Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

Συνάντηση του βασιλιά Όθωνα και του Οθωμανού διοικητή Θεσσαλίας Χουσνή πασά στον παραμεθόριο στρατώνα του Δερβέν Φούρκα το 1858

Εισαγωγή
Το βασιλικό ζεύγος του Όθωνα και της Αμαλίας επισκέφθηκε τη Φθιώτιδα τον Ιούνιο του 1858. Στο συνοριακό σταθμό του Δερβέν Φούρκα συναντήθηκε με τον Οθωμανό διοικητή της Θεσσαλίας Χουσνή πασά. Η συνάντηση περιγράφεται με λεπτομέρειες από την αθηναϊκή εφημερίδα ΑΙΩΝ. Οι υπόλοιπες αθηναϊκές εφημερίδες την καλύπτουν περιληπτικά. Δυστυχώς δεν σώζονται σε ψηφιακή μορφή τα φύλλα της τοπικής εφημερίδας ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΟΘΡΥΟΣ, η οποία πιθανότατα θα περιέγραφε το γεγονός με περισσότερες λεπτομέρειες.
 
Α. Η συνάντηση
Το Σάββατο 7 Ιουνίου 1858 το βασιλικό ζεύγος προγευμάτισε στο χωριό Δερβέν Καρυά και στη συνέχεια ακολούθησε το δρόμο προς τη Λαμία μέσω Δερβέν Φούρκας.
Ο Χουσνή πασάς, όταν έμαθε ότι το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας επισκέπτεται την περιοχή, θέλησε να αποδώσει τιμές. Έσπευσε αμέσως από τη Λάρισα στα μεθόρια συνοδευόμενος από 200 Αλβανούς οροφύλακες, δύο ίλες Κοζάκων ιππέων με επικεφαλής τον διοικητή τους Σαδίκ πασά, δύο λόχους πεζικού με τη μουσική τους, τον Έλληνα πρόξενο στη Λάρισα και μερικούς αρχιερείς και προκρίτους της Θεσσαλίας. Δυστυχώς όμως, παρά την νυχθημερόν πορεία, δεν πρόφθασε το βασιλικό ζεύγος, το οποίο κατέβαινε από τα άλογά του στον ελληνικό στρατώνα του Δερβέν Φούρκα στις 3.30 μ.μ.. Την ίδια στιγμή η εμπροσθοφυλακή των Αλβανών έφτασε στον οθωμανικό στρατώνα. Όταν μετά από δεκάλεπτη ανάπαυση διατάχθηκε η εκκίνηση, εμφανίσθηκε η έφιππος συνοδεία με τον Χουσνή πασά και τον Έλληνα πρόξενο στη Λάρισα. Οι υπόλοιποι Αλβανοί πεζοί και οι Κοζάκοι ιππείς απείχαν αρκετά από την περιοχή, ενώ ο τακτικός στρατός περιπλανήθηκε γιατί δεν γνώριζε το δρόμο και ήταν αδύνατο να φθάσει μέχρι το βράδυ.
Καθώς έφευγε το βασιλικό ζεύγος, φάνηκαν οι Αλβανοί πεζοί που κατευθυνόταν προς τον ελληνικό στρατώνα με γρήγορο βήμα. Ταυτόχρονα ακούσθηκε φωνή από τη βασιλική συνοδεία ότι έρχεται ο πασάς. Ο Όθωνας σταμάτησε για να δει τι συμβαίνει και έστειλε τον Μοίραρχο Πλέσσα για να πληροφορηθεί [για τον Πλέσσα βλέπε την ιστορική μονογραφία: Χρήστου Κ. Ρέππα, Αναστάσιος Γ. Πλέσσας, Ο Ηπειρώτης αρχηγός Χωροφυλακής και αγωνιστής του ’21, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ 364-365 (1982) σελίδες 510-516]. Στη συνέχεια συνέχισε την πορεία του προχωρώντας τρία τέταρτα της ώρας πέρα από τον ελληνικό στρατώνα. Ο Πλέσσας επέστρεψε και πληροφόρησε τον Όθωνα ότι ο Χουσνή πασάς λυπήθηκε βαθύτατα διότι δεν πρόφτασε να αποδώσει τις ανήκουσες στρατιωτικές τιμές κατά τη διάβαση του βασιλιά και ζήτησε να του δοθεί η άδεια να υποβάλει τα σέβη του στο βασιλικό ζεύγος.
Το βασιλικό ζεύγος σταμάτησε και μετά από λίγα λεπτά φάνηκε ο Χουσνή πασάς με 6-7 ανώτερους αξιωματικούς, σχεδόν όλοι Ευρωπαίοι. Μαζί τους ήταν και ο Έλληνας πρόξενος στη Λάρισα Αναστάσιος Δόσκος (1818-1888), ο οποίος εννέα ημέρες αργότερα μετατέθηκε στο ελληνικό προξενείο Ανδριανούπολης. Κατέβηκαν από τα άλογά τους, ο Χουσνή πασάς προσήλθε με τη συνοδεία του, έπεσε στο έδαφος τρεις φορές και προσκύνησε σύμφωνα με το τουρκικό έθιμο. Οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί χαιρέτισαν στρατιωτικά. Ο Χουσνή πασάς ζήτησε συγγνώμη από τον Όθωνα για την καθυστέρηση των στρατευμάτων του, προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι συνέβη παρά τη θέλησή του. Ο Όθωνας τον ρώτησε για το θέμα της ληστείας και ο Χουσνή πασάς απάντησε στα ελληνικά ότι “ευχαριστεί τον Θεόν, όστις τον έκαμεν καλήτερον από τους άλλους Πασσάδες να συντελέση εις την εξάλειψιν της ληστείας, και να λάβη την τιμήν να προσφέρη αυτοπροσώπως τα σεβάσματά του εις τον Βασιλέα της Ελλάδος”. Σύμφωνα με την εφημερίδα ΑΙΩΝ ο Χουσνή πασάς γνώριζε τα ελληνικά “διότι είναι Πελοποννήσιος”. Πράγματι ο πατέρας του Μεχμέτ Αλή εφέντης υπήρξε πρόκριτος της Πελοποννήσου και ο Χουσνή πασάς γεννήθηκε στην Άμφισσα μεταξύ των ετών 1810-1820 (η βιογραφία του παρατίθεται στο κεφάλαιο Γ. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι Χουσνή πασάς και Σαδίκ πασάς / Ο Χουσνή πασάς). Στη συνέχεια παρουσίασε τους ακολούθους του, οι οποίοι συνομίλησαν με το βασιλικό ζεύγος. Η προσοχή του Όθωνα επικεντρώθηκε σε έναν Πολωνό ταγματάρχη της συνοδείας λόγω της προχωρημένης ηλικίας και του γνήσιου στρατιωτικού του ύφους. Πιθανότατα ήταν ο πολωνικής καταγωγής Σαδίκ πασάς, επικεφαλής των Κοζάκων ιππέων.
Η παρουσίαση και η συνομιλία του Όθωνα με τους Οθωμανούς αξιωματούχους διήρκεσε δέκα λεπτά. Στη συνέχεια το βασιλικό ζεύγος χαιρέτισε, ανέβηκε στα άλογα και αναχώρησε καλπάζοντας, σύμφωνα με τη συνήθειά τους, για τη Λαμία, όπου έφτασαν στις 5.30 μ.μ..
