Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

«Από της κορυφής της Οίτης», του Νικολάου Δ. Χατζίσκου

Στην ετήσια περιοδική έκδοση «ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ» του έτους 1899 δημοσιεύθηκε λογοτεχνικό κείμενο του Νικολάου Δ. Χατζίσκου (1850-1917) με τίτλο «Από της κορυφής της Οίτης». Το κείμενο αποτελεί τρόπον τινά συνέχεια άλλου κειμένου του αυτού λογοτέχνη και πολιτικού με τίτλο «Από της κορυφής του Ελικώνος», το οποίο δημοσιεύθηκε στον τόμο της ίδιας σειράς «ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ» του έτους 1881 (βλέπε ΠΟΚΙΛΗ ΣΤΟΑ, έτος 1881, σελίδες 107-116).
Ο Νικόλαος Δ. Χατζίσκος έγραψε το κείμενο στη Λαμία τον Αύγουστο του 1891 και περιγράφει την εμπειρία του από επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Οίτη.
Ξεκινώντας από την Υπάτη και μετά από τρίωρη πορεία με τα άλογά τους, ο Χατζίσκος και η συνοδεία του έφτασαν σε ένα οροπέδιο της Οίτης. Εκεί κατέβηκαν από τα άλογα και προετοίμασαν τη νυκτερινή τους διαμονή. Ενώ ο Χατζίσκος ρέμβαζε το τοπίο και τη θέα, ορισμένοι συνοδοί του έκοψαν κλαδιά ελάτων και κατασκεύασαν γιατάκια. Άλλοι προετοίμασαν το δείπνο τους από ψημένο αρνί.
Μετά το δείπνο ακολούθησε κουβέντα γύρω από τη φωτιά με διηγήσεις κατορθωμάτων αρματολών και διάφορες άλλες ιστορίες. Από μακρυά κουδουνίσματα και ανθρώπινο σφύριγμα, πρόδωσαν την παρουσία ενός νεαρού βοσκού και του κοπαδιού του. Το είχε βγάλει για νυχτερινή βοσκή. Ο βοσκός πλησίασε, κάθισε οκλαδόν δίπλα στη φωτιά, έβγαλε από το σελάχι του ένα μικρό μαχαίρι και άρχισε να ξύνει ένα μικρό κομμάτι ξύλου που βρήκε μπροστά του. Όταν αναγνώρισε τον Χατζίσκο τον ρώτησε για την πολιτική κατάσταση και για τα μέτρα του κράτους εναντίον της ζωοκλοπής, παραπονούμενος για τη μάστιγα αυτή που ταλάνιζε την περιοχή της Φθιώτιδας καθώς και για τη φυγοδικία των κλεπτών.
Όταν τελείωσε η κουβέντα η παρέα έπεσε για ύπνο, με τον άνεμο που κατέβαινε από τις κορυφές του βουνού να νανουρίζει τους επισκέπτες. Μετά από δύο ώρες ο Χατζίσκος ξύπνησε ξεκούραστος. Όπως ομολογεί ο ίδιος δύο ώρες ύπνου στο βουνό ισοδυναμεί με τον πολύωρο ύπνο των πόλεων. Ξύπνησε τον οδηγό του, σέλωσαν τα άλογά τους και υπό το φως της σελήνης ξεκίνησαν για την κορυφή της Οίτης, όπου και έφτασαν μετά από λίγο.
Η θέα από εκεί πάνω είναι μοναδική. Ο Χατζίσκος, βλέποντας τις πρώτες ακτίνες του ηλίου, θυμάται το μύθο του γιού του Ήλιου Φαέθοντα. Εντυπωσιασμένος γράφει «Ιδού πρό εμού ο χάρτης της Στερεάς Ελλάδος...» και προβαίνει σε λεπτομερείς περιγραφές των βουνών, των κοιλάδων και των θαλασσίων κόλπων, που είναι ορατά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Μία ξαφνική κακοκαιρία όμως με νέφη, βροντές και ψιλόβροχο τον διακόπτουν. Πριν την αναχώρηση, μάζεψε μερικά σπασμένα κομμάτια από τη μαρμάρινη στήλη που στήθηκε προς τιμήν του βασιλικού ζεύγους του Όθωνα και της Αμαλίας, που είχαν ανέβει παλαιότερα στην κορυφή. Όπως σημειώνει «Η κοινωνική θύελλα κατέρριψε του θρόνου τούς βασιλείς εκείνους, η θύελλα των υετών συνέτριψεν εις τεμάχια την μαρμαρίνην στήλην. Το συντετριμμένον στέμμα επηκολούθησεν η συντριβείσα στήλη.». Με συγκίνηση και δάκρυα στα μάτια διάβασε στα κομμάτια της στήλης, εκτός των ονομάτων του βασιλικού ζεύγους, και το όνομα του πατέρα του Δημητρίου Χατζίσκου, ο οποίος συνόδευε τούς βασιλείς.
Το κείμενο του Νικολάου Δ. Χατζίσκου έχει ως εξής:

 
«Τέλος εφθάσαμεν μετά πορείαν τρίωρον από της κωμοπόλεως Υπάτης, οδεύοντες επί ίππων δι’ ατραπών βατών εν μέσω βραχώδους εδάφους και βραδύτερον υπό τάς μακράς σκιάς πελωρίων ελατών εις θέσιν ομαλήν εν είδει οροπεδίου, ένθα αφιππεύσαμεν. Ο ήλιος εχρύσου έτι τάς πετρώδεις κορυφάς της πολυσχιδούς Οίτης. Διά μέσου αποκρήμνου μακράς χαράδρας διεφαίνετο κάτωθεν ημών τμήμα της γραφικής πεδιάδος της Φθίας και άντικρυς εξηπλούτο όπισθεν της ολοσειράς της Όθρυος ως λιμήν προς νέας κτήσεις η λίμνη Νεζερός. Κεκμηκώς εξηπλώθην υπό γηραιάν ελάτην παρά κελαρίζοντα εκεί που κρυσταλλώδη ρύακα, αφιέμενος εις την ρέμβην των σκέψεων, αίτινες κατείχον το πνεύμα μου ιπτάμενον ακράτητον εις τάς διαυγείς του κενού εκτάσεις, ενώ οι ακολουθούντες με ετράπησαν εις την σύμπηξιν νυκτερινής κατοικίας και προπαρασκευήν τροφής· ο μέν κόπτων θαλερούς ελάτης κλώνους συνεπήγνυεν αρωματώδη στρωμνήν, απολήγουσαν εις χλοερόν ερεισίνωτον, (γιατάκι καλούμενον υπό του λαού) την στρωμνήν των αρματωλών και κλεπτών, ο δε απέξεεν οβελίσκον διατρυπών τεμάχιον αμνού, και άλλοι σύροντες απεξηραμένον ογκώδη κορμόν, ετοποθέτουν αυτόν πρό των κρασπέδων της ετοίμου ήδη απαλής στρωμνής μας ανάπτοντες πυράν. Οία αφελής παρασκευή αναμιμνήσκουσα εμοί τάς τύχας του Ροβινσώνος. Δεν παρήλθεν πολύς χρόνος ότε με αφύπνισεν είς των συνοδοιπόρων μου εκ του κατέχοντός με διηνεκούς ονείρου καλών με εις δείπνον. Και εκαθέσθημεν περί την φυσικήν εκείνην τράπεζαν. Οπόσοι εκ των δειπνούντων εις πολυτελείς τραπέζας θα επεθύμουν ν’ ανταλλάξωσι τα πολυτελή αυτών εδέσματα προς το απέριττον των βουνών δείπνον· οπόσοι ροφώντες το αρόφητον νάμα των ρυάκων της Οίτης, θα εμίσουν κατά το θέρος και αυτόν τον οίνον της Καμπανίας!
Το δείπνον διεδέχθησαν αι αφελείς εκείναι διηγήσεις των ορεσιβίων τέκνων της πατρίδος μας, οι άθλοι των αρματωλών, των όφεων και των αγρίων θηρίων τα μυθεύματα, ενώ της νυκτερινής αύρας η προσέγγισις διέχεε μέσω του αρμονικού θρού της ελάτης ευχάριστον τινα φρικίασιν εις τα σώματα ημών προσεγγιζόντων έτι μάλλον τάς λαμπεράς φλόγας του καιομένου κορμού. Τ’ άστρα υπέφωσκον άνω δειλά και ωχρά ως δάκρυα υποτρέμοντα αγνώστου θεότητος, εγχύνοντα εις την ψυχήν μας την γαλήνην της ερήμου. Σιγή διεδέχθη τάς αφελείς ημών διηγήσεις και μόνον η ελάτη εψιθύριζε την άγνωστον τοίς συνοδοιπόροις μου γλώσσαν της εσπέρας. Κωδωνίσκων αμφίβολος και αραιός ήχος έφθανε μέχρις ημών εντεινόμενος υπό συριγμούς ανθρωπίνους. Δεν εδίστασα να κατανοήσω ότι ήτο αιπόλος τις άγων εις νυκτερινήν βοσκήν το ποίμνιον αυτού. Και ιδού μετ’ ού πολύ νεανίας επλησίασεν ημάς. Ζωηρός την όψιν, ευσταλής το σώμα εκάθισεν οκλάδην παρά την πυράν και εξαγαγών εκ του σελαχίου του μαχαιρίδιον ήρξατο αποξέων τεμάχιον ξύλου εκεί που ερριμένον, αποκρινόμενος λακωνικώς εις τάς ερωτήσεις ημών. Μόλις μ’ εγνώρισεν ηθέλησεν ο μικρός εκείνος αιπόλος να πληροφορηθή οποία μέτρα ελήφθησαν παρ’ ημών των αντιπροσώπων του έθνους περί δημοσίου ασφαλείας και ιδία περί ζωοκλοπής. Δεν μοι παρεπονέθη περί της βαρείας φορολογίας, ουδέ περί της κακής απονομής της δικαιοσύνης μας ελάλησεν, αλλ’ ήρξατο αφηγούμενος περί των γενομένων ζωοκλοπών, περί της λυμαινομένης την χώραν μας φυγοδικίας! «Μέσα σαυτούς τούς δρόλαπας και τα χιόνια που μάς έριξεν ο Θεός δόστε μας τουλάχιστον την ασφάλεια της ζωής μας και της μικράς αυτής αγέλης μας, και προσπαθήσατε να μη ξαναγίνη το κακόν που ήτανε άλλοτε της κλεφτουριάς στον τόπο μας». Οίον μάθημα μοί έδωκεν ο μικρός εκείνος αιπόλος, ή μάλλον οποίον μάθημα δίδει εις τους κυβερνήτας της χώρας το τέκνον των βουνών, το προωρισμένον να ποδηγετήται υπ’ εκείνων και να τυγχάνη της αγρύπνου προστασίας αυτών.
Και ύστερον ζητούμεν να επιτελέσωμεν το προς τούς υποδούλους αδελφούς κληροδοτηθέν ημίν καθήκον διά της αιματοβαφούς διαθήκης των προγόνων μας, συντάττοντες την χώραν διά της ανοργανώσεως των στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων αυτής, και ύστερον ζητούμεν ν’ ανορθώσωμεν την εν τώ εξωτερικώ δημοσίαν πίστιν, κανονίζοντες τα οικονομικά της χώρας ούτως ώστε να εμπνεύσωμεν πεποίθησιν εις τα ξένα κεφάλαια και ύστερον συζητούμεν περί αυτοδιοικήσεως των δήμων, και αμεριμνώμεν περί του σπουδαιοτάτου ερείσματος της πολιτείας, άνευ του οποίου αποσυντίθεται ο οργανισμός παντός ευνομουμένου κράτους. Στερούμεθα δημοσίας τάξεως, στερούμεθα δημοσίας ασφαλείας. Εγείρομεν όθεν πάντες οι αντιπρόσωποι του λαού και του τύπου οι εργάται την φωνήν ημών υπέρ της επικρατήσεως της ασφαλείας και της τάξεως, εργασθώμεν προς εμπέδωσιν του ασφαλούς αυτού θεμέθλου της πολιτείας, υψούμενοι υπεράνω του πολιτικού ανταγωνισμού, κατά πατούντες το ερπετόν του ειδεχθούς φατριασμού.
… Ήδη η νύξ βασιλεύει πανταχού, ο είς κατόπιν του άλλου κλίνομεν εις ύπνον, βαυκαλιζόμενοι υπό του κελαρύσματος του αεννάως κυλινδουμένου ρύακος και της ελάτης ψιθυριζούσης το υπναλέον αυτής άσμα. Από της κορυφής του βουνού κατέρχεται ριγηλός ο άνεμος αναγκάζων ημάς να συσπειρώμεθα υπό τα εγχώρια καλύμματα των ορεσιβίων. Και ο γηραιός κορμός καίεται θερμαίνων ημάς ως άγρυπνος φύλαξ διά των φλογών αυτού· ομολογώ ότι δίωρος ύπνος ανεπλήρωσεν εν εμοί τον μακρόν ύπνον των νυκτών των πόλεων. Εμεσουράνει η πλειάς ότ’ εγερθείς αφύπνισα τον πρόθυμον οδηγόν μου τον μέλλοντα να με οδηγήση εις την υψηλοτέραν ακρώρειαν της Οίτης. Παρεμείναμεν επ’ ολίγον την ανατολήν της φθινούσης σελήνης, και επισάξαντες τον ίππον ηρξάμεθα οδεύοντες εν μέσω του σκότους συγκιρνομένου υπό τάς ωχράς ακτίνας αυτής. Ηκολούθουν τον ακαταπόνητον εκείνον οδηγόν μου, ως ο Δάντης την αιθερίαν αυτού οδηγόν, αγνοών που βαίνω. Εδώ ανυψούντο πελώριοι ελάται, μαύραι ως άλλου γίγαντος σκιαί, εκεί προέβαλον απόκρημνοι βράχοι λευκαινόμενοι υπό της φοίβης ως ωχρά φάσματα του ασφοδελούς λειμώνος, ένθεν ηκούοντο καταρρέοντα ύδατα, και εις τα βάθη αντελάλει η κραυγή ποιμενικού τινος κυνός ως άλλη υλακή του κερβέρου, εικών τελεία του αρχαίου άδου, ενώ άνωθεν εσελάγει το στερέωμα του ουρανού αναπαριστών κατ’ αντίθεσιν του κάτω σκοτεινού κόσμου το φωτεινόν μέλλον της αθανάτου ψυχής. Λεπτή αρωματώδης αύρα διέπνεεν ωσεί κατερχομένη εκ των άστρων, ίν’ ασπασθή τά βλέφαρα ημών, φίλημα αοράτου προσφιλούς ψυχής εκεί που περιϊπταμένης, μεθ’ ής άλλοτε εν τη ζωή ανήλθον την κορυφήν του Ελικώνος. Προς βορράν εξετείνετο λαμπρά η μεγάλη άρκτος, άνωθεν των κεφαλών μας εσπινθήριζε το σύμπλεγμα της πλειάδος, ενώ φωτοβόλος ο μεγαλοπρεπής αστερισμός του Ωρίωνος διηυλάκου ως άλλη ομηρική άμαξα τα κυανά του άνω πόντου πελάγη, και πέραν προς την Δύσιν τηλαυγής ο αστήρ της Αφροδίτης διεχάραττεν ως ειδήμων οδηγός της αναμενομένης ηούς την αιθερίαν τροχιάν. Έν προς έν εσβέννυντο τ’ άστρα ως άλλα ωχρά άνθη δρεπόμενα υπό της νυκτός διά της σεληνιαίας αυτής δρεπάνης ήν επί τέλει απέκρυπτε και αυτήν όπισθεν της ακρωρείας του Τυμφρηστού, ζηλότυπος μη δι’ αυτών κοσμήση το άρμα της η υποφώσκουσα ηώς... Ολίγα έτι βήματα και φθάνομεν επί της κορυφής τής Οίτης.
Επάτησε τέλος ο πούς μου τα παρθενικά αυτής εδάφη.
Χαίρε πεφιλημένη της Οίτης κορυφή. Χαίρε των ανέμων και των υετών η κατοικία. Χαίρε της βροντής και των χιόνων η στρωμνή. Χαίρε αιώνιε τάφε του Ηρακλέους.
Οίον απερίγραπτον θέαμα εκτυλίσσεται κάτωθεν ημών. Εν μέσω φωτεινής ομίχλης διαδοχικώς προβάλλουσιν αι κορυφαί των κύκλω ορέων, αι άκραι των αιγιαλών, η πλάξ της θαλάσσης και τέλος τα πλάτη των κοιλάδων. Νομίζει τις ότι την στιγμήν εκείνην συμπαρίσταται μάρτυς του υπερτάτου όντος δημιουργούντος διά της πνοής αυτού την πλαττομένην φύσιν. Και μετ’ ού πολύ γιγαντιαίαι ακτίνες εξαπλούμεναι ανά τον ορίζοντα, εγχύνουσι προς ανατολάς ατελεύτητον υπέρυθρον λάμψιν· ούτως ως άλλη πυρκαϊά λυμαίνεται την φύσιν ολοκληρον.
Πρώτην φοράν καθ’ ήν συνέλαβον ακριβή ιδέαν του μύθου του Φαέθοντος. Ενόμιζέ τις ότι την στιγμήν εκείνην επιβαίνων του άρματος του πατρός αυτού ο τολμηρός υιός παρασύρεται υπό των θυμοειδών εκείνων ίππων και αδεξίως ηνιοχών ολίγου δείν να πυρπολήση τον κόσμον όλον, ότε κεραυνούμενος παρά του Διός υποκαθίσταται υπό του αθύμονος αυτού πατρός, όστις μεγαλοπρεπής ανέρχεται εκ του πόντου επί του άρματος αυτού καταπόρφυρος εκ της καταλαβούσης αυτόν οργής. Δυνάμεθα προς στιγμήν να τον ατενίσωμεν νεύοντα χαμαί, ότε πρό του καθήκοντος λησμονών την κατέχουσαν οργήν ρίπτει το βλέμμα του ανά την υπ’ αυτόν φωτιζομένην φύσιν αναγκάζων ημάς τούς θνητούς να μη τολμώμεν ν’ ατενίσωμεν αυτόν. Εγγύς μου διακρίνω επί λιθίνου βάθρου πυραμίδα εκ λίθου Πεντελικού, αλλ’ αφήνω να περιεργασθώ την διαρκή αυτήν ανάμνησιν φιλομούσου ηγεμόνος βραδύτερον, θαμβούμενος πρό του κύκλω μου εκτυλισσομένου μεγαλοπρεπούς θεάματος. Το χειροποίητον έργον υποχωρεί πρό του έργου του Δημιουργού.
Ιδού πρό εμού ο χάρτης της Στερεάς Ελλάδος και πέραν αυτής ιχνογραφούμενος υπό των χειρών του Δημιουργού. Κάτωθεν ο Λαμιακός κόλπος ως μικροσκοπικός λιμήν περισφηνούμενος υπό των ορέων της Λοκρίδος, εις τάς αμμώδεις του οποίου ακτάς διακλαδούται ως εις ράκη εσχισμένα ο τελμογόνος Σπερχειός. Και κύκλω αυτού ομαλή, χρυσίζουσα η πεδιάς της Φθιώτιδος, πεποικιλμένη υπό χωρίων προσομοιαζόντων αγέλην περιστερών, άνω των οποίων υπέρκειται η προσφιλής μοι πόλις της Λαμίας. Παρ’ αυτόν εξαπλούται νωχελώς ως άλλη Τιτανίς τανύουσα τούς βραχίονας αυτής, μόλις αφυπνισθείσα, η νήσος Εύβοια, διήκουσα μέχρι των ορέων της Καρυστίας, επί των ώμων της οποίας επικάθηται νεφύδριον ομοιάζον προς κροσσωτόν επωμίδιον περιχρυσωμένον υπό του ηλίου, πέραν γαλανός ο Ευβοϊκός κόλπος ηρεμεί στιζόμενος υπό των λιχάδων, αίτινες ανέδυσαν επ’ αυτού κατά την εκσφενδόνισιν του γίγαντος Λίχα εντεύθεν εκ μιάς ακρωρείας της Οίτης υπό του ημιθέου Ηρακλέους, όστις μετά τοιαύτης ορμής ετίναξε μακράν εκεί τον σφοδρόν αυτού αντίπαλον, ώστε υπό τους πόδας αυτού διεσχίσθη εις απόκρημνον χαράδραν το έδαφος εφ’ ού έστη.
Ώ δεν είναι μύθος της αρχαίας ημών πατρίδος όστις να μη υποκρύπτη εν αυτώ σοφήν τινα αλληγορίαν, ακριβή παρατήρησιν, αλήθειαν. Δεν διαβλέπει τις εν τώ μύθω αυτώ του Ηρακλέους το αποτέλεσμα μεγάλου σεισμού διασχίσαντος μίαν των κορυφών της Οίτης εις μέγα χάσμα, ούτινος ο αντίκτυπος εδόνησε τα βάθη του Ευβοϊκού κόλπου, εκ των σπλάχνων του οποίου ανέδυσαν ως τμήματα διαμελισθέντος σώματος αι νήσοι Λιχάδες;
Όπισθεν της Ευβοίας ο απέραντος πόντος και εν μέσω αυτού η νήσος Σκύρος, διακρινομένη ως μελανόν νέφος, και πέραν αυτής το αχανές συνυφαινόμενον μετά του ομιχλώδους ορίζοντος. Δυστυχώς δεν ήτο τόσω διαυγής η ατμόσφαιρα, ώστε να φθάση ο οφθαλμός μας πέραν ακόμη μέχρις εκεί, ένθα η παράδοσις λέγει, μέχρι των ακτών του Ελλησπόντου. Εντεύθεν εκτείνεται η πεδιάς της Λοκρίδος και όπισθεν αυτής διαβλέπομεν ως ομιχλώδη θάλασσαν την απέραντον της Κωπαΐδος πεδιάδα· ουχί μακράν αυτής διαγράφεται εις το κενόν η κορυφή του Ελικώνος. Μέλαν νέφος αιωρείται άνωθεν αυτού ως άλλος πένθιμος πέπλος, όστις απέπτη των νενφελών των φυγαδευθεισών υπό των ατελευτήτων πυρκαϊών του δάσους ερατεινών Μουσών. Αναφαντάζομαι το ιερόν εκείνο τέμενος των Μουσών υπό τάς υπωρείας του οποίου εδιδάχθη την γλώσσαν αυτών ο πολύς Ησίοδος, έρμαιον ήδη του πυρός και της ασυγγνώστου αμελείας ημών. Βλέπω του Κιθαιρώνος τάς πετρώδεις κορυφάς και διά των πευκοστεφών κρημνών αναπλάττω βαδίζοντα επί της βακτηρίας του τον τυφλόν Οιδίποδα υπό την οδηγίαν της εγκαρτερούσης Αντιγόνης. Εντεύθεν ανυψούνται ωσεί αλληλοκρατούμεναι αι ολοσειραί (sic!) του Κόρακος (των Βαρδουσίων και της Γκιώνας) και έναντι αυτών εγείρεται ως γίγας ο νεφοστρίμμων Παρνασσός. Ώ, αν ήτο δυνατόν να ποτισθώ τα νάματα της Κασταλίας, όπως μέλψω τον Απόλλωνα εν μέσω των νυμφών ορχουμένων περί αυτόν, και σκιαγραφήσω το ιερόν αυτού τέμενος, το άδυτον των Δελφών. Δυτικώς τυπούται επί του ουρανίου χάρτου η κωνοειδής του Τυμφρηστού ακρώρεια και όπισθεν αυτής τ’ απόκρημνα της Ευρυτανίας βουνά. Πέραν εκεί διαγράφεται το σύδενδρον Πήλιον, αναμιμνήσκον μοι την αρχαίαν Ιωλκόν, τούς άθλους της Αργοναυτικής εκστρατείας, την Κολχίδα και της Μηδείας το φοβερόν πάθος της ζηλοτυπίας, και επί των πτερύγων της αύρας φέρονται εις το ούς μου οι στίχοι του πρωτομάρτυρος της ελευθερίας Ρήγα Φερραίου. Απώτερον εκτείνεται του Πίνδου η μακρά σειρά, αφ’ ής ακούεται υπόκωφος ο κρότος των επιπολαζόντων εκεί κεραυνών. Χαιρετίζων μετά σεβασμού τα εδάφη εφ’ ών το πρώτον ανεφάνησαν τα στίφη των αρματωλών και κλεφτών, των προαγγέλων αυτών της αναγεννηθείσης εκ της τέφρας μητρός Ελλάδος, στρέφω ένδακρυ το όμμα προς την γραφικήν όασιν, ήτις ενέπνευσε τόσω θαυμασίως την δημώδη ποίησιν εις το να εξυμνήση τα κάλλη αυτής και του γηραιού Ολύμπου, όστις εις το βάθος ανυψούται θίγων τον ουράνιον θόλον. Ένθουν το πνεύμα μου ίπταται εις τούς χρόνους της μυθολογίας και μοί παρίσταται ωσεί πρό των ομμάτων μου η έδρα των Θεών.
Αναφαντάζομαι τούς Ολυμπίους ευωχουμένους. Την Αφροδίτην φιλαρέσκως κρατούσαν το μήλον του κάλλους, την Αθηνά σωφρόνως διαλεγομένην μετά του Απόλλωνος, την Ήβην τείνουσαν τώ πατρί ανδρών τε θεών τε κύπελλον νέκταρος, την Ήραν οργίλως ατενίζουσαν αυτόν, τον Ήφαιστον σκώπτοντα και τον Ερμήν φέροντα τα πέδηλα αυτού, και μετ’ ού πολύ ιπτάμενον τον άγγελον αυτόν του Διός ανά του Καυκάσου τα πάγη, κομίζοντα, τίς οίδεν, οίαν αγγελίαν εις τον εκεί προσπεπασσαλευμένον Προμηθέα, και εν τώ άμα βλέπω τον Όλυμπον καλυπτόμενον υπό νεφελών, άς συνεσώρευσεν η μήνις του νεφεληγερέτου Διός...
.....Τα νέφη πολλαπλασιαζόμενα καλύπτωσι το πλείστον του ορίζοντος...βρονταί ακούονται...ψεκάδες πίπτουσι. Και πρίν ή αποχαιρετίσω την κύκλω μου εκτυλισσομένην μεγαλοπρεπή φύσιν, ίσταμαι προς της εκεί υψουμένης πυραμίδος. Κύψας συνέλεξα τεμάχιά τινα τεθραυσμένα εις ανάμνησιν και της επί του όρους αναβάσεώς μου, και της αναμνήσεως της επί της Οίτης αναβάσεως των φιλομούσων εκείνων ηγεμόνων, του Όθωνος και της Αμαλίας, οίτινες κατά το θέρος περιερχόμενοι την Ελλάδα πάσαν δεν άφινον αξιοθέατον μέρος, δεν άφινον κορυφήν βουνού όσω και απόκρημνον, ήν να μη επεσκέπτοντο, λάτρεις του καλού, τέκνα της ποιητικής οικογενείας των Βιτελσβάχων. Η κοινωνική θύελλα κατέρριψε του θρόνου τούς βασιλείς εκείνους, η θύελλα των υετών συνέτριψεν εις τεμάχια την μαρμαρίνην στήλην. Το συντετριμμένον στέμμα επηκολούθησεν η συντριβείσα στήλη. Και μόνον ο οδοιπόρος διακρίνει επί των μαρμαρίνων τεμαχίων τα ονόματα των σεπτών της πατρίδος μας πρώτων βασιλέων. Δεν τα εξήλειψεν ο χρόνος, ως δεν εξηλήφθη η αγαθή αυτών ανάμνησις από τάς καρδίας των Ελλήνων. Παρά τα ονόματα αυτά τα τετιμημένα αναγινώσκω και τ’ όνομα του σεβαστού μοι πατρός, ακολουθήσαντος τους ηγεμόνας εκείνους και εν τη ευτυχία και εν τη δυστυχία. Δάκρυ κατέβλυσε των ομμάτων μου. Δεν ήτο μόνον το δάκρυ υιού επί τη θλιβερά αναμνήσει της στερήσεως πολυτίμου πατρός, ήτο το δάκρυ, όπερ χύνει η ανθρωπότης αναφανταζομένη ότι η τόση έμπνευσις η κατέχουσα επί τώ εκτυλισσομένω θεάματι της μάγου φύσεως τα στήθη εκείνων, υφ’ ής εξάρσεως κατέχομαι και εγώ την στιγμήν αυτήν, μετεβλήθη εις σποδόν...
Και κύπτων την κεφαλήν κατέρχομαι βαρυαλγής τάς πλευράς του όρους, ανακράζων προς την κύκλω μου αποχαιρετιζομένην φύσιν: «Ώ φύσις πόσον είσαι ωραία αλλά και πόσον σκληρά εις τα τέκνα σου».
(Έγραφον εν Λαμία κατ’ Αύγουστον του 1891)

