Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Πολεμικό Ημερολόγιο του Χρήστου Δ. Αλεξόπουλου (Μέρος Α΄)

Εισαγωγικά:
Σε κύκλο αναρτήσεων υπό τον τίτλο ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ Χ. ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ δημοσιεύονται αποσπάσματα του πολεμικού ημερολογίου του Χρήστου Δ. Αλεξόπουλου (1895-1990) από τη συμμετοχή του στις Εκστρατείες της Ουκρανίας και της Μικράς Ασίας [1].
Ο Χρήστος Αλεξόπουλος κατέγραψε τις εμπειρίες του σε δύο σημειωματάρια. Το πρώτο το ενημέρωνε, όταν μπορούσε, κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων. Στο δεύτερο πρόσθεσε αργότερα περισσότερες εμπειρίες, που ανέσυρε από τη μνήμη του. Τα δύο σημειωματάρια συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Το ημερολόγιο τιτλοφορείται από τον ίδιο «Τα βάσανα της Ροσίας».
Σε ορισμένα σημεία του ημερολογίου χρησιμοποιεί ρωσικές και τουρκικές λέξεις, τις οποίες επεξηγεί με τις αντίστοιχες ελληνικές. Στο πρώτο σημειωματάριο δημιούργησε επεξηγηματικό γλωσσάριο. Ενδεικτικά παρατίθενται ορισμένες λέξεις:
κρέας=μιάσου [κρέας=мясо (μγιάσο)]
κώτα=κώριτσα [κότα=курица (κούριτσα)]
πσομί = χλέπα [ψωμί= хлеб (χλέμπ)]
Αβγά = γιαϊτσά [αυγό= яйцо (γιαϊτσά)]
κότα=νταούκ [κοτόπουλο=tavuk (ταβούκ)]
πρόβατο=κουϊούν [πρόβατο=koyun (κογιούν)]
Σελίδα του Ημερολογίου με το επεξηγηματικό γλωσσάριο.

Στη συνέχεια στο χάρτη που ακολουθεί εμφανίζονται οι πόλεις που αναφέρονται στο ημερολόγιο:


ΜΕΡΟΣ Α΄
ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΒΛΙΝΚΑ ΚΑΙ ΚΟΥΜΠΑΝΚΑ.

Σημειωματάριο πρώτο :


«….Κε τιν άλεν ιμέραν τας 21ον μας πίραν χαμπέρι [κατάλαβαν] από φάγαμε τόσες πολές κότες κε ήρθαν. Κ’ εμίς ήχαμε τον 9ον λόχον μπρος. Κε τράμε [κοιτάμε] κ’ ερχόνταν! Απάνου από ίχε γίνι κε το σισίτιον. Κε ίταν κρέας {μι}άσου με ρίζι. Κε άρχισαν να κάνον διανομί σισιτίου. Δεν βοδόσαν [πρόφτασαν] να πάρον όλε σισίτιον. Το χίσαν το σισίτιον κε τρέκσαν απάνου κα [κατά] τους μολσοβίκος, να πάμι να τους πιάσομι! Διότε δεν τους κσέραμε τι λόγου ίταν κι μι τι όπλα πολεμάν. Εμίς πιγέναμι μι τέτιαν ειδέαν να πολεμίσομε μολσοβίκος. Κε ίβραμε μπροςτά μας τάνγγς και πολεβόλα θαρακιαζμένα [θωρακισμένα] το όλον 48!
Κε μας βένον κοντάς! Κε πιστοχορέσαμι ολύγον. Κε τραγματίσαν δίο στρατιώτες. Κε τους πολεμίσαμε μέχρι τιν νίκταν, όσον από δεν βλέπαμε άλον. Κε πιστοχορέσαμε όρες 4ον. Κε ίταν

ένα βαρί σκοτάδι. Κε έποιασε και μίαν ραδέαν βροχίν. Κε ίταν όλον οργόματα. Κε γιόμοσεν ο τόπος νερά! Κε λάσπις! Κε σκοτάδιν! Κε σταματίσαμε εις τον τόπον μεστιν βροχίν χωρίς να έχομι τίποτας να σκιπαστούμε από τιν βροχίν. Κε σταλίζαμε οσάν πρόβατα μέσα στον δρόμον! Όσον από κόπικι [σταμάτησε] ι μιγάλυ βροχίν κε κινίσαμε. Κε δεν βλέπαμε ο ένας τον άλον να βαδίσομι. Και πολύ έμιναν, εχάσαν.
Kαι κάναν κιρόν [Κάποια στιγμή] εφτάσαμε εις χωρίον Κοπάνκαν από έμινε το 2ον τάγμα. Κε μίναμε το βράδι εκί. Κιμιθίκαμε εις κάτι σπίτια. Κε το προϊ εκάναμε άλεν φοπλυσίν [αφοπλισμό] εις εκίνιν τιν πόλιν. Και μάσαμε μιρικά πλυάτσικα.
Κε πιστοχορίσαμε μίαν όραν έκσου από τιν πόλυν. Κε σταματίσαμε εκί κε κάναμε ολύγον σισίτιον κε φάγαμε. Κι μίναμε το βράδι εκί κατά διαταγίν του Νιγριπόντι. Όλυν νίκταν όλος ο κόζμος. Άγριπνι. Κε σκοπί όλυν νίκτα. Κε γδιτί μόνον μι μίαν μαντίαν ευζώνου!


Κε κρίον έκανεν σα να ίμε εις το βονόν του Νγγιούζι τον χιμόναν. Κε να ίμε γδιτός! Αφόσον εγώ είχα 2ον χλένες κε μίαν αντίσκινον. Κε άρχισα εγώ κε κάπιον πεδί άλου Ριζώπουλους Ιωάνις, εκί από φιλάγαμι, εσκάβαμι μι τα νίχια για να κάνομι ολύγον γούφα [μικρό λάκκο] να απανκιάσομι [προφυλαχθούμε από το κρύο]. Αφαντάς [φαντάσου] είστερας κρίον!
Κε το προϊ μόλες έδοσε ο θεός μέραν είδαμε να έρχοντε πάλε ει μολσοβίκι. Πίγαμε ολύγον πίσου δια να μι μας βλέπον τόσον πολύ. Κε ακροβολιθίκαμι και τους περιμέναμε.
Λυπόν τότε αφτί, αφόσον είδον να μένομι εκί εμίς, άρχισαν μι το περόβολον κε έβεναν απάνου εις εμάς! Τότες εγώ σαν είδον αφνούς να έχον περόβολον, να έχον ειπικόν, να έχον τάνκς θαρακιαζμένα [θωρακισμένα], να έχου{ν} τρένα θαρακιαζμένα [θωρακισμένα], να έχον περόβολα απάνου, ετότες πλέον είπα:
-Ζοΐ στα μολάργια [μουλάρια] μας! Τώρα πάϊ εγώ! Αλά αλίμονου εις εκίνους από έχου πίσου κε μι περιμένον!
Λυπόν τους αφίσαμε όσον από επλισιάσαν.

Κεπέ [τότε] απολέμαστε [τρέχουμε] τροχάδιν μέσα κατά καμπίς εις τον κάμπον, 300 μέτρα εμπρός, να τους ειδούμε καλά. Και αφτί μας πιροβολάνγαν αδιακόπος. Κι έπιτας επέσαμι πιρνιδόν [πρηνηδόν] εις μίαν γραμίν. Κε τους βένομι κι εμίς! Κε φτάνουν κάτι τάνκς. Κε μας βένον εις το αλόνιζμα! Κε ρίχνομι… κε ρίχνομι….!
–Ερίκσετε όλι αφτού! εφόναζαν ει ακσιματικί μας. 7 φορές είρθεν κε το γιρίσαμε πίσο! Έπιτας είρθεν κε μίαν κομπούραν δικί μας σιμαχικιάν κε έβαλεν καμίαν 10 οβίδες. Κε λάβαμε κ’ εμίς ολύγον κοράϊ [κουράγιο] αμέσος τότε. Κε σκιαχτίκαν ολύγον κε αφτί τότε.
Αλά πολεμίσαμε από το προΐ μέχρι το βράδι μέσα εις τ’ όργομα περνιδόν [πρηνηδόν], όλυν τιν ιμέραν άνεφ να σικοθόμι καθόλον, να πάπσον τα πιρά μας. Κε κρίον! Κε νιστικί! Κε διπσασμένι όλιν τιν ειμέραν! Αλά κανίς δεν γίριψυ ότε [ούτε] πσομί, ούτε νερόν. Μόνον φυσίγγιαν γίρεβαν όλυ. Κε τα σόσαμι [τελειώσαμε] μόλις νίκτοσε. Κε μόλες μας κίκλοσαν να μας πιάσονε.

Διότε τα άλα στρατέματα από ίταν δικσιά μας κι αριστιρά μας επιστοχορέσαν όλυ κ’ εμίς βάργαμι [βαρούσαμε]. Τους είχαμι {ε}κί. Μίναμι σαν μισαριάν [καταμεσίς] στον κάμπου.
Κε έπιτας ελάβαμι διαταγίν να πιστοχορέσομι όπος κι μπορέσομι. Κι σαν αρχίσαμι να πιστοχουρούμε κε διατάθεν εγώ ο διστιχίς μι μιρικούς άλους να βαστάκσομι πιρά να πιστοχορέσον ει άλι! Κι τι πιρά να κάνομι από είχα 10 φισίνγγια κι έρικσα τά 8; Και βάστακσα κε διό δια λογαριαζμό μου να φτοκτονίσου, μίπος με πιάσονε! Κε έπιτας από διαταχτίκαμι, πιός να εκτελέσι πιρά να φίγομι κε εμίς; Έρχονταν ει σφέρις όλες απάνο μας, σαν να ίταν βροχί!
Κε σικόνομαν να φίγου κε ίμαν μοδιαζμένος! Κε όλο έπιφτα! Κε τρέχου… κε τρέχουμε όλυ…! Κε μας βαρέσαν μιρικούς στρατιώτις. Κε ένας τον έπιασε ποδάγρια, σινκοπί καρδιάς! Κε τον αφίσαμι αδικί [επιτόπου]!.....». Κε τρέχομι κε τρέχομι όρες 8! Κε το πίραμε για τέσιρις διά τον Οδισόν! …..»


Δεύτερο σημειωματάριο:


«…..Και την άλυν υμέραν τας 21 κατά τας 2 υ όραν μόλυς αρχίσαμι να πέρνωμι σισίτηον-κε ύχαμι σισίτηον κρέασι με ρίζη-νάτεν κε αφτή[2]. Μας έρχωνταν από πάνω απού ένα χωργίον, όπου ύχαμι των 9 λόχον μπροστά φιλάκια. Κι των φέρναν κοντά κινεγώνταν! Διότη μας μάθαν απού ύχαμι πάγη μέσα σι κίνην την πόλυν κε φάγαμι τόσις πολές κότες κι άλις ζιμιές κι φτάσαν. Αφόσον φέρναν των 9 λόχον κινεγώνταν, αμέσος τότες εμίς χίνομι το σισίτηον κι τρέχωμι αμέσοςνα λάβωμι μέρος, καθός επαραταχτήκαμη μέσα κατακαμπής.
Και βλέπομι να έρχωντε τέσιρα αφτοκίνετα-τάνκξ με πολιβώλαν! Και μας αρχίζων... Πολιμάμι [προσπαθούμε] να τα σταματήσουμι, πού να σταματήσον τα σίδιραν! Δεν σταματάγαν. Διότη αφτή μας πολιμούσαν με σίδιρα κι μις τους πολιμάγαμι μι το κρέασι. Και ενώ βαστήξαμι μάχιν μέχρι το βράδη, αναγαζόμενη να πηστοχωρέσομι διότη αφτή τα βλίματά τους έκαναν χρίσι προς εμάς. Κε μας βαρέσαν πουλούς στρατηώτας.
Kι ενώ πηστοχωρέσαμι όλιν την νίχταν μέχρι τας 12 όραν και μας πιάνι κι ένας σκοτάδη! Κε μίαν μιγάλιν βροχίν, όπου επλιμίργιασι ο κάμπους! Κι εμίς να βαδίζομι… Κε γδιτή! Η πιρισώτηρι ύχαν πιτάξι τα ρούχα τσου [τους].


Τραβματήος ύχαμι, τους πιγέναμι στων νόμον [ώμον]. Από τες λάσπις δεν βγέναμι. Σκοτάδι! Εάν δεν κρατιώμασταν ο ένας όπιστεν των άλον, θαλα [θα] χάνωνταν, καθός εχαθήκαν κε πολί εκίνω το βράδι. Αλά ευτιχός κε δεν ύχαν βαδίσι κοντά μας δια να τους πιάσονε! Κε ύρθαν την άλιν υμέραν.
Εμίς εφτάσαμι σι κάπιον χωργιόν, από [που] ονομάζετων Κοπάννκαν[3]. Κι βρίκαμι μιρικόν μέρος κι κιμηθήκαμι μέσα σι κάτη σπήτια. Κι το προγί εκάναμι εφόπλισιν [αφοπλισμό] μέχρι το μισιμέρ [μεσημέρι]. Κε μάσαμι κε μιρικά λάθηρα [λάφυρα]. Άλος ρούβλια, άλος πσουμί, άλος ζάχαρες. Και ότη αγαπούσε ο καθένας επίρεν. Καθός ύτων κι ολίγων πιζμομένη [θυμωμένοι] εκάναμι μιγάλιν παραλυσίαν.
Από το μισιμέρι κι μιτά εφίγαμι επί 1 όραν έξο κι μίναμι[4]. Κε φκιάσαμι ολίγων σισίτηον, μιάσου-κρέασι κε φάγαμι. Κε μίναμι το βράδι εκί κατά διαταγίν του Νιγριπόντην (Εικ.1). Διότι ήτων διαταγίν να οπιστοχορέσουμι δια να φίγομι. Κε μας εβάσταξι δια να πολιμίσουμι τους μουλσοβίκους!
Κε φιλάξαμι τας 22 όλον το σίνταγμα το βράδι σκοπί. Κε γδιτή, μι ροτάς! Μόνων μη μίαν μαντήαν ευζώνων μαναχά ξιμιρόσαμι. Κι κρίου έκανε σαν να ίταν Γινάριος μίνας και να ίμον απάνω εις το βονόν του Νγγιούζι (Εικ.2)[5], τέτηον κρίον. Αφού εγώ ίχα 2 χλένες απάνο μου.


Και κύ απού φιλάγαμι τιν νίκταν, μαζί μι ένα πιδί από την Λαμία[6], δεν υποφέρναμι άλον. Κι αρχίσαμε να σκάβωμι, να κάνομι γούφαν [μικρό λάκκο] μι τα νίχιαν, δια να απανγγιάσομι [προφυλαχθούμε] από το πολίν κρίον! Αλά γίνονταν γούφαν μι τα νήχιαν, όπου πολιμούσαμι [προσπαθούσαμε] εμίς; Δεν γίνονταν πράγματες, αλά υ μιγάλι επιλπισίαν μας ήφερεν να φκιάνομι αφτά. Αλά μι την βοΐθιαν του θεού εξιμερόσαμι.
Κι μόλυς χάραξι, κυτάζομι κ’ ερχόνταν από κίνο το χωργίον[7]. Να κατεβένον τσούχτρα![8]. Άμος! Πεζικόν, περοβολικόν, υπικόν, τάνξ με πολιβόλα θορακιασμέναν [θωρακισμένα] (Εικ.3)! Να έχον τρένα και απάνω στο τρένω να έχων πιρόβολαν. Να έχουν όλα τα μέσα τους! Και ’μίς να έχομι μόνον ένα όπλον, το οπίον βαστούσαμι στα χέρια μας μοναχά!
Αφόσον επλισίασαν επί χίλια οκτακόσια μέτρα, μας ύδα{ν}. Εμίς ύμασταν ακροβολιζμένη μέσα στον κάμπον κε τως περιμέναμι να πλισιάσον κοντά μας δια να τους βάλομι[9]. Αλά εκίνη μας ύδαν και μας άρχισαν με τα πιρόβολαν! Κε σκάζαν υ οβίδες εις το μέρος όπου ευρισκόμασταν εμίς. Αλά εφτηχός ύτων όλον κάμπος κε δεν μας κάνανι τήποτας με αφτές. Μετά εδιαταχτήκαμη εμίς να βαδίσομι προς τα εμπρός

πεντακόσια μέτραν, δια να βλέπομι των εχτρόν καλίτεραν και ν’ αρχίσομι κε εμίς να τους βάλομι. Ενό εσικοθήκαμι, εκάναμι ένα μεγάλον τροχάδεν μέσα στων κάμπον κε πέσαμι πιρκιδόν [πρηνηδόν]. Και αφτή ερίχναν διαρκός εις το διάστημα αφτόν! Κι μιτά αρχίσαμι κι εμίς δια να βένωμι πιρά διαρκός κε εμίς κατά αφνούς [αυτούς]! Αλά από το πιζικό τσου [τους] δεν μας βαράγαν τόσις πολές σφέρις, όσου μας βάργγι το τάνξ τους με τα πολιβόλα τους. Αφόσον εμπίκαμι όλι σι μίαν γραμίν, κι αρχίσαμι να ρίχνομι κι εμίς διαρκός.
Αλά σι ολίγων φτάνι ένα τάνξ με 4 πολιβόλα μέσα. Κι φτάνη ύσια απάν’ υμάς [απάνω μας]! Και χιμάγι μέσα εις των λόχον! Κι μας αλόνησε σάμπος [όπως] αλονήζη ο λίκος τα πρόβατα! Όταν πίδαγι μέσα η αξιματική μας εφονάζαν όλι κε λέγαν:
-Ρίξετε όλι απάνω εις αφτό το τάνξ!
Κι ρίχναμι! Όλος ο λόχος μου έριχνε εις αφτό! Αλά το κολάνι το σίδερον σφέρες; Αφόσον ύνε όλον από σίδερον μπραζέρνηον [μπρούτζινον]. Τέλος την ημέραν αφτήν, τας 23, μας ύρθεν 7 φορές ενώλον. Κι μόλις το βλέπαμι κι έρχονταν φονάζαν όλι, στρατιώτης κι αξιοματηκί:
-Ερίξετε όλι εις αφτό!
Κι ρίχναμι, κι ρίχναμι… Κι αφτό δεν υμπουρούσαμι τήποτας να το κάνουμι! Όλιν την υμέραν δε δεν σικόσαμι κιφάλυ καθόλον. Μάλον [Μόνον] μι τα νήχια, όταν μας δίνονταν κιρός, σκάβαμι κε βγάζαμι χόμα δια το κεφάλι μας,


να ηπιφιλατόμιθα [προφυλασόμαστε] από τις σφέρες. Ο κιρός πολί ψιχρός. Φίσαγι αγρίος ένας ψιλός άννεμος. Κε μίαν ψιλίν βροχίν έριχνη από όραν εις όραν. Και εμίς πεσμένη της κιλιάς μέσα εις τα {ο}ργώματα! Κε νηστηκί από τιν άλυν ημέραν! Και διψαζμένη! Αλά τή ύταν να γιρέψη ένας πσουμί εκίνην την υμέραν κε νερόν; Κανένας δεν ύπεν ότη πινάγο κε διψάγω. Παρά φονάζαν όλι, τρανά-μιγάλα για φισίγγια.
-Φισίγγια! Όλι σκούζαν τότες για φισίγγια…
Όσον από μας πίρεν το βασίλιμα του ύλιου. Κε σόσαμι [τελειώσαμε] τότες τα φισίγγια όλι! Κε ανακαγαζόμινε [αναγκαζόμενοι] τότες διά να οπιστοχορέσομι, διότη φισίγγια δεν ήχαμι. Κε ύταν υ όραν απάνω, απού κόντεβε να μας πιάσονε, από σόσαμι τα φυσίγγια. Κε λαβένομι τότες μίαν διαταγίν να οπιστοχορέσομι, όπως και αν υμπορέσομι[10]! Διότη από διξιά μας ύχαν οπιστοχορέσι όλα τα στρατέματα, χορίς εμίς όμος να γνορίζομι. Κε μίναμι εμίς μόνον το 3 τάγμα. Μίναμι σαν μισαργιάν [καταμεσίς] στον κάμπον. Κι μιτά, όταν λάβαμι διαταγίν να οπιστοχορέσομι, όπως κι αν υμπορέσομι, διότη μας κλίσαν και θαλα [θα] μας πιάσον. Και αρχίσαμι αμέσος τότες να πιστοχορούμε λίγιν-λίγιν [λίγοι-λίγοι].
Τότε συνέτεχι [έτυχε] εγώ με μιρικούς άλους να διαταχτούμι να βαστήξομι

 πιρά να φίγων η άλι! Κι τη πιρά να κάνομι από ήχα 10 φισίγγια τότες! Κι έριξα τα 8. Κε βάστακξα και 2 δια λογαριαζμό μου διότη δεν ύξεβρα το τη θαλα μ’ σινέβι [θα μού συνέβαινε]! Να μι με πιάσον ζουντανόν εις τα χέρια[11]! Κε έπιτα από διαταχτήκαμι να φίγομι κε εμίς, πιός να εκτηλέσι πιρά να φίγωμι κε εμίς, απού έρχονταν υ σφέρες όλες απάνο μας σαν βροχί;
Κε σικόνομε τότες δια να φίγομι κε τα πόδια μας ύταν μοδιαζμένα! Ύχιν ξιλόσι [ξυλιάσει] όλον το σόμα μας από το κρίον κι πισμένη μέσα στην λάκαν ολομιρίς. Κε δεν υμπορούσα να φίγω καθόλον! Παρά σικονόμαν κι έπιφτα επί 3 φορές! Όχι μόνον εγώ αλά όλος ο κόζμος.
Κε τρέχαμι…! Και τρέχαμι…! Κε τρέχομι, να φτάσομι τους άλους! Κε εβάρεσα{ν} μιρικούς στρατιώτες τότες κι υ οποίη μίναν αδικί [επιτόπου]. Κε ένας των έπηασι ποδάγρια, κε έμινεν αδικί [επιτόπου], εις την γραμίν όπου οπιστοχωρέσαμι!
Κε εμίς τρέχομι, τρέχομι! Όρες 8 ύτων οι Οδισός κε των πίραμι διά 4ρις όρας! Κι μόλις φτάσαμι επέξο από των Οδισόν ύβραμι κι το υπόλιπον Σύνταγμα μας κέ ύβραμε κε το 3ον Σύν/μα κε υ όραν ύτων 11 νήκταν. Κι μίναμε εκί διά να κιμιθόμι. Κι ο κιρός έβριχι, κοβέρτες δεν ύχαμι, αντήσκινα δεν ύχαμι, ούτε κι μαντήες ύχαν όλι……»