Η είδηση της συνάντησης περιγράφεται από τις εφημερίδες ως εξής:
1.Εφημερίδα ΑΙΩΝ
ΛΑΜΙΑ. 4 Ιουνίου (Ιδ. Αλλ. του Αιώνος). Άμα αφιχθείσης της ειδήσεως, περί της εις την ανατολικήν Ελλάδα περιοδείας των ΑΑ. ΜΜ., αι αρμόδιαι της Λαμίας Αρχαί έσπευσαν τα της προετοιμασίας. Οι Βασιλείς, φθάσαντες εις Υπάτην την παρελθούσαν Παρασκευήν, ανεχώρησαν εκείθεν το Σάββατον, και διευθύνθησαν εις Δερβέν Καρυά, όπου προγευματίσαντες έλαβον την επί των μεθορίων οδόν, κατελθόντες εις Λαμίαν διά του Δερβέν Φούρκα. Ο Χουσνί Πασσάς της Λαρίσσης, συνοδευόμενος υπό 200 Αλβανών οροφυλάκων, δύο ιλών Κοζάκων εφίππων και δύο λόχων πεζικού μετά της μουσικής, και τινων Αρχιερέων και Προκρίτων Θεσσαλίας, ειδοποιηθείς περί της εκ των μεθορίων διαβάσεως των ΑΑ. ΜΜ., έσπευσεν εκ Λαρίσσης, ίνα προσφέρη τάς ανηκούσας τιμάς κατά την διάβασιν· αλλά προς δυστυχίαν του δεν επρόφθασε, διότι ενώ αι ΑΑ. ΜΜ. αφίππευον εις τον Στρατώνα Δερβέν Φούρκας κατά την 3 1[2 ώραν μ.μ., μόλις οι εξ Αλβανών εμπροσθοφυλακή του έφθασεν εις τον Τουρκικόν στρατώνα, όταν δε μετά δεκάλεπτον ανάπαυσιν διετάχθη η εκκίνησις, προέκυψεν η έφιππος συνοδεία μετά του Πασσά και του Ελλην. Προξένου Λαρίσσης. Το υπόλοιπον των πεζών Αλβανών και των ιππέων απείχεν πλέον της 1[2 ώρας, περί δε του τακτικού στρατού έμαθον ακολούθως, ότι επλανήθη, ένεκα αγνοίας των οδών, ως τινές εδικαιολογήθησαν, και ήτον αδύνατον να φθάση ουδέ μέχρι της εσπέρας. Άμα προὐχώρησαν οι Βασιλείς, εφάνησαν οι πεζοί Αλβανοί, διευθυνόμενοι με βήμα δρομαίον προς τον Ελλην. Στρατώνα, συνάμα δε ηκούσθη φωνή εκ της Β. συνοδείας εξελθούσα, ότι έρχεται κατόπιν ο Πασσάς. Τότε ο Βασιλεύς εσταμάτησεν ολίγον, ίνα ίδη τι τρέχει, και απέστειλε τον Μοίραρχον Πλέσσαν να πληροφορηθή. Μετά ταύτα εξηκολούθησε την πορείαν του προχωρήσας 3]4 της ώρας πέραν του Ελληνικού στρατώνος, μεχρις ού, επανακάμψαντος του Μοιράρχου, έμαθεν, ότι ο Πασσάς, λυπηθείς εις άκρον, μη προφθάς ν’ αποδώση τάς ανηκούσας στρατιωτικάς τιμάς κατά την διάβασιν, εζήτει να τώ δοθή η άδεια να προσφέρη τα σεβάσματά του εις τάς ΑΑ. ΜΜ. Οι Βασιλείς εσταμάτησαν, και μετά τινα λεπτά εφάνη ο Πασσάς μετά 6-7 αξιωματικών ανωτέρων, όλων σχεδόν Ευρωπαίων, και του Ελλην. Προξένου Λαρίσσης Κ.Δόσκου· αφιππεύσας δε εις ανάλογον απόστασιν, προσήλθε σύν τη συνοδεία του, και μετά τρείς μέν εκ μέρους αυτού εδαφιαίας προσκυνήσεις, κατά το Τουρκικόν έθιμον, μετά δε τον στρατιωτικόν χαιρετισμόν των Ευρωπαίων ακολούθων του, εζήτησε πρώτον συγγνώμην διά την βραδύτητα των στρατευμάτων του, αποδούς αυτήν εις ανεξάρτητα της θελήσεώς του αίτια, ακολούθως, απαντών εις ερώτησίν τινα του Βασιλέως περί ληστείας, απήντησεν εις Ελληνικήν γλώσσαν, (διότι είναι Πελοποννήσιος) ότι «ευχαριστεί τον Θεόν, όστις τον έκαμεν καλήτερον από τους άλλους Πασσάδες να συντελέση εις την εξάλειψιν της ληστείας, και να λάβη την τιμήν να προσφέρη αυτοπροσώπως τα σεβάσματά του εις τον Βασιλέα της Ελλάδος». Παρουσίασεν έπειτα τούς ακολούθους του, προς ούς απέτειναν οι Βασιλείς διαφόρους ερωτήσεις, εις ένα δε Ταγματάρχην Πολωνόν ενδιέτριψε πλειότερον ο Βασιλεύς, διότι και προβεβηκώς την ηλικία ήτο, και αληθές στρατιωτικόν ύφος είχε. Η συνδιάλεξις και παρουσίασις διήρκεσε δέκα λεπτά, μεθ’ ά χαιρετήσας ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα, εφίππευσαν, και δρομαίοι κατά την συνήθειάν των έλαβον την προς Λαμίαν οδόν, όπου έφθασαν την 5 1]2 ώραν, υποδεχθέντες ζωηρότατα από τάς Αρχάς και τούς πολίτας. Ενταύθα διέμειναν μέχρι της πρωΐας της Δευτέρας, αναχωρήσαντες την 4 ώραν Π.Μ., διά Στυλίδα, και εκείθεν εις Χαλκίδα. Λεπτομερείας περί της υποδοχής δεν τής σημειώ, νομίζων αρκούσαν την περίστασιν ότι οι Βασιλείς εξέφρασαν εις τούς πολίτας Λαμίας την πλήρη ευαρέσκειάν των, επισήμως κοινοποιηθείσαν διά του Κυρίου Δημάρχου.
Δύο λησταί, λείψανα των καταστραφεισών συμμοριών, υποκριπτόμενοι και μαθόντες την άφιξιν του Βασιλέως, απεφάσισαν να παρουσιασθώσιν ενώπιον αυτού εις Μακροκάμπι και να ζητήσωσιν έλεος. Προσήλθον λοιπόν λαθραίως εις το μέρος τούτο, και εζήτουν ευκαιρίαν, ήτις δεν έλειψε, διότι οι Βασιλείς μόνοι, με μόνον τον υπασπιστήν της υπηρεσίας περιεπάτουν εντός των δασών· αλλά φαίνεται ο είς των ληστών εδειλίασε, και ούτω δεν εξετελέσθη η παρουσίασις. Την ακόλουθον της αναχωρήσεως των ΑΑ ΜΜ., ευρόντες αυτούς τ’ αποσπάσματα εφόνευσαν. Κ.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1632/09-06-1858, σελίδες 2 & 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 462).
2.Εφημερίδα ΑΥΓΗ
-Ο διοικητής της Θεσσαλίας Χουσνή Πασάς μαθών ότι ο Βασιλεύς ημών έμελλε να διαβή πλησίον των συνόρων και επιθυμών να προσκυνήση Αυτόν ανεχώρησεν εκ Λαρίσσης μετά του διοικητού των Κοζάκων Σαδίκ Πασά και νυχθημερόν οδεύων έφθασε τάς ΑΑ. ΜΜ. είς τινα πεδιάδα, όπου τάς εχαιρέτησεν. Εκτός του Χουσνή Πασά έσπευσαν εις προσκύνησιν των ορθοδόξων βασιλέως και αρχιερείς τινες της Θεσσαλίας και άπαν το Κοζακικόν ιππικόν, αλλά δυστυχώς η Α.Μ. είχε προπεράσει και ούτω δεν ηδυνήθησαν να ίδωσι τους βασιλείς της Ελλάδος.” (πηγή: εφημερίδα ΑΥΓΗ, φύλλο 226/07-06-1858, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 440).
3.Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ
…Εκ της Υπάτης διευθύνθησαν εις τα μεθόρια, όπου έμελλε να έλθη και ο Χουσνί Πασάς διά να προσφέρη τάς ανηκούσας τιμάς. Συνωδεύετο ο Πασάς υπό 300 ιππέων και άλλων στρατευμάτων, αλλά δυστυχώς δεν επρόφθασαν εις την ωρισμένην ώραν εις το μέρος της συνεντεύξεως. Διά να μή στερηθή δέ ο Πασάς τής ευχαριστήσεως του να ίδη τάς αυτών Μεγαλειότητας, σπεύσας μετά τινων επιτελών έφθασεν αυτάς εις τον στρατώνα Δερβένι Φούρκα, και ούτως ευχαρίστησε την επιθυμίαν του…” (πηγή: εφημερίδα ΑΘΗΝΑ 2672/11-06-1858, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 88).
 
Β. Ο ελληνικός και ο οθωμανικός στρατώνας στο Δερβέν Φούρκα
Δύο εβδομάδες μετά τη συνάντηση του βασιλικού ζεύγους με τον Χουσνή πασά και την ακολουθία του, από την παραμεθόριο περιοχή πέρασε ο Γάλλος περιηγητής και αρχαιολόγος Λεόν Αλεξάντρ Εζέ (γαλλ. Léon Alexandre Heuzey) (1831-1922). Ο Λεόν Εζέ περιγράφει παραστατικά τις εμπειρίες του από τα γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του. Ορισμένες φορές υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που αφορούν πρόσωπα που γνώρισε, όπως τον Χουσνή και τον Σαδίκ πασά.
Ο Λεόν Εζέ ανεβαίνοντας από τη Λαμία έφτασε στον ελληνικό στρατώνα του Δερβέν Φούρκα το Σάββατο 21 Ιουνίου 1858. Εκεί έκανε ένα σύντομο διάλειμμα για ξεκούραση. Ο στρατώνας είναι απλός και περιβάλλεται από μια τάφρο. Διοικείται εδώ και τρία χρόνια από ένα νεαρό ανθυπολοχαγό με καταγωγή από την Ήπειρο. Ο ανθυπολοχαγός είναι νιόπαντρος και κάνει τον μήνα του μέλιτος με τη νεαρή μικρόσωμη, χλωμή και αδύνατη σύζυγό του. Εκτός από τους στρατιώτες, στο φυλάκιο υπηρετούν και δύο δημόσιοι υπάλληλοι, ένας υγειονομικός και ένας τελωνειακός.
Στην άλλη πλευρά των συνόρων υπάρχει ο οθωμανικός στρατώνας. Η εικόνα του σε σχέση με τον αντίστοιχο ελληνικό που διατηρείται σε στρατιωτική τάξη, είναι κακή. Σχεδόν είναι ερειπωμένος. Διοικείται από τον Αλβανό Χασίμ αγά, ο οποίος είναι τυφλός στο ένα μάτι, έχει τριχωτό στήθος και φοράει ατημέλητη την εθνική ενδυμασία του. Είπε στον Εζέ και την ακολουθία του ότι οι Αλβανοί στρατιώτες του είχαν πάει στο Δομοκό για να εισπράξουν το μισθό τους. Παρ’ όλα αυτά προσφέρθηκε από ευγένεια να συνοδέψει ο ίδιος τους ταξιδιώτες μέχρι το Δομοκό αφήνοντας τον οθωμανικό στρατώνα στην τύχη του.
Στην πορεία ο Χασίμ αγάς μιλούσε εναντίον των Ελλήνων και ισχυριζόταν ότι δεν μπορούν να καταλάβουν το κάστρο του Δομοκού: “Είδα τον βασιλιά τους τις προάλλες. Ένας βασιλιάς που φεύγει καλπάζοντας με είκοσι πέντε άνδρες στο πέρασμά του! Ο πασάς μας είχε διακόσιους. Πες μου για τον σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη, όταν φεύγει αργά από το παλάτι του, με το άλογό του να κρατιέται από το χαλινάρι!”. Προφανώς ο Χασίμ αγάς ήταν παρών στη συνάντηση του βασιλικού ζεύγους με τον Χουσνή πασά και την ακολουθία του. Η συζήτηση με τον Χασίμ αγά καταλήγει συγκρίνοντας τους Έλληνες με τις γάτες: “Είναι μικροί, αλλά σηκώνουν την ουρά τους ψηλά”. Ωστόσο, συμφωνεί ότι είναι γενναίοι (pallikaria γράφει στο κείμενο ο Εζέ).
Ο Χασίμ αγάς πριν τρία χρόνια πολέμησε με τους Μαυροβούνιους. Επικρίνει τη μαζική επίθεσή τους κατά του εχθρού. Αντίθετα επικροτεί τον αλβανικό τρόπο μάχης. Λέει ότι οι συμπατριώτες του διασκορπίζονται, κρύβονται πίσω από τα βράχια, χαμηλώνουν τα κεφάλια τους και πυροβολούν ξαφνικά. Ο Χασίμ αγάς μιλώντας αναπαριστά τον αλβανικό τρόπο μάχης: ρίχνεται στο πλάι, πηδάει, σχεδόν πέφτει στο έδαφος μιμούμενος τον ήχο των πυροβολισμών με χειρονομίες.
Μετά από όλη αυτή τη διαδρομή οι ταξιδιώτες έφτασαν στο Δομοκό. Η ομάδα σταμάτησε μπροστά σε ένα μικρόσωμο άνδρα που φορούσε φέσι και την τουρκική σταμπολίνα, ένα είδος παλτού με κουμπιά. Ήταν ο υγειονόμος. Παρά το ότι οι ταξιδιώτες είχαν εφοδιασθεί με τα κατάλληλα πιστοποιητικά υγείας, υπογεγραμμένα από τον Οθωμανό πρόξενο της Λαμίας, ο υγειονόμος τους διέταξε με μία επιτακτική χειρονομία να κατέβουν από τα άλογα για να τους μετρήσει το ύψος. Οι ταξιδιώτες αρνήθηκαν και ο υγειονόμος τους απαγόρευσε την ελεύθερη διέλευση και τους διέταξε να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πάρουν το δρόμο της επιστροφής προς τα ελληνικά σύνορα που απείχαν ένα μίλι.
Στην επιστροφή τους συνόδευσαν δώδεκα Αλβανοί στρατιώτες του Χασίμ αγά, οι οποίοι επέστρεφαν στο στρατώνα τους. Στο δρόμο ένας από αυτούς προσπάθησε αρκετές φορές να πάρει το κυνηγετικό όπλο του Εζέ με την πρόφαση ότι το έκανε για να τον ξεκουράσει από το βάρος του. Ο Εζέ όμως αρνήθηκε να του το δώσει και αντιστάθηκε στην πίεση του Αλβανού στρατιώτη που το τραβούσε από το κοντάκι. Όταν έφτασαν στον οθωμανικό στρατώνα του Δερβέν Φούρκα οι Αλβανοί στρατιώτες έμειναν εκεί και οι ταξιδιώτες ανακουφισμένοι συνέχισαν προς τον ελληνικό στρατώνα.
Στον ελληνικό στρατώνα οι Έλληνες αρνήθηκαν να τους επιτρέψουν την είσοδο διότι, όπως τους είπαν, σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς, οι πύλες κλείνουν με τη δύση του ηλίου και ανοίγουν την ανατολή της επόμενης ημέρας. Έτσι αναγκάστηκαν να τυλιχτούν στις κουβέρτες τους και να κοιμηθούν έξω.
Την άλλη ημέρα αναχώρησαν για τη Λαμία και από εκεί πήγαν στη Λάρισα μέσω του λιμανιού του Βόλου.
 
Γ. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι Χουσνή πασάς και Σαδίκ πασάς
Για τις προσωπικότητες των Χουσνή πασά και Σαδίκ πασά αντλούνται πληροφορίες από τη μαρτυρία του Λεόν Εζέ, ο οποίος το καλοκαίρι του 1858 επισκέφτηκε τη Λάρισα (Εικ.1,2,3,4). Πλήρης βιογραφία του Χουσνή πασά δημοσιεύθηκε το 1877, έτος του θανάτου του, στην εφημερίδα ΙΩΑΝΝΙΝΑ, επίσημο όργανο του Βιλαετίου Ιωαννίνων και εκφραστή των θέσεων της Οθωμανικής κυβέρνησης.
Ο Χουσνή πασάς
Ο Λεόν Εζέ επισκέφτηκε το σπίτι του Χουσνή πασά, το οποίο ήταν ένας τεράστιος στρατώνας με δωμάτια γεμάτα αξιωματικούς και έμοιαζε περισσότερο με χάνι, όπως αναφέρει. Ο πασάς ήταν κοντόσωμος, ντυμένος με αστικά ρούχα, είχε ανεπιτήδευτους τρόπους, ήταν αρκετά διπλωμάτης και αντιμετώπισε με οικειότητα τους ξένους. Είχε τη φήμη αξιωματούχου, ο οποίος ήταν δίκαιος, δραστήριος και εκδίκαζε έγκαιρα τις υποθέσεις. Ο ίδιος περιέγραψε αναλυτικά και με υπερηφάνεια στον Εζέ τις φυλακές της Λάρισας που έκτισε, όπως διαβεβαίωσε, με δικά του έξοδα. Μάλιστα ξενάγησε τον φιλοξενούμενό του στο χώρο των ανδρικών και γυναικείων φυλακών. Στη θέα του πασά Έλληνες και Τούρκοι φυλακισμένοι σηκωνόταν όρθιοι και χαιρετούσαν στα τουρκικά.
Ο Εζέ, όταν βρέθηκε στο χάνι του Μαλακασίου, αναφέρει ότι συνάντησε και συνομίλησε με τον πρώην μουδίρη (αντινομάρχη) Τρικάλων. Ο μουδίρης απολύθηκε από τη θέση του από τον Χουσνή πασά, μετά από καταγγελία του Έλληνα προξένου της Λάρισας για προσβολή του βασιλιά της Ελλάδας: σε μία συζήτηση είχε αποκαλέσει τον Όθωνα ψεύτη.
Ο Χουσνή πασάς υποστήριζε με θέρμη την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Χατ-ι Χουμαγιούν. Ο Λεόν Εζέ αναφέρει ότι παρά το ότι υπήρξε μεταρρυθμιστής, εν τούτοις διατηρούσε την ανατολίτικη δεισιδαιμονία και πίστευε σε σειρήνες και γοργόνες.
Η πλήρης βιογραφία του, όπως προαναφέρθηκε, δημοσιεύθηκε στο φύλλο 399/29-06-1877 της εφημερίδας ΙΩΑΝΝΙΝΑ. Η διπλωματική του σταδιοδρομία ακολούθησε πολυκύμαντη διαδρομή. Ανεβαίνοντας την διπλωματική ιεραρχία στην Οθωμανική αυτοκρατορία υπηρέτησε σε πολλά μέρη και πολλές θέσεις.
Γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1810-1820 στην Άμφισσα (τότε Σάλωνα). Ο πατέρας του Μεχμέτ Αλή εφέντης υπήρξε πρόκριτος στην Πελοπόννησο. Σε παιδική ηλικία, κατά την επανάσταση του 1821, έφυγε στην οθωμανική αυτοκρατορία όπου προσκολλήθηκε στον εξ αγχιστείας συγγενή του Ισούφ Μουχλή πασά Σερραίο. Αυτός τον μεγάλωσε και τον σπούδασε σαν παιδί του.
Το 1839 διορίσθηκε έπαρχος στο προάστιο της Σμύρνης Τουρμπαλί. Μετά από ένα έτος διορίσθηκε αρχιγραμματέας στη Νικομήδεια. Ο διοικητής Βιθυνίου και Παφλαγονίας Μεχμέτ Εμίν πασάς, εκτιμώντας την παιδεία, την ανατροφή και την ικανότητά του τον μετέθεσε ως γραμματέα του στη Νομαρχία. Ο Μεχμέτ Εμίν πασάς μετατέθηκε στην Τρίπολη της Αφρικής και ο Χουσνή τον ακολούθησε ως ιδιαίτερος γραμματέας του. Προήχθη στο βαθμό Χοτζακιάν και έλαβε παράσημο ε΄ βαθμού. Στη συνέχεια ο Μεχμέτ Εμίν πασάς διορίσθηκε υπουργός της αστυνομίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χουσνή τον ακολούθησε κι εκεί ως ιδιαίτερος γραμματέας του και προβιβάσθηκε σε Ραμπιά δ΄ βαθμού. Διορίσθηκε αρχιγραμματέας του συμβουλίου του υπουργείου της αστυνομίας και στη συνέχεια διευθυντής του νεοσύστατου ανακριτικού τμήματος. Εκεί υπηρέτησε τέσσερα χρόνια και προβιβάσθηκε στο βαθμό Σαλισέ. Στη συνέχεια ο Μεχμέτ Εμίν πασάς διορίσθηκε διοικητής στη Βηρυττό. Ο Χουσνή τον ακολούθησε και πάλι ως ιδιαίτερος γραμματέας και κεχαγιάς ταυτόχρονα. Μετά από ένα έτος ο Μεχμέτ Εμίν πασάς μετατέθηκε στην Κρήτη ακολουθούμενος από τον Χουσνή. Ο Χουσνή πασάς κατέστειλε εξέγερση στο Ηράκλειο και προβιβάσθηκε στο βαθμό Σανιεσίν φισανί και στη συνέχεια στο βαθμό Σανιέ μουτεμαΐζ.
Το 1856 ο Μεχμέτ Εμίν πασάς διορίσθηκε ως διοικητής (βαλής) Ηπείρου και Θεσσαλίας. Το 1857, μετά από πρόταση του Μεχμέτ Εμίν πασά στην Υψηλή Πύλη, ο Χουσνή πασάς διορίσθηκε τοποτηρητής του με το βαθμό Μιρίμιράν. Ανέλαβε να τον αντιπροσωπεύει στη Θεσσαλία, όταν ο ίδιος βρισκόταν στα Ιωάννινα και αντίστοιχα στην Ήπειρο όταν απουσίαζε στη Θεσσαλία. Από τη θέση αυτή ο Χουσνή πασάς, λόγω της εμπειρίας που είχε αποκτήσει όταν υπηρέτησε στην αστυνομία, κατάφερε να εξαλείψει τη ληστεία στη Θεσσαλία.
Μετά την επιτυχία του αυτή ο Μεχμέτ Εμίν πασάς προσκάλεσε τον Χουσνή πασά στα Ιωάννινα από όπου μετέβη στο Κουρβελέσι. Εκεί συνέλαβε τους αρχιληστές Μπιρμπίλη και Ρεσούλη και τους οδήγησε στα Ιωάννινα. Για την επιτυχία του αυτή προήχθη από την Υψηλή Πύλη σε Μπεηλέρμπεη της Ρούμελης.
Τον Αύγουστο του 1858, ο Χουσνή πασάς προήχθη στο βαθμό του Βεζύρη και ορίσθηκε γενικός διοικητής Ιωαννίνων. Η διοίκηση της Θεσσαλίας ανατέθηκε στον Αζίζ πασά. Γράφει σχετικά η ελληνική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ: “Ο Χουσνή Πασσάς πρώην διοικητής Τρικκάλων, διωρίσθη γενικός διοικητής Ιωαννίνων με τίτλον Βεζύρου. Ο δε Αζίζ Πασσάς, διωρίσθη διοικητής Τρικκάλων» και “Ο διοικητής Τρικκάλων Χουσνή Πασσάς προεβιβάσθη εις βαθμόν Βεζύρου και γενικός διοικητής εις Ιωάννινα, αντικατασταθείς εις Τρίκκαλα υπό του Αζίζ Πασσά.” (πηγή: εφημερίδα ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ, φύλλο 188/09-08-1858, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 214).
Στις 29 Ιανουαρίου 1859 ο Χουσνή πασάς, λόγω και της σύγκρουσής του με τους μπέηδες και ειδικά με τον Σελίμ μπέη Βλιώρα, στάλθηκε από την Υψηλή Πύλη να αντιμετωπίσει την επανάσταση της Κρήτης. Τον διαδέχτηκε ο Μεχμέτ Ακίφ πασάς που έμεινε στη θέση αυτή για τέσσερα χρόνια. Γράφει η εφημερίδα ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ: “Διορισθέντος ως γνωστόν του Γ. Διοικητού των Ιωαννίνων Χουσνή Πασσά εις την διοίκησιν της Κρήτης, διά Β. διατάγματος διωρίσθη εις ιωάννινα ο Γενικός Διοικητής Θεσσαλονίκης Ακήφ Πασσάς, αντικατασταθείς εις την διοίκησιν Θεσσαλονίκης υπό του Σαήδ Πασσά.
Την παρελθούσαν Δευτέραν ανεχώρησεν εντεύθεν η Οθωμανική φρεγάτα Φεϊζή Βαχρή όπως παραλάβη και μεταφέρη εις Κρήτην τον Χουσνή Πασσά, και εκείθεν τον Σαμή Πασσά διά την πρωτεύουσαν.” (πηγή: εφημερίδα ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ, φύλλο 238/04-02-1859, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 312).
Η είδηση της αποστολής του Χουσνή πασά στην Κρήτη δημοσιεύθηκε και στην εφημερίδα ΑΙΩΝ ως εξής: “-Εις Κρήτην στέλλεται Διοικητής ο Χουσνή Πασσάς, Πελοποννήσιος Τούρκος και ούτος, Διοικητής Ηπείρου. Έσεται άρα γε ευτυχέστερος του Σαμή Πασσά; Ο Χουσνή Πασσάς λέγεται βιαίου χαρακτήρος. Η Πόρτα, συγκεντρώσασα ήδη περί της 10,000 τακτικού στρατού, έκρινεν, ως φαίνεται, πρόσφορον την αποστολήν ανδρός επιθετικωτέρου....” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1700/02-02-1859, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 20).
Τον Μάρτιο του 1859 η ίδια εφημερίδα μεταφέρει τους χαρακτηρισμούς των Κερκυραίων και Ηπειρωτών για τον Χουσνή πασά ως εξής: “Τον νύν Διοικητήν της δυστυχούς Κρήτης, ότε ήτο εν Ηπείρω, οι Κερκυραίοι μετά των λοιπών Ηπειρωτών εχαρακτήρισαν σκληρόν και μαινόμενον εκ θρησκομανίας και καταχρηστικόν. Διατί λοιπόν διώρισε τοιούτον άνθρωπον η Κυβέρνησις του Σουλτάνου εις την διοίκησιν εκείνης της μεγαλονήσου;...” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1713/23-03-1859, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 45).
Παρόμοιους χαρακτηρισμούς κατά του Χουσνή πασά, σύμφωνα με την εφημερίδα ΑΙΩΝ, εκφέρουν και οι Οθωμανοί της Σμύρνης: “Οι Οθωμανοί της Σμύρνης λέγουσιν, ότι ο Χουσνή Πασσάς είναι Μωραΐτης διάβολος και η νύν πραγματική αιτία των εν Κρήτη δυσαρεσκειών και ανωμαλιών.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1845/17-12-1859, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 311).
Στα τέλη του 1859 στην Κρήτη πραγματοποιήθηκε προσπάθεια προσηλυτισμού των ορθοδόξων Κρητών στον καθολικισμό μέσα από δράση του Γάλλου καθολικού καπουτσίνου ιεραποστόλου Σεραφίνο. Ο ιερωμένος αυτός παραπλανητικά διέδιδε ότι αν ασπαστούν τον καθολικισμό, θα λάβουν την γαλλική υπηκοότητα. Ο Χουσνή πασάς και ο μητροπολίτης Κρήτης Διονύσιος Χαριτωνίδης καταδίκασαν με ανακοίνωσή τους την κίνηση αυτή.
Ακολούθησε αίτηση παραίτησης του Χουσνή πασά προς την Υψηλή Πύλη, η οποία έγινε δεκτή σύμφωνα με επιστολή στην εφημερίδα ΑΙΩΝ:
ΡΕΘΥΜΝΗ την 12 Ιανουαρίου 1860.
Κύριε Συντάκτα του Αιώνος!
Ο Χουσνή Πασάς ειδοποίησε το ενταύθα Συμβούλιον, ότι εζήτησε την παραίτησίν του παρά της Υ.Πύλης, γενομένην δεκτήν, και κατά συνέπειαν αναχωρεί προσεχώς. Αγνοούμεν, τίς ο διάδοχος αυτού. Ευχόμεθα δέ, όπως η Υ.Πύλη, έχουσα υπ' όψιν της την κατάστασιν της νήσου, φροντίση κατάλληλον εκλογήν Διοικητού, εγνωσμένου επί αμεροληψία και συνέσει. Α.Ω.
Σ.Σ. Λέγεται, ότι ο μέν Χουσνή Πασσάς μετετέθη εις Θεσσαλονίκην· ο δέ μέχρι τούδε Πασσάς Θεσσαλονίκης εις Κρήτην.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1850/16-01-1860, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 324).
Τα αίτια της ανάκλησης ήταν: “Η κακή διοίκησις του Χουσνή Πασά εν Κρήτη, τα παράπονα των κατοίκων και η δημιουργηθείσα εκ του προσυλητισμού κατάστασις είχεν ως αποτέλεσμα την ανάκλησιν του Τούρκου διοικητού και την αντικατάστασίν του υπό του Ισμαήλ Ραχμή πασά.” (πηγή: Ζαμπετάκης Εμμ., Προσπάθεια προσηλυτισμού των Κρητών εις τον καθολικισμόν κατά τον ΙΘ΄ αιώνα, σελίδα 251. Άρθρο στην περιοδική έκδοση ΚΡΗΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 1957, τόμος ΙΑ΄, τεύχος Ι-ΙΙΙ, σελίδες 244-258). Στη θέση του τοποθετήθηκε ο Ισμαήλ Ραχμή πασάς (1860-1866).
Στις αρχές Φεβρουαρίου 1860 ο Χουσνή πασάς αναχωρούσε από την Κρήτη: “Ο διοικητής της νήσου ήτον έτοιμος να αναχωρήση, αλλ’ εισέτι δεν είχε φθάσει ο διάδοχός του. Εκ ετέρας όμως εκ Σύρου επιστολής μανθάνομεν, ότι την 30 π.μ. διέβη εκείθεν ο διάδοχός του, ώστε βεβαίως σήμερον ο Χουσνής δεν υπάρχει πλέον εν Κρήτη. Ευχόμεθα, όπως ο νέος διοικητής μή ακολουθείση την διαγωγήν του προκατόχου του.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1856/06-02-1860, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 337).
Ακολούθησε ο διορισμός του τον Μάϊο του 1860 ως Γενικού Διοικητή Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Γράφει η εφημερίδα ΑΙΩΝ: “...Εις Λάρισσαν περιεμένετο ο Χουσνή πασσάς· και προς τούτο παρεσκευάζοντο τά της υποδοχής του...” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1884/14-05-1860, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 403) και “...Ο Χουσνή Πασιάς άφευκτα περιμένεται εις Λάρισσαν.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1887/25-05-1860, σελίδα 3, ψηφιακόςσελιδοδείκτης 408).
Μετά το διορισμό του αφίχθηκε στο Βόλο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Λάρισα: “ΛΑΜΙΑ 1 Ιουνίου (ιδ. αλλ. του Αιώνος.) Ο γνωστός Χουσνή Πασσάς, αφιχθείς πρό ημερών εις Βώλον, δι’ επί τούτω ατμοκινήτου, συνεκάλεσεν αμέσως τους προκρίτους Θετταλομαγνησίας, αφ’ ών, μετά τάς συνήθεις του δημηγορίας, εν αίς διά πρώτην φοράν παρενέβαλεν εις το Χάτ Χουμαγιούν, εζήτησεν ευχαριστηρίους αναφοράς προς την Υ.Μ. εκφραζούσας την πλήρη ευχαρίστησιν των Χριστιανών διά την ευνομίαν, εις ήν διατελούσιν υπό το σκήπτρον του Αγαθού Σουλτάνου... Μετά τούτο αναχωρήσας εις Λάρισσαν έπραξε τα αυτά, και όμοια θέλει πράξει βεβαίως εις όλας τάς υπό την εποπτείαν του επαρχίας της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας, προς άς τούτω εστάλη·...” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1890/04-06-1860, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 415).
Κατά τη δεύτερη θητεία του στην Ήπειρο ο Χουσνή πασάς κατάφερε να συλλάβει τον αρχιληστή Σέμο. Την Πέμπτη 29 Αυγούστου 1863 ο Ιμπραήμ Δερβίς πασάς αντικατέστησε στα Ιωάννινα τον Χουσνή πασά: “-Την προπαρελθούσαν Πέμπτην απήλθε της πρωτευούσης ο αρχηγός των παρά τοίς Ελληνικοίς μεθορίοις εστρατοπεδευμένων οθωμανικών στρατευμάτων και διοικητής Ιωαννίνων, εξ. Δερβίς πασσάς, κατευθυνόμενος εις την θέσιν του.” (πηγή: εφημερίδα ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ, φύλλο 705/07-09-1863, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 552). Ο Χουσνή πασάς μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου παρέμεινε εννέα μήνες.