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Δ. ΧΑΤΖΙΣΚΟΣ

❁❁❁»
 
ΠΗΓΗ
  
Περιοδική έκδοση ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ, Περίοδος Β΄, έτος 1899, σελίδες 451-456.
 
 
 
 
 
 

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

Οι μαθητές της Α΄ τάξης του Δημοτικού σχολείου Στυλίδας το 1908

  
Στην εβδομαδιαία περιοδική έκδοση «Η ΑΛΗΘΕΙΑ» του έτους 1908, που εξέδιδε στην Αθήνα ο δημοσιογράφος Ευάγγελος Ν. Λαχανοκάρδης, δημοσιεύθηκε φωτογραφία των μαθητών και των δύο δημοδιδασκάλων τους της Α΄ τάξης του Δημοτικού σχολείου Στυλίδας (για την ίδρυση του Δημοτικού σχολείου Στυλίδας το 1837 βλέπε την ανάρτηση: Περί ιδρύσεως Δημοτικού Σχολείου στη Στυλίδα).
Η φωτογραφία φέρει τον τίτλο «ΕΛΠΙΔΕΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ». Κάτω από τη φωτογραφία αναγράφεται «Οι μαθηταί του εν Στυλίδι δημοτικού Σχολείου (1η τάξις) με τους δημοδιδασκάλους των κ.κ. Χορμόβαν (διευθυντήν) και Χαρ. Πολυζώην.». Απεικονίζονται οι 52 μαθητές της τάξης, οι δύο δημοδιδάσκαλοί τους και σε πρώτο πλάνο ένας σκύλος. Στο κέντρο των ορθίων ένας μαθητής κρατάει τη σημαία.
Στην επετηρίδα δημοτικής εκπαίδευσης του σχολικού έτους 1901-1902 καταγράφονται τα ονοματεπώνυμα των δημοδιδασκάλων του Δημοτικού σχολείου Στυλίδας ως εξής:
«......
2) Δήμος Φαλάρων
Στυλίς
Αρρένων: Ν.Ευθυμίου, Κ.Χορμόβας.
Θηλέων: Μ.Κωνσταντίνου.
Δεν καταγράφεται ο Χαρ. Πολυζώης, προφανώς γιατί δεν υπηρετούσε το 1901-1902 στο Δημοτικό σχολείο Στυλίδας.
Η φωτογράφιση μάλλον πραγματοποιήθηκε μετά από κάποια εορτή, ίσως της 25ης Μαρτίου. Η καμινάδα, δεξιά στη φωτογραφία, ανήκει στο βιομηχανικό συγκρότημα του Κ.Π.Αγαθοκλή (βλέπε Εικ.1 της ανάρτησης: Οδηγός της Λαμίας του 1875 και το βιομηχανικό συγκρότημα «Η Φθιώτις» του «Κ.Π.Αγαθοκλής και Σία» στη Στυλίδα).
 
ΠΗΓΗ 
Περιοδική έκδοση Η ΑΛΗΘΕΙΑ - Έτος Β΄, Περίοδος Β΄, Αριθμός 204-32, 10 Αυγούστου 1908, σελίδα 262.
 


Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

Το έργο του δημάρχου Λαμίας Αριστείδη Στ. Σκληβανιώτη μέσα από τις σελίδες της περιοδικής έκδοσης «ΕΘΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ»

 
Εικ.1. Ο δήμαρχος Λαμίας Αριστείδης Στ. Σκληβανιώτης (1840-1901) (Πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΙΒ΄ (1897), Εν Αθήναις 1897, σελίδα 131).
 
Στο κεφάλαιο «ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ» της περιοδικής έκδοσης «Εθνικόν Ημερολόγιον», έτος ΙΒ΄(1897), δημοσιεύθηκε κείμενο του εκδότη Κωνσταντίνου Φ. Σκόκου που αναφέρεται στον δήμαρχο Λαμίας Αριστείδη Στ. Σκληβανιώτη (1840-1901) (Εικ.1). Διετέλεσε δήμαρχος τα έτη 1883-1887, 1891-1895 και 1895-1899.
Το κείμενο αποτελεί ύμνο προς το πρόσωπο του δημάρχου, επισημαίνοντας τη μεγάλη προσφορά του στην πόλη της Λαμίας. Αναφέρει ένα προς ένα τα έργα και τον προβάλλει ως πρότυπο δημάρχου και για τους υπόλοιπους δημάρχους του Ελληνικού βασιλείου.
Ειδικότερα, στο κείμενο αναφέρονται τα εξής:
«ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΣΤ. ΣΚΛΗΒΑΝΙΩΤΗΣ
ΔΗΜΑΡΧΟΣ Λαμίας. Ο προοδευτικώτερος και δραστηριώτερος των δημάρχων του ελληνικού Βασιλείου. Το μαρτυρούν τα αλλεπάλληλα τεχνικά και εξωραϊστικά έργα, δι’ ών η επίμονος πρωτοβουλία του επροίκισε τον τόπον, ού προΐσταται από δωδεκαετίας ήδη. Οι λαμιείς τον λατρεύουν, τον ευγνωμονούν, τον θεωρούν αληθές σέμνωμα. Η Ελλάς θα ήτο δεκάκις μάλλον εκπολιτισμένη, αν είχε τοιούτους δημάρχους. Ανήγειρε ναούς, ίδρυσε σχολεία, κατεσκεύασε γεφύρας, εχάραξε και εδενδροφύτευσεν οδούς και πλατείας, κατεσκεύασε κρήνας και υδραγωγεία, εξεύρε και εξεμεταλλεύθη πηγάς ποσίμου ύδατος, και εν γένει εξωράϊσεν, εκαλλώπισεν, εξυγίανεν, ευηργέτησε τον δήμον του, τα χωρία, την πόλιν της Λαμίας, ήν, τέως νοσώδη, κατέστησε μίαν των υγιεινοτέρων και επιφθόνων. Θα απησχολούμεν πολλάς σελίδας του Ημερολογίου, αν ηριθμούμεν έν προς έν τα κοινωφελή και λαμπρά έργα του μοναδικού τούτου δημάρχου. Και τί δεν έκαμε; Και εις τί καθυστέρησε; Και ποίαν ανάγκην τοπικήν δεν εθεράπευσεν; Και ποίον χωρίον της περιφερείας του δεν επλουτίσθη με γεφύρας, με δρόμους, με ναούς, με σχολεία; Και μήπως ό,τι κέκτηται, δι’ ό,τι σεμνύνεται σήμερον η Λαμία, δεν οφείλεται εις τον θαυμάσιον δήμαρχόν της; Αυτός εδενδροφύτευσεν δι’ ελαιών την από Λαμίας εις Στυλίδα άγουσα και τον υπερκείμενον λόφον της Ακρολαμίας διά θαλερών πεύκων. Αυτός ερρυμοτόμησε την πόλιν και ισοπέδωσε και εσκιρρόστρωσε τούς άλλοτε αγρίους δρόμους της· αυτός κατεσκεύασεν υπονόμους και οχετούς και πεζοδρόμια και ρείθρα· αυτός εδημιούργησε και διεμόρφωσε τάς τρείς της πόλεως πλατείας Ερμού, Ομονοίας και Διάκου· αυτός εθεμελίωσε την βάσιν εφ’ ής στηθήσεται ο ανδριάς του Διάκου· αυτός εβελτίωσε τον φωτισμόν της πόλεως αυτός έθηκε και εφήρμοσεν όρους καθαριότητος ζηλωτής, υγιεινής, καλισθησίας, τάξεως, ευπρεπίας, ευζωΐας απαραμίλλου.
Αλλ’ εκείνο κατ’ εξοχήν το οποίον αποτελεί την κορωνίδα των επί της δημαρχίας του συντελεσθέντων έργων, είνε το σιδηρούν υδραγωγείον της πόλεως και η μεγάλη κάτωθι των πηγών αυτού δεξαμενή, δι’ ών διωχέτευσεν ύδωρ άφθονον, ψυχρόν, διαυγές και υγιεινότατον, λυτρώσας τούς κατοίκους της μάστιγος των πυρετών και των ενδημούντων μιασμάτων και απαλλάξας αυτούς της ανηλεούς τέως φορολογίας, ήν απέτιον εις ιατρούς και φάρμακα. Τούτο και μόνον το λαμπρόν έργον θα ήρκει να κατακτήση εσαεί την ευγνωμοσύνην και την λατρείαν των συνδημοτών του, οίτινες και ευλογούσι το όνομά του. Και όλα αυτά χωρίς να διασαλεύση, τουναντίον κατορθώσας να διαρρυθμίση τα οικονομικά του δήμου, τα οποία δεν εύρεν άλλως τε εις ανθηράν κατάστασιν, άτε απορροφώμενα κατά μέγα μέρος υπό του Δημοσίου ανωφελώς υπέρ της δημοτικής δήθεν εκπαιδεύσεως και της στρατιωτικής αστυνομίας.
Και συλλογιζόμεθα οποίαν όψιν πεπολιτισμένης και ζηλευτής χώρας θα είχεν η Ελλάς, αν ηδύνατο να επιδείξη ολίγους έτι άνδρας ως τον Σκληβανιώτην, όστις αναντιρρήτως δέον να θεωρηθή ως το ιδεώδες του δημάρχου.
Δια τούτο μεθ’ υπερηφανείας γνωρίζομεν εις τούς απανταχού αναγνώστας του Ημερολογίου την συμπαθεστάτην και νοήμονα φυσιογνωμίαν του αγαπητού ανδρός, όπως ούτω δεχθή και του πανελληνίου τα ειλικρινή και οφειλόμενα συγχαρητήρια.
                                                                                                                           Κ.  Φ.  Σκ.»
 
