Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΑΜΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΑΜΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Διήγηση του Βαυαρού Λοχαγού Κουχενράυτερ για την παραλαβή του Ζητουνίου (Λαμίας) από τους Οθωμανούς



Ελληνικός εθνικός χορός στο Ζητούνι/Λαμία το Πάσχα του 1835 (υδατογραφία) του Ludwig Köllnberger (1811-1892).
Στο κέντρο της υδατογραφίας δεσπόζει το «μεγαλοπρεπές νεόδμητον ξύλινον μέγαρον», που αναφέρει ο Κουχενράυτερ στη διήγησή του. Το κτίριο, όπως φαίνεται από την παρουσία Βαυαρών στρατιωτών στο εσωτερικό του και στον προαύλιο χώρο, χρησίμευε σαν στρατώνας. Φέρει δύο σαχνισιά με δύο νεοκλασικά τριγωνικά ξύλινα αετώματα, δείγματα λαϊκής βαλκανικής αρχιτεκτονικής. Θυμίζουν έντονα τα αετώματα του διατηρητέου κτιρίου της οδού Θεοφίλου στη Θεσσαλονίκη (βλέπε την έβδομη φωτογραφία στην ανάρτηση: Τσινάρι και Κουλέ Καφέ η «καρδιά» της άνω πόλης). Λίγο πίσω από το κτίριο υπάρχει χαγιάτι. Άλλο ένα κτίριο απλούστερης αρχιτεκτονικής σχεδίασης, λιγότερο ευήλιο με μικρότερα παράθυρα καταλαμβάνει τον υπόλοιπο χώρο στην πίσω πλευρά προς το λόφο. Ίσως χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος. Και τα δύο κτίρια φέρουν ψηλές καπνοδόχους για την καλύτερη διαφυγή του καπνού από τα αντίστοιχα τζάκια.
Το όλο οικοδομικό συγκρότημα περιβάλλεται από μισογκρεμισμένο αμυντικό τείχος, το οποίο στηρίζεται εμπρός από τέσσερις αντηρίδες. Κατά μήκος, σε όλη τη διαδρομή του τείχους διακρίνεται πλήθος πελαργών(?).
Δίπλα στο μέγαρο διακρίνεται ο μιναρές με την ημισέλινο στην κορυφή του και δύο κεραμοσκεπείς τρούλοι από το Κουρσούμ Τζαμί. Το συγκεκριμένο τζαμί κτίσθηκε το 1816 από τον Οθωμανό διοικητή του Ζητουνίου Χαλήλ μπέη δίπλα στο σεράϊ του για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών του ιδίου και του χαρεμιού του.
Ψηλά στο Κάστρο κυματίζει η Γαλανόλευκη μετά από αιώνες δουλείας.
Από αριστερά: ένας ιερέας συζητάει ελαφρά σκυμμένος με έναν καθιστό άνδρα που φοράει κόκκινο φέσι και πολυτελές κόκκινο φόρεμα, δείγμα ανωτάτου πολιτικού αξιώματος που κατείχε στη διοίκηση της νεοαπελευθερωμένης πόλης. Στο δεξί χέρι του κρατάει μάλλον πίπα με τσιγάρο. Πίσω από τον ιερέα διακρίνεται ένας Βαυαρός στρατιώτης μέσα στην πύλη του αμυντικού περιτειχίσματος. Δίπλα τους δύο όρθιες γυναίκες ντυμένες με την παραδοσιακή ρουμελιώτικη φορεσιά συζητούν. Η μία γυναίκα φέρει στο δεξί χέρι της μαντήλι. Πιο πίσω άλλη μία μισοκαθισμένη γυναίκα κρατάει στα χέρια της ένα βρέφος ενώ ακριβώς πίσω της διακρίνονται δύο Βαυαροί στρατιώτες μάλλον ιππείς.
Την παράσταση κλέβουν έξι φουστανελοφόροι με κόκκινα φέσια που χορεύουν (συρτό ή τσάμικο χορό) με έκδηλο ενθουσιασμό. Δίπλα τους καθισμένος σταυροπόδι, φορώντας κόκκινο φέσι και φέροντας κάπα στους ώμους, ένας άνδρας παίζει ταμπουρά, όπως έπαιξε κι ο Μακρυγιάννης το Σεπτέμβριο του 1826 κατά την πολιορκία της Ακρόπολης. Ο οργανοπαίχτης παρακολουθεί με ενδιαφέρον τους φουστανελοφόρους χορευτές. Τέλος δίπλα του ένας άλλος καθιστός άνδρας με κόκκινο φέσι καπνίζει ένα μακρύ τσιμπούκι. [Πηγή εικόνας: History of dance in Greece and Turkey 1300-1850].


Tη Μεγάλη Τρίτη 28 Μαρτίου 1833 (Ιουλιανό ημερολόγιο) αναχώρησαν οι τελευταίοι Οθωμανοί από τη Λαμία (τότε Ζητούνι). Η πόλη παραλήφθηκε από τον Βαυαρό Αντισυνταγματάρχη Ντ’ Άλμπερτ και τον «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» Γραμματέα της Επικρατείας (Υπουργό) Ιακωβάκη Ρίζο Νερουλό (Εικ.1) [1].
Τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες έγινε η παραλαβή της Λαμίας και η αναχώρηση των Οθωμανών από αυτή, μεταφέρει ο Βαυαρός Υπολοχαγός Χριστόφορος Νέεζερ (γερμ. Christoph Neeser) (1808-1883) (Εικ.2), παππούς των δύο εξαδέλφων ηθοποιών (α.Χριστόφορος Νέζερ 1887-1970 και β.Χριστόφορος Νέζερ 1902-1995)[2]. Ειδικότερα, στο βιβλίο των απομνημονευμάτων του, ο αυτόπτης μάρτυρας και υπεύθυνος για την παραλαβή της Λαμίας Βαυαρός Λοχαγός Κουχενράυτερ περιγράφει στον Χριστόφορο Νέεζερ τα γεγονότα.
Πριν την περιγραφή του Κουχενράυτερ ο Χριστόφορος Νέεζερ, παραθέτει ορισμένες πληροφορίες για τους Βαυαρούς στρατιώτες του Λοχαγού Κουχενράυτερ: οι στρατιώτες του 7ου λόχου έχουν αποκτήσει αντοχή στις κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας και πειθαρχούν στον τρόπο σιτισμού τους. Αντίθετα με Βαυαρούς στρατιώτες άλλων λόχων, κάθε πρωΐ τρώνε ζωμό με αλεύρι. Ο ίδιος ο Λοχαγός Κουχενράυτερ επιθεωρεί τους στρατιώτες κρατώντας το ραβδί του. Οι παραβάτες αντί λεκτικής παρατήρησης, δέχονται χτύπημα με το ραβδί.
Πλέκοντας το εγκώμιο του Κουχενράυτερ τον περιγράφει ως «...πρακτικός ανήρ..... τολμηρότατος και άφοβος στρατιώτης....».
Στη συνέχεια ακολουθεί η αφήγηση της παραλαβής της Λαμίας και πως ο Κουχενράυτερ συμπεριφέρθηκε στους Οθωμανούς που κωλυσιεργούσαν την παράδοσή της.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το Λοχαγό Κουχενράυτερ μαζί με τον 7ο λόχο τάχθηκε υπό τη διοίκησή του ο 8ος λόχος και ο Υπολοχαγός πυροβολικού κόμης Βόθμερ, επικεφαλής ορειβατικής τηλεβολοστοιχίας[3]. Όμως ο Οθωμανός στρατιωτικός διοικητής της πόλης, αρνήθηκε την παράδοση γιατί ο Μπέης (Έπαρχος) της Λαμίας, είχε ξύλινο μεγαλοπρεπές νεόδμητο μέγαρο και ανέμενε εντολές από την Κωνσταντινούπολη, εάν η Λαμία θα περιλαμβάνονταν στο Ελληνικό Βασίλειο. Προφανώς ο Μπέης ήθελε να κερδίσει χρόνο προκειμένου να μην εγκαταλείψει το νεόδμητο ξύλινο μέγαρό του.
Ο Λοχαγός Κουχενράυτερ έστειλε αξιωματικό με διερμηνέα στον Οθωμανό στρατιωτικό διοικητή δίνοντας προθεσμία 24 ωρών να εκκενωθεί η πόλη. Κατόπιν παρέταξε τους δύο λόχους του σε κατάλληλο ύψωμα, στο οποίο έδωσε εντολή να ανεβεί η τηλεβολοστοιχία με τα δύο ολμοβόλα της. Οι εναπομείναντες Οθωμανοί μαζί με το Μπέη και το χαρέμι του είχαν κλειστεί στο κάστρο. Μπροστά στη σθεναρή στάση του Λοχαγού Κουχενράυτερ, το επόμενο πρωΐ ο Μπέης έστειλε μήνυμα ότι μετά το μεσημέρι τα βαυαρικά στρατεύματα θα μπορούσαν να εισέλθουν στο κάστρο.
Η αποχώρηση των Οθωμανών ήταν εσπευσμένη. Έγινε τόσο βιαστικά ώστε «από των οπισθίων τοίχων του φρουρίου» έριχναν τα σκεύη τους, τα προσκεφάλια, δέματα με φορέματα, παπλώματα και διάφορα έπιπλα, που γέμισαν το περιχαράκωμα γύρω από το κάστρο. Επίσης έριξαν από τα τείχη και μερικά τηλεβόλα με τους κιλλίβαντες. Όταν αναχώρησαν οι Οθωμανοί, ο Κουχενράυτερ έστειλε ένα απόσπασμα να μπει στο κάστρο. Αυτός και οι υπόλοιποι Βαυαροί στρατιώτες κατέλυσαν στο ξύλινο νεόδμητο μέγαρο του Μπέη.
Ακολουθεί το κείμενο από το βιβλίο των απομνημονευμάτων του Υπολοχαγού Χριστόφορου Νέεζερ:
«...Τουναντίον ο λοχαγός Κουχενράυτερ
Ήτο μέν αξιωματικός της παλαιάς σχολής, αλλ’ όμως και πρωτοτύπως πρακτικός ανήρ, ουδέποτε εν ουδενί απορών. Διά τούτο και ο λόχος αυτού ήκιστα εβλάβη υπό του ελληνικού κλίματος, οι δε στρατιώται χάριν επί τούτοις ώφειλον αυτώ. Ο έβδομος ούτος λόχος, εξ ανδρών εκατόν πεντήκοντα απώλεσε μόνον έξ, εν ώ χρόνω οι λοιποί λόχοι απώλεσαν 46, 54, 65 και καθ’ εξής. Όθεν εξ ενεακοσίων ανδρών, των βαθμοφόρων μη υπολογιζομένων, επανέκαμψαν μόνον 588, των τριακοσίων δέκα του τάγματος εκείνου ταφέντων εν Ελλάδι.
Αλλ’ εις τούτο δεν έπταισε το κλίμα της Ελλάδος, αλλά τα κατά της υγιεινής διαίτης πλημμελήματα των στρατιωτών ημών. Έτρωγον οπώρας και έπινον ισχυροτάτους ελληνικούς οίνους, άνευ θερμού τινος γεύματος. Λίχνοι δε επέπιπτον επί των σικύων, εξέλεγον όμως πάντοτε τα κίτρινα και σπορώδη, καίτοι ελέγετο αυτοίς ότι πυρετούς προξενούσιν. Ούτως έπαθον πυρετόν, αλλά και κατά τούτο διήγον ατάκτως, μη υποβαλλόμενοι εις δίαιταν, τρώγοντες δε πάν το βλαβερόν. Όθεν οι πυρετοί κατήντων νευρικοί και η έκβασις απέληγεν εις θάνατον.
Αλλ’ εν τω εβδόμω λόχω υπήρχεν αυστηρά επιταγή να τρώγωσιν οι στρατιώται, κατά πάσαν πρωΐαν, έτι και εν καιρώ πορείας, ζωμόν μετ’ αλεύρου. Ο λοχαγός αυτών αυστηρότατα επέβλεπε, πάση δε πρωΐα, φέρων την εαυτού ράβδον, επεθεώρει πάντας, ίνα πεισθή περί της πληρώσεως των διαταγών αυτού. Όστις έπραττε ταναντία, ελάμβανε, φιλίως μεν και άνευ κακών λέξεων, ικανήν διά της ράβδου αμοιβήν.
Ο λοχαγός Κουχενράυτερ ήτο τολμηρότατος και άφοβος στρατιώτης. Μια των ημερών διηγήσατο ημίν πώς, εν τη παραλαβή της Λαμίας, προσηνέχθη τοίς Τούρκοις, οίπερ παρείχον αυτώ πράγματα και δυσχερείας.
Ότε επορεύθην εις Λαμίαν μετά του εμού λόχου και του ογδόου, ταχθέντος και αυτού υπό την διοίκησίν μου, ίνα παραλάβω την πόλιν εκείνην μετά του αρχαίου αυτής
φρουρίου παρά των κατεχόντων αυτά Τούρκων, ήλθε μετ’ εμού και ο υπολοχαγός του πυροβολικού κόμης Βόθμερ, άγων ορειβατικήν τηλεβολοστοιχίαν.
Ο τούρκος στρατιωτικός διοικητής ηρνήσατο την παράδοσιν της πόλεως, διότι ο εν Λαμία μεγαλοπρεπές νεόδμητον ξύλινον έχων μέγαρον Βέης, έπαρχος ών, ανέμενεν αμέσως εκ Κωνσταντινουπόλεως οδηγίας, ίνα μάθη εάν και η Λαμία περιελαμβάνετο εν τη συμβάσει. Ευκόλως κατενόησα ότι ο Βέης δεν ήθελε να καταλίπη το νεόδμητον ξύλινον μέγαρον αυτού, φρονών βεβαίως ότι ο κερδαίνων καιρόν κερδαίνει πάντα. Τότε εξέπεμψα αξιωματικόν μετά του ημετέρου διερμηνέως προς τον στρατιωτικόν διοικητήν, διαμηνύσας αυτώ ότι μόνον 24 ωρών παρέχω προθεσμίαν. Είτα έστησα τους δύο μου λόχους επί προσφόρου υψώματος, εις ό προσέταξα ν’ αναβή η ορειβατική τηλεβολοστοιχία μετά των δύο ολμοβόλων αυτής. Οι Τούρκοι διετέλουν αποκεχωρηκότες εν τω αρχαίω ενετικώ φρουρίω, εις ό, ο τε βέης και το χαρέμιον αυτού είχον μεταβή. Όταν οι Τούρκοι είδον την σταθεράν στάσιν μου, ο βέης μοί διεμήνυσε, τη επιούση πρωΐα, ότι μετά μεσημβρίαν ηδυνάμην να εισέλθω εις το φρούριον. Οι Τούρκοι αποχωρούντες τόσον εσπευσμένως κατέλιπον αυτό, ώστε έρριπτον από των οπισθίων τοίχων του φρουρίου πάντα τα σκεύη αυτών, πολλά προσκεφάλαια, δέματα φορεμάτων, εφαπλώματα και παντοειδή έπιπλα, άπερ επλήρωσαν τα περιχαρακώματα. Προς δε έρριψαν υπέρ τα τείχη και τινα τηλεβόλα μετά των κιλλιβάντων, καίτοι ουδέν εκώλυε την ελευθέραν αυτών αποχώρησιν. Έπεμψα τότε απόσπασμα εις το κενωθέν φρούριον, εγώ δε και οι λοιποί στρατιώται κατελύσαμεν εις το ξύλινον κονάκιον, ευρόντες εν αυτώ θέσεις αρκούσας και ικανάς.
Ταύτα είπεν ο λοχαγός Κουχενράυτερ.»
Η παραλαβή της Λαμίας αναφέρεται ως είδηση και στο πρωτοσέλιδο του φύλλου 102/12-04-1833 της εφημερίδας «Η Αθηνά» (Εικ.3):
«ΕΛΛΑΣ
Ναυπλία 1 Απριλίου
ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ
Από ανθρώπους, ελθόντας από Ζητουνίου μανθάνομεν ότι παρεδόθη και η ακρόπολις τούτου εις τα Βασιλικά στρατεύματά μας. Λέγουν ότι οι Οθωμανοί ηθέλησαν να περιπλέξουν τρόπον τινα το πράγμα ως προς την παράδοσιν της Ακροπόλεως ταύτης, αλλά τα στρατεύματά μας χωρίς να χάσουν καιρόν επλησίασαν εις την Πύλην της Ακροπόλεως, απαίτησαν αποτόμως την παράδοσίν της. και παί ούτως εκπλαγέντες οι Οθωμανοί, χωρίς να χάσουν ούτε στιγμήν εσυμφώνησαν και την παρέδωκαν εις ολίγον διάστημα ωρών.
Οι Οθωμανοί ίσως ενόμισαν ότι ο Σ.Μόναρχός μας ήθελε τους θεωρήσει με το όμμα εκείνο με το οποίον ούτοι εθεώρουν τους ραγιάδας των, όθεν και μετά την παράδοσιν της Ακροπόλεως δεν ετολμούσαν να πλησιάζουν ούτε εις αυτούς τους Ναούς των διά να προσεύχωνται εις τον Θεόν κατά την θρησκείαν των, αλλ’ ούτε εις τους μιναράδες των να ναβαίνουν, διά να προσκαλούν τους ομοθρήσκους των εις τάς τελετάς των κατά την συνήθειάν των. Τούτο παρατηρήσας ο αρχηγός των στρατευμάτων μας επροσκάλεσε τους σημαντικωτέρους Οθωμανούς, προς τους οποίους εξέφρασε την θρησκευτικήν ελευθερίαν την οποίαν χορηγούν επίσης εις όλους οι Νόμοι της Ελλάδος, και την διάθεσιν του Σ. Μονάρχου μας εις το να υπερασπίζη απροσωπολήπτως όλους τους υπηκόους του, και όχι μόνον κατά την θρησκευτικήν των ελευθερίαν, αλλά και κατά την ασφάλειαν των προσώπων των, της ιδιοκτησίας και της τιμής (ίρτζι[4]) των κλ.. δικαιώματα τα οποία βέβαια δεν έχαιρον ποτέ πραγματικώς και αυτοί οι Οθωμανοί υπό την Κυβέρνησίν των· εις ένα λόγον τους είπεν ότι οποία δικαιώματα έχουν και οι Έλληνες θέλουν έχει και αυτοί, και ούτω τους παρεκίνησε να εξακολουθούν τάς Θρησκευτικάς των τελετάς κατά τα έθιμά των. Οι Οθωμανοί λοιπόν του μέρους εκείνου απολαύοντες ήδη δικαιώματα τοιαύτα, είναι κατά πάντα ευχάριστοι, και ζώντες με άκραν ασφάλειαν και ησυχίαν εύχονται υπέρ του Σ.Βασιλέως μας. Αι ακρόπολεις λοιπόν των Αθηνών Καραμπαμπά, Ευρίπου Καρύστου και Ζητουνίου, ευρισκόμεναι μέχρι τούδε εις χείρας Οθωμανών επέρασαν ήδη υπό την εξουσίαν της Κυβερνήσεώς μας

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ήδη η Αντιβασιλεία είχε απευθύνει στο ΦΕΚ 2/22-02-1833 (σελίδες 8-9) προσρήσεις προς τους κατοίκους των απελευθερωμένων ελληνικών επαρχιών του Ελληνικού Βασιλείου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα πρώτα Φύλλα Εφημερίδας της Κυβερνήσεως οι δημοσιεύσεις των Βασιλικών Διαταγμάτων γινόταν σε δύο γλώσσες: στην αριστερή στήλη δημοσιευόταν το κείμενο στην ελληνική γλώσσα και στη δεξιά στήλη στη γερμανική. Επίσης, επειδή τότε στο Ελληνικό Βασίλειο ίσχυε το Ιουλιανό ημερολόγιο, η ημερομηνία 22 Φεβρουαρίου 1833 αναφέρεται σε αυτό. Στη διπλανή στήλη του κειμένου στη γερμανική γλώσσα αναγράφεται η ημερομηνία 6 Μαρτίου 1833 (Γρηγοριανό ημερολόγιο).
Το κείμενο στην ελληνική γλώσσα του παραπάνω ΦΕΚ έχει ως εξής:
«ΟΘΩΝ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Απονέμομεν εις πάντας και εις ένα έκαστον των όσων ήθελαν αναγνώσει ή ακούσει το παρόν μας, τάς προσρήσεις μας, και γνωστοποιούμεν εις αυτούς τα εξής·
Επειδή διά της συνθήκης, ήτις, συμφωνηθείσα κατά την 9/21 Ιουλίου 1832 εις Κωνσταντινούπολιν μεταξύ των Πληρεξουσίων των τριών Συμμάχων Αυλών Γαλλίας, Μεγάλης Βρεταννίας και Ρωσίας αφ’ ενός, και της Υψηλής Οθωμανικής Πόρτας αφ’ ετέρου μέρους, επεκυρώθη διά του υπ’ αρ. 52 Πρωτοκόλλου του εν Λονδίνω Συμβουλίου, κατά την 30 Αυγούστου του αυτού έτους, και διά της κατά συνέπειαν της ρηθείσης συνθήκης παρά των επιτρόπων των τριών Συμμάχων Δυνάμεων κατά τους μήνας Σεπτέμβριον, Οκτώβριον και Νοέμβριον του παρελθόντος έτους γενομένης οροθεσίας, προσδιωρίσθησαν θετικώς και αμεταβλήτως τα σύνορα του Βασιλείου της Ελλάδος, και επειδή η εκκένωσις όλων εκείνων των επαρχιών και μερών, αι οποίαι εννοούμεναι εντός του νέου κράτους εδιοικούντο άχρι τούδε από Οθωμανικάς Αρχάς, ή κατείχοντο από Οθωμανικά στρατεύματα, έπρεπε να ενεργηθή κατά την 31 Δεκεμβρίου 1832 τελευταίαν προθεσμίαν, απεφασίσαμεν, δυνάμει των χορηγηθέντων εις ημάς δικαιωμάτων διά των 4 και 5 άρθρων της εν Λονδίνω Συνθήκης της 7 Μαΐου 1832, να διατάξωμεν να κατασχεθώσιν όλαι αι ρηθείσαι επαρχίαι ονομαστί, η της Αττικής, της Ευβοίας, του Ζητουνίου, και εν γένει όλα τα λοιπά μεταξύ των κόλπων της Άρτης και του βώλου κείμενα μέρη, τα οποία, διά της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως της 9/21 Ιουλίου 1832, και διά της κατά συνέπειαν γενομένης οροθεσίας, παρεχωρήθησαν ομού με όλας τάς ανηκούσας εις αυτά ιδιοκτησίας, εις την παντοτεινήν και πλήρη Κυριαρχίαν του Βασιλείου της Ελλάδος, και να ναδεχθώμεν την διοίκησίν των.
Επιχειρίζομεν λοιπόν, δυνάμει της παρούσης δηλοποιήσεως, την κατοχήν ταύτην, και απαιτούμεν επομένως και περιμένομεν από όλους τους κατοίκους και υπηκόους των υπό το σκήπτρον μας ‘ηδη μεταβαινουσών επαρχιών και μερών, ώστε εις το εξής να μας αναγνωρίσωσιν ως νόμιμον Βασιλέα και ηγεμόνα των, να απονέμωσιν προς ημάς την ανήκουσαν υπακοήν και πίστιν, να εκπληρώσιν, εν συνειδήσει και καθ’ όλην την έκτασιν τα νόμιμα προς ημάς καθήκοντά των ως υπήκοοι, και να κάμωσι τον όρκον της πίστεως ότε προσκληθούν.
Δίδομεν δε εις αυτούς την υπόσχεσιν, ότι θέλομεν τους υπερασπισθή πάντοτε εις όλα τα νόμια δικαιώματα και τας ελευθερίας των, και ότι θέλομεν έχει διηνεκή φροντίδα να επαυξήσωμεν την ευδαιμονίαν των.
Ενταυτώ προσθέτομεν πανδημεί την υπόσχεσίν μας, ότι θέλομεν εκτελέσει ακριβώς όλας, όσας, διά της ρηθείσης συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως της 9/21 Ιουλίου 1832 και του 52 Πρωτοκόλλου του εν Λονδίνω Συμβουλίου της 30 Αυγούστου του αυτού έτους, ανεδέχθημεν υποχρεώσεις, όχι μόνον να μη προξενήσωμεν το παραμικρόν εμπόδιον εις τους κατοίκους και ιδιοκτήτας των ενσωματονωμένων με την επικράτειάν μας επαρχιών και μερών, όσοι επιθυμούν να μεταναστεύσουν και να πωλήσουν τάς ιδιοκτησίας των, ως προς την εκτέλεσιν των διά της ρηθείσης από 9/21 Ιουλίου 1832 συνθήκης περί μεταναστάσεως και εκποιήσεως συμφωνιών και όρων, αλλ’ εκ του εναντίου να χορηγήσωμεν εις αυτούς πάσαν αντίληψιν· και ότι δεν θέλομεν λείψει να δώσωμεν και εις τους πρεσβεύοντας την Οθωμανικήν θρησκείαν, όσοι ήθελαν προτιμήσει να διαμείνουν εις το Βασίλειόν μας, πάσαν υπεράσπισιν, την οποίαν πρέπει να περιμείνωσιν από ημάς όλοι επίσης οι υπήκοοί μας οποιασδήποτε και αν ήναι θρησκείας, και ότι θέλομεν απονέμει εις αυτούς την εντελεστάτην, ως προς τάς θρησκευτικάς των δοξασίας, ελευθερίαν.
Αναθέσαμεν δε την κατοχήν των ανωτέρω επαρχιών και μερών εις τον ημέτερον επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Παιδείας Γραμματέα της Επικρατείας Κύριον Ρίζον, και περιμένομεν, ώστε όλοι οι κάτοικοι και υπήκοοι να υπακούσωσι κατά χρέος εις τάς εν ονόματί μας εκδοθησομένας παρ’ αυτού διατάξεις.
Προς ένδειξιν επεθέσαμεν εις την παρούσαν δηλοποίησιν την υπογραφήν μας και την Βασιλικήν σφραγίδα μας.
Εξεδόθη εν τη Βασιλική καθέδρα μας, εν Ναυπλίω,
την 10/22 Φεβρουαρίου 1833.
ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ
Η Αντιβασιλεία
Ο Κόμης ΑΡΜΑΝΣΠΕΡΓ Πρόεδρος, ΜΑΟΥΡΕΡ, ΕΪΔΕΚ.
Ο επί των Εξωτ. και του Εμ. Ναυτ. Γραμ. Σ. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ»
[2] Ο Χριστόφορος Νέεζερ γεννήθηκε στο Rüdenhausen της Φραγκονίας το 1808. Η ανατροφή του πραγματοποιήθηκε κάτω από συνθήκες σκληραγωγίας. Σπούδασε νομικά και κατατάχθηκε στο στρατό. Στην Ελλάδα ήρθε με τα βαυαρικά στρατεύματα και παρέμεινε έως το 1835. Επέστρεψε στη Γερμανία και απολύθηκε από το στρατό το 1837.
[3] η πυροβολαρχία της εποχής.
[4] στα τουρκικά irz. Σημαίνει τιμή, υπόληψη, αξιοπρέπεια.


ΕΙΚΟΝΕΣ


 Εικ.1 Ο Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός [Πηγή: Βικιπαίδεια].


 Εικ.2 Ο Χριστόφορος Νέεζερ [Πηγή: Απομνημονεύματα Νέεζερ].


 Εικ.3 Το πρωτοσέλιδο του φύλλου 102/12-04-1833 της εφημερίδας «Η Αθηνά» [Πηγή: εφημερίδα «Η Αθηνά»].


ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
2. Νικ. Ταξ.  Δαβανέλλος-Γεωργ. Παν. Σταυρόπουλος, Λαμία, με τη γραφίδα των περιηγητών (1159-1940), Λαμία 2005, Εκδόσεις Οιωνός.
3. Νικ. Ταξ. Δαβανέλλος, Λαμία, το χρονικό μιας πόλης, Αθήνα 1994.






Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Ο εορτασμός της επετείου της 25ης Μαρτίου στη Λαμία του 1875 και μία έριδα για τον πανηγυρικό λόγο του 1866