Το 1864 διορίσθηκε για δύο χρόνια ως διοικητής της νέας γενικής διοίκησης Βιτωλίων.
Το 1866 διορίσθηκε γενικός διοικητής των νήσων του αρχιπελάγους και στη συνέχεια γενικός διοικητής Προύσας.
Το 1868 ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και διορίσθηκε υπουργός της αστυνομίας, θέση την οποία παρέμεινε για τρία έτη.
Το 1871 απεβίωσε ο μεγάλος Βεζύρης Ααλή πασάς. Ο Χουσνή πασάς απολύθηκε από τη θέση του, καταδικάσθηκε “εις υπεροψίαν” και στάλθηκε στην Κύπρο αφού πρώτα στερήθηκε όλους τούς βαθμούς. Εκεί παρέμεινε ένδεκα μήνες και το 1872 ανακλήθηκε με Ιραδέ στην Κωνσταντινούπολη σαν απλός ιδιώτης. Μετά από έξι μήνες του αποδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πάλι ο βαθμός του Βεζύρη. Ακολούθησε ο διορισμός του ως γενικού διοικητή Πρισρένης (Πρίζρεν Κοσσυφοπεδίου). Εκεί παρέμεινε εννέα μήνες και στη συνέχεια διορίσθηκε για δεύτερη φορά υπουργός της αστυνομίας. Μετά από ένα έτος διορίσθηκε γενικός διοικητής του Ικονίου. Εκεί παρέμεινε δύο μήνες και ακολούθησε ο διορισμός του για δεύτερη φορά ως γενικού διοικητή της Προύσας.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1875 μετατέθηκε για τρίτη και τελευταία φορά στη γενική διοίκηση της Ηπειροθεσσαλίας στα Ιωάννινα (εφημερίδα ΙΩΑΝΝΙΝΑ, φύλλο 326/07-01-1876).
Στις 9 Ιουνίου 1877 απεβίωσε στα Ιωάννινα (εφημερίδα ΙΩΑΝΝΙΝΑ, φύλλο 397/13-06-1877) αφήνοντας δύο τέκνα, ένα κορίτσι και ένα αγόρι.
Τιμήθηκε με τα εξής παράσημα:
Στην Κρήτη με το παράσημο Μετζιτιέ β΄ τάξεως.
Στη Θεσσαλονίκη με το παράσημο Μετζιτιέ α΄ τάξεως.
Ως υπουργός της αστυνομίας τιμήθηκε με την ταινία Οσμανιέ α΄ τάξεως. Η ελληνική κυβέρνηση, λόγω της καταπολέμησης της ληστείας, του απένειμε τον Σταυρόν του Σωτήρος. Η γαλλική κυβέρνηση, τιμώντας την ικανότητά του ως υπουργού της αστυνομίας, του απένειμε το παράσημο της Λεγεώνος της τιμής. Η περσική κυβέρνηση του απένειμε το μέγα παράσημο του Λέοντος και Ηλίου και η αυστριακή το παράσημο του Σιδερού Στέμματος.
Η βιογραφία του παρουσιάζεται στο πρωτοσέλιδο και τη δεύτερη σελίδα του φύλλου 399/29-06-1877 της εφημερίδας «ΙΩΑΝΝΙΝΑ» ως εξής:
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΣΝΗ ΠΑΣΣΑ.
-
Εις το υπ’ αριθμόν 397 φύλλον της ημετέρας εφημερίδος της προπαρελθούσης εβδομάδος ανηγγείλομεν τον θάνατον του Γενικού Διοικητού του Βιλαετίου ημών Χουσνή Πασσά, υποσχεθέντες να δώσωμεν εν τώ προσεχεί φύλλω ημών εκ των ενόντων βιογραφικάς τινας σημειώσεις περί του ανωτέρου τούτου και διακεκριμένου υπαλλήλου της Αυτοκρατορικής Κυβερνήσεως, όστις τρίς διωρίσθη διοικητής και της πατρίδος ημών, ήτις επί πολύ θα διατηρή την μνήμην του ανδρός, και ουδέποτε επιλησθήσεται της προς αυτόν οφειλομένης ευγνωμοσύνης ανθ’ ών υπέρ αυτής έπραξεν.
Ο αείμνηστος Χουσνή πασσάς υιός του προκρίτου Πελοποννησίου Μεχμέτ Αλή εφέντη εγεννήθη εις Άμφισαν κατά την δευτέραν δεκάδα του παρόντος αιώνος. Κατά την Ελληνικήν επανάστασιν του 1821 παίς έτι ών μετηνάστευσεν εν τη οθωμ. Αυτοκρατορία προσκολληθείς εις την οικογένειαν του εξ αγχιστίας συγγενούς του Ισούφ Μουχλής πασσά Σερραίου, όστις περιεποιήθη και εξεπαίδευσεν αυτόν ως ίδιον αυτού υιόν. Μετά την αποπεράτωσιν των σπουδών του επί τη ανακηρύξει του τανζιματίου, ήτοι περί τα τέλη του 1255 έτους από Εγείρας (1839) διωρίσθη έπαρχος Τουρμπαλί, και μετά έν έτος μεταβληθείσης της θέσεως ταύτης διωρίσθη αρχιγραμματεύς της επαρχίας Ισμήτ (Νικομηδείας). Μόλις δε παρήλθον επτά μήνες αφού διωρίσθη εν τη θέσει ταύτη, και ο τότε διοικητής Βιθυνίου και Παφλαγονίας (Βόλης1)[1 Βόλης (Κλαυδιούπολις) πρωτεύουσα αυτού εξ ής και η διοίκησις] Μεχμέτ Ιμίν πασσάς περιοδεύων την επαρχίαν αυτού διέβη εκ Νικομηδείας, ένθα ιδών τον νέον Χουσνή και εκτιμήσας την παιδείαν, ανατροφήν και ικανότητα αυτού, παρέλαβε τούτον ως γραμματέα της Νομαρχίας ήν διώκει. Ακολούθως ο Μεχμέτ Ιμίν πασσάς μετετέθη εις Τρίπολιν της Αφρικής, εν ή συμπαρέλαβε και τον νέον Χουσνή ως ιδιαίτερον αυτού γραμματέα, και εκεί προήχθη ούτος εις τον βαθμόν Χοτζιακιάν και έλαβε και παράσημον ε΄ βαθμού. Ότε δε ο Μεχμέτ Ιμίν πασσάς διωρίσθη υπουργός της αστυνομίας, μετέβη μετ’ αυτού εις Κ)πολιν και ο Χουσνής, όπου διετέλεσεν ως ιδιαίτερος γραμματεύς του υπουργού τούτου επί έν έτος, προβιβασθείς εις Ραμπιά δ΄ βαθμού. Μετά τούτο διωρίσθη αρχιγραμματεύς του συμβουλίου, του υπουργείου της αστυνομίας, και μετ’ ολίγον διευθυντής του αρτισυστάτου ανακριτικού τμήματος, εν ώ έθετο εις ενέργειαν το νύν επικρατούν σύστημα της ανακρίσεως. Εν τη θέσει ταύτη υπερέτησεν επί τέσσερα όλα έτη, προεβιβάσθη εις τον βαθμόν Σαλισέ, και ανέπτυξε κατά την εκτέλεσιν των καθηκόοντων του μεγίστην ικανότητα και δραστηριότητα. Ακολούθως διορισθέντος του Μεχμέτ Ιμίν πασσά διοικητού του Βηρυττού (Συρίας), ο Χουσνής ευγνωμονών εις τον προστάτην του ουδόλως εδίστασε να εγκαταλίψη την θέσιν αυτού και ακολουθήση αυτόν ως ιδιαίτερος γραμματεύς και κεχαγιάς συνάμα.