ΠΗΓΗ
Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΙΒ΄ (1897), Εν Αθήναις 1897, σελίδες 131-132.
 
 
 
 
 
 

Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

«ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ», του Αγαθοκλή Γ. Κωνσταντινίδη

Στην περιοδική έκδοση «Εθνικόν Ημερολόγιον» του έτους 1913 που εξέδιδε ο Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, δημοσιεύθηκε λογοτεχνικό κείμενο του Αγαθοκλή Γ. Κωνσταντινίδη με τίτλο «ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΉΜΑΤΑ».
Η υπόθεση διαδραματίζεται τον Ιούλιο του 1881 στη στάνη του τσέλιγκα κυρ Μήτσου λίγο πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό βασίλειο, βάσει της συμφωνίας της Κωνσταντινουπόλεως. Η στάνη βρισκόταν κοντά στην τότε συνοριακή γραμμή που χώριζε το Ελληνικό βασίλειο από την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Κεντρικό πρόσωπο στο κείμενο είναι ο δεκανέας σιτιστής του 2ου λόχου του 9ου τάγματος που είχε κατασκηνώσει στο δάσος της Μάκρυσης (σήμερα Μάκρη). Ο λόχος κατασκεύαζε δρόμο στα υψώματα της Μοχλούκας, από τον οποίο θα διέρχονταν ο ελληνικός στρατός για να εισέλθει στη Θεσσαλία.
Ο δεκανέας κάθε πρωΐ μετέβαινε σε μία στάνη, όπου του προσφερόταν γάλα και τυρί για πρόγευμα. Εκεί γνωρίστηκε με την οικογένεια του τσέλιγκα. Μία ημέρα είδε αναπάντεχα τη μικρή κόρη του τσέλιγκα να προβάλλει το κεφάλι της στην πόρτα της καλύβας. Η κόρη ήταν σε ηλικία γάμου και η σκέψη του δεκανέα, από τη στιγμή που την είδε, δεν έφευγε από κοντά της όλη την ημέρα.
Όταν ξημέρωσε η επόμενη ημέρα που ήταν Κυριακή, ο δεκανέας μετέβη πρωΐ-πρωΐ στη στάνη με τη σκέψη του στην κόρη. Όλο το προηγούμενο βράδυ τη σκεφτόταν. Όταν έφτασε, είδε τον τσέλιγκα με δύο επισκέπτες του να φορούν τις γιορτινές τους φουστανέλες και να συζητούν. Ο πρώτος επισκέπτης ήταν 50-55 ετών και ο δεύτερος 22-23. Ο νεότερος κάθε τόσο έστρεφε το βλέμμα του στην πόρτα της καλύβας, όπου χτες είχε εμφανιστεί η κόρη. Ο δεκανέας υπέθεσε ότι ο τσέλιγκας δέχτηκε συνοικέσιο για την κόρη του και προφασιζόμενος εργασία αποχώρησε τελείως απογοητευμένος. Πριν φύγει, ο τσέλιγκας τον προσκάλεσε να έρθει αύριο για να παρακολουθήσει «τους γάμους». Στην ερώτησή του «ποιος παντρεύεται» ο τσέλιγκας του είπε «έλα αύριο και θα το μάθης». Ο δεκανέας έφυγε στον κατήφορο «συντετριμμένος».
Την άλλη ημέρα με βαριά καρδιά ο δεκανέας ανέβηκε στη στάνη. Από μακρυά άκουσε κρότους και νόμισε ότι ήταν οι ήχοι των νταουλιών. Έκανε όμως λάθος. Όταν έφτασε, διαπίστωσε με μεγάλη έκπληξη ότι δεν είχε γίνει καμία προετοιμασία γάμου. Πλησίασε τον τσέλιγκα με απορία. Παρατήρησε ότι ο τσέλιγκας είχε στραμμένο το βλέμμα του σε δύο χωριστές μάνδρες. Στη μία υπήρχαν 50 περίπου πελώριοι άγριοι τράγοι και στην άλλη περισσότερες από 400 γίδες. Ο τσέλιγκας έδωσε την εντολή «Άνοιξε» σε έναν γέροντα βοσκό κι εκείνος άνοιξε την πόρτα που συνέδεε τις δύο μάνδρες. Οι τράγοι όρμησαν προς τη μάνδρα που βρισκόταν οι γίδες και ο τσέλιγκας ξεκαρδισμένος στα γέλια είπε στο δεκανέα «πάμε τώρα να πιούμε τα καλορίζικα».
Ο Αγαθοκλής Γ. Κωνσταντινίδης έγραψε αυτό το λογοτεχνικό κείμενο στον Πειραιά το 1912, πολλά χρόνια αργότερα από τη χρονιά που διαδραματίσθηκε η υπόθεσή του.
Ακολουθεί η αναδημοσίευση του κειμένου:
 
«ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ*
(ΠΑΛΑΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ)
Τούτο συνέβη ένα-ενάμισυ μήνα πρό της καταλήψεως της Θεσσαλίας κατά το σωτήριον έτος 1881. Το 9ον πεζικόν τάγμα, με δύναμιν 1800 ανδρών ήτο κατεσκηνωμένον εις το δάσος της Μάκρυσης, εις την Φθιώτιδα.
Ο Β΄ λόχος, του οποίου είχα την τιμήν να είμαι τότε δεκανεύς, έλαβε διαταγήν ένα πρωΐ του Ιουλίου να μεταβή εις Μοχλούκαν, προς κατασκευήν στρατιωτικής οδού, διά της οποίας έμελλε να διέλθη μέρος του καθ’ όλην Φθιώτιδα εστρατοπεδευμένου και διά την κατάληψιν της Θεσσαλίας προωρισμένου ελληνικού στρατού.
Διορισθείς προσωρινώς σιτιστής του αποσπάσματος, ηκολούθησα τον λόχον εις τα υψώματα της Μοχλούκας και ανέλαβον τα καθήκοντά μου, τα οποία, τα οποία συνίσταντο εις την ημέραν παρ’ ημέραν διανομήν του άρτου εις τούς άνδρας, εις την καταγραφήν των ημερομισθίων των εργαζομένων και εις την τήρησιν της αλληλογραφίας μεταξύ του διοικούντος το απόσπασμα και του διοικητού του λόχου μας, όντος και υποδιοικητού του τάγματος.
Η εργασία αυτή με απησχόλει μίαν ώραν το πρωΐ και μίαν το βράδυ, ότε εσχόλαζον οι άνδρες. Και το πρωΐ μέν μετέβαινον εις την μίαν ώραν απέχουσαν επί των συνόρων στάνην, όπου έκαμνα το πρόγευμά μου με παχύτατον γάλα και νωπόν τυρόν θαυμάσιον, το απόγευμα δε ραχάτι υπό την σκηνήν.
Εικ.1. «Ο τσέλιγκας της στάνης». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 167).
Ο Τσέλιγκας της στάνης κύρ Μήτσος με υπεδέχετο πάντοτε με εξαιρετικήν φιλοφρόνησιν. Ήτον ένας σαρανταπεντάρης άνδρας ηλιοκαμένος, ευκίνητος και στιβαρός, με αιώνιον χαμόγελον εις τα χείλη. Ήτον οικογενειάρχης και κατοικούσεν εις μίαν καλύβην σχετικώς ευπρεπή. Μόλις μ’ έβλεπε πλησιάζοντα, ήθελε διατάξει να μου ετοιμάσουν το γάλα και υπό σκιάν μιάς πευκοφύλλου πεύκης απελάμβανον της ωραίας θέας της πεδιάδος του Σπερχειού, που ανοίγετο εμπρός μου πανοραμικώς. Ήτον η Τρίτη ημέρα, που επισκεπτόμην την στάνην και, εκτός δύο μικρών αγοριών πού έπαιζαν τριγύρω εκεί, και της γυναίκας του τσέλιγκα – μιάς γυναίκας ισχνής και ασθενικής, άλλον κανένα δεν είχα έως τότε παρατηρήσει.
Ο κύρ Μήτσος ο τσέλιγκας είχε κατηφορίσει προς τον κάμπον και εχάθη μέσα εις τον πυκνόν λόγγον, η δε γυναίκα του επήρε την στάμναν και ετράβηξε κατά την πλαγιάν διά κἄποιαν δροσεράν βρυσούλαν, κρυμμένην, ποιος ξεύρει, σε ποιάν χαράδραν.
Είχα απομείνει μόνος και, καθισμένος επάνω εις μίαν πέτραν, είχα προσηλώσει το βλέμμα εις την πεδιάδα, όταν έξαφνα από την θύραν της καλύβης βλέπω να προβάλη δειλά-δειλά ένα κεφαλάκι κορασίδος 16-17 χρόνων, με δύο λαμπερά, ένοχα και φοβισμένα μάτια, πού μ’ εκύτταζαν με μεγάλην περιέργειαν. Δεν επρόφθασα καλά-καλά να το αντιληφθώ, και το κεφαλάκι εκείνο απεσύρθη αποτόμως και διά μιάς. Ήτο στιγμιαία η εμφάνισις, αλλά αρκετή, ώστε να μού προξενήση κποιαν ταραχήν. Δεν είναι δυνατόν το κεφαλάκι αυτό να μη ξαναπροβάλη, είπα μέσα μου, και προσήλωσα το βλέμμα μου προς το μέρος τής θύρας, γεμάτος από περιέργειαν και προσδοκίαν.
Ήτο θαλπερά η πρωΐα εκείνη του Αυγούστου. Μία αδιατάρακτος ηρεμία εβασίλευε πέριξ, διακοπτομένη από τον βόμβον των εντόμων και κἄπου- κἄπου από τον κρότον πελέκεως κἄποιου υλοτόμου εις την απέναντι κατάφυτον πλαγιάν του βουνού. Ώρα και τόπος, διαθέτοντες εις ερωτικάς σκέψεις. Να, μία σκηνή ειδυλλίου. Μία βοσκοπούλα ερωτευμένη με ένα άγνωστον εις αυτήν νέον· ερωτικαί διαχύσεις, τρυφεροί εναγκαλισμοί, φιλήματα φλογίζοντα . . .  Τα περαιτέρω ποιος τα συλλογίζεται.
Η λογική απήτει να μην κινηθώ από την θέσιν μου και να αναμένω το αποτέλεσμα της πρώτης μου σκέψεως. Επέρασε ένα τέταρτον της ώρας οχληροτάτης και ματαίας αναμονής. Διά να την προκαλέσω να ξαναπροβάλη, εσκέφθην να κάμνω κἄποιον θόρυβον, τάχα ότι ετοιμάζομαι να φύγω και έβαλα ευθύς εις πράξιν την σκέψιν μου. Δεν είχα προχωρήσει τρία βήματα και εστράφην αποτόμως διά να ιδώ αν επέτυχε το τέχνασμά μου. Η κορασίς είχε προβάλει από την θύραν το ωραίον της κεφαλάκι και το φουσκωμένον στήθος της, σκυμένη σχεδόν και συγκρατουμένη με τά δυό της τα χέρια από τον παραστάτην της θύρας. Καθώς ήτον ούτω πως προς την διεύθυνσίν μου εστραμμένη, ένας ολόξανθος χονδρός πλόκαμος είχε κρεμασθή από την κεφαλήν της. Μόλις όμως με είδε στρεφόμενον, απεσύρθη παραχρήμα και έκλεισε μετά κρότου την θύραν . . .
Εικ.2. «...Όταν έξαφνα από την θύραν της καλύβης βλέπω να προβάλη δειλά-δειλά ένα κεφαλάκι κορασίδος...». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 168).
 
*
* *
Θα είναι ψέματα αν ειπώ, ότι την ημέραν εκείνην και ολόκληρον την νύκταν ήμην ήσυχος. Ο πόθος και η ανυπομονησία να την ξαναϊδώ την επαύριον μ’ εκρατούσαν εις διαρκή ταραχήν. Βεβαίως θα ήτο κόρη του τσέλιγκα. Την εφανταζόμην ένα αιθέριον, αγγελόμορφον πλάσμα την βοσκοπούλαν αυτήν, μια νεράϊδαν του βουνού, και τέτοια πρέπει να ήτον, αφού χωρίς καλά-καλά να την ιδώ, με είχε τόσον μαγεύσει.
Πρωΐ-πρωΐ λοιπόν επήρα τον δρόμον διά την στάνην, όπου έφθασα με ένα φοβερό καρδιοκτύπι. Θα την ξαναϊδώ τάχα; Θα ήμην ευχαριστημένος και μόνο αν την έβλεπα. Το να κατορθώσω να της ομιλήσω, το άφινα πλέον εις τον καιρόν. Κάποια ευκαιρία προς τούτο δεν ημπορούσε παρά να παρουσιασθή.
Ευρήκα εις την στάνην τον τσέλιγκα Μήτσον και δύο άλλους φουστανελλοφόρους, που πρώτην φοράν τους έβλεπα. Ο ένας ήτον ηλικίας 50-55 ετών· ο άλλος, νέος λεβέντης 22-23 ετών.
Εικ.3. «...Εκάθηντο και οι τρείς κάτω από το σκεπαστό της καλύβης...». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 169).
Από της ομοιότητος εσυμπέρανα ότι ο δεύτερος ήτο υιός του πρώτου. Ήτον ημέρα Κυριακή κ’ εφορούσαν τα εορτινά των. Εκάθηντο και οι τρείς κάτω από το σκεπαστό της καλύβης και, άμα με είδαν, επροσηκώθησαν και μ’ εχαιρέτησαν. Εκάθησα μαζί των, έκαμα το συνειθισμένον πρόγευμά μου, αλλά ο νούς μου και το βλέμμα μου ήσαν αδιακόπως προσηλωμένα εις την θύραν της καλύβης.
Ταυτοχρόνως όμως αντελήφθην κἄτι λαθραία βλέμματα του νέου προς το αυτό σημείον που έβλεπα κ’ εγώ και κἄποιαν ανησυχίαν εις την μορφήν του. Εις την ομιλίαν των δύο ποιμένων δεν είχεν αναμιχθή ο νέος καθόλου· εκάθητο παράμερα και προς τα έξω του σκεπαστού ούτως, ώστε η ράχις του επυρπολείτο από τον ήλιον. Ευρίσκετο όμως απέναντι και πλαγίως της θύρας της καλύβης και εις στάσιν αναμονής. Εις κάθε κρότον βημάτων εντός της καλύβης, τον συνελάμβαν ταρασσόμενον ζωηρώς·επροσηκώνετο μάλιστα από την πέτραν που εκάθητο, ακουμβημένος εις την γκλίτσαν του. Δεν μου έμεινεν αμφιβολία πλέον, ότι κάποιου την εμφάνισιν ανέμενε, διότι η λαχτάρα ήτο ζωγραφισμένη εις το πρόσωπόν του, και ότι αυτός ο κἄποιος δεν ημπορούσε να είναι άλλος από την ωραίαν βοσκοπούλαν.
Ένα πελώριον κύμα ταραχής ησθάνθην να κυλισθή μέσα εις τα στήθη μου την στιγμήν εκείνην και είδα διαμιάς κατακρημνισθέντα τον πύργον των ονείρων, που είχα οικοδομίσει εις την φαντασίαν μου.
Ο νέος αυτός λεβέντης, δεν είναι παράδοξον να είναι επίδοξος μνηστήρ της ωραίας ποιμενίδος, και η επίσκεψις των δύο ποιμένων εις την στάνην του Μήτσου άλλον σκοπόν δεν έχει παρά την διαπραγμάτευσιν συνοικεσίου. Εθεώρησα λοιπόν απαραίτητον την απομάκρυνσίν μου και με οδύνην εις την ψυχήν, εσηκώθην να φύγω.
-Γιατί τόσο νωρίς, κύρ δεκανέα; Ηρώτησεν έκπληκτος ο τσέλιγκας Μήτσος.
Εγώ επροφασίσθην εργασίαν, απεχαιρέτησα και επροχώρησα να φύγω. Ο τσέλιγκας μ’ ηκολούθησε, με κατέφθασε και θέσας επί του ώμου μου την στιβαράν του παλάμην μου είπε χαμεγελών:
-Νἄρθης αύριον πρωΐ ποὔχομε γάμους! Να μην το ξεχάσης, τ’ ακούς;
-Και ποιος παντρεύεται; ηρώτησα ξεψυχυσμένα.
-Έλα αύριο και θα το μάθης.
 
*
* *
Επήρα τον κατήφορον συντετριμμένος. Μέχρις εκείνης της στιγμής δεν ειμπορούσα να λογοδοτήσω εις τον εαυτόν μου διατί έπασχα τόσον. Ποία υπήρξεν η αφετηρία όλης αυτής της ταραχής, που έκαμνε την ψυχήν μου να υποφέρη τόσον; Εκάθησα κάτω από μίαν πεύκην και ανεπόλησα την εξέλιξιν των συμβάντων και εύρισκον ότι ήτο μωρία να θέλω να καταγνώσω εις τον εαυτόν μου έρωτα προς μίαν κόρην, που καλά-καλά δεν την γνωρίζω. Ευθύς αμέσως όμως μου παρουσιάζετο εκείνο το ζευγάρι των λαμπερών και φοβισμένων ματιών της κόρης και ησθανόμην εις τα μύχια της καρδιάς μου τα οξέα κεντήματά των.
Κάθε αμφιβολία μου με την πρόσκλησιν του τσέλιγκα είχε διασκεδασθή πλέον και ήμην έτοιμος να υποκύψω εις την μοίραν μου. Είχα αποφασίσει να μη μεταβώ εις τούς γάμους εκείνης, η οποία τόσην τρικυμίαν διήγειρεν εις την ψυχήν μου· εν τούτοις την επαύριον, μετά την διανομήν του άρτου εις τούς άνδρας, χωρίς να το αντιληφθώ καλά-καλά, ευρέθην εις τα μισά της εις την στάνην αγούσης ατραπού.
Ησθανόμην κρότους εις τ’ αυτιά μου και το απέδωσα εις τον απομακρυσμένον κρότον των νταουλιών διά την τελετήν των γάμων.
Με κατάπληξιν όμως είδα, όταν έφτασα εις την στάνην, ότι καμμία προετοιμασία δεν είχε γίνει. Ο Μήτσος, με την καθημερινήν του φουστανέλλαν, στηρίζων το πηγούνι εις την μακράν γλίτσαν του, εστέκετο επάνω εις ένα κοτρώνι και παρετήρει τα μέσα εις περιφραγμένον περίβολον μανδρισμένα γίδια του.
Δεν είξευρα τί να υποθέσω με την κατάστασιν που έβλεπα τον κύρ Μήτσον, πάν άλλο ή εορτάσιμον. Μέσα εις την παραζάλην μου δεν θα ήκουσα ίσως καλά τί μου είπε χθές, διελογίσθην.
Τον επλησίασα, τον εκαλημέρισα και του εξέφρασα την απορίαν μου.
 Εικ.4. «-Μη βιάζεσαι, μου είπε, τώρα θα ιδής και τούς γάμους...». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 171).
-Μην βιάζεσαι, μου είπε· τώρα θα ιδής και τούς γάμους.
Σταθείς σιμά του, έβλεπα κ’ εγώ μηχανικώς προς το μέρος της μάνδρας, πού έβλεπε και ο τσέλιγκας Μήτσος και παρετήρησα δύο διαμερίσματα μανδρωμένα. Εις το ένα ήσαν καμμιά πενηνταριά πελώριοι και άγριοι τράγοι· εις το άλλο τετρακόσιαι και πλέον αίγες. Τα δύο αυτά διαμερίσματα συνεκοινώνουν μεταξύ των διά θύρας σκεπαστής άνωθεν με κλάδους. Παρά την θύραν εστέκετο ένας γέρων βοσκός, όστις είχε τα βλέμματά του εστραμμένα προς το μέρος πού εστεκόμεθα εγώ με τον τσέλιγκαν.
Είχα αποστρέψει προς στιγμήν το πρόσωπον εκ περιεργείας, μήπως θα έβλεπα ίσως ερχομένην την συνοδίαν του γαμβρού ή άλλο τι προμήνυμα γαμηλίου πομπής, όταν έξαφνα ακούω την φωνήν του τσέλιγκα απευθυνομένην προς τον γέροντα βοσκόν:
-Άνοιξε.
Θόρυβος δαιμονιώδης επηκολούθησε την κραυγήν ταύτην του τσέλιγκα, βρυχηθμοί σπαρακτικοί ηκούσθησαν από το διαμέρισμα των τράγων, οι οποίοι, με το άνοιγμα της θύρας, εξώρμησαν ακατάσχετοι προς το διαμέρισμα των αιγών . . .
-Πάμε τώρα να πιούμε τα καλορροίζικα, είπε, ξεκαρδισμένος στα γέλια, ο τσέλιγκας.
(Πειραιεύς, 1912).

ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

*Τα παρατιθέμενα σκίτσα εκαλλιτεχνήθησαν υπό του εν Βελγίω εκπαιδευομένου υιού του συγγραφέως, του νεαρού κ.Γ.Αγαθ.Κωνσταντινίδου, γνωστού εις τούς ημετέρους αναγνώστας διά τάς χαριεστάτας γελοιογραφίας του, δι’ ών εκόσμησε πολλάκις, μικρός έτι παίς, τάς σελίδας του Ημερολογίου.»
ΠΗΓΗ
 Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον» Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδες 166-172.