Στο φύλλο 849/29-03-1875 της εφημερίδας «Φάρος της Όθρυος» δημοσιεύεται η είδηση του εορτασμού της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου στη Λαμία του 1875.
Η είδηση δημοσιεύεται στη στήλη «ΔΙΑΦΟΡΑ» και έχει ως εξής:
« -Και εν Λαμία εορτάσθη η εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου, ως ημέρα της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους διά του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, και ως ημέρας της ανεξαρτησίας κ΄ ελευθερίας του Ελληνικού έθνους. Εν τω Ιερώ ναώ του Αγίου Νικολάου εψάλλη δοξολογία κατά το ειοθώς, και ο αξιότιμος και ευπαίδευτος Λοχαγός του Μηχανικού Κύριος Ρίζος απήγγηλε τον πανυγυρικόν της ημέρας όστις μετά δακύρων συνεκίνησε τους εν τω Ναώ παρευρεθέντας· και οι υπάλληλοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί, κ΄ πολίται πάσης τάξεως συνεχάρησαν τον πολλών επαίνων άξιον Λοχαγόν του Μηχανικού Κύριον Ρίζον· Άλλοτε εξεφώνησε τοιούτον λόγον κ΄ ο Γυμνασιάρχης Κύριος Καππώτας όστις, δεν είναι εφευρετής της πυρίτιδος, διό και ο λόγος αυτού ήν ασυνάρτητος, σόλικος, και ενί λόγω τοιούτος, ώστε οι πλείστοι των πολιτών βαρυνθέντες να τον ακούωσι, λέγοντα, άρητα θέματα, κουκιά μαγηρευμένα, ανεχώρησαν εκ της Εκκλησίας.».
Η δοξολογία πραγματοποιήθηκε στον τότε μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου.  Ο πανηγυρικός της ημέρας εκφωνήθηκε από το λοχαγό του Μηχανικού Ρίζο, ο οποίος εκείνη την εποχή υπηρετούσε στην παραμεθόρια Λαμία και ήταν υπεύθυνος για την κατασκευή δημοσίων έργων (δρόμοι κ.λ.π.). Στη Μεγάλη Στρατιωτική & Ναυτική Εγκυκλοπαιδεία αναφέρεται: «Ρίζος Αλέξανδρος, λοχ. μηχ., γεν. το 1818 εν Κων]πόλει, απεστρ. 7 Φεβρ. 1878 και απεβ. 4 Οκτ. 1879»[1].
Ο συντάκτης της εφημερίδας Ευθύμιος Οικονομίδης δράττεται της ευκαιρίας στο τέλος της είδησης, να ειρωνευθεί τον Γυμνασιάρχη Άγγελο Καππώτα για την ποιότητα πανηγυρικού λόγου, που εκφώνησε παλαιότερα στην εθνική επέτειο[2]. Η πρόκληση δεν έμεινε αναπάντητη από τον Γυμνασιάρχη, ο οποίος έστειλε επιστολή προς το συντάκτη της ημερησίας αθηναϊκής εφημερίδας «Παλιγγενεσία», κατακεραυνώνοντας τον Ευθύμιο Οικονομίδη:
«Προς τον κύριον συντάκτην της Παλιγγενεσίας
Ο εν Λαμία διαβόητος ψεύστης και συκοφάντης Ευθύμιος Οικονομίδης, συντάκτης του «Φάρου της Όθρυος,» ο αποζών εκ των ύβρεων του μεν και του δε, καθάπτεταί μου και πάλιν κατά τρόπον βλακικόν και γελοίον.
Επειδή εν τω υπ’ αριθμόν 849 φύλλω του «Φάρου της Όθρυος» λέγει, ότι «άλλοτε εξεφώνησε τοιούτον λόγον και ο γυμνασιάρχης κύριος Καππώτας, όςτις δεν είναι εφευρετής της πυρίτιδος, διό και ο λόγος αυτού ήν ασυνάρτητος, σόλοικος, και εν ενί λόγω τοιούτος, ώστε οι πλείστοι των πολιτών βαρυνθέντες να τον ακούωσι λέγοντα, ανεχώρησαν εκ της εκκλησίας», δηλοποιώ, ότι καθ’ άπαν το πολυχρόνιον διάστημα της εν Λαμία υπηρεσίας μου άπαξ μόνον εξεφώνησα λόγον πανηγυρικόν κατά την χαρμόσυνον εθνικήν εορτήν της 25 μαρτίου του έτους 1866 εν τη εκκλησία του αγίου Νικολάου, και ότι ο πανηγυρικός ούτος, τυπωθείς το αυτό έτος εν τη τυπογραφία του αυτού Ευθυμίου Οικονομίδου, περιέχει σελίδας 29 και υπόκειται εις την επίκρισιν παντός λογίου.
Εκ των ειρημένων γίνεται δήλον, ότι ο Ευθύμιος Οικονομίδης, εάν μη ή φρενοβλαβής, ψεύδεται, και συκοφαντεί, και διασύρει και εμέ δωρεάν και βαναύσως.
Εν Λαμία τη 31 μαρτίου 1875.
Άγγελος Δ. Καππώτας[3].
Ο Ευθύμιος Οικονομίδης, όταν έλαβε γνώση της δημοσίευσης του Άγγελου Καππώτα στην «Παλιγγενεσία», επανήλθε δριμύτερος με άρθρο του στο φύλλο 853/07-05-1875 του «Φάρου της Όθρυος»:
«Ο Σοφός καθηγητής και Γυμνασιάρχης Λαμίας Α. Καππώτας
Επανελθών ο Κύριος Καππώτας διά του υπ’ αριθ. 3,170 φύλλου της Παλιγγενεσίας μας υβρίζει βαναύσως, ως συκοφάντας, διότι είπομεν ότι «άλλοτε και ο Κύριος Καππώτας έκαμε λόγον την ημέραν του  Ε υ α γ γ ε λ ι σ μ ο ύ,  αλλά διά το άκαιρον και ασυνάρτητον των ιδεών του, οι εν τω ναώ τον εγκατέλειπον, κ.λ.π.» διά δε της τελευταίας ταύτης διατριβής του διϊσχερίζεται «έτι άπαξ μόνον το 1866 έκαμε τοιούτον λόγον, κ΄ τον ετύπωσε μάλιστα εις το τυπογραφείον μας· λοιπόν τι είπομεν ημείς ή ότι  ά λ λ ο τ ε  έκαμε λόγον; διά της λέξεως  «ά λ λ ο τ ε»  μήπως επροσδιωρίσαμεν τον χρόνον; μήπως δεν εμπεριέχεται εις το  ά λ λ ο τ ε,  κ΄ το έτος 1866; Άρα είπομεν αλήθειαν, ότι ο Κύριος Καππώτας έκαμε λόγον, και ότι δεν τον εσυκοφαντήσαμεν. Ήδη άς προσθέσωμεν χωρία τινα του ειρημένου λόγου, όπως πεισθή πάς λόγιος άνθρωπος, αν είπωμεν αλήθειαν περί της ποιότητος αυτού, ή εκ χαιρεκακίας τον κατεκρίναμεν. (Σελ. 4. στοιχ. 12-13) «Τοιούτον τον σκοπόν έχει,  ε ν δ ο ξ ο τ ά τ η  ο μ ή γ υ ρ ι ς!  η ετησίως τελουμένη αύτη ιερά «και  μ ε γ α λ ο υ ρ γ ό ς  π α ν ή γ υ ρ ι ς». » Όστις θέλει άς είπη, αν δεν ήναι χονδροειδέστατη ακυρολεξία η λέξις  «ε ν δ ο ξ ο τ ά τ η»  διότι, κατά τι και διατί υπήρξε  έ ν δ ο ξ ο ς  και μάλιστα  ε ν δ ο ξ ο τ ά τ η  η των κατοίκων Λαμίας  ο μ ή γ υ ρ ι ς;  εκ ποίων μεγάλων και ενδόξων τροπαίων ευτύχησε να ονομασθή  ε ν δ ο ξ ο τ ά τ η;  αλλ’ ωνόμασε πιά την πανήγυριν  μ ε γ α λ ο υ ρ γ ό ν.  Είναι η λέξις αύτη κατάλληλος ενταύθα, ή μαρτυρεί την μεγάλην ακρισίαν του διδασκάλου; Η πανήγυρις Καθηγητά κ΄ Γυμνασιάρχα, δεν μεγαλουργεί, διότι δεν πράττει έργα μεγάλα, ή μικρά· μόνον η Επανάστασις, της οποίας την έναρξιν εορτάζει η πανήγυρις, δύναται να ονομασθή μεγαλουργός, διότι εξετέλεσε έργα μεγάλα, ένδοξα και σχεδόν υπεράνθρωπα. Ακυρολεξία άρα και αύτη, ίνα μη τι άλλον χείρον είπωμεν. Αλλ’ άς προχωρήσωμεν, (Σελ. 4. στοιχ. 27-42) «Οι έλληνες ου δύνανται σώζεσθαι εν τω σημερινώ Οικονομικώ πολιτισμώ, εάν μη αποτελέσωσιν έν έθνος, και ουδεμίαν προσδοκώσιν δόξαν έν τε της τέχναις και ταίς επιστήμαις, εάν μη τηρώσιν ως κόρην οφθαλμού την ελευθερίαναυτών. Αλλ’ όσοι παραγγέλουσι τοιαύτας παραγγελίας, οφείλουσι παρέχειν και τα προς απόκτησιν και τήρησιν αυτών ανάλογα μέσα. Ζητούμεν πανελληνισμόν. Θέλομεν Ελευθερίαν. Πού εισί ταύτα; Ουκ έχομεν αυτά; Πώς γενήσεται η απόκτησις αυτών; Τούτο το πρόβλημα έχει  α γ ν ώ σ τ ο υ ς  ο ρ ο ύ ς,  ών η λύσις έργον εστίν απάντων των Ελλήνων. Πάντες δε οφείλομεν συνεισφέρειν κατά δύναμιν και καθ’ ικανότητα, οι μεν χρήματα, οι δε όπλα, άλλοι βραχίονας, και άλλοι πάντα, όσα προσφέρει το  ε ν ό ν,  υποβαλλόμενα υπό μίαν και την αυτήν εξουσίαν, ήτις ονομάζεται ομόνοια. Ταύτης δε πιστός και αναπόσπαστος  υ π α σ π ι σ τ ή ς  εστίν ετέρα δύναμις, ήτις επικαλείται  σ υ γ κ έ ν τ ρ ω σ ι ς  των  δ υ ν ά μ ε ω ν ».
Είμεθα βέβαιοι ότι ουχί μόνον πάς λόγιος, αλλά και πάς πολίτης υγιά έχων τον νούν, και ανάλογον κρίσιν, και αναγινώσκων το ανωτέρω χωρίον, θέλει εκφωνήσει «φέρετέ με λεκάνην»! διότι τι πρώτον, τι ύστατον να θαυμάση; τάς λαμπράς πολιτικάς ιδέας, την αρμονίαν ή την συνάρτησιν αυτών; ή την κρίσιν του ρήτορος;
Εάν σοφέ διδάσκαλε, είχες υπ’ όψιν σου τα δύω αρχαία παραγγέλματα, ήτοι το  «γ ν ώ θ ι  σ’  α υ τ ό ν»  και το  «ο υ  π α ν τ ό ς  π λ ε ί ν  ε ι ς  Κ ό ρ ι ν θ ο ν»  βεβαίως δεν ήθελες εκτεθή και δεν ήθελες δείξει εις άπασαν την Ελληνικήν κοινωνίαν την αγραμματοσύνην κ΄ την ακρισίαν σου!
Αλλ’ ο ελέους και οικτηρμού ανάξιος ούτος δάσκαλος, λησμονήσας ότι ευρίσκετο ενώπιον  «Ε ν δ ο ξ ο τ ά τ η ς  ο μ η γ ύ ρ ε ω ς», ως την ονομάζει, και εν «μ ε γ α λ ο υ ρ γ ώ  π α ν η γ ύ ρ ε ι»  ένθα κατά καθήκον έμελλε να εξυμνήση τάς αρετάς και τα τρόπαια των ημιθέων εκείνων  η ρ ώ ω ν,  και νομίζων ότι ευρίσκεται εν τη ενδόξω αυτού καθηγητική καθέδρα, κ΄ ενώπιον των κατά θείαν παραχώρησιν ακροωμένων αυτού φοιτητών άρχεται να διδάξη την ρητορικήν. (Σελλ. 5 Στοιχ. 15.-25) «Εν πάσει δε πανηγύρει» λέγει ο σοφός διδάσκαλος «ο αναδειξάμενος ομιλήσαι τούτο λήψεται του λόγου θέμα, όπερ έχει σχετικήν αναφοράν. Το δε στάδιον της διεξαγωγής της ύλης αφίεται τω δημιγόρω ελεύθερον. Τρία δε εισί τα είδη του λόγου, οία οι προπάτορες ημών παρέδωκαν τοίς πεπαιδευμένοις λαοίς. Και το μέν συμβουλευτικόν και δικανικόν στρέφονται περί  σ κ ό π ι μ ό ν  τ ι  σ υ μ π έ ρ α σ μ α  ή πράξιν  έ χ ο υ σ α  ω ρ ι σ μ έ ν η ν  τ ά σ ι ν,  ήτις  ο υ δ έ π ο τ ε  α π ο τ υ γ χ ά ν ε ι,  α ρ κ ε ί  μ ό ν ο ν  τ η ν  ε ξ ά σ κ η σ ι ν  κ α ι  τ η ν  ε φ α ρ μ ο γ ή ν  τ ω ν  σ κ ο π ί μ ω ν  επιχειρημάτων εγκαίρως  ρ η θ ή ν α ι».  ενταύθα έχομεν και σολικισμούς και ασυνανταξίας, διότι ο διδάσκαλος εκρέμασε το απαρέμφατον «ρηθήναι» από το επίρρημα «αρκεί»διά τούτο εξακολουθεί ο διδάσκαλος τα μόνα κατάλληλα προς ελυθέραν ενέργεια, εισί εκ του προχείρου επιλαμβανόμενα παντός μέσου της σωματικής λεγομένης ρητορικής προς παραγωγήν πειθούς και πάθους».
Αλλά πόθεν άρξομαί σε κήρειν σοφέ καθηγητά; αλλ’ όχι· επί του παρόντος μένομεν έως εδώ, επιφυλαττόμενοι να εξακολουθήσωμεν την δημοσίευσιν του λαμπρού πανηγυρικού λόγου του Σοφού Καθηγητού, ένθεν μέν ίνα ποιήσωμεν γνωστόν τον … φέροντα κ΄ περιβεβλημμένον με όντα με δοράν λέοντος, ήτοι καθηγητού κ΄ Γυμνασιάρχου ένθεν δε να ραπίσωμεν τάς κατά καιρούς Κυβερνήσεις, κ΄ αυτήν του Κυρίου Βούλγαρη, αίτινες διετήρησαν αδιαφορούσαι τον αγράμματον και όλως άκριτον τούτον άνθρωπον εις θέσιν καθηγητού κ΄ δή κ΄ Γυμνασιάρχου προς μεγίστην βλάβην της σπουδαζούσης νεολαίας.
Εκ των ανωτέρω ολίγων, ας κρίνη πάς αμερόληπτος αν ημείς εσυκοφαντήσαμεν τον άνθρωπον αυτόν ειπόντες, «ότι άλλοτε ο Καππώτας έκαμε λόγον πανηγυρικόν, αλλ’ ο λόγος αυτού υπήρξεν τόσον ασυνάρτητος, τόσον άκριτος, ώστε οι εν τω ναώ μη δυνάμενοι να τον υποφέρωσιν, απήλθον», και δεν είχον άρα δίκαιον ν’ απέλθωσιν τοιαύτα ληρήματα ακούοντες;.»
Ο πανηγυρικός λόγος του Γυμνασιάρχη Άγγελου Καππώτα εντοπίσθηκε στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης «Ανέμη»: «Λόγος πανηγυρικός: απαγγελθείς εν τω ιερώ ναώ του αγίου Νικολάου τη εικοστή πέμπτη Μαρτίου./Υπό Αγγέλου Δ. Καππώτου.Εν Λαμία :Τύποις Ευθ. Οικονομίδου,1867». Παρότι είναι αρκετά μακροσκελής παρατίθεται πλήρης προς εξαγωγή αντικειμενικών συμπερασμάτων (Εικ.1).Δυστυχώς δεν περιλαμβάνονται οι σελίδες 24 και 25 λόγω απώλειας.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
[2]. Ο Γυμνασιάρχης Άγγελος Καπώττας γεννήθηκε το 1825 στην Τρίπολη. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και τη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας (τετραετής φοίτηση). Γνώστης της Αγγλικής, Γερμανικής, Γαλλικής και «ολιγον της Εβραϊκής», με εισήγηση του υπουργού των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως προς τον Όθωνα, απεστάλη το 1850 στο Βερολίνο για τρία έτη με υποτροφία. Ο ίδιος υπουργός το 1853 αιτείται και πάλι προς το βασιλιά την παράταση της υποτροφίας «επί δύο έτη ακόμη». Τελικά ο Άγγελος Καππώτας παρέμεινε στο Βερολίνο οκτώ έτη και επέστρεψε το 1858.
Στις 2 Απριλίου διορίσθηκε στη Λαμία και το ίδιο έτος προηχθη σε Γυμνασιάρχη του Γυμνασίου Τρίπολης. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του υπηρέτησε για δύο έτη κάτω από αντίξοες συνθήκες δεχόμενος αρνητικά σχόλια από την τοπική εφημερίδα «Αρκαδία». Το 1860 μετατέθηκε στο Ναύπλιο ως απλός καθηγητής. Αμέσως υπέβαλλε παραίτηση, η οποία έγινε δεκτή. Το 1861 επαναδιορίσθηκε ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Πατρών. Στη συνέχεια, ως καθηγητής, υπηρέτησε σε διάφορα γυμνάσια, μεταξύ αυτών και της Λαμίας.
Το 1865 μετατίθεται ως Γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο Λαμίας. Εκεί θα μείνει οκτώ χρόνια έχοντας να αντιμετωπίσει τον πόλεμο διαφόρων τοπικών παραγόντων και κυρίως του δικηγόρου και εκδότη του «Φάρου της Όθρυος» Ευθυμίου Οικονομίδη. Ο πόλεμος έληξε το 1875 με την απόλυση του Άγγελου Καππώτα και την αντικατάστασή του από τον Γ.Ν.Τσεράπη, όπως έγραψε η εφημερίδα «Αυγή» στο φύλλο 3970/26-08-1875, στήλη Διδασκαλικοί προβιβασμοί, σελίδα 3: « Μετετέθησαν ή διωρίσθησαν γυμνασιάρχαι οι κ.κ. …….. Γ.Ν.Τσερέπης γυμνασιάρχης εν Λαμία αντί του Α.Καππώτα απολυθέντος…..». Μην κρύβοντας την ικανοποίησηή του ο Ευθύμιος Οικονομίδης έγραψε στο φύλλο 863/30-08-1875 του «Φάρου της Όθρυος»: «Ευχάριστον είδησιν αναγγέλομεν εις τους συμπολίτας ημών και ιδίως εις την νεολαίαν της επαρχίας την παύσιν του μέχρι τούδε, κατά θείαν παραχώρησιν, διευθύνοντος του Γυμνασίου Λαμίας ως Γυμνασιάρχου, του απαιδεύτου Αγγέλου Καππώτα…».
Επαναπροσλήφθηκε και τοποθετήθηκε στο Αίγιο. Το 1878 υπηρετούσε ως Γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο Λευκάδας και μετατέθηκε ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Χαλκίδας. Δεν εκτέλεσε όμως αυτή την απόφαση και «απηλλάγη της υπηρεσίας ως μη μεταβάς εις την θέσιν του».
Συγγραφικό του έργο:
[3] Εφημερίδα «Παλιγγενεσία», φύλλο 3170/07-04-1875, σελίδα 3 (μετάβαση σε σελίδα α/α 137).


ΕΙΚΟΝΕΣ




 































Εικ.1  Ο πανηγυρικός λόγος της 25ης Μαρτίου 1866

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ
1) Εφημερίδα «Φάρος της Όθρυος»
2) Εφημερίδα «Παλιγγενεσία»
3) Γαλλής Κ., Τα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου Λαμίας (1846-1875). Συμβολή στην ιστορία των Σχολείων της Φθιώτιδας. Άρθρο στην περιοδική έκδοση ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 9 (1988), Λαμία 1988, σελίδες 5-77.





Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Νεκρολογία του αγωνιστή Ιωάννη Φραγκίστα (1764-1861)

Στο φύλλο 255 της 1ης Απριλίου 1861 της λαμιώτικης εφημερίδας «ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΟΘΡΥΟΣ» δημοσιεύθηκε η είδηση του θανάτου του αγωνιστή του 1821 Ιωάννη Φραγκίστα. Ο Ιωάννης Φραγκίστας, τα τελευταία έτη της ζωής του, ζούσε στη Λαμία. Απεβίωσε στις 25 Μαρτίου 1861 ανήμερα της εορτής της εθνικής επετείου.
Στην εφημερίδα περιγράφονται:
-η τελευταία επιθυμία του που ήταν η μεταφορά του με άμαξα στο χωριό Κόμμα, όπου όμως απεβίωσε.
-η μεγαλοπρεπής επικήδειος τελετή που έλαβε χώρα στις 26 Μαρτίου στη Λαμία παρουσία του Αρχιερέα Φθιώτιδας, του Νομάρχη, του Φρούραρχου της Λαμίας, του στρατιωτικού τάγματος με επικεφαλής τη μουσική του και πολλών κατοίκων της πόλης.
-παρατίθεται αυτούσιος ο επικήδειος λόγος που εκφωνήθηκε στον τότε μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου από το δικηγόρο Λεωνίδα Κλοτσιάρη.
Ο επικήδειος λόγος είναι ένα βιογραφικό σημείωμα με τις κυριότερες σημαντικές στιγμές της ζωής του Ιωάννη Φραγκίστα: την προεπαναστατική δράση του, τη συμμετοχή του στα επαναστατικά γεγονότα του 1821 και τη μετεπαναστατική συμμετοχή του στην καταστολή του κινήματος κατά του θρόνου το 1836 και 1848.
Παραστατική είναι η περιγραφή της πάλης σώμα με σώμα του Φραγκίστα με Αλβανό πολεμιστή, ο οποίος προσπάθησε να τον πιάσει ζωντανό κατά την επίθεση του Άγο Μουχουρτάρη εναντίον των Κατσαντωναίων στο οροπέδιο Γρεβενού. Το ίδιο παραστατικά περιγράφεται η συμβολή του Φραγκίστα στο φόνο του Βεληγκέκα, τον οποίο εντόπισε μαζί με τον Καραϊσκάκη.
Κλείνοντας τον επικήδειο λόγο του ο ομιλητής κάνει μικρή αναφορά και στην οικογενειακή ζωή του θανόντος, εξαίροντας την αγαπητική του σχέση με τους δύο γιούς του.
Ακολουθεί το κείμενο της εφημερίδας:

 «ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΑ
Και έτερον λείψανον του ιερού αγώνος, ο συνταγματάρχης Ιωάννης Φραγκίστας απήλθεν εις την αιώνιον ζωήν πλήρης ημερών και δόξης. Και ημερών μέν, διότι απεβίωσε την 25 Μαρτίου 1861 εις ηλικίαν 97 ετών, δόξης δε, διότι και πρό της Ελληνικής επαναστάσεως μετά του Κατζαντώνη, Δίπλα, Λεπενιώτη, Καραϊσκάκη και άλλων επίσης γενναίων και ατρομήτων συτρατιωτών της ελευθερίας, οιωνεί ζώσα και ένοπλος διαμαρτύρησις κατά της τυραννίας εμάχετο κατά των τυράννων τούρκων, και εν καιρώ του υπέρ ελευθερίας αγώνος ηγωνίσθη ενδόξως, και μετά την σύστασιν της Βασιλείας σπουδαίας και πολυτίμους προσέφερεν εις το έθνος και εις τον θρόνον υπηρεσίας.
Ο βίος και οι αρεταί του μακαρίου τούτου ανδρός εξιστορούνται εις τον κατωτέρω δημοσιευόμενον επικήδιον λόγον, όν επ’ εκκλησίας εξεφώνησεν ο δικηγόρος Κύριος Λεωνίδας Κλοτζιάρης, διό συνιστώντες την ανάγνωσιν αυτού εις τους αναγνώστας ημών, νομίζομεν περιττόν να επαναλάβωμεν τα αυτά, αλλά περιοριζόμεθα να είπωμεν μόνον ότι μόλας τάς περιποιήσεις της αξιοτίμου οικογενείας του, ο Φραγκίστας εβάδιζε προς τον θάνατον. Κατά δε τάς τελευταίας ημέρας, σώας έχων τάς φρένας, και φρονών ότι εάν μετεφέρετο εις άλλο μέρος, ήθελεν αποφύγη τον επικείμενον θάνατον, εζήτησεν επιμόνως να τον μεταφέρωσιν εις το χωρίον Κόμμα. Η διαταγή του ευθύς εξετελέσθη, και οι υιοί αυτού ζεύξαντες άμαξαν τετράτροχον, ικανήν έχουσαν ελαστικότητα, και κρατούντες αυτόν ένθεν και ένθεν πεζοί, τον μετέφερον μετά πάσης ησυχίας και αναπαύσεως εις το Κόμμα, αλλά και τούτο δεν ωφέλησεν˙ διότι ο θάνατον επήλθε και ο Γεροφαγκίστας την 25 Μαρτίου, ημέραν της ενάρξεως του ιερού αγώνος και της Παλλιγενεσίας, ηγάλλετο εν κόλποις Αβραάμ μετά των λοιπών συναγωνιστών του.
Η εκφορά του νεκρού, όν αφ’ εσπέρας είχον πάλιν μεταφέρει εις Λαμίας, εγένετο την Κυριακήν 26 τ.μ. μετά πλείστης όσης επισημότητος. Μοναδική υπήρξεν η συρροή του λαού, ουδέποτε άλλοτε εν Λαμία εγένετο δημοτελεστέρα εκφορά νεκρού τινός, διότι και ο Αρχιερεύς μεθ’ όλου του κλήρου, ο Νομάρχης μεθ’ όλων εν γένει των υπαλλήλων, Φρούραρχος και ο Διοικητής του τάγματος μεθ’ όλων των αξιωματικών και ολοκλήρου του τάγματος, και άπασα σχεδόν η πόλις Λαμίας εσυνόδευσε το λείψανον του ενδόξου αυτού αγωνιστού πενθήμως εχούσης της Μουσικής του τάγματος.
Αιωνία σου η μνήμη μακάριε και αοίδημε Ιωάννη Φραγκίστα, γαίαν έχοις ελαφράν!    Ιδού και ο επιτάφιος λόγος.
…………………………
Λόγος επικήδειος εκφωνηθείς εν τω Ναώ του Αγίου Νικολάου επί του νεκρού του Ιωάννη Φραγκίστα Συνταγματάρχου υπό Λεωνίδα Α.Κλοτσιάρη Δικηγόρου.
Οι τον άμβωνα τούτον αναβαίνοντες, και εις το κοινόν βίον αγαθού τινος ανδρός διεξελευσόμενοι από προοιμίων εξόχων αρχόμενοι και το σπουδαίον του λόγου αυτών ενδεικνύντες, πάντοτε κηρύττουσιν ότι από αυτοσχεδίου ομιλούσι, και την των ακροατών επιείκειαν επικαλούνται, ίνα, αποτυχόντες, μετά το πέρας της ευνοίας τύχωσι των ακροατών, ως απροπαρασκεύαστοι ομιλήσαντες, επιτυχόντες δε, κινήσωσι τον θαυμασμόν, ότι ει ανέτοιμοι όντες επέτυχον, τι δε ει καιρόν είχον και εις λαμπράν μελέτην ενέκυπτον;
Είναι άρά γε και εις εμέ προσποίησις , τάσις προς αποφυγήν του ψόγου, ή προς επιτυχίαν επαίνων, αν εκ των προτέρων κηρύξω, ότι το έργον, όπερ μοί ανετέθη, να εκφωνήσω επικήδειον λόγον, και να εξιστορήσω τον βίον του προκειμένου ανδρός, είναι ανώτερον των δυνάμεών μου, βάρος δυσβάστακτον;
Τοιούτους άνδρας, ως τον προκείμενον, ολίγους ο αιμοχαρής πόλεμος αφήκε να εκπνεύσωσιν υπό φυσικής ασθενείας, υπό την στέγην οίκου, μεταξύ φίλων τέκνων και φιλτάτης συζύγου, τους δε λίγους τούτους μόλις ηδυνήθησαν να εξυμνήσωσιν οι Οικονόμοι, οι μελίρρητοι Σούτσοι, οι γάρ γόφθογγοι Αργυρόπολοι, και οι της ελευθερίας ηδύφθογγοι κήρυκες Ρεγόπουλου, πώς είναι δυνατόν εγώ, όστις πρώτον παρίσταμαι εις το κοινόν, να διηγηθώ τον βίον ανδρός, ούτινος η αρχή είναιτο σπέρμα της απελυθερώσεώς μας, τα μέσα ο ατελής θερισμός των καρπών, και το τέλος αυτού παρίσταται ήδη υπό αισιωτέρους οιωνούς, και προμηνύει τον ολοσχερή θερισμόν των της ελευθερίας κατατεθέντων σπερμάτων; και όμως, υπείκων εις τα συγγενικά αισθήματα καιτον εις τον προκείμενον νεκρόν σεβασμόν, άρχομαι εν συντόμω της αφηγήσεως του βίου αυτού.
Ο Συνταγματάρχης Ιω. Φραγκίστας εγεννήθη εν τω χωρίω Φραγκίστα της επαρχίας Αγράφων υπό γονέων ευσεβών και ευπατριδών, εμπνεομένων υπό του αισθήματος της ελευθερίας και του προς την πατρίδα έρωτος· ενωρίς τα αισθήματα ταύτα μετέδωσεν και εις τον υιόν των, όστις άμα ανδρωθείς ευθύς τάς ενσταλαχθείσας διδασκαλίας και τάς θεωρίας των γονέων αυτού εις πράξιν έθετο και εφήρμοσε προς το καλόν των δύο εμβλημάτων πάσης Ελληνικής καρδίας,  π ί σ τ ε ω ς  και π α τ ρ ί δ ο ς.
Όταν έθνος τι, έχον ιστορίαν, αναμνήσεις, θεωρούμενον μέχρι τινός κοσμοκράτωρ υλικός και ηθικός, δουλούται, η ελευθερία διττόν καταφύγιον έχει· ή κατασταλείσα ενδημεί εντός του ατόμου μέχρις αισιωτέρων περιστάσεων, και ζή εν κοινωνία, ή αναπετάσασα την σημαίαν αυτής, ζή μακράν της κοινωνίας, ορεσίτροφος και ορεσίβιος, και, από βράχον εις βράχον, ή από κορυφής βουνού εις κορυφήν πετώσα, υπομιμνήσκει την εν ταίς πόλεσι κατασταλείσαν αδελφήν αυτής, ότι ελεύσεται ήμαρ, καθ’ ό ενωθείσαι αμφότεραι θα συντρίψουν την κεφαλήν της τυραννίας, του σκότους και της απάτης, και θα αναλάμψη πάλιν η χρυσαυγή της ισότητος, αδελφότητος και ευνομίας· Την δευτέραν ταύτην μοίραν της ελευθερίας ανέθεσεν ο θεός εις άνδρας, αρνηθέντας πάντα τα αγαθά της γής, και υπέρ μιάς και μόνης ιδέας ζώντας, άνδρας θυσιάζοντας, μηδέν λογιζομένους το εγώ, απέναντι της πραγματοποιήσεως της ιδέας των ταύτης, άνδρας ούς δικαίως είποι τις μονομανείς υπέρ αυτής, άνδρας μάρτυρας.
Τοιούτων μαρτύρων η ιστορία πλήθους από της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι των τελευταίων χρόνων της ενάρξεως της ιεράς ημών επαναστάσεως· η πολιτική αύτη διαμαρτυρία των ηρώων κλεπτών κατά της τυραννίας συμβαδίζουσα μετά των μαρτύρων της θρησκείας συνέδεον τους ομογενείς επί πλέον· διότι και η πίστις αυτών εστηρίζετο διά των καθ’ ημέραν θρησκευτικών θυμάτων, και ο προς την πατρίδα έρως υπεκαίετο διά των πολιτικών θυμάτων, όταν δε εις τι έθνος αναπτυχθώσι τα δύο ταύτα αισθήματα,  π ί σ τ ι ς  και  π α τ ρ ί ς,  αδύνατον το έθνος αυτό να μείνη επί πολύν χρόνον δούλον.
Υπό την αρχηγίαν ενός μόνου τάσσονται τριάκοντα μάρτυρες της πατρίδος και ελευθερίας, εν οίς και ο προκείμενος Ιωάννης Φραγκίστας· η πειθαρχία δ’ αυτών ήν τοιαύτη, ώστε, εις απλούν νεύμα του αρχηγού των υπήκοοι, δεν ερωτώσι την αιτίαν της διά πόλεμον προετοιμασίας, ούτε της βιαίας διακοπής της πορείας των· αρκεί εις αυτούς ότι πληροφορούνται τάς θελήσεις του· που θα τους οδηγήση τοίς ήτον αδιάφορον, τούτο ήτο φροντίς του αρχηγού των, εδική των ήτο να υπακούωσι και να έχωσι πεποίθησιν εις τάς επιχειρήσεις των. τις η μαγική αύτη εξουσία την οποίαν οι άνευ νόμων ούτοι άνθρωποι αναγνωρίζουσι και επιθυμούσιν, αλλ’ εις οποίαν δεν δύνανται να αντισταθώσιν; τις δύναται να δεσμεύση ούτω την εμπιστοσύνην των; η δύναμις της εξουσίας; η μαγία της ψυχής; Ιδού τι δύνανται τριάκοντα άνδρες ως ο προκείμενος Ιωάννης Φραγκίστας υπό την αρχηγίαν ενός Καπετάν Δίπλα κατ’ αρχάς, μετά τον θάνατον δ’ αυτού υπό την του Κατσαντώνη!
Εάν θελήσω να διηγηθώ πόσας μάχας, τάς οποίας οι ήρωες ούτοι συνήψαν κατά των εχθρών, και εις λεπτομερείας να εισέλθω, δεν αρκούσι τόμοι ολόκληροι και ποταμοί μελάνης διά την ακριβή εξιστόρησιν αυτών· έργον της ιστορίας είναι να ακολουθήση παρά πόδας την πορείαν των υπερανθρώπων τούτων πράξεων, να διευκρινήση αυτάς και διακηρύξη, διά να διδάσκωνται τα έθνη την πορείαν της αναστάσεως αυτών, να μην απελπίζωνται, να εγκαρτερώσι μιμούμενα τάς τεραστίους πράξεις των ηρώων τούτων, διά να κατορθωθή ν’ αποδωθή το ανήκον εκάστω, να ανυψωθώσι πάντα τα δούλα έθνη, να βασιλεύση η ισότης και η αδελφότης.
Επιστροχάδην μόνον θέλω μνησθή δύω ή τριών μαχών, ουχί στρατού τακτικού, εφοδιασμένου μετά πυροβολικού, μηχανικού, πεζικού, ιππικού κλ. αλλά ανδρών 27 κατ’ αρχάς με το καραφύλιον μόνον, πολεμούντων κατά στρατών πάντη εφωδιασμένων, δεκαπλασίων και εικοσαπλασίων συνήθως ανωτέρας δυνάμεως.