Μετά παρέλευσιν ενός έτους μετατεθέντος του Μεχμέτ Ιμίν πασσά εις την διοίκησιν Κρήτης ηκολούθησεν αυτόν και ο Χουσνής, όστις απεστάλη και ως εξελεγκτής αταξίας τινός επισυμβάσης εν Ηρακλείω, ένθα εξεπλήρωσε την αποστολήν του μετά μεγίστης ακριβείας και ικανότητος, και προς ανταμοιβήν προεβιβάσθη εις τον βαθμόν Σανιεσίν φισανί. Μετά παρέλευσιν ενός έτους εκραγέντος του Κριμαϊκού πολέμου απεστάλη αύθις εις Ηράκλειαν προς συλλογήν συνδρομών, εξεπλήρωσε μετά μεγίστης επιτυχίας την αποστολήν του, και η Αυτοκρ. Κυβέρνησις προς αμοιβήν προήγαγεν αυτόν εις τον βαθμόν Σανιέ μουτεμαΐζ.
Ότε μετά παρέλευσιν εννέα μηνών ο Μεχμέτ Ιμίν πασσάς μετετέθη εις την διοίκησιν Θεσσαλίας και μετά δύο μήνας διωρίσθη γενικός διοικητής Ηπείρου και Θεσσαλίας, (διότι αι δύο αύται επαρχίαι ηνώθησαν τότε υπό μίαν γενικήν διοίκησιν), περιέβαλε τον Χουσνή πασσάν δι’ εκτάκτου πληρεξουσιότητος, όπως δε αντιπροσωπεύη αυτόν εν Θεσσαλία ότε ούτος ευρίσκετο εις Ιωάννινα, εν Ηπείρω δε, ότε μετέβαινεν εις Θεσσαλίαν, προτάσει αυτού η Υ. Πύλη διώρισε τον Χουσνή πασσάν τοποτηρητήν του γενικού διοικητού με τον βαθμόν Μιρίμιράν.
Κατά την εποχήν ταύτην η μάστιξ της ληστείας ελυμαίνετο τάς δύο ταύτας επαρχίας. Ο Χουσνή πασσάς διά της ικανότητος και ειδικότητος, ήν εκέκτητο εις την καταδίωξιν της ληστείας, εν ολίγω χρόνω εκαθάρισεν άπασαν την Θεσσαλίαν εκ των ληστών. Αφού δε ούτως η Θεσσαλία απήλαυσε πλήρους δημοσίας ασφαλείας, ο Μεχμέτ Ιμίν πασσάς προσεκάλεσε τον Χουσνή πασσάν εις Ιωάννινα, οπόθεν μετέβη εις Κορβελέσιον, όπου εντός είκοσι και πέντε ημερών συνέλαβε ζώντας τούς διαβόητους αρχιληστάς Μπιρμπίλην και Ρεσούλην, οίτινες από δέκα και τριών ετών εν είδει ανταρτών ελυμαίνοντο τα μέρη εκείνα, μετά των εξήκοντα και τριών οπαδών των, τούς οποίους ωδήγησε δεσμίους εις Ιωάννινα όπου έλαβον τα επίχειρα της κακίας των, η δε Αυτοκρ. Κυβέρνησις ανταμείβουσα τον Χουσνή πασσάν διά την υπηρεσίαν του ταύτην προήγαγεν αυτόν εις Ρούμελη Βεϋλέρβεη. Μετά παρέλευσιν δε ενός και ημίσεος έτους ο Χουσνή πασσάς διωρίσθη γενικός διοικητής Ιωαννίνων προαχθείς εις τον υψηλόν βαθμόν Βεζίρου·μετά δε έξ μήνας επειδή, συνέβησαν εις Κρήτην ταραχαί τινες ο Χουσνή πασσάς ένεκα της εγνωσμένης αυτού ικανότητος και των περί Κρήτης γνώσεων αυτού μετετέθη εις Κρήτην, όπως καθησυχάση τάς ταραχάς ταύτας, όπερ και κατώρθωσε, εγκαρδία τη Αυτοκρ. βουλήσει. Μετά δε ενός έτους διαμονήν εν Κρήτη ένεκα εξωτερικών πολιτικών λόγων μετετέθη εις Θεσσαλονίκην και μετά τρία και ήμισυ έτη η Αυτοκρ. Κυβέρνησις, όπως επενέγκη βελτιώσεις τινας εις Ήπειρον διώρισε πάλιν τον Χουσνή πασσάν διοικητήν Ιωαννίνων, όπου διέμεινεν επί έξ και ήμισυ μήνας, καθ’ ούς πλείστας όσας ωφελείας είδεν η πατρίς ημών εκ της δραστηρίας αυτού διοικήσεως και συνέλαβε τον λυμαινόμενον τότε την Θεσσαλίαν διαβόητον αρχιληστήν Σέμον. Μεταβάς τότε ο Χουσνή πασσάς εις Κ)πολιν μετά εννεάμηνον εκεί διαμονήν διωρίσθη διοικητής της αρτισυστάτου γενικής διοικήσεως Βιτωλίων, όπου υπηρέτησεν επί δύο έτη. Παυθείς τότε μετέβη εις Κ)πουλιν και μετά παρέλευσιν τριάκοντα και οκτώ ημερών διωρίσθη γενικός διοικητής των νήσων του αρχιπελάγους, και μετά έξ μήνας κατά την σύστασιν των Βιλαετίων διωρίσθη γενικός διοικητής Προύσης. Μετά δε έξ μήνας ανακληθείς εις Κ)πολιν διωρίσθη υπουργός της αστυνομίας, διευθύνας το υπουργείον τούτο επί τρία και ήμισυ έτη, καθ’ ά ανέπτυξε εξιδιασμένην ικανότητα και δραστηριότητα. Αποθανόντος τότε του Μεγάλου Βεζίρου Ααλή πασσά ο Χουσνή πασσάς επέπρωτο ου μόνον να παυθή της υψηλής ταύτης θέσεως, αλλά και εις υπεροψίαν να καταδικασθή αποσταλείς εις Κύπρον, όπου μετ’ ολίγον εστερήθη και των βαθμών αυτού και μετά ένδεκα μηνών διαμονήν εις Κύπρον ανεκλήθη δι’ Υψηλού Ιραδέ εις Κ)πολιν ως απλούς ιδιώτης. Αλλά μετά έξ μήνας εδόθη εις αυτόν αύθις ο αφαιρεθείς βαθμός του Βεζίρου και μετά δύο μήνας διωρίσθη γενικός διοικητής Πρισρένης και μετά εννέα μήνας υπουργός το δεύτερον της αστυνομίας. Μετά δε έν έτος διωρίσθη γενικός διοικητής Ικονίου και μετά δύο μήνας το δεύτερον γενικός διοικητής Προύσης, οπόθεν μετά δύο μετετέθη διά τρίτην και τελευταίαν φοράν εις την γενικήν διοίκησιν της Ηπειροθεσσαλίας.
Ο αείμνηστος Χουσνή πασσάς διοικητής ών Κρήτης ετιμήθη δια του παρασήμου Μετζιτιέ β΄ τάξεως, εν δε τη Θεσσαλονίκη διά του αυτού παρασήμου α΄ τάξεως. Υπουργός δε της αστυνομίας διατελών ετιμήθη διά της ταινίας Οσμανιέ α΄ τάξεως. Προς τούτοις η ελλ. Κυβέρνησις ένεκα των μόχθων αυτού προς εξόντωσιν της ληστείας απένειμεν αυτώ τον Σταυρόν του Σωτήρος, η δε γαλλική Κυβέρνησις τιμώσα την ικανότητα του ανδρός ως υπουργού της αστυνομίας απένειμεν αυτώ το παράσημον της Λεγεώνος της τιμής, η Περσική το μέγα παράσημον του Λέοντος και Ηλίου και η αυστριακή το παράσημον του Σιδερού Στέμματος.
Πας τις κρίνων αμερολήπτως περί του ανδρός τούτου ευρίσκει αυτόν ένα των ικανοτέρων και των μάλλον αφοσιομένων ανωτέρων λειτουργών της Αυτοκρατορίας. Πανταχού όπου και αν υπηρέτησεν εφιλεύσατο εις αυτόν το σέβας και την υπόληψιν πάντων, οίτινες ευλογούσι το όνομά του, ιδία δε η πατρίς ημών μεγίστην ευγνομωσύνην οφείλει εις τον άνδρα τούτον δια την ακριβή εφαρμογήν των νόμων και των κανονισμών, οίτινες εξασφαλίζουσι τα αστικά και πολιτικά διακιώματα εκάστου, άτινα παρά πολλού εποιείτο και κατά τάς τρείς εποχάς, καθ’ άς η πατρίς ημών έσχε την ευτυχίαν να έχη αυτόν διοικητήν διά τής επιδεξίου και φιλοδικαίου αυτού διοικήσεως και διά των γνώσεων, άς είχε περί το διοικείν ένεκα των οποίων η διοικητική μηχανή εκινείτο απροσκόπτως, και διά την εντελή απαλλαγήν αυτής εκ της ένεκα της γεωγραφικής και πολιτικής αυτής θέσεως ανέκαθεν μαστιζούσης και λυμαινομένης ταύτην ληστείας, και διά την τελείαν ησυχίαν και ασφάλειαν, ής απολαύει σήμερον η ημετέρα πατρίς.
Τούτος εν συνόψει υπήρξεν ο βίος του αειμνήστου Χουσνή πασσά, όστις αποθανών εγκατέλιπε δύο νήπια τέκνα έν θήλυ και έν άρρεν. Έχομεν δε δι’ ελπίδος ότι η Αυτοκρατ. Κυβέρνησις εν τη πατρική αυτής μερίμνη θέλει λάβει την τε οικογένειαν και τα ορφανά τέκνα του Χουσνή πασσά υπό την προστασίαν αυτής και αναδείξη αυτά άξια τέκνα τοιούτου διακεκριμένου πατρός.” [πηγή: εφημερίδα ΙΩΑΝΝΙΝΑ, φύλλο 399/29-06-1877, σελίδες 1 και 2. (Εικ.5αβ) Ευχαριστούμε θερμά την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων για την αποστολή σε ηλεκτρονική μορφή του φύλλου της εφημερίδας.].
Ο Σαδίκ πασάς
Ο Σαδίκ πασάς ήταν ο διοικητής των Κοζάκων ιππέων. Το σώμα αυτό σχηματίσθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο της Κριμαίας από τον Πολωνό Τσαϊκόφσκι. Ο Τσαϊκόφσκι έγινε Οθωμανός και άλλαξε το όνομά του σε Σαδίκ πασάς. Προφανώς αυτός είναι ο Πολωνός αξιωματικός, ο οποίος τράβηξε την προσοχή του Όθωνα κατά τη συνάντηση στο Δερβέν Φούρκα. Μάζεψε διάφορους λιποτάκτες, πρόσφυγες και τυχοδιώκτες από διάφορες εθνότητες, κυρίως όμως Πολωνούς και σχημάτισε το σώμα των Κοζάκων ή Καζάκων στα τουρκικά. Μεταξύ των αξιωματικών υπήρξαν πολλοί ευρωπαίοι, ειδικά Πολωνοί. Με το τουρκικό όνομά του αναφέρεται ο νεαρός Πολωνός ταγματάρχης Μεχμέτ Χιλμή μπέης. Το στρατόπεδό τους ήταν στις όχθες του Σαλαβριά (Πηνειού) ποταμού.
Ο Λεόν Εζέ επισκέφτηκε το στρατόπεδο των Κοζάκων και καταγράφει τις εμπειρίες του. Περιγράφει τον Σαδίκ πασά ως ψηλό, αδύνατο δραστήριο άντρα με έξυπνο πρόσωπο. Φορούσε την οθωμανική στολή που καθιέρωσε η μεταρρύθμιση του Χατ-ι Χουμαγιούν και ακολουθούσε τις οθωμανικές συνήθειες. Ο τρόπος που διέταζε φανέρωνε ότι ήταν ο αρχηγός.
Το βράδυ συμμετείχε σε δείπνο με τον Σαδίκ πασά, ο οποίος εκείνη την ημέρα είχε γιορτάσει τη γιορτή του Αγίου Λαδισλάου με τα πολωνικά έθιμα. Μετά το δείπνο ακολούθησε συζήτηση για τους Κοζάκους. Παρά τις προτάσεις των Ρώσων και των Αυστριακών, ο Σαδίκ πασάς (Τσαϊκόφσκι) προτίμησε τους Οθωμανούς γιατί θεώρησε ότι θα απολάμβανε μεγαλύτερες τιμές. Έγραψε και βιβλίο για τους Κοζάκους. Η σύζυγός του, επίσης πολωνικής καταγωγής, διεκπεραίωνε υποθέσεις του συζύγου της στην Κωνσταντινούπολη. Η ενδυμασία της ήταν γαλλική και τουρκική, κάλυπτε το πρόσωπό της με φερετζέ.
Την επόμενη ημέρα, σε νέα επίσκεψη και συνομιλία τους, ο Σαδίκ πασάς παραπονέθηκε κατά της πολιτικής διοίκησης των Οθωμανών για την καθυστέρηση ανεφοδιασμού των στρατευμάτων του και την καθυστέρηση καταβολής των χρημάτων. Παρά την αποδέσμευση των ποσών, οι πασάδες και οι οικονομικοί υπάλληλοι καθυστερούσαν για να κερδίσουν τους τόκους.
Τέλος, όταν ο Λεόν Εζέ βρέθηκε στα Τρίκαλα, πήγε να επισκεφτεί την αποσπασμένη δύναμη των Κοζάκων, η οποία βρισκόταν εκεί, όπως τον είχε ενημερώσει ο Σαδίκ πασάς. Οι αξιωματικοί τους τον προσκάλεσαν ευγενικά στο μεσημεριανό τους γεύμα και ήπιαν μαζί του κρασί Μπορντώ.
 
 
ΕΙΚΟΝΕΣ
 
Εικ. 1. Άποψη της Λάρισας και στο βάθος ο Όλυμπος το 1853. (πηγή: περιοδική έκδοση ΠΑΝΔΩΡΑ, τεύχος 83/01-09-1853, σελίδες 274-275).
 
 
Εικ. 2. Ο Πηνειός και η Όσσα το 1853. (πηγή: περιοδική έκδοση ΠΑΝΔΩΡΑ, τεύχος 83/01-09-1853, σελίδες 274-275).
 
 
Εικ. 3. Η είσοδος των οθωμανικών στρατευμάτων στη Λάρισα την Κυριακή του Πάσχα 13 Απριλίου 1897 σε πρωτοσέλιδο της οθωμανικής περιοδικής έκδοσης Servet-i Fünun. Ο τίτλος μεταφράζεται από τα γαλλικά «Η θριαμβευτική είσοδος των στρατευμάτων μας στη Λάρισα». (πηγή: περιοδική έκδοση Servet-i Fünun, τεύχος 322/01-05-1897, πρωτοσέλιδο).
 
Εικ. 4. Περιπολία των οθωμανικών στρατευμάτων στη Λάρισα μετά την κατάληψή της το 1897. Ο τίτλος μεταφράζεται από τα γαλλικά «Η κεντρική οδός της Λάρισας και ομάδα στρατιωτών μας σε περιπολία». (πηγή: περιοδική έκδοση Servet-i Fünun, τεύχος 322/01-05-1897, σελίδα 9).
 
 
α
β
Εικ. 5αβ. Εφημερίδα «ΙΩΑΝΝΙΝΑ», φύλλο 399/29-06-1877, σελίδες 1 & 2. (προέλευση και δικαιώματα: Υπουργείο Πολιτισμού/Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων).
 
 
 
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ.
2. Εφημερίδα ΑΙΩΝ.
3. Εφημερίδα ΑΥΓΗ.
4. Εφημερίδα «ΙΩΑΝΝΙΝΑ» (προέλευση και δικαιώματα: Υπουργείο Πολιτισμού/Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων).
5. Léon Heuzey, Excursion dans la Thessalie Turque en 1858, Paris 1927, pages 10-13, 15, 16, 18-22, 68-70, 83, 103, 119 & 171.
6. Πολεζέ Χριστίνα (Διδακτορική διατριβή), Ετερότητα και Περιηγητική Γραμματεία. Η περίπτωση της Λάρισας κατά τον 19ον αιώνα μέσα από τα κείμενα Ευρωπαίων περιηγητών, Θεσσαλονίκη 2006, σελίδες 251, 252, 254-257, 259, 260 & 262.