Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΑΥΡΟΣ (ΜΠΕΚΗ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΑΥΡΟΣ (ΜΠΕΚΗ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΤΕΡΟΙ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ, Η δολοφονία του γερο-Τασλή, του Γιάννη Μακρή (Αναδημοσίευση)


 Κατά τη διάρκεια της Κατοχής άνοιξαν οι φυλακές και οι κατάδικοι βγήκαν έξω. Κοντά στα άλλα προβλήματα των σκλαβωμένων Ελλήνων προστέθηκε κι αυτό των βαρυποινιτών που κυκλοφορούσαν πλέον ελεύθεροι. Συνέπηξαν συμμορίες που λυμαίνονταν την ύπαιθρο εκβιάζοντας ή κλέβοντας τους κατοίκους των χωριών και δολοφονώντας μερικές φορές αυτούς που αντιδρούσαν και δεν υπέκυπταν στους εκβιασμούς τους ή εν πάσει περιπτώσει αντιδρούσαν με κάποιο τρόπο. Για απονομή δικαιοσύνης ας μη μιλάμε καθόλου.
Την περιοχή μας ταλαιπωρούσε μια συμμορία “κατσικοκλεφτών”, η οποία άρπαζε ζώα από τα κοπάδια των κτηνοτρόφων του χωριού, και εκβίαζε τους νοικοκυραίους αγρότες από τους οποίους ζητούσε ένα-δύο φορτώματα σιτάρι κάθε φορά να τους το παραδώσουν στον Αϊ-Μάρκο. Ο Βασίλειος Σούλιος κι ο Κόστιαλος (Κων/νος Καραναστάσης) είχαν υποφέρει κυριολεκτικά.
Ο αρχηγός της συμμορίας αυτής, ο Σκ…, (το πλήρες όνομά του δε θα προσέφερε κάτι ιδιαίτερο στο δημοσίευμά μας) δολοφόνησε μέρα μεσημέρι το γερο-Τασλή (Αναστάσιο Ευθ. Καραναστάση) στο καφενείο του χωριού “δι’ ασήμαντον αφορμήν”, παρουσία πολλών κατοίκων και του 26χρονου τότε γιου του Δημητρίου (γεννήθηκε το 1915), από τον οποίο ζητήσαμε να μας διηγηθεί τα γεγονότα:
Ερώτηση: Πως έγινε μπάρμπα-Μήτσο η δολοφονία του πατέρα σου;
Απάντηση: Την Κατοχή, τότε π’ ούλα τ’ άσκιαζε η φοβέρα κι τα πλάκουν’ η σκλαβιά, ήταν μια συμμορία πλιατσικολόγ’ και κατσ’κοκλέφτες, που ρήμαζε τα χουριά.
Μας έλειψε μια προβατίνα κι ο πατέρας μου είπε:
“Πάει η καραμάνα μας, μας την έφα’ι ου Σκ…”
Κάποιος καλοθελητής του το σφύριξε του Σκ… κι αυτός ήρθε μια μέρα στο καφενείο του χωριού.
Ερ.: Τι ήταν αυτός ο Σκ…, τι ρόλο έπαιζε;
Απ.: Ήταν φυγίδικος, κατσικοκλέφτης. Είχε βγει από τη φυλακή. Ήταν 13 Σεπτεμβρίου 1941, μέρα Παρασκευή, που ήρθε ο Σκ… στη Μπεκή. Ήμουν κι εγώ στο καφενείο και παίζαμε με άλλους δύο σκαμπίλι (είδος παιχνιδιού της τράπουλας). Ρώτησε ο Σκ… ποιος είναι ο ένας και ποιος είναι ο άλλος. Όταν άκουσε τα’ όνομά μου λέει:
“Τράβα να φουνάξεις τον πατέρα σ’ ”.
Αμέσως όμως μετάνοιωσε. “Κάτσε ιδώ” μ’ λέει. Μας έκλεισε όλους μέσα στο μαγαζί κι έστειλε το γερο-Κώστα Σούλιο να φωνάξει τον πατέρα μου. Ήρθε ο πατέρας μου και του λέει ο Σκορδής. “Έλα να πιείς ένα ούζο, έλα να το πιεις και να σε πιει”.
-Είπες εσύ ότι σου ’κλεψα την προβατίνα;
-Έ είπα, ξέρου γω.
Μ’ έζουσαν τα φίδια. Πάω να μπώ στη μέση. Τραβάει το πιστόλι και του ρίχνει. Τον χτύπησε εδώ (έδειξε το λαιμό) και έφυγε. Μέχρι να τον πάμε στη Λαμία πέθανε…
Ερ.: Πόσο χρονών ήταν ο πατέρας σου, Μπάρμπα-Μήτσο;
Απ.: Εξήντα εφτά, ήταν γερός άντρας. Χωρίς το πιστόλι δεν τον έκανε καλά.

Σχόλιο: Ένας αποδεδειγμένα κακοποιός (υπάρχουν και άλλες σχετικές μαρτυρίες) πήγε μέρα μεσημέρι στο καφενείο του χωριού που ήταν γεμάτο άντρες, κάλεσε εκείνον που “πρόσβαλε την τιμή του”, τον εκτέλεσε εν ψυχρώ κι έφυγε σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Κι η απονομή Δικαιοσύνης; Ανύπαρκτη. Επικρατούσε ο νόμος του ισχυρότερου.
Ήταν τα μαύρα, τα δύσκολα από πολλές απόψεις χρόνια της Κατοχής. Για να μαθαίνουν οι νεώτεροι…


ΠΗΓΗ
ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ, Περιοδική Ενημερωτική & Πολιτιστική Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Σταυρού Λαμίας, Τεύχος 1, Λαμία 1999, σελίδες 57-58.



Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Οι τσιφλικάδες του κτήματος της Μπεκής (Σταυρού), του Γιάννη Μακρή (Αναδημοσίευση)


Το 1833, όταν η περιοχή μας ελευθερώθηκε από τους Τούρκους, το κτήμα της Μπεκής (τσιφλίκι) κατείχε ολόκληρο ο Ιζέτ-μπέη Ζαδές, γιος του Δερβίς Λουμαλάχ. Το κτήμα αυτό το κατείχε από το 1780 μ.Χ. «εκ προπατορικής κληρονομίας» και είχε έκταση 12.800 στρέμματα περίπου.
Το 1833 το αγόρασε ο Έλληνας Δημήτριος Ιωάννου Κεμπρέκος, Ηπειρώτης έμπορος. Για κάποιο χρονικό διάστημα, γύρω στα 1845, εμφανίστηκε και κάποιος Ιάκωβος Θεοφιλάς, γιατρός, κάτοικος Αθηνών, να κατέχει το ένα τέταρτο του τσιφλικιού της Μπεκής. Και γιατρός τσιφλικάς λοιπόν στη Μπεκή, κάτοχος 3.200 στρεμμάτων περίπου. Πάντως το 1849 ο Κεμπρέκος πλήρωσε στο Θεοφιλά 24.000 δρχ. και κατέστη πάλι κύριος όλου του τσιφλικιού. Ο Κεμπρέκος πέθανε το 1855 στη Λαμία από χολέρα και-καθώς δεν είχε παντρευτεί-τον κληρονόμησαν εφτά πρώτες του εξαδέλφες από τα χωριά της Ηπείρου και η ψυχοκόρη του (και ψυχοκόρη του πρώτου εξαδέλφου του Στέργιου Παλαιώβ) Ελισάβετ Πούλιου-Αγγελή που πήρε την κληρονομική μερίδα του Παλαιώβ, με διαθήκη του Παλαιώβ. Οκτώ λοιπόν οι κληρονόμοι του κληρονόμησαν το ένα όγδοο του τσιφλικιού η κάθε μια εξ αδιαιρέτου, δηλαδή 1.600 στρέμματα. Έτσι οι γυναίκες αγωγιατών και μυλωνάδων βρέθηκαν τσιφλικάδες στο κτήμα της Μπεκής. Αυτές ήταν:
1. Κάτσιω Κύρκου Κεμπρέκου, σύζυγος Μήτρου Τακανέση, κάτοικος Μετσόβου.
2. Λούσιω Κύρκου Κεμπρέκου, σύζυγος Δημητρίου Τσιούπη, κάτοικος Μετσόβου.
3. Φύρρω Κώνστα Πέγιου, σύζυγος Στέργιου Γκαλημάνη, κάτοικος Μετσόβου.
4. Στάμω Κώνστα Πέγιου και της Δέσπως, αδελφής Ιωάνν. Δ. Κεμπρέκου πατρός Δημητρίου Κεμπρέκου, σύζυγος Ζιώγα Μαχίκα, κάτοικος Κατσούφλιανης Μετσόβου.
5. Κάτσιω Κώνστα Πέγιου, σύζυγος Ζιώγα Τσιβήτα, κάτοικος Βουτουνεσίου Μετσόβου.
6. Σέντω Κώνστα Μάστορη, κάτοικος Ανηλίου Μετσόβου.
7. Σέντω Αποστόλου Δημ. Κεμπρέκου, σύζυγος Στέργιου Αθ. Νταλέτσου, κάτοικος Μαλακασίου Μετσόβου, και
8. Ελισάβετ Πούλιου Αγγελή, ψυχοκόρη του Κεμπρέκου και του Παλαιώβ, κάτοικος Λαμίας.
Οι δικαστικοί αγώνες για την αναγνώριση των κληρονόμων του Κεμπρέκου διήρκεσαν δυο χρόνια σχεδόν και σ’ αυτό το διάστημα η Ελισάβετ Πούλιου Αγγελή, με το προσωνύμιο «Κυρά» που της απένειμαν οι Μπεκιώτες, παντρεύτηκε τον Αχιλλέα Τηλεμαχίδη, γραμματέα του Αυγερινού Αβέρωφ.
Εκτός της Κυράς που εξακολουθούσε να μένει στο σπίτι του Κεμπρέκου στη Λαμία, στην ενορία Αγίου Νικολάου, καμιά άλλη από τους κληρονόμους του Κεμπρέκου δεν εγκαταστάθηκε στη Μπεκή ή στη Λαμία. Αυτοί οι ορεσίβιοι του Μετσόβου, είχαν τη βολή τους. Λίγα ζωντανά, λίγα γεννήματα, ξεγνοιασιά και τον καθαρό αέρα του βουνού. Τι να κάνουν στη Μπεκή; Γεωργοί δεν ήταν. Πώς να καλλιεργήσουν 1.600 στρέμματα χωράφια, χωρίς να έχουν την αναγκαία υλική υποδομή και την εμπειρία;
Βρέθηκαν σ’ ένα τρομερό δίλημμα. Ή έπρεπε να ξεριζωθούν από τον τόπο τους και να εγκατασταθούν σ’ ένα άγνωστο, αφιλόξενο γι’ αυτούς τόπο ή έπρεπε να πουλήσουν το τσιφλίκι τους. Επέλεξαν και οι εφτά το δεύτερο.
Άρχισαν λοιπόν οι αγοραπωλησίες των 7 κληρονομικών μεριδίων (τεμαχίων). Στο μεταξύ το 1857 επινοήθηκε η διανομή της όλης κτηματικής περιοχής σε εκατό εκατοστά (ψήφοι, όπως ονομάστηκαν) κι έτσι κάθε κληρονομική μερίδα (τεμάχιο) αποτελέστηκε από 12½ ψήφους. Στα τέλη του 1857 έχουμε τα εξής τσιφλίκια:
1.Της Κυράς (Ελισάβετ Πούλιου Αγγελή) σχεδόν 4.000 στρέμματα. Αγόρασε ένα ολόκληρο τεμάχιο και 6½ εκατοστά (ψήφους).
2. Του Χρήστου Βλαχάκη 3.200 στρέμματα περίπου. Τα πούλησε γρήγορα όμως (το 1861 και 1864).
3. Του Αθανάσιου Σαϊτόπουλου 1.600 στρέμματα.
4. Τα υπόλοιπα 4000 περίπου στρέμματα τα κατέχουν 33 ιδιοκτήτες. Μερικοί απ’ αυτούς (Κώστας και Αναγνώστης Παπασταθόπουλος, Νικόλαος Καραγάτσος και Δημήτριος Κουτρόπουλος) μπορεί να θεωρηθούν τσιφλικάδες, κατέχοντες 400 περίπου στερέμματα ο καθένας.
Αργότερα, το 1861, αγόρασε 1.600 στρέμματα ο Τσάλης, ο οποίος πρωτοτύπησε κατά τούτο: Έχτισε ένα μακρόστενο οίκημα μήκους 80 μ. περίπου και πλάτους 7 μ., για να στεγάσει τους κολλήγους του. Η Αραδαριά ή το Τσαλέικο, όπως ονομάστηκε το οίκημα αυτό από τους ντόπιους, ήταν χωρισμένη σε οκτώ τμήματα, κατοικίες-αποθήκες κολλήγων. Κάθε τμήμα αποτελούνταν από ένα δωμάτιο κι ένα βοϊδόσπιτο (στάβλο), συνεχόμενο προς το δωμάτιο-κατοικία. Με την πάροδο των χρόνων όμως οι τσιφλικάδες πουλάνε τα τσιφλίκια τους στους ντόπιους κολλήγους κι έτσι τα τσιφλίκια λιγοστεύουν και μικραίνουν. Γύρω στα 1930 οι περισσότεροι κολλήγοι απέκτησαν τη δική τους γη, μετά την ψήφιση του νόμου για την αναγκαστική απαλλοτρίωση.
Έτσι από το ένα ενιαίο τσιφλίκι των 12.800 στρεμμάτων περίπου της περιόδου 1833-1855 περάσαμε στα 8 μικρότερα τσιφλίκια του 1857 των 1.600 στρεμμάτων το καθένα, ενώ στα τέλη του 1857 έχουμε 3 τσιφλίκια συνολικής εκτάσεως 9.000 περίπου στρεμμάτων. Αμέσως μετά 2-3 τσιφλίκια της περιόδου 1858-1865 συνολικής εκτάσεως 4.500 στρεμμάτων περίπου, ενώ η πλειοψηφία των κτημάτων πέρασε στα χέρια των κολλήγων. Στη δεκαετία του 1930 παύουν να υφίστανται τα τσιφλίκια.

ΠΗΓΗ
Περιοδική-Ενημερωτική-Πολιτιστική Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Σταυρού Λαμίας: ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ, τεύχος 3, ΛΑΜΙΑ Δεκέμβριος 2000, σελίδες 61-63.


ΕΙΚΟΝΑ

 Εικ.1: Το Μπούρτζι (αναπαράσταση).


ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΕΙΚΟΝΑΣ

Περιοδική-Ενημερωτική-Πολιτιστική Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Σταυρού Λαμίας: ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ, τεύχος 3, ΛΑΜΙΑ Δεκέμβριος 2000, σελίδα 61.




Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

Ξόρκια και αμποδέματα, του Μπεκιώτη (Αναδημοσίευση)


        [Η παρούσα αναδημοσίευση αφιερώνεται στη μνήμη της γιαγιάς μου Δημητρούλας Δ. Γκέκα (γριάς Γκέκαινας) (1887-1980), το γένος Παπαθανασίου (Εικ.1). Καταγόταν από το Κόμμα Φθιώτιδας με γενεαλογικές ρίζες από Συκά Υπάτης. Στην ανάρτηση Πέμπτη 7 Μαΐου 1897 : Οι Οθωμανοί προ των πυλών (ante portas) της Λαμίας δημοσιεύεται ανάμνησή της από τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Παντρεύτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα το Δημήτριο Αθ. Γκέκα (1877-1942) από το Σταυρό (πρώην Μπεκή) Λαμίας. Το 1904 απέκτησε το πρώτο της παιδί. Είναι η Μαρία Γκέκα (μετέπειτα Βλάχου) (1904-1973). Από τον αρραβώνα της Μαρίας είναι η οικογενειακή φωτογραφία στο παζάρι της Λαμίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1932(Εικ.2). Συνολικά απέκτησε έντεκα τέκνα. Κατά την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων (6 Οκτωβρίου 1912) ο άνδρας της επιστρατεύθηκε αφήνοντάς την έγκυο και με τρία παιδιά. Απεβίωσε το 1980 στο Σταυρό].


Παλιότερα, όταν οι γιατροί και τα φάρμακα ήταν σχεδόν άγνωστα στα χωριά της υπαίθρου, περίσσευαν οι δεισιδαιμονίες και η πίστη σε μάγια και σε ξόρκια. Κάθε χωριό είχε τους πρακτικούς γιατρούς και τις γιάτρισσες, τους γητευτές και τις γητεύτριες, τους μάγους και τις μάγισσες, τις μαμές και τις ξεματιάστρες.
Είχε και το χωριό μας τους δικούς του. Συνήθως οι (γ)ητειές τους έφθαναν στα όρια της γειτονιάς τους, αλλά πολλών η φήμη ξεπερνούσε και τα όρια του χωριού τους.
Αδιαμφισβήτητη, κορυφαία (γ)ητεύτρα της γειτονιάς μας η γριά Γκέκαινα (χήρα του Γκέκα) χωρίς αμοιβές και μπαξίσια. Γριά κυρτωμένη από τα χρόνια, τυφλή, με πρόσωπο σκαμμένο από το χρόνο και τα βάσανα (έχασε δυο παλικάρια και τον άντρα της και την άφησε ο Θεός με πέντε κορίτσια), όπως τη γνώρισα από μικρό παιδί, έτσι την άφησα μετά από 20 χρόνια που έφυγα απ’ το χωριό. Λες κι είχαν ριζώσει τα πόδια της στο παραγώνι. Δεν θυμάμαι να την είχα δει ποτέ όρθια ή σε άλλο μέρος. Πίστευα ότι έτσι όπως τη γνώρισα, έτσι γεννήθηκε.
Άριστη ξεματιάστρα και (γ)ητεύτρα. Είχε τη δική της τεχνική ξεματιάσματος με αλάτι. Κρατώντας με το δείχτη και τον αντίχειρα λίγα σπυριά χοντρό αλάτι, έκανε το σημείο του σταυρού μπροστά στο «ματιασμένο» παιδί που μαραμένο λούφαζε στην αγκαλιά της μάνας του, μουρμούριζε τα ακαταλαβίστικα λόγια της και χασμουριόταν συνέχεια. Έριχνε το αλάτι στη φωτιά που σιγόκαιγε μέρα-νύχτα στο τζάκι της και με γλυκό παράπονο έλεγε ότι ξετσαουλιάστηκε από το χασμούρημα. Τόσο πολύ ματιασμένο ήταν το παιδί. Ανάλογο ήταν βέβαια και το πρατσάλισμα του αλατιού στη φωτιά. Το χασμούρημα και το πρατσάλισμα ήταν τα δυο κριτήρια της γριάς Γκέκαινας για το μέγεθος του ματιάσματος.
Επαναλάμβανε τρεις φορές το ξεμάτιασμα και το μάτι, αλάνθαστα, έφευγε. «Δεν το βλέπεις πώς ξεφλάμπρισε το καημένο; Ήταν πολύ βασκαμένο…».
Η θεοσεβούμενη μάνα μου φαίνεται ότι προτιμούσε το ξεμάτιασμα της γριάς Γκέκαινας από το «διάβασμα» του παπά της ενορίας μας για το μάτιασμα. Για δικαιολογία έλεγε: «Πού να τρέχεις στον παπά τέτοια ώρα στην άλλη άκρη του χωριού!!! Θεέ μου σχώρα με…».
Ο παπάς βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με τις ξεματιάστρες και τις γητεύτρες, έναν ιδιότυπο … επαγγελματικό ανταγωνισμό. Οι γητεύτρες άλλοτε επικαλούνταν τον αφέντη το Χριστό ή την Παναγιά τη Δέσποινα ή τους Αγίους Αναργύρους ή τον Αϊ-Λεφτέρη (οι μαμές, για να λευτερώσει τις ετοιμόγεννες) κι άλλοτε τον «εξαποδώ». «Έπαιζαν» και με τις λέξεις και φράσεις που σήμαιναν το τέλος ή την εξαφάνιση κάποιου πράγματος, π.χ. στη «χάση» του φεγγαριού[1] έπρεπε να πίνει κανείς τα διάφορα μαντζούνια για να φύγουν οι γαρδαβίτσες ή άλλα παθήματα.
Να ήταν όμως μόνο το ξεμάτιασμα! Αμ το ανεμοπύρωμα, τον πονόματο, τις άφτρες;
Όλα τα γιάτρευε η καλή μας γρια-Γκέκαινα. Μεγαλύτερη γητεύτρα απ’ αυτή δε γνώρισα στο μικρόκοσμο του χωριού μας… Και το ανεμοπύρωμα το έπαιρναν τα ξόρκια της «όπως ο ήλιος τη δροσιά της νύχτας» κι άλλα παθήματα τα’ απόδιωχνε «σε μέρη ακατοίκητα σε ριζιμιά λιθάρια». Όμως το δικό μου δράμα ήταν οι άφτρες που έβγαιναν στο στόμα (άφθες). Όσο μπορούσα έκρυβα από τη μάνα μου την ύπαρξή τους. Δεν έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου αν αμφισβητούσα την αποτελεσματικότητα της μεθόδου θεραπείας της ή υπερίσχυε στη σκέψη μου η αναγούλα και η αηδία που μου προκαλούσε, όταν θα έβαζε τα αγκυλωμένα από την ακινησία δάχτυλά της στο στόμα μου για να αλείψει τις άφθες με τη δικής της επινόησης αλοιφή… Θα προτιμούσα άλλο τρόπο θεραπείας-που τον έμαθα όταν μεγάλωσα λίγο-που έπρεπε να κάψεις τρία σπίρτα και να πετάς πίσω σου σ’ ένα τρίστρατο αποβραδίς με την εμφάνιση των πρώτων αστεριών, μουρμουρίζοντας και κάτι μαγικά λόγια[2].
Και τη λούγκα την (γ)ήτευε η γρια-Γκέκαινα με το αδράχτι και πολλά άλλα παθήματα γιάτρευε που δεν τα θυμάμαι όλα…
Υπήρχαν όμως και θεραπείες πολύ γνωστές σε όλους, όπως π.χ. για το κριθαράκι στο μάτι το αλύχτισμά του από πρωτότοκο παιδί. Το αλύχτισμα έπρεπε να γίνει πρωί-πρωί και να είναι άνιφτοι ο παθών και ο θεραπευτής. Ο θεραπευτής έλεγε: «Γαβ, είμαι πρώτος και σε τρώω…» τρεις φορές.
Το (γ)ήτεμα του ανεμοπυρώματος γινόταν και με τον εξής τρόπο[3]. Στο ανεμοπύρωμα τοποθετούνταν ένα κόκκινο πανί, επάνω εναποθέτονταν ένα βαμπακάκι που το άναβε ο (γ)ητευτής και το έσβηνε, μουρμουρίζοντας τα λόγια: «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες, αυτόν». Αυτό με το βαμβάκι και ταλόγια επαναλαμβανόταν τρεις φορές. Κι εδώ οι λέξεις κλειδιά του (γ)ητέματος ήταν το διασκορπισθήτωσαν και φυγέτωσαν (=να φύγει το ανεμοπύρωμα).
Όμως στο χωριό μας διέπρεπαν μεταξύ των άλλων και δύο μαμές. Η γριά Πεπερού και η κυρά-Ρήνα (Μακρή) η Κατσαίισα (από το Χρήστος=Κίτσος). Ξεγέννησαν άγνωστο αριθμό γυναικών κι έκοψαν τους ομφάλιους λώρους όλων των παιδιών που γεννήθηκαν στο μεσοπόλεμο στο χωριό μας.
Αμ η Μήτραινα η Κυροδήμαινα, η πρακτική ορθοπεδικός που «έφτιαχνε» τα χέρια; Ή ο επίσης ορθοπεδικός γερο-Κότσιαλος που «έφτιαχνε» κυρίως τα πόδια;
Γενικά κανένα αερικό πάθημα και καμμιά αρρώστια ανθρώπων και ζώων δεν ήταν αγιάτρευτα για τους γητευτές του χωριού μας.
Βέβαια είχαμε και τα φαντάσματά μας, κυρίως γύρω από το χωριό, που τα έβλεπαν μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι και οι νεραϊδοπαρμένοι. Αυτοί είχαν και το προνόμιο να κουβεντιάζουν και με τα ξωτικά και τα στοιχειά
Μάγους και μάγισσες που «έδεναν» με μάγια τους ανθρώπους δεν είχαμε στο χωριό μας. Αυτά γίνονταν μακριά από μας. Σε μας μόνον «έλυναν» μάγια…

Γλωσσάρι
αλαφροΐσκιωτος (αλαφρός+ισκιώνω)=ο ικανός (σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση) να βλέπει αόρατες δυνάμεις, πνεύματα, ξωτικά κτλ.
αλύχτισμα=γαύγισμα.
αμποδένω=κάνω μάγια, μαγεύω και καθιστώ κάποιον άνδρα ανίκανο για συνουσία.
αμπόδεμα=δέσιμο με μάγια, γήτεμα…
ανεμοπύρωμα (άνεμος+πύρωμα)=δερματική πάθηση, το ερυσίπελας.
άνιφτος=αυτός που δε νίφτηκε, δεν πλύθηκε κυρίως στο πρόσωπο και στα χέρια.
άφθα ή άφτρα=φλεγμονή του βλεννογόνου του στόματος.
γαρδαβίτσα=μερμηγκιά, ακροχορδών, επιδερμική-συνήθως στρογγυλή-επίκτητη εκβλάστηση.
γητεύω (γοητεύω)=κάνω μάγια, γητειές. Από το γητεύω παράγονται: γητευτής, γητεύτρα, γήτεμα, γητειά.
(γ)ήτεμα=η χρησιμοποίηση μαγικών μέσων για την επίτευξη σκοπού ή την αποτροπή κακού. Στο Σταυρό αναφερόταν ως ήτεμα.
γητειά=πρόκληση ή αποτροπή κακού ή επιδίωξη ερωτικού σκοπού με μαγικά μέσα.
εξαποδώ (έξω από εδώ)=ο διάβολος, ο σατανάς.
κριθαράκι (ιατρική)=μικρό φλεγμονώδες οίδημα στο χείλος του βλεφάρου.
λούγκα=το πρήξιμο αδένων ψηλά στο μηρό.
μάγια=κάθε τι που χρησιμοποιείται για μαγικό σκοπό.
μαντζούνι=πολτώδες, πρακτικό φαρμακευτικό παρασκεύασμα.
νεραϊδοπαρμένος (νεράϊδα+παίρνω)=κατά τη λαϊκή δεισιδαιμονία, φρενοπαθής που του πήραν τα συλλογικά οι νεράϊδες.
ξεφλαμπρίζω=συνέρχομαι.
ξόρκια=μαγικά λόγια που, κατά τη λαϊκή φαντασία, αποδιώχνουν το κακό, εξορκισμός.
ξωτικό (και ξουθ’κό)=υπερφυσικό πλάσμα, στοιχειό.
παραγώνι=χώρος κοντά στο τζάκι, κατ’ επέκταση το τζάκι.
πρατσάλισμα (του αλατιού στη φωτιά)=ο κρότος που κάνει το χοντρό αλάτι καθώς «σκάζει» στη φωτιά.
ριζιμιό λιθάρι=πέτρα (βράχος) ριζωμένη, ακλόνητη στη θέση της συνήθως στα βουνά (σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι…).
στοιχειό=αγαθοποιό ή κακοποιό πνεύμα, φάντασμα.
τσαούλια=τα σαγόνια. «Ξετσαουλιάστικα από το χασμούρημα», μου βγήκαν τα σαγόνια από το πολύ χασμούρημα.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

[1] Χάση φεγγαριού, δηλ. χάνεται (σώνεται) το φεγγάρι. Έτσι να χαθούν κι οι αρρώστιες ή να φύγουν μακριά από τους ανθρώπους «στα όρη στ’ άγρια βουνά» ή «σε μέρη ακατοίκητα, σε ριζιμιά λιθάρια…».
[2] Μαρτυρία Ελένης Σερεμέτη το γένος Ευαγ. Μακρή. Το τρίστρατο συνιστούσαν σε πολλές περιπτώσεις, για να μπορεί το «κακό» να φεύγει ανεμπόδιστα προς πολλές κατευθύνσεις.
[3] Μαρτυρία Δημητρίου Αναστ. Καραναστάση, έτος γεν. 1915.



ΕΙΚΟΝΕΣ



 Εικ.1 Δήμητρα Δ. Γκέκα (1887-1980).




Εικ.2 Στο κέντρο καθήμενος ο Δημήτριος Αθ. Γκέκας (1877-1942) και δίπλα του η Δήμητρα Δ. Γκέκα (1887-1980). Πίσω όρθιος ο γιός τους Αθανάσιος Δ. Γκέκας (1910-1933). Η δεσποινίς με την ομπρέλλα είναι η κόρη τους Μαρία Δ. Γκέκα (μετέπειτα Βλάχου) (1904-1973) και δίπλα όρθιος ο αρραβωνιαστικός της Γεώργιος Βλάχος (1902-1972).



ΠΗΓΗ
1)Περιοδική-Ενημερωτική-Πολιτιστική Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Σταυρού Λαμίας: ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ, τεύχος 8 (Αφιέρωμα στο Βασίλη Σίμο), Ιούλιος 2003, σελίδες 97-99.
2)Εικ.1,2: Οικογενειακό φωτογραφικό αρχείο Σωτήρη Γ. Αλεξόπουλου.






Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

Αιχμαλωσία και φόνος δικαστών από ληστές στη Μπεκή (σημ. Σταυρός) το 1894, του Μπεκιώτη (Αναδημοσίευση)


Είναι γνωστό ότι στα τέλη του 19ου αιώνα ανθούσε η ληστεία στην Ελλάδα, ιδιαίτερα όμως στη Φθιώτιδα που ήταν παραμεθόριος περιοχή και οι ληστές περνούσαν εύκολα από το ελληνικό στο τουρκικό, όταν συναντούσαν μεγάλες δυσκολίες.
Ένας από τους τρομερότερους αρχιλήσταρχους της περιοχής μας ήταν ο Θανάσης Παπακυριτσόπουλος από το Αμούρι Φθιώτιδας.
Το καλοκαίρι του 1894 οι αρχές στη Φθιώτιδας έλαβαν δραστήρια μέτρα κατά των ληστών. Ιδιαίτερα δραστηριοποιήθηκε στον τομέα αυτό ο εισαγγελέας Λεωνίδας Ροζάκης που είχε μόλις δυο μήνες νωρίτερα αναλάβει υπηρεσία στη Φθιώτιδα «ανέλαβε μετά πείσματος την καταδίωξιν της ληστείας»[1]. Τόλμησε μάλιστα να πει: «Θα τον πιάσω ζωντανόν τον Παπακυριτσόπουλον».
Ο αρχιληστής, όταν το έμαθε, σχολίασε: «Κι εγώ θα του κόψω τ’ αυτιά του κυρ-εισαγγελέα…».
Η θρασύτητα του Παπακυριτσόπουλου, το ριψοκίνδυνο του χαρακτήρα του και πάθος του να εκδικείται όποιον τον βλάπτει, τον ώθησαν ν’ αποφασίσει να συλλάβει και τιμωρήσει τον εισαγγελέα Ροζάκη. Η ευκαιρία του δόθηκε πολύ γρήγορα στις 8 Σεπτεμβρίου 1894, ως εξής:
Ο εισαγγελέας Ροζάκης και ο ανακριτής Γεώργιος Αγγελής περιόδευαν την περιοχή της Υπάτης διενεργώντας ανακρίσεις. Οι δύο δικαστικοί θα επέστρεφαν στη Λαμία το μεσημέρι της 8ης Σεπτεμβρίου μαζί με τους γραμματείς τους Βλαχογεώργο και Παπαδόπουλο. Της άμαξας των δικαστικών προπορευόταν ένας χωροφύλακας και την ακολουθούσαν δύο έφιπποι χωροφύλακες εντεταλμένοι για τη φύλαξη και ασφάλεια των δικαστικών.
Άγνωστο πως ο Παπακυριτσόπουλος πληροφορήθηκε τα της επιστροφής των δικαστικών και μαζί με τους συντρόφους του Καρακώστα (από τα Καμπιά), Καλτσά και Αρβανίτη έστησαν ενέδρα κάτω από τη γέφυρα του Βαγιονορέματος, στα σύνορα Μπεκής-Καλυβίων, στην περιοχή Καναπίτσα του Σ.Σ. Λιανοκλαδίου. Γύρω στις μιάμιση το μεσημέρι η άμαξα έφτασε στη γέφυρα κι οι τέσσερις ληστές πετάχτηκαν δύο από δεξιά, δυο από αριστερά πυροβολούντες τα άλογακαι τον προπορευόμενο χωροφύλακα και φωνάζοντας «Αλτ! Στον τόπο».
Ο χωροφύλακας ανταποδίδει τα πυρά κατά των ληστών, αλλά τελικά το βάζει στα πόδια καθώς και οι δύο έφιπποι χωροφύλακες που ακολουθούσαν, χωρίς να πυροβολήσουν καθόλου. Δίπλα στον αμαξά καθόταν και συνοδός στρατιώτης που δεν αντέδρασε καθόλου.
Έτσι η ληστοσυμμορία παραλαμβάνει τους δυο δικαστικούς και τους γραμματείς τους και απομακρύνονται από το δημόσιο δρόμο κατά μήκος της ρεματιάς με κατεύθυνση προς βορράν. Μετά από πορεία 20 λεπτών έφτασαν στο λημέρι τους (περίπου στην περιοχή Παρηγόρη ή λίγο πιο πάνω στο Γερεντέ που είχαν λημέρι πολλοί ληστές). Εκεί άφησαν ελεύθερους τους δυο γραμματείς με την εντολή να μεταφέρουν ένα γράμμα προς το Νομάρχη. Το γράμμα έγραψε ο Αγγελής καθ’ υπαγόρευση του Παπακυριτσόπουλου. Στο γράμμα έγραφε να μην καταδιώξουν τους ληστές, γιατί θα σκότωναν τους αιχμαλώτους.
Κι ενώ οι γραμματείς αναχωρούσαν για τη Λαμία, η ληστοσυμμορία, αφού πήρε από το λημέρι της δισάκια με τροφές και πολεμοφόδια, συνέχισε την πορεία της προς βορράν.
Στο μεταξύ ο λοχίας Ανέστης, επικεφαλής ευζωνικού αποσπάσματος από εννιά άνδρες, βρέθηκε τυχαία κατά την ώρα της αιχμαλωσίας των δικαστικών σε απόσταση ενός τετάρτου από το χωριό Μπεκή και ακούγοντας τους πυροβολισμούς έσπευσε προς τα εκεί και τέθηκε στο κατόπι των ληστών. Αλλά και η Κυβέρνηση, απαντώντας σε τηλεγράφημα του Νομάρχη που ζητούσε οδηγίες για τον τρόπο αντιμετώπισης του συγκεκριμένου περιστατικού, έδωσε εντολή να καταδιωχτούν αμείλικτα οι ληστές. Πρώτο μέλημα έπρεπε να είναι η εξόντωση της ληστοσυμμορίας και σε δεύτερη μοίρα ερχόταν η σωτηρία των αιχμαλώτων. Έτσι η εντολή του Νομάρχη προς τους επικεφαλής των μονάδων που ανέλαβαν την καταδίωξη της ληστοσυμμορίας ήταν: «Τα κεφάλια των ληστών ή τα γαλόνια σας…».
Να και η περιγραφή της πρώτης φάσης της καταδίωξης από το απόσπασμα του Ανέστη, που τυχαία βρέθηκε εκεί κοντά:
«…το ρεύμα εξέρχεται πλέον ολοέν υψούμενον προς βορράν των κλιτύων των δύο λόφων, αίτινες ταπεινούνται και σχηματίζουσιν εκατέρωθεν ομαλά οροπέδια, δι’ ών διήκει το ρεύμα, κεκαλυμμένων υπό θάμνων.
Επί του αριστερού οροπεδίου υπάρχει μικρός τις ναΐσκος, ονόματι Άγιος Μάρκος, καταντικρύ δε και η Δευτέρα υψίστη κορυφή όλης της λοφοσειράς “Άγιος Ηλίας Μπεκιώτικος” ονόματι. Προ του ναΐσκου τούτου υπάρχει καλύβη τις μικρά, ποιμαντική, όπου ενήδρευον τρεις εύζωνοι, οίτινες ιδόντες εκεί που δια του ρεύματος τους ληστάς τους επυροβόλησαν, αντιπυροβοληθέντες υπ’ αυτών. Και κατόπιν εις εκάστην εμφάνισιν πυροβολισμοί αντηλλάσσοντο εκατέρωθεν… Ο Ανέστης εκ των όπισθεν ερχόμενος διήλθε το ρεύμα παρακολουθών τους ληστάς εκ της δεξιάς πλευράς, οι δε λοιποί εύζωνοι εκ της αριστεράς έχοντες ούτω εν τω μέσω την ληστοσυμμορίαν…
Ούτω η συμμορία κατά πόδαν καταδιωκόμενη έκαμψε δια του ρεύματος προς τα αριστερά, ανερχομένη προς την κορυφή του οροπεδίου. Οι λησταί μετά των αιχμαλώτων φθάσαντες εις την κορυφήν του οροπεδίου και το άκρον, ήτοι την αρχήν του ρεύματος, επήδησαν επί της επιφανείας και μετά μικρόν, χωρίς να παρατηρηθώσιν υπό των ευζώνων δια το ανώμαλον και θαμνώδες του τόπου, εισέδυσαν εις άλλο ρεύμα[2], κατερχόμενοι δι’ αυτού εις την πεδιάδαν της Δαϊτσάς (σημ. Αγριελιάς)…[3].
Στο μεταξύ «δεκάς χωρικών Μπεκιωτών συνηνώθησαν με το πρώτον τμήμα των ευζώνων του Ανέστη, οι λησταί κατελθόντες εις την πεδιάδα της Δαϊτσάς προχωρούν προς την Όρθρυν, απέχοντες τριακόσια μέτρα των ευζώνων και των χωρικών…».
Έτσι καταδιωκόμενοι οι ληστές μπήκαν στο «Δαϊτσόρεμα», το ρεύμα που είναι δυτικά της Δαϊτσάς και διευθύνονταν προς την Όρθρυ. Από τη Λαμία χωροφύλακες και δύναμη πεζικού από 50 άνδρες και από βορράν το ευζωνικό απόσπασμα υπό τον Παπαδογούλα που κατέβαινε τυχαία από «την μονήν Αντωνίτσης» προς Δαϊτσάν και Αμούρι.
Έτσι οι ληστές περικυκλώθηκαν «εις την κορυφήν της ράχεως Παλαιοκαστράκι[4] καλουμένην, (στην περιοχή Ζούπουρνο) βραχώδη απότομον και κατάφυτον εκ πρίνων…».
Στη λυσσώδη μάχη που επακολούθησε σκοτώνεται πρώτος ο Καρακώστας. Να όμως η λεπτομερής περιγραφή της μάχης.
«Οι πυροβολισμοί έπιπτον βροχηδόν εκ των στρατιωτικών αποσπασμάτων. Ο Παπακυριτσόπουλος, εν μέσω του θορύβου ηκούσθη φωνάζων προς τον εχθρόν του απειλητικώς.
«Μη χτυπάτε, γιατί θα σκοτώσω τους αιχμαλώτους».
Την απειλήν ταύτην συχνά επαναλάμβανεν, αλλ’ οι διευθύνοντες τ’ αποσπάσματα, έχοντες διαταγήν να εξοντώσωσιν αυτούς πάση θυσία αδιαφορούντες περί της ζωής των αιχμαλώτων, συνεμορφούντο προς αυτήν.
Οι λησταί έχοντες εις το μέσον δεδεμένους τους αιχμαλώτους εμάχοντο μετά πείσματος και πάθους υπερβολικού.
Ο δυστυχής εισαγγελεύς Ροζάκης, βλέπων τον κίνδυνον και απελπισθείς εκραύγασε μετά φωνής, εμπεριεχούσης μεγάλην συγκίνησιν και απόγνωσιν προς τους στρατιώτας:
«Μη κτυπάτε βρε παιδιά».
Οι διευθύνοντες τ’ αποσπάσματα είχον καταληφθεί υπό νευρικής ανησυχίας, διά τους αιχμαλώτους, ο προφανής κίνδυνος των οποίων είχε κατασυγκινήσει και καταθλίψει αυτούς, αλλά δεν ηδύναντο άλλως να πράξωσιν ή να εκτελέσουν τας διαταγάς.
Το πολεμικόν μένος είχε κατακυριεύσει τους τε ληστάς και στρατιώτας και η μάχη εκραταιούτο, των ληστών αποκρινομένων εις το πυκνό πυρ των αποσπασμάτων.
Τέλος έπεσε και έτερον ληστρικόν τέρας, βληθέν υπό των σφαιρών των στρατιωτών.
Τα έτερα εναπομείναντα δύο, βλέποντα το αδύνατον της σωτηρίας των και απελπισθέντα, μη εννοούντα δε να μη εκδικηθώσι προ του θανάτου των, ορμώσι κατά των αιχμαλώτων όπως φονεύσωσιν αυτούς.
Αλλά ο εις εξ αυτών πλήσσεται υπό σφαίρας και πίπτει νεκρός.
Έμεινε το μέγα θηρίον, ο αρχιλήσταρχος Παπακυριτσόπουλος όστις ώρμησε κατά του εισαγγελέως με το γιαταγάνι του και ρίπτει αυτόν χαμαί, κατανεγκών δύο σοβαρά κτυπήματα εις την κεφαλήν.
Αλλ’ εν ώ ετοιμάζετο να επιτεθή και κατά του ανακριτού σφαίρα πλήσσει αυτόν και τον ανατρέπει του σκοπού του, πεσόντα νεκρόν.
Εάν όμως το γιαταγάνιον του Παπακυριτσόπουλου δεν εφόνευσε τον ανακριτήν, τον εφόνευσε βολή στρατιώτου.
Άμα το πύρ εσίγησεν εκ του αντιθέτου μέρους, ώρμησαν μετά προφανούς ανυπομονησίας, μετά λαχτάρας, ν’ αρπάξωσι τους αιχμαλώτους οι τε αξιωματικοί και οι στρατιώται.
Αλλ’ οποία έκπληξιν ανέμενεν αυτούς.
Οι αιχμάλωτοι έκειντο μεταξύ των πτωμάτων των ληστών, ών ο μεν εισαγγελεύς νεκρός παρά το πλευρόν του Παπακυριτσόπουλου, ο δε ανακριτής αναπνέων έτι, αλλά καιρίως τετραυματισμένος[5]».
Αυτό ήταν το τέλος των δικαστικών λειτουργών, του εισαγγελέα Ροζάκη και του ανακριτή Αγγελή, που το μόνο τους «φταίξιμο» ήταν ότι ήθελαν να επιτελέσουν σωστά το υπηρσιακό τους καθήκον.
Η πόλη της Λαμίας τους ετίμησε με την ονομασία μιας από τις κεντρικότερες οδούς σε οδό ΡΟΖΑΚΗ-ΑΓΓΕΛΗ, το ελάχιστο που μπορούσε να κάνει.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

[1] Οι πληροφορίες καθώς και τα εντός εισαγωγικών αποσπάσματα είναι παρμένα από το βιβλίο του Όμηρου Αθηναίου «Ιστορία των ληστών», έκδοση 1900.
[2] Προφανώς το ρέμα της Συκιάς ή Συκόρευμα, όπως αναφέρεται σε παλαιά έγγραφα.
[3] Όποιος γνωρίζει καλά την περιοχή θα παραδεχθεί ότι ο συγγραφέας κάνει πιστή περιγραφή της τοπογραφίας της (ίσως και στη συνέχεια), πράγμα που φανερώνει ότι έχει επισκεφθεί τα μέρη που περιγράφει κι έχει συνομιλήσει με κάποιους που έλαβαν μέρος στην καταδίωξη.
[4] Σε μικρή απόσταση βορειοανατολικά της φάρμας Γεωργίου Ηλία Μπαλαφούτη, στην περιοχή της Λυγαριάς.
[5] Τελικά πέθανε κι αυτός στη Λαμία όπου μεταφέρθηκε.



ΠΗΓΗ
Περιοδική-Ενημερωτική-Πολιτιστική Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Σταυρού Λαμίας: ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ, τεύχος 8 (Αφιέρωμα στο Βασίλη Σίμο), Ιούλιος 2003, σελίδες 71-74.



Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Οι κάτοικοι του Σταυρού, του Μπεκιώτη (αναδημοσίευση)


Τις πρώτες πληροφορίες για τον αριθμό των κατοίκων του Σταυρού, της Μπεκής, όπως λεγόταν παλιά, τις έχουμε από το Γάλλο περιηγητή Πουκεβίλ, που ήταν Πρόξενος της Γαλλίας στην αυλή του Αλή πασά των Ιωαννίνων και προσωπικός γιατρός του.
Έχοντας την προστασία του Αλή πασά, ταξίδεψε στην επικράτειά του γύρω στα 1810 και κατέγραψε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο του «Ταξίδια στην Ελλάδα».
Εκεί αναφέρει ότι η Μπεκή (γράφει με λατινικούς χαρακτήρες Beki) είχε 40 οικογένειες.
Αν υπολογίσουμε 4-5 άτομα σε κάθε οικογένεια, είχε συνολικά γύρω στους 200 κατοίκους.
Μετά τη μάχη της Μπεκής το 1821 και το κάψιμο του Ι.Ν. του Αγίου Αθανασίου από τους Τούρκους και τους διωγμούς των ραγιάδων, οι κάτοικοι της Μπεκής κατέφυγαν στις αποκλείστρες, στα βουνά.
Που ακριβώς πήγαν δεν ξέρουμε και δεν κατέφυγαν όλοι μαζί στο ίδιο μέρος.
Πιθανόν να πήγαν σε διάφορα μέρη, όπου καθένας είχε συγγενείς ή φίλους. Κάποιοι πάντως σίγουρα κατέφυγαν στην ορεινή Ναυπακτία (Παλούκοβα).
Το 1828, ενώ ροδοχάραζε η λεφτεριά, άρχισαν να κατεβαίνουν σιγά-σιγά στον τόπο τους, έτσι ώστε το 1835 κατοικούσαν στη Μπεκή «επί του παρόντος επέκεινα των 35 οικογενειών και εν καιρώ χειμώνος παραχειμάζουν εις αυτό και άλλαι περί πλέον των 40 οικογενειών βλαχοποιμένων….» (έγγραφο του Μητροπολίτη Φθιώτιδας το 1835).
Τις πρώτες γραπτές αναφορές σε ονόματα κατοίκων του Σταυρού τις βρίσκουμε σε παλαιά συμβόλαια.
Σ’ αυτά θα αναφερθούμε στο επόμενο φύλλο.
Εδώ θα παραθέσουμε τον πρώτο γραπτό κατάλογο που σώθηκε με τα ονόματα των κατοίκων της Μπεκής το 1879!
Πρόκειται για τον εκλογικό κατάλογο του 1879 και γράφει μόνο τα ονόματα των ανδρών, επειδή μόνον οι άνδρες ψήφιζαν τότε και πολύ αργότερα. Ιδού, λοιπόν, ο εκλογικός κατάλογος:



Μερικά συμπεράσματα:
1. Οι έχοντες δικαίωμα ψήφου 86 άνδρες έχουν ηλικία 24 έως 77 ετών και φέρουν 42 διαφορετικά επώνυμα. Από τα 42 επώνυμα τα 22 δεν είναι γνωστά σήμερα στο Σταυρό, δεν υπάρχουν απόγονοί τους. Πιθανόν μετοίκησαν κι εμείς σήμερα δε γνωρίζουμε που πήγαν. Υπάρχουν άλλα 5 επώνυμα που οι φέροντες αυτά δεν κατοικούν στο Σταυρό, αλλά είναι γνωστά, επειδή διατηρούν κάποια σχέση με τη γενέτειρα π.χ. Μακρής, Καλέμης, Παπαφιλίππου.
Στα 20 παλιά επώνυμα που απόγονοί τους βρίσκονται στο Σταυρό προστέθηκαν και πολλά νέα επώνυμα, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Σταυρό αργότερα π.χ. Τσιμπούρης, Μπούτλας, Ζάχος, Νταής, Πασιόπουλος, Τζουβάρας κτλ. Και από το 1920 και μετά εγκαθίστανται μόνιμα κάποιοι κτηνοτρόφοι που χρησιμοποιούσαν το λιβάδι της Μπεκής ως χειμαδιό. Πρώτοι ήρθαν οι Κυροδημαίοι, Δρακαίοι, Τζουαναίοι, Ζιακαίοι κτλ. (η σειρά μπορεί να μην είναι η σωστή).
Στα επόμενα φύλλα θα παρουσιάζονται οι οικογένειες αυτές με ένα σύντομο ιστορικό: πότε, από πού, ποιοι ήταν οι πρώτοι πρόγονοί τους που ήρθαν κτλ. Επειδή τα στοιχεία αυτά δεν τα γνωρίζουμε ή έχουμε ελλιπή γνώση, παρακαλώ τους απογόνους αυτών να μας δώσουν όσο περισσότερες πληροφορίες μπορούν, συνοδευόμενες από φωτογραφίες, αν είναι δυνατόν.
2. Οι μέχρι τώρα γνωστοί Μπεκιώτες αγωνιστές του 1821 είναι πέντε:
1.Γαλάνης Γεώργιος
2.Καραγάτσος Αθανάσιος
3.Καραναστάσης Αθανάσιος
4.Κούτρας Ευθύμιος και
5.Τερτύπης Νικόλαος
Το 1879 δεν ζει κανένας απ’ αυτούς, δεν είναι γραμμένοι στον εκλογικό κατάλογο. Είναι γραμμένα όμως τα παιδιά τους (εντός παρενθέσεως οι ηλικίες τους).
1.Γαλάνης Σπύρος του Γεωργίου (42).
2.Καραγάτσος Νικόλαος (52) και Κώστας (49) του Αθανασίου. Τα δύο αυτά παιδιά του αναφέρονται και ως πραγματογνώμονες στον καθορισμό των ορίων Μπεκής-Αμουρίου. Ο πατέρας τους ήταν πάρεδρος το έτος 1837.
3.Του Αθανασίου Καραναστάση δε συμπεριλαμβάνεται παιδί στον εκλογικό κατάλογο του 1879.
4.Κούτρας Κώστας (42) του Ευθυμίου.
5.Τερτύπης Λεωνίδας (44), Ιωάννης (40) και Αντώνιος (34) του Νικολάου. Ένας ακόμα γιος του, ο Γεώργιος, έχει μετοικήσει στη Λαμία. Ο Νικόλαος Τερτύπης αναφέρεται στο συμβόλαιο του Περραιβού 65/1838 και σε συμβόλαιο του 1857 αναφέρεται Αικατερίνη χήρα Νικολάου Τερτύπη, δηλαδή το 1857 έχει πεθάνει ο σύζυγός της.

ΠΗΓΗ
Τοπική Εφημερίδα «Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ», Φύλλο 3, Ιανουάριος-Μάρτιος 2008, σελίδες 5, 8.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στους ευζώνους προγόνους μου (θείοι του παππού μου Δημητρίου Αθ. Γκέκα) Ανδρίτσο και Σπύρο Γκέκα (α/α 1816 και 1817 αντίστοιχα) είναι αφιερωμένη η ανάρτηση: Το ευζωνικό κατά τα τέλη του 19ου αιώνα 




Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Η μάχη της Μπεκής, Απρίλης 1821 (αναδημοσίευση)


«…..Η μάχη της Μπεκής αποτελεί γεγονός άγνωστο στο ευρύ κοινό, αλλά αδιαμφισβήτητο. Μας εκπλήσσει δε που δεν έχει διασωθεί με την προφορική παράδοση…..
Γραπτές αναφορές στη μάχη της Μπεκής έχουμε σε πολλές πηγές[1], βιβλία του περασμένου αιώνα. Από τις πηγές αυτές αντλούν τις πληροφορίες τους οι σύγχρονοι συγγραφείς[2], όταν αναφέρονται στη μάχη της Μπεκής.
Όπως είναι φυσικό οι αναφορές στη μάχη της Μπεκής είναι ολιγόλογες, γιατί η σημασία της δεν ήταν καθοριστική για τη συνέχιση του Αγώνα. Ακόμη και η ακριβής χρονολογία της διεξαγωγής της μάχης δεν αναφέρεται στις πρωταρχικές πηγές. Ο Φιλήμων βέβαια αναφέρει ότι στις 10 Απριλίου έφθασαν οι Διάκος και Δυοβουνιώτης στην Αλαμάνα. Στη συνέχεια αναφέρει ότι ήθελαν να έλθουν σε συνεννόηση με τον Κοντογιάννη, πριν επιτεθούν στη Λαμία, που είχε ενισχυθεί από τα τουρκικά στρατεύματα της Θεσσαλίας. Συνεχίζει ότι ήθελαν να δοκιμάσουν τη δύναμη της πόλης αυτής και έστειλαν ένα σώμα μέχρι τα Καλύβια. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το έκαναν αμέσως μόλις έφθασαν στην Αλαμάνα, δηλ. στις 10 Απριλίου.
Άλλωστε ο Γούδας αναφέρει ότι το εγχείρημα έγινε όταν οι οπλαρχηγοί βρίσκονταν στις Κομποτάδες. Προσωπικά δεχόμαστε ως πλέον αξιόπιστη την εκδοχή του Γούδα, γιατί στο κεφάλαιο του βιβλίου του που αναφέρεται το συμβάν έχει ως κεντρικό ήρωα τον Τράκα κι είναι φυσικό να έχει συγκεντρώσει πιο θετικές πληροφορίες για τις κινήσεις του ήρωά του. Σημειωτέον ότι ο Τράκας ήταν υφοπλαρχηγός του Πανουριά και στην Αλαμάνα, στις 10 Απριλίου, βρισκόταν μόνο οι Διάκος-Δυοβουνιώτης κατά το Φιλήμονα. Η μάχη λοιπόν πρέπει να έγινε μεταξύ, 11ης και 15ης Απριλίου, γιατί στις 17 Απριλίου ο Τράκας πολεμάει στη Δερβέν-Φούρκα. Κατά την άποψή μας είναι προτιμότερο να λέμε ότι η μάχη έγινε περί τα μέσα Απριλίου.
Τα γεγονότα-σύμφωνα με τη μελέτη των πηγών-έχουν κατά την άποψή μας ως εξής:
Στις αρχές του Απρίλη του 1821 η επανάσταση είχε φουντώσει για καλά στη Ρούμελη και στο Μοριά. Οι Τούρκοι θορυβήθηκαν. Για την καταστολή της εξέγερσης καταστρώνουν το εξής σχέδιο. Δυο στρατιές συγκεντρώνονται η μια στην Ήπειρο κι άλλη στη Θεσσαλία. Θα κατέβουν αντίστοιχα από τη Δυτική και από την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Αφού-σύμφωνα με το τουρκικό σχέδιο-κατέπνιγαν την επανάσταση στη Ρούμελη, οι δυο στρατιές θα περνούσαν στην Πελοπόννησο. Εκεί με συντονισμένες ενέργειες θα έκαναν το ίδιο κι η επανάσταση θα είχε σβήσει…
Το σχέδιο των επαναστατημένων Ελλήνων προέβλεπε τα εξής: Κατάληψη των τουρκικών κάστρων σε Ρούμελη και σε Μοριά και στη συνέχεια απόκρουση της καθόδου των τουρκικών στρατιών.
Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί Διάκος, Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης συσκέπτονται στις Κομποτάδες. Θέλουν να είναι κοντά στα δυο ισχυρά-άπαρτα ακόμα-κάστρα της Λαμίας και της Υπάτης. Θέλουν να τα κυριέψουν το συντομότερο δυνατόν, για να μην έχουν στα νώτα τους τουρκικές φρουρές απείραχτες, για να μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τη στρατιά που θα κατέβει από τη Θεσσαλία.
Έχουν καλέσει και τον οπλαρχηγό της Υπάτης Μήτσο Κοντογιάννη, ο οποίος διστάζει να μετάσχει στον αγώνα. Θέλοντας να εξακριβώσουν τι δυνάμεις διαθέτουν οι Τούρκοι στη Λαμία, στέλνουν τον Κομνά Τράκα, υφοπλαρχηγό του Πανουργιά, επικεφαλής ενός μικρού σώματος επαναστατών, για να χτυπήσεις δήθεν το Ζητούνι από την πλευρά των Καλυβίων.
Όμως οι Τούρκοι κινήθηκαν εναντίον τους με πολύ στρατό, πεζούρα και καβαλαρία, κι ο Τράκας υποχώρησε προς τα υψώματα της Μπεκής. Εκεί οχυρώθηκε στην εκκλησία του χωριού και “εμάχετο γενναίως”.
Απ’ τις Κομποτάδες παρακολουθούσαν με αγωνία τα τεκταινόμενα. Έβλεπαν την αψιμαχία των Καλυβίων να εξελίσσεται σε κανονική μάχη γύρω από τον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου της Μπεκής (Eικ.1). Διαπίστωσαν τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει ο Τράκας και τα παλικάρια του περικυκλωμένοι από υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις και έκαναν την εξής παραπλανητική κίνηση αντιπερισπασμού. Συγκέντρωσαν όσο περισσότερα υποζύγια μπορούσαν απ’ τις Κομποτάδες και τα γύρω χωριά, τα καβαλίκεψαν τα παλικάρια τους και μερικοί χωρικοί και κινήθηκαν δήθεν προς τη Λαμία από τα νότια-νοτιοανατολικά. Φοβούμενοι οι Τούρκοι επίθεση κατά της Λαμίας, έλυσαν την πολιορκία του Αϊ-Θανάση της Μπεκής κι επέστρεψαν στη βάση τους, για να ενισχύσουν τη φρουρά του Κάστρου. Ελεύθεροι τώρα ο Τράκας και τα παλικάρια του επέστρεψαν στις Κομποτάδες. “Επανέκαμψεν ο Τράκας όλως αβλαβής, φονεύσας πρότερον ουκ ολίγους Τούρκους” γράφει ο Γούδας.
Αυτή ήταν η μάχη της Μπεκής, μια απ’ τις πρώτες μάχες του 1821, προάγγελος της μάχης της Αλαμάνας. Τα αποτελέσματά της:
1) Πολλά παλικάρια πήραν το “βάπτισμα του πυρός” στη μάχη αυτή, κοντά σε έμπειρους κλέφτες.
2) Ο Κομνάς Τράκας αναδείχτηκε σε ηγετική φυσιογνωμία. Έκτοτε ονομάζεται και “ήρωας της Μπεκής”.
3) Η αναγνωριστική αυτή επιχείρηση πέτυχε το σκοπό της. Διαπιστώθηκε ότι το Ζητούνι φρουρούνταν από ισχυρές δυνάμεις κι επομένως μια επίθεση εναντίον του τη συγκεκριμένη στιγμή δεν είχε καμμιά τύχη.
4) Η συμμετοχή των Μπεκιωτών στη μάχη δεν μπορεί ούτε να υποστηριχτεί ούτε να απορριφτεί. Μπορεί όμως να πιθανολογηθεί. Πάντως η Μπεκή και οι κάτοικοί της έγιναν αποδέκτες της εκδικητικής μανίας και των αντιποίνων των Τούρκων. Το χωριό κάηκε και οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν “τήδε κακείσε” και μόλις το 1828 άρχισαν να συγκεντρώνονται ξανά στις εστίες τους[3].
         Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μια αναγκαία διευκρίνιση σχετικά με το ακριβές σημείο που ταμπουρώθηκε ο Τράκας στη Μπεκή. Ο Γούδας-κι όσοι χρησιμοποίησαν το βιβλίο του ως πηγή-αναφέρει απλά ότι ο Τράκας οχυρώθηκε στην εκκλησία του χωριού, χωρίς να αναφέρει ποια εκκλησία. Ο Γ. Σκούρας όμως στο δημοσίευμά του τοποθετεί την εκκλησία στο κέντρο του χωριού, οπότε υπονοείται η εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου, γιατί αυτή βρίσκεται στο σημείο αυτό. Ο ισχυρισμός του όμως δεν είναι σωστός, γιατί η εκκλησία αυτή χτίσθηκε μόλις το 1930, χωρίς να υπάρχει προηγουμένως στη θέση της άλλος ναός. Το 1821 ενοριακός ναός της Μπεκής ήταν ο Άγιος Αθανάσιος, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης σε άλλα κεφάλαια αυτού του βιβλίου[4].
        Στον Αϊ-Θανάση της Μπεκής λοιπόν οχυρώθηκε ο Κομνάς Τράκας με τους συντρόφους του. Μέσα στο ναό και στον περίβολό του, που μάλλον ήταν περιμανδρωμένος…».

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] α. Ιωάν. Φιλήμονος, “Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως” Αθήνα 1860, τ.3ος, σελ. 91
β. Αναστ. Ν. Γούδα, “Βίοι παράλληλοι” Εν Αθήναις 1876, τ. Η, σελ. 365-366
γ. Ιωάν. Πετρώφ, “Ιστορικός Άτλας του Εικοσιένα”, Λειψία 1886.
Ο Φιλήμων γράφει: “Μάλιστα δε, όπως δοκιμάσωσι την δύναμιν της πόλεως αυτής (σ.σ. της Λαμίας), απέστειλαν εν σώμα προχωρήσαν μέχρι του χωρίου Καλυβίων. Εκεί, εξελθόντες πεζοί και ιππείς οι Τούρκοι, συνεπλάκησαν και δια της υπεροχής του ιππικού υπεχρέωσαν τούτο, όπως αποσυρθεί εις το χωρίον Βεκί (σ.σ. Μπεκί) και οχυρωθεί, πολέμησαν έτι επί δύο ώρας…
Ο Γούδας είναι αναλυτικότερος: “…άπαντες οι οπλαρχηγοί μετέβησαν εις Κομποτάδες εκεί δε απεφασίσθη να εξακριβωθώσιν αι δυνάμεις των εν Λαμία Τούρκων και προς τούτο παραλαβών ο Τράκας τους υπ’ αυτόν και διαβάς τον Σπερχειόν έφθασε μέχρι των Καλυβίων του Γκόγκα, τέταρτον της ώρας απεχόντων της Λαμίας κ’ εκεί συνήψε μάχην εν τω πεδίω ίνα δε μη υπερφαλαγγισθή, απεσύρθη τέταρτον της ώρας εις το χωρίον Μπεκί, ωχυρώθη εν τη εκκλησία κ’ εμάχετο γενναίως· οι δ’ εν Κομποτάδες, βλέποντες ταύτα, και φοβούμενοι μη πάθωσιν οι περί τον Τράκαν ένεκα της πληθύος των εχθρών, κατέφυγαν εις το εξής στρατήγημα: ίππευσαν τα υποζύγια των χωρικών και προσεποιούντο ότι ήθελον να διαβώσιν αλλαχού τον Σπερχειόν, ίνα προσβάλωσιν εκείθεν την Λαμίαν. Τούτο ειδόντες οι Τούρκοι έλυσαν την πολιορκίαν του Μπεκί και ούτως επανέκαμψεν ο Τράκας όλως αβλαβής, φονεύσας πρότερον ουκ’ ολίγους Τούρκους”.
Ο Πετρώφ αναφέρει λακωνικά: “…Μπροστά στη Λαμία χτυπήθηκαν με τους Τούρκους και αναγκάσθηκαν να αποσυρθούν στο χωριό Μπεκί και να αντιτάξουν ισχυρή άμυνα…”.
[2] α. Κώστα Αβραάμ, “Ρουμελιώτες Αγωνιστές του Εικοσιένα” Έκδοση 1957, σελ. 49
β. Τριαντ. Δ. Παπαναγιώτου, “Η Φθιώτις το ’21” παραπέμπει στον Αναστ. Γούδα.
γ. Παναγ. Τσώνη, “Ο Νομός Φθιώτιδος”, Αθήνα 1983, σελ. 93
δ. Γεώργ. Αθ. Σκούρας, “Οι μάχες στα καλύβια και Μπεκί (Λαμίας)”, περιοδικό ΦΘΙΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, τ.6ος, 1994, σελ.62.
[3] Θεόφ. Ν. Σιμόπουλου, Δύο ανέκδοτοι κώδικες της Ι. Μ. Φθιώτιδος 1834-35, Αθήνα 1975, σελ. 81.
[4] Παράβαλε και σχετική επιστολή μας που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΦΘΙΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, τ.8ος,9ος, 1995, σελ. 185-187.


ΕΙΚΟΝΕΣ

Εικ.1: Ο Άγιος Αθανάσιος Μπεκής (Σταυρού) σήμερα ως κοιμητηριακός ναός. Κάτω από την εκκλησία η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας-Θεσσαλονίκης. Απέναντι οι πρόποδες της Οίτης. (φωτογραφία: Ιωάννης Μακρής).


ΠΗΓΗ
Ιωάννης Ευαγ. Μακρής, Σταυρός (Μπεκή)-Φθιώτιδας. Η ιστορία του, Λαμία 1998, σελίδες 56-58.