Ο των Ιωαννίνων τύραννος, τον ανθρωπόμορφον τέρας, ο αιμοχαρής Αλή Πασιάς συνέλαβε την ιδέαν, αποσπασθείς από της Τουρκικής δυναστείας, να ζήση ως βασιλίσκος επί όσων επαρχιών ηδύνατο να κατορθώση τούτο, ίνα ενισχυθείς μετά καιρόν επιπέση και κατ’ αυτού του Σουλτάνου, τοιαύτη η τότε διοίκησις της Τουρκίας· οι Σατράπαι αυτής διοριζόμενοι εις τινα επαρχίαν και ενδυναμούμενοι απεσπώντο από της κεντρικής Κυβερνήσεως δεν ανεγνώριζον αυτήν και έζων ως Ντερεμπέϊδες[1].
Και παντού, όπου ηδυνήθη να διέλθη η βροτολοιγός πνοή του από παραδείσου την γή εις κόλασιν μετέβαλλεν, από δούλων δε δουλοτέρους τους ανθρώπους κατέστησε. Δεν είναι πολύς χρόνος, ότε άπασαι αι πεδιάδες της Θεσσαλίας ήσαν ελεύθεραι πάντες οι κάτοικοι, και τοι πολιτικώς δούλοι, ήσαν οικονομικώς ελεύθεροι· από της ισχυροποιήσεως όμως του τέρατος τούτου η πολιτική δουλεία μετετράπη και εις οικονομικήν, και σήμερον η μαγική αύτη χώρα είναι Τσηφλίκια δηλ. οι πρώην ιδιοκτήμονες απεκδυθέντες της περιουσίας αυτών εγένοντο δουλοπάροικοι.
Το σύστημα τούτο προσπάθησε να εφαρμόση και εις την επαρχίαν των Αγράφων, άτινα από της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν εδέχθησαν να πατήση Τούρκος εις τα μέρη των, επλήρωνον μόνον ως φόρον το δώρον, το οποίον κατά πρώτον εχορήγησαν εις τον Σουλτάνον, ως δείγμα υποταγής δηλ. το αστάρι διά τα καβούκια των Γιανιτσάρων, ή αντ’ αυτού 8 παράδες η οικογένεια.
Αλλ’ εν τη επαρχία ταύτη εύρεν ό,τι ουδέποτε ήλπισεν· ο Δίπλας μετά των 27 κατ’ αρχάς συντρόφων του, εν οίς και ο προκείμενος Ιωάννης Φραγκίστας αντιτάσσεται και διαμαρτύρεται κατά της εντελούς εξανδραποδίσεως των κατοίκων. Ο Αλή Πασιάς μαίνεται κατ’ αυτών και πέμπει διαφόρους Δερβεναγάδες διά να τους διαλύσωσι· παραλείπω τας διαφόρους μικράς μάχας, άς κατά των εχθρών οι οπαδοί του Δίπλα συνεστήσαντο, καθ’ άς πάντοτε ενίκων, το δε περιεργότερον θεία συνάρσει ουδείς αυτών ουδ’ επληγώνετο· μάρτυρες οι έλατοι του απέναντι της πατρίδος μου Ρενδίνης ζυγού, οίτινες εχρησίμευσαν ως κρεμάλαι 147 αλβανών ζωγρηθέντων εν τη μάχη ταύτη. και οι φάραγγες των πρανών μερών δεχθέντων τους φονευθέντας περί τους 80, των όλων 350 αλβανών· των δε Κατσαντωναίων όντων μόνον 27, εξ ών ουδέ είς πληγωμένος. Μάρτυρες οι εκ 207 δύο εν ετέρα τινί θέσει μόνον διασωθέντες αλβανοί κραυγάζοντες «άφες ημάς Κατσαντώνη να ειδοποιήσωμεν τι έγεινε σήμερον».
Τοσούτον δε τρόμον ενέπνευσαν εις τους Δερβεναγάδες του Αλή Πασιά ώστε ούτοι δεν κατεδίωκον πλέον τον Δίπλαν και Κατζαντώνην αλλά ζητούντες δήθεν τους κλέπτας αν οι χωρικοί τοίς υπεδείκνυον τον Κατσαντώνην, απήντων άφες τον Κατσαντώνην άλλα κλέφτια αν ηξεύρης ειπέμας. Αλλ’ ιδού ο Αλή Πασιάς πλήρης καταχθονίου οργής διά τάς αλλεπαλήλους ήτας του, ετοιμάζει τον αλβανόν Άγο Μουχουρτάρην και πέμπει αυτόν εις κατατρόπωσιν και καταστροφήν του Κατσαντώνη· 1000 άνδρας μαχίμους έχει ο Μουχουρτάρης, 57 ήδη ήσαν οι Κατσαντωναίοι.
Επί της θέσεως Γρεβενού, οροπεδίου διορίζοντος τον Δήμον Κτημενίων από τής οθωμανικής χώρας, οι ήρωες ούτοι διεσκέδαζον ρίπτοντες εις το σημάδι και αμεριμνούντες διά τάς καταδιώξεις των Αλβανών· αίφνης ο σκοπός των πυροβολεί, αρπάζουσι τα καρυοφίλια, και, πρίν ή τοποθετηθώσι καλώς εις μάχην, επιπίπτωσιν οι Αλβανοί κατ’ αυτών διότι το πρανές του οροπεδίου εύδενδρον όν, τους απέκρυπτεν από τα όμματα των κλεπτών, διασκεδαζόντων ως προείπομεν· οι Κατσαντωναίοι συνήθειζον μίαν μόνην παταριάν να αδειάζωσι τα καργιοφύλια των και ως λέοντες ορυόμενοι ξιφήρεις αμέσως να επιπίπτωσι διά να διασπώσι τάς φάλαγκας των εχθρών, και να τρέπωσιν αυτούς εις φυγήν. Τούτ’ αυτό έπραξαν και επί του παρόντος· κενούσι τα όπλα, και ρίπτονται κατ’ αυτών διά μιάς, προσπαθούν να τους τρέψουν εις φυγήν, αδύνατον. ο Μουχουρτάρης, έφιππος ιστάμενος όπισθεν του στρατού του, ηπείλει τον φόνον του οπισθοχωρήσαντος, επανήλθον λοιπόν εις τάς θέσεις των, ένθα επολέμησαν 4 κατά συνέχειαν ώρας· Λυσώδης η επιμονή αμφοτέρων, των μεν κλεπτών να δυνηθώσι να διαρρήξωσι και ουχί να οπισθοχωρήσωσι, των δέ αλβανών να σηκώσωσιν αυτούς από τας θέσεις των· δεν λέγω ταμπούρια και προχώματα διότι οι Κατσαντωναίοι δεν ήξευρον τι έστι ταμπούρι· βλέποντες όμως οι Κατσαντωναίοι, ότι οι Αλβανοί προπαρεσκεύαζον πανταχόθεν ταμπούρια διά να τους εγκλείσωσι, ρίπτονται κατ’ αυτών με απόφασιν ή να διασχίσωσι την φάλαγκα των Αλβανών και να διέλθωσιν, ή να πέσωσιν όλοι νεκροί παλαίοντες χείρα προς χείρα και κατατρωγόμενοι·εδόθη το σύνθημα, ήρξατο η τελευταία αύτη έφοδος, ήτις διαρκέσασα περί την ημίσειαν ώραν, έφερεν γενικήν σφαγήν εις το στρατόπεδον του Μουχουρτάρη, απολέσαντος περί τους 500 άνδρας, και φόνον όμως 12 Κατσαντωναίων, εν οίς και ο αρχηγός των Δίπλας· πρώτην ήδη φοράν φονεύονται άνδρες εκ του σώματος του Δίπλα και Κατσαντώνη· και ενταύθα διακριθείς ο προκείμενος νεκρός σώζεται ως εκ θαύματος· εν τη συμπλοκή Αλβανός τις συλλαμβάνει αυτόν από την χείρα· ο Ιωάννης Φραγκίστας νομίσας ότι είναι τις των συντρόφων του τον ερωτά μήπως επληγώθη και ζητεί παρ’ αυτού βοήθειαν, ο Αλβανός ανακράζει τον έπιασα τον γκιαούρ ζωντανόν· και άρχεται πάλη μεταξύ αυτών καθ’ ήν ο Ιωάννης Φραγκίστας μη έχων όπλον τι πλήρες υψώνει το καριοφύλι του και κτυπά διά του κοντακίου τον Αλβανόν εις την κεφαλήν, εξ ής επειδή έρρευσαν αίματα πανταχόθεν ηναγκάσθη ο Αλβανός να παραιτηθή της πάλης ταύτης· αλλ’ εν ώ ούτοι επάλαιον 15 συνέταιροι του Αλβανού περικυκλούσιν αυτούς δια να φονεύσωσι τον Έλληνα κλέπτην· μη δυνάμενοι όμως να πυροβολήσωσιν, ως εκ της συμπλοκής, διότι ήθελον φονεύσαι τον σύντροφόν των, περιέμενον την στιγμήν να αποσπασθή ο Έλλην από του συντρόφου των διά να πυροβολήσωσι· μόλις λοιπόν ο κτυπηθείς αφίνει τον Ιωάννην Φραγκίσταν, όστις διασχίζει αυτούς κτυπών και δεύτερον δια του κενού όπλου του, και αμέσως πυροβολούσιν όλοι κατ’ αυτού· αλλ’ εν ώ η λερή φουστανέλα και τα πησλιά[2] του υπό των σφαιρών διετρυπήθησαν, το σώμα του μένει άτρωτον ως εκ θαύματος.
Αλλά και η Δευτέρα αύτη καταστροφή του Μουχουρτάρη δεν απέλπισε τον Αλή Πασιά. δι’ ό εφοδιάζει τον περίφημον επί ωμότητι και κατορθώμασι Βελιγκέκαν μετά 800 λογάδων Αλβανών, ούς αυτός ο Βελιγκέκας εξελέξατο, υποσχεθείς ρητώς τω Αλή Πασιά να φέρη τον Κατσαντώνην και τους υπ’ αυτόν σιδηροδεσμίους εις Ιωάννινα. Φθάνει ο Βελιγκέκας εις Άγραφα ενσπείρων τον τρόμον εις τους δυστυχείς κατοίκους, και, διά των σκληροτέρων βασάνων προσπαθών την ανακάλυψιν των Κατσαντωναίων, ειδοποιείται ότι οι κλέφται ευρίσκονται εις Αλαμάναν (θέσις του Δήμου Αγραίων των Αγράφων) εκεί πραγματικώς τον περίμενον. Ο Βελιγκέκας ήν ωκύπους και μόλις ηδύναντο να τον ακολουθήσωσι 30 εκ των συνεταίρων του, των λοιπών υπολοιπομένων δέκα λεπτά της ώρας βραδύτερον, εν ώ δε προεχώρει μετά των 30, ο Ιωάννης Φραγκίστας λαμβάνει το τελεσκόπιον μετά του Καραϊσκάκη και διακρίνουσιν αυτόν μεταξύ των 30 διότι τον εγνώριζον αμφότεροι ότε ήσαν εις Ιωάννινα· αμέσως δ’ υποπίπτουσι κατά των Αλβανών και φονεύουσι τον Βελιγκέκαν και τινα των συντρόφων του, πληγώνουσι δε εις την σιαγώνα τον νύν στρατηγόν τότε δε γραμματέα του Βελιγκέκα Πάνον Ράγκον· μετά την καταστροφήν αυτήν της εμπροσθοφυλακής του Βελιγκέκα, οι Κατσαντωναίοι χορεύουσι τον παρρύχιον χορόν αμέσως εις το αυτό μέρος ενώπιον του λοιπού στρατεύματος του Βελιγκέκα, μη τολμήσαντες πλέον να πλησιάση.
Τοιαύτα τα πολεμικά έργα του Ιωάννου Φραγκίστα και των συνεταίρων του πρό της ενάρξεως της επαναστάσεως· πρόδρομοι αυτής ενέσπειρον τοσούτον τρόμον διά των επιτυχιών των εις τους Τούρκους, ώστε αυτός διετηρείτο και κατ’ αυτήν εισέτι την επανάστασιν· και διατί να μην επιτυγχάνωσιν όταν εις μόνην την ελευθερίαν της πατρίδος των απέβλεπον μακράν των διχονοιών, ραδιουργιών, εξώσεων;
Μετά δε την διά προδοσίας σύλληψιν του Κατσαντώνη και την εν Φουρνά δολοφονίαν του Λεπενιώτου ο Αλή Πασιάς διά να περιποιηθή δήθεν τους Καπεταναίους του Λεπενιώτη διορίζει τον μέν Καραϊσκάκην κολτσήν (αρχηγόν του μεταβατικού) εις Ντζιστάνιον, τον Χουσιάδαν, εις Νευρόπολιν και τον Ι. Φραγκίσταν εις το Κόλι της Ρενδένης, ένθα μέχρι της ενάρξεως της επαναστάσεως ημών ανεπίληττος υπήρξεν η διοίκησίς του ως συγκεντρώσαντος την τε πολιτικήν ποινικήν και στρατιωτικήν δικαιοδοσίαν.
Αλλ’ ιδού η σάλπιγξ κράζει τους λαούς εις γενικήν επανάστασιν κατά των Τούρκων, και η πρότερον μερική ιδέα του Ιωάννου Φραγκίστα, η ορεσίτροφος ελευθερία κατέρχεται εις τάς πόλεις εις συνδρομήν της καταπνιγείσης ελευθερίας του λαού· αμέσως ο Ιωάννης Φραγκίστας συμπαραλαβών τριακοσίους στρατιώτας πατριώτας του σπεύδει εις Καρπενήσιον και κτυπά τους εκεί παρατεταραγμένους εχθρούς, εκείθεν εις Κανάλια και Μπλάζου της Θεσσαλίας, όπου αντεπαρατάχθη κατά του Δράμαλη κινουμένου πανστρατιά διά την στερεάν Ελλάδα· μετά ταύτα μετέβη μετά του σώματος αυτού εις Βλοχόν κατά του Ομέρ Πασιά και Κιουταχή, όπου συναινέσει και του Καραϊσκάκη ηνώθη μετά των λοιπών Κατσαντωναίων προς υπεράσπισιν του Μεσολογγίου· εκείθεν έσπευσε μετά του Καραϊσκάκη εις υπεράσπισιν των Αγράφων κατά του Άγο Μουχορδάρη, ένθα τοιαύτην νίκην επέτυχον κατ’ αυτού, ώστε τριακοσίους άνδρας εφόνευσεν εις το πεδίον της μάχης μετά του αρχηγού των Ισλιαμαγά Χατσή Μπέτσου, καταδιώξαντες δε τους λοιπούς μέχρι του Αχελώου ποταμού διά το αδιάβατον αυτού έπνιξαν υπέρ τους 800. Και η Άμπλανι το σέμνωμα της Ελληνικής επαναστάσεως δεν υπήρξεν αλλοτρία τώ Ιωάννη Φραγκίστα. διότι σπεύσας ηνώθη μετά του Καραϊσκάκη και επολιόρκησαν τον Δερβίς Πασιά φονεύσαντες εξ αυτών υπέρ τους χιλίους, και καταδιώξαντες τους λοιπούς μέχρι των Θερμοπυλών· μετά ταύτα επανήλθον μετά του Καραϊσκάκη εις Πελοπόνησον, ένθα συνεκρότησαν δύο μάχας σημαντικάς κατά του Ιμπραήμ Πασιά εις Νιόκαστρον και Κρομύδι· επαξίως δε των υπηρεσιών του και της προς τον ιερόν ημών αγώνα συμμετοχής άμα επέστρεψεν εις Ναύπλιον, η τότε Διοικητική Επιτροπή τον ετίμησε με τον βαθμόν του αντιστρατήγου υπό τον Καραϊσκάκην· διοσρισθέντος δε του Καραϊσκάκη Στρατηγού των στρατευμάτων της Στερρεάς Ελλάδος μετέβησαν εις Καρπενήσιον, εκείθεν εις Μεσολόγγιον, ένθα μετά προηγουμένην συνεννόησίν των μετά των εντός του Φρουρίου, εγένετο η τρομερά εκείνη έξοδος των πολιορκουμένων και έξοδος των εκτός κατά του στρατοπέδου του Κιουταχή. Το Δραγαμέστον, ο Καρβασαράς το Ρέβιον μαρτυρούσι την γενναιότητα και το λεοντόκαρδον του Ιωάννου Φραγκίστα. Τέλος εκστρατεύσαντος του Κιουταχή πανστρατιά κατά των Αθηνών διωρίσθη παρά του αρχηγού να καταλάβη το Μοναστήριον Βαρνάκοβας, όπερ κατέλαβε μετά του Καλύβα και λοιπών Σκαλτσαίων· εκεί κλεισθέντες επολέμουν διηνεκώς, αλλά στενοχωρηθέντες σι’ έλλειψιν τροφών και πολεμοφοδίων και εκ των συχνών υπονόμων του εχθρού εξήλθον δι’ εφόδου· τότε δε επληγώθη κατά την κεφαλήν. Η Δουμπρένα και η Αράχοβα είδον την ευτολμίαν του Ιωάννου Φραγκίστα, ως και η Ελευσίς και το Κερατσίνι, ένθα η επιτυχία των Ελλήνων ήθελεν επιφέρει οριστικόν αποτέλεσμα αν μη έπιπτεν ο ατρόμητος αρχηγός Καραϊσκάκης μετά του οποίου παρευρέθη και συνεπολέμησε μέχρι της ενδόξου τελευτής αυτού. Μετά την μάχην ταύτην οι στρατηγοί και καπεταναραίοι μετέβησαν εις το ταμπούρι του Ιωάννου Φραγκίστα και παρεκάλεσαν αυτόν να δεχθή την στρατηγίαν· αλλ’ αυτός απέρριψε την πρότασιν ταύτην αφ’ ενός διά το αρχαϊκόν του χαρακτήρος του, μη αποβλέποντος εις τιμάς και δόξας, αφ’ ετέρου ένεκα λυπηρών συμβεβηκότων οικογενειακών, και αντ’ αυτού απεδέχθη την αρχηγίαν ο Χριστόδουλος Χ.Πέτρου, μεθ’ ού όμως συνδιηύθυνον μέχρι του τέλους της επαναστάσεως.
Αλλά και μετά την εγκατάστασιν της βασιλείας εν Ελλάδι δεν έλειψεν αναμιμνησκόμενος των αρχαίων εκείνων ημερών του, και παρέχων τοίς νεωτέροις νέα δείγματα ηρωϊσμού και κατορθωμάτων· πιστός πάντοτε εις τον Θρόνον, όν εθεώρει ως πόλον, περί όν πρέπει να στρέφηται πάσα Ελληνική καρδία, υπερασπίσθη αυτόν κατά τους ανωμάλους περιστάσεις του 1836 επί Χουσιάδα, καθ’ ούς επολέμησεν εις το χωρίον Αγία Τριάς των Αγράφων μετά 160 άρτι στρατολογηθέντων κατά 1000 Χουσιαδαίων, μη δυνηθέντων των τελευταίων να εισέλθωσιν εν τω χωρίω και απομακρυνθέντων με φθοράν και όνειδός των· επαξίως δε της κατά την εποχήν εκείνην ικανότητός του, η Κυβέρνησις τον αντάμειψεν απονείμασα αυτώ το παράσημον του Σταυρού του Σωτήρος. Επίσης μόλις ήρχισε να διαδίδεται το μίασμα της κατά το 1848 ανταρσίας, καθ’ ήν αδελφοί έσφαζον τους αδελφούς αυτών, και έπεσον άνδρες δυνάμενοι να χρησιμεύσωσιν εις κρισίμους περιστάσεις και ο Ιωάννης Φραγκίστας στρατολογήσας αμέσως διωρίσθη εκτάκτως παρά της Κυβερνήσεως Φρούραρχος Καρπενησίου διά να προπαρασκευάση αυτό εις άμυναν υπ’ ευθύνην του, και κατόρθωσεν εντός ολίγων ημερών να προπαρασκευάση αυτό ούτως, ώστε οι εχθροί φθάσαντες μέχρι τινός να μη τολμήσωσι να προβάλωσι αυτό.
Αλλ’ επιθυμούμεν να μάθωμεν εναργέστερον το φιλοπόλεμον του ανδρός; Μόλις ακούεται ο ήχος πυροβόλου κατά το 1854 και πιστεύσας ότι ήγγικεν η ώρα της γενικής απελευθερώσεως της Ελληνικής φυλής εις ηλικίαν 90 ετών εκκρεμά την σπάθαν και ζώσας αυτήν εξέρχεται μετά του νύν διδάκτορος της Ιατρικής υιού του Χαραλάμπους· περιστάσεις όμως όλως ανεξάρτητοι της θελήσεως αυτού ηνάγκασαν αυτόν ως και πάντας τους λοιπούς να εγκαταλείψωσιν ημιτελές το έργον, όπερ πιστεύω η θεία Πρόνοια δεν θα αφήση επί πολύ ημιτελές και μετέωρον.
Τοιούτος ο δημόσιος στρατιωτικός αυτού βίος.
Ο δε ιδιωτικός εφάμιλλος ήν του στρατιωτικού· καλός σύζυγος και καλλίτερος πατήρ φροντίζων παντί σθένει περί της αποκαταστάσεως των τέκνων αυτού, ούτως επέτυχε του ποθουμένου, ώστε αμφοτέρους τους υιούς αυτού είδε νέους διαλάμποντας εν τη κοινωνία διά την σώφρονα αυτών συμπεριφοράν, διδάκτορας αμφοτέρους, ο μέν των Ιατρικών ο δε των Νομικών επιστημών, και εντελώς αποκατασταμένους, ώστε δικαίως, πρό της τελευτής του καθεσθείς επί του ίππου υπό του υιού αυτού Χαραλάμπους διά να εξέλθη προς αναψυχήν και επερειδόμενος καθ’ οδόν επί της χειρός αυτού πεζού, είπεν ηξεύρεις υιέ μου με ποίον ομοιάζω; με την ευδαίμονα εκείνην Μητέρα του Κλεόβιδος και Βίτωνος, οίτινες φιλάδελφοι όντες και φιλομήτορες επειδή εβράδυνον οι βόες υποδύντες αυτοί εις τον ζυγόν της αμάξης την έφερον εις το ιερόν.
Ούτως ο Ιωάννης Φραγκίστας φθάσας το 97 έτος της ηλικίας του ανεπαύθη χθές, ημέραν της ενάρξεως της ιεράς ημών επαναστάσεως, ημέραν καθ’ ήν οι πεσόντες υπέρ της πατρίδος μάρτυρες ευφραίνονται δοξολογούντες τον ύψιστον διά την απελευθέρωσιν της μικράς ταύτης Ελληνικής χώρας· και μετ’ αυτών χθές συνεφράνθη και συνεχόρευσεν εν τω χορώ των δικαίων· ύπαγε πολιέ γέρων φέρων επί των ώμων σου εκατονταετηρίδα και ειπέ προς τον χορόν των συναγωνιστών σου και λοιπών υπέρ πατρίδος πεσόντων ότι οι μέν συνομήλικές σου περιστάμενοι ήδη αγωνισταί, την πραγματοποίησιν της ιδέας των ποθούντες, λυπούνται ότι το στενόν της ηλικίας των δεν θα τοίς συγχωρήσει να αποθάνωσιν επί του πεδίου της μάχης, αλλ’ ίσως και αυτοί ως και σύ εν ειρήνη και εν μέσω οικογενειακών περιποιήσεων, οι δε νεώτεροι αξιωματικοί παραδοκούντες αναμένουσι την εθνεγερτήριον σάλπιγκα διά να βαπτισθώσι και ούτοι εις το αίμα των τυράννων και άξιοι των πατέρων αυτών γόνοι αναδειχθώσι· ημείς δε η νεωτέρα γεννεά, οι μήτε των κινδύνων μετασχόντως μήτε το ξίφος φέροντες, ότι πλήρεις ελπίδων και ευρυτέρου μέλλοντος λυπούμεθα ότι κατά τάς περιστάσεις ταύτας, καθ’ άς αθρόοι οι λαοί εξεγείρονται εις διεκδίκησιν των δικαιωμάτων των θα ευρεθώμεν άπειροι του πολεμείν αλλ’ ότι ευχαρίστως υποτασσόμεθα τοίς γηραιοίς συναδέλφοις σου και λοιποίς αξιωματικοίς, είποτε η βομβή του πυροβόλου ηχήση κατά την ανατολήν.
Πάντες δε αδελφοί Χριστιανοί είπομεν αιωνία σου η μνήμη αξιομακάριστε Ιωάννη Φραγκίστα. Γαίαν έχοις ελαφράν!»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
[1] Ντερεμπέης (τουρκ. Derebey<dere=μικρό ποτάμι, κατ’ επέκταση η κοιλάδα+bey=άρχοντας): ο άρχοντας της κοιλάδας, ο τιμαριούχος. Περισσότερα βλέπε: Derebey.
[2] Πισλί: είδος γιλέκου που φοριόταν πάνω από το πουκάμισο. Κατασκευαζόταν από μάλλινο ύφασμα και ήταν κεντημένο με γαϊτάνια.

ΠΗΓH
Εφημερίδα «ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΟΘΡΥΟΣ», φύλλο 255/1 Απριλίου 1861, σελίδες 2-4, ψηφιακοί σελιδοδείκτες 339 & 340.