Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΤΕΡΟΙ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ, Η δολοφονία του γερο-Τασλή, του Γιάννη Μακρή (Αναδημοσίευση)


 Κατά τη διάρκεια της Κατοχής άνοιξαν οι φυλακές και οι κατάδικοι βγήκαν έξω. Κοντά στα άλλα προβλήματα των σκλαβωμένων Ελλήνων προστέθηκε κι αυτό των βαρυποινιτών που κυκλοφορούσαν πλέον ελεύθεροι. Συνέπηξαν συμμορίες που λυμαίνονταν την ύπαιθρο εκβιάζοντας ή κλέβοντας τους κατοίκους των χωριών και δολοφονώντας μερικές φορές αυτούς που αντιδρούσαν και δεν υπέκυπταν στους εκβιασμούς τους ή εν πάσει περιπτώσει αντιδρούσαν με κάποιο τρόπο. Για απονομή δικαιοσύνης ας μη μιλάμε καθόλου.
Την περιοχή μας ταλαιπωρούσε μια συμμορία “κατσικοκλεφτών”, η οποία άρπαζε ζώα από τα κοπάδια των κτηνοτρόφων του χωριού, και εκβίαζε τους νοικοκυραίους αγρότες από τους οποίους ζητούσε ένα-δύο φορτώματα σιτάρι κάθε φορά να τους το παραδώσουν στον Αϊ-Μάρκο. Ο Βασίλειος Σούλιος κι ο Κόστιαλος (Κων/νος Καραναστάσης) είχαν υποφέρει κυριολεκτικά.
Ο αρχηγός της συμμορίας αυτής, ο Σκ…, (το πλήρες όνομά του δε θα προσέφερε κάτι ιδιαίτερο στο δημοσίευμά μας) δολοφόνησε μέρα μεσημέρι το γερο-Τασλή (Αναστάσιο Ευθ. Καραναστάση) στο καφενείο του χωριού “δι’ ασήμαντον αφορμήν”, παρουσία πολλών κατοίκων και του 26χρονου τότε γιου του Δημητρίου (γεννήθηκε το 1915), από τον οποίο ζητήσαμε να μας διηγηθεί τα γεγονότα:
Ερώτηση: Πως έγινε μπάρμπα-Μήτσο η δολοφονία του πατέρα σου;
Απάντηση: Την Κατοχή, τότε π’ ούλα τ’ άσκιαζε η φοβέρα κι τα πλάκουν’ η σκλαβιά, ήταν μια συμμορία πλιατσικολόγ’ και κατσ’κοκλέφτες, που ρήμαζε τα χουριά.
Μας έλειψε μια προβατίνα κι ο πατέρας μου είπε:
“Πάει η καραμάνα μας, μας την έφα’ι ου Σκ…”
Κάποιος καλοθελητής του το σφύριξε του Σκ… κι αυτός ήρθε μια μέρα στο καφενείο του χωριού.
Ερ.: Τι ήταν αυτός ο Σκ…, τι ρόλο έπαιζε;
Απ.: Ήταν φυγίδικος, κατσικοκλέφτης. Είχε βγει από τη φυλακή. Ήταν 13 Σεπτεμβρίου 1941, μέρα Παρασκευή, που ήρθε ο Σκ… στη Μπεκή. Ήμουν κι εγώ στο καφενείο και παίζαμε με άλλους δύο σκαμπίλι (είδος παιχνιδιού της τράπουλας). Ρώτησε ο Σκ… ποιος είναι ο ένας και ποιος είναι ο άλλος. Όταν άκουσε τα’ όνομά μου λέει:
“Τράβα να φουνάξεις τον πατέρα σ’ ”.
Αμέσως όμως μετάνοιωσε. “Κάτσε ιδώ” μ’ λέει. Μας έκλεισε όλους μέσα στο μαγαζί κι έστειλε το γερο-Κώστα Σούλιο να φωνάξει τον πατέρα μου. Ήρθε ο πατέρας μου και του λέει ο Σκορδής. “Έλα να πιείς ένα ούζο, έλα να το πιεις και να σε πιει”.
-Είπες εσύ ότι σου ’κλεψα την προβατίνα;
-Έ είπα, ξέρου γω.
Μ’ έζουσαν τα φίδια. Πάω να μπώ στη μέση. Τραβάει το πιστόλι και του ρίχνει. Τον χτύπησε εδώ (έδειξε το λαιμό) και έφυγε. Μέχρι να τον πάμε στη Λαμία πέθανε…
Ερ.: Πόσο χρονών ήταν ο πατέρας σου, Μπάρμπα-Μήτσο;
Απ.: Εξήντα εφτά, ήταν γερός άντρας. Χωρίς το πιστόλι δεν τον έκανε καλά.

Σχόλιο: Ένας αποδεδειγμένα κακοποιός (υπάρχουν και άλλες σχετικές μαρτυρίες) πήγε μέρα μεσημέρι στο καφενείο του χωριού που ήταν γεμάτο άντρες, κάλεσε εκείνον που “πρόσβαλε την τιμή του”, τον εκτέλεσε εν ψυχρώ κι έφυγε σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Κι η απονομή Δικαιοσύνης; Ανύπαρκτη. Επικρατούσε ο νόμος του ισχυρότερου.
Ήταν τα μαύρα, τα δύσκολα από πολλές απόψεις χρόνια της Κατοχής. Για να μαθαίνουν οι νεώτεροι…


ΠΗΓΗ
ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ, Περιοδική Ενημερωτική & Πολιτιστική Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Σταυρού Λαμίας, Τεύχος 1, Λαμία 1999, σελίδες 57-58.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου