Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Ο θάνατος του λοχαγού Τσαλτάκη Αθανασίου


[Από την τριμηνιαία εφημερίδα «Η φωνή του Σταυρού», αναδημοσιεύεται το άρθρο του Γεωργίου Ράγγου για το λοχαγό Τσαλτάκη (Εικ.1) (εφημερίδας )]:
Στην όμορφη και ιστορική πόλη μας τη Λαμία και στην περιοχή της Ξηριώτισσας βρίσκεται το στρατόπεδο «ΤΣΑΛΤΑΚΗ». Αυτό πήρε την ονομασία του προς τιμήν του Λοχαγού Τσαλτάκη Αθανασίου του Παναγιώτου, που σκοτώθηκε στις 7-5-1897 στον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Ο Λοχαγός Τσαλτάκης γεννήθηκε το 1850 στο χωριό Ζοριάνος του δήμου Κροκυλίου του νομού Φωκίδος.
Κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό ως εθελοντής και την 1-8-1872 έγινε δεκανέας. Ακολούθως έλαβε τους βαθμούς: το 1877 Λοχίας, το 1881 Ανθ/στής, το 1882 Ανθ/γός, το 1890 Υπολοχαγός και το 1895 Λοχαγός Β΄ τάξεως.
Ο θάνατος τον βρήκε με τη λήξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και μάλιστα ενώ είχε κηρυχθεί η ανακωχή μεταξύ των εμπολέμων, δηλαδή της Ελλάδος και της Τουρκίας.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες σκοτώθηκε, περιγράφονται πολύ παραστατικά στην έκθεση του Αρχιστρατήγου διαδόχου Κωνσταντίνου
«…Πράγματι δε περί την 3ην μ.μ. κατέπαυσε το πυρ εκατέρωθεν.
Μετά το ήχημα της καταπαύσεως του πυρός και την διακοπήν τούτου παρά των ημετέρων και το πλείστον των πολεμίων έπαυσε το πυρ. Οι δεξιά όμως τούτων, εξηκολούθουν να προβαίνουσι προς υπερκέρασιν του αριστερού της υπό τον Ταγματάρχην Πριονιστήν δυνάμεως. Ούτος προέλαβε την υπερκέρασιν δια της εγκαίρου εκτελέσεως αμυντικής καμπής.
Συγχρόνως προς ταύτα ομάδες πολεμίων ατάκτως και φιλικώς δήθεν προσεγγίζουσαι τους μάλλον προκεχωρημένους οπλίτας μας αφήρπαζαν δόλω τα όπλα των. Τότε οι ημέτεροι διετάχθησαν να υποχωρήσωσι προς αποφυγήν συγκρούσεως, οι πολέμιοι όμως ούτοι επυροβόλησαν φονεύσαντες περί τους 10 οπλίτας και τον Λοχαγόν Τσαλτάκην».
Η τοποθεσία όπου έλαβαν χώραν οι παραπάνω αψιμαχίες βρίσκεται στα υψώματα της Ταράτσας στα βόρεια της Λαμίας.
Έτσι η Ταράτσα της Λαμίας, μπήκε στην ιστορία και έμελλε να μας θυμίζει την ήττα μας στον πόλεμο εκείνο, τον πόλεμο της ντροπής όπως ονομάστηκε, αλλά και το θάνατο του Λοχαγού Τσαλτάκη.
Όμως, με αφορμή την ήττα εκείνη, στο Ε/Τ πόλεμο του 1897, το έθνος αφυπνίσθηκε και ο Ελληνικός Στρατός άρχισε στα σοβαρά πλέον να εκπαιδεύεται, οργανώνεται και εξοπλίζεται.
Έτσι μπόρεσε να αποπλύνει την ντροπή της ήττας του 1897, σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, με την επιτυχή διεξαγωγή του Μακεδονικού Αγώνα 1904-1908 και τη μεγάλη εξόρμηση του 1912-13, με την οποία απελευθερώθηκε η Μακεδονία, η Ήπειρος και τα νησιά του Β/Α Αιγαίου.
Η θυσία λοιπόν του Λοχαγού Τσαλτάκη και των άλλων Αξιωματικών και οπλιτών που σκοτώθηκαν στον πόλεμο του 1897 δεν πήγε χαμένη. Ας είναι αιωνία η μνήμη τους.



ΕΙΚΟΝΕΣ

 Εικ.1. Ο Λοχαγός Αθανάσιος Παν. Τσαλτάκης (1850-1897).


ΠΗΓΗ

Τριμηνιαία εφημερίδα «Η Φωνή του Σταυρού», Αρ. Φύλλου 10, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2009, σελίδα 4.




Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Πολεμικό Ημερολόγιο του εφέδρου λοχία Βασιλείου Δημ. Σούλιου (Αναδημοσίευση)



[Από το βιβλίο του Ιωάννη Ευαγγ. Μακρή, Σταυρός (Μπεκή) Φθιώτιδας-Η Ιστορία του, Λαμία 1998, αναδημοσιεύεται το Πολεμικό Ημερολόγιο του Βασιλείου Δημ. Σούλιου, εφέδρου λοχία του 2ου Συντάγματος Πεζικού Λαμίας (σελίδες βιβλίου: 60-68) (Εικ.1,2). Η εισαγωγή και ταυτοποίηση των γεγονότων, μετά το τέλος του Ημερολογίου είναι του κ.Μακρή.]
.
.
.
.
.
-60-

1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Βασίλειος Δημ. Σούλιος γεννήθηκε στη Μπεκή του Δήμου Λαμιέων το 1890 και έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Κατά το χρονικό διάστημα 1918-19 που επιστρατεύθηκε κρατούσε ημερολόγιο σε σημειωματάριο μεγέθους 10,5Χ14,5 εκατοστομέτρων. Σώθηκαν 56 σελίδες του ημερολογίου του, ενώ λείπει άγνωστος αριθμός σελίδων στην αρχή και ενδιαμέσως. Το τέλος υπάρχει.
Οι 22 πρώτες σελίδες που σώθηκαν είναι γραμμένες με μελάνη (πέννα), μιάμιση σελίδα με αραιή μελάνι (διαβάζεται πολύ δύσκολα, γιατί η μελάνη είναι ξεθωρασμένη), οι 20 επόμενες σελίδες είναι γραμμένες με μαύρο μολύβι, οι 12 με μελανί μολύβι και τέλος πάλι με μαύρο μολύβι. Αρχίζει από τις 30-9-1918 και τελειώνει στις 23-11-1919.
Το γράψιμο είναι καλλιγραφικό, αρκετά ευανάγνωστο (η δυσκολία ανάγνωσής του οφείλεται στη φθορά του ημερολογίου) και χωρίς ορθογραφικά λάθη (υπάρχουν ελάχιστα κυρίως σε λέξεις σπάνιες, τις οποίες ο γράφων πιθανότατα δεν είχε ξαναγράψει).
Το ημερολόγιο κατείχε ο γιός του Χρήστος Βασ. Σούλιος, που το διαφύλαξε σαν ιερό κειμήλιο και το δώρισε στην Κοινότητα Σταυρού. Βρίσκεται στο Πνευματικό Κέντρο Σταυρού.


2.ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

…..ραγδαιοτάτην βροχήν ανεχωρήσαμεν εκεί(θεν)….συναντήσαμεν (ένα ποταμόν) ο οποίος είχε κατεβάσει. (Αναγκασθήκα)με να περάσομεν μέσ(α). (Εγώ) δε ως έφιππος έβαλα και (τον Λιά)κον καβάλα. Το ρεύμα είχε εις εν μέρος μιαν γούρνα. Έτυχε το άλογό μου να πατήσει μέσα και να σκοντάψει. Όπου και ημείς οι επί του αλόγου πέσαμε μέσα. Και ο μεν Λιάκος ο οποίος ήτο πισωκάπουλα έγινε όλος μούσκεμα, εγώ δε από το γόνα και κάτω. Ευτυχώς (μετά την διάβασιν) του ρεύματος τούτου άρχισεν η βροχή να παύει. Ολίγον (κατ’ ολίγον) εσταμάτησεν καθόλου. Εν τω μεταξύ έλαμψεν ήλιος καυτερός. Τούτο ήτο ευτύχημα δι’ ημάς και μέχρις ότου φθάσομεν εις τι τουρκικόν χωρίον εστεγνώσαμε. Εκεί δε διανυκτερεύσαμε άνευ βροχής.
Την επομένην 30-9-1918 και με καλόν καιρόν αναχωρήσαντες εκείθεν και διά μέσου Πραβίου φθάσαμε εις Βασιλάκη Τσοφλίκι την 11ην π.μ. όπου παραμείναμεν επί 3 ώρας και φάγαμε. Την 2αν μ.μ. ώραν αναχωρήσαντες εκείθεν φθάσαμεν εις Καβάλαν περί την 4ην μ.μ. ώραν, όπου και εστρατοπεδεύσαμεν εις τινας καπναποθήκας. Εγώ μεθ’ ενός δεκαν. Ματσώλη Ζήση και μετά τριών σταυλοφυλάκων μέναμε εις τον σταύλον επί ολίγας όμως ημέρας. Επειδή η υπηρεσία ήτο επίπονος, ο λοχαγός μου με εκάλεσε κι εμένα εις τον λόχον, όπου ανέλαβα την 1ην Διμοιρίαν, εις ην ήσαν και οι άλλοι Μπεκιώται. Η υπη-

-61-
ρεσία εκεί ήτο επίπονος, η δε Πολυβ/ία (πολυβολαρχία;) μετέβαινε καθ’ εκάστην προς εκφόρτωσιν αλεύρων και άλλων τροφίμων εκ των Αγγλ. (αγγλικών) ατμοπλοίων. Μόνο κάθε 8 ημέρας πηγαίναμε περιπολίαν. Το 3ον τάγμα εν τω μεταξύ είχεν μεταβεί εις Ελευθεράς προς κατασκευήν οδών, το δε 5ον Ευζώνων εις Μεθόριον γραμμήν και το 3ον πεζικόν εις Πράβι.
Την 19ην Νοεμβρίου 1918 το τάγμα μου ανεχώρησεν διά Ελευθεράς προς αντικατάστασιν….(λείπει τουλάχιστον ένα φύλλο).
….5ην περίπου ώραν εις Καβάλαν. Διοικητής δε του στρατοπέδου ήτο ο λοχαγός Φιωτάκης (;). Φθάσαντες εις Καβάλαν μάθαμε ότι το 1ον τάγμα δεν θα αντικαταστήσει το 2ον αλλά το 5ον των Ευζώνων, όπως και εγένετο.
Την 29-12-1918 ανεχώρησεν το τάγμα από Ελευθεράς, όπου έφθασεν εις Καβάλαν την 5ην μ.μ. ώραν. Μείναμε μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου 1919 εις Καβάλαν. Υπηρεσία επίπονος.
Την 14ην το Σύνταγμα διετάχθη να αναχωρήσει διά – Σαρή-Σαμπάν προς φρούρησιν της μεθορίου γραμμής και εις αντικατάστασιν του 6ου Συντάγματος Μεραρχίας Αρχιπελάγους. Αναχωρούντος λοιπόν του Συν/τος την 14-2-19 διενυκτέρευσεν εις Τσαρπαντή. Την επομένην 15-2-19 ανεχώρησε η μεν έδρα του Συν/τος και η έδρα του 2ου τάγματος διά Σαρή-Σαμπάν, καθώς και η πολυβολαρχία μετά του επιτελείου του τάγματος. Οι δε 5ος και 6ος λόχος μετέβησαν εις τι τουρκοχώριον Ουζούνκιοϊ (;) και ο 7ος λόχος κατέλαβε την γραμμήν έμπροσθεν του Σαρή-Σαμπάν. Το 1ον τάγμα έμεινε ολόκληρον εις Κουρί-Ντερέ και το 3ον ανέλαβε την φρούρησιν της μεθορίου. Η έδρα δε του τάγματος έμεινεν εις Ιντζενές.
Από Σαρή-Σαμπάν με έστειλε ο λοχαγός μου προς επίταξιν σφαγείων, όπου πήρα ένα στρ(ατιώτην) Σταθάν Ιωάν. από το Δίστομον (ήτο δε της ελιάς το φύλλο). Μετέβημεν εις τι τουρκικόν κοπάδιον αποτελούμενον από γίδια. Επιτάξαμε δύο αίγας ετοίμους προς εγκυμοσύνην. Ο Τούρκος μετέβη παραπονούμενος εις το 1ο τάγμα εις τον ταγματάρχην Μητσάκον, ούτος δε ανέφερε εις το Σύνταγμα, μη γνωρίζων όμως το όνομά μου.
Την 22-2-19 η πολυβολαρχία και το επιτελείον του τάγματος έφυγε και ήλθεν εις Καρατζάκιοϊ. Και πάλιν ο λοχαγός μου με έστειλε διά σφάγια δώσας εις

-62-
εμέ τον ίδιον στρατιώτην και έναν του επιτελείου τάγματος Τσαμπάκαλον Αθ. εκ Στυλίδος. Μετέβημεν εις τι χωρίον Καραμανλή, όπου δεν εύρομεν σφάγια. Εκεί φάγαμε το μεσημέρι πιλάφι και μπουμπότα με μέλι, το οποίο μας φέραν οι Τούρκοι. Είχον δε εις κάθε χωρίον και ιδιαίτερον οίκημα διά τους στρατιώτας. Περί την 3ην μ.μ., φεύγοντες εκείθεν, ήλθομεν εις χωρίον Μουρατζί. Φθάσαμε δε εκεί περί την 4ην μ.μ. Εκεί προσφέρθησαν οι κάτοικοι να μας δώσουν 10 σφάγια. Μη υπάρχοντος όμως εκεί του Μουχτάρ και του αγροφύλακος του χωρίου, επειδή νυχτώσαμεν, μείναμε εις το προορισμένον οίκημά μας. Φθάσαν πάλι το βράδυ τα πιλάφια και το ψωμί το κριτσανιστό. Κατ’ ανάγκην όμως έτρωγα, διότι επείναγα.
Περί την 9ην εσπερινήν ώραν ήλθεν και ο αγροφύλαξ από Σαρή-Σαμπάν, πρώην λοχίας Σ.Σ. ε.Α. Ούτος κατ’ αρχήν εδυστρόπησεν να επιτρέψει εις τους Τούρκους να μας δώσουν σφάγια, αλλά με φοβέρες τρόμαξαν να μας δώσουν 5 σφάγια, τα οποία πληρώσαμε 80 δρχ. Την πρωίαν της επομένης οι χωρικοί μας πρόσφεραν 6-8 αυγά και 1-2 οκάδες κάστανα και γάλα βραστό διά να φάμε, καθώς και τηγανίτες με μέλι. Φάγαμε τέλος πάντων καλά, παίρνομεν τα γίδια και φθάνομεν το βράδυ εις Καραντζάκιοϊ. Μόλις έφθασα εκεί ήλθεν και η αναφορά του Μητσάκου από το Σύνταγμα ζητούσε το όνομά μου από την Πολυβολαρχίαν. Ο λόχος μου όμως, μη θέλων να τιμωρηθώ, δεν απάντησεν αμέσως εις το Σύνταγμα. Και πάλιν ο λοχαγός μου με έστειλε για επίταξιν με ανθ/στην τινά Καραβακρόν(;) Βασ. αλλά εις μάτην. Την επομένην επιστρέψαμε με άδεια χέρια. Την ιδίαν ανεχώρη και το 1ον τάγμα διά Καβάλαν και την άλλην 2-3-19 αναχωρήσαμε και εμείς και έτσι η αναφορά του Μητσάκου πάει εν τοις αχρήστοις κι εγώ γλίτωσα καμνιά 10αριά μέρες φυλάκιση….
Αναχωρούντες λοιπόν την 2-3-19 από Καραντζάκιοϊ διανυκτερεύσαμεν εις Τσαρπαντή. Την επομένην 3-3-19…..αναχωρήσαντες εκείθεν φθάσαμεν μετά 10 ημερών περίπου πορείαν εις Πράβι. Εις Πράβι μείναμεν 2 ημέρες, όπου εφοδιάσθημεν με ιματισμόν καινουργή.
Την 6ην Μαρτίου 1919 αναχωρήσαμεν από Πράβι, όπου και εφθάσαμεν εις το λιμάνι Ελευθερών την 10ην π.μ., ίνα επιβιβασθώμεν επί του ατμοπλοίου Μέγας Πέτρος (Ρωσσικόν) και εκείθεν διά Ρωσίαν. Αφού λοιπόν φθάσαμε εκεί, βάλαμε κατά πρώτον το υλικόν των πολυβόλων μετά των σαγμάτων εντός ατμακάτου, κατόπιν δε φάγαμε συσσίτιον. Μετά επιβιβασθέντες και ημείς της ατμακάτου επιβιβασθήκαμε εις το ατμόπλοιον Μ.Πέτρος περί την 4ην μ.μ. Οι ημιονηγοί μετά των ζώων των, μεθ’ ενός δεκανέως και του Ανθ/στού Καραβακρού ως επικεφαλής όλων των ζώων του τάγματος μείναν εις Πράβιον, επειδή το ατμόπλοιον δεν είχε χώρον για ολόκληρο το Σύνταγμα. Προσέτι δε μείναν 3 λόχοι του 3ου τάγματος 10-11-111 πολυβ/χία.
Ημείς εκκινήσαμεν την 8ην περίπου ώραν μ.μ. από λιμάνι Ελευθερών μετά ησυχίας εν τη θαλάσση. Εκτός της 5ης περίπου πρωινής της 7-3-19, οπότε είχαμεν ολίγην τρικυμίαν, η οποία και μας εζάλισεν. Ο Δ.Στρογγυλός και ο Κ.Μπαλάφας ένεκεν της θαλάσσης κάμανε ολίγον εμετόν, αλλά η τρικυμία δεν διήρκεσεν πλέον της ώρας και έτσι ήρχισεν πάλι ο πλους μας θαυμάσιος. Ο Μέγας Πέτρος πλέων κατ’ αρχάς διήνυε περί τα 12 μίλια. Κατόπιν δε φθάσαντες προ της εισόδου των στενών των Δαρδανελλίων και με την ταχύτητα ταύτην θα φθάναμε εις Κωνσταντινούπολιν την νύκτα της 7ης Μαρτίου, διετάχθη να ανακόψει ταχύτητα σε 4-5 μίλια την ώρα. Όπερ την επομένην 8ην Μαρτίου και ώραν 8ην π.μ. φθάσαμε εις Κων/πολιν, όπου μείναμε καθ’ όλην την ημέραν εκείνην και νύκτα. Είδαμε τέλος πάντων τα παράλια της πόλεως όπου διεκρίναμεν και τον Ναόν της Αγίας Σοφίας, όστις ήτο Τζαμί. Η μικρά εκεί διαμονή μας ήτο θαυμασία.

-63-
Την επομένην 9 Μαρτίου 1919 εκίνησεν ο Μ.Πέτρος σιγά-σιγά και μετά παρέλευσιν 2 περίπου ωρών εξήλθεν εις τον Εύξεινον Πόντον (Μαύρην Θάλασσαν, το νερό δεν είναι μαύρο αλλά επειδή έχει κάψει πολλές καρδούλες ονομάσθη Μαύρη Θάλασσα). Πλέοντες λοιπόν εις τον Εύξεινον Πόντον εν ησυχία καθ’ όλην την ημέραν δεν βλέπαμεν άλλο τι παρά θάλασσαν και ουρανόν.
Την επομένην 10ην  του μηνός Μαρτίου 1919 και περί ώραν 5ην πρωινήν είχαμε και πάλιν λίγη τρικυμία διαρκέσασαν επί ολίγον. Ο Δ.Στρογγυλός έκαμε και πάλιν εμετόν. Εμένα δεν με πείραξε καθόλου, εκτός ολίγης ζάλης. Είμεθα δε πολύ στριμωγμένοι και από τα χνώτα ήτο απελπισία από τη βρώμα. Το φως ημέραν και νύκτα δεν έλιπεν, καθότι θα είμεθα επί της επιφάνειας της θαλάσσης. Φαγητόν μας τροφοδοτούσε το ατμόπλοιον, κρασί δε καθ’ εκάστην από 200 δράμια και κατόπιν οι φαντάροι ξερνοβόλαγαν αράδα.
Την 10ην Μαρτίου 1919 και ώραν 10 π.μ. φθάσαμε εις Σεβαστούπολιν, πόλιν της Ρωσίας αποτελουμένην από 100.000 περίπου, Ρώσους, εκτός ολίγων Εβραίων και Ελλήνων. Όλην την ημέραν της 10ης Μαρτίου μείναμε εντός του ατμοπλοίου. Την επομένην δε 11ην Μαρτίου απεβιβάσθημεν εις ώραν 9ην μ.μ., όπου και εστρατωνίσθημεν εις τους στρατώνας της πόλεως. Στρατός ρωσικός δεν υπήρχε καθόλου, πλην ελαχίστων χωροφυλάκων και το πλείστον των αξιωματικών της πόλεως, ο δε άλλος στρατός προσεχώρησεν εις τον Μπολσεβικισμόν. Εγώ απεσπάσθην μετά 7 ανδρών και 2 πολυβόλων εις τον σταθμό της πόλεως προς φρούρησιν αυτού.
Την 23ην Μαρτίου μας πληροφόρησαν ότι Μπολσεβίκοι τινές θα αποπειραθούν να ανατινάξουν την γέφυραν. Λαβόντες δε όλα τα κατάλληλα μέτρα δε μας συνέβη τίποτες την νύκτα εκείνην (η πόλις Σεβαστούπολις ήτο το πλείστον Μπολσεβίκοι).
Την 23ην Μαρτίου 1919 συνεπλάκη ο 1ος, 2ος, 1η και 2α διμοιρία πολυβόλων του 1ου τάγματος, όπου υποχωρήσαντες ατάκτως αφήσαν περί τους 10 νεκρούς, εν οις και ο λοχαγός και ο ανθ/γός του 1ου λόχου και περί 23 τραυματίας. Συνεπλάκησαν δε περί το χωρίον Περικόπι (;) πέραν της Συμφερουπόλεως (;). Συγκεντρωθέντος του λόχου τούτου και της μιας διμοιρίας πολυβόλων μετά 2 περίπου ημερών αφίχθησαν εις Συμφερούπολιν, όπου ήτο και η έδρα του τάγματος. Αφίχθησαν την 27-3-19 εις Σεβαστούπολιν. Η τύχη του 2ου λόχου και της μιας διμοιρίας πολυβόλων αγνοείται.
(Τελειώνει το γράψιμο με καλή μελάνη και συνεχίζεται με πολύ ξεθωριασμένη μελάνη)
Την 4ην Απριλίου εφάνη και ο 2ος λόχος μετά της διμοιρίας πολυβόλων, όστις είχε υποχωρήσει προς την Μερ…σιάν, πόλιν παράλιον, και εκείθεν επιβιβασθείς επί του ατμοπλοίου ήλθεν εις Σεβαστούπολιν.
Την 2αν Απριλίου 1919 και ευρισκόμενος εν τω σταθμώ…και περί ώραν 4ην π.μ. και ημέραν Μεγάλην Τρίτην ενεφανίσθησαν οι λεγόμενοι Μπολσεβίκοι, όπου και ημείς διετάχθημεν να καταλάβωμεν τας θέσεις μας δι’ άμυναν. Όπερ και εγένετο. Αξιωματικόν είχομεν ανθ/στην Δουκάκην. Την 5.15 της 2-4-19 εκρότησεν το πυροβόλον δια τριών βολών, σημαίνων την παρουσίαν του εχθρού, όπου και ήνοιξαν το σφοδρόν πυρ.
(Τέλος μελάνης. Αρχίζει γράψιμο με μαύρο μολύβι)
Την 7ην μ.μ. ώραν της ιδίας ημέρας εστάλησαν κήρυκες εκ μέρους των Μπολσεβίκων

