοδούρα
θα ’βρή και μια συντρόφισσα ’ψηλοκαπελαδούρα.
Ευλογημέν’ η λεβεντιά πού την επικηρύξουν…
πάντα θα ’βρει και δυό τρανούς να την υποστηρίξουν.
Ανακριταί κι’ Εισαγγελείς αλάργ’ από την Γκούρα
γιατί φερμάρει ο Τσουλής και θα τα ’βρήτε σκούρα.
Κι’ αν για καθήκον λαχταρά η καψερή ψυχή σας
χωρίς συντρόφους κι’ άρματα να ’βγήτε μοναχοί σας.
Συλλογισθήτε του Τσουλή πρίν γίνετε ταμπούρι
τους τρείς τους χωροφύλακες, πού τόκοψαν κουμπούρι.
’Στους σκοτωμένους δικαστές αμέσως και προθύμως
δυό δρόμους αφιέρωσε ο της Λαμίας δήμος.
Ο σέρ Τρικούπης ’κούνησε για τούτο το κεφάλι
κι’ είπε πώς γίνεται πολλή των δρόμων μας σπατάλη.
«Κι’ αν μές ’στους δρόμους ’ρίξαμε παράδες και Ταμεία
τουλάχιστον ’στους δρόμους μας άς γίν’ οικονομία.
»Άν εις την μνήμην καθενός κι’ αυτούς αφιερώσωμεν
δεν θα μας μείνουν πέντε κάν για να τους καμαρώσωμεν.
»Πολύ ματαία φαίνεται δυό δρόμων η δαπάνη,
ένας μονάχα και μικρός νομίζω πώς τους φτάνει.
»Ναι μέν τους πρέπουνε και δυό και τρείς μεγάλοι δρόμοι,
αλλ’ όμως ο συμβιβασμός δεν ’τέλειωσε ακόμη.
»Κι’ αν δυό μεγάλους δώσετε πρός τούτους ως βραβεία
για τον Μπουφίδη και για ’με δεν μένει μια Γκράν Βία».
Αυτά τους είπεν ο Σωτήρ ευλήπτως και συντόμως
κι’ ένας μονάχα για τους δυό αφιερώθη δρόμος.
Πώ! Πώς! μεγάλο σούσουρο για του ληστού τον σάκκο
και λέν καμπόσοι μυστικά πώς-έχ’ η φάβα λάκκο.
Ψάξιμο κι’ ανακάτωμα και χίλια δυό τρεχάματα
για νάβρουν τούτο το σακκί με του ληστού τα γράμματα.
Κάμποσοι λέν πώς ο ληστής δεν έσερνε σακκί
και κάμποσοι πώς έσερνε και τώδαν ’στο Μπεκή.
Κι’ αν είχε σάκκο, λέν πολλοί δεινοί συζητηταί,
εις τούτον όμως γράμματα δεν θάκρυβε ποτέ.
Κι’ αν είχε σάκκο, απαντούν καμπόσοι γνωστικοί,
γράμματα μόνο θάκρυβε ο λήσταρχος εκεί.
Κι’ ο Φασουλής εφώναξε, «Πατρίς, την τσάπα δράξε
και σάκκον μαύρον φόρεσε και για τον σάκκο ψάξε».
Ίσως και να τον έκρυψε μετά παλμών καρδίας
κι’ εις μέλλουσαν ανασκαφήν τον ’βρή ο Καββαδίας.
Γειά σας χαρά σας, βρέ παιδιά, και ρίχτε καριοφύλια…
ευρέθη τέλος ο ντορβάς γεμάτος με σταφύλια.
Και τώρα νέα δι’ αυτόν θ’ ακούεται παρλάτα
κάν είχε μόνο ραζακιά, κάν είχε κι’ αυγουλάτα.
Σκυλεύω πάλαις των ληστών, ντορβάδες και τουφέκια,
και ’βρίσκω ’στής παλάσκαις των δημόσια φυσέκια.
Και τούτο με παρηγορεί πώς γίνονται θυσία
του δημοσίου οι φρουροί δαπάνη δημοσία.
Τρέχα, νεότης, ’στο βουνό τα χρέη να γλυτώσης
τώρα πού κι’ οι ραφτάδες σου σού κόβουν τάς πιστώσεις.
Εκόπη πιά το βερεσέ, δεν είναι χωρατά…
κόφτε τον Αϊδονόπουλο και τον Χαλκωματά.
Σακάκια μη μας βλέπετε, ζακέδες, πανταλόνια,
πού βερεσέ κορδόνεσθε, σε βερεσέ σαλόνια.
Νεότης, πού την μόδα σου εδώ κι’ εκεί χρωστάς,
ημέρα νύκτα διάβαζε του Σχίλλερ τους ληστάς.
Τον Μούαρ τον αρχιληστή ογρήγορα μιμήσου
και του λοιπού συνείθισε ’στη γύμνια το κορμί σου.
Με μία λιαρόκαππα καθείς την γύμνια του άς κρύψη
πρίν και της κάππας έξαφνα η πίστωσις να λείψη.
Κι’ ο Φασουλής ολόγυμνος να’ λθή μαζί σου φλέγεται
και λήσταρχός σου να γενή και Φατσουλής να λέγεται.
Και μέσα κι’ έξω, λεβεντιά, πολύν θα κάμη κρότον
μια συμμορία διαλεκτή λογίων-ξεβρακώτων.
Ξύπνα, μουφλούζα λεβεντιά και ψωρονεολαία,
και πιάσε τον Ανακριτή και τον Εισαγγελέα.
Ο Παππακυριτσόπουλος πετά ’στο πανηγύρι
και γελαστός μας ευλογεί μετά του Ξεροτύρη.
Εμπρός… ’στη ράχη ντουλαμά, ’στον ώμο το τουφέκι,
και ’στην βαλβίδ’ αφήσετε τον Λόρδο μας να στέκη.
Ίσως κι’ εκείνος απ’ αυτήν να κατεβή μια ’μέρα
κι’ ελθή μ’ εμάς για πιο πολλή των δανειστών φοβέρα.
Λέν των κομμάτων των πολλών οι πρώτοι καπετάνοι
πώς έχουν τόσα θαύματα για τη ληστεία κάνει.
Κι’ όλοι ζητούν θυμίαμα, στεφάνους κι’ αφιέρωμα,
πού της ληστείας έκαμαν τα μούτρα για σιδέρωμα.
Κι’ εκεί που σκυλοτρώγονται οι πρώτοι με τους πρώτους
ο Φατσουλής ο λήσταρχος τους πιάνει αιχμαλώτους.
Πηλάλα ταποσπάσματα, πηλάλα και τα κόμματα,
και κυνηγούν τον Φατσουλή με ληστοφάγα στόματα.
Κι’ ο σεβαστός Διάδοχος εις το φτερό σηκόνεται
γιατί χωρίς Κυβέρνησι το κράτος χαντακόνεται.
Εφ’ όπλου λόγχη, μάρς κι’ εμπρός ολόκληρος η πόλις
πρίν γίνωμε ρεντίκολα της οικουμένης όλης.
Κι’ ο Φατσουλής σαν αετός εστέκετο ’ψηλά
και μ’ όλους τους Φραγκορωμηούς δεν παύει να γελά.
Ορέ Χαζογιαννάκηδες, τους ’φώναξε, πού πάτε;
εγώ δεν θανατόνομαι και κουτουρού κτυπάτε.
Και πατριώτας νηστικούς εγέλα και χορτάτους
κι’ έδεσε χειροπόδαρα τους αρχηγούς του κράτους.
Κι’ εκείνοι πού ’θανάτωσαν του τόπου την ληστεία
άσε μας, λέν του Φατσουλή, να πάρης αμνηστεία.
Κι’ ο Φατσουλής εφώναξε «’μπροστά μου γονατίσετε…
σείς αμνηστείαν από ’μας ανάγκη να ζητήσετε».
Του κάκου, ’βούλωσε ταυτιά ’στα τόσα παρακάλια των
και με το γιαταγάνι του χωρίζει τα κεφάλια των.
θέαμα σπαρακτικόν… δυστυχής Ελλάς!...
το πόβερο Κουβέρνο σου δεν θάχη κεφαλάς.
Κι’ ο Φατσουλής εκύτταζε κομμένους κι’ ακεφάλους
τους Τσελιγκάδες της Βουλής και πρώτους παπαγάλους.
Και τά κεφάλια ’σήκωσε των πρώτων τα βαρειά
κι’ ένα πρός ένα τάβαλε σε μία ζυγαριά.
Κι’ ύστερ’ από κουνήματα της ζυγαριάς του τόσα
ευρήκε μαθηματικώς πώς τάχουν τετρακόσα.
Κι’ η κεφαλή του Θοδωρή ευρέθη βαρυτέρα
γιατ’ είχε μέσα Βόρειον της Κηφισσιάς αέρα.
Και τότε πιά κατάκαρδα ο μπόγιας ελυπήθη
κι’ ως ο Τελώνης έδερνε τα μιαρά του στήθη.
Κι’ έλεγε «τώρα ’χάσαμε ταυγά και τα πασχάλια…
κρίμα πού ’πήγα κι’ έκοψα τέτοια σοφά κεφάλια.»
Και μια κομμένη κεφαλή κι’ από της άλλαις χώρια
’στον δήμιόν της έφερε μεγάλη στενοχώρια.
Και θέλωντας τον Φατσουλή να τον παραλυπήση
του ’φώναζε πώς η πατρίς προώρισται να ζήση.
Κι ο λήσταρχος της έλεγε «λυπήσου με και πάψε»
κι’ εβούρκωναν τα μάτια του από το κλάψε κλάψε.
Κι’ εξηκολούθ’ η κεφαλή να λέη του Σωτήρα
για τον Βοσσέρ, για τον Λεζέν και για την Μαύρη Μοίρα.
Και λόγους εξεστόμιζε ρητορικής ραγδαίας
για πίνακας εισαγωγής κι’ εξαγωγής σπουδαίας.
Κι’ ο Φατσουλής εκύτταξε τους πίνακας με τρόμον
κι’ έβαλεν επί πίνακος τάς κάρας των Προδρόμων.
Και τάς προσέφερε θρηνών ’στον Περικλή τον βλάμη,
Ηρωδιάδ’ αρσενικήν με μπράτσο σάν καλάμι.
Κι’ εκείνος αποτσίγαρα καπνίζωντας και γόπαις
ερέμβαζε ’στάς κεφαλάς σαν Χάμλετ Βασιλόπαις.
Κι’ εθρήνει γοερώτατα δι’ αναπαίστων στίχων
τάς κεφαλάς των σοβαρών του Θρόνου Υωρίχων.
Και ’στα κεφάλια των τρανών εφόρεσ’ ένα φέσι
κι’ επί συστάσει τάστειλε ’στον Βασιληά πεσκέσι.
Και τότ’ ετελείωσε κι’ αυτό το παιγνιώδες δράμα
και μπίζ ο κόσμος έσκουξε με γέλοιο και με κλάμμα.»
——————.——————

Β. ΣΚΡΙΠ:
Ο Βασίλειος Μανής (φιλολογικό ψευδώνυμο του Βασιλείου Σπύρου Καζινιέρη ή Καζινέρη) δημοσίευσε στην αντιπολιτευόμενη σατυρική εφημερίδα ΣΚΡΙΠ έμμετρους στίχους και σκιτσογραφήματα.
 
 
Εικ.16. Ο Παπακυριτσόπουλος. (ΣΚΡΙΠ, φύλλο 44/12-06-1894, σελίδα 3.).
 
 

 Εικ.17. Ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης ως Παπακυριτσόπουλος. (ΣΚΡΙΠ, φύλλο 57/11-09-1894, σελίδα 3.).

 
 
Εικ.18. Οι ληστές, τα προσωπικά τους αντικείμενα και οι τόποι όπου έγιναν οι συμπλοκές. (ΣΚΡΙΠ, φύλλο 58/18-09-1894, σελίδα 3.).

«Ο ΠΑΠΑΚΥΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
Καλλίτερα για Μούσα μου να ήτανε ο τάφος,
ή νάμουνε της εποχής κωμειδυλλιογράφος,
ή κάν βιβλία νάγραφα ’στον κόσμο κάθε άλλο
παρά πού με προώρισεν η Μοίρα τακτικά
και μία δόξα Εθνική κάθε στιγμή να ψάλλω.
Ακόμα δεν επέρασε χρόνος σωστός, ακόμα…
πού κλάψαμε τον ρήτορα, του Κώστα το κουφάρι,
κι’ άλλος ’στού τάφου έπεσε ταχόρταγο το στόμα,
ο Παπακυριτσόπουλος, της κλεφτουριάς καμάρι.
Βόλι κακό του έκοψε την τόση του τη φόρα,
πρίν να προφθάσ’ η δόξα του να φθάση σ’ άλλη χώρα.
Δεν ήτο κλέφτης και αυτός της φάρας των τιμίων,
ουδέ αντίκρυσε ποτέ το Κεντρικόν ταμείον,
γι’ αυτό τιμή δεν έλαβε ’στο τέλος του καμμιά,
ουδέ κανείς ευρέθηκε και τούτον να οικτείρη
και σαν σκυλί τον έθαψαν εκεί ’στην ερημιά
μαζύ με τους συντρόφους του και με τον Ξεροτύρη.
Και όμως έπρεπε κι’ αυτός να τιμηθή πρεπόντως
κι’ αν ο ληστής νομίζεται το στίγμα του παρόντος.
όμως σε ’λίγο θα γενή το εθνικόν μας χάρμα…
Το κράτος έπρεπε κι’ αυτούς να τους περιμαζέψη,
η δε πατρίς του μέλλοντος ’στο ένδοξόν της άρμα
μόνον τον κλέφτη του βουνού θα εύρη για να ζέψη.
Αλήθεια. έπρεπε πολύ το έθνος να φροντίση
και σαν τιμία κλεφτουριά και τούτους να τιμήση,
για φούρκα δε των δανειστών και κάθε τενεκέ
έπρεπε νάχη άσυλον του Τάκη τον Τεκέ
κι’ όποιος ληστής δεν ήθελε μες ’στα βουνά να μείνη,
νάμπαινε μέσα ’στον Τεκέ τά κώλα του ν’ αφίνη.
Αλλά ο κόσμος έγινε αχάριστος και ψεύτης
και πάντα τέτοια θα τραβά ο πρόστυχος ο κλέφτης,
ουδέ μπορεί αλλοιώτικος ποτέ του να γενή…
Ο κόσμος τέτοιος έγινε και τέτοιος πειά θα μένη,
υβρίζει κάθε ζωντανό και τον περιφρονεί
και χάσκει, όταν θεωρή την δόξα πεθαμένη.
Παπακυριτσόπουλε, κοιμήσου μές ’στο μνήμα
με μοναχή παρηγοριά της μαύρης γής τη χλόη.
αν δε προώρως έκοψαν τηςδόξης σου το νήμα,
κ’ εφημερίς δεν έγραψε για σένα μοιρολόϊ,
θάρθη καιρός που μια φορά η δόξα σου θ’ αστράψη
κι’ όλο το έθνος σύσσωμο ’στον τάφο σου θα κλάψη.
Περίμενε ’λίγο καιρό κ’ η εποχή θα φθάση,
πού δεν θ’ αρκή ο Βόρειος το έθνος να χορτάση,
τότε καθένας σαν εσέ μές ’στα βουνά θα τρέξη
και λήσταρχος θα γίνεται κάθε Ρωμηός τρεχάτος.
Τότε η τόση δόξα σου με τα σωστά θα φέξη
κι’ απ’ άκρη σ’ άκρη θ’ απλωθή της κλεφτουριάς το κράτος.
Μανής».

3. Η μαρτυρία του συμβολαιογράφου Γεωργίου Παπακυριτσόπουλου.

  
Εικ.19. Αριστερά ο συμβολαιογράφος Γεώργιος Παπακυριτσόπουλος, ανηψιός του ληστή και δεξιά ο δημοσιογράφος Βασίλης Τσιμπιδάρος. (ΕΙΚΟΝΕΣ, 1985, σελίδα 47.).

Στο περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ του έτους 1985 ο Βασίλης Τσιμπιδάρος δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Ο έρωτας τον έκανε ληστή». Μέρος του άρθρου δημοσιεύεται στη συνέχεια:
«Χίλιες εκατό σελίδες χρειάστηκαν για να καταγράψουν τη δραστηριότητα του λήσταρχου Θανάση Παπακυριτσόπουλου. Τα κατορθώματά του είχαν αναστατώσει το πανελλήνιο, στα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν δεκάδες ληστές και λήσταρχοι, με καταφύγιο τα ελληνικά βουνά, τροφοδοτούσαν τούς συγγραφείς λαϊκών φυλλαδίων με εντυπωσιακό υλικό
Από τον Βασίλη Τσιμπιδάρο
Τον γνωρίσαμε στο Κολωνάκι, σ’ ένα από τα καφενεία της πλατείας. Μας σύστησαν έναν αδύνατο, χαμογελαστό κι ευγενέστατο κύριο.
-Γεώργιος Παπακυριτσόπουλος, συμβολαιογράφος.
Για τους νέους αυτό το όνομα δεν λέει τίποτα. Στους ηλικιωμένους όμως, όσους στα νιάτα τους διάβαζαν τα λαϊκά φυλλάδια για τους ληστές των ελληνικών βουνών, προκαλεί ανατριχίλα.
-Το λήσταρχο Θανάση Παπακυριτσόπουλο, που σκότωσε με το γιαταγάνι του τον Εισαγγελέα Ροζάκη και έγινε αφορμή να χάσει τη ζωή του ο Ανακριτής Αγγελής, τι τον είχατε;
-Θείος μου, αδελφός του πατέρα μου.
Στη μεγάλη αίθουσα του Κακουργιοδικείου της Λαμίας είναι κρεμασμένες οι φωτογραφίες των δύο δικαστικών, για να θυμίζουν το φοβερό έγκλημα που αναστάτωσε την Ελλάδα πρίν από 91 χρόνια. Τώρα διαβάζουμε στις εφημερίδες για τις σύγχρονες ληστείες που γίνονται εδώ κι εκεί, αλλά οι νέοι ασφαλώς δεν γνωρίζουν τι συνέβαινε παλιότερα στον τόπο μας. Και πρέπει να το μάθουν, η ληστοκρατία είναι μια μαύρη σελίδα της Ιστορίας μας. Τότε η Ελλάδα ήταν γεμάτη ληστοσυμμορίες. Αιτία: Η φτώχεια. Οι λήσταρχοι με τους ανθρώπους τους έπαιρναν τα βουνά. Φορούσαν βρώμικες και κουρελιασμένες φουστανέλες και ήταν φορτωμένοι κουμπούρες και μαχαίρες, φόβος και τρόμος στην επαρχία, ακόμα και στα περίχωρα των Αθηνών. Λήστευαν για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους και συχνά σκότωναν, όταν οι όμηροι που τους κρατούσαν δεμένους χειροπόδαρα στις σπηλιές δεν τους έδιναν τα υπέρογκα λύτρα που ζητούσαν. Κάπου κάπου αυτοί οι αγριάνθρωποι βοηθούσαν με χρήματα κανένα φτωχό χωρικό ή προίκιζαν μια άπορη κοπέλα. Έτσι δημιούργησαν το θρύλο ότι σκότωναν και λήστευαν για να σώσουν δήθεν τους φτωχούς από την εκμετάλλευση των πλουσίων. Κακό ρόλο στην ανάπτυξη της ληστείας πρόσφερε τότε η ληστρική παραφιλολογία, τα λαϊκά κακοτυπωμένα φυλλάδια που στοίχιζαν δέκα λεπτά και γινόντουσαν ανάρπαστα στην επαρχία. Τα έγραφε ο Αιμίλιος Αθηναίος με το γενικό τίτλο «Η μεγάλη ιστορία των ληστών» και με υπότιτλο: «Τα κατορθώματα, αι αιχμαλωσίαι, οι άθλοι και τα κυριότερα επεισόδια της ζωής των από του έτους 1840 μέχρι σήμερον, με περιεργοτάτας καλλιτεχνικάς εικόνας του Έλληνος ζωγράφου κ.Σ.Χρηστίδου».
Έκανε τους ληστές ήρωες και τους δικαιολογεί μ’ αυτά τα λόγια στον πρόλογο των εκδόσεών του: «Παρακολουθών τις και μελετών τα ήθη και έθιμα και τάς αρχάς των ληστών, εκπλήσσεται συναντών γεγονότα και πράξεις ευγενείς και υψηλόφρονας, διά τάς οποίας θα ησθάνετο υπερηφάνειαν και το ιπποτικότερον των εθνών».
Με αυτά τα φυλλάδια του Αιμίλου Αθηναίου έμαθαν οι Έλληνες τα κατορθώματα των πιο φοβερών ληστάρχων, δηλαδή των Τσιμπουκλάρα, Πατσαβούρα, Μπελούλια, Κακαράπη, Νταβέλη, Χορμόβα, Μπόθα, Σάντα, Τρυγώνα, Κρικέλα, Λαφαζάνη, Ζαμπέκου, Λουκά, Λύγκου, Νυφίτσα, Αρβανιτάκηδων, Καλαμπαλίκη, Δράκου, Σκυμπραίων, Δεδούση, Μαργώνη, Κουτσόδρακα, Χορταλιά, Παλαβιώτη, Πανόπουλου, Καραλίβανου, Τορκόδημου, Τσουλή, Σπανού, Μάστορη, Γεωργακάκου, Καλογρή και του Παπακυριτσόπουλου που μας ενδιαφέρει. Για όλους ο Αιμίλιος Αθηναίος έβγαλε μικρά φυλλάδια. Για τον Παπακυριτσόπουλο και το λήσταρχο Τσουλή, που συνεργάστηκε μαζί του, έναν τόμο με 1.110 σελίδες. Αυτός ο λήσταρχος Παπακυριτσόπουλος δεν έμοιαζε με τους άλλους:
-Ήταν ευκατάστατος με πατέρα επαρχιακό δικηγόρο, δικολάβο, με μεγάλο τσιφλίκι στο χωριό Αμούρι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία.
-Φοιτούσε στη Σχολή Εφέδρων της Κέρκυρας για να γίνει αξιωματικός, κι από κει λιποτάκτησε, όταν έμαθε πως η αγαπημένη του πρόκειται να αρραβωνιαστεί με άλλον.
-Και η Βουλή ασχολήθηκε μαζί του. Τη σχετική συζήτηση στις 13 Δεκεμβρίου 1891 προκάλεσε ο βουλευτής Φθιώτιδος Κ. Τράκας, που παντρεύτηκε την ωραία κοπέλα που αγαπούσε ο Παπακυριτσόπουλος.
Ας πάρουμε τώρα τα πράγματα με τη σειρά. Το χωριό Αμούρι ανήκε τότε στο Δήμο Παραχελωϊτών και δήμαρχος για πολλά χρόνια ήταν ο Γεώργιος Παπακυριτσόπουλος, δικολάβος και τσιφλικούχος, με τέσσερα παιδιά. Το μεγαλύτερο Θανάση, που έγινε μετά λήσταρχος, τον Θωμά που πέθανε νέος, τον Παναγιώτη που σπούδασε γιατρός και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, οδός Φερεκύδου 7 – Παγκράτι.


α.
β.
Εικ.20αβ. Διαφήμιση του αδελφού του Θανάση, ιατρού Πάνου Παπακυριτσόπουλου το 1930 (Ο ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ, φύλλο 253/05-07-1930, σελίδα 3.) και η μεταφορά του ιατρείου του το 1931 (Ο ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ, φύλλο 288/07-03-1931, σελίδα 4.).
Τον Γιάννη, που ήταν συμβολαιογράφος στη Λαμία, πατέρα του Γιώργου Παπακυριτσόπουλου, που γνωρίσαμε στο Κολωνάκι, που κι αυτός έγινε συμβολαιογράφος και έχει το γραφείο του στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου 2 στην Αθήνα.
Τον ρωτήσαμε για το χαρακτήρα του θείου του, που πήγε να γίνει αξιωματικός στην Κέρκυρα και κατέληξε λήσταρχος.
-Ήταν, μας είπε, μια ανυπότακτη και ρομαντική φύση και δύσκολα συμβιβάστηκε με τη στρατιωτική πειθαρχία. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα αναγνώσματα με περιπέτειες, από τα λαϊκά φυλλάδια με τα κατορθώματα των ληστών που τότε αφθονούσαν στην Ελλάδα, μέχρι τον «Ερνάνη» του Ουγκό και τους «Ληστές» του Σίλερ. Όλα αυτά, μαζί με μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση, τον ανάγκασαν να πετάξει το σπαθί του αξιωματικού και να φορέσει τη φουστανέλα του λήσταρχου.
Δέκα οχτώ χρονών ήταν ο Παπακυριτσόπουλος, όταν μπήκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Η σχολή αυτή ιδρύθηκε από τον Δεληγιάννη, όταν διαπιστώθηκε στην επιστράτευση του 1886, ότι οι μόνιμοι αξιωματικοί ήταν λίγοι για να διοικήσουν 150.000 στρατιώτες. Έπρεπε να δημιουργηθεί σώμα εφέδρων αξιωματικών, γι’ αυτό το σκοπό έγινε η σχολή στην Κέρκυρα. Ο Θανάσης Παπακυριτσόπουλος, αμέσως μετά την κατάταξη, έδειξε το χαρακτήρα του. Ήταν απείθαρχος, ήταν καβγατζής, δημιουργούσε επεισόδια, είχε που λένε το διάβολο μέσα του. Κι από πάνω ήταν ερωτευμένος με τη Βασιλική Τραγωδάρα, μια κόρη από καλό και νοικοκυρεμένο σπίτι στο ίδιο του το χωριό, το Αμούρι. Αυτή του τη μεγάλη αγάπη, την είχε εξομολογηθεί στους στενούς του φίλους, που τον πείραζαν καθώς μετρούσε τις μέρες που τον χώριζαν από την άδεια για να πάει στο χωριό και να τη συναντήσει. Μια μέρα όμως έφτασε ένα γράμμα που άλλαξε ριζικά τη ζωή του. Του το έστελνε ένας φίλος του από το χωριό. Ένας δεκανέας στη Σχολή Εφέδρων της Κέρκυρας μοίραζε τα γράμματα, έδωσε ένα και στον Παπακυριτσόπουλο. Να πώς περιγράφουν τη σκηνή τα λαϊκά φυλλάδια του Αιμίλιου Αθηναίου για τους ληστές:
“Με κάποιαν εξαιρετικήν σπουδήν, με κάποιαν αποκρυπτομένην αγωνίαν ο Παπακυριτσόπουλος ήρπασε σχεδόν την επιστολήν από τάς χείρας του δεκανέως. Έρριψε ταχύ επί της επιγραφής βλέμμα, αναστέναξε και εψιθύρισε:
-Δεν είναι από εκείνην.
Διέσχισεν επιμήκη διάδρομον και έφθασεν εις τον εξώστην της Σχολής. Ανέπνευσεν δις και τρις θορυβωδώς την μυροβόλον αύραν, προσήλωσεν έπειτα ρεμβόν το βλέμμα του εις την απέναντι Ηπειρωτικήν ακτήν, αναστέναξε και εψιθύρισεν:
-Μ’ ελησμόνησεν λοιπόν; Αγάπησεν άλλον λοιπόν; Γιατί σωπαίνει τόσους μήνες, γιατί δεν μου γράφει;
Και δια ταχείας κινήσεως τώρα, ανέσυρεν από ταβάθη του θυλακίου του την επιστολήν, την απεσφράγισε τρέμων και ανέγνωσε.
-Πανάθεμά την… Πανάθεμα σε όλους”.
Η επιστολή:
“Φίλε Θανάση.
Το πουλάκι σου ετοιμάζεται να πετάξη εις άλλου αγκαλιά.
Η κόρη των ονείρων σου κατ’ αυτάς τελεί με ένα ισχυρόν πολιτευόμενον τους αρραβώνας της. Οι γάμοι των δεν θα βραδύνουν να επακολουθήσουν. Τώρα σ’ ερωτώ: Είχα δίκηο όταν σούλεγα να μην εμπιστεύεσαι εις τους όρκους που κάνουν τα μάτια της γυναικός; Τότε δεν ήθελες να με πιστεύσης. Θα με πιστεύσης τώρα;
Ήτο πραγματικώς θηρίον, την στιγμήν εκείνην ο Παπακυριτσόπουλος. Από καιρού εις καιρόν το βλέμμα του έλαμπε και ήστραπτε και ανέδιδε σπινθήρας μίσους και οργής. Τα χείλη του διεστέλλοντο από μειδίαμα απειλής. Μέσα εις τα τοιχώματα του στήθους του ενεκλείετο η τρομεροτέρα των θυελλών. Ουαί εις εκείνους επί των οποίων θα έπιπτεν η θύελλα αυτή.
-Αν είνε αλήθεια όσα μου γράφουν έλεγεν εις τον φίλον του αλλοίμονόν της! Φωτιά θα βάλω και θα κάφω το σπήτι της. Θα ρημάξω τα υποστατικά της. θα σφάξω και αυτήν και τον πατέρα της και εκείνον τον ισχυρό που θέλει να την αρραβωνιασθή».
Έτρεξε, μόλις και πρόλαβε το καράβι, αλλά ήταν πλέον βέβαιος ότι τον περίμενε στρατοδικείο, γι’ αυτό που έκανε. Το παράπτωμά του ήταν βαρύ, η διαταγή βγήκε αμέσως: Να συλληφθεί ο Αθανάσιος Παπακυριτσόπουλος!
Πρώτη του έννοια μόλις έφτασε στο Αμούρι ήταν να συναντήσει την αγαπημένη του. Με τα αυστηρά ήθη της εποχής αυτό δεν ήταν εύκολο, άλλωστε όλο το χωριό μουρμούριζε για τον έρωτά του με τη Βασιλική που τώρα θ’ αρραβωνιαζόταν έναν πολύ ισχυρό πολιτικό παράγοντα της περιοχής, το βουλευτή Τράκα. Ο Παπακυριτσόπουλος καταφέρνει να μιλήσει μια νύχτα με τη Βασιλική. Της δείχνει το γράμμα που του έστειλαν, τη ρωτά αν αυτό είναι αλήθεια. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της ληστρικής παραφιλολογίας η Βασιλική παραδέχτηκε ότι τον αγαπά, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα μπρος στην επιμονή του πατέρα της και της μητέρας της. Αυτοί θέλουν γαμπρό τους τον Τράκα και όχι τον Παπακυριτσόπουλο. Συνήλθε. Αφού η Βασιλική τον αγαπά, θα σκεφθεί τι θα κάνει. Πέρασαν δέκα μέρες, όταν ένα πρωινό που έβγαινε από το σπίτι έπεσε πάνω σε ένα απόσπασμα Ευζώνων, που τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στη φυλακή της Λαμίας, μέχρι να μεταφερθεί στην Κέρκυρα. Μια νύχτα ο φυλακισμένος δραπέτευσε.
Έστειλε ένα γράμμα στον πατέρα της Βασιλικής και τον απειλούσε με θάνατο αν έδινε την κόρη του στον Τράκα. Πέρασε καιρός και πουθενά δεν έδωσε σημεία ζωής ο Παπακυριτσόπουλος. Τα αποσπάσματα των Ευζώνων γύριζαν από χωριό σε χωριό, έστηναν ενέδρες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι πληροφοριοδότες του φαίνεται πως τον κρατούσαν ενήμερο για κάθε κίνηση. έτσι φαίνεται πως έμαθε μια μέρα πως η αγαπημένη του μαζί με τη μητέρα της θα πήγαιναν σε ένα κτήμα τους έξω από το Αμούρι. Παραφύλαξε και πετάχτηκε από έναν φράχτη μπροστά τους.
-Τώρα θα ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, είπε αγριεμένος στη μητέρα της Βασιλικής. Αν δεν δεχτείς κι εσύ και ο άντρας σου να πάρω εγώ τη Βασιλική, θα σας κρατήσω αιχμάλωτες στο βουνό και ό,τι θέλει να γίνει ας γίνει.
Ξέκοψαν από το μονοπάτι και πήραν τον ανήφορο. Αλλά η τύχη δεν τον βοήθησε. Έφυγε από το μονοπάτι για να μην πέσει επάνω σε κανένα απόσπασμα Ευζώνων και το έπαθε στον ανήφορο, όταν περνούσαν μια περιοχή γεμάτη θάμνους. Εκεί κρυβόντουσαν οι Εύζωνοι, που τους κύκλωσαν με τα όπλα στραμμένα απάνω τους. Έγινε η δίκη του και τον καταδίκασαν σε πέντε χρόνια φυλακή.
-Είμαι 23 χρονών, είπε μόλις άκουσε την απόφαση. Και πέντε χρόνια να κάνω αν δεν με βγάλουν οι φίλοι μου, 28 χρονών θα βγω και θα ’χω όλο τον καιρό για να εκδικηθώ.
Τότε ακριβώς αυτή η ιστορία με τις απειλές του Παπακυριτσόπουλου έγινε θέμα στη Βουλή. Στις 23 Δεκεμβρίου 1891 ο βουλευτής Φθιώτιδος Κ.Τράκας – που τελικά αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε τη Βασιλική – ζήτησε το λόγο και ανέβηκε στο βήμα:
-Επί όσων θα είπω κύριοι, επέστησα προκαταβολικώς την προσοχήν και του Φρουράρχου και της Εισαγγελίας και της Νομαρχίας Λαμίας. Ελθών δε ενταύθα έδωκα σημείωσιν εις το υπουργείον Δικαιοσύνης ότι ο κατάδικος Παπακυριτσόπουλος θα δραπετεύσει από τας φυλακάς και είναι ανάγκη να μεταφερθεί από τας φυλακάς Λαμίας, εις άλλας. Διότι φύλαξ των φυλακών Λαμίας είναι κάποιος Ζολώτας, ο οποίος παρασκευάζει την δραπέτευσιν αυτού και άλλων ληστών μετά των οποίων συνδέεται φιλικώς και προς τους οποίους επρομήθευσε διάφορα εργαλεία διά να τρυπήσουν τον τοίχον των φυλακών και να αποδράσουν.
Ώσπου να κινηθεί η γραφειοκρατία ο Παπακυριτσόπουλος δραπέτευσε.
ΑΠΟ ΔΩ και πέρα αρχίζει πλέον ουσιαστικά η ληστρική δράση του Παπακυριτσόπουλου…».
  
Εικ.21. Απόπειρα απόδρασης από τις φυλακές του Θανάση Παπακυριτσόπουλου, όπως αποθανατίσθηκε σε λαϊκό φυλλάδιο. (ΕΙΚΟΝΕΣ, 1985, σελίδες 46, 47.).
 
 
ΠΗΓΗ
Εφημερίδες:
-ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, φύλλα:
4510/09-09-1894, σελίδα 1, σελιδοδείκτης 269.
4513/14-09-1894, σελίδα 1, σελιδοδείκτης 289.
2168/11-02-1935, σελίδα 1, σελιδοδείκτης 202.
860/11-02-1935, σελίδα 1, σελιδοδείκτης 243.
-ΕΣΤΙΑ, φύλλα:
185/08-09-1894, σελίδα 2, σελιδοδείκτης 143.
190/13-09-1894, σελίδα 2, σελιδοδείκτης 153.
-ΕΦΗΜΕΡΙΣ, φύλλο:
257/14-09-1894, σελίδα 1, σελιδοδείκτης 302.
-Ο ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ, φύλλα:
253/05-07-1930, σελίδα 3, σελιδοδείκτης 309.
288/07-03-1931, σελίδα 4, σελιδοδείκτης 40.
-Ο ΡΩΜΗΟΣ, φύλλα:
477/10-09-1894, σελίδες 1, 2, 3, σελιδοδείκτες 11, 12.
478/17-09-1894, σελίδες 1, 2, 3, 4 σελιδοδείκτες 13, 14, 15.
-ΣΚΡΙΠ, φύλλα:
44/12-06-1894, σελίδα 3, σελιδοδείκτης 88.
57/11-09-1894, σελίδες 2, 3, σελιδοδείκτης 113.
58/18-09-1894, σελίδες 1, 2, 3, 4, σελιδοδείκτες 114, 115.
-ΤΟ ΑΣΤΥ, φύλλα:
1364/09-09-1894, σελίδα 3, σελιδοδείκτης 284.
1369/14-09-1894, σελίδα 2, σελιδοδείκτης 303.
1370/15-09-1894, σελίδα 1, σελιδοδείκτης 306.
1372/17-09-1894, σελίδα 2, σελιδοδείκτης 315.
-LILLUSTRATION, φύλλο:
2734/20-07-1895, σελίδα 51.