Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Απομνημονεύματα Δημητρίου Γ. Παπανικολάου. Μέρος E΄



Στο E΄ Μέρος των Απομνημονευμάτων του ο Δημήτριος Παπανικολάου περιγράφει:
-Την εκ νέου επιστράτευσή του (άνοιξη 1921) και μετάβαση μέσω Πειραιά στην Προύσα, όπου κατετάγη στο 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων Μεσολογγίου.
-Την μετάβαση στο Ινεγκιόλ και Εσκί Σεχίρ.
-Την εκστρατεία προς την Άγκυρα και τις μάχες πέραν του Σαγγαρίου.
-Την οπισθοχώρηση και το θάνατο του αγαπημένου φίλου του Βαγγέλη (Δεκανέα Ευάγγελου Ζορμπά) από την Τσούκα (βλέπε υποσημείωση [5]).
-Την επαναδιάβαση του Σαγγάριου και το περιστατικό με τους δύο Τούρκους χωρικούς, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για να οδηγήσουν το Τάγμα του στη γέφυρα που στήθηκε στο Σαγγάριο.
-Την επιστροφή στην περιοχή του Εσκί Σεχίρ και την απόκρουση επίθεσης Τούρκων ιππέων.
Ακολουθεί το κείμενο:


Γ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ 2/39 ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΥΖΩΝΩΝ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Στην Αθήνα
Ξεκίνησα το πρωΐ. Αποχαιρέτησα τη μάνα μου, το Βασίλη και τη Ζωή καθώς και όλους τους συγγενείς μου. Πέρνοντας τη γυναίκα μου, που θέλησε να με συνοδεύση μέχρι το Περίβλεπτο και μετά θα κατέβαινε στου Φότο Μποστάνη. Φθάνοντας στο μέρος όπου θα χωρίζαμε αγγαλιαστήκαμε και φιλιόμασταν επί αρκετά λεπτά ώσπου χωρίσαμε και πήρε ο καθένας το δρόμο του. Πάω στον Ασβέστη στον εξάδελφό μου Αριστήδη που ήτο τραυματίας του 12 και έμενα το βράδυ.
Σηκώθηκα το πρωΐ και πήγα στο σταθμό Καΐτσας. Πήρα το τραίνο κατ’ ευθείαν για την Αθήνα, όπου εκεί έπρεπε να παρουσιαστούμε. Πηγαίνω στο φρουραρχείο μόνος μου χωρίς κανέναν πατριώτη. Μου δόσανε φύλο και παρουσιάσθην στο τμήμα μεταγωγών.
Μόλις μπήκα στο γραφείο μπροστά από εμένα ήτο κάποιος άλλος που του πέρνανε τα στοιχεία, που γεννήθη και που κατοική. Ακούγω λοιπόν να λέγη:
-Ροβολιάρι Φθιώτιδος και κατοικώ στην Αθήνα. Λέγουμε Βοθονέας Ιωάννης.
Τελείωσε αυτός, μετά έδωσα εγώ τα δικά μου στοιχεία. Συντόμευσα να βγω έξω να δω ποιος είναι αυτός από το χωριό μου και δεν τον ξέρω. Τον ρωτώ πως γεννήθηκε στο Ροβολιάρι, αφού πρώτα του είπα ότι κι εγώ είμαι από εκεί. Μου λέγει:
-Εγώ είμαι αγγόνι της Κυότενας.
Μια γριά πολύ καλή που είχε το σπίτι τους κοντά στην πλατεία και είχε 2 μικρά αγγόνια. Μου λέγει:
-Έφυγα μικρός διότι πέθανε η μητέρα μου και ο πατέρας μου που ήτανε δασικός μας έφερε στην Αθήνα.
Έκτοτε κάναμε μαζί παρέα. Ήτανε πολύ φιλότιμο παιδί.

Στην περιοχή Προύσας
Γεμίσανε μια παποριά και μας έβγαλαν στα Μουδανιά(Εικ.1), επάνω της Μπρούσης, στη θάλασσα του Μαρμαρά κοντά στην Πόλη. Από εκεί στην Μπρούσα (Εικ.2,3,4)στην πατρίδα του Καραγγιόζη. Το σπίτι του σήμερα το έχουνε μουσείο (Εικ.5). Εκεί μας διέθεσαν στην ΙΙΙη Μεραρχία, στο 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων.
Μείναμε ολίγας ημέρας στην ωραία Μπρούσα και κατόπιν προχωρήσαμε πιο πέρα βαδίζοντας τον δημόσιο δρόμο που πήγαινε για το Εσκί Σεχήρ. Θα ήτανε μήνας Απρίλιος διότι θυμάμαι το μέρος είχε πολλά οπωροφόρα δένδρα, κυρίως κερασιές, αλλά δεν ήχανε γίνει ακόμη τα κεράσια.
Κατασκηνώσαμε στους πρόποδας του Ολύμπου Μπρούσης κοντά σε ένα κεφαλόβρυσο που έβγαζε νερό κρύο, που πίνοντας δεν χορτέναμε φαγητό. Η θέση αυτή έμοιαζε ακριβώς όπως βλέπεις τη Γολινά από τη Μακρακώμη. Μείναμε λίγο καιρό στο Κεφαλόβρυσο σαν τα αμπέλια κλωνιά. Κατόπιν μας ανέβασαν στην κορυφή του Ολύμπου να φυλάμε τις διαβάσεις για τους Τσέτας αντάρτες. Το κρύο που υποφέραμε τον Ιούνιο μήνα το θυμάμαι ακόμα. Ήτανε τόσο ψηλό το μέρος που μας είπε ένας τσοπάνος Τούρκος:
-Μπορείτε το βράδυ με αστροφεγγιά να δείτε την Πόλη.
Και πράγματι εγώ που ενδιαφερόμουν περισσότερο, έκανα προσπάθειες μέσα στο άπειρο. Και κάποια φορά πήρε το μάτι μου τα φώτα της γέφυρας και ολοκλήρου της Πόλης. Μεγάλο θέαμα να βλέπης από εκατοντάδες χιλιόμετρα τέτοιο θέαμα. Φώναξα μετά πολλούς και παρακολούθησαν κι αυτοί.
Η θέσις μας ήτο ανυπόφορος από το πολύ κρύο και τον ψυχρότατο αέρα. Μία νύκτα ως Δεκανέας που ήμουνα πήγα να κάνω έφοδο σε κάποιο προκεχωρημένο φυλάκιο. Επιστρέφοντας από το πρώτο φυλάκιο, είχε αλλάξει ο σκοπός και ήτανε ένας μικρασιάτης. Προτού μου πη «Αλτ τις εί» την κάνη του όπλου επάνω μου! Ευτυχώς πρόλαβα και την έπιασα την κάνη! Την έστρεψα πριν πατήσει τη σκανδάλη.

Άφιξη στο İnegöl
Τέλος Ιουνίου κατεβήκαμε κάτω για να προχωρήσομε προς το Εσκί Σεχίρ, περνώντας από ένα ωραίο κάμπο πλούσιο με πολλά χωριά. Στο μέσο μία μεγάλη πόλη Ενιγκιόλ (Εικ.6) [1]. Εκεί είχανε στρέμματα ολόκληρα παπαρούνες χασίς, που βγάζανε το αφιόν. Εκεί καταβλιστήκαμε.
Ήλθε ένας γέρος που είχε το περιβόλι και μας λέγει, μέσον εμού, στον Ταγματάρχη να μην καταστρέψομε το περιβόλι του. Μας παρακάλεσε και την άλλη μέρα μας έφερε ίσα με 2 οκάδες βούτυρο ωραίο. Το μοιράσαμε με τον Ταγματάρχη και πάντα προσέχαμε να μην του γίνη ζημία.
Εκεί που περπατούσα βρίσκω ένα χαρτί. Το παίρνω και διαβάζω, ήτανε ετικέτα από εμφιάλωση νερού. Του λέγω του γέρου:
-Που είναι;
Και μου λέγει:
-Κοντά.
Πάμε με το γέρο και είδα ένα ωραίο τοπίο με ωραία πλαταιούλα και με διάφορα μαγαζάκια. Στη γωνία, μία βρύση που έγραφε «εξήσου» [τουρκ. ekşi su], δηλαδή ξυνό νερό. Πίνω λίγο και πράγματι εκεί πηγαίνανε και παραθερίζανε οι πλουσιώτεροι Πολίτες. Και πίνανε από αυτό το νερό για το στομάχι. Τότε ήτο ακατοίκητο λόγω του πολέμου. Ήτανε άδεια όλα τα κεφαλοχώρια, είχαν πιάσει τα βουνά. Τους φόβισαν οι αντάρτες για να τους εξαγριώσουν εναντίον μας να γίνουν όλοι αντάρτες.

Άφιξη στο Εσκί Σεχίρ
Προχωρήσαμε από εκεί βουνά και κάμπους και φθάσαμε στο Εσκί Σεχίρ (Εικ.7,8). Εκεί πήγα και βρήκα τον αδελφό μου Φώτη τραυματία. Κατά την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ τον πήρε θραύμα οβίδος και του έσπασε το γόνα. Πήγα στο νοσοκομείο. Τον βρήκα χάλια και έκλαψα για το πάθημά του. Αργότερα τον στείλανε στην Αθήνα σε νοσοκομείο.
Εμείς ετοιμαζόμασταν για νέα εξτρατεία για την Άγγυρα. Τότε είχα παραλάβει συσιτιάρχης. Μαθαίνοντας πως θα περάσομε την Αρμηρά έρημο και δεν θα υπάρχη νερό προχώρησα και λέγω στο Λοχαγό μου:
-Δώσε μου λεπτά να πάω στην πόλη να αγοράσω 2 βαρελάκια με κονιάκ να βάλομε νερό.
Αμέσως δέχτηκε και πήγα με ένα ζώο. Αγόρασα 2 βαρέλια και σωθήκαμε. Εν τω μεταξύ γύρισα την πόλη και έπιανα κουβέντα με τους Τούρκους καταστηματάρχας (Εικ.9). Λέγαμε τα επαγγελματικά και χαιρόντουσαν που τους μιλούσα πολύ καλά τα Τούρκικα. Τα βαρέλια μάλιστα μας τα δώσανε σχεδόν τσάμπα. Ήτανε και Έλληνες εκεί αλλά όχι πολύ.

Προέλαση προς την Άγκυρα
Άρχισε λοιπόν η προέλαση για την Άγγυρα με στρατηγό τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, με σκοπό να καταλάβομε την Άγγυρα. Ανεβαίναμε βουνά, κατεβαίναμε κάμπους. Φτάσαμε στο Σαγγάριο ποταμό. Εκεί είχανε ετοιμάσει το Μηχανικό πλωτή γέφυρα με βάρκες ίσα 2-3 κατά αποστάσεις. Εκεί είχαμε τομέα το άκρον αριστερόν μέχρι το Ζαγγιοριν[2].
Λοιπόν φθάσαμε έπειτα από 2 μέρες πορεία. Δεν βρήκαμε αντίσταση. Τα μέρη εκείνα ήτανε σχεδόν άγονα από καλλιέργεια. Μόνο πρόβατα πολλά βλέπαμε από μακρυά. Τα στριφογυρίζανε σε κάτι λοφίσκους για να τα προφυλάξουν να μην πέση επάνω τους η φάλαγγα.

Η πρώτη μάχη
Περνώντας το Σαγγάριο παρετάχθησαν τα Συντάγματα και η Πυροβολαρχία σε τάξη μάχης. Περάσαμε από ένα χωριό και μπήκαμε σε κάτι σπίτια για ψωμί. Αντί για ψωμί βρήκαμε ολόκληρες κάδες με τραχανά και φύλα και τυρί. Πήραμε φύλα και τυρί για εφόδιο και προχωρήσαμε.
Τότε μας άρχισαν οι Τούρκοι να μας βάλουν με τα πυροβόλα. Ο Λόχος μας έπιασε ένα αντέρισμα και βάλαμε με τα πολυβόλα. Εγώ κοντά με τα καζάνια, τρέχοντας κοντά στο Λόχο. Εκεί καλυφθήκαμε. Βάλανε τα πολυβόλα και μαχόντανε. Δίπλα μας ένα πυροβόλο μας έβαζε συχνά αλλά κάποια στιγμή τον βρήκε τον στόχο το τουρκικό και σταμάτησε. Εκεί που ήμασταν τραυματίστηκε ο Ηλίας Δελιγιάννης στον λάρυγγα αλλά διέφυγε τον κίνδυνο. Το βραδάκι κατά το βασίλεμα του ηλίου σηκωθήκαμε διότι τους διώξαμε τους Τούρκους και προχωρήσαμε προς τα εμπρός. Τότε έρχεται ένα αεροπλάνο τούρκικο και μας πέταξε χιλιάδες προκηρύξεις σε όλους τους σχηματισμούς που έγραφαν:
«Έλληνες στρατιώτες τι θέλετε στην πατρίδα μας; Εμείς θα την υπερασπίσομε σπιθαμή προς σπιθαμή, όπως κι εσείς εάν ερχότανε άλλος. Γυρίστε πίσω αλλιώς θα χαθήτε όλοι».
Αυτά δεν τα λάβαμε εμείς υπόψιν μας διότι ξέραμε ότι είναι προπαγανδιστικά, διότι μέχρι εκεί, όταν μας βλέπανε, φεύγανε.

Έξω από την Άγκυρα
Προχωρήσαμε και κατασκήνωσε η Μεραρχία σε κάποιο καμπάκο. Και τα τμήματα προέλασαν σε κάτι βουναλάκια κυματοειδή, φυσικά οχυρά. Άρχισαν οι μάχες πολύ δυνατές. Καιγότανε το πελεκούδι. Εγώ κοντά στο Λόχο μέσα σε χαράδρες έστηνα τα καζάνια και μαγείρευα όλο κρέας που βρίσκαμε, γίδια Αγκύρας που το μαλί τους ήτανε σαν πρόβιο (Εικ.10). Και ξύλα από τα εγκατελειμμένα χωριά. Όταν είχα νερό το έκαμνα βραστό, με το νερό που είχα στα βαρέλια. Όταν δεν είχα νερό το έψηνα στη σούβλα Έσωσα πολλά παιδιά από τη δίψα που δεν υπήρχε νερό.
Οι μάχες εξακολουθούσαν στο Μπουλατλή[3] (Εικ.11) που φθάσαμε  6 ώρες από την Άγκυρα καθώς και στο Καρά Ντάγ. Εκτός από τα φυσικά οχυρά είχανε φτιάξει οι Τούρκοι τάφρους μακρινούς που σηκωνόντουσαν και μας βάζανε χωρίς να μπορούμε να τους βλέπουμε. Μόνον το πυροβολικό μας τους είχε σακατέψει. Κάναμε επίθεση να τους βγάλουμε από τα χαρακώματα και αυτοί μας βάζανε με τα πολυβόλα (Εικ.12,13).

Η μάχη του Καρακουγιού
Μία μέρα που έψηνα κρέατα και μαχότανε μπροστά ο Λόχος μου με τα πολυβόλα μας, μου ρίξανε μία μεγάλη οβίδα μπροστά μας και άνοιξε μία λακούβα μεγάλη, ένα αλόνι. Ευτυχώς δεν έσκασε και τη γλυτώσαμε. Τι τα θέλεις όμως ο Λόχος μας και το Σύνταγμα εκείνη την μέρα είχε μεγάλη επίθεση από τους Τούρκους. Μας αποδεκάτησαν. Σκοτώθηκε και ο Συνταγματάρχης μας Καραχρήστος[4] (Εικ.14,15) πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες. Το βράδυ διατάζουν τους μαγείρους να πάνε το συσσίτιο μπροστά και δεν πηγαίνανε, φοβόντουσαν όλοι. Αναγκάστηκα και το φόρτωσα στο ζώο όλο ψητές μερίδες. Μόλις έφτασα εκεί δεν είχε κανένας όρεξη για φαγητό, κλέγοντας τους συντρόφους τους που χάσανε! Γύρισα στο μαγειρείο και βρήκα καμιά δεκαριά φαγάδες από άλλους Λόχους πεινασμένους. Τους έδωσα και φάγανε. Μου λέγανε πως χαθήκανε.

Το σταμάτημα της προέλασης
Εν τω μεταξύ τους τσακίσαμε σε όλα τα μέτωπα και είχανε υποχωρήσει με μεγάλες απώλειες των Τούρκων. Αλλά εν τω μεταξύ μας σωθήκανε τα πολεμοφόδια και δεν μπορούσαμε να προμηθευτούμε από το Εσκί Σεχίρ, λόγω της μεγάλης αποστάσεως και με τα πενιχρά μέσα, τις βοϊδάμαξες και γκαμίλες. Kαι το φόβο πως κάποιος Τούρκος αξιωματικός συγκέντρωσε πολλούς αντάρτες και κτηπούσε τα μετόπισθεν. Μπροστά σε αυτά τα διλλήματα αναγκάστημεν να μην πάμε άλλο εμπρός, μήπως πάθουμε κανένα κακό, εφόσον μέχρι τότε ήμασταν νικητές.

Οπισθοχώρηση
Αρχίσαμε να οπισθοχωρούμε κανονικά. Φθάσαμε στο Σαγγάριο στήσανε πάλι γέφυρες. Εμείς ήμασταν στο άκρο αριστερό. Μας βάλανε οπισθοφυλακή να κρατάμε το μέρος να περάση όλος ο στρατός τον Σαγγάριο. Το Τάγμα μας το ώρισαν τελευταίο. Είχαμε πιάσει ένα λόφο που τον λέγανε «Μαύρο λόφο» επειδή είχε μαύρα πετρώματα. Μείναμε στο Ριζό του λόφου και βγάλαμε προφυλακές νομίζοντας πως δεν υπάρχει τίποτε κοντά μας. Την νύχτα μας είπε μία Μεραρχία πως οι μεγαλύτερες και αιματηρότερες μάχες ήτανε μεταξύ 15-16 Αυγούστου 1921.

Νυχτερινή τουρκική επίθεση στο «Μαύρο λόφο» και θάνατος του Δεκανέα Ευάγγελου Ζορμπά από την Τσούκα
Είχα ξεφορτώσει κι εγώ τα καζάνια στο αντίριγμά μου μαζί με τη διοίκηση του Λόχου και του Τάγματος και κοιμόμουνα με ένα φίλο μου το Βαγγέλη από την Τσούκα στρώνοντας μία κουβέρτα από κάτω και μία από πάνω μας. Ακούμε τη νύχτα συναγερμό «στα όπλα»! Αμέσως πεταγόμαστε και παίρνουμε τα όπλα μας. Ο μεν Βαγγέλης βάδισε στην κορυφή που ήτανε το πολυβόλο του. Εγώ έκαμα αριστερά μαζί με τον Επιλοχία και σιτιστή. Μόλις φθάσαμε στη γραμμή της μάχης πέσανε απάνω μας ένας Λοχίας Τούρκος και ένας στρατιώτης χωρίς τουφέκια. Αμέσως τους παίρνω και τους πάω στον Ταγματάρχη στο αντίριγμα που ήτανε απιρόβλητο. Τους ανακρίναμε. Μας λένε πως είχανε διαταγή να μας αιφνιδιάσουν από κοντά. Γι’ αυτό δεν πυροβολούσαν.
Άρχισαν λοιπόν να μας βάζουν οι Τούρκοι με τα πυροβόλα με πολυβόλα και με όπλα από παντού αλλά χάρις εις την ψυχραιμία ενός Λοχαγού Μπουγά που διέσπερνε τον αντρισμό σε όλα τα παιδιά φωνάζοντας «αέρα, αέρα…» το σύνθημα των ευζώνων κατά τους εφόδους. Βάζοντας αδιάκοπα με όπλα, πολυβόλα και χειροβομβίδες κυρίως τους τρομάξαμε και κατά το πρωΐ απεσύρθησαν με μεγάλες απώλειες. Κι εμείς είχαμε 4-5 σκοτωμένους μαζί με τον φίλο μου. Tον πήρε μία οβίδα στο τέλος της μάχης με το πολυβόλο και όλο το στοιχείο. Τον έκλαψα πολύ διότι ήταν αδελφικός μου φίλος. Όταν ερχότανε καμιά φορά στο μαγειρείο μου μετά από μάχες μου έδειχνε την μαντία του, που ήταν κόσκινο από τις σφαίρες και του έκανα υπομονή. Αλλά στο τέλος της εκστρατείας δεν το γλύτωσε[5].
Μείναμε την άλλη μέρα εκεί ήρεμα χωρίς να μας ενοχλήσουν καθόλου από την πανωλεθρία που πάθανε.

Οι δύο Τούρκοι οδηγοί στο Γενί Τσιφλίκ
Εν τω μεταξύ συνεχιζότανε η υποχώριση κανονικότατα και όταν το βράδυ θα τελειώνανε το διαπερασμό του Σαγγάριου που στήσανε γέφυρα έως 2 ώρας από κοντά μας, είχαμε διαταγή να ακολουθήσομε τελευταίοι.
Μόλις νύχτωσε καλά με καλεί ο Ταγματάρχης και μου λέγει:
-Τρέχα στο κάτω χωριό να βρης 2 οδηγούς Τούρκους να μας οδηγήσουν στο Γενί Τσιφλίκ, όπου είναι η γέφυρα στημένη.
Αμέσως καβαλικεύω ένα άλογο παίρνω και ένα στρατιώτη παρέα και πήγα στο χωριό γυρεύοντας κανένα άντρα. Ούτε άντρας ούτε και μουχτάρης[6]. Όλοι τους κρυφτήκανε από τον φόβο τους. Μόνον οι χανούμισσες έκλαιγαν και μου λέγανε:
-Γιόκ μπουρδά [τουρκ. yok burda]!
Δηλαδή δεν είναι εδώ κανείς. Αλλά εγώ με τα πολλά κόλπα που είχα, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη, κατόρθωσα και τους έπεισα λέγοντας θρησκευτικά λόγια από το κοράνιο, δηλαδή το ευαγγέλιό τους.
Μου παρουσίασαν δύο άντρες αφού πρώτα με όρκησαν οι γυναίκες πως θα τους επιστρέψω σώους στα σπίτια τους. Τους παίρνω, τους κατεβάζω στο δρόμο που περίμενε το Τάγμα. Μπροστά αυτοί πεζοί, εγώ καβάλα, κοντά ο Ταγματάρχης και όλο το τάγμα. Φθάσαμε στη θέση Γενί Τσιφλίκι που είχε στηθεί η γέφυρα.
Μόλις φθάσαμε εκεί που είχανε περάσει όλοι οι σχηματισμοί και αρχίσαμε να περνάμε εμείς, είδε ένας Ταγματάρχης που έλεγα στους οδηγούς να φύγουνε και τους ευχαριστούσα. Τότε μου λέγει ο Ταγματάρχης:
-Πού τους στέλνεις πίσω να μας προδώσουν; Πέραστους πέρα και σκότοσέ τους.
-Μάλιστα! του λέγω.
Και μόλις περάσαμε τη γέφυρα αυτοί καταλάβανε τι μου έλεγε ο Ταγματάρχης. Αμέσως με αγγαλιάσανε μέσα στο σκοτάδι και στη φάλαγγα! Κρεμαστήκανε από το λεμό μου και με παρακαλούσανε να μην τους σκοτώσω! Τρόμαξα να τους καθυσηχάσω λέγοντάς:
-Εφόσον ορκίσθηκα όταν σας παρέλαβα, δεν θα γίνω αίτιος του κακού σας.
Τους οδήγησα πιο πέρα μέσα σε κάτι πατλιές [θάμνους] και τους είπα:
-Καθήστε εδώ μέχρι αύριο το μεσημέρι. Υπάρχει κίνδυνος όταν φανερωθήτε να σας σκοτώσουν. Είχα υπόψη μου και την ασφάλειά μας. Τότε ήτανε που με αγγάλιασαν και οι δυό και μου ευχότανε να πάω καλά στο σπίτι μου και χίλια δυό ευχαριστώ! Τους αποχαιρέτισα και τα μάτια τους πήγαιναν βρύση από συγκίνηση.

Συνέχεια της υποχώρησης προς το Εσκί Σεχίρ
Τρέχω να βρώ τον Λόχο μου, που να τον βρω; Διότι περνώντας το Σαγγάριο οι στρατιώτες απαρατήσανε τη γραμμή τους και βάδιζε ο καθένας όπως ήθελε ξεκούραστος. Εδέησε την άλλη μέρα να συγκεντρωθούμε το μεσημέρι.
Πάνω που έστησα τα καζάνια για να παρασκευάσω συσσίτιο μας επετέθη ένα ιππικό που πέρασε με τα άλογα τον ποταμό. Αμέσως συναγερμό και σε λίγη ώρα τους πετάξαμε στο ποτάμι αλλά κολυμπούσανε τα άλογα. Περάσανε οι περισσότεροι αφού 10 πληρώσανε την παλλικαριά τους. Καβαλαρία αυτοί, νόμιζαν πως φεύγαμε επειδή δεν τους νικήσαμε. Δεν ξέρανε πως αν προχωρούσαμε ακόμα θα μέναμε από πολεμοφόδια. Τους έφτασε και αυτό το μάθημα που τους δώσαμε μέχρι αυτού. Δεν τόλμησαν να μας ματα ενοχλήσουν.
Οπισθοχωρώντας κανονικά δώσανε σε συνεργεία να κάνουν σούρτι τα σιτηρά και ότι βρισκόνταν μπροστά μας[7]. Περνούσαμε από μέσα από τα χωριά, έρημα φύγανε οι κάτοικοι για τα βουνά. Περάσαμε και πολλά άγονα μέρη και χωρίς νερό. Θυμάμαι, πέσαμε σε κάτι βαρκά. Σκύβαμε και πίναμε νερό από τις πατησιές των αλόγων που είχανε σχηματίσει και κρατούσανε λίγο νερό.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

[1] Για το Ινεγκιόλ του 1921 σημειώνονται τα εξής:
«Αϊνέ-γκιόλ (εσφαλμένως Αϊνά-γκιόλ), σήμερον δε κοινώς υπό των Τούρκων Ινεγκιόλ. Πόλις της Βιθυνίας, τα Αγγελόκωμα των Βυζαντινών, έδρα του ομωνύμου καζά (υποδιοικήσεως) Ερτογρούλ, ούτινος έδρα είναι το Μπιλετζίκ (τα Βελόκωμα των Βυζαντινών) εν τω βιλαετίω Προύσης.
Η υποδιοίκησις Αϊνέ-γκιόλ ορίζεται προς Β υπό του καζά Γενή-Σεχίρ, προς Α υπό του καζά Μπιλετζίκ και του καζά Σογιούτ, προς Ν υπό του σαντζακίου Κοτυαίου (Κιουτάχια), και προς Δ υπό του σαντζακίου Προύσης. Διαιρείται εις τρείς δήμους: Αϊνέ-γκιόλ, Γενιτζέ και Ντομανίτζ, έχοντας 105 χωρία. Ο πληθυσμός αυτής ανήρχετο προ της μικρασιατικής καταστροφής εις 60.000 κατοίκων περίπου, εξ ών 48.000 Μουσουλμάνοι, 10.000 Έλληνες και 2.000 Αρμένιοι.
Η πόλις Αϊνέ-γκιόλ, εις την οποίαν ήδρευεν ο υποδιοικητής (καϊμακάμης) κείται εις απόστασιν 44 χιλι,έτρων Ν.Α. της Προύσης, 55 χμ. Δ. του Μπιλετζίκ και 165 χμ. Β. του Κοτυαίου. Συνδέεται δι’ αμαξιτών οδών μετά των ανωτέρω πόλεων, επομένως δε και μετά των Μουδανιών, της Κίου και του σιδηροδρόμου Ανατολής. Οι κάτοικοι αυτής ανήρχοντο εις 6.500 περίπου, ων 2.000 περίπου Έλληνες (εν τουρκικόν λεξικόν Γεωγραφίας αναβιβάζεις τους Έλληνας εις 200 μόνον) και οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι. Εν τη πόλει και τη υποδιοικήσει Αϊνέ-γκιόλ, ήτις υπήγετο εκκλησιαστικώς εις την μητρόπολιν Νικαίας. Υπήρχον 16 ελληνικαί σχολαί αρρένων, ων 1 ημιγυμνάσιον, και 2 θηλέων ως και 6 αρμενικαί. Οι Τούρκοι έχουσι περί τα 40 σχολεία, ων δύο μεδρεσέδες (ιεροσπυδαστήρια). Η πόλις έχει 7 τζαμία, των οποίων 2 αρχαιότατα, εν κτισθέν υπό του Σουλτάνου Βαγιαζίτ του Κεραυβού και έν άλλο υπό του διασήμου Ισχάκ πασά, έχον και βιβλιοθήκην μετά πολυτίμων τουρκικών χειριγράφων. Ο αριθμός των οικιών της πόλεως ανέρχεται εις 1374.
Η πεδιάς του Αϊνέ-γκιόλ, κατάρρυτος εκ ποταμίων χυνομένων εις τον Γκιόκ-σού, παραπόταμον του Σαγγαρίου, είναι γονιμοτάτη, παράγουσα σίτον, οπωρικά, λαχανικά κ.λ. Πολύ προοδεύει και η σηροτροφία. Ωσαύτως πλουσία είναι και τα δασικά προϊόντα, διότι ο καζάς έχει 18 δάση καλύπτοντα έκτασιν 4118 τετραγωνικών χιλιομέτρων και αποτελούμενα κυρίως εκ φηγών δρυών, καστανεών, πευκών και άλλων. Προς δε το Κοτύαιον ιδίως τα δάση είναι τόσον πυκνά, ώστε επί 30-40 χμ. δεν φαίνεται ουρανός.
Ο δήμος (ναχιέ)Ντομανίτζ παρά το όρος Ντομανίτζ (Τήμενος) έχει 8.000 κατοίκους όλυς Τούρκους. Εν αυτώ ευρίσκονται μεταλλεία χρωμίου, εκ των οποίων εξήγοντο άλλοτε εκ του λιμένος Κίου περί τας 50.000 τόννων μεταλλεύματος κατ’ έτος. Το μετάλλευμα τούτο περιέχει 50-60% οξειδίου του χρωμίου, μεταξύ δε Αϊνέ-γκιόλ και Μπιλετζίκ, εις Δεμήρ-καπού, υπάρχει και μεταλλείον αντιμονίου.
Εις απόστασιν 55 χιλιομέτρων νοτιοανατολικώς της Προύσης κατ’ ευθείαν γραμμήν και 60 οδικώς 11 δε χμ. μόνον ΝΔ. της πόλεως του Αϊνέ-γκιόλ, ευρίσκεται η πηγή του μεταλλικού ύδατος Τσιτλή, αναβλύζουσα εκ των προπόδων του Βιθυνικού Ολύμπου, εις θέσιν κειμένην εις ύψος 30μ. από της πεδιάδος και 15 λεπτών της ώρας από του χωρίου Τσιτλή. Την πηγήν ταύτην ανεκάλυψεν ο ομογενής Άγγελος Ρεντζιπέρογλους, όστις και επέτυχε πρώτος το προνόμιον της εκμεταλλεύσεως αυτής. Τω 1867 το προνόμιον μετεβιβάσθη εις τον Λεβαντίνον Φαΰκ πασά (Γεώργιον Δέλλα-Σούδα), αρχιφαρμακοποιόν του τουρκικού στρατού, όστις ετελειοποίησε την εκμετάλλευσιν κατά τα εν Ευρώπη συστήματα, κατορθώσας ν’ αναβιβάση το ποσόν του περισυλλεγομένου ύδατος από 1440 εις 4812 λίτρας το εικοσιτετράωρον. Το «Τσιτλή», το οποίον ήτο άλλοτε λίαν διαδεδομένον εν Κωνσταντινουπόλει ως επιτραπέζιον ύδωρ, συνιστάτο υπό των ιατρών προς αντικατάστασιν του Βισύ, του Βάλς, του Κάρλσμπατ και άλλων.
Ουχί μακράν του Τσιτλή, παρά το χωρίον Γκιουνούκ, υπάρχει άλλη πηγή μεταλλικού ύδατος, το Μπακαρτζά, εξ’ ης αναπέμπεται ανθρακικόν οξύ. Αι γυναίκες της περιχώρου αναπνέουσαι τας αναθυμιάσεις του Μπακαρτζά περιπίπτουσιν εις κατάστασιν αναισθησίας μετά ψευδαισθήσεων, αποδιδομέμων εις μαγικήν ιδιότητα της πηγής.
Άλλη γειτονική πηγή τοιούτων αφθόνων εις τα πρόποδας του Ολύμπου αναβλυζόντων υδάτων είναι το Τερτζέ, εις απόστασιν 24 χμ. από το Αϊνέ-γκιόλ. Περί των πηγών τούτων του Ολύμπου έγραψεν ο Μπονκόβσκυ πασάς (Πολωνός) διατελέσας διευθυντής της υγειονομικής υπηρεσίας εν Τουρκία επί Αβδούλ Χαμίτ, εις το τουρκογαλλικόν περιοδικόν «Οσμανλή».
Η λέξις Αϊνά-γκιόλ είναι παραφθορά του «Αγγελόκωμα» των Βυζαντινών, όπερ οι Τούρκοι, μη δυνάμενοι, ιδία εις παλαιοτέρους χρόνους, να προφέρωσι τα ξένα ονόματα και διαστρεβλούντες ταύτα δι’ ιδικών των λέξεων, παρέφθειραν παραδόξως εις Αϊνέ-γκιόλ, γραφέν εις τινα λεξικά Αϊναγκιόλ, μετ’ ετυμολογίας, καθ’ ήν η λέξις σημαίνει «λίμνη των καθρεπτών» διότι η πόλις κείται δήθεν παρά την ομώνυμον λίμνην (!).
Ότε ο πρώτος Τούρκος σουλτάνος, ο Ορχάν, κατέβαλε πάσαν προσπάθειαν, όπως εκ της αρχικώς εις αυτόν υπό των Σελτζουκιδών σουλτάνων παραχωρηθείσης χώρας του Σογιούτ (εν τω σαντζακίω Ερτογρούλ) εξαπλωθεί προς την Προύσαν και κατακτήση την πόλιν τοιαύτην, η πόλις Αγγελόκωμα, της οποίας προΐστατο ανδρείος Βυζαντινός αρχηγός αντέτασσεν ερρωμένην αντίστασιν κατά των ορδών του Τούρκου ηγεμόνος και παρηνώχλει τας κινήσεις αυτών, μετοικούντων τον χειμώνα μεν εις την πεδιάδα, το δε θέρος επί των ορέων. Ήδη ο Ερτογρούλ, πατήρ του Οσμάν, είχε συνάψει συμφωνίαν μετά του Βυζαντινού δυνάστου του Βιλετζίκ (Βελόκωμα), καθ’ ήν τα χρήματα, τα τιμαλφή και η άλλη περιουσία των Τούρκων παρεδίδοντο το θέρος προς φύλαξιν εις τον τελευταίον τούτον, όστις έθεσεν ως όρον, ότι ουδέποτε θα εκομίζοντο υπό ενόπλων ανδρών, αλλά μόνον υπό γυναικοπαίδων. Ο όρος ούτος ετηρήθη πιστώς υπό του Οσμάν, όστις κατά την εκ των ορέων επάνοδον τον χειμώνα έφερεν εις τον δυνάστην του Βιλετζίκ ως δώρα πολυχρώματους τουρκομανικούς τάπητας, αιγοδέρματα, τυρόν, αγγεία, ασκούς μέλιτος, κ.ά.. Δεν ηδύνατο όμως ο Οσμάν ν’ ανεχθή την εχθρικήν στάσιν του Βυζαντινού κυρίου της πόλεως των Αγγελοκώμων. Κατόπιν συσκέψεως μετά των παλαιών συμπολεμιστών του πατρός του, του Ακτσέ-Χότζα και του Αβδουρραχμάν Γαζή ως και μετά των ιδικών του αρχηγών, του Κονούρ-άλπ, του Τοργούτ-άλπ και του Αϊγούτ-άλπ ώρμησε κατά των Αγγελοκώμων επί κεφαλής 70 ανδρών (1285). Ο κύριος όμως των Αγγελοκώμων, πληροφορηθείς εγκαίρως τα συμβαίνοντα, έστησεν ενέδραν παρά το στενόν του Ερμενή. Κατά την συμπλοκήν εφονεύθη εκ των Τούρκων ο Μπάϊ-χότζας, ανεψιός του Οσμάν. Ο σουλτάνος μετά των άλλων αρχηγών της επιδρομής διέφυγον μόνοι, χάρις εις την προδοσίαν κάποιου Χριστιανού, όν οι Τούρκοι ιστοριογράφοι ονομάζουσιν Άρατον. Μετ’ ολίγον ο Οσμάν, τεθείς επί κεφαλής 300 ανδρών, κατέλαβε την παρά τα Αγγελόκωμα οχυράν θέσιν Κολατζά, ής οι κάτοικοι παρεδόθησαν άνευ αντιστάσεως εξανδραποδισθέντες άπαντες. Αλλ’ ο κύριος των Αγγελοκώμων δεν απεθαρρύνθη εκ της προόδου ταύτης των Τούρκων. Συνεμάχησε μετά του κυρίου του Καρατζά χισάρ, της Μελαγγείας των Βυζαντινών, την οποίαν, κυριευθείσαν άλλοτε υπό του Ερτογρούλ, είχον ανακτήσει οι Έλληνες. Η μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων μάχη συνεκροτήθη παρά το Αγριτζέ (Άγριλλον;), έπεσε δε κατά ταύτην ο αδελφός του Οσμάν, Σαριγιάτι-Σαβουτζή, ανακηρυχθείς εις μάρτυρα και ταφείς παρά τι πεύκον, εις θέσιν καλουμένην και σήμερον ακόμη Κανδιλλή-τσάμ (ήτοι πεύκον λυχνοφώτιστον) εκ των επί του τάφου αναπτομένων άλλοτε λυχνιών. Εκ των Ελλήνων έπεσεν ο Καλανός (όν ο Χάμμερ διορθώνει εις Καλογιάννην) νεώτερος αδελφός του κυρίου της Μελαγγείας. Ο νεκρός υπέστη κατά διαταγήν του Οσμάν την ατίμωσιν του εντεροκοιλιάσματος και ερρίφθη βορά των κυνών. Η θέσις, όπου έπεσεν ο ηρωϊκός έλλην, καλείται και σήμερον εισέτι «Ίτ-ιτσινί» (εντόσθια σκύλλου). Ούτως ο Οσμάν κατέκτησε τω 1288 μετά την Ινεγκιόλ και την Μελάγγειαν (Καρατζά-χισάρ), δοθείσαν εις αυτόν ως τιμάριον υπό του σουλτάνου του Ικονίου ομού μετά των εμβλημάτων της ηγεμονικής εξουσίας, ήτοι σημαίας, τυμπάνου και ιππουρίδος, κομισθέντων υπό του Άκ Τιμούρ, ανεψιού του Οσμάν. Η κατάκτησις λοιπόν της περί την Ινεγκιόλ χώρας δύναται να θεωρηθή ως η αρχή της ιστορίας της Τουρκίας, ως κράτους ανεξαρτήτου. Ν.ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ».
Από: Δρανδάκη Παύλου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος δεύτερος (Αθανασία ψυχής-Ακαδημεικός), έκδοσις Δευτέρα, Αθήναι 1926, σελίδες 753-754.
[2]. Πιθανώς πρόκειται για το Σαριχαλίλ. Αναλυτικότερα για το Σαριχαλίλ της εποχής εκείνης:
«Σαρί-Χαλίλ [Γεωγρ.]. Χωρίον της Γαλατίας εν Μικρά Ασία, ανατολικώς του Σαγγαρίου, κατοικούμενον υπό Κούρδων και Τούρκων. Τα παρ’ αυτώ υψώματα κατέστησαν ονομαστά εκ των σκληρών αγώνων, ούς προς άλωσιν αυτών συνήψε κατά των Τούρκων της 18 Αυγούστου 1921 το 2/39 σύνταγμα ευζώνων της ΙΙΙ ελληνικής μεραρχίας, υποστηριζόμενον υπό μοίρας ορειβατικού πυροβολικού. Καταδιώκον το σύνταγμα τούτο προς την κατεύθυνσιν ταύτην τους από της πρώτης αμυντικής τοποθεσίας (Γόρδιον-Γιλδίζ-Σαμπάντζα-Ταμπούρ Ογλού-Καλέ Γκρότο) υποχωρήσαντας, μετά την πτώσιν του οχυρού της Σαπάντζας, Τούρκους, προσέκρουσεν εις ισχυράν αντίστασιν αυτών επί των υψωμάτων του Σαρί Χαλίλ. Τετράκις ταύτα περιήλθον εις το 2/39 σύνταγμα ευζώνων, καταλαβόν και 4 πυροβόλα και συλλαβόν και 300 αιχμαλώτους και τετράκις απωλέσθησαν, πεσόντος εκεί ηρωϊκώς και του διοικητού του συντάγματος Βλ. Καραχρίστου, επί τέλους δε έμειναν τα υψώματα εις χείρας των ευζώνων, απωσθέντων των Τούρκων βορειότερον προς Μποϊμπούρτ. Τα ειρημένα υψώματα του Σαρί Χαλίλ απετέλουν σπόνδυλον ορεινόν, εφ’ ού ηρείδετο η Δευτέρα αμυντική τοποθεσία των Τούρκων προς ανατολάς του Σαγγαρίου κατά την προς Σαγγάριον-Άγγυραν επιχείρησιν της ελληνικής Στρατιάς (Αύγουστος 1921). Η γραμμή αύτη προσδιωρίζετο ως εξής: Στενωπός Πολατλί-Κορσακλί-Σαρί Χαλίλ-Τσάλ δάγ-Καρά Χόντζα-Μπουγιού Τσαλίς. Ν.Σ.».
Από: Δρανδάκη Παύλου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος εικοστός πρώτος (Ραβέννα-Σκούδον), έκδοσις Δευτέρα, Αθήναι 1926, σελίδα 568.
[3] Πρόκειται για το Εσκί Πολατλί.
[4] Για τον ηρωϊκό Συνταγματάρχη Βλάση Καραχρήστο οι πηγές αναφέρουν τα εξής:
ΑΜεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια στον 4ο τόμο της αφιερώνει δύο λήμματα, στα οποία αναγράφονται:
1) «Καραχρήστος Βλάσιος του Αθανασίου, συνταγ. πεζ., γεν. το 1867 εν Χαλκιοπούλω, μετ. πολ. 97, 12-13 και 20-22, εφονεύθη εν Μ. Ασία την 21 Αυγούστου 1921» ΜΣΝΕ τόμος 4, σελίδα 284.
2) «Καραχρήστος Βλάσιος του Αθανασίου. Συντ/χης πεζ., Εγεννήθη εις Χαλκιόπουλον Βάλτου Αιτωλ/νίας. το 1867. Μετέσχε των εκστρατειών 97, 12-13 και 17-21. Εφονεύθη μαχόμενος εν Καρά Μπουγιούκ Μ. Ασίας την 20 Αυγούστου 1921» ΜΣΝΕ τόμος 4, σελίδα 63.
Β)Στο δίτομο έργο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αγώνες και Νεκροί 1830-1930 αναγράφεται: «Καραχρήστος Βλάσιος του Α. Συντ/ρχης πεζ., γεν. εις Αμφιλοχίαν, εφονεύθη 1921 Αυγούστου 20 εις Καρακουγιού» Αγώνες και Νεκροί 1830-1930, τόμος 2, σελίδα 6.
Γ)Για τις συνθήκες θανάτου του και τον επικό αγώνα του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων αναγράφονται στην έκδοση της Διεύθυνσης ιστορίας Στρατού:
«Ο Διοικητής του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων, εις την διάθεσιν του οποίου έθεσεν η Μεραρχία διλοχίαν του εφεδρικού της ΙΙ/6 Τάγματος, επιτυχών να συγκρατήση τα εν υποχωρήσει τμήματα, αφού ενίσχυσε ταύτα διά της εφεδρείας του, τα εξαπολύει εκ νέου εις επίθεσιν και με την υποστήριξιν του πυροβολικού καταλαμβάνει και πάλιν τον λόφον. Αλλ' ευθύς αμέσως επακολουθεί νέα σφοδρά βολή του Τουρκικού πυροβολικού κατά του λόφου, όστις εγκαταλείπεται υπό των ευζώνων και επανέρχεται υπό την κατοχήν των Τούρκων. Επεμβαίνει και πάλιν ο Διοικητής του Συντάγματος. Ούτος βοηθούμενος υπό των αξιωματικών του, των Επιτελών της μεραρχίας και του Διοικητού πυροβολικού, ανασυντάσσει τα τμήματά του και μετά δραστικήν βολήν του πυροβολικού, εξαπολύει νέαν επίθεσιν και καταλαμβάνει διά τρίτην φοράν τον λόφον. Αλλ' ενώ περιεφέρετο μεταξύ των ευζώνων του διά να τους εμψυχώση, ο ήρως ούτος Συνταγματάρχης Καραχρήστος Βλάσιος, τραυματίζεται θανασίμως. Οι Τούρκοι μετ' ου πολύ επαναλαμβάνουν τον βομβαρδισμός του λόφου, όστις και πάλιν εγκαταλείπεται, περιελθών διά τρίτην φοράν εις χείρας των Τούρκων, οίτινες προωθούνται ήδη νοτιώτερον, καταλαβόντες και έτερον ύψωμα, περί τα 1200 μέτρα νοτιοανατολικώς του πρώτου. Εκεί όμως δέχονται πλευρικά πυρά πεζικού και σφυροκοπούνται υπό του πυροβολικού, δι' ό αναγκάζονται να το εγκαταλείψουν. Τμήματα ευζώνων έσπευσαν αμέσως να επανακαταλάβουν το εγκαταλειφθέν υπό των Τούρκων ύψωμα και ορμώμενοι εκ τούτου, επιχειρούν τετάρτην έφοδον κατά του ωργανωμένου λόφου. Υποστηριζόμενα υπό πυκνού πυρός πυροβολικού, καταλαμβάνουν περί την 11.00 διά τετάρτην φοράν τον λόφον τούτον, όστις απεκλήθη τότε Λόφος Καραχρήστου, εις μνήμην του ενδόξως πεσόντως Συνταγματάρχου. Οι Τούρκοι ενήργησαν νέον βομβαρδισμόν, αλλ' ουχό έντονον αυτήν την φοράν, ουδ' επεχείρησαν νέαν αντεπίθεσιν, του λόφου παραμείναντος οριστικώς υπό την κατοχήν του 2/39 Συντάγματος. Η Χ μεραρχία, διαταχθείσα υπό του Γ΄ Σώματος στρατού ν' ανακουφίση το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων, στρέφουσα έν των ταγμάτων της προς τα υψώματα του Σαριχαλίλ και συντρέχουσα τον αγώνα του διά της Μοίρας Βαρέος Πυροβολικού, περιωρίσθη να ενισχύση τον αγώνα του Συντάγματος Ευζώνων διά των πυρών μιάς πυροβολαρχίας......
Την εσπέραν η ΙΙΙ Μεραρχία ανέφερεν εις το Γ΄ Σώμα Στρατού ότι είχε κλονισθεί το ηθικόν του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων, λόγω των πολλών απωλειών, ελαττωθείσης αισθητώς της δυνάμεώς του και ότι δεν ηδύνατο να βασισθή επί της μαχητικής ικανότητος της μονάδος ταύτης δι' αμέσους επιχειρήσεις. Αι απώλειαι του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων κατά την 18ην, 19ην και 20ην Αυγούστου ανήλθον εις 30 αξιωματικούς και 545 οπλίτας. ότι τα διατιθέμενα πυρομαχικά πυροβολικού ήσαν ελάχιστα, μη υπερβαίνοντα τα 500 βλήματα πεδινού πυροβολικού, τα 200 ορειβατικού των 7,5 και τα 700 των 6,5 και ότι υπό τας συνθήκας ταύτας η Μεραρχία δεν θα ήτο εις θέσιν προσωρινώς να ενεργήση τι άξιον λόγου, έχουσα ανάγκην ανασυγκροτήσεως». Από: Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν, τόμος πέμπτος, Επιχειρήσεις προς Άγκυραν 1921, Αθήναι 1965, σελίδες 249, 250, 251.
«Η ΙΙΙ Μεραρχία προχωρεί πέραν του Κορσακλί και απειλεί τον ισχυρώς επί του Μπαϊμπούρτ κατέχοντα τας θέσεις του εχθρόν. Επιτίθενται λυσσωδώς εναντίον της συνεχούς ωχυρωμένης εχθρικής γραμμής τα Συντάγματα 12ον Πεζικόν και 2/39 ευζωνικόν. Οι Τούρκοι αντεπιτίθενται λυσσωδέστερον πεντάκις∙ και μετά την απόκρουσιν της πέμπτης αντεπιθέσεώς των οι Έλληνες καταλαμβάνουν τας έναντι περιβολάς εις το χωρίον Καρακουγιού. Αλλ’ η νίκη εξαγοράζεται δια δεινής απωλείας. Φονεύεται ο αληθής ήρως διοικητής του 2/39 Ευζώνων Συνταγματάρχης Καραχρήστος, βληθείς υπό σφαίρας, και συγχρόνως τραυματίζονται θανασίμως ο άλλος ήρως διοικητής του 12ου Πεζικού Συντάγματος Σουμπασάκος και ο υπασπιστής του…
Ετο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ (αριθμός φύλλου 8931/Τετάρτη 25-08-1921) αναγράφεται:
«ΒΛΑΣΣΗΣ Α. ΚΑΡΑΧΡΗΣΤΟΣ
Συνταγματάρχης του Πεζικού, Διοικητής του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων
Έπεσεν ηρωϊκώς επί κεφαλής του Συντάγματός του κατά την γιγαντομαχίαν του Σαγγαρίου. Εγγονός του στρατηγού Νικολ. Στράτου επεδόθη από νεαράς ηλικίας εις το στρατιωτικόν στάδιον. Δεν εγένετο μάχη του ελληνικού στρατού της οποίας δεν μετέσχε. Επιλοχίας μετέσχε του πολέμου 1897 διακριθείς δια την τόλμην του κατά τας μάχας Ανωγείου και Γριμπόβου.
Κατά τον βαλκανικόν πόλεμον ως υπολοχαγός διοικητής λόχου μετέσχε των μαχών Ελλασώνος Σαρανταπόρου Αικατερίνης Γιανιτσών Οστρόβου Κορυτσάς Αετοράχης Ιωαννίνων. Κατά τον βουλγαρικόν πόλεμον έλαβεν επίσης ως διοικητής λόχου μέρος εις τας μάχας Κιλκίς-Λαχανά Μπέλε Κρέσνας Τσουμαγιάς Ονιάρ-Μαχαλά ένθα ετραυματίσθη ελαφρώς.
Ανήκε εις τους ανδρείους του ηρωϊκού Βελισσαρίου.
Εκραγείσης της επαναστάσεως της Βορείου Ηπείρου έσπευσεν εκ των πρώτων εθελοντής εις τον αγώνα και αναλαβών την οργάνωσιν και διοίκησιν του Συντάγματος Δελβίνου, της μόνης τακτικής μονάδος της Αυτονόμου Ηπείρου ωδήγησεν αυτήν εις το πύρ και διεξήγαγε την άμυναν της Μονής Τσέπου. Αποταχθείς υπό της Κυβερνήσεως βενιζέλου εισήχθη εις το Στρατοδικείον επί εσχάτη προδοσία διά συμμετοχήν του εις συνομωσίαν αλλ' ηθωώθη. Ετοποθετήθη τη αιτήσει του εις τον στρατόν της Μικράς Ασίας. ως διοικητής του 37ου Συντάγματος του Σώματος Στρατού Γ. Πολυμενάκου μετέσχε κατά το πρ΄ψτον στάδιον των μαχών Ακτσέ Μπαγλί Τανλί και της μεγάλης μάχης Εσκή Σεχήρ (θέσις Μουνταλέμπη Μπός ντάγ) δι' άς ετιμήθη δι' επάινου του διοικητού της 7ης Μεραρχίας και διά χρυσού αριστείου ανδρείας. κατά την επιχείρησιν της Αγκύρας ανετέθη εις αυτόν η διοίκησις του 2/39 Ευζωνικού Συντάγματος. Τον τρόπον καθ' ον έδρασε και απέθανε ο όσον ανεπίδεικτος, τόσον ηρωϊκός Συνταγματάρχης μαρτυρεί το προς τον εξάδελφόν του κ.Νικ. Στράτον τηλεγράφημα του Αρχιστρατήγου Παπούλα έχον ως εξής:
<Νικ. Στράτον
Αθήνας
Δια τον ηρωϊκόν θάνατον Συνταγματάρχου Βλάση Καραχρήστου πεσόντος επί κεφαλής Συντάγματός του κατά την γιγαντομαχίαν εκπορθήσεως οχυρωτάτων ορεινών γραμμών εχθρού, συλλυπούμαι εκ βάθους ψυχής. λυπούμαι μεν διά την απώλειαν πολυτίμου φίλου αλλ' εν αυτώ υπερηφανεύομαι διά την δόξαν και το κλέος εντίμου στρατιώτου.
Α.Παπούλας>».
[5] Ο Βαγγέλης, αδελφικός φίλος του Δημητρίου Παπανικολάου από την Τσούκα, που σκοτώθηκε στη συγκεκριμμένη μάχη είναι ο Ευάγγελος Ζορμπάς. Στην ταυτοποίησή του βοήθησε και ο κ.Τάσος Παπανικολάου. Στην έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αγώνες και Νεκροί 1830-1930, τόμος Β΄, σελίδα 81 αναγράφεται: «Ζορμπάς Ευάγγελος του Α. δεκανεύς γεν. εις Τσούκαν Φθ/κίδος, εφονεύθη 1921 Αυγούστου 18 εις Καρακουγιού». [Βλέπε και Φθιώτες νεκροί 1919-1922 (Μικρασιατική Εκστρατεία)]. Στην πραγματικότητα ο άτυχος Δεκανέας πολυβόλων Ζορμπάς δεν φονεύθηκε στο Καρακουγιού αλλά στην οπισθοχώρηση και στη νυχτερινή μάχη που ακολούθησε στο «Μαύρο λόφο», με τον τρόπο που περιγράφει ο Δημήτριος Παπανικολάου.
[6] Μουχτάρης είναι ο Kοινοτάρχης (τουρκ. Muhtar).
[7] Η λέξη σούρτι μας είναι άγνωστη και σαν ιδιωματισμός της περιοχής της Φθιώτιδας. Η πιθανότερη ερμηνεία του εδαφίου αυτού είναι ότι εφαρμόσθηκε τακτική καμένης γης για την αποφυγή παρενόχλησης από τον τουρκικό στρατό.




ΕΙΚΟΝΕΣ



 Εικ.1. Τα Μουδανιά (τουρκ. Mudanya) σε παλιά φωτογραφία.




Εικ.2. Έλληνες στρατιώτες παρουσιάζουν όπλα στην Προύσα στις 8 Ιουλίου 1921. 
Η φωτογραφία προέρχεται από την ομάδα ESKİ BURSA RESİMLERİNE HASTA OLANLAR σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης (facebook).




Εικ.3. Έλληνες στρατιωτικοί στην Προύσα. Ο Λοχαγός Ασημακόπουλος και ο Υπολοχαγός Πανταζής (τουρκικά: BURSA'DAKI YUNAN 3. KOLORDUSUNA BAĞLI ASKERİ PERSONEL YÜZBAŞI ASIMAKOPOULOS, TEĞMEN PANTAZIS). Η φωτογραφία προέρχεται από την ομάδα ESKİ BURSA RESİMLERİNE HASTA OLANLAR σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης (facebook).
Η έρευνα για την ταύτιση των παραπάνω αξιωματικών είναι εξαιρετικά δύσκολη. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αναζητήσουν στοιχεία στους εξής συνδέσμους:
1)Λοχαγός Ασημακόπουλος: ΜΣΝΕ, τόμος 2, σελίδα 416.
2)Υπολοχαγός Πανταζής: ΜΣΝΕ, τόμος 5, σελίδα 472.





Εικ.4. Αναμνηστική φωτογραφία Ελλήνων αξιωματικών στην Προύσα στις 14 Απριλίου 1922. (τουρκικά: YUNAN SUBAYLARI BURSA HATIRASI POZU VERİRKEN / 14.04.1922). Η φωτογραφία προέρχεται από την ομάδα ESKİ BURSARESİMLERİNE HASTA OLANLAR σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης (facebook).
Η ίδια ακριβώς φωτογραφία (!) υπάρχει στο φθιωτικό ιστολόγιο http://gardikiomilaion.wordpress.com. στην ανάρτηση με τίτλο: Γαρδικιώτες στο στρατό (Men in Army).
Όπως μας ενημέρωσε ο διαχειριστής του ιστολογίου, τον οποίο και ευχαριστούμε, ο αξιωματικός στο μέσον καταγόταν από το Γαρδίκι Ομιλαίων και είναι ο "Αναγνωστόπουλος Γεώργιος του Ελευθερίου, γεννηθείς το 1888, Λοχαγός Πεζικού. Πολέμησε το 1912-13 & 1917-23. Αποστρατεύθηκε 15-12-1923. Πέθανε το 1979". Πράγματι και στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2, σελίδα 410 αναγράφεται: "Αναγνωστόπουλος Γεώργιος του Ελευθερίου, Λοχ. Πεζ. Εγενν. εν Γαρδικίω Φθιώτιδος το 1888. Μετέσχε πολ. 1912-13, 1917-23. Απεστρ. το 1923 15 Φεβρ.".




 Εικ.5. Το μουσείο του Καραγκιόζη σήμερα.



 Εικ.6. Το παλιό Αγγελόκωμα (τουρκ. İnegöl).


 Εικ.7. Η ελληνική μητρόπολη του Εσκί Σεχίρ.



 Εικ.8. Καταυλισμός ευζώνων (πιθανώς του 2/39 Συντάγματος) στο Εσκί Σεχίρ τον Ιούλιο του 1921.



 Εικ.9. Η αγορά του Εσκί Σεχίρ.



 Εικ.10. Γίδα Αγκύρας.



 Εικ.11. Το πεδίο της μάχης του Εσκί Πολατλί σήμερα.



 Εικ.12. Επίθεση τμήματος του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων στο Καρακουγιού.




Εικ.13. Έλληνες στρατιώτες μάχονται στους βράχους του Καρακουγιού. Δυστυχώς η ποιότητα της εικόνας είναι κακή και μόλις αμυδρά διακρίνονται οι φιγούρες των στρατιωτών και το πετρώδες έδαφος.




Εικ.14. Ο Διοικητής του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων Συνταγματάρχης Βλάσης Καραχρήστος από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ (αριθμός φύλλου 8931/Τετάρτη 25-08-1921).




 Εικ.15. Ο Διοικητής του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων Συνταγματάρχης Βλάσης Καραχρήστος.




Χάρτης. Οι μάχες ανατολικά του Σαγγάριου ποταμού και η διάταξη των αντιπάλων δυνάμεων. (πηγή: Διεύθυνσις ιστορίας Στρατού, Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν, τόμος πέμπτος, Επιχειρήσεις προς Άγκυραν 1921, Μέρος Α΄, Αθήναι 1965).





ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ



Εικ.10: Από: Δρανδάκη Παύλου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος πρώτος (Α-Αθανασία), έκδοσις Δευτέρα Αθήναι 1926, σελίδα 412.
Εικ.12: Από: www.elia.org.gr



ΠΗΓΗ


Οικογενειακό αρχείο Αναστασίου Παπανικολάου.







Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Απομνημονεύματα Δημητρίου Γ. Παπανικολάου. Μέρος Δ΄


Στο Δ΄ Μέρος των Απομνημονευμάτων του ο Δημήτριος Παπανικολάου περιγράφει:
-Την άφιξη στη Σμύρνη και μετάβαση στη Μαγνησία.
-Τη μετάβαση και παραμονή στο Παπαζλί.
-Τη μάχη του Παπαζλί.
-Τον εορτασμό του Πάσχα 1920 στο Σουσουρλού Μαγνησίας.
-Τη μάχη και κατάληψη του Τατάρκιοϊ.
Κάποια από τα γεγονότα αυτά περιγράφονται και από το Χρήστο Αλεξόπουλο στο Ημερολόγιό του : Πολεμικό Ημερολόγιο του Χρήστου Αλεξόπουλου (Απόσπασμα 3).
Από το κείμενο των απομνημονευμάτων του Δημητρίου Παπανικολάου αντλούνται σημαντικές πληροφορίες:
α) Η μαρτυρία του για το Θύμιο Γάκη αποτελεί ντοκουμέντο. Επιβεβαιώνει το θάνατο του πρώην λήσταρχου και αργότερα καπετάνιου στο Παπαζλί και την ταφή του στη Μαγνησία. Μάλιστα μεταβαίνοντας στο Παπαζλί με το τμήμα του, συνάντησαν στο δρόμο το κάρο με τη σορό του Θύμιου Γάκη, το οποίο μετέβαινε στη Μαγνησία.
β) Σημαντική είναι η αναφορά του για Φθιώτες εγκατεστημένους σε χωριά της Μαγνησίας (Παπαζλί, Κόλντερε, κ.ά.). Για το θέμα αυτό βλέπε και Φθιώτεςμετανάστες στη Μικρά Ασία (18ος αι. – 1922).
γ) Στη μάχη για την κατάληψη του Τατάρκιοϊ ο Δεκανέας Δημήτριος Παπανικολάου βρίσκεται δίπλα στον Ταγματάρχη Στέφανο Σαράφη, μετέπειτα στρατιωτικό διοικητή του ΕΛΑΣ. Μάλιστα είναι αυτόπτης μάρτυρας του θανάτου του εφέδρου Ανθυπολοχαγού ή Ανθυπασπιστή Σκούρα Ιωάννη από την Τσούκα (βλέπε υποσημείωση 9).
Ακολουθεί το κείμενο:


B΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ 5/42 ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΥΖΩΝΩΝ


4. Μικρασιατική Εκστρατεία

Άφιξη στη Σμύρνη
Φθάσαμε στη Σμύρνη στις 10 Ιουνίου. Μόλις αποβιβαστήκαμε, οι Έλληνες της Σμύρνης, που ήτανε η πλειονότης, μαζεμένοι στην παραλία μας ζητωκραυγάζανε και χτυπούσανε παλαμάκια.
Περιεργάζοντας από το πλοίο τη Σμύρνη, ήτανε ακριβώς όπως ο Βόλος με το Πήλιο και τα χωριά(Εικ.1). Ακριβώς και η Σμύρνη με τα απάνω τα χωριά, τον Μπορνόβα και άλλα. Και το ωραίο προάστιο αριστερά της Σμύρνης το Κορδελιό (Εικ.2). Εκεί παραθέριζε η αριστοκρατία της Σμύρνης κάνοντας τα μπάνια τους το καλοκαίρι.
Αποβιβαστήκαμε εν μέσω των «ζήτω» και των παλαμάκιδων. Κατασκηνώσαμε προσωρινώς εις ένα χώρο και χωθήκαμε στην πόλη να την γνωρίσουμε.

Στο «Καφέ-Φώτη»
Βαδήσαμε την ωραία παραλία που είχε και τράμ με άλογα (Εικ.3). Φθάσαμε με την παρέα μου στο τέρμα που ήτανε και το αριστοκρατικό. Είδα μία επιγραφή που έλεγε «Καφέ-Φώτη»[1]. Αμέσως μπαίνουμε μέσα. Ήτανε Έλληνες θαμώνες και Τούρκοι. Καθήσαμε σε ένα τραπέζι και παραγγείλαμε καφέ. Μας τον έφερε βαρύ γλυκό. Τον ήπιαμε και σηκωθήκαμε να φύγομε μήπως τυχόν είχε καμία μετακίνιση το τμήμα μας. Φωνάζομε το γκαρσόν να πληρώσομε, μου λέγει ότι είναι πληρωμένα από κάποιον Έλληνα. Μας τον έδειξε, τον ευχαριστήσαμε και φύγαμε για το τμήμα μας.

Η υποδοχή στον Μπουρνόβα
Την άλλη μέρα βαδίσαμε για τον Μπορνόβα (Εικ.4), πιο πάνω από τη Σμύρνη. Εκεί δεν είχε περάσει ακόμα στρατός ελληνικός. Μόλις φθάσαμε στην πλατεία του χωριού, που ήτανε όλοι Έλληνες, χύμηξαν απάνω μας άντρες, γυναίκες, κορίτσια! Να μας αγκαλιάζουν και να μας φιλούν κλέγοντας, νομίζοντας οι φουκαράδες πως πλέον ήτανε το τέλος της τυραννίας τους! Δυστυχώς όμως ήλθε αργότερα το τέλος το δικό τους….
Αμέσως λοιπόν μας γδύσανε μας πήρανε τα άπλητα και τα πλύνανε στο πί και φί. Τα σιδερώσανε, τα λευκάνανε που ήτανε μαύρα από τα κάρβουνα του παποριού. Μας τα φέρανε, δεν τα γνωρίζαμε από την μεγάλη ασπράδα που είχανε.
Μείναμε εκεί περίπου μία εβδομάδα. Στο μεταξύ αυτοί μας κουβαλούσαν φρούτα, γλυκά, φαγητά και ότι άλλο μπορούσανε να μας προσφέρουν. Τόσο ήτανε η αγάπη τους, που ακόμη και την καρδιά τους να μας δόσουν, που ήδανε και πάτησε ελληνικός στρατός στα χώματά τους. Την τόσο καλή υποδοχή δεν την συνήντησα σε άλλα μέρη που επισκέφθημεν αργότερα. Την έφερνα στο νου μου πάντοτε μέχρι σήμερα…..

Στη Μαγνησία
Από εκεί βαδίσαμε για την Μαγνησία, όπισθεν. Περάσαμε πορεία κάτι δύσβατα μέρη και πέσαμε στην πόλη της Μαγνησίας (Εικ.5,6). Μεγάλη πόλη αλλά λίγοι Έλληνες. Είχε απέραντο κάμπο, στη μέση μεγάλο ποτάμι και σιδηρόδρομο. Ερχότανε από τη Σμύρνη περνώντας από τη Μαγνησία, Φιλαδέλφεια, Ουσάκ, Αφγιόν Καραχισάρ, Εσκή Σεχήρ.
Ο κάμπος ήτανε όλο αμπέλια και οπορωφόρα δέντρα. Πιο πέρα από τη Μαγνησία ήτανε τα αρχαία ερείπια των Σάρδεων, πρωτεύουσα πότε των Ελλήνων και πότε των Περσών. Στας παρυφάς της πεδιάδας ήτανε πολλές συκοκαλλιέργειες. Τα ξερένανε για το εμπόριο.
Μείναμε εκεί αρκετές μέρες. Μία ημέρα ο Λόχος μου, η δευτέρα πολυβολαρχία δηλαδή που είχε ανασυνταχθεί και πάλι καλά, κάναμε πορεία προς το άνω μέρος της Μαγνησίας. Βγάλαμε και φωτογραφία όλος ο Λόχος, αναμνηστική (Εικ.7). Πήραμε όλοι από μία ως ενθύμιο. Την κρατούσα μέχρι την Κατοχή των Γερμανών, οπότε κάηκε μαζί με το σπίτι.
Γυρνώντας τώρα στην πόλη, με πέρνανε οι αξιωματικοί των Λόχων σαν διερμηνέα και πηγαίναμε στην αγορά. Ψωνίζαμε τρόφιμα, κρέατα και ζαρζαβατικά.

Ο Τούρκος πρόσφυγας από τη Λάρισα
Όταν είχα την ευκαιρία πήγαινα και καθόμουνα στα τούρκικα καφενεία. Μου άρεσε να κουβεντιάζω με τους Τούρκους που έζησα τόσα χρόνια μαζί τους στην Πόλη και τους συμπαθούσα.
Μια μέρα περνούσα απόξω από ένα καφενείο συνοικιακό (Εικ. 8). Βλέπω ένα γέρο και καθότανε απέξω μόνος του. Κάθησα δίπλα του για να του πιάσω κουβέντα για πλάκα. Αμέσως μου δίνει την ταμπακέρα του για τσιγάρο, οι Τούρκοι ως πρώτη δουλειά τους ήτανε να σου προσφέρουν την ταμπακέρα τους, για να αποκτήσουν τη συμπάθειά σου. Έκαμα τσιγάρο και πιάσαμε κουβέντα. Με ρωτά:
-Από ποιο μέρος είσαι παιδί μου; «Σνέρα λύσε ογλούμ», δηλαδή «από πού είσαι παιδί μου;» [Nerelisiniz oglum].
Του λέγω:
-Από το Ζητούνι, δηλαδή τη Λαμία.
-Εγώ, μου λέγει, είμαι από το Γενησεχίρ, τη Λάρισα δηλαδή. Όταν ήλθαν οι Έλληνες εκεί, έφυγα για τη Θεσσαλονίκη. Όταν ήλθανε και εκεί οι Έλληνες, ήλθα εδώ. Τώρα ήλθατε κοντά μου και εδώ! Δεν φεύγω τώρα για παραπέρα. Γέρασα και όπως βλέπω τα πράγματα, πάει η Τουρκία χάθηκε.
Και πράγματι τότε η Τουρκία ήτο τελείως διαλυμένη. Στρατός δεν υπήρχε πουθενά. Αν ήθελαν οι Σύμμαχοί μας θα πέρναμε και την Κωνσταντινούπολη….

Επίθεση Τσετών στο Παπαζλή. Ο θάνατος του Θύμιου Γάκη
Όταν ήμασταν στην Μαγνησία, άρχισαν προς τα πέρα να σχηματίζουνε το τούρκικο αντάρτικο, οι λεγόμενοι Τσέτες. Τακτικός στρατός δεν υπήρχε πουθενά.
Άρχισαν λοιπόν τις επιδρομές τους από το χωριό Παπαζλή, έξη ώρες μπροστά από τη Μαγνησία. Πιάσανε μάχη με τους κατοίκους του χωριού που ήτανε Ελληνικό. Κρατήσανε γερά οι Έλληνες. Για καπετάνιο είχανε το ΘύμνιοΓάκη[2] φυγάς από το Μέτσοβο. Είχε κλέψει κάποια συγγενή του Αβέρωφ. Τον καταδίωξαν και κατέφυγε στο Παπαζλή, όπου παντρεύθηκε. Είχε γυναίκα και παιδιά. Πολέμησε λοιπόν, παροτρύνοντας και τους άλλους καταπάνω τους, φωνάζοντας:
-Ζήτω η Ελλάδα!
Πυροβολώντας από μανία κατά των Τούρκων, ώσπου τους νίκησαν. Αλλά τελευταία τον πήρε μία σφαίρα και σκοτώθηκε. Εν τω μεταξύ πριν από εμάς πήγε ένα τμήμα από τη Μαγνησία να τους βοηθήσει αλλά δεν πρόλαβε. Έτσι πήρανε το πτώμα του Θύμνιου Γάκη να το φέρουνε στη Μαγνησία να το θάψουνε με τιμές.
Εν τω μεταξύ διατάχθη το Τάγμα μας με διοικητή τον Κατσαρέλη [3] να πάμε να μείνομε μόνιμα προφυλακές στο Παπαζλή.

Διέλευση από Σουσουρλού
Βαδίζοντας προς τα εκεί, στο χωριό Σουσουρλού, συναντήσαμε το τμήμα που επέστρεφε μέσα σε ένα κάρο το πτώμα του Θύμνιου Γάκη. Το χωριό αυτό ήτανε όλο Ελληνικό, πολύ γόνιμο. Θυμάμαι περνούσαμε στον δρόμο και δεξιά-αριστερά πολλά καρπούζια. Οι στρατιώτες βγάζανε τα ξίφη τους και τα δοκιμάζανε. Πέρνανε τα καλύτερα και τα τρώγανε, όπως κι εγώ.

Διέλευση από Κόλντερε
Περνούμε ένα άλλο χωριό Κόλταρη και αυτό ελληνικό. Φυγάδες όλοι, Μανιάτες. Ήχανε πολλά ταβερνάκια. Μάλιστα είχε ταβέρνα κι ένας από την Τσούκα, ο περιβόητος Πλιάγγος, ο οποίος μετά έκανε τον πραματευτή στα χωριά μας.

Στο Παπαζλί
Μετά μία ώρα φθάσαμε στο Παπαζλή (Εικ.9). Μας υποδέχτησαν όλο το χωριό. Ήτανε αρκετά μεγάλο με ωραία μαγαζιά, καφενεία καθώς και μεγάλο εμπορικό των αδελφών Αφοί Σαμιώτη. Άλλοτε πηγαίνανε και οι Τούρκοι των γύρω χωριών και ψωνίζανε. Εκεί βρήκαμε και το Σουσούρη, τον μετέπειτα καθηγητή στη Μακρακώμη. Επίσης πήγαν όλοι οι Αξιωματικοί και συνελυπήθησαν τη γυναίκα του Θύμνιου Γάκη.
Όλος ο στρατός στρατονίσθηκε στα σπίτια, ευγενώς προσφερόμενα από τους κατοίκους. Βγάλαμε όμως προφυλακές σε κέρεια σημεία για την ασφάλειά μας.
Το γραφείο του Λόχου μας το ήχαμε στην πλατεία. Κοντά έμενε ο Λοχαγός και ο Επιλοχίας. Δεν με στείλανε στο στοιχείο μου, ως Δεκανέα πολυβόλων που ήμουνα, χάριν της παρέας και φιλίας που είχαμε κατά την εκστρατεία της Ρωσίας, που τους φρόντιζα για τροφές και άλλα. Με κράτησαν στο γραφείο να βοηθώ τον σιτιστή και να λογοκρίνω τα γράμματα των στρατιωτών, που στέλνανε στα σπίτια τους. Εμένα δεν μου άρεσε να διαβάζω ξένο γράμμα. Κατ’ ανάγκη άνοιγα 2-3 και τα άλλα τα σφράγιζα.
Καθόμουν λοιπόν χωρίς μεγάλη απασχόληση. Έκανα παρέα δίπλα μας τον τσαγγάρη του Λόχου μας, Γεώργιο Τσαδήμα από τη Λάσπη. Γύριζα στην πλατεία συζητώντας με τους κατοίκους πως τα περνούσαν με τα γύρω χωριά, τους Τούρκους. Μου λέγανε πως τα περνούσανε πολύ καλά. Συνεργαζότανε σε όλα, τους εκμεταλευότανε σε όλα διότι είχανε πολλά περιβόλια και μαγαζιά.
Καλλιεργούσαν σε μεγάλο βαθμό καπνά. Είχανε και εθήματα καλά. Είχανε το έθιμο όποιος αρμαδιάσει τις περισσότερες αρμάδες, πήγαινε στο καφενείο και κρεμούσε στο κέντρο του καφενείου την βελόνα του. Όταν την άλλη μέρα τον περνούσε άλλος, την κατέβαζε και κρέμαγε τη δική του. Με αυτό το έθιμο δημιουργόταν συναγωνισμός και τελείωνε γρήγορα το αρμάδιασμα.
Στο Τάγμα μας ήτανε και ο Λοχαγός Γ.Μπουρδάρας[4] από τη Φουρνά, ο οποίος μετά έγινε υπουργός. Μείναμε εκεί σχεδόν περί τους 2 μήνες ανενόχλητοι, χωρίς να βλέπομε καμία κίνηση. Μόνο με τα κιάλια βλέπανε στο απέναντι τουρκοχώρι μικρές κινήσεις. Όμως αυτοί συγκέντρωναν δυνάμεις κρυφά. Επειδή το Παπαζλή ήτο μακρυά από τη Μαγνησία που ήτανε το Σύνταγμα, σχεδόν απομονωμένο, ενόμισαν πως θα μπορούσαν να μας αιχμαλωτίσουν, αν δε μη, να μας κάνουνε μεγάλες ζημίες.

Μάχη του Παπαζλί
Μία νύκτα μαζευτήκανε περί τους χίλιους, μισοί πεζοί και μισοί καβαλάριδες. Οι δικοί μας δύναμη ένα Τάγμα. Δεν έφτανε τους 500. Φθάσανε νύχτα και κυκλώσανε το χωριό ολόγυρα.
Πρωΐ-πρωΐ καθώς πηγαίναμε για ρόφημα άρχισαν να μας βάλουν από πάνω, που ήτανε ένα ύψωμα. Αμέσως κτυπάνε συναγερμό οι σαλπιγκτές και όλα τα τμήματα παρατάχτηκαν στις άκρες του χωριού. Άρχισαν να μας βάλουνε από τα υψώματα οι πεζοί και από τον κάμπο οι καβαλάρηδες. Η δική μας αντίσταση ήτο σθεναρά, ρίχνοντας αδιάκοπα σφαίρες και χειροβομβίδες. Τα πολυβόλα κελαϊδούσαν αδιάκοπα. Ο εφοδιασμός τους δεν έπαυε, κουβαλώντας οι χωριανοί κιβώτια με φυσίγγια.
Ο Λοχαγός μου, ο Επιλοχίας, εγώ, καθώς και το επιτελείο του Τάγματος πήγαμε στο άκρο του χωριού σε μία εκκλησία[5]. Ο Ταγματάρχης με ανέβασε στο καμπαναριό να βλέπω τις κινήσεις του πολέμου και να τις μεταδίδω. Πράγματι έβλεπα όλα τα σημεία των μαχών, που είχε ανάψει το πελεκούδι. Κυρίως το ιππικό τους κινείτο πέρα δώθε και ενεθάρρυνε τους πεζούς. Αλλά η μαχητικότης των δικών μας δεν κάμπτετο και συνεχιζότανε η μάχη. Κυρίως από το ύψωμα επάνω του χωριού μας κάνανε ζημιά σε τραυματίας.
Εγώ συνέχιζα να φωνάζω να ακούνε οι κάτοικοι τις εξελίξεις των μαχών. Εν τω μεταξύ περιμέναμε μήπως καμία βοήθεια. Αλλά πώς να έλθη, εφόσον μας κόψανε το τηλέφωνο. Ευτυχώς κάποιο φυλάκιο της Μαγνησίας άκουσε τις μάχες και ειδοποίησε το Σύνταγμα.
Αμέσως ο Πλαστήρας παίρνει το ιππικό του, που είχε καταρτίσει με τα άλογα της Ρωσίας, που αγοράσαμε με μία κουραμάνα το καθένα και έτρεξε προς βοήθειά μας.
Η αλήθεια είναι πως τα χρειαστήκαμε βλέποντας από το καμπαναριό τον μεγάλο όγκο των Τσέτηδων. Αλλά τα τμήματά μας κρατούσανε σθεναρά τη θέση τους, με την αγωνία που μας είχε καταλάβη όλους, τι μέλει γενέσθαι εάν καμφθούν οι προφυλακές.
Ο Ταγματάρχης βημάτιζε νευρικά στο πλακόστρωτο της εκκλησίας και όλο με φώναζε:
-Τι βλέπεις τώρα Παπανικολάου;
Τον ενημέρωνα συνεχώς αλλά τον έβλεπα ανήσυχο καθώς και το Λοχαγό μου που ήτανε μαζί με όλους τους Επιτελείς του Τάγματος. Μέσα σε αυτήν την αγωνία όλων μας, έλαμψε το πρόσωπό μου βλέποντας από τον δρόμο της Μαγνησίας να έρχεται ο Πλαστήρας με το ιππικό του. Αμέσως φωνάζω στον Ταγματάρχη:
-Έρχεται ο Πλαστήρας!
Και στάθηκε η καρδιά όλων μας, προτού μπη στο χωριό. Ήτανε ένα ύψωμα και από εκεί παρακολουθούσε την πορεία των μαχών. Κι εκεί είχαν δύναμη οι Τούρκοι αλλά μόλις είδανε το ιππικό το σκάσανε. Ήλθε μέσα συσκέφθη με τον Ταγματάρχη για τα μέτρα που είχε πάρει. Έδωσε και αυτός τις δικές του γνώμες.
Άρχισε αντεπίθεση που τους τσακίσανε κυριολεκτικά. Τους έβλεπα από το καμπαναριό που φεύγανε και φώναζα:
-Κτυπάτε τους φεύγουνε!
Για λίγο διάστημα χαθήκανε καθότι είδανε και τον Πλαστήρα με το ιππικό και τα χρειαστήκανε. Συνεκεντρώθη το Τάγμα έγινε απολογισμός και είχαμε 5 τραυματίες μόνον. Ενώ από αυτούς γέμισαν τα αμπέλια πτώματα διότι ήτανε επιτιθέμενοι. Έκτοτε ησυχάσαμε δεν ματα μας ενόχλησαν και περνάγαμε καλά.

