Στις 21 Αυγούστου 1835 σημειώθηκε εισβολή ληστών στο Επισκοπείο της Λαμίας. Κάτω από το φως της αυγουστιάτικης σελήνης, μία μεγάλη ομάδα ληστών λήστεψε το Μητροπολίτη Φθιώτιδος Ιάκωβο Μητρόπουλο (1833-1855) τον από Ευρίπου. Ο γραμματέας του τραυματίσθηκε σοβαρά από τους ληστές. Ο Μητροπολίτης σώθηκε σπάζοντας μία σανίδα του δαπέδου και πέφτοντας σχεδόν γυμνός στο υπόγειο. Η ληστεία περιγράφεται παραστατικά σε αναφορά που αποστέλλει προς τον Έπαρχο Φθιώτιδος. Στο τέλος της επιστολής επισυνάπτεται κατάλογος της λείας των ληστών.
Ακολουθεί η αναφορά του Μητροπολίτη:
«Την 21 του παρόντος μηνός περί την 4½ ώραν της νυκτός μετά την εσπέραν κατακλιθέντος εις την κλίνην μου και κλεπτόμενος εκ του ύπνου, αίφνης ήκουσα εις το μέρος του κήπου της οικίας μου πατήματα διαφόρων ανθρώπων, οίτινες επλησίαζον προς την θυρίδα του κοιτώνος μου, εν ώ είχον την κλίνην μου τον όντα κατά το μέρος του κήπου, δεν έχασα καιρόν διόλου αλλ’ ενοήσας ότι ούτοι ήσαν λησταί, αμέσως με πολλά σιγηλόν τρόπον, διά να δώσω την είδησιν εις τους πέριξ γείτονας, δράξας μίαν κουμπούραν την έρριξα από το μέρος της θυρίδος εις ό μέρος ήσαν οι λησταί, ένα μεν διά να φοβηθώσιν και απομακρυνθώσιν, άλλο δε να δράμη και η ενταύθα ένοπλος δύναμις εις βοήθειάν μας, αλλ’ επάνω εις την φωτιάν της κουμπούρας μου οι λησταί αντέρριψαν άλλας δύο κουμπούρας ένδον του κοιτώνος των οποίων τα βόλια σπάσαντα την σανίδα της θυρίδος, και κτυπήσαντα προς το τοίχος, οι καπνοί, τα χώματα του τοίχους με πέτρας ηνωμένας εκτύπησαν τον δεξιόν οφθαλμόν μου∙ όθεν νομίσας ότι επληγώθην καιρίως εξήλθον του κοιτώνος τούτου φωνάζων μεγαλοφώνως λησταί. Οι δε λησταί αμέσως άρχισαν με κλωτσιές και με ξύλα να κτυπούν την θυρίδα. Εγώ πάλιν εισελθών εις τον ίδιον κοιτώνα περιμάζωξα όλα τα όπλα τα οποία ευρίσκοντο εις τον κοιτώνα μου και εξελθών εις την Σάλλαν (όπου εύρον και τον γραμματέαν μου εγρηγορότα), εφωνάξαμεν πάλιν αμφότεροι με γιγαντιαίας φωνάς κλέπται. Αλλ’ εν τούτω οι λησταί σπάσαντες την θυρίδα εισήλθον εις τον κοιτώνα, και δι’ αυτού εις τον έξω ονδάν. Βλέπων λοιπόν ότι οι λησταί εισήλθον και καμμία ένοπλος δύναμις δεν ήλθεν εις βοήθειάν μας, εισήλθομεν μετά του γραμματέως εις τον κοιτώνα του, όπου σπάσας μίαν σανίδα εκ του ενταφίου ερρίφθην γυμνός κάτω εις το κατώγειον. ο δε γραμματεύς βλέπων ότι οι λησταί εισήλθον εις την Σάλλαν, εξήλθε του κοιτώνος του, τον οποίον συλλαβόντες ο μεν τον έτυπτεν με το όπλον, ο δε με την μάχαιρα, άλλος δε με την σπάθην και έτερος με την κομπούραν περίπου των 15 λεπτών. Αφού δε τον εβασάνισαν τοιουτοτρόπως διά να με μαρτυρήση που ήμην. τέλος πάντων τον επλήγωσαν εις την αριστεράν χείραν περί την ωμοπλάτην με το σπαθίον εις εξ αυτών, όστις είχε λαβωθή εις την αριστεράν χείρα του από το ρίψιμον της κομπούρας μου, τον επλήγωσε και άλλος εις την κεφαλήν και άλλος πάλιν εις τον μύλιγκα, ο μεν με την μάχαιραν, ο δε με την μπούκαν του τουφεκιού του. Μετά δε το πλήγωμα αυτού αμέσως διασπάρησαν εις τους οντάδες, και σπάσαντες τας κασέλας, άρχισαν να ληστεύωσι τα πράγματά μας. Μη μαρτυρηθείς λοιπόν εγώ παρά του γραμματέως, και κρυφθείς ο υπηρέτης μου εις μίαν υπόγειον μεσάνδραν, αφού εσήμασαν όλα εν γένει τα ειδήσματά μας ενδύματα λέγω και χρήματα, και αφού τα περιεμάζωξαν, μετά παρέλευσιν ημισείας περίπου ώρας μόλις ηκούσθη ρίψιμον μιάς τουφεκιάς, εις ην εφονεύθη ο στρατιώτης εις την ακοήν αυτής ελαφιάσθησαν οι λησταί άρχισαν πάλι να βασανίζωσι τον γραμματέα μου θέλοντες να τον δέσωσι και τα παρόμοια. Εν τούτω οι άλλοι λησταί οίτινες εφύλαττον εκτός του προαυλίου της θύρας το οσπίτον, έρριψαν εις σημείον ένδον του οσπιτίου μίαν τουφεκιάν, της οποίας το βόλι διεπέρασε το παράθυρον του γραφείου της επισκοπής εις τον τοίχον του αυτού γραφείου εξήλθεν εις την Σάλλαν. Τούτο ειδόντες οι εισελθόντες πρώτον λησταί (εννέα τον αριθμόν όντες) άρχισαν να ετοιμάζωνται εις φυγήν∙ εν τω μεταξύ τούτω εισήλθον άλλοι δύο οι οποίοι, αφού τους ωμίλησαν Βλάχικα και Αλβανίτικα, επήραν αμέσως τα ειδήσματα και χρήματα του γραμματέως μου και ενδύματα του ανθρώπου αυτού και του υπηρέτου μου όλα εν γένει χωρίς να αφήσωσι τίποτε, εκ δε των ιδικών μου επήραν μόνον όσα χρήματα είχον ειδήσματα πολυτελή, και μέχρι ενδυμάτων μου, ως άπαντα σημειούνται εις τον εμπερικλειόμενο κατάλογον. Λαβόντες δε μεθ’ εαυτών και τον γραμματέαν μου τον απήγαγον εις τον κοιτώνα μου. όθεν εισήλθον, και αφού τον επαπείλησαν εις δύο λεπτά κτυπώντες τον αύθις με κλωτσιές και κοντακιές, αυτοί ομιλήσαντες μεταξύ των διά νοημάτων, αυτόν μεν τον έβγαλαν έξω εις τον οντάν, αυτοί δε από το μέρος όθεν εισήλθον απήλθον. επομένως μετά την έξοδόν των αφού απεμακρύνθησαν από τον κήπον μου ολολύζοντες άρχισαν να πυροβολούν κατά στίχον προς χαράν φωνάζοντες Δάρα μωρέ Δάρα. επομένως και ο γραμματεύς εξελθών εις τον κήπον αυτούς φεύγοντας και αλαλάζοντας τον αριθμόν έως 35 μέχρι τον 40 φωτοβολούσης της σελήνης. Πόσοι όμως ήτο μακράν και οποίας άλλες θέσεις είχον πιασμένας άλλοι, τούτο αγνοείται».
ΠΗΓΗ
Το κείμενο της αναφοράς ελήφθη από άρθρο του Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου, Μοναστήρια της Μητροπόλεως Νέων Πατρών, σελίδες 137-148.
Το άρθρο δημοσιεύεται στα «Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου, Η Υπάτη στην εκκλησιαστική ιστορία, την εκκλησιαστική τέχνη και τον ελλαδικό μοναχισμό, Αθήναι 2011, Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου