Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Τσερνοβίτι, το κεφαλοχώρι της Όθρυος

Η ιστορία της Παλαιοκερασιάς Φθιώτιδας

 

                       Στη μνήμη του πατέρα μου
                       Γεωργίου Ευαγγ. Αλεξόπουλου
                       (1919-1982)
    
                    

Η παρούσα ανάρτηση περιλαμβάνει τον κύκλο των αναρτήσεων του ιστολογίου που αφορούν την Παλαιοκερασιά Φθιώτιδας (έως το 1926 Τσερνοβίτι). Μεταξύ αυτών και ο κύκλος αναρτήσεων με το Πολεμικό Ημερολόγιο του καταγομένου από την Παλαιοκερασιά Χρήστου Δ. Αλεξόπουλου (1895-1990). Η έρευνα για την ιστορία του χωριού υπήρξε πολυετής και συνεχίζεται. Εάν προκύψει από την έρευνα νεότερη ανάρτηση, θα προστεθεί στον πίνακα περιεχομένων που ακολουθεί.
Ο πίνακας περιεχομένων αποσκοπεί στην εύκολη πρόσβαση του αναγνώστη σε οποιαδήποτε ανάρτηση τον ενδιαφέρει. Από την εκτύπωση όλων των αναρτήσεων προκύπτει το βιβλίο με την ιστορία της Παλαιοκερασιάς.
Αξιόλογη ήταν η συνεργασία και η προσφορά υλικού από πολλούς κατοίκους. Τα ονοματεπώνυμά τους και οι ευχαριστίες μας προς αυτούς, δημοσιεύονται σε κάθε ανάρτηση χωριστά. Για οποιοδήποτε λάθος ζητούμε την επιείκεια του αναγνώστη.

 

 

 Η είσοδος στο Τσερνοβίτι.

 

 

Ι. Εισαγωγικά
 
ΙΙ. Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου
 
ΙΙΙ. Η ιστορική πορεία από την ίδρυση έως το 1950

IV. Η συμμετοχή στους αγώνες του έθνους (1897-1940)
 
V. Το Πολεμικό Ημερολόγιο του Χρήστου Δ. Αλεξόπουλου
 
VI. Μετανάστευση στην Αμερική
 
VII. Μετάλλευμα
 
VIII. Πρωτοβάθμια εκπαίδευση
 
IX. Φωτογραφίες κατοίκων
 
BIΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α. ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Αντωνιάδη-Μπιμπίκου Ε., Ερημωμένα χωριά στην Ελλάδα· ένας προσωρινός απολογισμός. Συλλογικός Τόμος: Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ιε΄-ιθ΄αι., Αθήνα 1979.
Αντωνίου Κ., Ιστορία της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής (1833-1964), τόμοι Α΄- Β΄, Αθήναι 1964.
Βακαλόπουλος Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού Β1, Τουρκοκρατία 1453-1669. Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, Θεσσαλονίκη 1964.
Βακαλόπουλος A., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού Γ΄, Τουρκοκρατία 1453-1669. Οι αγώνες για την πίστη και την ελευθερία, Θεσσαλονίκη 1968.
Βορτσέλας Ι., Φθιώτις η προς Νότον της Όθρυος ήτοι Απάνθισμα Ιστορικών και Γεωγραφικών Ειδήσεων από των Αρχαιοτάτων Χρόνων μέχρι των Καθ’ ημάς, Εν Αθήναις 1907.
Βουρνάς Τ., Το ελληνικό 1848, Αθήνα 1953.
Γιαννόπουλος Ν., Ιστορία και έγγραφα της Μονής Ξενιάς, Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, τόμος 4 (1892-1895), σελίδες 653-692.
Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη 2001.
Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ΄, Αθήνα 2000.
Κασομούλης Ν., Ημερολόγιον. Εξ αγνώστου και το πρώτον νύν εκδιδομένου χειρογράφου. Επιμέλεια, εισαγωγή, σχόλια, Αθήναι 1971.
Κατάλογος Έκθεσης «Χαρτογραφώντας τη Μακεδονία (1870-1930)», ΛΘ΄ ΔΗΜΗΤΡΙΑ, Θεσσαλονίκη 12 Νοεμβρίου-3 Δεκεμβρίου 2004. (Στα πλαίσια του εορτασμού των 100 χρόνων από το θάνατο του Παύλου Μελά).
Κολιόπουλος Ι., Περί λύχνων αφάς. Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.). Θεσσαλονίκη 1994.
Κωνστάντιος Δ., Προσέγγιση στο έργο των ζωγράφων από το Καπέσοβο της Ηπείρου. Συμβολή στη μελέτη της θρησκευτικής ζωγραφικής στην Ήπειρο το 18ο και το α΄ μισό του 19ου αιώνα, Αθήνα 2001.
Μακρής Ι., Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χωριών της επαρχίας Ζητουνίου, Φθιωτικά Χρονικά 19 (1998), σελίδες 27-35.
Μακρής Ι., Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χωριών της επαρχίας Ζητουνίου κατά τα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια (1833-1840 μ.Χ. περίπου), σύμφωνα με τα πρακτικά της Μικτής Ελληνοτουρκικής Δικαστικής Επιτροπής. Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας, 3-4 Νοεμβρίου 2001, Λαμία 2002, σελίδες 141-153.
Μακρής Ι., Σταυρός (Μπεκή)-Φθιώτιδας, Η Ιστορία του, Λαμία 1998.
Νάτσιος Δ., Άδειες Γάμου της Επισκοπής Ζητουνίου (Λαμίας) του 1835 (βάσει ανεκδότων χειρογράφων κωδίκων), Φθιωτικά Χρονικά 17 (1996), σελίδες 60-106.
Νάτσιος Δ., Άδειες Γάμου της Επισκοπής Ζητουνίου (Λαμίας) του 1836 (βάσει ανεκδότων χειρογράφων κωδίκων) , Φθιωτικά Χρονικά 19 (1998), σελίδες 39-61.
Νάτσιος Δ., Άδειες Γάμου της Επισκοπής Φθιώτιδος (πρώην Ζητουνίου Λαμίας) και Πατρατζικίου (Υπάτης) του 1838 (βάσει ανεκδότων χειρογράφων κωδίκων) , Φθιωτικά Χρονικά 27 (2006), σελίδες 67-100.
Νικολάου Γ., Ανέκδοτος «Πίναξ των εν αιχμαλωσία στεναζόντων ελλήνων των επαρχιών Φθιώτιδος και Λοκρίδος» του 1837, Φθιωτικά Χρονικά 15 (1994), σελίδες 5-24.
Πουκεβίλ Κ., Ταξίδι στην Ελλάδα, Στερεά Αττική-Κόρινθος, Μετάφραση Μίρκα Σκάρα, Αθήνα 1995.
Ραγκαβής Ι., Τα Ελληνικά, ήτοι Περιγραφή Γεωγραφική, Ιστορική, Αρχαιολογική και Στατιστική της Αρχαίας και Νέας Ελλάδος, Τόμος Πρώτος, Εν Αθήναις 1853.
Σκούρας Γ., Η νίλα του Δράμαλη άρχισε από τη Φθιώτιδα. Ο Δράμαλης δεν πέρασε «αντουφέκηγος». Α΄ Συνέδριο Φθιωτικών Ερευνών. Γλώσσα-Ιστορία-Λαογραφία. Λουτρά Υπάτης 27-29 Απριλίου 1990. Πρακτικά, Λαμία 1993, σελίδες 213-220.
 
Β. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Vasmer M., Die Slaven in Griechenland, Berlin 1941.






Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

«ΕΧΙΝΟΥΝΤΟΣ ΦΡΟΥΡΙΟΝ, ΕΧΙΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΣ». Μερική προσέγγιση της ιστορίας του Αχινού Φθιώτιδας




Πηγή φωτογραφίας: Δημητρίου Γ. Γαρδίκη, Ο γύρος της Φθιώτιδος. Ιστορικολαογραφικαί μελέται, Λαμία 1958.

Η ιστορία του Αχινού Φθιώτιδας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της ύπαρξης στον ίδιο χώρο της αρχαίας πόλης του Εχίνου ή Εχιναίου ή Εχινούντα. Για τον Εχίνο έως σήμερα έχουν δημοσιευθεί:
-επιστημονικά άρθρα που αφορούν τις ιστορικές περιόδους της πόλης και τα αρχαιολογικά τους τεκμήρια (επιγραφές, κεραμική, κ.ά.), τα οποία δημοσιεύθηκαν σε Πρακτικά Συνεδρίων.
-στην περιοδική έκδοση Αρχαιολογικό Δελτίο έχουν δημοσιευθεί και δημοσιεύονται ευρήματα που προέκυψαν από σωστικές ανασκαφές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο χώρο του Αχινού.
Ευχής έργο θα ήταν η έκδοση στο μέλλον ενός βιβλίου, το οποίο θα παρουσιάζει την ιστορία του Εχίνου, αντλώντας υλικό από τις αρχαίες πηγές, το ανασκαφικό υλικό που έχει έρθει στο φως αλλά και τις έως σήμερα δημοσιεύσεις. Η ιστορική και αρχαιολογική έρευνα για τον Εχίνο και το υλικό που έχει προκύψει, αποτελεί πρόκληση προς τους νέους επιστήμονες για εκπόνηση στο μέλλον διδακτορικής διατριβής, η οποία θα ξεδίπλωνε την ιστορική πορεία της πόλης.
Στην παρούσα ανάρτηση επιχειρείται μία πρώτη προσέγγιση της ιστορίας του Εχίνου κυρίως μέσα από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο βιβλίο του Δημητρίου Γ. Γαρδίκη «Ο γύρος της Φθιώτιδος. Ιστορικολαογραφικαί μελέται». Με τον τίτλο «ΕΧΙΝΟΥΝΤΟΣ ΦΡΟΥΡΙΟΝ, ΕΧΙΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΣ» ο Δημήτριος Γ. Γαρδίκης προσεγγίζει στο βιβλίο του, όσο ήταν δυνατόν για την εποχή του (1958), την ιστορία του Αχινού. Τα χρόνια που ακολούθησαν η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε νεότερα στοιχεία. Παρ’ όλα αυτά το βιβλίο του Δημητρίου Γ. Γαρδίκη, αν και σε ορισμένα σημεία του καταλήγει σε λανθασμένες χρονολογήσεις και συμπεράσματα σε θέματα αρχαιολογικής φύσεως, αποτελεί πολύτιμη πηγή για την ιστορία του Αχινού, η οποία παρουσιάζεται μέσα από έξι σελίδες του. Αρχίζει από την ίδρυση του Εχινούντα ή Εχίνου και καταλήγει στην αγορά του τσιφλικιού του Αχινού από τον Σκουμπουρδή.

Ίδρυση-Κλασσική εποχή:
Ως ιδρυτής του Εχίνου αναφέρεται ο Εχίονας, ο οποίος καταγόταν από τη γενιά των Σπαρτών της Θήβας και ήταν γαμπρός του βασιλιά της Κάδμου. Ο Εχίνος ήταν πολυάνθρωπη πόλη των Φθιωτών Αχαιών μαζί με το φρούριό της και ανήκε στο βασίλειο του Αχιλλέα, όπως αναφέρει ο γεωγράφος Στράβων. (βλέπε Στράβων, Γεωγραφικά, Θ΄, 5.10 και 5.13).
Η πόλη και το φρούριό της υπέστησαν σημαντικότατες ζημιές από τον ισχυρότατο σεισμό των 7 ρίχτερ που συνέβη το 426 π.Χ. με επίκεντρο τη Σκάρφεια. Αναφέρεται από τον Δημήτριο Γ. Γαρδίκη ότι, πιθανώς εξαιτίας του σεισμού αυτού, καταποντίσθηκε στη θάλασσα ο ομηρικός οικισμός του βασιλείου του Αχιλλέα Αλόπη, ο οποίος βρισκόταν ανάμεσα στον Αχινό και στην Πελασγία, κοντά στο χωριό Ράχες. Μάλιστα υποστηρίζει ότι λείψανα των ερειπίων της Αλόπης διασώζονται και διακρίνονται στο βυθό της θάλασσας τις πρωϊνές ώρες, όταν αυτή είναι ήρεμη χωρίς κύματα.
Νεότερα στοιχεία για το σεισμό αυτό παρουσιάζει η Μαρία Χ. Χάδου σε άρθρο της για τους σεισμούς του Μαλιακού κόλπου (βλέπε περισσότερα: Μαρία Χ. Χάδου, «Σεισμοί και τσουνάμι στον Μαλιακό κόλπο. Ιστορική επισκόπηση των καταστρεπτικών σεισμώντου 426 π.Χ. και 551 μ.Χ.». Λαμία 2010, σελίδες 803-819. Άρθρο στα Πρακτικά 4ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας.).
Ο Εχίνος ή Εχινούς αναφέρεται στο στίχο 1169 του έργο του Αριστοφάνη «Λυσιστράτη» (411 π.Χ.) : «….τὸ δεῖνα τοίνυν παράδοθ᾽ ἡμῖν τουτονὶ πρώτιστα τὸν Ἐχινοῦντα καὶ τὸν Μηλιᾶ κόλπον τὸν ὄπισθεν καὶ τὰ Μεγαρικὰ σκέλη……». Η πόλη του Εχινούντα του Μαλιακού κόλπου ανήκε στις πόλεις και τα φρούρια, τα οποία θα αντάλλασσαν οι εμπόλεμοι προκειμένου να τερματισθεί ο Πελοποννησιακός πόλεμος.
Το 346 π.Χ. ο Εχίνος, επί ηγεμονίας Δαμοξένου, αποτέλεσε αντικείμενο τιμητικού ψηφίσματος, όπως αναφέρεται σε τιμητική στήλη από τους Δελφούς. Οι Δελφοί παραχώρησαν στους Εχιναίους και τους απογόνους τους σειρά προνομίων: απαλλαγή οικονομικής εισφοράς, φιλία και προστασία από την πόλη των Δελφών και ασυλία σε καιρό ειρήνης και πολέμου. Τα προνόμια παραχωρήθηκαν, όπως αναφέρθηκε επί άρχοντος Δαμοξένου, ο οποίος διετέλεσε και Ιερομνήμων την άνοιξη του 346 π.Χ. στην Δελφική Αμφικτυονία. Η ισχυρή θέση της πόλης του Εχίνου υποδηλώνεται από το γεγονός ότι έστελνε Ιερομνήμονα στην Αμφικτυονία. Άλλωστε το χρονικό διάστημα 336-330 π.Χ. οι κάτοικοι του Εχίνου ήταν ενοικιαστές οικιών στους Δελφούς, όπως αναφέρει ο Béquignon. (βλέπε: Béquignon, La vallée du Spercheios des origines au IVe siècle. Etudes d'archéologie et de topographie, Paris 1937, σελίδα 303.).
Το 340 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας για να αποδυναμώσει τους Φθιώτες Αχαιούς παρέδωσε τον Εχίνο στους Μαλιείς, των οποίων η τελευταία πόλη ανατολικά ήταν τα Φάλαρα. Έκτοτε η πόλη παρέμεινε υπό την εξουσία των Μαλιέων έως τη Ρωμαιοκρατία.

Ελληνιστική εποχή:
Στο βιβλίο του Δημητρίου Γ. Γαρδίκη αναφέρεται ότι οι κάτοικοι του Εχίνου έκτισαν ναό στη θεά Αθηνά (Ιλιάδα), προστάτιδα του Αχιλλέα. Το προσωνύμιο «Ιλιάς» δόθηκε στην Αθηνά λόγω της συμβολής της στην άλωση της Τροίας (Ίλιον). Από τα ελάχιστα λείψανά του διαπιστώνεται ότι ο ναός ήταν μεγαλοπρεπής και βρισκόταν στο μέσον της πόλης, η οποία, σύμφωνα με υπολογισμό του Δημητρίου Γ. Γαρδίκη, αριθμούσε περίπου τριάντα χιλιάδες κατοίκους.



Εικ.1. Η ενεπίγραφος πλάκα με την αναφορά για το ναό της Ιλιάδος Αθηνάς. (πηγή: Αρχαιολογικό Δελτίο 16, έτος 1960, Πίνακες, πίνακας 146β).

Η ύπαρξη του ναού τεκμηριώνεται από μαρμάρινη ενεπίγραφο πλάκα διαστάσεων ύψους 0,361cm, μήκους 0,35cm και πλάτους 0,105cm, η οποία αναφέρει:
ΕΧΙΝΑΙΩΝ Α/
ΠΟΛΙΣ ΤΟΝ/
ΝΑΟΝ ΑΘΑ/
ΝΑΙ ΙΛΙΑΔΙ ΤΑ/
ΜΙΕΥΟΝΤΟΣ/
ΛΑΓΕΤΑ/
ΤΟΥ ΛΥ/
ΣΩΝΟΣ
δηλαδή: Η πόλη των Εχιναίων (αφιέρωσε) τον ναό στην Ιλιάδα Αθηνά, όταν ήταν ταμίας ο Λαγέτας (γιός) του Λύσωνος.
Ο Λαγέτας, γιός του Λύσωνος, ήταν ο «Ταμιεύων», δηλαδή ο διαχειριστής του δημοσίου ταμείου της πόλης, την εποχή που κτίσθηκε ο ναός.
Σύμφωνα με πληροφορία που διασώζει ο Δημήτριος Γ. Γαρδίκης, η ενεπίγραφη πλάκα αποκαλύφθηκε από άροτρο κατά το όργωμα χωραφιού και διαφυλάχθηκε από τον κάτοικο του Αχινού, που την ανακάλυψε.
Το όνομα Λαγέτας απαντά κυρίως στο βόρειο ελλαδικό χώρο. Ετυμολογείται: Λαγέτας<λαός+ηγέτης, δηλαδή ο ηγέτης του λαού, αυτός που οδηγεί το λαό. Το όνομα Λύσων απαντά στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα και ετυμολογείται: Λύσων<λύω, δηλαδή αυτός που εφευρίσκει λύσεις.
Η επιγραφή είναι δημοσιευμένη και στο epigraphy.packhum. org (βλέπε: https://epigraphy.packhum.org/text/328322). Χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο (323-30 π.Χ.) χωρίς να προσδιορίζεται ακριβέστερη χρονολογική περίοδος.
Ένα άγνωστο κεφάλαιο της ιστορίας του Εχίνου, το οποίο δεν αναφέρεται στο βιβλίο του Δημητρίου Γ. Γαρδίκη, είναι η πολιορκία και κατάληψή του από τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας (238-179 π.Χ.) κατά τον Β΄ Μακεδονικό πόλεμο (200-197 π.Χ.).
Το γεγονός περιγράφεται από τον ιστορικό Πολύβιο (202-120 π.Χ) στο έργο του Πολυβίου Ιστορίαι, βιβλίο IX, 41 (στίχοι1-12) & 42 (στίχοι 1-4). Όπως αναφέρει ο Πολύβιος, η χώρα των Εχιναίων βρίσκεται στο Μαλιακό κόλπο, στο βορρά, απέναντι από τη χώρα των Θρονιέων (το Θρόνιο ήταν πρωτεύουσα των Επικνημιδίων Λοκρών). Η γη είναι πολύ εύφορη (πάμφορος) γι’ αυτό ο Φίλιππος Ε΄ την επιβουλεύθηκε.
Άρχισε την πολιορκία του Εχίνου με πολιορκητικές χελώνες, χωστρίδες, πολιορκητικούς κριούς και τρεις βαλλίστρες που έβαλαν λίθινα βλήματα εναντίον του τείχους της πόλης. Οι δύο βαλλίστρες έβαλαν λίθινα βλήματα βάρους 13 κιλών περίπου η κάθε μία (τριακονταμναίος=αυτός που έχει βάρος 30 μνών. Μία μνά=0,433±3Κgr, άρα 30 μνές Χ0,433±3Kgr=13Kgr). Η τρίτη βαλλίστρα έβαλε λίθινα βλήματα διπλάσιου βάρους, δηλαδή 26 κιλών περίπου (ταλαντιαίος=αυτός που έχει βάρος ενός ταλάντου. Ένα τάλαντο=60 μνές).
Οι κάτοικοι του Εχίνου αντιστάθηκαν σθεναρά: άλλοι κάλυπταν τα κενά στο τείχος που δημιουργούσε ο πολιορκητικός κριός, άλλοι έριχναν ζεστό νερό με υδρίες εναντίον των χειριστών των καταπελτών και άλλοι έβαλαν εναντίον των χειριστών του πολιορκητικού κριού. Όμως οι στρατιώτες του Φιλίππου Ε΄ κάλυπταν τους χειριστές των πολιορκητικών χελωνών και χωστρίδων και δεν τους έβλαπταν τα βέλη που εκτοξεύονταν από τους υπερασπιστές του Εχίνου.
Προς βοήθεια των Εχιναίων έσπευσαν οι συμμαχικές τους δυνάμεις, μεταξύ αυτών και ρωμαϊκές: ο στρατηγός των Ρωμαίων Πόπλιος με στόλο από το Μαλιακό κόλπο και ο στρατηγός της Αιτωλικής Συμπολιτείας, στενής συμμάχου της Ρώμης, Δωρίμαχος με πεζικό και ιππικό από την ξηρά. Ο Φίλιππος Ε΄ όμως αγωνίσθηκε δυνατά και απέκρουσε τις ενωμένες δυνάμεις των Ρωμαίων και των Αιτωλών.
Μετά την αποτυχία αυτή των συμμάχων τους, οι κάτοικοι του Εχίνου, επειδή δεν υπήρχε πλέον η δυνατότητα να αντισταθούν, παρέδωσαν την πόλη τους στον Φίλιππο Ε΄ (απελπίσαντες οι Εχιναείς παρέδοσαν εαυτούς τω Φιλίππω).

Ρωμαϊκή εποχή:
Όπως φαίνεται από την επιγραφή που ακολουθεί ο Εχίνος προσωρινά μόνο υποτάχθηκε στον Φίλιππο Ε΄. Άλλωστε, ως σύμμαχος πόλη των Αιτωλών ήταν και φίλα προσκείμενη στη Ρώμη.
Σύμφωνα με πληροφορία που διασώζει ο Δημήτριος Γ. Γαρδίκης, στο κέντρο του σημερινού Αχινού δίπλα στην εκκλησία ανηγέρθη βρύση με δαπάνη του Σκουμπουρδή. Ως κάλυμμά της τοποθετήθηκε πλάκα με την εξής επιγραφή:
[Α] ΠΟΛΙΣ ΕΧΙΝΑΙΩΝ ΓΝΑΙΟΝ ΟΚΤΑΪΟΝ ΓΝΑΙΟΥ
ΣΤΡΑΤΗΓΟΝ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΡΩΜΑΙΩΝ ΑΡΕΤΑΣ ΕΝΕΚΕΝ ΚΑΙ ΕΥΝΟΙΑΣ ΤΑΣ ΕΙΣ ΑΥΤΑΝ

 Εικ.2. Το βάθρο του αγάλματος με την τιμητική επιγραφή προς τον Ρωμαίο ναύαρχο Γναίο Οκτάβιο. Οι τελείες υποδεικνύουν τον χωρισμό των λέξεων. (πηγή: Μαρία Χρ. Χάδου, Ο αρχαίος Εχίνος: Η ιστορία από τις επιγραφές, σελίδες 197-208. Άρθρο στα Αχαιοφθιωτικά Β΄, Πρακτικά του Β΄ Συνεδρίου Αλμυριώτικων Σπουδών, τόμος α΄, Αλμυρός 1997. Ευχαριστούμε την βιβλιοθηκονόμο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών κα Μαρία Τρανίδου για την αποστολή με e-mail του άρθρου).

Για την ίδια πλάκα, δέκα χρόνια αργότερα μετά την έκδοση του βιβλίου του Δημητρίου Γ. Γαρδίκη, αναφέρεται στην περιοδική έκδοση Αρχαιολογικό Δελτίο: «Τέλος, επί του μανδροτοίχου της εκκλησίας της Αγ. Αικατερίνης, εντός του χωρίου, ευρίσκεται αποτεθειμένον βάθρον μαρμάρινον, ύψους 0,27, πλάτους 0,80 και πάχους 0,32 μ. Επί της προσθίας επιφανείας εις τρείς στίχους, ίσον απέχοντας μεταξύ των, η επιγραφή: ΠΟΛΙΣ ΕΧΙΝΑΙΩΝ ΓΝΑΙΟΝΟΚΤΑΙΟΝ ΓΝΑ/ΟΥΣΤΡΑΤΗΓΟΝ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΡΩΜΑΙΩΝ ΑΡΕ/ΤΑΣ ΕΝΕΚΕΝ ΚΑΙ ΕΥΝΟΙΑΣ ΤΑΣ ΠΡΟΣ ΑΥΤΑΝ» [πηγή: Αρχαιολογικό Δελτίο 22 (1967), Β1 Χρονικά, Αθήναι 1969, σελίδα 247].
Η επιγραφή δημοσιεύθηκε στο epigraphy.packhum. org. (βλέπε: https://epigraphy.packhum.org/text/296220) και χρονολογείται το 168/167 π.Χ. Ένδεκα χρόνια νωρίτερα (179 π.Χ.) είχε πεθάνει στην Αμφίπολη ο πρώην κύριος του Εχίνου Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας.
Το κείμενο της επιγραφής μεταφράζεται ως εξής: Η πόλη των Εχιναίων (αφιερώνει τον ανδριάντα) στον Γναίο Οκτάβιο του Γναίου στρατηγό του ναυτικού των Ρωμαίων εξαιτίας της αρετής του και της ευνοίας του προς αυτή.
Η επιγραφή προέρχεται από βάση αγάλματος αφιερωμένου στον Γναίο Οκτάβιο, προσωπικότητα του 2ου π.Χ. αιώνα. Το άγαλμα αφιερώθηκε από τους κατοίκους του Εχίνου στον προαναφερόμενο Ρωμαίο αξιωματούχο για να αποσπάσουν την εύνοιά του ή σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό του για ευεργεσίες του στον Εχίνο. Ο τίτλος «στρατηγόν ναυτικού» αποδίδεται μόνο στον Γναίο Οκτάβιο και δεν αποτελεί επίσημο στρατιωτικό ρωμαϊκό τίτλο.
Ο Γναίος Οκτάβιος ορίσθηκε από τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο (229-160 π.Χ.) διοικητής του ρωμαϊκού στόλου. Συμμετείχε στον Γ΄ Μακεδονικό πόλεμο, ο οποίος κατέληξε στην συντριβή του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα στην Πύδνα στις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ.. Ο Πλούταρχος διασώζει την πληροφορία ότι ο Περσέας κατέφυγε στη Σαμοθράκη όπου ναυλοχούσε ο Γναίος Οκτάβιος και παραδόθηκε σ’ αυτόν (λεπτομέρειες για την παράδοσή του βλέπε: Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, Αιμίλιος Παύλος, 26.).
Σύμφωνα με τον William Martin Leake, ο Αιμίλιος Παύλος διάβασε στην Αμφίπολη το διάταγμα της ρωμαϊκής συγκλήτου του 167 π.Χ για τη διαίρεση της κατακτημένης Μακεδονίας σε τέσσερις περιφέρειες. Ο πραίτωρ Γναίος Οκτάβιος μετέφραζε στα ελληνικά το διάταγμα για να γίνει κατανοητό από τους Μακεδόνες αξιωματούχους που το άκουσαν (βλέπε: William Martin Leake, Travels in Northern Greece, I-IV, Λονδίνο 1835, σελίδα 480). Επομένως ο Γναίος Οκτάβιος γνώριζε την ελληνική γλώσσα. Μετά την υποταγή της Μακεδονίας ο Γναίος Οκτάβιος, το 166 π.Χ., έκανε θρίαμβο στη Ρώμη με τα μακεδονικά λάφυρα που κατέκτησε με το στόλο του. Δεν τα παρέδωσε στο ρωμαϊκό δημόσιο αλλά έκτισε στη Ρώμη μεγαλοπρεπές μέγαρο για τον εαυτό του και τη στοά Porticus Octavia.
Το 162 π.Χ. στάλθηκε από τη Σύγκλητο στη Συρία όπου βασίλευε ο Αντίοχος Ε΄ Ευπάτωρ για να εξετάσει την κατάσταση. Εκεί δολοφονήθηκε από τον Λέπτινο, Έλληνα από τη Συρία, στο γυμναστήριο της Λαοδικείας. (Για τον Γναίο Οκτάβιο βλέπε και λήμμα στη Βικιπαίδεια Gnaeus Ocktavius consul 165 BC, ανάκτηση 24/7/2020).
Θέλοντας να τονίσει τον πλούτο των κατοίκων του Εχίνου κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ο Δημήτριος Γ. Γαρδίκης επικαλείται στο βιβλίο του μαρτυρία του Κικέρωνα (106-43π.Χ.), ότι οι κάτοικοι του Εχίνου χρησιμοποιούσαν χρυσά επιτραπέζια σκεύη. Ως αιτία του πλούτου αυτού ο Δημήτριος Γ. Γαρδίκης αναφέρει την πατροπαράδοτη συνήθεια των πειρατικών επιδρομών προς Ανατολάς των Φθιωτών Αχαιών. Οι πληροφορίες αυτές δεν κατέστη δυνατόν να τεκμηριωθούν, γι’ αυτό γίνονται αποδεκτές με επιφύλαξη.
Αναφέρει επίσης στο βιβλίο του την πληροφορία ότι από την έρευνα που πραγματοποίησε στον Αχινό ανακάλυψε την ύπαρξη μισοθαμένου όρθιου μαρμάρινου κίονα και γύρω του πολλές σπασμένες πλάκες. Μεταξύ αυτών διέκρινε μία επιμήκη πλάκα διαστάσεων 0,70cm. πλάτους και 0,30cm πάχους, η οποία έφερε επιγραφή και στις δύο πλευρές της.
Α΄ πλευρά:
ΣΤΕΦΑΝΟΙ Α ΠΟΛΙΣ ΑΘΑΝΔ ΔΑΝΑΟ ……… ΤΟΛΥΑΝΤΑ.
Β΄ πλευρά:
……… ΧΗ ΤΑΦΡΙΟΥΣ ΗΡΑΚΛΕΩΝ ΠΕΝΘΕΥΠΟΝΙΚΩ
ΠΗΓΑΝ ΑΝ ΤΑΠΕΙΝΟΙ ……... ΑΔΥΤΩ ΔΟΥΝΑΙ ……… ΠΟΤΝΙΑ ΓΗ ΕΧΙΝΑΙΩΝ ΑΝΩΝΟΣ
Παρ’ όλη την έρευνά μας δυστυχώς δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθεί και αναλυθεί η επιγραφή στη βιβλιογραφία.
Ο Δημήτριος Γ. Γαρδίκης αναφέρει στο βιβλίο του ότι πολλά αρχαιολογικά ευρήματα ασβεστωμένα και βαμμένα με διάφορα χρώματα χρησιμοποιούνταν ως στηρίγματα στις γλάστρες των σπιτιών και άλλα ως κατώφλια και οικοδομικό υλικό σε τοίχους περιβολιών από τους κατοίκους του Αχινού.

Βυζαντινή εποχή:
Μετά τη διάδοση του χριστιανισμού στη Θεσσαλία και Φθιώτιδα ιδρύθηκε Επισκοπή στον Εχίνο. Στα Πρακτικά της Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου επιβεβαιώνεται η παρουσία Επισκόπων του Εχιναίου ή Εχίνου.
Το 431 μ.Χ. στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου συμμετέχει και υπογράφει τα Πρακτικά της ο επίσκοπος Εχιναίου ή Εχίνου Θεόδωρος. Μαζί του συμμετέχουν και οι επίσκοποι Υπάτης Παυσιανός και Λαμίας Σεκουδιανός. Ειδικότερα, στο κείμενο των Πρακτικών αναφέρεται: «Θεόδωρος Επίσκοπος Εχιναίου πόλεως επαρχίας Θεσσαλίας είπε∙ Τα αυτά καγώ κατατίθεμαι, και τούτοις συναινώ.» (βλέπε: Των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων της Καθολικής Εκκλησίας Άπαντα, τόμος 1). Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο επίσκοπος Υπάτης Παυσιανός δεν υπέγραψε τα Πρακτικά διότι υποστήριξε τις απόψεις του Νεστορίου.
Το 451 μ.Χ. στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο συμμετείχε ο επίσκοπος της πόλης των Εχιναίων Πέτρος. Το κείμενο των Πρακτικών το υπέγραψε ο συνεπίσκοπός του Σωφρόνιος, που όρισε ο ίδιος: «Πέτρος επίσκοπος πόλεως Εχιναίων, ορίσας υπέγραψα διά χειρός Σωφρονίου συνεπισκόπου μου.» (βλέπε: Των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων της Καθολικής Εκκλησίας Άπαντα, τόμος 2).
Το 459 μ.Χ. μνημονεύεται ο επίσκοπος Εχίνου Αριστοτέλης. Το έτος αυτό υπέγραψε συνοδική απόφαση της Συνόδου 82 αρχιερέων στην Κωνσταντινούπολη. Η Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Α΄ με σκοπό την καταδίκη της σιμωνίας. (βλέπε: Ι.Βορτσέλας, Φθιώτις η προς Νότον της Όθρυος, Εν Αθήναις 1907, σελίδα 241.).
Το 531 μ.Χ. μνημονεύεται ο επίσκοπος Εχίνου Θεοδόσιος. Ήταν φίλος του επισκόπου Λαρίσης Στεφάνου. Ο Στέφανος καθαιρέθηκε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Επιφάνιο γιατί αρνούνταν να υπαχθεί διοικητικά σε αυτόν, αλλά επέλεξε τον Πάπα Ρώμης Βονιφάτιο Β΄. Ο Στέφανος έστειλε στον Πάπα τον Θεοδόσιο Εχίνου μαζί με τον ιερέα Πατρίκιο από την Επισκοπή της Λαμίας κομίζοντες επιστολή του. Στην επιστολή κατηγορούσε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ότι επεδίωκε να εξουσιάζει τις Επισκοπές της Θεσσαλίας, οι οποίες όμως διοικητικά υπαγόταν στον Πάπα Ρώμης. Ο Πάπας συγκάλεσε Σύνοδο για το θέμα αυτό στις 7 Δεκεμβρίου 531 μ.Χ., στην οποία εμφανίσθηκε ο Θεοδόσιος Εχίνου για να υποστηρίξει τον Στέφανο Λαρίσης. Τελικά είναι άγνωστο τι αποφασίσθηκε. (βλέπε: Ι.Βορτσέλας, Φθιώτις η προς Νότον της Όθρυος, Εν Αθήναις 1907, σελίδα 241.). Γεγονός είναι ότι η Επισκοπή του Εχίνου υπήχθη διοικητικά στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως το 733 μ.Χ. μαζί με τις άλλες Επισκοπές του Ανατολικού Ιλλυρικού. Η διοικητική αυτή πράξη πραγματοποιήθηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄, ο οποίος θέλησε με αυτή την κίνησή του να αποδυναμώσει τον Πάπα Ρώμης.
Στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους λίγο πριν το 535 μ.Χ. ο Εχίνος αναφέρεται ως τέταρτη πόλη της επαρχίας Θεσσαλίας με το όνομα Εχιναίος.
Ο ιστορικός Προκόπιος στο έργο του «Περί κτισμάτων» αναφέρει επιδιόρθωση των τειχών Θεσσαλικών πόλεων, μεταξύ αυτών και του Εχιναίου, από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ (527-565 μ.Χ) για την αντιμετώπιση βαρβαρικών επιδρομών: «..επί μέντοι Εχιναίου τε και Θηβών και Φαρσάλου και άλλων των επί Θεσσαλίας πόλεων απασών ….. περιβόλους ανανεωσάμενος, εν τω ασφαλεί εκρατύνατο, χρόνω τε καταπεπονηκότας μακρώ, ευπετώς δε αλωτούς όντας, ει τις προσίοι.» (βλέπε: Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae). Δηλαδή: «….επί πλέον και του Εχιναίου και των Θηβών και της Φαρσάλου και όλων των άλλων πόλεων της Θεσσαλίας …. ανανεώνοντας τα τείχη, αύξησε την ασφάλεια, επειδή ήταν καταπονημένα για μεγάλο χρονικό διάστημα, εύκολα μπορούσαν να κυριευτούν, εάν κάποιος επιτίθονταν».
Την ίδια εποχή, το 551 μ.Χ., ο Εχίνος υπέστη μεγάλη καταστροφή από σεισμό 7,3 ρίχτερ και το τσουνάμι που ακολούθησε.
Σύμφωνα με τη Μαρία Χ. Χάδου «ο σεισμός έγινε πιθανότατα στις 9 Ιουλίου του 551 μ.Χ., κοντά στον αρχαίο Εχίνο (Αχινός)…Η μεγαλύτερη ένταση του τσουνάμι εντοπίστηκε στην περιοχή του αρχαίου Εχίνου (Αχινός). Τα παλιροϊκά κύματα που προκλήθηκαν από τον εν λόγω σεισμό, έπληξαν τις ακτές του Μαλιακού κόλπου και ισοπέδωσαν πολλές πόλεις. Συνάμα, ο σεισμός κατέστρεψε πολλές πόλεις από τον Μαλιακό κόλπο ως την Κόρινθο και τη Πάτρα. Συγκεκριμένα, ισχυρό κύμα τσουνάμι δημιουργήθηκε στον Μαλιακό κόλπο λόγω υποθαλάσσιου σεισμού μεγέθους 7,3 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, σύμφωνα με μελέτες του Τμήματος Γεωφυσικής, Εργαστήριο Σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σύμφωνα με τους Soloviev, et. al (2000), στην κορυφή του Μαλιακού κόλπου ξαφνικά η θάλασσα όρμηξε προς την ξηρά, έφτασε στο εσωτερικό της ενδοχώρας καταστρέφοντας και ισοπεδώνοντας κτήρια στον Εχίνο (Αχινός) και τη Σκάρφεια…. Όταν το νερό αποσύρθηκε από την ξηρά, σπάνια ψάρια και είδη θαλάσσιας ζωής έμειναν στην ακτή….». (βλέπε: Μαρία Χ. Χάδου, «Σεισμοί και τσουνάμι στον Μαλιακό κόλπο. Ιστορική επισκόπηση των καταστρεπτικών σεισμών του 426 π.Χ. και 551 μ.Χ.». Λαμία 2010, σελίδες 803-819. Άρθρο στα Πρακτικά 4ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας.).
Κατά τη Φραγκοκρατία ο Εχίνος ήταν Φέουδο της Βαρωνίας Ζητουνίου που ιδρύθηκε από τον φράγκο βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιο Μομφερατικό και αργότερα του Δουκάτου Αθηνών. Κατάλοιπο της περιόδου αυτής είναι ο πύργος που σώζεται έως σήμερα στον Αχινό.
Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο από έκθεση του Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου (1283-1328 μ.Χ.) προκύπτει ότι ο Εχίνος υπαγόταν εκκλησιαστικά στον μητροπολίτη Λαρίσης.

Τουρκοκρατία:
Κατά την τουρκοκρατία κτίσθηκε ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου. Βρίσκεται στην κορυφή του λόφου μέσα στο αρχαίο φρούριο. Ο Δημήτριος Γ. Γαρδίκης αναφέρει την ύπαρξη αγιογραφιών καλυμμένων με ασβεστοκονίαμα. Εσφαλμένα τις ανάγει στην παλαιοχριστιανική εποχή. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Παύλο Λαζαρίδη που τις εξέτασε, χρονολογούνται τον 16ο ή 17ο αιώνα. Ο ίδιος γράφει στο Αρχαιολογικό Δελτίο για το ναό:
«6.Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Την κορυφήν της Ακροπόλεως καταλαμβάνει σήμερον το νεκροταφείον του χωρίου. Εντός τούτου υψούται ταπεινός ναΐσκος, μονόκλιτος, ξυλόστεγος, με ευρείαν αψίδα του ιερού.
Εκ του ζωγραφικού διακόσμου σώζονται μεγάλα σύνολα εις το ιερόν και εις τον βόρειον τοίχον, κεκαλυμμένα εν μέρει υπό ασβεστοκονιάματος.
Εις το τεταρτοσφαίρον εικονίζεται η Θεοτόκος φέρουσα πρό του στήθους εις δίσκον τον Χριστόν, εκατέρωθεν δε ταύτης δύο άγγελοι από της οσφύος και άνω. Κάτωθεν ταύτης υπάρχουν 4 Ιεράρχαι.
Εις τον ανατολικόν τοίχον παρίσταται η Θεία Λειτουργία, μιμουμένη την ομοίαν παράστασιν εις την Περίβλεπτον του Μυστρά.
Εις την Πρόθεσιν η Άκρα Ταπείνωσις και αριστερά ταύτης το όραμα του Πέτρου Αλεξανδρείας.
Εις τον βόρειον τοίχον, αμέσως πρό του τέμπλου εικονίζεται η Δέησις (Θεοτόκος-Χριστός-Πρόδρομος) και μετ’ αυτήν, κάτω μέν μία σειρά ολοσώμων αγίων, άνω δε εντός πλαισίων διάφοροι σκηναί.
Η σχεδίασις των μορφών, αι οποίαι σημειωτέον είναι εξαιρετικώς ωραίαι, είναι ακριβής. Τα χρώματα φωτεινά, εις επιτυχείς συνδυασμούς και βαθμιαίας μεταπτώσεις από του ανοικτού εις το σκιερόν, συνθέτουν μίαν ευχάριστον αρμονίαν. Αι τοιχογραφίαι του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου δύνανται να χρονολογηθούν εις τον 16ον ή το αργότερον τον 17ον αιώνα.»[πηγή: Αρχαιολογικό Δελτίο 16 (1960), Κείμενο, σελίδα 163].
Βόρεια του φρουρίου κτίσθηκε η Αγία Παρασκευή σε θέση προγενέστερου κτίσματος, ίσως παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Είναι γνωστό ότι στη θέση πολλών παλαιοχριστιανικών βασιλικών ιδρύθηκαν μικρότεροι ναοί, διατηρώντας έτσι την ιερότητα του χώρου.
Ο Δημήτριος Γ. Γαρδίκης αναφέρει ότι στον Αχινό ήταν εγκαταστημένος Μπέης, ο οποίος εκμεταλλευόταν το τσιφλίκι. Το 1827 επιχείρησε να πουλήσει το τσιφλίκι στους Έλληνες κατοίκους του Αχινού αντί 25 λιρών. Αυτοί όμως δεν δέχθηκαν ελπίζοντας να κληρονομήσουν το τσιφλίκι δωρεάν. Για το λόγο αυτό ο Μπέης μετέβη στα Ιωάννινα, όπου πούλησε το τσιφλίκι στον Σκουμπουρδή από την Κόνιτσα αντί 3.000 γροσίων με δόσεις.
Ο Αχινός πριν το 1810 είχε 150 κατοίκους, ενώ το 1895 ο πληθυσμός του αυξήθηκε σε 317 κατοίκους. (βλέπε: Ι.Βορτσέλας, Φθιώτις η προς Νότον της Όθρυος, Εν Αθήναις 1907, σελίδα 465.).


Στη συνέχεια μεταφέρεται αυτούσιο το κείμενο από το βιβλίο του Δημητρίου Γ. Γαρδίκη:
«Αχινός λέγεται τώρα το χωριό των Ανατολικών Δήμων της Φθιώτιδος, μεταξύ Στυλίδος και Πελασγίας της Κρεμαστής Λαρίσης. Αποτελεί Κοινότητα μετά του νεοσυσταθέντος συνοικισμού «Καραβόμυλος» με χιλίους εκατόν περίπου κατοίκους.
Κτισμένο στις προσβάσεις του υψουμένου μαστοειδούς λόφου, ύψους περίπου 160 μ. υπέρ την θάλασσαν, είνε το πιο πλουτοπαραγωγικό και εύπορο χωριό, με καταφύτους τάς περί τον λόφον λεκάνας και την εκτεινομένην πρό αυτού κοιλάδα πρός την θάλασσαν, όπου μικρός συνοικισμός «Κουβέλα» από όψιμα δημητριακά και ιδία βαμβάκια, όλα ποτιστικά και περιβάλλεται από ανεπτυγμένους και καρπερούς ελαιώνας καθ’ όλην την έκτασιν της περιοχής του.
Εις την κορυφήν του υψουμένου λόφου σώζονται λείψανα του αρχαιοτάτου φρουρίου του Εχινούντος και οχυρωτάτου κτίσματος εκ των λεγομένων Πελασγικών ογκολίθων υπερμεγέθων εις όγκον και εις σχήμα τετραπλεύρου. Τόσον ομαλοί και λαξευμένοι τεχνικά οι ογκόλιθοι αυτοί είνε από όλες τις πλευρές των, ώστε στην ανοικοδόμησιν του κτιρίου, να εφαρμόζουν συμμετρικά ο είς ογκόλιθος επί του άλλου, σαν να ήσαν κομμένοι με πριόνι, χωρίς καμμίαν συγκολλητικήν ύλην.
Διασώζεται τέτοιο λείψανο αρχαίου κτίσματος ακέραιο εις ύψος 5-6 μέτρων, ορθωμένο απ’ όλες τις πλευρές του, που κάνει την εντύπωσιν, κάποιου ειδικού διαμερίσματος, μέσα εις όλον το φρουριακόν συγκρότημα.
Οι Αχινιώτες έχουν την παράδοσιν, από γενεάς εις γενεάν, ότι εκεί κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, ήταν εκκλησία εις το όνομα της Αγίας Φωτούκου!. Απίθανον όνομα Αγίας έστω και αν είνε παρεφθαρμένον το όνομα της Παναγίας Θεοτόκου. Διότι το κτίσμα εν τω συνόλω του, δεν παρουσιάζει κανένα σημάδι για εκκλησία.
Το αξιοθέατον από της κορυφής του λόφου τούτου, όπου μεταγενεστέρως κατεσκευάσθη εκκλησία της Παναγίας, ο περιβολότοιχος της οποίας είνε κτισμένος από πελασγικούς ογκολίθους, λείψανα του αρχαιοτάτου Φρουρίου και τα αδρά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των διεσπαρμένων στις πέριξ πλαγιές του λόφου, αυτουσίων αρχαιολογικών λειψάνων, σού προξενούν ίλιγγον και ρίγη από σεβασμόν και θαυμασμόν, πρός την υπεράνθρωπον προσπάθειαν και εξαιρετικήν δραστηριότητα των αρχαιοτάτων προγόνων μας, πού κατέβαλον διά την ασφάλειαν και την σύστασιν πολιτείας, ήμεροι και με ανθρωπιστικά αισθήματα αυτοί τείνοντες εις εκπολιτιστικήν εξέλιξιν, έναντι βαρβάρων επιδρομέων και αλλοφύλων κατακτητών.
Πιο κάτω και εντός του χωριού Αχινός ανευρέθη ενεπίγραφος πλάκα μαρμάρινος, τετράγωνη διαστάσεων 0,37Χ0,37 με χαραγμένα τα Ελληνικά γράμματα:
ΕΧΙΝΑΙΩΝ Α ΠΟΛΙΣ ΤΟΝ ΝΑΟΝ ΑΘΑΝΑΙ ΙΛΙΑΔΙ
ΤΑΜΙΕΥΟΝΤΟΣ ΛΑΓΕΤΑ ΛΥΣΩΝΟΣ
Η πλάκα αυτή ευρέθη στον κήπο χωρικού, αποκαλυφθείσα υπό του αρότρου κατά την όργωσίν του και διεφυλάχθη υπ’ αυτού, ως ιερόν κειμήλιον. Ως δε με επληροφόρησε ο ίδιος, αρχαιολόγοι κατ’ επανάληψιν εξήτασαν και αντέγραψαν αυτήν, πλήν δεν εγράφη τίποτε σχετικόν έως τώρα.
Στην αυτή περιοχή και λίγο πιο πέρα εν τη ερευνητική μου προσπαθεία, ανεύρον εγκατεσπαρμένα τεμάχια σπονδύλων κιόνων, μετά κιονοκράνων μαρμαρίνων σμιλευμένων καλλιτεχνικά μετά ραβδώσεων Ιωνικού ρυθμού. Όμοια τεμάχια λεπτοτέρων στύλων ομαλών, με πεπλατυσμένας τάς κεφαλάς εις αμφότερα τα άκρα, μήκους ενός περίπου μέτρου, πιθανόν ασφαλιστικών στηριγμάτων παραθύρων. Επίσης πλάκα μαρμάρινον μήκους 1.50 μ. και πλάτους 0,65 λαξευμένην κατά το εν άκρον εις μήκος και κατά καμπύλην επιφάνειαν, πιθανώς τεμάχιον θυροστάτου.
Και εκεί κοντά μαρμάρινος στύλος χωσμένος κατακορύφως εις την γήν, με την κεφαλήν στην επιφάνεια και επ’ αυτού σωρόν θραυσμένων πλακών, εξ ών μία ενεπίγραφος επιμήκης, πλάτους 0,70 και πάχους 0,30 φέρει γράμματα επί της μιάς πλευράς:
ΣΤΕΦΑΝΟΙ Α ΠΟΛΙΣ ΑΘΑΝΔ ΔΑΝΑΟ ……… ΤΟΛΥΑΝΤΑ
και επί της άλλης ομοίως πλευράς:
……… ΧΗ ΤΑΦΡΙΟΥΣ ΗΡΑΚΛΕΩΝ ΠΕΝΘΕΥΠΟΝΙΚΩ
ΠΗΓΑΝ ΑΝ ΤΑΠΕΙΝΟΙ ……... ΑΔΥΤΩ ΔΟΥΝΑΙ ……… ΠΟΤΝΙΑ ΓΗ ΕΧΙΝΑΙΩΝ ΑΝΩΝΟΣ
Τα αρχαιολογικά ταύτα ευρήματα εγκατασπαρμένα εις τον αυτόν χώρον, χρησιμοποιούνται ασβεστωμένα και βαμμένα με διάφορα χρώματα, ως στηρίγματα στις γλάστρες των σπιτιών από τις οικοκυρές και άλλα ως κατώφλια και οικοδομικό υλικό περιβολοτοίχων.
Εις το κέντρον του χωριού και παρά την εκκλησίαν, ανεγείρεται βρύση δαπάναις του πρώην αφεντικού του κτήματος Σκουμπορδή και επ’ αυτού του κτίσματος, ως κάλυμμα, πλάκα ενεπίγραφος με τα Ελληνικά γράμματα:
ΠΟΛΙΣ ΕΧΙΝΑΙΩΝ ΟΚΤΑΙΟΝΓΝΑΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΝ
ΝΑΥΤΙΚΟΝ ΡΩΜΑΙΩΝ ΑΡΕΤΑΣ ΕΝΕΚΕΝ ΚΑΙ ΕΥΝΟΙΑΣ ΤΑΣ ΕΙΣ ΑΥΤΑΝ
Στην πνευματική μου προσπάθεια και έρευνά μου να συγκεντρώσω ιστορικά στοιχεία αναφερόμενα στην αρχαιοτάτην πόλιν του Εχίνου, από αρχαίους ιστορικούς συγγραφείς και νεωτέρους, ως και από Εγκυκλοπαιδικά Λεξικά, δεν ημπόρεσα να εύρω περισσότερα στοιχεία, ει μη μόνον, ότι η πόλις Εχίνος έκειτο εις τα Β.Α. τμήματα της Φθιώτιδος. Ήτο αρχαιοτάτη, πολυάνθρωπος και πολύ επίσημος και ότι ο Φίλιππος ο Β΄ ο Μακεδών, την επήρε από τους Αχαιούς και την έδωσε στους Μαλιείς το 340 π.Χ.. Ακόμη ότι ήτο κτίσμα του Εχίωνος γενεάς των Σπαρτών της εν Θήβαις, εξ ού φαίνεται ότι χωρίον εγγύς του Αχινού, με την ονομασίαν Σπαρτιάς, πήρε το όνομα.
Και εις το σατυρικό έργο του Αριστοφάνους «η Λυσιστράτη» όταν αι γυναίκες των Αθηναίων επιβληθείσαι εις τους άνδρας των, να παύσουν αι εχθροπραξίαι μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών, ήρχισαν διαπραγματεύσεις πρός ειρήνευσιν και εδίδοντο ανταλλάγματα εξ αμφοτέρων των μερών: Συμβολικά τάχα και με σατυρική έννοια παρεχώρουν οι Σπαρτιάται εις τούς Αθηναίους και το Φρούριον….. του Εχινούντος.
Ως τόσο τα ανευρεθέντα αρχαιολογικά, ως ανωτέρω, ευρήματα αξιοπρόσεκτα εις ευρυτέρας σημασίας έννοιαν, μού δίδουν το θάρρος, να προβώ εις σχετικήν περιγραφήν και σύντομον, κατά τεκμήριον ιστορικήν αφήγησιν, γύρω στην αρχαιοτάτην και επίσημον πόλιν των Εχιναίων.
Από τάς επί τόπου παρατηρήσεις και εντυπώσεις μου και από τα ζωντανά και ομιλούντα αρχαιολογικά ευρήματα, διαισθητικώς πως, καταλήγω εις τα κάτωθι συμπεράσματα:
Ότι το φρούριον του Εχινούντος και η κάτω αυτού πόλις των Εχιναίων, ήσαν κτίσματα των Φθιωτών Αχαιών. Συμπεριελαμβάνετο η περιοχή αύτη εις τα Βασίλεια του Πηλέως πατρός του Αχιλλέως και πρό του Τρωϊκού Πολέμου. Γιατί οι Φθιώται Αχαιοί ευρέθησαν κατέχοντες το ορεινό συγκρότημα της Όθρυος μετά των διακλαδώσεών του, από της νοτιωτέρας οροσειράς της Πίνδου και μέχρι του Παγασητικού κόλπου.
Και όταν 60 περίπου χρόνια μετά τον Τρωϊκόν πόλεμον, ήρχισαν αι σοβαρώτεραι μεταναστεύσεις των Λαών και εκ Θεσπρωτίας ορμώμενοι Πελασγοί Θεσσαλοί κατέλαβον την ήδη Θεσσαλίαν και πρώην Αιολίδα, οι Φθιώται Αχαιοί δεν μετεκινήθησαν, ούτε και επιέσθησαν εις εκδίωξιν και υποταγήν από τους μετανάστας κατακτητάς Θεσσαλούς, αρκεσθέντας εις μικράν συμβολικήν μόνον υποτέλειαν φόρου.
Εν ώ τους κατέχοντας πρώην την πεδιάδα Αιολείς, Βοιωτούς κλπ. εξεδίωξαν πρός Νότον πιέζοντες τούτους ποικιλοτρόπως, κατά τον ιστορικόν του Έθνους Παπαρρηγόπουλον.
Οι Εχιναίοι διαρκούντος του Τρωϊκού πολέμου 1194-1184 π.Χ. ή και βραδύτερον, εις ένδειξιν τιμής και ευγνωμοσύνης πρός την Θεάν Αθηνάν προστάτιδα του Βασιλέως των Αχιλλέως αγωνιζομένου εις την Τροίαν (Ίλιον) έκτισαν Ναόν και αφιέρωσαν αυτόν εις την Ιλιάδα Αθηνάν. Έτσι λέει και αυτό μαρτυρεί η ενεπίγραφος πλάκα, ήτις, ως φαίνεται, ήτο εντειχισμένη εις τον Ναόν τούτον. Και την εποχήν δηλ. την χρονολογίαν του έργου των αυτού, το οποίον εδημιούργησαν εκφράζουν διά του ονόματος του Ταμιεύοντος τότε, του διαχειριστού του Επιμελητού, τρόπον τινά, εις την ίδρυσιν μεγάλων κοινοφελών έργων της πόλεως.
Τα εις τον αυτόν χώρον ευρεθέντα λείψανα του αρχαιοτάτου αυτού κτίσματος, προϋποθέτουν πλουσίαν και μεγαλοπρεπή εμφάνισιν του Ναού, εις το μέσον περίπου της επισήμου των Εχιναίων πόλεως, ήτις, ως λέγεται, και εκ του υπολογισμού του πιθανού χώρου, όν θα εκάλυπτε, ηρίθμει περί τάς 30 χιλ. κατοίκων.
Εάν δε λάβωμεν υπ’ όψιν και την πληροφορίαν από ιστορικά σημειώματα του Κικέρωνος, διαπρεπούς της Ρώμης ρήτορος, καθ’ ήν εις τα επίσημα των Εχιναίων γεύματα εσερβίροντο με χρυσά επιτραπέζια αντικείμενα, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσωμεν, ότι η πόλις των Εχιναίων, δεν ήτο μόνον επίσημος, ως πολιτικόν Κέντρον, ως λέγεται, αλλά και μάλλον πλουσία. Γιατί το ασφαλές ορμητήριον επέτρεπεν εις τους Αχαιούς να κάνουν και πειρατικάς επιδρομάς πρός Ανατολάς, εις πατροπαράδοτον συνήθειαν.
Τα αρχαιότατα αυτά κτίσματα των Φθιωτών Αχαιών, αποτελούντα σειράν οχυρών, οία το Φρούριον Εχινούντος, το των Φαλάρων και της Ακρολαμίας, ως και αι περί αυτά πόλεις κατεστράφησαν και κατεκρημνίσθησαν από ισχυρότατον σεισμόν επισυμβάντα κατά το 426 π.Χ. με επίκεντρον τον Βόρειον Ευβοϊκόν κόλπον πρός τον Μαλιακόν, οπότε κατά μαρτυρίαν του Γεωγράφου Στράβωνος, δεν έμεινε λίθος επί λίθου, εις όλα τα κτίσματα, των γύρω πόλεων Λοκρίδος και Θεσσαλίας.
Αποτέλεσμα της αυτής αιτίας, του ισχυροτάτου και καταστροφικού σεισμού, πιθανώς ήτο και η καθίζησις και καταπόντισις πόλεως, στην παραλία κοντά στο χωριό «Ράχες» λείψανα ερειπίων της οποίας διασώζονται και διακρίνονται καλά εις τον βυθόν, εις σχήματα πολλών κτισμάτων ηρειπωμένων, όταν, κατά τάς πρωϊνάς ώρας, που η θάλασσα ηρεμεί ακύμαντος και γαληνεμένη, κάμνομεν τάς παρατηρήσεις μας.
Πιθανώς ο οικισμός αυτός να ανήκε στην Ομηρική πόλη «Αλόπη» του Βασιλείου του Αχιλλέως, της Αχαΐας Φθιώτιδος, αποκαλουμένων «Πετρήτσαν», μεταξύ Αχινού και Κρεμ. Λαρίσης κατά Στέφανον του Βυζαντίου.
Ύστερα κατά την επικράτησιν των Μακεδόνων του Φιλίππου Β΄ το 340 π.Χ. αναφαίνεται ο Εχίνος και αλλάζει αφεντικό. Την αφήρεσε ο Φίλιππος από τους Αχαιούς και την προσεκόλλησε εις τους Μαλιείς.
Και κατά την Ρωμαιοκρατίαν 146 π.Χ. καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους στην παραθαλασσία πόλιν, που ήτο και διοικείται υπ’ αυτού, ως και από την ως ανωτέρω, αναφερομένην ενεπίγραφον πλάκα καταφαίνεται, με την γενομένην αφιέρωσιν εκ μέρους της πόλεως των Εχιναίων πρός τον Ναύαρχον Ρωμαίον, Διοικητήν Φρούραρχον, τιμής και ευνοίας ένεκεν τούτου πρός την πόλιν και την καλήν εν γένει μεταχείρισιν.
Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ο Εχίνος ανασυγκροτείται και επιδίδεται εις ειρηνικά έργα. Ανεγείρει την Αγίαν Παρασκευήν χριστιανικάς εκκλησίας, λείψανα ερειπίων της οποίας διασώζωνται εις την όπισθεν του Φρουρίου πρόσβασιν και κατά την βορεινήν πλευράν του και την Παναγίαν Θεοτόκον εις την κορυφήν του λόφου και εντός της περιοχής του Φρουρίου.
Ιδρύθη Επισκοπή Εχινούντος και ο επίσκοπος αυτής Θεόδωρος, έλαβε μέρος εις την Γ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον εις Φώκαιαν το 431 μ.Χ. μετά των επισκόπων Παυσιανού της Υπάτης και Σκουνδιανού της Λαμίας κατά τον ιστορικόν Βουρτσέλαν.
Κατά την επακολουθήσασαν Φραγκοκρατίαν ο Εχίνος ήτο κάποιο Φέουδο μικράς σημασίας πρός εκμετάλλευσιν.
Και σημειώνεται το πέρασμα των Ρωμαίων από ένα Πύργο, όστις διασώζεται ορθωμένος εις το ακέραιον κτισμένος με Πελασγικούς ογκόλιθους του κατακρημνισθέντος φρουρίου του Εχινούντος.
Ο Πύργος υψούμενος εις σχήμα τετραγώνου κτίσματος 15 περίπου μέτρων, φέρει παράθυρα δύο μικρά καμπυλωτά και είσοδον από την βορεινήν πλευράν επίσης καμπυλωτήν με πολεμίστρες γύρω και χωρίς στέγην.
Κατά την Τουρκοκρατίαν εις τον Αχινόν εγκατεστάθη Μπέης κύριος και Κάτοχος, Διοικητής μικρού Καζά εκμεταλλευόμενος όλην την περιοχήν, την κατάφυτον από ελαιώνας και χέρσον ορεινήν από Στυλίδος και μέχρι του χωρίου Ράχες.
Το τσιφλίκι του αυτό ο Μπέης πρό της απελευθερώσεως και κατά το επαναστατικόν έτος 1827, προτιθέμενος να φύγη εις άλλους τόπους άγνωστον διατί, εφρόντισε να το πωλήση εις τους ραγιάδες Έλληνας της περιοχής αντί του ελαχίστου τιμήματος των 25 λιρών τότε, αλλ’ οι χωρικοί αφελείς δεν επροθυμοποιήθησαν να αγοράσουν αυτήν την απέραντον και πλουτοφόρον έκτασιν, αντί πινακίου φακής, ελπίζοντες να την κληρονομήσουν δωρεάν.
Δι’ αυτό ο Μπέης πρός εύρεσιν αγοραστού μετέβη εις Ιωάννινα και εκεί του επρομήθευσαν αγοραστήν τον Σκουμπορδήν από την Κόνιτσαν, διαθέτοντα τότε ολίγα γρόσια. Και προέβη ούτος εις την αγοράν όλου του τσιφλικιού αυτού, αντί 3.000 γροσίων εξευτελιστικής τιμής και όχι με άμεσον καταβολήν αλλά κατά δόσεις.
Συνεχίζοντες επιπροσθέτως την αρχαιολογικήν έρευναν εις τον χώρον του Αχινού ανευρίσκομεν πλείστα όσα αρχαιολογικά στοιχεία και τεκμήρια μαρτυρούντα αναμφισβητήτως την εκεί ύπαρξιν εις ερείπια και εν αποσυνθέσει του ναού της Ιλιάδος Αθηνάς αφιέρωμα εις αυτήν των Εχιναίων πολιτών, Φθιωτών Αχαιών, διά την ευμενή συμπαράστασιν της θεότητος ταύτης πρός τον Βασιλέα των Αχιλλέα μαχόμενον εις το Ίλιον, κατά τον Τρωϊκόν πόλεμον και προσδιορίζεται κατά τεκμήριον η θέσις όπου η αρχαιολογική σκαπάνη θα επαληθεύσουν τούτο. Μία επίπεδος επιφάνεια εις κήπον απλόχωρον εκτάσεως περίπου 3 στρεμμάτων μεταξύ των κατοικιών Αγγελοκωνσταντή και Γεωργακοπούλου. Μέσα εις αυτόν τον χώρον, συμπίπτοντα με το κέντρον περίπου της Αρχαίας πόλεως των Εχιναίων ευρίσκονται κατά σωρούς τα λείψανα του κτίσματος του Ναού και διάφορα αυτού εξαρτήματα. Εις τον χώρον αυτόν θα πρέπει η Αρχαιολογική υπηρεσία του υπουργείου Παιδείας επιστήση την προσοχήν της και εν καιρώ, εξετάζουσα ειδικώτερον τον χώρον τούτον, προβή εις αποκάλυψιν αρχαιολογικών ευρημάτων υψίστης σημασίας και πολλού ενδιαφέροντος.
Αλλά και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα, εις αυτόν χώρον και ειδικώς εις ερειπωμένην και επισκευασθείσαν ήδη εκκλησίαν κτισμένην εις την κορυφήν του λόφου, όπου το παλαιόν φρούριον υψώνετο.
Ήτο αφιερωμένη εις την κοίμησιν της Παναγίας Θεοτόκου. Εις την Βορεινήν εσωτερικήν πλευράν της εκκλησίας ταύτης τύπου Βασιλικής της Βυζαντινής εποχής, απεκάλυψεν ειδικός αρχαιολόγος, αγιογραφίας εν τοιχογραφία καθ’ όλην την έκτασιν της πλευράς πολλών αγίων εις χρώμα και έκφρασιν προσώπων εξαιρετικής και σπανίας τέχνης. Ήσαν κεκαλυμμένα δι’ ασβεστοκονιάματος, επιχρισθείσαι ίσως από του καιρού της Τουρκοκρατίας. Και όταν απεξήσθη καταλλήλως, υπό του αρχαιολόγου, ενεφανίσθη το σύνολον των αγιογραφιών με ελαχίστας φθοράς εκ της επιδράσεως του αφαιρεθέντος αποκαλύμματος και με ακτινοβολίαν προσφάτου κατασκευής, σαν να ιστορήθησαν πρό ολίγου χρόνου. Φαίνεται ότι ανάγονται τα έργα τέχνης αυτά εις την Παλαιοχριστιανικήν εποχήν. Των ευρημάτων τούτων Βυζαντινής τέχνης ελήφθησαν υπό του Βυζαντιολόγου φωτογραφίαι πρός εξέτασιν.»


ΠΗΓΗ
Δημητρίου Γ. Γαρδίκη, Ο γύρος της Φθιώτιδος. Ιστορικολαογραφικαί μελέται, Λαμία 1958, σελίδες 21-26.