-64-
προς συμβιβασμόν. Όθεν εσήμανεν η σάλπιγξ το παύσατε πυρ, όπου οι δικοί μας παύσαν το πυρ, αλλά ο εχθρός δεν έπαυσεν του να προχωρεί. Όθεν και πάλιν ήρχισεν το πυρ, διαρκέσαν ολόκληρον την νύκτα εκείνην, όπου ο εχθρός υπεχώρησεν περί τα 4 χιλιόμετρα.
Την επομένην 3-4-19 είχαμε ησυχίαν. Το εσπέρας όμως της ιδίας και περί ώραν 8 ήρχισεν και πάλιν σφοδρόν πυρ. Και πάλιν οι Μπολσεβίκοι δεν ηδυνήθησαν να σπάσωσι την γραμμήν μας. Την επομένην 4-4-19 είχαμεν και πάλιν ησυχίαν. Τα αεροπλάνα μας σπεύσαντα είδον τον καταυλισμόν των, όπου ειδοποιήθησαν τα πυροβόλα της θαλάσσης και τους κατετσάκισαν. Και πάλιν υπεχώρησαν. Την νύκτα της 4-4-19 είχαμε αραιά πυρά. Την 5-4-19 συνήφθη 8ήμερος ανακωχή, όπου και ημείς ησυχάσαμεν πλέον.
Το εν πολυβόλον το είχα τοποθετήσει επί της γεφύρας, το οποίο έβαλε την 1ην βραδιάν 35 βολές κατά των οικιών της πόλεως, διότι οι κάτοικοι της πόλεως, μόλις ήκουσαν τους πυροβολισμούς, ήρχισαν πυρά από μέσα από τα παράθυρα, αλλά διάβολος τους πήρε και από τα πυροβόλα και από το πεζικόν.
Την 7-4-19 είχαμεν Πάσχα, το οποίον κάμαμε εις τον Σιδ/κόν Σταθμόν Σεβαστουπόλεως. Την 1ην ημέραν την μεν μεσημβρίαν μας δώσαν ας ειπούμεν 70 δράμια κρέας αρνίσιο ψητό, δύο αυγά και περί τα 100 δράμια κρασί και από 3 μήλα του καθενός. Το βράδυ μας δώσαν φασόλια και κονσέρβα και από ένα αυγό. Την δευτέραν ημέραν του Πάσχα μας δώσανε και πάλιν κονσέρβα, το δε βράδυ φακές. Την τρίτην ημέραν αντικατεστάθημεν παρά της 1ης Πολυβολαρχίας. Την 8ην Απριλίου 1919 μάθαμε ότι επήλθε μεταξύ Μπολσεβίκων και Γάλλων συμφωνία τις. Την 12ην θα αναχωρήσωμεν αλλά για πού όμως δεν ηξεύρομεν κανείς. Άλλοι έλεγαν διά Ρουμανίαν άλλοι δια Ελλάδαν.
Την 7ην Απριλίου 1919 Γάλλοι ναύται ενωθέντες μετά πολιτών Μπολσεβίκων περιεφέροντο εις την πόλιν συμμερισθέντες και αυτοί τον Μπολσεβικισμόν. Κατά τύχην όμως έπεσαν εις τον 10ον (;) λόχον. Ο λόχος κατ’ αρχάς επυροβόλησεν τούτους εις τα άκρα. Κατόπιν ούτοι ηθέλησαν να επιτεθούν κατά του λόχου. Ο λόχος τότε ηναγκάσθη να βάλη κατ’ αυτών, όπου αφήκαν ένα Γάλλον νεκρόν και 5 τραυματίας εκ δε των Μπολσεβίκων περί τους 20 νεκρούς και τραυματίας (ήρχισεν ο φθόνος μεταξύ Ελλήνων και Γάλλων).
Άμα αντικατεστάθην του Σιδ/κού Σταθμού ήλθον εις το Πανόραμα της πόλεως εις το οποίον παριστούται (αναπαρίσταται) πολιορκία της πόλεως κατά το 1854 υπό των Γάλλων, Άγγλων και Τούρκων.
Την 11ην Απριλίου 1919 λιποτάκτησαν οι δεκ. Γκιόκας, στρ. Πανούσης, Σκάντζος και Μόρφης Κ. Φαίνεται ότι γυναίκες τους παρέσυραν είτε προπαγάνδα τους επλήρωσεν με χρήματα.
Την 13ην Απριλίου 1919 μετέβην και πάλιν εις τον Σιδ/κόν Σταθμόν υπηρεσία μεθ’ ολοκλήρου της διμοιρίας μου. Την 14ην προς 15ην το μεσονύκτιον ειδοποιήθην παρά του λόχου μου, ίνα επιβιβασθώμεν και αναχωρήσωμεν, όπερ και έπραξα. Την 10ην π.μ. της 15-4-19 επιβιβάσθημεν εις το ατμόπλοιον και την 7ην μ.μ. εκκινήσαμεν, αλλά για πού όμως δεν γνωρίζομε και ημείς. Πλέοντες λοιπόν την νύκταν εκείνην, την άλλη ημέραν και την νύκτα, όπου φθάσαμε την 4ην πρωινήν της 17ης εις Κωνστάντζαν της Ρουμανίας, πόλιν αποτελούμενην από 100.000 περίπου κατοίκους ως επί το πλείστον Έλληνες, Εβραίους, Τούρκους και Ρωμανούς ολιγοτέρους όλων των άλλων. Εκεί τέλος πάντων μας ετάιζαν καθ’ εκάστην γαλέταν, κονσέρβαν και φακές.
Την 23ην Απριλίου 1919 ο κ.λοχαγός μας ηγόρασεν 5 αρνιά από το 25λεπτον του στρατιώτου και αρτυθήκαμε και ημείς οι καημένοι. Ο λοχαγός μας είχε την καλήν διάθεσιν να αγοράζει καθ’ εκάστην κρέας ή άλλο τι διά συσσίτιον του λόχου του, αλλά δεν εί-

-65-
χε χρήματα. Τούτο δε διότι το Σύνταγμά μας ευρίσκετο μακράν του Σώματος και ο ταμίας του Συν/τός μας δεν ηδύνατο να προμηθευθεί χρήματα ευκόλως.
Μετ’ ολίγας ημέρας ο ταμίας του Συν/τος μετέβη εις Γαλάτσι, όπου ευρίσκετο το Σώμα και επήρε λεπτά, οπότε δώσανε εις τους λόχους και ούτω τρώγαμε ημέρα παρ’ ημέραν κρέας. Ήρχισεν και πάλιν το κρέας του πάγου (εννοεί το κατεψυγμένο;), το οποίον χορηγούσε η γαλλική επιμελητεία, καθώς και λαγούς του πάγου. Εις Κωνστάντζαν που μέναμε δεν βλέπαμε καλόν καιρόν. Αν και ήτο μην Μάιος, ομοίαζε σαν Ιανουάριος της Ελλάδος ο Μάιος της Ρωμανίας.
Είχαμε πολλάς συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Γάλλων στρατιωτών. Μάλιστα μίαν ημέραν οι ιδικοί μας στρατιώται εφόνευσαν ένα Γάλλον στρ. και τραυμάτισαν δύο (2). Τους είχε καταλάβει πανικός τους Γάλλους εκ μέρους των Ελλήνων. Μας εθαύμαζαν και αυτοί οι ίδιοι οι Γάλλοι. Εις το τέλος δε μας πήραν τα πιστόλια, δηλαδή έκαστος λόχος. Τούτο διά να μη γίνονται τοιαύται συμπλοκαί. Καθώς (μας πήραν) και τα ξίφη και με πολλάς θεωρίας οι αξιωματικοί τρομάξαν να καθησυχάσουν τους φαντάρους. Εξηκολούθησε (μάλλον επηκολούθησε) τέλος πάντων ησυχία μεταξύ Γάλλων και Ελλήνων.
Περί τας αρχάς Μαΐου μας έστειλε το τάγμα 30 στρ. να τους εκγυμνάσομεν εις τα πολυβόλα, όπου και εγώ ήμουν ως προγυμναστής. Περάσαμε τέλος πάντων εις την Κωνσταντζαν της Ρωμανίας θαυμάσια. Την 27ην Μαΐου 1919 εδώσαμεν τα απαιτούμενα εις μίαν Γερμανίδα, την οποία είχαμεν ως πλύστραν μας, και μας έφτιαξε μίαν γαλατόπιταν και μίαν στριφτόπιταν. Είμεθα δε εγώ, ο Δ. Στρογγυλός, ο Ν.Λιάκος. Η Γερμανίς αύτη ήτο και φίλη του Κ.Μ.
Την 30-5-19 ανεχωρήσαμεν εκ Κωνστάντζης και ώραν 5ην μ.μ. Η αναχώρησίς μας εκείθεν ήτο θαυμασία, καθότι οι κάτοικοι της πόλεως (ως επί το πλείστον Έλληνες) μας ξεκίνησαν μέχρι της αναχωρήσεως του ατμοπλοίου εκ του λιμένος της Κωνστάντζης. Πλέοντες λοιπόν εν τω πλοίω Πατρίδα φθάσαμεν την 11ην ώραν π.μ. της 31ης Μαΐου 1919 εις Κων/λιν. Μείναμε μέχρι της 8.30 της 1ης Ιουνίου.
Την 9ην μ.μ. ώραν ακριβώς της 1ης Ιουνίου ανεχωρήσαμεν, όπου φθάσαμεν εις Ελευθεράς την 2αν Ιουνίου και περί ώραν 9ην π.μεσονυκτίου, δηλαδή κάναμε 40 ώρας Κωνστάντζης μέχρι Ελευθερών. Την 6ην Ιουνίου 1919 και ώραν 5ην π.μ. φύγαμε από αποβάθραν Ελευθερών και την 10.30 ώραν της ιδίας ήλθομεν εις τι τουρκοχώριον Τόμπλιανη απέχον του Πραβίου περί την 1 ώραν.
Εις Ελευθεράς οι φαντάροι μας ετσακώθηκαν μετά των φαντάρων του 4ου Συντ/τος της Μεραρχίας Αρχιπελάγους και τραυμάτισαν 4-5 από αυτούς (…..)ολώνιδες (λέξη δυσανάγνωστη). Τσακώθηκαν δε, διότι αυτοί εφαντάζοντο και έλεγαν ότι είναι της Αμύνης.
Από Τόμπλιανη φύγαμεν την 8ην Ιουνίου και ήλθαμεν πάλιν εις αποβάθραν Ελευθερών, ίνα αναχωρήσωμεν διά Σμύρνην. Την 10ην Ιουνίου και περί ώραν 11ην π.μ. επιβιβασθέντες του ατμοπλοίου Πελοπόννησος ανεχωρήσαμεν εκείθεν την 3ην πρωινήν της 11ης Ιουνίου, όπου μετά παρέλευσιν 25 ωρών φθάσαμε εις Σμύρνην την 12ην Ιουνίου 1919, όπου παραμείναμε περί τας 4 ώρας και εκείθεν αναχωρήσαντες φθάσαμε εις τινα κωμόπολιν Μπορνόβα, απέχουσαν περί τας 2 ώρας από Σμύρνην, αποτελουμένην από 15.000 κατοίκους καθαρώς Έλληνας. Εκεί μείναμε περί τας 3 ημέρας, όπου την 15ην Ιουνίου φύγαμε ποδαρηδόν και διανυκτερεύσαμεν εις κωμόπολιν τινα Νυμφαίον (ελληνικοτάτην). Την επομένην 16ην και ώραν 4.30 φύγαμε εκείθεν και μετά 12ωρον περίπου πορείαν φθάσαμε το βράδυ εις Κασαμπά, πόλιν ελληνικοτάτην αποτελούμενην από 15.000 κατοίκους.
Την 17ην Ιουνίου ανεχώρησεν το 3ον τάγμα και μετέβη 6-7 ώρας εμπρός από ημάς. Τούτο συνεπλάκη μετά των κομιτατζήδων, όπου εζήτησε ενίσχυσιν. Μετέβη δε ως ενίσχυ-

-66-
σις ο 5ος και 6ος λόχος και δύο διμοιρίαι πολυβόλων, δηλαδή 1η και 3η . Οι 5ος και 6ος λόχος και αι διμοιρίαι πολυβόλων δεν μετέβησαν προς ενίσχυσιν του 3ου τάγματος, καθώς ανωτέρω γράφω αλλά μετέβησαν προς Οδεμήσιον, όπου εζήτησεν το 10ον Ευζωνικόν Σύνταγμα ενίσχυσιν, αλλά δεν συνεπλάκησαν πουθενά.
Την 26-6-19 και περί ώραν 12ην το μεσονύκτιον διετάχθημεν να ενισχύσομεν το 3ον τάγμα, το οποίον εζήτησε ενίσχυσιν. Όπου εκκινήσαντες ο 7ος λόχος και οι δύο διμοιρίαι πολυβόλων μας 2 και 4, υπό την διοίκησιν του ανθυπ/γού Τσαμάκου κι εφθάσαμε εις Αχμετλή την 8ην πρωινήν της 27ης Ιουνίου 1919.
Την 29-6-19 συμπλοκή μεταξύ των κομιτατζήδων εις το χωρίον Σάρδεις (πατρίς του Κροίσου), όπου και ημείς ελάβομεν μέρος και βάλαμε περί τας 15 βολάς. Οι κομιτατζήδες περί τους 400 όντες, υπεχώρησαν με το πρώτο. Επήγαμε δε ημείς προς συνάντησιν εκείνων και μάλιστα νύκτα.
Την 1ην Ιουλίου 1919 και ώραν 12ην μεσονύκτιον εκκινήσαντες εφθάσαμε την 6.30 πρωινήν της 2ας Ιουλίου εις τι χωρίον Μπλίνκιοϊ (;), όπου η εμπροσθοφυλακή αντήλλαξεν μερικούς πυροβολισμούς, τραπέντων εις φυγήν των κομιτατζήδων. Την 7ην ώραν εφύγαμεν απ’ εκεί διά το Αχμετλή. Καθ’ οδόν συναντήσαμε περί τους 50 ιππείς κομιτατζήδες και εις απόστασιν 4.000 μέτρων. Αυτοί μόλις μας είδον ετράπησαν εις φυγήν…. Τους έβαλε το πυροβολικόν περί τας 8 βολάς. Εκκινήσαντες εκείθεν εφθάσαμε εις Αχμετλή την 1ην μ.μ. της 2ας Ιουλίου 1919. Από πορεία πεθάναμε μανιάτικα.
Περί τα τέλη Ιουνίου 1919 ήρθαν και οι 5, 6, 1, 3 διμοιρίαι πολυβόλων και την 6ην Ιουλίου ο 5ος λόχος καθώς και η διμοιρία πολυβόλων. Έφυγαν από Κασαμπά και μετέβησαν εις τι τουρκοχώριον περί τας 3 ώρας μακράν του Κασαμπά από Αχμετλή. Η διμοιρία μου έφυγε την 4η Ιουλίου και ήλθεν εις Κασαμπάν, η δε 4η διμοιρία έμεινε εις Αχμετλή μετά του λόχου. Την 28ην Ιουλίου μετέβη εις Αχμετλή η 3η διμοιρία προς αντικατάστασιν της 4ης τοιαύτης.
Την 31ην Ιουλίου περί ώραν 2 μετά το μεσονύκτιον επετέθησαν οι κομιτατζήδες κατά του 6ου λόχου και της 3ης διμοιρίας πολυβόλων μας. Τους κατέλαβαν τα νώτα όπου εκεί εφονεύθη στρ. Αγγελής Κ. από Λιβανάτες και Ντρέττας (;) Χρ. Από τα χωρία Θηβών.
(συνεχίζει με μελανί μολύβι)
Εκεί τραυματισθείς ο Α.Καλέμης εις το ένα χέρι με δύο τραύματα τον μετέφεραν εις νοσοκομείον Μαγνησίας, όπου του κόψαν το χέρι και από την αιμορραγίαν απεβίωσεν.
Την 31ην Ιουλίου 1919 μετέβην μετά της διμοιρίας μου και με τον αξιωματικόν Τσομάκον (;) εις ένα περιβόλι τουρκικό και μείναμε. Εκεί ήτο και ο 3ος λόχος. Την 8ην Αυγούστου 1919 μετέβημεν μετά του άνω λόχου εις χωρίον Καρίκιοϊ, κείμενον προ του Οδεμησίου περί τας 5 ώρας. Εκεί μείναμε μίαν ημέραν και την επομένην 10 του μηνός ήλθομεν και πάλιν εις την θέσιν μας. Η πορεία αυτή ήτο πολύ άσχημος, καθ’ ότι ο δρόμος ήτο κακόδρομος, όλο βουνά. Δεν μπορέσαμεν να είδωμεν εκείνην την φοράν πουθενά κάμπον. Ο σκοπός εκείνης της πορείας ήτο να κάμωμεν επίδειξιν ότι δήθεν υπάρχει στρατός, ενώ στρατός από εκεί που μέναμε μέχρι Οδεμησίου σχεδόν δεν υπήρχε καθόλου. Ήτο το μέρος κενόν. Την 14ην Αυγούστου ήλθομεν και πάλιν εις Κασαμπάν.
Την 22αν Αυγούστου 1919 ήλθεν διαταγή. Ζητούσαν την δύναμιν των κλάσεων 1910-11-12. Νομίσαμε και ημείς οι δυστυχείς ότι θα μας απολύσουν, αλλά μόλις πέρασαν 3-4 ημέρες κρυώσαμεν πάλιν. Την 14ην Σεπτεμβρίου διελάμβανεν η εφημερίς Ελεύθερος Τύπος απόλυσιν μέχρι 13Β. Ενεψυχώσαμεν και πάλιν ολίγον. Την 22αν ιδίου διαταγή να ώσιν έτοιμοι οι έφεδροι των κλάσεων 1911 και 1912 μέχρι 25 του ιδίου.
Την 24ην Σεπτεμβρίου 1919 εγώ ανεχώρησα μετά της διμοιρίας και του 5ου λόχου και

-67-
ήλθον εις Αχμετλή προς αντικατάστασιν του 6ου λόχου και της μιας διμοιρίας πολυβόλων μας. Την 29ην Σεπτεμβρίου και περί ώραν 6 μ.μ. τηλεφώνησεν ο κ.λοχαγός μας, ίνα μας αποστείλει δηλ. οι των κλάσεων 1911 την ιδίαν εις Κασαμπάν και την ετέραν, να αποστείλει αντικατάστασιν. Το τηλεφώνημα τούτο μας το έδωκεν ο τηλεφωνητής Αγγουράς Ν. Εγώ το παρουσίασα εις τον αξιωματικόν μου Καντζίνα Π., υπολοχαγόν. Τούτος δε ανέφερεν εις τον διοικητήν των προφυλακών λοχαγόν Φιωτάκην Χρ., εκτελούντα χρέη ταγματάρχου. Ούτος ηρνήθη να μας επιτρέψει την ιδίαν ημέραν να φύγομεν, παρά όταν έλθει αντικατάστασις.
Την επομένην 30ήν Σεπτεμβρίου 1919 και περί ώραν 3μ.μ διετάχθημεν και αντικαταστήσαμεν την διμοιρίαν πολυβόλων της 1ης Πολυβολαρχίας. Άλλο εμπόδιον εις αυτό ήτο τέλος πάντων να πάγω να ιδώ και τα χαρακώματα του Αχμετλή. Την 7ην εσπερινήν της 31ης Σεπτεμβρίου 1919 ήλθεν και η αντικατάστασις, δηλ. εις δεκ. Κουκουδάμης (;), ως λοχίας και τρείς στρατιώται. Ούτοι μη γνωρίζοντες πού μένομεν δεν ήλθον την ιδίαν βραδιάν να μας αντικαταστήσουν, αλλά μείναν εις την εφεδρείαν, η οποία έμενεν εις Αχμετλή.
Την επομένην 1ην Οκτωβρίου 1919 μας ήλθον εκεί, όπου και ημείς εχάρημεν και πάλιν. Ανέφερεν ο αξιωματικός μας εις το τάγμα περί αντικαταστάσεώς μας, όπου και το τάγμα επέτρεψεν. Την 4ην ώραν μ.μ., αφού αποχαιρετήσαμεν τους λοιπούς στρατιώτας της διμοιρίας ανεχωρήσαμεν διά Σταθμόν Αχμετλή, όπου πήραμε καταστάσεις επιβιβάσεως και αποβιβάσεως. Εκκινήσαμεν από Αχμετλή την 3ην πρωινήν της 2ας Οκτωβρίου διά Κασαμπάν. Την μίαν βραδιάν την οποίαν μείναμε εις πρώτην γραμμήν οι δεκανείς αρχηγοί πολυβόλων και εγώ μείναμεν ξυπνοί μέχρι της 2ας εσπερινής, μέχρις ότου βγήκε και το φεγγάρι εις Αχμετλή. Ημέραν παρ’ ημέραν υπήρχον πληροφορίαι ότι έρχονται οι Ζεϊμπέκηδες προς Αχμετλί, αλλά όλα αυτά διεψεύδοντο. Αλλοίμονο εις τους φαντάρους τους καημένους, όπου, άμα ήρθε τοιαύτη πληροφορία, όλην την νύκτα εις το πόδι. Βάστα φαντάρε, βάστα!
Την 3ην Οκτωβρίου 1919 στρ. Ταχταράς Αναστ. εξεκίνησεν από τας προφυλακάς του Συνερλί (;) απεχούσας από Κασαμπάν περί τας 3 ώρας προς παραλαβήν κρέατος από Κασαμπάν. Καθ’ οδόν συνελήφθη υπό 2 περίπου κομιτατζήδων, καθώς κατόπιν εξηκριβώθη υπό άλλων Τούρκων χωρικών και διηθύνθησαν όλοι μαζί προς το μέρος των. Την 7ην Οκτωβρίου και ώραν 2 μετά το μεσονύκτιον ενεφανίσθησαν πλησίον του Κασαμπά περί τους 40 Ζεϊμπέκηδες, οίτινες και προσέβαλον ημέτερον φυλάκιον, διαρκέσασα η σύγκρουσις περί την 1 ώραν. Κατόπιν αυτοί φύγαν. Την βραδιάν εκείνην εγώ υπέφερα από δριμυτάτους πόνους από τα δόντια μου και κατά την ώραν αυτήν δεν κοιμόμουνα, παρά βολτάριζα εις τον καταυλισμόν. Τα πολυβόλα μας κατά την συμπλοκήν αυτήν παρετάχθησαν γύρωθεν του καταυλισμού, χωρίς όμως να βάλωσιν ούτε έν φυσίγγιον.
Την 22αν Οκτωβρίου ανεχωρήσαμε από Κασαμπά ολόκληρη η Πολυβολαρχία και μετέβη εις Οργανλί (;). Εκεί μείναμε περί τας 8 ημέρας. Την 30ήν Οκτωβρίου αναχωρήσαμεν από Οργανλί δύο διμοιρίαι πολυβόλων διά Αχμετλή. Αι υπόλοιποι δύο διμοιρίαι έμειναν εις Οργανλί. Την 8ην Νοεμβρίου 1919 εγένετο προέλασις μέχρι Σάρδεων. Ο λόχος μας, καθώς και ο 6ος, ήσαν εφεδρεία και δεν λάβαμε μέρος καθόλου εις την μάχην. Κατά την προέλασιν αυτήν το Σύνταγμα είχεν και 18 τραυματίας αλλά ελαφρώς και ένα βαρέως όστις απεβίωσεν.
Αφού έληξεν η προέλασις, ο λόχος μας επήγε εις τι χωρίον Μερσί-ντερέ (;). Εκεί παραμείναμεν μίαν ημέραν. Κατόπιν η μία διμοιρία με τον Παπασταθόπουλον μετέβη εις Τσάι-Μπουρνάρ (;), ο δε υπόλοιπος λόχος εις Αχμετλή. Την 12ην Νοεμβρίου 1919 ήλ-

-68-
θεν διαταγή να φύγουν οι κλάσεις 11-12, όπου και την 14ην ανεχωρήσαμεν ποδαρηδόν και ήλθομεν εις Κασαμπάν. Την 15ην ιδίου περί ώραν 12.20 το μεσονύκτιον ανεχωρήσαμεν σιδηροδρομικώς και ήλθομεν εις Σμύρνην την 6ην περίπου πρωινήν της 16ης Νοεμβρίου. Την ιδίαν ημέραν και ώραν 5μ.μ. ανεχωρήσαμεν διά του ατμοπλοίου Ελπιδοφόρος. Ήρθαμε εις Πειραιά την 17ην Νοεμβρίου και ώραν 7μ.μ.
Την 19ην του μηνός ανεχωρήσαμεν σιδηροδρομικώς εκ Πειραιώς διά Χαλκίδαν και μετά παρέλευσιν 4 ημερών και μετά πολλών βασάνων ευδόκησεν τέλος πάντων να απολυθώμεν και να έλθωμεν εις τας οικίας μας την 23ην Νοεμβρίου 1919.
Τέλος και το Θεώ δόξα”




Το ημερολόγιο είναι αξιόπιστο, δηλαδή οι αναφερόμενες ημερομηνίες συμφωνούν με τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα

Ιστορικά γεγονότα*
1.“Αι επτά νέαι ελληνικαί μεραρχίαι επέτρεψαν εις τους Συμμάχους να αποκτήσουν υπεροχήν (εις το Μακεδονικόν μέτωπον) και να παρασκευάσουν την μεγάλην επίθεσιν του Σεπτεμβρίου 1918, η οποία απέληξε εις την απελευθέρωσιν της Αν.Μακεδονίας και Δυτ. Θράκης”.

Γεγονότα του ημερολογίου
Αρχή του ημερολογίου το Σεπτέμβριο του 1918 κάπου στην Ανατολική Mακεδονία

2.“Τας αρχάς του 1919, σώμα ελληνικού στρατού εκ δύο μεραρχιών, απεστάλη μετά γαλλικών δυνάμεων, εις Ουκρανίαν (εις βοήθειαν των αντικομμουνιστικών δυνάμεων)”

Την 6ην Μαρτίου 1919 αναχωρήσαμεν από Πράβι…ίνα επιβιβασθώμεν επί του ατμοπλοίου Μέγας Πέτρος (Ρωσικόν) και εκείθεν διά Ρωσίαν”.
3.“Αι ελληνικαί δυνάμεις απεσύρθησαν (από Ουκρανίαν) μετά των γαλλικών τον Απρίλιον 1919”
Την 15-4-1919 επιβιβάσθημεν εις το ατμόπλοιον (και αναχώρησαν από την Σεβαστούπολη)”
4.“Την 15ην Μαΐου 1919, η 1η ελληνική μεραρχία απεβιβάσθη εις Σμύρνην…
Την 12ην Ιουνίου 1919 φθάσαμεν εις Σμύρνην…


*Γρ. Δαφνής, Συνοπτική Ιστορία της Σγχρόνου Ελλάδος, εν Αθήναις 1973, σελ.18,20,21,22.



ΕΙΚΟΝΕΣ


 Εικ.1. Ο Βασίλειος Δημ. Σούλιος.


 Εικ.2. Σελίδα του Πολεμικού Ημερολογίου του Βασιλείου Δημ. Σούλιου.


ΠΗΓΗ

Από τη μονογραφία του Ιωάννη Ευαγγ. Μακρή, Σταυρός (Μπεκή),
Λαμία 1998.





Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Πολεμικό Ημερολόγιο του εφέδρου επιλοχία Ηλία Γ. Κωστή (Μέρος Ε΄)


[Ακολουθεί το τελευταίο μέρος του ημερολογίου. Μετά το κείμενο ακολουθεί το εξώφυλλο σε σχέδιο του κ.Μπούκλα, η χειρόγραφη αφιέρωσή του προς εμένα, η πρώτη και η τελευταία δακτυλογραφημένη σελίδα του ημερολογίου (Εικ.1,2,3,4). Στην τελευταία σελίδα, εκτός της υπογραφής του Ηλία Γ. Κωστή παρατίθεται απόκομμα της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ της 20ης Αυγούστου 1948. Αναφέρεται σε παρασημοφόρηση του Ηλία Γ. Κωστή και άλλων οπλιτών του 42 Συντάγματος Ευζώνων, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Λαμία. Ακολουθεί χάρτης αναδημοσιευμένος από έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού με τις θέσεις των ελληνικών και ιταλικών στρατευμάτων κατά τη μάχη της Ελαίας (Εικ.5). Από το βιβλίο του Ν. Πουρναρόπουλου, 117 μέρες εκείνο το χειμώνα, παρατίθεται κείμενο ανώνυμου τσολιά για τη μάχη της Ρεμπετίστας (Εικ.6).
Εκφράζοντας τις ευχαριστίες μας και προς τιμήν του κ.Μπούκλα αναδημοσιεύουμε μέρος κειμένου του για το Έπος του 1940 (Εικ.7,8). Αναφέρονται τα ονόματα δύο πεσόντων ευζώνων, του Παναγιώτη Φαναρά και του Αθανασίου Μπαλαφούτη. Έπεσαν και ετάφησαν στη Ρεμπετίστα Ιωαννίνων, ιδιαίτερη πατρίδα του κ. Μπούκλα.
Κλείνοντας επισημαίνεται η κοινή μοίρα δύο συνταγμάτων: όπως αναφέρει ο Ηλίας Γ. Κωστής, το 42ο Σύνταγμα Ευζώνων Λαμίας και το «αδελφό» 15ο Σύνταγμα Πεζικού Ιωαννίνων πρώτα άρχισαν τον τιτάνιο αγώνα δεχόμενα την επίθεση των Ιταλών και τελευταία τον τελείωσαν, οπισθοχωρώντας και καλύπτοντας τον υπόλοιπο ελληνικό στρατό λίγο πριν τη συνθηκολόγηση]



ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ
25-4-41 (Παρασκευή)
Το χθεσινό έγγραφο διαταγή διατάσει τον αφοπλισμό μας. Ο μη συμμορφούμενος και συλλαμβανόμενος ένοπλος από σήμερα θα θεωρείτε αιχμάλωτος και με σχετικές επιπτώσεις. Τα όπλα να καθαριστούν καλά και να λιπανθούν και θα αποθηκευθούν εις τον αρχαιολογικόν χώρον. Ανήκουν δε στον Ελληνικό στρατό.
Θα ήταν ποιό έντιμο και παληκαρίσιο, όπως μας αξίζει άλλωστε, να μας πούνε παραδόστε τα όπλα είμεθα ηττημένοι και υπάρχει κίνδυνος να συλληφθείτε και να θεωρηθείτε αιχμάλωτοι πολέμου.
Όσο και να θελήσει κανείς να πιστέψει ότι τα όπλα ανήκουν στον Ελληνικό στρατό είναι απίστευτο. Εκτός εάν η συνθηκολόγηση προβλέπει να συνεχίσομε τον πόλεμο εναντίον των συμμάχων μας δίπλα στον ηττημένο εχθρό μας.
Εν πάσει περιπτώσει μέσα στην ταπείνωση του τρόπου οπισθοχωρίσεως την κακουχία και τον πόνο που αισθάνεται σήμερα ο ένδοξος ηρωικός και νικηφόρος Ελληνικός στρατός προστίθεται και η βαριά λέξις και μεγαλύτερη ακόμα πράξις….. α φ ο π λ ι σ μ ό ς.
Μέσα μας παλεύουν δύο θηριά για το θρόνο της ψυχής μας η  Ν ί κ η  και η  ή τ τ α.
Την πρώτη την ξέρουμε καλά και τη γνωρίσαμε από κοντά μας ήταν και μας είναι αχώριστος σύντροφος, από την πρώτη μέρα της μάχης ως τα χθές το σήμερα και μέσα μας για  π ά ν τ α……Η Δεύτερη τι θέλει εδώ; Παράνομα εμπήκε. Δεν είναι εδώ η θέση της σε άλλους πρέπει και ανήκει. Σ’ αυτούς που λέγονται ιταλοί αυτοί είναι οι  η τ τ η μ έ ν ο ι. Σ’ αυτούς ταιριάζει η ντροπή η ήττα και η ατιμία.
Η κόρη κ’ αν βιάστηκε την έχει την τιμή της και θα την έχει αιώνια σφιχτά στην αγκαλιά της, μέσα στα βάθη της ψυχής κρυφά θα τη λατρεύει, όσπου να έλθει η ώρα της, να πεταχτεί μια μέρα περίφανη λεβέντησα και να φωνάξει δυνατά από της Ακρόπολις το βράχο, που η φωνή της ν’ ακουστεί στα πέρατα του κόσμου εγώ είμαι η  Ν Ι Κ Η  πού με λέν  Ε Λ Λ Α Δ Α.
Ευτυχισμένοι μας νεκροί που πέσατε ένδοξα και τίμια στου χάρου το πανηγύρι. Τρισευτιχισμένοι σείς που δεν συμμετέχεται στην κακή αυτή μέρα.
Ώρες ολόκληρες συζητούν οι ομάδες των στρατιωτών για τον αφοπλισμό και τον τρόπο του. Γενικός εκνευρισμός επικρατεί και κανείς δεν ενοή να συμορφωθεί με τον καθαρισμό των όπλων και τη λιπανσίν των. Καθυστερούν την παράδοσιν.
Ώρα 9.35. Αρχίζουν να παραδίδονται τα βαρυά όπλα και μερικοί τον ατομικόν τους οπλισμό. Υπάρχουν όμως και τολμηροί πού αρνούνται που μέσα τους κοχλάζει το μίσος και η εκδίκηση πού φιλοδοξούν να πάρουν μια μέρα.
-44-
Ώρα τους καλή και ο  Θ ε ό ς  μαζί τους. Ο αποχαιρετισμός τους ραγίζει και την ποιό σκληρή καρδιά. Φιλούν το χέρι του Διοικητού, σφίγκουν το χέρι των Αξ/κών και φωναχτά αποχαιρετούν τους συμπολεμιστάς τους και με τρεμάμενη φωνή προφέρουν τη μεγάλη λέξη. ΚΑΛΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΑΔΕΛΦΙΑ.
Περασμένο μεσημέρι. Οι μάγειροι φωνάζουν για συσσίτιο. Πόνος βαρύς έχει πλακώσει τις ψυχές μας. Απρόθυμα πηγαίνουν. Μήπος δεν έχουν την ανάγκη του μπλογουριού μεσοστομπισμένου σιταριού, που προσφέρθηκε ερανικά από τους κατοίκους του Χωριού; Το έχουν και πολύ μάλιστα ύστερα από τη θεριστική πείνα των τελευταίων ημερών. Δικαιολογημένη όμως η απροθυμία, διότι η πρόσκληση του μάγειρα είναι τελείως ασυνήθιστη…. Έφυγε η χαριτωμένη βοηθός του πού με τη φωνούλα της προκαλούσε τη χαρά και τον ενθουσιασμό.
Κείτεται βαρειά και σιοπηλή μεσ’ το ερημοκλήσι, που μόλις πρό ώρας παραδόθηκε μαζί με την τιμή μας. Μένει εκεί σύντροφος αχώριστος του κανονιού του πολυβόλου του όλμου και των τιμημένων όπλων. Βουβή και αυτή όπως και αυτά. Ένα χέρι την έχει αφίσει και νεκρικά στολίσει. Με πλακωμένη την καρδιά όπως και η δική μας, ο νούς της φεύγει απ’ τα παληά και τρέχει στα όνειρα του μέλοντος με  ε λ π ί δ α.
Αυτή η τόσο χαρωπή γεμάτη περιφάνεια που σάλπιζε περίφανα κι εμψύχωνε τη μάχη, που έβαζε ψυχή και τόλμη και στους δηλούς ακόμα, αυτή που πρώτη φώναζε στη μάχη  π ρ ο χ ω ρ ε ί τ α ι  προχωρείται, αυτή που με τη φοβέρα της εσκόρπιζε τον τρόμο στον εχθρό. Σταμάτησε η φωνούλα της… ως πότε ποιος ξέρει; Ας ξεκουραστεί και αυτή και ο Θεός  μ ε γ ά λ ο ς.
Ο αντιλαλός της δεν θα ξεχασθεί θα μείνει φωλιασμένος στα κατάβαθα της ψυχής εκείνων πού από κοντά τη γνώρισαν. Θα ξεχασθεί και η κακία της στις ήρεμες ημέρες που τη μισούσαμε καμιά φορά για τον αιφνιδιασμό της και γρήγορα θα την ποθήσομε να μας αιφνιδιάσει.
26-4-41 (Σάββατο)
Τα σχόλια του αφοπλισμού δεν έχουν σταματίσει στις ομαδούλες των συγγενών και φίλων που έχουν γίνει. Και τι δεν ακούς στα σχόλια αυτά. Πολλοί πιστεύουν ότι ο καθαρισμός και λίπανση των όπλων είχε αλληγορικήν ένοιαν. Δηλαδή την καταστροφήν και όχι την συντήρησιν. Γνώμη τους και δεν είναι άσχημη. Κακά ψυχρά και ανάποδα πέρασε και η μέρα τούτη και έχει ο θεός. Πάντος όσπου να πιάσομε τον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων ο φόβος μας είναι μεγάλος. Γιαυτό και κανείς δεν αποχωρίζεται τον κύριο όγκο. Αυτή άλλωστε είναι και η συμβολή του Διοικητού μας.



Δ Ι Α Λ Υ Σ Η  Τ Ο Υ  Σ Υ Ν Τ Α Γ Μ Α Τ Ο Σ
27-4-41 (ΚΥΡΙΑΚΗ)
Στις 8 το πρωί αναχωρούμε για το χωριό ΑΜΠΕΛΙΑ που βρίσκεται κάπου έξω από τα Γιάννενα και κοντά στο δημόσιο δρόμο ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ-ΑΡΤΑΣ.
Λίγο από τη στενοχώρια του αφοπλισμού, το χωρισμό μας, αλλά και το πώς θα και αν θα φθάσωμε στα σπίτια μας, μας κρατάει αμίλητους και σκεπτικούς. Η πορεία μας μοιάζει με νεκρόσημη ακολουθία.
Βαδίζομε σε ένα πετρώδες βουνό και ανυφορικό μονοπάτι εις φάλαγκα κατ’ άνδρα. Μόλις φτάσαμε στην κορυφή αντικρίζομε το χωρουδάκι ΑΜΠΕΛΙΑ κατακαμπής και καταπράσινο. Το φθάνομε και το προσπερνούμε βαδίζοντας δεξιώτερα σε ένα ανοιχτό χώρο άσπαρτο με άφθονα χορτάρια και ανοιξιάτικα λουλούδια. Εκεί συναντούμε και ένα άλλο Συν/μα ή μάλλον υπολοίματα άλλων Συν/των του τομέος ΚΟΡΥΤΣΑΣ. Προσπερνούμε μετά από 500 περίπου μέτρα καταυλιζόμεθα, σε μια πλαγιά με αραιά μεγάλα δένδρα. Σε απόσταση μικροτέρα του χιλιομέτρου περίπου περνά ο δρόμος ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ-ΑΡΤΑΣ στον οποίο κινούνται εχθρικά οχήματα αραιά όμως. Στην κορυφή του καταυλισμού έχω πιάσει ένα δένδρο μεγάλο που χωράει όλη τη Διμοιρία μου, η οποία έχει αυξηθεί και από άλλους συμπατριώτες. Από τη διμοιρία μου δεν έχει αποχωρίσει κανείς και όλοι σχεδόν είναι από τα γύρο χωριά της Λαμίας. Εκεί κατεβάσαμε τα πραγματά μας από τις σέλες ξεσφίξαμε λίγο τους καταζόστες των αλόγων τους βγάλαμε τα χαλινά και εκείνα ρίχτικαν με λαιμαργία στο χλορό χορτάρι, με σκοπούς όμως γιατί μπορούν να μας τα πάρουν. Πολλοί ξάπλωσαν στον ήλιο να ζεστάνουν τα ταλαιποριμένα τους κορμιά από το κρύο που μάζεψαν στα αγριοβούνια της Αλβανίας.
Κοντά στο μεσημέρι φθάνουν τρία ζώα φορτωμένα προφανώς με τρόφιμα και οι ημιονηγοί ζητούν το Διοικητή που και ξεφόρτωσαν. Γύρο στη Διοίκηση μαζεύτηκαν πολλοί μεταξύ αυτών και δύο δικοί μου. Τα φορτία είχαν τριματισμένη γα-
-45-
λέτα και ότι όλα τα τρόφημα κατεσχέθησαν στα Γιάννενα. Επίσης όσους Έλληνας στρατιώτες κυκλοφορούν τους συλλαμβάνουν και τους οδηγούν σε στρατόπεδα. Η είδηση δεν μας φοβίζει και τόσο διότι τα Τζουμέρκα τα έχομε πλησιάσει και πιστόλια έχουμε σε ανάγκει.
Φαίνεται με τα φορτία ήλθε και διαταγή να καούν και τα αρχεία του Συν/τος διότι βλέπομε να υψώνονται στήλες καπνού και φλόγες. Κατεβαίνω προς τη Διοίκηση. Διαπιστώνω το κάψιμο των αρχείων. Βλέπω το Διοικητή πάνω σε ένα κυβότιο σωστό ράκος. Στηρίζει το κεφάλι του στο ένα χέρι. Γυρίζει και μου ρίχνει μια ματιά και ξανασκύβει το κεφάλι. Θέλει να μου πεί μά η συγκίνηση τον πνήγει. Δεν του μιλώ. Ξέρω καλά το χαρακτήρα του. Έχομε γνωρισθεί τόσο καλά στις δύσκολες μέρες που περάσαμε. Με καλεί κοντά του προετοιμάζει τα χείλη του και με μια φωνή βγαλμένη από τα βάθη της ψυχής του μου λέγει. Λυπάμαι κατάκαρδα γι’ αυτό το τέλος. Δεν το περίμενα. Μα ήταν μοιραίο. Σχίζεται η καρδιά μου όταν σκέπτομαι αυτά τα παιδιά πως θα φθάσουν στα σπίτια τους και σκουπίζει τα δακρυά του. Στέκο βουβός και τον ακούω. Συναισθάνομαι τον πόνο του. Είναι ένας Αξ/κός με στρατιωτική αξία και άριστα ψυχικά χαρίσματα.
Είναι μεσήλιξ αλλά μοιάζει με σεμνό γεροντάκι. Ολιγόλογος ολιγόσωμος με γκρίζα μαλλιά, αλλά το μικρό του σώμα κρίβει γεναία ψυχή. Νευρικός και αυστηρός μα δίκαιος και λογικός. Τύπος σοβαρός ολιγομήλιτος και με μεγάλη προσωπική ανδρεία. Τολμηρός και ακούραστος. Αγαπητός και ικανός στη Διοίκηση. Αψηφούσε το αίμα μα κέρδιζε τη μάχη. Οικογένεια δεν έχει είναι νεοπαντριμένος. Καταγωγή του το Αγρίνιο.
Αφού συνήλθε κάπως μου λέει ψύχραιμα πλέον. Σε λίγο διαλυόμεθα. Θέλης να έλθεις στο Αγρίνιο να ξεκοραστής δύο τρείς ημέρες στο σπήτι μου και μετά φεύγεις για τη Λαμία; Τον ευχαρίστησα για την καλοσύνη του και του λέω προτιμώ να αποφύγω το δημόσιο δρόμο και εκτός τούτου θα συνταυτίσω την τύχη μου με όλη μου τη διμοιρία. Έχεις δίκηο μου λέγει είναι προτιμότερο και σιγουρότερο το ορεινό δρομολόγιο, αλλά θα υποφέρεται από τρόφιμα είναι φτωχά όλα αυτά τα χωριά που θα περάσητε. Έχω πολλά λεπτά του λέγω και πιστεύω να βρίσκο κανένα σφάγιο ν’ αγοράζω. Μετά με ρώτησε για το δρομολόγιο που θα ακολουθήσω. Συγκεκριμένο δρομολόγιο δεν έχω θα περάσω απέναντι στο ΜΠΙΖΑΝΙ και από εκεί θα κανονίσω τη συνέχεια. Να προσέξης πολύ τη διάβαση του δρόμου Ιωαννίνων-Άρτας διότι οι Γερμανοί έχουν φυλάκια και κινητάς περιπόλους και να προτιμήσεις το σουρούπωμα τη διαβασή σου. Όχι του λέγω θα διαβώ μέρα αφού προωθήσω παρατηρητήρια. Άλλωστε μόλις περάσω το δρόμο πιάνω αμέσως τη δασομένη πλαγιά προς ΜΠΙΖΑΝΙ. Ωραία μου απαντά. Καλό ταξείδι και καλή τύχη. Ο θεός να σας βοηθήσει να φθάσητε καλά στα σπίτια σας.
Ύστερα από μισή ώρα είμεθα έτοιμοι προς αναχώρηση. Περνούμε από το Διοικητή και με υγρά μάτια, και κείνος το ίδιο, σφίγκομε τα χέρια και ο ένας στον άλλο ευχόμαστε καλή τύχη και καλή ΛΕΥΤΕΡΙΑ. Ξεκινάμε και ύστερα από 200 περίπου μέτρα σταματάμε. Προωθούμε τρείς πεζούς προφυλακτικά μέσα στα σιτάρια πού μας διευκολύνουν πολύ με εντολή αφού διαπιστώσουν το ελεύθερο του δρόμου με τα μαντίλια να μας δόσουν το σύνθημα διαβάσεως, όπως και εγένετο. Προσπερνούμε το δρόμο γρήγορα και πιάνομε τη δασωμένη πλαγιά. Το έδαφος πολύ ανηφορικό αλλά αφού προχωρήσαμε πλέον των τριακοσίων μέτρων στο δρόμο περνούν Γερμανικές μουτοσυκλέτες. Δεν έχομε όμως φόβο αλλά μείναμε εκεί ακίνητοι όσπου να προσπεράσουν. Στην κορυφή σταματίσαμε αρκετή ώρα να ξεκουραστούμε αλλά και να κατατοπισθούμε προς τα πού πέφτει το Μπιζάνι που προοριζόμεθα. Παίρνουμε ένα μονοπάτι και όπου μας βγάλει. Βαδίζομε αρκετή ώρα και έχει ήδη νυχτώσει. Προχωρούμε οπότε ακούμε γαύγισμα σκυλιού κάπως κοντά. Κατευθυνόμεθα προς τα εκεί. Το γαύγισμα δυναμώνει και ακούγεται και φωνή ανθρώπου. Του φωνάζουμε Έλληνες στρατιώτες είμαστε από πού να έλθουμε. Ήταν ένας τσοπάνος με τα γιδοπροβατά του. Εκείνος μας κατετόπισε και φθάσαμε στο μανδρί του. Τον παρακαλέσαμε να μας κατατοπίσει από πού θα πάμε στο Μπιζάνι και αν θα βρούμε και για φαγητό διότι είμαστε θεονείστικοι. Μας λέγει αδύνατο να βρούμε φαγητό αλλά και κάθε λίγο περνάει Γερμανική περίπολος. Εγώ δεν έχω τίποτα να σας δόσω πέρασε τόσος στρατός και τα εξήντλησα όλα. Και μας λέγει γιατί αργήσατε τόσο πολύ εσείς. Τον παρακαλέσαμε μήπος έχει κανένα σφάγιο να μας πωλήσει. Δυσκολεύτικε λίγο, ίσως αμφέβαλε για την πληρωμή, αλλά μόλις είδε ότι έβγαλα λεπτά μας λέγει είστε και πολλοί θα σας δώσω ένα κριάρι. Να μην πάτε όμως στο Μπιζάνι αλλά στην ΑΕΤΟΡΡΑΧΗ εκεί
-46-
είσθε σίγουροι. Του έδοσα ένα χιλιάρικο και μου λέγει δεν έχω ρέστα. Πόσο κάνει τον ρώτησα και μου λέγει τριακόσιες πενήντα δραχμές του δίνω τετρακόσιες πενήντα να μας οδηγήσει στο Χωριό και πράγματι.
Φθάνομε στο χωριό είναι ολοσκότεινο και τα σκυλιά του έχουν αναστατώσει με τα γαυγισματά τους. Είμαστε στην άκρη του χωριού στο πρώτο σπίτη χτυπούμε την πόρτα και για να μην τρομάξουν τους λέμε Έλληνες στρατιώτες είμαστε. Μας ανοίγουν πρόθυμα. Τους ζητάμε λίγο αλάτι και μια σούβλα για να ψήσομε το κριάρι. Μας έδοσαν και μπόλικα ξύλα. Το σφάζομε στα σβέλτα ανάβομε τη φωτιά και ρίχνομε αμέσως τα εντόσθια στα κάρβουνα, για να πάρωμε μια μεταλαβιά όσπου να ψηθεί το κριάρι. Τίποτε δεν αφίσαμε να πάει χαμένο και τα έντερα ακόμη. Η οικογένεια φαίνεται φτωχή αλλά πολύ φιλότιμη. Η νοικοκυρά μας προσφέρει ένα μπουκάλι ρακί και από χέρι σε χέρι το ρουφίξαμε. Έχουν περάσει μεσάνυχτα και κοντά στα ξημερώματα είμαστε έτοιμοι. Φάγαμε το μισό κρέας και το υπόλοιπο για το δρόμο.
28-4-41 (Δευτέρα)
Άυπνοι ξεκινούμε το πρωί με δρομολόγιο ΑΕΤΟΡΡΑΧΗ-ΓΕΦΥΡΑ ΠΕΤΡΑΣ-ΑΓΝΑΝΤΑ-ΠΡΑΜΑΝΤΑ-ΚΡΕΜΑΣΤΟ-ΚΤΙΣΤΑΔΕΣ-ΒΟΥΛΓΑΡΕΛΙ διανυκτέρευση, αν φυσικά φθάσομε εκεί διότι η απόσταση είναι περίπου 10 ώρες.
Την ημερομηνία και την ώρα ακριβώς αυτή που ξεκινούμε, προ εξαμήνου, γεμάτοι πατριοτική θέρμη δίδαμε τον όρκο και το λόγο της τιμής μας προς την πατρίδα, ανοίγοντας το δρόμο τις δόξας τις χαράς και της  Ν Ι Κ Η Σ, σήμερα παίρνουμε τον αντίθετο δρόμο του γυρισμού φορτωμένοι την ταπείνωση και τη σκλαβιά.
Η διαδρομή αρκετά καλή βαδίσαμε σχεδόν όλο το δρόμο έφιπποι. Φθάσαμε στο ΒΟΥΛΓΑΡΕΛΙ. Προχωρίσαμε έξω από το Χωριό σε ένα πλατό μάλλον αλώνια του χωριού που ευτυχώς κοντά μας είναι και μια στάνη. Αγοράσαμε γάλα και μια προβατίνα την οποία ψήσαμε εκεί, αλλά για συσσίτιο της επομένης. Το βράδυ φάγαμε το γάλα και τα εντόσθια. Είμεθα είκοσι δύο άτομα.
Χρήματα έχω πολλά, οι άλλοι δεν ξέρω διότι δεν έγινε κοινό ταμείο. Το κακό είναι ότι τα έχω σε χιλιάρικα. Η προβατίνα και το γάλα έκαναν 700 δραχμές. Ρέστα δεν είχε ο τσοπάνος και μας έδοσε τέσσαρα κοτόπουλα. Εξασφαλίσαμε και το αυριανό και έχει ο Θεός.
29-4-41 (Τετάρτη)
Ξεκινούμε το πρωί στις 5.30 και το απόγευμα φθάνομε στο χωριό ΠΗΓΑΙ κοντά στη γέφυρα ΚΟΡΑΚΟΥ και εκεί κοντά σε στάνη. Πλουσιότερο σήμερα το φαγητό. Το υπόλοιπο κρέας γάλα φρέσκο τυρί και τα εντόσθια του τράγου που αγοράσαμε. Το ψήνομε εκεί και χορτάσαμε και ύπνο.
30-4-41 (Πέμπτη)
Το πρωί αναχωρούμε και ύστερα από μαρτυρικη διαδρομή από την κακοτοπιά αργά το βράδυ φθάνομε στο περίφημο χωριό των ντάλιδων ΠΡΟΣΗΛΙΑ. Εκεί συναντούμε και πολλούς άλλους αργοπορημένους στρατιώτες αρώστους και ταλαιποριμένους νειστικούς ανθρώπινα ράκη. Μας είπαν ότι δεν προχωρούν διότι μπροστά υπάρχουν γερμανικά φυλάκια από πληροφορίας του χωριού και τους αφαιρούν όλα τα στρατιωτικά είδη και τα ζώα που έχουν μερικοί. Ακόμη μας πληροφορούν ότι το χωριό δεν δίδει τίποτε με χρήμα. Μόνο με κουβέρτες χλαίνες και παπούτσια ακόμα για ένα κομάτι μπομπότα. Πάντος οι πληροφορίες μας κλόνισαν λίγο, παρ’ ότι τις θεωρώ υπερβολικές. Ακόμα θυμήθηκα τις κασκαρίκες του περίφημου αυτού χωριού. Τον παππά τον έβαλαν καβάλα στο βόδι, το νωματάρχη που του κρέμασαν χελώνα και το δεσπότη πού έδιοξαν νειστικό και τόσα άλλα.
Συνηθίζομε να μένομε έξω από τα χωριά για να βοσκούν και τα ζώα μας τη νύχτα. Γι’ αυτό προχωρήσαμε και μετά να γυρίσομε να επαληθεύσομε τις πληροφορίες και κυρίως των Γερμανικών φυλακίων.
Στο δρόμο βρίσκομε τον παππά ο οποίος μας υποδέχεται πρόσχαρα και προσφέρεται να μας φιλοξενήσει στο σπίτι του. Τον ευχαρίστησα δια την προσφοράν του, αλλά του λέγω έχομε και τα ζώα όπου πρέπει να βοσκίσουν το βράδυ.
Και γι’ αυτά έχω τροφή μας λέγει. Δεν του φέραμε αντίρηση, αφού θέλαμε να πάρομε και πληροφορίες για το αυριανό μας δρομολόγιο. Μας κατευθύνει στο σπίτη του που μπροστά έχει ένα μεγάλο κήπο. Δένομε τά αλογά μας στα παλούκια της φράχτης, κατεβάζομε τα πραγματά μας και τα αφίνομε σε μια γωνιά του κήπου. Ο παππάς μας παρακολουθεί από κοντά και μας λέγει. Όχι παιδιά δεν θα κοιμηθείτε μέσα στις κοπριές και μας οδηγεί στην πίσω αυλή στρωμένη με πλάκες όπου και μεταφερθήκαμε. Τον παρακαλούμε να μας βρεί και ένα σφάγιο να αγοράσομε.
-47-
Αυτό παιδιά δεν είναι δυνατόν διότι οι στάνες είναι μακρυά από το χωριό. Θα πω όμως στην παππαδιά να σας ψήσει λίγο ψωμάκι, μπομπότα φυσικά διότι εμείς καθάριο δεν έχουμε. Ας είναι είπαμε ότι και να είναι. Όσπου να ψηθεί το ψωμί μας κάνει συντροφιά. Μας ρωτάει για τον πόλεμο σε ποιο τομέα είμασταν κ.λ. Ημείς τον ρωτάμε για τα Γερμανικά φυλάκια που μάθαμε και πού ακριβώς είναι. Ναι υπάρχουν όπως μας είπαν χωριανοί που ήλθαν από κάτω πού ακριβώς δεν ξέρω. Του ζητήσαμε να μας υποδείξει άλλο δρομολόγιο να τους αποφύγουμε. Όχι μας λέγει είναι μακρυά μέσω Αγράφων Καρδίτσας. Μας είδε στενοχωρημένους και άρχισε να μας λέγει διάφορα για το χωριό του, μεταξύ των οποίων και για τα κοκκόρια με τα κέρατα. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον περίεργα. Κατάλαβε ότι αμφιβάλομε. Συκόνεται πηγαίνει στην κούρνια και μας φέρνει ένα μεγάλο κόκκορα με πράγματι κέρατα στο λιρή του και συνέχεια μας εξήγησε για τη μεταμόσχευση που κάνουν. Μας φέρνει το ψωμί η παππαδιά και με το κρεατάκι που είχαμε συμπληρώσαμε το φαγητό μας. Προσφερθήκαμε να τον πληρώσομε αλλά δεν εδέχθη λεπτά. Ετοιμασθήκαμε για ύπνο και κανονίζομε κατά τη συνηθειά μας σκοπό των αλόγων τα οποία δυστυχώς χοροπατούσαν νειστικά. Δε χρειάζεται σκοπός μας λέει ο παππάς κοιμηθείται ήσυχοι και τον πιστεύσαμε. Ένας στρατιώτης που είχε τρομερό βήχα ακούει θόρυβο στα άλογα. Πετάγεται με το όπλο του και τρέχει προς τά εκεί. Βλέπει ότι έλειπαν πολλά άλογα. Φωνάζει συναγερμό και λέγει μας τάκλεψαν τα άλογα συγχρόνως ρίχνει και τρείς πυροβολισμούς στον αέρα. Μας είχαν πάρει τέσσερα άλογα μεταξύ αυτών και τη δική μου Κούλα τη φοβιτσιάρα. Με τους πυροβολισμούς γυρίζει πίσω η δική μου με τη σέλα στην κοιλιά. Τρέχουν προς την κατεύθυνση εκείνη οι στρατιώτες αλλά είχαν γίνει άφαντα. Μας έσωσαν τα δύο όπλα που βρήκαμε πεταμένα στο δρόμο με αρκετά φυσίγγια. Αναστατώθηκε όλο το χωριό από τους πυροβολισμούς και προ πάντων τα γειτονικά σπίτια. Ακούμε μια γρηούλα να λέει. Άχ τον τράγο τάκλεψε τα παιδιά. Ο παππάς όμως άφαντος. Ετοιμαζόμαστε και γρήγορα φεύγομε και μουτζόνομε πίσω μας.
Δεν θα άξιζε ίσως τον κόπο το όλο αυτό ιστορικό δια το αισχρό αυτό και αφιλόξενο χωριό, τελείως αντίθετο από τα τόσα άλλα που περάσαμε και πού έκλεγαν γιατί δεν είχαν μια φέτα ψωμί να μας προσφέρουν, αλλά τα καλά τους λόγια μας χόρταιναν.
1-5-41 (Παρασκευή)
Προχωρούμε όλη την κατηφόρα και ξημερώματα, φθάνομε σε ένα ποτάμι το περνούμε αλλά μετά ο δρόμος διχάζεται δεξιά και αριστερά. Ποιόν να ακολουθήσομε όμως; Μπροστά στην αμηχανία μας πετάγεται ένας στρατιώτης και λέγει. Αριστερά θα βαδίσομε. Γιατί του λέμε; Και μας απαντά. Ο δρόμος αυτός είναι περσότερο πατημένος από δώ πέρασαν και οι άλλοι. Σωστή η παρατηρησή του. Ακολουθούμε το δρόμο αυτό και κοντά μεσημέρι φθάνουμε κοντά στο χωριό ΒΛΑΧΟΚΑΤΟΥΝΑ. Πρό του χωριού βλέπομε μια γυναικούλα να κάνει χοράφι με ένα μουλάρι και ένα γάιδαρο μαυροφορεμένη και δίπλα της τρία μικρά κοριτσάκια. Σε ηλικία δεν υπερβαίνει τα τριάντα της. Σταματάμε και τη ρωτούμε πρώτα για το δρομολόγιο και ύστερα αν στο χωριό θα βρούμε λίγο ψωμί. Αναστενάζει αφίνει το ζευγάρι της και μας πλησιάζει. Παληκάρια μου μας λέει δε θα βρήτε τίποτα. Το χωριό είναι φτωχό και πέρασαν τόσοι άλλοι μπροστά από σας.
Σά να διέγνωσε την απογοητευσή μας και την πείνα μας, μας κοιτάζει καλά καλά όλους σά να ψάχνει να βρεί γνωριμό της ανάμεσά μας και με βαθύ αναστεναγμό μας λέγει. Καθίστε να σας φέρω λίγο γάλα που έχω. Ψωμί δεν έχω το έδοσα στα άλλα παληκάρια που πέρασαν. Ξεζεύη το ζευγάρι της και πηγαίνει στο καλύβη της. Ανάβει αμέσως φωτιά και σε λίγο μας φέρνει 4 έως 5 οκάδες γάλα μέσα σε ένα καρδάρι και 4 κουτάλια. Αρχίσαμε με τη σειρά τα κουτάλια να το καταβροχθίζομε. Χωρίς να την καταλάβουμε στέλνει το μεγαλυτερό της κοριτσάκι κοντά στα 8 χρόνια και μας φέρνει άλλες 3 έως 4 οκάδες φρέσκο τυρί. Την χιλιοευχαριστήσαμε και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Βγάζω ένα χιλιάρικο να τις δόσω. Αδύνατο να το πάρει το πέταξα στο μικρό αλλά και αυτό δεν δέχθηκε. Την αποχαιρετούμε και εκείνη με δάκρυα στα μάτια μας λέγει. Αδέλφια μου ξέρω από πού έρχεσθε. Μακάρι και ο δικός μου άντρας να γύριζε. Ο τελευταίος λόγος της μας ράγισε την καρδιά. Και σκοπίζοντας τα δακρυά της μας λέγει. Να πάτε με το καλό στις μανούλες σας και στα παιδάκια σας όσοι έχουν. Φεύγουμε με καρδιά πλακωμένη στον πόνο.
Τη ρωτάμε για τα γερμανικά φυλάκια που υπάρχουν, με την πληροφορία που πήραμε στο προηγούμενο χωριό. Με πικρό χαμόγελο μας λέγει. Τι γερμανικό φυλάκιο
-48-
λέται αδέλφια μου σας γέλασε αυτό το βρομοχώρι. Εδώ δεν πάτησε ούτε Τούρκος στα χρόνια της σκλαβιάς μας. Πάτε στο καλό άφοβα μέχρι το Καρπενήσι. Εκεί δεν ξέρω το πατάει δημοσιά.
Στις 5.10 φθάνομε στην Ανατολική ΦΡΑΓΚΙΣΤΑ γεμάτη από στρατό. Στο δρόμο αγοράσαμε και ένα αρνί για το βραδυνό μας φαγητό. Καθός βαδίζομε για την έξοδο του χωριού μεταξύ των στρατιωτών βλέπω τον αδελφό μου Τάκη. Έφεδρο Ανθ/γό πάνω σε ένα άλογο. Κατεβήκαμε από τα αλογά μας αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Εκείνος έχει μεγάλη παρέα από Αξ/κούς και γιατρούς που έχουν καλά τον τρόπο τους. Με τα μεταγωγικά τους τα τρόφιμα και τα φαρμακά τους. Προχωρούμε έξω του χωριού και καταυλιζόμεθα, πλησίον οι παρέες κοντά στη δεξαμενή του χωριού, αλλά ο καθένας με τη συντροφιά του και το πρωί θα συνταυτίζαμε το δρομολόγιο αναχωρήσεως.
2-5-41 (Σάββατο)
Το πρωί ξεκινούμε με δρομολόγιο ΦΡΑΓΚΙΣΤΑ-ΚΑΛΕΣΜΙΝΟ-ΚΑΡΠΕΝΗΣΗ. Παίρνω και τα πράγματα του αδελφού μου, διότι το αλογό του όχι μόνο ήταν άχρηστο από την αδυναμία αλλά και επικίνδυνο να πέσει σε καμιά χαράδρα και να χάσει και τα πραγματά του.
Ώρα 12.45 φθάνομε στο Καρπενήση. Λειτουργούν πολλά ξενοδοχεία φαγητού και ταβέρνες. Γευματίζομε όλοι μαζί και μετά χωρίζομε πέρνοντας ο καθένας το δρόμο για το χωριό του. Γερμανοί δεν έχουν πατήσει ακόμα στο Καρπενήση αλλά αποφεύγομε το δημόσιο δρόμο. Με τον αδελφό μου μείναμε στο Καρπενήση. Έχομε πολλούς φίλους και συγγενείς αλλά αποφύγαμε τη φιλοξένηση να μην τους φλουμώσουμε από ψείρες. Εκτός από το ζεστό φαγητό χόρτασα και το τσιγάρο που το είχα μέρες στερηθεί.
3-5-41 (Κυριακή)
Ξεκούραστοι πλέον και καλοφαγομένοι στις 10.15 φεύγομε με δρομολόγιο Καρπενήση-Μορίκη, αποφεύγοντας το δημόσιο δρόμο, και ακολουθούμε την οροσειρά της Οίτης με προορισμό μας το ΛΟΥΠΑΚΙ.
Κοντά στο μεσημέρι φθάνομε στο Μορίκη και περνούμε από το σπίτι του εξαδέλφου μας Ευθυμίου Χινοπόρου με σκοπό να τους χαιρετήσουμε απλώς και να συνεχίσωμε. Αλλά η υποδοχή τους η χαρά τους και η επιμονή τους μας ανάγκασαν να διανυκτερεύσομε εκεί. Φαγοπότι μέχρι σκασμού.
Το βράδυ οι εξαδέλφες μας μας έστρωσαν κρεβάτια με κάτασπρα σεντόνια να κοιμηθούμε. Αρνούμεθα και οι δύο διότι τα καθαρά και κάτασπρα σεντόνια θα άλλαζαν χρώμα από τις ψείρες. Με κλάματα η θεία μας επιμένει οπότε αναγκασθήκαμε να κοιμηθούμε. Το πρωί άς πάρουν τα μέτρα τους για τις ψείρινες στρατιές που αφίσαμε.
4-5-41 (Δευτέρα)
Το πρωί μας καταφόρτωσαν με κοτόπουλα ψητά ζεστό σιταρένιο ψωμί τσίπουρο και κρασί για το δρόμο. Τους ευχαριστούμε και ξεκινούμε δρομολόγιο ΜΟΡΙΚΗ-ΓΑΡΔΙΚΙ-ΚΥΡΙΑΚΟΧΩΡΙ-ΜΟΥΣΤΡΟΒΟ που φθάσαμε βραδάκι και φιλοξενηθήκαμε στο σπίτι του φίλου μας Προέδρου, ο οποίος και μας περιποιήθηκε πολύ.
5-5-41 (Τρίτη)
Ξεκινούμε με δρομολόγιο ΜΟΥΣΤΡΟΒΟ-ΣΕΛΙΑΝΗ-ΛΙΑΣΚΟΒΟ-ΚΑΣΤΑΝΙΑ-ΛΟΥΠΑΚΙ όπου μένει η οικογένειά μας και συγχρόνως τερματίζει η τραγωδία μας.
Τρόφημα έχομε αρκετά και δεν σταματάμε σε κανένα χωριό. Στις 3.05 φθάνομε στο Λουπάκι. Κατά την είσοδό μας μας είδαν τα παιδάκια πού έπαιζαν τρέχουν στους δικούς μας και αναγγέλουν τον ερχομό μας. Τρέχουν όλοι στο δρόμο. Αγκαλιές φιλιά κλάματα χαρές αλλά και λύπες για κείνους που δεν γύρισαν. Εκεί βλέπουμε και τον αδελφό μας Κώστα Έφεδρο Υπολ/γό που και αυτός έφθασε την προηγουμένη.
Όσο για τους άλλους δύο το γαμπρό μας Χρήστο και τον εξαδελφό μας Σπύρο τα πένθιμα ρούχα της οικογενείας μας μας βεβαιώνουν ότι έμειναν αιώνιοι φρουροί της πατρίδος στην ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ.
Μας ετοίμασαν ζεστό νερό και καθαρά ρούχα για μπάνιο και όσπου να τελειώσομε μπήκαν και δύο αρνιά στη σούβλα.
\Με την συναντησή μας αυτή η χαρά και το πένθος κάνουν κοινό γλέντη και το μέλλον της σκλαβιάς άδηλον.
Εδώ κλείνη το ημερολογιό μου αφού συμπλήρωσε τον κύκλο του.
ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ: 20-7-40
ΚΗΡΥΞΗ ΠΟΛΕΜΟΥ: 28-10-40
ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΗ: 16-4-41
ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ: 25-4-41
-49-
ΔΙΑΛΥΣΗ ΣΥΝ/ΤΟΣ: 27-4-41
ΓΥΡΙΣΜΟΣ: 5-5-41
Ημερομηνίες αξέχαστες γεμάτες χαρές και λύπες.
Και τώρα θα δοκημάσομε τη σκληρή σκλαβιά και τη μανία του ηττιμένου μας Ιταλού και του μεγάλου της συμμάχου Γερμανού.
Ο θεός πιστεύω να μην ευλογίσει την αδικία και σύντομα να δικαιώσει τις θυσίες μας και να μας χαρίσει αυτή που χάσαμε άδικα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Στη στεριά δέ ζεί το ψάρι και η Ελλάδα χωρίς τη  Λ Ε Υ Τ Ε Ρ Ι Α.
Τον επίλογο αφήνω να συμπληρώσουν τα παιδιά μου καί τα εγγόνια μου. Τους απευθύνω την από τα βάθη της ΨΥΧΗΣ μου ΕΥΧΗ να μη τους δοκημάσει ποτέ η μοίρα και βρεθούν στη δική μου θέση πού το ημερολογιό μου γράφει με κάθε λεπτομέρεια.
Να κρατήσουν το ημερολόγιο αυτό σαν ιερό ευαγγέλιο να τους φωτίζει και να τους θυμίζει τον αγώνα και τας θυσίας αυτών που τους προσέφεραν το μεγαλύτερο αγαθό που λέγεται  Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α  την οποίαν και εκείνοι από τους προγόνους τους και τους ετίμησαν.

ΗΛΙΑΣ Γ. ΚΩΣΤΗΣ




ΕΙΚΟΝΕΣ


 Εικ.1. Εξώφυλλο σχεδιασμένο από τον κ.Μπούκλα.




 Εικ.2. Η αφιέρωση του κ.Μπούκλα.




 Εικ.3. Η πρώτη σελίδα του Ημερολογίου.




 Εικ.4. Η τελευταία σελίδα του Ημερολογίου.



 Εικ.5. Χάρτης της μάχης της Ελαίας.



 Εικ.6. Κείμενο ανώνυμου τσολιά.




 Εικ.7. Η πρώτη σελίδα του κειμένου του κ.Μπούκλα.




 Εικ.8. Η τρίτη σελίδα του κειμένου του κ.Μπούκλα.


ΠΗΓΗ
Το κείμενο και οι εικόνες προέρχονται από το αρχείο του κ.Χρήστου Μπούκλα.