Μία οικογένεια από το Παπαζλί
Γνωρίστηκα με μία καλή και ευκατάστατη οικογένεια. Είχε 2 κόρες και 2 αγόρια σχεδόν μεγάλα. Επειδή είχαν αρκετό σπίτι μου πρότειναν να πάμε το γραφείο εκεί και ούτως έγινε. Είπα στον συνομήλικό μου και αδελφικό μου φίλο Επιλοχία Καρακώστα. Δέχτηκε και εγκατασταθήκαμε εκεί. Μας περιποιόντουσαν τακτικά με τραπέζια. Με τα παιδιά τους και κορίτσια φερόμασταν σαν αδέλφια. Δεν άργησε όμως ο Επιλοχίας να τσιμπιθή κατάφορα με την μεγάλη αλλά ήτανε ντροπαλός και ντρεπότανε να εκδηλωθή. Εμπιστεύθηκε σε μένα την πάθησή του. Βλέποντας και εγώ τον κεραυνοβόλο έρωτά του ηναγκάσθην το έκαμα γνωστό στον πατέρα της και αρραβωνιάστηκαν. Μετά, όταν απολύθηκα εγώ, παντρεύτηκαν.
Με την καταστροφή της Μικράς Ασίας ήλθαν πρόσφυγες στη Λαμία. Του παραχώρησαν ένα δωμάτιο κοντά στην κλινική «Μητέρα», τότε χαμόσπιτα. Έμαθα που ήλθανε, μάλον με ειδοποίησαν. Και πήγα και τους βρήκα. Πέρασα από το ζαχαροπλαστείο και παράγγειλα γλυκά κώκ και τους πήγα. Μόλις με είδανε αναστενάξαν όλοι τους. Με αγγάλιασαν όλοι και με φιλούσανε διηγώντας τα χάλια τους που αφήσανε το νοικοκυριό τους.
Ο Καρακώστας εν τω μεταξύ είχε γίνει αξιωματικός και ήτανε στην Αθήνα μαζί με τη γυναίκα του. Κάθησαν λίγο καιρό στη Λαμία. Ήρθε ο γέρος στη Μακρακώμη και με βρήκε. Του έδωσα ότι μπορούσα και ένα σακκί κάρβουνα να ζεσταίνοντε. Μετά τους δόσανε χωράφια στην Κοζάνη και πήγανε εκεί.

Συνάντηση με τον Αλέκο Γρίβα από τη Μακρακώμη
Στο Παπαζλή λοιπόν μείναμε αρκετό καιρό. Μία μέρα πήγα να πάρω άχυρο για τα ζώα της πολυβολαρχίας μας από το χωριό Κόλτερα [Koldere] που ήτανε στο μέσο Μαγνησίας και Παπαζλή. Εκεί βρήκα τον Αλέκο Γρίβα, τον οποίο δεν εγνώριζα. Με ρώτησε αυτός:
-Από πού είσαι;
Του λέγω:
-Από τη Μακρακώμη.
-Δεν είσαι από εκεί διότι εγώ είμαι από εκεί και θα σε γνώριζα.
Του λέγω μετά:
-Από το Ροβολιάρι.
Μιλήσαμε αρκετή ώρα. Αυτός ήτανε στα τηλέφωνα του Συντάγματος κι έφτιαχνε τις γραμμές.

Πάσχα 1920 στο Σουσουρλού
Ξεχειμωνιάσαμε στο Παπαζλή. Την Άνοιξη παραμονές του Πάσχα αντικατασταθήκαμε και κατεβήκαμε στο Σουσουρλού[6]. Εκεί θα κάναμε το Πάσχα. Έπρεπε λοιπόν να βάψουμε αυγά για όλους τους στρατιώτας. Λέγει ο Λοχαγός:
-Άντε Παπανικολάου, πάρε λεπτά και 2 στρατιώτας και πάνε προς τα κάτω κατά το ποτάμι[7]. Εκεί είναι πολλά χωριά ελληνικά, όπως μου είπανε.
Αμέσως αναχώρισα με τα παιδιά και έφτασα σε ένα χωριό κοντά στο ποτάμι. Κι εκεί φυγάδες με πολλούς Ρουμελιώτες. Μόλις μπήκαμε στο καφενείο μας καλοσώρισαν όλοι. Μας κέρασαν καφέδες και άρχισαν να μας ρωτούν από πού είμαστε.
Τους λέγω:
-Εγώ είμαι από τη Λαμία.
-Ποιό χωριό;
Λέγω:
-Από τη Μακρακώμη.
Πετάγονται 3-4 και λέγουν:
-Εγώ είμαι από το Πλατύστομο
Άλλος λέγει:
-Εγώ είμαι από τη Γιαννιτσού.
Και άλλος δεν θυμάμαι…
Ο ένας λεγότανε Μπογιαντός. Μου λένε:
-Πώς ήλθατε στο χωριό μας;
Τους λέγω:
-Ήλθα για αυγά, να βάψομε για το στρατό.
Αμέσως στείλανε μερικά παιδιά και μαζέψανε αρκετά. Βγάζω να τα πληρώσω και δεν δεχτήκανε.
-Ντροπή μας, λένε, να πάρομε λεπτά από το στρατό μας.
Από εκεί περάσαμε απέναντι από το ποτάμι σε μεγαλύτερο χωριό. Τα ίδια και εκεί. Μας φέρανε και εκεί πολλά αυγά πρόθυμα όλοι. Νύχτωσε και μείναμε εκεί το βράδυ. Μας κάνανε τραπέζι στην ταβέρνα. Μας πότισαν και πολύ κρασί που είχαμε ζαλισθή. Μας πήγανε για ύπνο σε ένα δωμάτιο πεντακάθαρο στροματσάδα. Δίπλα μας βάλανε από ένα δοχείο χωμάτινο με νερό. Τη νύχτα ξύπνησα και το είπια όλο από την αναμάρα που είχα.
Το πρωΐ Μεγάλη Πέμπτη τα πήγα στο Σουσουρλού φορτωμένα σε ένα ζώο που ευγενώς προσεφέρθη να μας φέρη κάποιος γέρος. Σε αυτό το χωριό ήτανε φυγάς από εδώ ο Χαντσαρούλας ο Ζαφείρης αλλά δεν τον βρήκαμε, ήταν τσοπάνος. Θυμάμαι ήλθε τότε στην Μαγνησία να τον βρή το παιδί του ο Βασίλης, φορούσε κάτι τσαρουχάκια.
Μόλις τα πήγα στο γραφείο θαύμασε ο Λοχαγός που έφερα περισσότερα από όσοι ήμασταν στο Tάγμα και δόσανε και μερικά στο Σύνταγμα. Κάναμε ωραίο Πάσχα. Ψήσαμε και αρνιά, χορέψαμε. Στο λόχο μας είχαμε και τον μπαρμπα-Κώστα Σακελλάρη που κάθεται κοντά στο συμπέθερο Παντσούλα. Επίσης και έναν από την Καργιά που τον λέγανε Τηρτήγκα Ηλία.

Μάχη και κατάληψη του Τατάρκιοϊ
Εν τω μεταξύ μπροστά στο Σουσουρλού που μέναμε ήτανε ένα μεγάλο τουρκικό χωριό, το λέγανε Τατάρι[8]. Από εκεί μας ενοχλούσανε τακτικά. Αναγκαστήκαμε να τους διώξουμε αλλά δεν επιτρεπόνταν πυροβολικό, μόνο όπλα και πολυβόλα.
Κινήσαμε λοιπόν ένα πρωΐ ως παράταξη οι Λόχοι. Ήλθανε και τα άλλα τμήματα από τη Μαγνησία, 2 τάγματα. Εμένα ο Ταγματάρχης μου με ώρισε σύνδεσμο κοντά στον Ταγματάρχη Σαράφη, τον μετέπειτα αρχηγό του στρατού Ελάς. Άρχισε η μάχη και καιγότανε το πελεκούδι. Αυτοί είχανε κάμει και χαρακώματα και μας βάλανε καλλίτερα. Εμείς προχωρούσαμε πρηνιδόν καλυπτόμενοι από τας σούδας των χωραφιών. Είχανε ως και στο ντζιαμί του χωριού πολυβόλο και μας κτυπούσε. Προχωρώντας λοιπόν εγώ με το Σαράφη και ένας άλλος σύνδεσμός μας πέσαμε και οι δυό μας σε ένα νεροφάγωμα. Ο Σαράφης πίσω από μία γκορντσιά. Του λέγω:
-Κύριε Ταγματάρχη πέσε κάτω.
Οι σφαίρες ερχότανε βροχή. Μου λέγει:
-Καλά είμαι. Εδώ είναι η θέση μου.
Κοιτάζω να δω τον σύντροφό μου, σκοτωμένος στον τόπο. Τον πήρε μία σφαίρα στη μύτη και έμεινε στον τόπο. Διήρκεσε η μάχη μέχρι 3 ώρες. Όταν επί τέλους τους βγάλαμε και φεύγανε σαν κοπάδια. Μου λέγει ο Ταγματάρχης:
-Άντε λίγο Δεκανέα προχώρα. Πες εις τους Λόχους να σηκωθούν διότι βλέπω φύγανε.
Κοίταζε με τα κιάλια.
-Προχώρα, φωνάζω. Σηκωθείτε παιδιά φύγανε!
Άρχισαν λοιπόν να σηκώνοντε. Και μόλις σηκώθηκε ένας έφεδρος Ανθυπολοχαγός από την Τσούκα, κουνιάδος του Πιλάτου, τον παίρνει μία σφαίρα στο κεφάλι και έπεσε στον τόπο. Και ο φουκαράς ο Σκούρας ήτανε απολυόμενος[9]. Είχαμε αρκετούς τραυματίες και σκοτωμένους. Είχε απολυθή προ δέκα ημερών αλλά δεν του δίνανε το φύλο επειδή περιμέναμε αυτή την επιχείρηση καθώς και για τη δική μας ηλικία το δεκατέσσερο αργότερα, ενώ μας απόλυσε το υπουργείο. Μας κράτησαν ακόμη ένα μήνα ο Πλαστήρας με τον Κοντύλη. Ζητούσανε να τους στείλουνε στρατό από την Αθήνα και δεν στέλνανε διότι δεν είχαν πειθαρχία. Μένανε όλοι στην Αθήνα κουραμπγιέδες.
Τελείωσε η μάχη και καταλάβαμε το χωριό. Άρχισαν όλοι οι στρατιώτες τη λεηλασία και πέρνοντας όλοι πλιάτσικα από τα σπίτια. Από μία κότα ή πάπια όλοι στα χέρια. Εκεί αντάμωσα τον φίλο μου Ηλία Νέλα, τον μετέπειτα κουνιάδο μου με μία χήνα στα χέρια και μου λέγει:
-Εσύ δεν πήρες καμία;
Βγάζω και εγώ μία φυσεγγοθήκη και του τη δείχνω.
-Βλέπεις; Του λέγω. Σκότωσα ένα Τούρκο και την πήρα!
Ενώ την έβγαλα από έναν Τσέτα που ήτανε σκοτωμένος μέσα σε ένα χαράκωμα.

Απόλυση
Τελείωσε και αυτή η επιχείρηση και ανέλαβε κάποιο Τάγμα τον τομέα αυτόν. Εμείς πήγαμε πάλι στο Σουσουρλού. Καθήσαμε ένα μήνα. Ήλθε διαταγή να μας απολύσουν αλλά μας κρατούσαν με το έτσι θέλω κουφίζοντας στας διαταγάς του υπουργείου οι δύο Συνταγματάρχες Πλαστήρας και Κοντύλης, διότι δεν τους στέλνανε ενίσχυση από την Αθήνα. Τέλος με τα πολλά παράπονά μας εδέησαν να μας απολύσουν, αφού πρώτα κάναμε μία προέλαση για Φιλαδέλφεια[10] και εφόσον δεν βρήκαμε αντίσταση.
Φθάνοντας στο χωριό του Μπαράκη μας δώσανε τα απολυτήρια και μπήκαμε στο τραίνο που περνούσε από εκεί. Φθάσαμε στη Σμύρνη και από εκεί με το πλοίο στον Πειραιά και κατ’ ευθείαν στο σπίτι. Τότε ήτο ο Βασίλης με τη γυναίκα του τη μικρή Νίτσα και το παιδί του το Γιώργο. Επίσης ήτανε η μητέρα μας και η αδελφή μας Ζωή ανύπαντρη.
Χάρηκαν όλοι που εδέησε να απολυθώ έπειτα από τόσα χρόνια. Πήγαινα και εγώ στις δουλειές που ήχανε στα χωράφια. Άρχισα έκανα παρέα με τα παιδιά της ηλικίας μου. Κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία μαζευόμασταν πότε στο μαγαζάκι του γαμπρού μας Τάκη και πότε στου Γόγου. Κερνιώμασταν με κονιάκ ή τσίπουρο. Μπαίναμε στο κέφι και αρχίζαμε τα τραγούδια του τόπου μας καθώς και άλλα που είχαμε κλέψει από άλλες περιφέρειες, όπως κάποιος Κουφιώτης που τραγουδούσε τον Μενούσιαγα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

[1] «Τα κέντρα στην κοσμική παραλία της Σμύρνης, το ονομαστό «ΚΑΙ», ήταν:
το «Κράμερ» που διέθετε 2 ορχήστρες (ένα κουαρτέτο εγχόρδων και μια άλλη πιο ελαφρά) δίπλα το «Καφέ Φώτης» με 2 ορχήστρες (μία κλασική και μια με μαντολίνα) κατόπιν το «Καφέ Παρί» με τα γνωστά «Πολιτάκια» παραδίπλα ένα αντρικό στέκι με λαϊκά όργανα…..». από το σύνδεσμο: Μουσική και Μουσικοί από τη Σμύρνη.
[2] Για το Θύμιο Γάκη και τα γεγονότα που περιγράφονται από το Δημήτριο Παπανικολάου εντοπίσθηκε η εξής αναλυτική δημοσίευση:
«Ο Θύμιος Γάκης
ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ περιστατικό, αποτελεί δείγμα των δεσμέσεων του Ελληνικού Στρατού, με τις συμμαχικές αποφάσεις για το “απαραβίαστον” της γραμμής που χάραξαν. Έξω από τη γραμμή εκείνην βρίσκεται η πόλις Αξάρι και το κοντινό χωριό Παπαζλή. Σ’ αυτό έχει καταφύγει από πολλά χρόνια ένας παλιός και θρυλικός “βασιλεύς των Ορέων” της Πίνδου, ο Θύμιος Γάκης ή Θυμιογάκης.
ΘΡΥΛΙΚΟΣ έγινε από τα πρώτα βήματα της δράσεώς του, χωρίς τόσο πολλές μάχες με αποσπάσματα, αιματοχυσία και θηριωδίες.
Ο χωρικός από τα καλύβια των Τρικάλων, όταν ήταν νέος, δούλεψε υπηρέτης στην οικογένεια της αδελφής του εθνικού ευεργέτη Γ.Αβέρωφ, με τα μεγάλα κτήματα στην Θεσσαλία. Ο πλούτος που έβλεπε τον ώθησε προς το δρόμο του εύκολου πλουτισμού και γι’ αυτόν. Στα πρώτα από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας χρόνια, έχει συγκροτήσει συμμορία. Και δεν αργεί να πραγματοποιήσει ένα τρανταχτό άθλο: Την απαγωγή της ανηψιάς του Αβέρωφ Ευδοκίας. Αλλά και με την πρωτοτυπία για τα “λύτρα” που ζητάει: Τόσο χρυσάφι, όσο είναι το βάρος της δεκαεξάχρονης μικρής, δηλαδή 36 οκάδες λίρες!
Αν λογαριάσει κανείς πως μια οκά την κάνανε 120 περίπου “κομμάτια” φτάνει στο ποσόν των 4.300-4.500 λιρών. Το ποσόν είναι αληθινά μυθικό για την εποχή, όπως η λίρα είχε πολλαπλάσια πραγματική αξία από την τωρινή.
Αλλά το εισπράττει ο Θυμιογάκης, το εξασφαλίζει ποιος ξέρει πως και που, γίνεται θρύλος ο ίδιος ο χρυσοφόρος λήσταρχος, αλλά και το θύμα του, η μικρή πανέμορφη Ευδοκία. Χρόνια και χρόνια πολλά, στα χωριά της Πίνδου, θα την τραγουδούνε, με το όνομα Βασιλική, από το “βασιλαρχοντοπούλα” όπως την έλεγαν.
Φεύγει στο Τούρκικο ο λήσταρχος, μακρυά, όσο μακρυά μπορεί, στο Παπαζλή Αξαρίου, όπου αγοράζει χωράφια, και όπου κρύβει το υπόλοιπο του θησαυρού του. Αλλά ο νόμος τον φθάνει ως εκεί, όπως έχει κατηγορίες και για δράσι στο τούρκικο (στην τουρκοκρατούμενη τότε Ήπειρο).
Καταδικάζεται σε πολυετή φυλάκισι και κλείνεται στο φοβερό “Μπουντρούμι” (το φρούριο της Αλικαρνασσού). Με το “χουριέτ” όμως (το Σύνταγμα) του 1908, παίρνει χάρι. Στο Παπαζλή τον περιμένει πάντα ο ψυχογιός του Κατράνας. Αγοράζει κι’ άλλα χωράφια και κοπάδια. Γίνεται ο πρώτος μεγαλονοικοκύρης εκεί. Παντρεύεται, έχει παιδιά. Ούτε και με τον Κατράνα κάν, δε μιλάνε για τα παλιά. Τα “περασμένα, ξεχασμένα”.
ΞΑΦΝΙΚΑ, κάποια μέρα τινάζονται από το λήθαργο και οι δύο τους. Από τα ελληνικά κανόνια που βροντούν. Από το ελληνικό σύνταγμα που μπαίνει στο τόσο μακρινό Παπαζλή. Το 5ο Τρικάλων με στρατιώτες τα παιδιά και τα εγγόνια συμπατριωτών και φίλων των δύο γερόντων.
Ο μεγαλονοικοκύρης του χωριού σφάζει κοπάδια ολόκληρα να τα σουβλίσουν οι συμπατριώτες του. Όλο το σύνταγμα. Θεριεύουν τώρα οι αναμνήσεις κι’ η νοσταλγία του Θύμιου και του Κατράνα.
Αλλά το Αξάρι βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από την “ζώνη” ελληνικής κατοχής, του 1919, στη Μ.Ασία. Το σύνταγμα είναι υποχρεωμένο να αποσυρθή λίγα χιλιόμετρα πάρα πίσω.
Τι θα γίνει τώρα; Θα ξαναγυρίσουν οι Τούρκοι, κυρίαρχοι στο χωριό; Μια και αρματώθηκε όμως ξανά ο απόστρατος γερολήσταρχος και το πρωτοπαλλήκαρό του, μια που γεύθηκαν την ελευθερία, η καρδιά τους δεν το δέχεται να ξαναγίνουν ραγιάδες!
Ο Θυμιογάκης γίνεται τώρα αντάρτης καπετάνιος. Εξοπλίζουν και όλους τους Έλληνες του Παπαζλή. Σε συναγερμό και με τις οδηγίες που πήρανε, σκάβουν χαρακώματα, στήνουν καραούλια, κρατούν ψηλά και περήφανα τη σημαία που ύψωσαν.
ΤΟ ΠΡΟΚΕΧΩΡΗΜΕΝΟ ανεξάρτητο ελληνικό φυλάκιο με καπετάνιο τον Θυμιογάκη, κρατιέται απάτητο από τους τσέτες, δύο μήνες.
Τον Αύγουστο του 1919 όμως, αντιμετωπίζει επίθεσι ολόκληρου στρατού από χίλιους τσέτες με αρχηγό τον Ντεμερτζή εφέ (καπετάνιο). Οι δύο απόστρατοι “βασιλείς των ορέων” εμψυχώνουν τους αποφασισμένους χωρικούς. Μαζί τους μάχεται απτόητη και η κόρη του καπετάνιου, η Γαρέφω.
Ώρες πολλές κρατάει η μάχη. Αχολογάει ο τόπος, ρεματιές και ρουμάνια. Οι μακρινές ομοβροντίες αποτελούν και ειδοποίηση για το ελληνικό σύνταγμα που οι αποφάσεις και εντολές των Δυνάμεων το κρατούν καθηλωμένο, σ’ εκείνη την ζώνη που έχουν χαράξει οι αντιπρόσωποί τους, που απαγορεύεται στα ελληνικά τμήματα να την υπερβούν.
Τώρα όμως, οι ώρες είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν προσήλωσι σε τύπους και διασυμμαχικές εντολές. Αν πατήσουν το χωριό οι τσέτες με τους εφέδες τους, θα κατασφάξουν όλους τους Έλληνες, μαχητές και γυναικόπαιδα.
Βιαστικά αποστέλλεται στον τόπο της μάχης ένας λόχος πεζών και ένας σχηματισμός καβαλαραίων. Θα προλάβουν όμως; Η απόστασις είναι αρκετά μεγάλη.
Προλαβαίνουν βάζουν τους τσέτες μεταξύ δύο πυρών. Πρώτος ξεχωρίζει τα ελληνικά βόλια ο γεροκαπετάνιος και μεταδίνει με φωνές άγριας χαράς το μήνυμα στους δικούς τους:
-Αχά, φτάσανε, τηράτε, ακούτε…
Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ τον παρασύρει, τώρα στα γεράματα. Πετάγεται ακάλυπτος, έξω από το ταμπούρι του. Μια σφαίρα εκείνων που φεύγουν, τον βρίσκει κατάκαρδα. Έτσι, εκεί “τελείωσε” ο τραγουδισμένος στον μακρυνό τόπο του παλιός λήσταρχος.
Στον τόπο τους, στα χωριά τους-Μέτσοβο και Καλύβια-θα γυρίσουν μόνο ο Κατράνας και η Γαρέφω. Παρασημοφορημένη και η τελευταία για την πολεμική της δράσι.
Ο Θυμιογάκης έμεινε για πάντα στο μακρυνό Μικρασιατικό χωριό…». Από το βιβλίο: Φοίβου Ν. Γρηγοριάδη, Διχασμός-Μικρά Ασία 1909-1930 Ιστορία μιας εικοσαετίας, Τόμος πρώτος, Αθήνα 1971, σελίδες 291, 292.
[3] Με το επώνυμο Κατσαρέλης στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια υπάρχουν οι εξής:
-Κατσαρέλης Δημήτριος του Ιωάννου, Συνταγματάρχης πεζικού γεννηθείς το 1869 στις Καρούτες. Μετείχε των πολέμων 1897, 1912-13 και 1917-22. Αποστρατεύθηκε στις 23 Αυγούστου 1922.
-Κατσαρέλης Κωνσταντίνος του Ηρακλέους, Αντισυνταγματάρχης επιμελητείας γεννηθείς το 1877 στις Καρούτες. Μετείχε των πολέμων 1912-13 και 1917-22.
-Κατσαρέλης Σπήλιος του Ηρακλέους, Αντισυνταγματάρχης πεζικού γεννηθείς το 1887 στις Καρούτες. Μετείχε των πολέμων 1912-13 και 1917-22.
(από: ΜΣΝΕ τόμος 4, σελίδα 288).
[4] Μπουρδάρας Γεώργιος του Νικολάου, Αντισυνταγματάρχης πεζικού. Γεννήθηκε το 1888 στο Φουρνά Ευρυτανίας. Μετείχε των πολέμων 1912-13 και 1917-23. Μετατέθηκε σε τιμητική αποστρατεία την 1 Ιουνίου 1926 (από ΜΣΝΕ, τόμος 4, σελίδα 671.
[5] Η εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο και γιόρταζε των αγίων Αναργύρων (1η Ιουλίου) και του αγίου Γεωργίου. Στον περίβολό της στεγάζονταν τα σχολεία του χωριού. Η εικόνα των αγίων Αναργύρων, η οποία βρισκόταν στο ναό του Αγίου Γεωργίου, προερχόταν από κοντινό τουρκικό χωριό. Βλ. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Α 27, Παπαζλί. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού-Μικρά Ασία).
[6] Το χωριό Σουσουρλού δυστυχώς δεν κατέστη δυνατόν να ταυτισθεί με αντίστοιχο σημερινό. Βρισκόταν ανάμεσα στη σημερινή Manisa και στο Saruhanli.
[7] Εννοεί τον ποταμό Έρμο (τουρκ. Gediz Nehri).
[8] Το Τατάρι ή Τατάρκιοϊ σήμερα είναι η συνοικία Yilmaz Mahallesi του Σαρουχανλί (τουρκ. Saruhanli).
[9] Στο βιβλίο Αγώνες και νεκροί 1830-1930, τόμος Β΄ 1919-1930, Εν Αθήναις 1930, σελίδα 12 αναγράφεται: Σκούρας Ιωάννης του Α., ανθ/στής γεν. εις Τσούκαν Φθ/κίδος, απεβ. 1919 Νοεμβρίου 19 εις Στρ. Νοσ. Μαγνησίας.
Ο συμπολεμιστής του Δημήτριος Παπανικολάου τον αναφέρει ως απολυόμενο έφεδρο Ανθυπολοχαγό από την Τσούκα, κουνιάδο του Πιλάτου που σκοτώθηκε επιτόπου στη μάχη του Ταταρίου.
[10] Σήμερα στα τουρκικά ονομάζεται Alaşehir.



ΕΙΚΟΝΕΣ


  Χάρτης. Η περιοχή Σμύρνης και Μαγνησίας στις 31 Ιουλίου 1919.





Εικ.1. Αεροφωτογραφία της Σμύρνης το 1919. Αριστερά το λιμάνι και απέναντι το Κορδελιό (τουρκ. Karşiyaka). Το βουνό που υψώνεται είναι το Γιαμανλάρ Ντάγ (τουρκ. Yamanlar Daǧi). Πίσω του βρίσκεται η Μενεμένη (τουρκ. Menemen).


 Εικ.2 Το Κορδελιό (τουρκ. Karsiyaka) στις αρχές του 20ου αιώνα


 Εικ.3. Η προκυμαία της Σμύρνης. Αριστερά στο βάθος ιππήλατο τράμ.


 Εικ.4 Ο Μπουρνόβας (τουρκ. Bornova) στις αρχές 20ου αιώνα.


 Εικ.5. Μαγνησία. Μερική άποψη στις αρχές του 20ου αιώνα.


Εικ.6. Μαγνησία αρχές 20ου αιώνα: η Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη.



Εικ.7. Εύζωνοι στη Μικρά Ασία. Μπροστά φωτογραφίζονται οι αξιωματικοί. Στην ιστοσελίδα που δημοσιεύεται αφήνεται να εννοηθεί ότι φωτογραφήθηκαν στα περίχωρα της Μαγνησίας. Πιθανότατα πρόκειται για Λόχο του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων.


 Εικ.8. Μαγνησία: δρόμος που οδηγεί προς το σταθμό. Δεξιά διακρίνεται τουρκικό καφενείο.


 Εικ.9 Παπαζλί. Εύζωνοι του 3ου Τάγματος του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων στο Παπαζλί.




ΠΗΓΕΣ ΧΑΡΤΗ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ




Εικ.1. Από: Petsalis-Diomidis N., Greece at the Paris peace conference (1919), Thessaloniki 1978.
Εικ.2. Από: http://sipkag.blogspot.gr/.
Εικ.4. Από: http://www.bornova.gov.tr/.
Εικ.8. Από: Άλμπουμ φωτογραφιών Ιεράς μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, επιμέλεια Κ. Νίγδελη, Πατρίδες Ελλήνων, Θεσσαλονίκη 2010.




Ο Χάρτης και οι Εικ. 1,4,8,9 δημοσιεύονται και στην ανάρτηση : Πολεμικό Ημερολόγιο του Χρήστου Αλεξόπουλου (Απόσπασμα 3).



ΠΗΓΗ


Οικογενειακό αρχείο Αναστασίου Παπανικολάου.