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
[2] Ενώ υπήρχε διαταγή σύμπτυξης του στρατηγού Νερέλ από τις 20 Μαρτίου 1919, το 3ο τάγμα του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων δεν ειδοποιήθηκε. Ο Πλαστήρας είχε στείλει από τις 9.00 το πρωί δύο διαταγές για να κινηθεί το τάγμα από Παβλίνκα προς Κουμπάνκα. Όμως οι Γάλλοι ιππείς που μετέφεραν τις διαταγές δεν τις παρέδωσαν, ισχυριζόμενοι ότι δεν υπήρχε τάγμα στην Παβλίνκα. Στις 21 Μαρτίου 1919 το 3ο τάγμα έλαβε από τμήματα του γαλλικού ιππικού σημείωμα του αντισυνταγματάρχη Ντε Κλαβιέρ για την υποχώρηση στη γραμμή Κουμπάνκα-Μαλ Μπουγιαλίκ. Το μεσημέρι δέχθηκε την επίθεση των μπολσεβίκων που περιγράφεται από το Χρήστο Αλεξόπουλο στο ημερολόγιό του. Απέκρουσε την επίθεση και κράτησε τους μπολσεβίκους μέχρι το βράδυ, οπότε με τους τραυματίες και το υλικό του υποχώρησε προς Κουμπάνκα, όπου και διανυκτέρευσε.
[3] Κουμπάνκα. Και σήμερα ονομάζεται Κουμπάνκα (ουκραν. Кубанка). Βρίσκεται 35 χιλιόμετρα βόρεια της Οδησσού και 18 νότια της Παβλίνκα (ουκραν. Павлинка) σε υψόμετρο 43 μ..
[4] Το 3ο τάγμα του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων μετακινήθηκε δυτικά της Κουμπάνκα, καλύπτοντας το δυτικό πλευρό της αμυντικής γραμμής μέχρι τη λίμνη Κουγιανλίκ και αντικαθιστώντας δύο ίλες γαλλικού ιππικού.
[5] Έτσι ονομάζεται από τους κατοίκους της ανατολικής Φθιώτιδας η ψηλότερη κορυφή (Γερακοβούνι) της οροσειράς της Όθρυος, που χωρίζει τη Στερεά Ελλάδα από τη Θεσσαλία. Έχει ύψος 1.726 μ. και ήταν η συνοριακή γραμμή, που χώριζε το πρωτοδημιουργηθέν ελληνικό κράτος (1831) από την οθωμανική επικράτεια.
[6] Είναι ο Ριζόπουλος Ιωάννης, που αναφέρεται στο πρώτο σημειωματάριο. Σε άλλη σελίδα του ιδίου σημειωματαρίου, γραμμένη με μολύβι, υπάρχει η διεύθυνση: «Ριζώπολους Ιωάννην, Συνκύαν [Συνοικίαν] Πλάκα Λαμίας».
[7] Οι μπολσεβίκοι κατέβαιναν από την Κουμπάνκα.
[8] Οι τσούχτρες, στην ντοπιολαλιά του Τσερνοβιτίου, είναι ένα είδος μυρμηγκιού μαύρου χρώματος. Φωλιάζει στους κορμούς των δέντρων, ειδικά στους ξερούς. Ονομάζεται έτσι γιατί το τσίμπημά του στο δέρμα προκαλεί έντονο τσούξιμο.
[9] Το 3ο τάγμα του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων διατάχθηκε από το στρατηγό Νερέλ να επιβραδύνει την προέλαση των μπολσεβίκων προς την Κουμπάνκα.
[10] Η διαταγή της οπισθοχώρησης δόθηκε από τον διοικητή του τάγματος Λεωνίδα Σπαή γιατί υπήρχε κίνδυνος να περικυκλωθούν από τους μπολσεβίκους.
[11] Σύμφωνα με σωζόμενες μαρτυρίες οι μπολσεβίκοι φερόταν απάνθρωπα στους τραυματίες και τους αιχμαλώτους. Αφού τους βασάνιζαν σκληρά, τους σκότωναν.

ΕΙΚΟΝΕΣ-ΧΑΡΤΕΣ

Εικ.1: Ο στρατηγός Ιάκωβος Νεγρεπόντης, διοικητής της ΧΙΙΙης Μεραρχίας Στερεάς Ελλάδας, κατά την εκστρατεία στην Ουκρανία. [Πηγή: Προκοπίου Σ., Σαν ψέματα και σαν αλήθεια. Τα τελευταία χρόνια. Μικρασιατικόν ιστορικόν μυθιστόρημα με εικόνας, Αθήναι 1928]

Εικ.2: Άποψη της Όθρυος (Γκιούζι). Μπροστά απλώνεται η χαράδρα της Κανάλας. Στο άνω δεξιό μέρος της εικόνας κάτω από τη συστάδα των βελανιδιών (εξωκκλήσι Αγίου Αθανασίου) βρίσκεται το Τσερνοβίτι. Η κορυφή (Γερακοβούνι) έχει ύψος 1.726 μ. [Πηγή: Φωτογραφικό αρχείο Σωτήρη Γ. Αλεξόπουλου].

Εικ.3: Προπαγανδιστική αφίσα των μπολσεβίκων. Απεικονίζεται πλήθος στρατιωτών πλήρως εξοπλισμένων, όπως περιγράφονται στο ημερολόγιο του Χρήστου Αλεξόπουλου. [Πηγή: Αβτζιγιάννης Κ., Εκστρατεία στην Ουκρανία. Η ελληνική συμμετοχή στον ρωσικό εμφύλιο. Σειρά «Πολεμικές Μονογραφίες» 44, Αθήνα 2005].

Χάρτης 1: Επιχειρήσεις βόρεια της Οδησσού. [Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Το ελληνικόν εκστρατευτικόν σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919), Αθήναι 1955].

Χάρτης 2: Η μάχη της Κουμπάνκα (22-23 Μαρτίου 1919) [Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Το ελληνικόν εκστρατευτικόν σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919), Αθήναι 1955].

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΧΑΡΤΩΝ
Μονάδες-Όπλα-Παρατηρητήρια-Σημεία ανεφοδιασμού
Η βασική συνθηματική παράσταση μιας μονάδας είναι το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. Το σύμβολο μέσα στο τετράγωνο δείχνει το όπλο ή το σώμα. Έτσι έχουμε: 
Πεζικό                   :                  δύο διαγώνιες γραμμές
Πυροβολικό :                  μία βούλα στο κέντρο του τετραγώνου
Ιππικό                    :                  μία διαγώνια γραμμή
Μέγεθος μονάδας
Τα παρακάτω σύμβολα δείχνουν το μέγεθος και τοποθετούνται πάνω ή μέσα στη συνθηματική παράσταση της μονάδας:
. .         :                 Στοιχείο
.. .        :                 Ομάδα
 . . .       :              Διμοιρία
Ι           :               Λόχος
ΙΙ          :               Τάγμα
ΙΙΙ         :               Σύνταγμα
Χ          :               Ταξιαρχία
ΧΧ       :                Μεραρχία
ΧΧΧ    :                Σώμα Στρατού
ΧΧΧΧ :                Στρατιά
Προσκολλήσεις-Αποσπάσεις
(+)    :                   Μονάδα ενισχυμένη
(-)     :                   Μονάδα με αποσπασμένο σημαντικό τμήμα της
Είδη πυροβόλων-διαμετρήματα
(ο)    :                    ορειβατικό
(π)    :                    πεδινό
(οβ)  :                    οβιδοβόλο
Χρωματισμός
Με γαλάζιο χρώμα περιγράφονται οι φίλιες ή συμμαχικές μονάδες, οι εγκαταστάσεις και τα πυρά τους.
Με κόκκινο χρώμα περιγράφονται οι εχθρικές μονάδες, οι εγκαταστάσεις και τα πυρά τους.
Παραδείγματα
III/42 :                   τρίτο τάγμα του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων.
11/42:                    ενδέκατος λόχος του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
3)Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Το ελληνικόν εκστρατευτικόν σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919), Αθήναι 1955.
6)Λιώσης Ε., Πολεμική ιστορία του 3ου Συντάγματος Πεζικού (1912-1922), Αθήναι 1928.
7)Λυμπερόπουλος Χ., Εύζωνοι. Οι πολεμιστές του θρύλου και της ιστορίας, Αθήνα 1996.
8) Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Πυρσός/Δρανδάκης/Φοίνιξ, 1926-1934, τόμοι 24, συμπλ. το 1965 (τόμοι συμπληρωμάτων 4, ειδικός τόμος ΕΛΛΑΣ).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου