Το 1853-4 εκδόθηκε στην Αθήνα το τρίτομο έργο του Ιακώβου Ρ. Ραγκαβή (1779-1855) «Τα Ελληνικά»,
το οποίο ο Κωνσταντινουπολίτης λόγιος συνέγραψε στην Οδησσό, όπου διέμεινε
οικογενειακά μετά την αποτυχία της Ελληνικής επανάστασης στη Μολδοβλαχία.
Στο έργο πραγματοποιείται «Περιγραφή Γεωγραφική,
Ιστορική, Αρχαιολογική και Στατιστική της Αρχαίας και Νέας Ελλάδος». Στον Α΄
τόμο περιγράφεται η Στερεά Ελλάδα (Ανατολική και Δυτική), στον Β΄ η Πελοπόννησος
και στον Γ΄ τα Νησιά
(ελεύθερα και μη). Μεταξύ των περιοχών της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας
περιγράφονται η «Φθιώτις» και η «Λοκρίς».
Στα Προλεγόμενα του πρώτου τόμου ο Ραγκαβής παραθέτει:
· το σκεπτικό της 20ετούς προσπάθειάς του για τη σύνταξη
του έργου,
· τη διαίρεση του έργου σε τρείς τόμους,
· την τάξι του έργου,
· τα βοηθήματα-πηγές που χρησιμοποίησε,
· επεξηγεί τα περιεχόμενα των Πινάκων των Δήμων:
-αποστάσεις πόλεων και χωριών (Ώρες, Λεπτά) από
διοικητικές έδρες τους,
-γεωγραφική τοποθέτηση,
-πληθυσμιακά στοιχεία (αριθμός οικογενειών και κατοίκων):
α) τα στοιχεία των επαρχιών και των δήμων προέρχονται από απογραφικούς πίνακες
του έτους 1851. β) τα στοιχεία των χωριών προέρχονται από απογραφικούς πίνακες
έως τα έτη 1848 και 1849 που απέστειλαν οι νομάρχες στο Υπουργείο Εσωτερικών.
Στη συνέχεια παρατίθεται το κείμενο, το οποίο αφορά την
Επαρχία Φθιώτιδος (θα ακολουθήσει η Επαρχία Λοκρίδος σε επόμενη ανάρτηση) :
--«Η πάλαι Φθιώτις ήν το τέταρτον της όλης Θεσσαλίας
το νοτιότατον· ο Στράβων περιγράφει αυτήν ως εφεξής: «Τοιαύτη δε ούσα (η
Θεσσαλία), εις τέσσαρα μέρη διήρητο· εκαλείτο δε το μέν Φθιώτις, το δ’
Εστιαιώτις, το δε Θετταλιώτις, το δε Πελασγιώτις· έχει δ’ η μέν Φθιώτις τα
νότια τά παρά την Οίτην, από του Μαλιακού κόλπου και Πυλαϊκού μέχρι της
Δολοπίας και της Πίνδου διατείνοτα, πλατυνόμενα δε μέχρι Φαρσαλίου και των
πεδίων των Θετταλικών (Στράβ. β. 9, σ.430). Επειδή δε το πλείστον της Φθιώτιδος μετά πάσης της
λοιπής Θεσσαλίας ευρίσκεται ήδη υπό την Οθωμανικήν εξουσίαν και κείται εκτός
του επί του παρόντος σχεδίου της συγγραφής ταύτης, περιγράφομεν μόνον όσον
μέρος της Φθιώτιδος περιλαμβάνεται εντός των ορίων του ελληνικού κράτους,
τουτέστι το νότιον αυτής το μεταξύ των ορέων Όθρυος και Οίτης, εκτεινόμενον απ’
ανατολών προς δυσμάς από του Πτελεού και του Μαλιακού κόλπου μέχρι του όρους
Τυμφρηστού και της Δολοπίας· εν τη περιοχή ταύτη περιλαμβάνονται α΄) μέρος της
Φθιώτιδος Αχαΐδος το προς το νοτιοανατολικόν· β΄) η χώρα των Λαμιέων· γ΄) η Μαλίς
ή Μηλίς· δ΄) η χώρα των Αινιάνων. Όρη κύρια του μέρους τούτου της Φθιώτιδος
είναι η Οίτη και τα προς μεσημβρίαν πλευρά της Όθρυος. Ποταμός είς ο Σπερχειός
και άλλοι μικροί ως ο Δύρας, ο Μέλας, ο Ασωπός και ο Φοίνιξ. Κόλπος είς ο
Μαλιακός ο και Λαμιακός λεγόμενος.
–Ο τόπος ούτος έλαβε το όνομα από Φθίου, υιού, ως
ενομίζετο, Ποσειδώνος και Λαρίσσης· οι τρείς αδελφοί Πελασγός, Αχαιός και ο
Φθίος ούτος ελθόντες εξ Άργους, της πατρίδος αυτών μετ’ αποικίας πολυαρίθμου
(1733 π.Χ.), κατέστησαν τρία μικρά κράτη, ά απ’ αυτών εκλήθησαν Πελασγιώτις,
Αχαΐα ή Αχαιΐς και Φθιώτις (Διονύσ. Αλικ.
Αρχαιοτ. Ρωμ. β 4 κ. 17 κξ – Ευστάθ. εις Ομ. Ιλ. Β, στ. 689 – Σχολιαστ.
Απολλων. Ροδ. 1, στ.580.)· εξετάθη δε η
Πελασγιώτις, ως φαίνεται, μάλλον των άλλων· διότι έκτοτε η Θεσσαλία ολόκληρος
ωνομάσθη Πελασγία (Ευστάθ. εις Ιλ. Β, στ.681) και οι Θεσσαλοί Πελασγοί (Ο αυτ. εις Διονυσ. Περιηγ. στ.427, Τ.4)· η δε Φθιώτις ελέγετο Φθία, ως και υπό του Ομήρου
ονομάζεται=
Ναίον δ’ εσχατιήν Φθίης Δολόπισοιν ανάσσων (Ομ. Ιλ. Ι, στ.484)·
Μετά καιρόν (1529 π.Χ) ελθών ο Δευκαλίων μετά Κουρήτων και Λελέγων, κατέκτησε
την Φθιώτιδα (Διονύσ. Αλικ. β.1, κ.17), ήν εύρον έρημον κατοίκων διά τον προ ολίγου
συμβάντα και κυρίως επί της Φθιώτιδος εκραγέντα και διά τον σύγχρονον
ονομασθέντα του Δευκαλίωνος κατακλυσμόν, εξ ού όσοι των κατοίκων Πελασγών των
λεγομένων τότε Γραικών (Αριστοτ.
Μετεωρολ. β. 1, κ.14 – Μαρμ. Οξων. Επ. 9)
διεσώθησαν, κατέφυγον εις την Ήπειρον παρά τους συγγενείς αυτών Δωδωναίους (Διονύσ. Αλικ. β. 1, 18) υπό δύο αρχηγούς Πελασγόν και Φαέθοντα (Πλούταρχ. Πύρρος),
και ήρξεν ο Δευκαλίων επί της Φθιώτιδος (Στράβ,
β. 9, σ.432), και φαίνεται ότι εξέτεινε
την επικράτειαν αυτού κατά τα πέριξ, διότι ευρίσκομεν πόλιν Ελλάδα εν τη
Αχαιΐδι απέχουσιν 10 στάδια των Μελιταίων πέραν του Ενιπέως ποταμού, κτισθείσαν
δε πιθανώς υπό του υιού του Δευκαλίωνος Έλληνος, ού και ο τάφος ήν εν τη αγορά
των Μελιταίων (Στραβ. β. 9, σ. 432.). Της πόλεως Ελλάδος μέμνηται και ο Όμηρος εν τω
καταλόγω=
Οί τ’ είχον Φθίην, ηδ’ Ελλάδ καλλιγύναικα (Ομ. Ιλ. Β, στ.683).
Τινές
υπέλαβον ότι Φθία και Ελλάς και Αχαΐα ήν η αυτή· αλλ’ εκ του ανωτέρω έπους και
εξ άλλων εν τε τη Ιλιάδι και τη Οδυσσεία της αυτής ιδέας επών δηλούται προφανώς
ότι ο ποιητής διαστέλλει την Φθίαν από της Ελλάδος και μνημονεύει αυτών ουχί ως
μιάς αλλ’ ως δύο διακεκριμμένων απ’ αλλήλων πόλεων (Στράβ. β. 9, σ.431)·
ο Στράβων αμφιβάλλει αν ο Όμηρος λέγων Ελλάδα και Φθίαν, εννοή πόλεις ή χώρας (Αυτόθι.: Στράβ. β. 9, σ.431)· αλλά φαίνεται βέβαιον ότι ποτέ μεν ως πόλεις ποτέ
δε ως χώραι μνημονεύονται, και ότι από της πόλεως μετεδίδετο βαθμηδόν η ονομασία
εις άπασαν την χώραν, ως και αποδεικνύεται εκ της Ελλάδος, ή ήν βεβαίως πόλις
το εξ αρχής, ως εκ των σχολιαστών του Απολλωνίου (Σχολιαστ. Απολλων. Ροδ. β. 1, στ.904. Όμηρος δε μίαν
Θετταλίας πόλιν οίδε, την Ελλάδα) και του
Ομήρου (Σχολιαστ. Ομήρ. εις Ιλ. Χ. στ.474.
Ελλάς, πόλις ομώνυμος τη χώρα) και εξ
αυτού του ιδίου Στράβωνος του διορίζοντος και την θέσιν αυτής (Στράβ. β. 9, σ.432)
βεβαιούται· και ομοίως είναι γνωστόν ότι απ’ αυτής μετεδόθη βαθμηδόν και εφ’
άπασαν την Ελλάδα, οι δε πρίν καλούμενοι Γραικοί εκλήθησαν Έλληνες από Έλληνος
του Δευκαλίωνος (Μαρμαρ. Όξων. Επ. β΄ -
Απολλόδ. β. 1, κ. 7 §3)· και Έλληνας
κυρίως ονομάζει ο Όμηρος τους κατοίκους της Φθιώτιδος=
Μυρμιδόνες
δε καλούντο και Έλληνες και Αχαιοί (Ομ.
Ιλ. Β, στ.684).
Ότι
δε η Φθιώτις ήν η κοιτίς των Ελλήνων και οι Φθιώται οι πρώτοι και κυρίως
Έλληνες βεβαιοί και ο Θουκυδίδης (Θουκυδ.
β. 1, κ.έ.) και άλλοι μετ’ αυτόν, ως ο
Αρίσταρχος (Αρίσταρχ. εις Ομ. Ιλ. Β,
στ.580) και ο Απολλόδωρος (Απολλόδ. παρά Στράβ. β 8, σ.370).
–Κατά την εποχήν του Τρωϊκού πολέμου η Φθιώτις ήν η
επικράτεια του Αχιλλέως, ως εκ του Ομήρου φαίνεται=
Νύν αύ τους, όσσοι το Πελασγικόν Άργος έναιον,
Οί τ’ Άλον, οί τ’ Αλόπην, οί τε Τρηχίν’ ενέμοντο,
Οί τ’ είχον Φθίην, ηδ’ Ελλάδα καλλιγύναικα·
Μυρμιδόνες δε καλούντο και Έλληνες και Αχαιοί,
Των αύ πεντήκοντα νεών ήν αρχός Αχιλλεύς (Ομ. Ιλ. Β, στ.981-685)·
περιελάμβανε
δε η επικράτεια του Αχιλλέως άπασαν την κυρίως Φθιώτιδα από της εντεύθεν της
Αλόπης χώρας μέχρι της Τραχίνος, και εκτεινομένη κατά βόρειον, ωμόρει κατά μέν
το βορ-ανατολικόν μετά της υπό τον Πρωτεσίλαον χώρας=
Οί δ’ είχον Φυλάκην και Πύρεσσον ανθεμόεντα,
Δήμητρος τέμενος, ίτωνά τε μητέρα μήλων,
Αγχίαλόν τ’, Αντρών’, ηδέ Πτελεόν λεχεποίην
Των αύ Πρωτεσίλαος Δρηίος ηγεμόνευεν (Ομ. Ιλ. Β, στ. 695 κξ.)
κατά
δε το βορ-δυτικόν μετά της υπό τον Φιλοκτήτην=
Οί δ’ άρα Μηθώνην και Θαυμανίην ενέμοντο,
Και Μελίβοιαν έχον και Ολιζώνα τρηχείαν·
Των δε Φιλοκτήτης ήρχεν τόξων εύ ειδώς (Ομ. Ιλ. Β, στ.716 κξ ιδέ και Στράβ. β. 9, σ.430, 431),
κατά
δε το νότιον μετά της Οίτης και των Επικνημιδίων Λοκρών. Περιείχετο προσέτι εν
τη επικρατεία του Αχιλλέως και η Δολοπία, ως δηλούται εκ του Ομήρου όπου ο
Φοίνιξ διηγείται τω Αχιλλεί ότι εβασίλευεν επί των Δολόπων, δόντος του Πηλέως=
Ναίον δ’ εσχατιήν Φθίης Δολόπεσσιν ανάσσων (Ομ. Ιλ. Ι, στ.484. ίδε και Στράβ. β. 9, σ.431).
πάντας
δε ου μόνον τους υπό τον Αχιλλέα, αλλά και τους υπό τον Πρωτεσίλαον και τον
Φιλοκτήτην, έτι δε και τους υπό τον Ευρύπυλον κατά την Μαγνησίαν ονομάζει
Φθίους ο Όμηρος (Στράβ. β. 9, σ.432).
–Περί της χώρας ταύτης της Φθιώτιδος ολίγα γενικά
περαιτέρω γνωρίζομεν.
ΟΡΗ.
ΟΙ΄ΤΗ·
το όρος τούτο εκτείνεται από δυσμών προς ανατολάς επί των μεθορίων της Δωρίδος
και των Αινιάνων. Η προς ανατολάς μέχρι των Θερμοπυλών συνέχεια της Οίτης
εκαλείτο Καλλίδρομον. Η Οίτη συνέχεται αφ’ ενός μέρους μετά της Πίνδου προς το
βορ-δυτικόν, και αφ’ ετέρου μετά του Παρνασσού προς το νότιον. είναι δε το όρος
τούτο υψηλόν και ως ο Παρνασσός επίσης τραχύ, ανεπίδεκτον καλλιεργείας, και
μόνον προς κτηνοτροφίαν επιτήδειον. Το μήκος αυτού λογίζεται 200 σταδίων, και
παρά τας Θερμοπύλας καθίσταται υψηλότατον, διότι κατ’ εκείνο το μέρος
κορυφούται και τελευτά προς οξείς και αποτόμους μέχρι της θαλάσσης κρημνούς·
ολίγην δε μόνον απολείπει πάροδον τοις από της παραλίας εις τους Λοκρούς εκ της
Θεσσαλίας εισερχομένοις, και η πάροδος αύτη εκαλείτο Πύλαι και Στενά και
Θερμοπύλαι (Στράβ. β. 9, σ.428).· Όσοι ώκουν επί της Οίτης και παρά την Οίτην
εκαλούντο Οιταίοι και η υπ’ αυτών οικουμένη χώρα Οιταία. Εξετείνετο δε η Οιταία
εντός της Δωρίδος κατά το βόρειον και εντός της χώρας των Μαλιέων, και
περιελάμβανεν εκ μεν της πρώτης τον Ακύφαντα τον και Πίνδον λεγόμενον, εκ δε
της δευτέρας την Παρασωπιάδα και τους Οινειάδας και την Αντίκιρραν (Στράβ. β. 9, σ.434).,
ώστε οι κάτοικοι των μερών τούτων ελέγοντο Δωριείς Οιταίοι, και Μαλιείς Οιταίοι
ως κατοικούντες παρά την Οίτην.
–Κατά τον επί Ξέρξου Περσικόν πόλεμον, οπόταν ο
Λεωνίδας μετά των τριακοσίων Σπαρτιατών παρέμεινεν κατά στενά των Θερμοπυλών,
άνθρωπος Τραχίνιος γενόμενος οδηγός, περιήγαγε τον Υδάρνην μετά του
στρατεύματος αυτού κατά την διά της Οίτης ατραπόν, ήν εφύλαττον χίλιοι Φωκείς,
και ούτως οι Πέρσαι ηδυνήθησαν να κυκλώσωσι τους Έλληνας (Παυσ. Λακ. κ.4-Φωκ. κ. 20 ίδε Καλλίδρομον όρος).
–Κατά τάς αρχάς του έκτου έτους του Πελοποννησιακού
πολέμου οι όμοροι των Οιταίων Τραχίνιοι πολεμούμενοι και φθειρόμενοι υπό των
Οιταίων, έπεμψαν πρέσβυν τον Τισαμενόν εις Λακεδαίμονα, ζητούντες βοήθειαν· το
αυτό πάσχοντες και οι Δωριείς αφ’ ετέρου μέρους υπό των αυτών, έπεμψαν και
ούτοι συγχρόνως πρεσβείαν, δεόμενοι τα αυτά· οι δε Λακεδαιμόνιοι αναλαβόντες
την υπεράσπισιν των Τραχινίων αφ’ ενός μέρους και των Δωριέων αφ’ ετέρου κατά
των Οιταίων, έπεμψαν αποικίαν και ετείχισαν εκ νέου την πόλιν την ύστερον
ονομασθείσαν Ηράκλειαν (Θουκυδ. β. 3,
κ.92).
–Κατά δε το τέλος του δεκάτου εννάτου έτους του αυτού
πολέμου ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Άγις ορμηθείς μετά του στρατεύματος αυτού
εκ Δεκελείας, ετράπη προς τον Μαλιακόν κόλπον, και εκ παλαιάς έχθρας κατά των
Οιταίων επέδραμε κατ’ αυτών και έλαβε πολλήν λείαν και πολλά χρήματα (Θουκυδ. β. 3, κ.3.).
–Κατά δε την επιστρατείαν του Βρέννου, την εβδόμην
ημέραν αφ’ ής οι Γαλάται ηττήθησαν παρά την Ηράκλειαν, λόχος εκ του
στρατεύματος αυτών επεχείρησε να ανέλθη δι’ ατραπού στενής και ανάντους επί του
μετά τα ερείπια της Τραχίνος παρά την Ηράκλειαν μέρους της Οίτης, ελπίζοντες να
διαρπάσωσι κατά την διάβασιν τον ναόν της Αθηνάς κείμενον υπεράνω της
Τραχινίδος· αλλ’ οι έχοντες την φρουράν υπό τον Τελέσαρχον ενίκησαν τους
βαρβάρους εν μάχη, καθ’ ήν όμως έπεσεν ο Τελέσαρχος (Παυσ. Φωκ. κ.22)·
δύο ατραποί ήσαν επί της Οίτης· η μέν υπεράνω της Τραχίνος κατά το πλείστον
απότομος και λίαν όρθιος· η δε διερχομένη διά της χώρας των Αινιάνων, ήν μάλλον
διοδεύσιμος εις στρατόν, και δι’ αυτής ο Πέρσης Υδάρνης επέπεσε κατά των νώτων
των περί τον Λεωνίδαν Ελλήνων· δι’ αυτής της ιδίας οι Ηρακλειώται και οι
Αινιάνες υπέσχοντο να εισάγωσι τον Βρέννον εν τη Ελλάδι, ουχί σκοπεύοντες κακά
κατά των Ελλήνων, αλλ’ ίνα απαλλαγώσιν αυτοί, και ίνα μη φθείρωσιν επί πλέον οι
Κελτοί την χώραν αυτών ενδιατρίβοντες· τω όντι δε ο Βρέννος επί τη υποσχέσει
ταύτη επιλεξάμενος εκ του στρατού αυτού τεσσαράκοντα χιλιάδας, διέβη την
ατραπόν και κατέσχε τάς Θερμοπύλας (Παυσ.
Φωκ. κ.22).
–Η κάτωθεν της Οίτης θάλασσα είναι τελματώδης και
επικίνδυνος εις διάβασιν ((Παυσ. Αχ.. κ.15).
*Οίτη· η σειρά των Οιταίων ορέων εκτείνεται από του
κατ’ ανατολάς υπεράνω των Θερμοπυλών Καλλιδρόμου, μέχρι της προς δυσμάς παρά το
Καρπενήσιον κορυφής της καλουμένης Βελούχι (Τυμφρηστός). Ου πόρρω του Βελουχίου
κατ’ αριστεράν φαίνεται η Υπάτη, κάτωθεν μιάς των υψηλοτέρων κορυφών της σειράς
ταύτης (Λήκ. Τ.2. κ.10, σ.4). Μία των κορυφών της Οίτης υψούται άνωθεν της
Υπάτης· επειδή δε η Υπάτη εκαλείτο μέχρι πρό ολίγου Νέαι Πάτραι και Οθωμανιστί
Πατρατζίκι, λέγεται και η κορυφή αύτη κοινώς Πατριώτικον ή Πατρατζικιώτικον
(βουνόν). Ο Στράβων λέγει ότι το προς Θερμοπύλας νενευκός μέρος της Οίτης είναι
τραχύ και υψηλόν, υψηλότατον δε κατά τάς Θερμοπύλας (Στράβ. β. 9, σ.428)·
ωσαύτως και ο Λίβιος λέγει το αυτό (Λιβ.
β. 36 κ. 15).· αλλ’ αμφότεροι λανθάνονται
κατά τούτο, διότι η κορυφή αύτη η λεγομένη Πατριώτικον ή Πατρατζικιώτικον
υπερβαίνει πολύ το μέρος εκείνο κατά το ύψος· χάσμα μέγα χωρίζει την προς το
νοτ-ανατολικόν κορυφήν του Πατριώτικου από υψηλοτάτων κρημνών ονομαζομένων
Καταβόθρα και κειμένων ου πόρρω της δεξιάς όχθης του Σπερχειού της κατά την
υπεράνω της Λαμίας διεύθυνσιν, και προς ανατολάς των βράχων της Τραχίνος ή
Ηρακλείας (Λήκ. Τ.2. κ.10, σ.9).
Ο΄ΘΡΥΣ,
το όρος τούτο κείται προς άρκτον της Φθιώτιδος, και ομορεί τω Τυμφρηστώ και
τοις Δόλοψιν, εκείθεν δε παρατείνει εις τα πλησίον του Μαλιακού κόλπου, και οι
πρόποδες αυτού συνάπτουσι μετά των Μαλιέων (Στράβ.
β. 9. σ.433). Η κατ’ ανατολάς άκρα της
Όθρυος χωρίζει τον Μαλιακόν κόλπον από του Παγασητικού, και καθ’ όσον πλησιάζει
προς τον αιγιαλόν ταπεινούται.
*Αι κορυφαί της Όθρυος καθιστώσιν ήδη τα όρια μεταξύ
Ελλάδος και της Οθωμανικής επικρατείας αρχόμενα από του χωρίου Σουρπίου και
κατ’ αυθείαν γραμμήν απ’ ανατολών προς δυσμάς περατούμενα εις την κατά την
Ακαρνανίαν Πούνταν (Άκτιον).
Η Όθρυς λέγεται κοιν. Γερακοβούνι· η κυρία αυτής
κορυφή ήτις ονομάζεται Πίλορα, έχει ύψος 5.000 ποδών (Ρός).
ΤΥΜΦΡΗΣΤΟ΄Σ,
προς δυσμάς της Όθρυος και της χώρας των Αινιάνων. Ο Τυμφρηστός ήν ως η
συνέχεια της Όθρυος, μεθ’ ής συνήπτετο· εξ αυτού επήγαζεν ο Σπερχειός (Στράβ. β. 9, σ.428).
Αι προς μεσημβρίαν πλευραί του Τυμφρηστού πίπτουσιν εντός της Επικτήτου
Αιτωλίας και ήσαν τα προς την Δολοπίαν όρια.
*Βελούχι· κείται επί της κεφαλής της χώρας των Αγράφων
και σύγκειται εκ γυμνών βράχων· μέρος αυτού ονομάζεται Σμόκοβον. Παρά τάς
υπωρείας του Βελουχίου καθ’ άς αναβρύουσιν αι πηγαί του Σπερχειού και άλλων
ποταμίσκων υπάρχουσι χωρία πολυάριθμα.
ΠΟΤΑΜΟΙ.
ΣΠΕΡΧΕΙΟ΄Σ·
πηγάζων ο ποταμός ούτος εκ του όρους Τυμφρηστού, και από δυσμών προς ανατολάς
διατρέχων την χώραν των Αινιάνων, δεχόμενος δ’ εκατέρωθεν πολλούς ποταμίσκους
και ρύακας και παραρρέων την Αντίκιρραν, εξέδιδεν εις τον Μαλιακόν κόλπον παρά
τάς Θερμοπύλας, μεταξύ Τραχίνος και Λαμίας ής απείχε 30 στάδια (Στράβ. β. 9, σ.428-Ίδε και Ηρόδοτ. β. 7, κ.198).
–Εμυθεύετο ότι ο Σπερχειός έσχεν υιόν τον Μενέσθιον εκ
Πολυδώρας της Πηλέως. Ο Όμηρος μέμνηται του μύθου τούτου=
Της μεν ιής στιχός ήρχε Μενέσθιος αιολοθώρηξ,
Υιός Σπερχειοίο, Διϊπετέος ποταμοίο.
Όν τέκε Πηλήος θυγάτηρ, καλή Πολυδώρη·
Σπερχειώ ακάμαντι, γυνή θεώ ευνηθείσα (Ομ. Ιλ. Π, στ.178 κξ–ίδε και Στράβ. β. 9, σ.433).
*Σπερχειός, κοιν. Ελλάδα· ο ποταμός ούτος κατά πάντα τα
δεδομένα φαίνεται ότι επί της εποχής του Περσικού πολέμου εξέδιδεν αμιγής εις
την θάλασσαν κατά το σημείον της ακτής το σχεδόν καταντικρύ της Λαμίας· αλλ’ ήδη
ου μόνον δέχεται εν αυτώ παρά τας εκβολάς αυτού τρείς άλλους ποταμίσκους, τον
Γουργοπόταμον (Δύραν), τα Μαυρονέρια (Μέλανα) και τον Ασωπόν, αλλ’ ακολουθεί
τον ρούν αυτού επί γραμμής παραλλήλου τη παρόδω των Θερμοπυλών, μετά έν μίλιον
αγγλ. (20 λεπ.) από των θερμών πηγών, και σχηματίζει δέλτα εκ του πέραν της
παρόδου διά της επισωρεύσεως της ιλύος και της άμμου νεουργηθέντος πεδίου, εξ
ού η κεφαλή του κόλπου απεμακρύνθη της παλαιάς αυτής θέσεως κατά τρία ή τέσσαρα
μίλια· εκ τούτου και πάσα η κατωτέρω πεδιάς, αν και διακοπτομένη υπό τελμάτων
κατά πάσας τας ώρας του έτους και μόλις διαβατή κατά τον χειμώνα, παρέχει όμως
κατά το θέρος οδόν διά μέσου αυτής από Ζητουνίου (Λαμίας) μέχρι του χωρίου
Μώλου καταλείπουσαν δύο ή τρία μίλια μακράν κατά δεξιάν τάς Θερμοπύλας, εις άς
η της παρόδου ονομασία ή ουδόλως ή ολίγον κατά την ώραν εκείνην του έτους
εφαρμόζεται (Λήκ. Τ.2, κ.10, σ.11,12).
ΔΥ΄ΡΑΣ,
ρέων μετά 20 στάδια από του Σπερχειού νοτίως και 20 από του Μέλανος βορείως,
εξέδιδεν εις τον Μαλιακόν κόλπον. Εμυθεύετο ότι ο ποταμός ούτος ανεφάνη κατά
πρώτον προς βοήθειαν του Ηρακλέους, επιχειρήσας να σβέση την πυράν αυτού
καιομένου (Ηρόδοτ. β. 7, κ.198-Στράβ. 9,
σ.428).
*Γουργοπόταμον· ο χείμαρρος ούτος καταρρέων εκ του
μεταξύ της Καταβόθρας και του Πατριώτικου όρους μεγάλου χάσματος της Οίτης και
ενούμενος μετά των Μαυρονερίων (Μέλανος), εκδίδει εις τον Σπερχειόν· το πάλαι
δε δι’ ιδιαιτέρου ρεύματος εξέδιδεν εις την θάλασσαν. Το Γουργοπόταμον είναι
διαυγές, οξύρρουν και αένναον· ρέον δε διά μέσου του Μοσχοχωρίου, ενούται μετά
του Σπερχειού 40 λεπτά κάτωθεν του ειρημένου χωρίου (Ηρόδοτ. β. 7, κ.198-Λήκ. Τ.2, κ.10, σ.24, 26).
ΜΕ΄ΛΑΣ·
μετά 20 στάδια από του προειρημένου ποταμού Δύρου νοτίως, και 5 στάδια από της
πόλεως Τραχίνος εξέδιδεν ο Μέλας εις την θάλασσαν του Μαλιακού κόλπου (Ηρόδοτ. β. 7, κ.198,199-Στράβ. 9, σ.428).
*Μαυρονέρια· εκ της ενώσεως διαφόρων πηγών εκβλυζουσών
υποκάτωθεν βράχων μορφούνται δύο ρύακες εξ ών συγκιρνωμένων αποτελείται ο
ποταμίσκος ούτος ο το πάλαι Μέλας, ήδη δε Μαυρονέρια καλούμενος, και ρέων διά
του πεδίου κατά την προς το Μοσχοχώρι διεύθυνσιν, συνενούται μετά του
Γουργοποτάμου ολίγον υπεράνω του ειρημένου χωρίου· αμφότεροι δε ομού
εισβάλλουσιν εις τον Σπερχειόν· ο Μέλας ως και ο Δύρας είχε το πάλαι ιδιαίτερον
αυτού ρούν προς την θάλασσαν (Λήκ. Τ.2,
κ.10, σ.25).
ΑΣΩΠΟ΄Σ·
το όρος το περικυκλούν την Τραχινίαν χώραν είχε διασφάγα προς το μεσημβρινόν
της Τραχίνος, και διά της διασφάγος ταύτης ρέων ο Ασωπός παρά τους πρόποδας του
όρους, και παραλαμβάνων τον ποταμίσκον Φοίνικα, εξέδιδεν εις την Θάλασσαν του
Μαλιακού κόλπου παρά την πόλιν Ανθήλην (Ηρόδοτ.
β. 7, κ.199,200-Στράβ. 9, σ.428). Το από
του Ασωπού εις τάς Θερμοπύλας διάστημα ήν 15 σταδίων (Στράβ. β. 9, σ.428).
–Η Ανόπαια, ήτοι η ατραπός δι’ ής ο Εφιάλτης ωδήγησε
τους Πέρσας κατά των Ελλήνων αρχομένη από του Ασωπού τούτου, ετελεύτα εις τον
Αλπηνόν (Ίδ. Καλλίδρομον όρος).
*Καρβουναριά· ο ποταμός ούτος ός το πάλαι έρρεε κατ’
ευθείαν εις την θάλασσαν ήδη εισβάλλει εις τον Σπερχειόν, ολίγον κάτωθεν του
πανδοχείου του λεγομένου της Αλαμάνας (Λήκ.
Τ.2, κ.10, σ.32).
ΦΟΙΝΙΞ,
ποταμίσκος καταρρέων εκ των ορών και συμβάλλων τω Ασωπώ κατά μεσημβρίαν, και
συνεκδιδούς αυτώ εις την θάλασσαν μετά 15 στάδια από των Θερμοπυλών παρά την εν
μέσω κειμένην πόλιν Ανθήλην. Κατά τον Φοίνικα ποταμόν ήν το έν εκ των δύο στενοτάτων
μερών των Θερμοπυλών ένθα μία μόνον υπήρχεν οδός χειροποίητος και μια μόνον
αμάξη διοδευτή (Ηρόδοτ. β. 7,
κ.200-Στράβ. β. 9, σ.428-Ίδ. Καλλίδρομον όρος.). Ο Φοίνιξ ωνομάσθη από του ήρωος Φοίνικος ού ο τάφος εδείκνυτο παρά
τον ποταμόν (Στράβ. β. 9, σ.428).
ΑΧΕΛΩ΄ΟΣ,
ποταμίσκος ρέων πλησίον της Λαμίας· οι παρ’ αυτώ οικούντες ελέγοντο
Παραχελωΐται (Στράβ. β. 9, σ.434).
ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ ΑΧΑΙΪΔΟΣ.
ΠΤΕΛΕΟ΄Ν,
πόλις παραθαλάσσιος επί κόλπου, κατά το δυτ. βόρειον του Αντρώνος· μνημονεύεται
υπό του Ομήρου εν τω καταλόγω=
………………ηδέ Πτελεόν λεχεποίην (Ομ. Ιλ. Β, στ. 697).
Ο
Στράβων αναφέρει το Πτελεόν μετά τον Αντρώνα (Στράβ. β. 9, σ.435), και λέγει
ότι απείχε της πόλεως Άλου 110 σταδίους (Στράβ.
β. 9, σ.433).
ΑΝΤΡΩ΄Ν
ο και η, έτι δε και οι ΑΝΤΡΩ΄ΝΕΣ ως λέγει ο Στράβων ότι επ’ αυτού πληθυντικώς
ελέγετο (Στράβ. β. 9, σ.432), πόλις μικρά παράλιος κατά το ανατ-νότιον του
Πτελεού· μνημονεύεται υπό του Ομήρου=
Αγχίαλόν τ’ Αντρών, ηδέ Πτελεόν λεχεποίην (Ομ. Ιλ. Β, στ. 697).
Μέχρι
του Αντρώνος εξετείνετο η επικράτεια του Αχιλλέως· ο δε Αντρών αυτός περιείχετο
εν τη του Πρωτεσιλάου. Κατά τον Αντρώνα εν τώ προς τη Ευβοία πόρω ήν σκόπελος
Όνος Αντρώνος καλούμενος (Στράβ. β. 9,
σ.435).
ΛΑ΄ΡΙΣΣΑ
ΚΡΕΜΑΣΤΗ΄ η αυτή και ΠΕΛΑΣΓΙΆ, πόλις απέχουσα 20 στάδια της παραλίας προς
ανατολάς του όρους Όθρυος (Στράβ. β. 9,
σ.435-Στέφ. Βυζ. Λάρισσα) και προς δυσμάς
του Αντρώνος· η ονομασία Λάρισσα και η επωνυμία Πελασγία δεικνύουσι σαφώς ότι
ήν αποικία Πελασγών και πιθανώς η πρωτεύουσα της επικρατείας του Φθίου (Ρ. Ροχετ. Αποικ. Ελλ. Τ.1. β.2, κ.4, σ.178). Η Λάρισσα αύτη ήν εύϋδρος και αμπελόφυτος (Στράβ. β. 9, σ.440)·
είχε δε και ακρόπολιν επί ύψους. Παρά την παραλίαν ήν νησίδιον ΜΥΟ΄ΝΝΗΣΟΣ (Στράβ. β. 9, σ.449).
ΑΛΟ΄ΠΗ,
πόλις μνημονευομένη υπό του Ομήρου ως μία των υπό τον Αχιλλέα=
Οίον τ’ Άλον, οίτ’ Αλόπην, οίτε Τρηχίν’ ενέμοντο (Ομ. Ιλ. Β, στ.682).
Ο
Στράβων μόνον το όνομα της Αλόπης αναφέρει (Στράβ.
β. 9, σ.427). Έκειτο ου πόρρω της
παραλίας, κατά το νοτ-δυτικόν της Κρεμαστής Λαρίσσης.
ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΤΩΝ ΛΑΜΙΕΩΝ.
ΛΑΜΙ΄Α,
πόλις οχυρά απέχουσα, κατά τον Στράβωνα, περί 30 σταδίους (της αριστεράς όχθης)
του Σπερχειού, και υπερκειμένη πεδίου καθήκοντος επί τον Μαλιακόν κόλπον (Στράβ. β. 9, σ.433).
Ο δε Λίβιος περιγράφει αυτήν ως κειμένην επί ύψους, επί της εκ Θερμοπυλών διά
των στενών της Φθιώτιδος εις Θαυμακούς αγούσης οδού, και απέχουσαν επτά μιλ.
Ρωμ. της Ηρακλείας η ήν κάτοπτος απ’ αυτής (Λίβ.
β. 36, κ.25-β. 32, κ.4).
–Η Λαμία κατέστη αξιόμνηστος διά την άμα μετά τον
θάνατον του Αλεξάνδρου 323 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων και Μακεδόνων κατά προτροπήν
του Δημοσθένους μάχην καθ’ ήν υπερτερούντων το πρώτον των Αθηναίων, ο
Αντίπατρος κατεκλείσθη εν Λαμία πολιορκούμενος, αλλά μετ’ ολίγον φονευθέντος
του στρατηγού των Αθηναίων Λεωσθένους, και ελθόντος εξ Ασίας πολυαρίθμου
στρατεύματος υπό τον Κρατερόν, οι Μακεδόνες εκδραμόντες της πόλεως και
πολεμήσαντες, ετρόπωσαν τους Αθηναίους, και τους συμμαχούντας αυτοίς Αιτωλούς (Διόδ. Σικ. β. 18, κ.1, κξ-Πολύβ. β. 9, κ.29-Αρριαν.
παρά Φωτ. κώδ. 92.-Στράβ. β. 9, σ.433-Παυσ. Αχ. κ.6, 10-Αττ. κ.8-Πλούταρχ. ει;
Δημοσθένην). Ωνομάσθη δε ο πόλεμος ούτος
Λαμιακός πόλεμος. Εν τη μάχη ταύτη απέθανον, κατά τον Διόδωρον, εκ μέν των
Ελλήνων πλείους των πεντακοσίων, εκ δε των Μακεδόνων τριάκοντα και εκατόν (Διόδ. Σικ. β. 18, κ.17)· ο δε Παυσανίας, ός αποδίδει την συμφοράν των Αθηναίων εις την
επίβουλον προς τον Αντίπατρον προτροπήν του ρήτορος Δημάδους και των άλλων εν
Αθήναις προδοτών, λέγει=
«Αθηναίοι
γάρ μετά το ατύχημα το εν Βοιωτοίς ουκ εγένοντο Φιλίππου κατήκοοι, αλόντων μέν
σφισι δισχιλίων, ως εκρατήθησαν παρά το έργον, χιλίων δε φονευθέντων· εν Λαμία
δε περί διακοσίους πεσόντων, και ου πλέον τι, Μακεδόσιν εδουλώθησαν» (Παυσ. Αχ.
κ.10).
–Εν έτει 191 π.Χ. η Λαμία επολιορκήθη υπό του βασιλέως
της Μακεδονίας Φιλίππου του Δημητρίου· ο Λίβιος διηγούμενος την περίστασιν
ταύτην, λέγει ότι διά το πετρώδες της χώρας της Λαμίας οι Μακεδόνες προώδευσαν
κατά ταύτην την πολιορκίαν βραδύτερον ή το άλλον Μακεδονικόν στράτευμα το
πολιορκούν συγχρόνως την Ηράκλειαν κατά το απέναντι μέρος του πεδίου (Λίβ. β. 36, κ.15).
–Κατά το εφεξής έτος οι Ρωμαίοι είλον την Λαμίαν διά
του στρατηγού αυτών Μανίου Ακιλίου Γλαβρίου (Λίβ. β. 37 κ.5.)
*Λαμία, κοιν. Ζητούνιον. Τα μόνα υπό του Ληκίου
ευρεθέντα εκ της αρχαίας Λαμίας εισί θραύσματά τινα των τειχών της ακροπόλεως
καθιστώντα μέρος του νεωτέρου φρουρίου, και τινα μικρά λείψανα των τειχών της
πόλεως, ά ήσαν κατεσκευασμένα κατά το τρίτον είδος της αρχιτεκτονικής, παρά
τους πρόποδας του λόφου, πέραν του άκρου της νεωτέρας πόλεως προς ανατολάς.
Κατά το απέναντι μέρος της πόλεως στρέφονται από μικρού και οξύρροος ποταμού
δεκατέσσαρες υδρόμυλοι κείμενοι ο είς υπεράνω του άλλου επί της κατωφερείας του
λόφου.
–Η Λαμία ήν γνωστή διά τα αργυρά αυτής νομίσματα (Λήκ. Τ.2, κ.10, σ.3).
–Ο περιηγητής Παύλος Λουκάς εύρε πρό καιρού εν
Ζητουνίω την εξής επιγραφήν αποδεικνύουσαν την ταυτότητα της Λαμίας: «Πόλις
Σεβαστήων Λαμιέων Μνασιλαΐδαν Παραμόνου αρετής ένεκεν και ευνοίας της εις
αυτήν» (Παυλ. Λουκ. Περιηγ. εις Ελλάδ.
κ.τ.λ, Τ.1, σ.405-ίδ. Λήκ Τ.2, κ.10, σ.3).
–Εν Λαμία υπάρχει γυμνάσιον και σχολείον Ελληνικόν
έχον διδασκάλους Α΄, Β΄ και Γ΄ τάξεως, και έτερον σχολείον δημοτικόν, και
εφορία οικονομική Α΄. τάξεως και ταμείον ωσαύτως Α΄. τάξεως, και τελωνείον, και
δασαρχείον, και πρωτοδικείον, και συμβολαιογραφείον.
ΦΑ΄ΛΑΡΑ,
πόλις μικρά παράλιος κατά το ανατ-νότιον της Λαμίας ής ήν το επίνειον. Κατά τον
Στράβωνα τα Φάλαρα απείχον των εκβολών του Σπερχειού 20 στάδια (Στράβ. β. 9, σ.435).
Αναφέρεται η πόλις και υπό του Στεφάνου (Στέφ.
Βυζ. Φάλαρα). Εις Φάλαρα υπάρχει σχολείον
δημοτικόν Β΄ τάξεως.
*Η Στυλίδα, ήτις είναι ο λιμήν του Ζητουνίου φαίνεται
ότι κείται επί της θέσεως των Φαλάρων (Λήκ
Τ.2, κ.10, σ.4, 20). Εις Στυλίδα υπάρχει
σχολείον δημοτικόν Β΄ τάξεως.
ΕΧΙ΄ΝΟΣ,
πόλις μικρά ολίγον απέχουσα της θαλάσσης κατ’ ανατολάς των Φαλάρων. Αναφέρεται
υπό του Στράβωνος (Στράβ. β. 9, σ.433,
435) και Σκύμνου του Χίου (Σκύμν. Χίος στ΄ 602).
*Κοιν. Αχινός.
ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΛΙΔΟΣ Η΄ ΜΗΛΙΔΟΣ.
ΑΝΤΙ΄ΚΙΡΡΑ
και ΑΝΤΙΚΥ΄ΡΑ, πόλις κατά τας ανατολικάς υπωρείας της Οίτης, ού πόρρω του μυχού
του Μαλιακού κόλπου, κατά το νότιον της Λαμίας και το νοτ-ανατολικόν της
Υπάτης, επί της δεξιάς όχθης του Σπερχειού (Ηρόδοτ.
β. 7, κ.198-Στράβ. β. σ.416). Εν τη
Αντικίρρα ταύτη τη Θεσσαλική εφύετο ο κάλλιστος ελλέβορος, εν δε τη Φωκική
κατεσκευάζετο βέλτιον, διότι εγίνετο εκεί σησαμοειδές τι φυτόν, μεθ’ ού
αναμιγνυόμενος εσκευάζετο ο Οιταίος ούτος ελλέβορος· όθεν και πολλοί επήρχοντο
εκείσε χάριν καθάρσεως και θεραπείας (Στράβ.
β. 9, σ.428).
–Αντικιρρεύς τις εθεράπευσε ποτέ την μανίαν του
Ηρακλέους δι’ ελλεβόρου· όθεν επεκράτησε παροιμία, Αντικίρρας σοι δεί, επί των παραφρονούντων (Αιλιαν. Ποικ. ιστ. β. 12, κ.51).
–Ο Ηρόδοτος συμπεριλαμβάνων βεβαίως και την χώραν των
Λαμιέων εν τη Φθιώτιδι Αχαιΐδι, λέγει ότι ο εξ Αχαΐας ερχόμενος εις τον κόλπον
πρώτην πόλιν απαντά την Αντικύραν (Ηρόδοτ.
β. 7, κ.198).
ΤΡΑΧΙ΄Σ
ή ΤΡΑΧΙ΄Ν, πόλις μεταξύ της Οίτης και του Μαλιακού κόλπου, μικρόν από των
Θερμοπυλών Β.Δ. και κατ’ απόστασιν 5 σταδίων από της δεξιάς όχθης του Μέλανος
ποταμού (Ηρόδοτ. β. 7, κ.199). Η Τραχίς μνημονεύεται υπό του Ομήρου ως μία των υπό
τον Αχιλλέα πόλεων=
Οίον τ’ Άλον, οίτ’ Αλόπην, οίτε Τρηχίν’ ενέμοντο (Ομ. Ιλ. Β, στ.682)
αναφέρεται
και υπό του Ευριπίδου=
Ου γάρ τι Τραχίς εστίν……………….. (Ευριπίδ. Ηρακλειδ. στ. 193)
Το
μέρος ένθα έκειτο η Τραχίς ήν το πλατύτατον πάσης ταύτης της μεταξύ των ορέων
και της θαλάσσης χώρας, ούσης της πεδιάδος είκοσι δύο χιλιάδων πλέθρων· κατά δε
μεσημβρίαν της Τραχίνος εκ διασφάγος όρους περί την Τραχινίαν έρρεεν ο ποταμός
Ασωπός (Ηρόδοτ. β. 7, κ.199).
–Αι λεγόμεναι Τραχίνιαι πέτραι περιεκύκλουν πάσαν την
Μηλίδα, ως ο Ηρόδοτος λέγει: «Ούρεα υψηλά και άβατα περικληΐει πάσαν την Μηλίδα
γήν, Τραχίνιαι πέτραι καλεόμεναι» ((Ηρόδοτ.
β. 7, κ.198). Κατά την εισβολήν των
Περσών εις την Ελλάδα, ο Ξέρξης ελθών εκ Θεσσαλίας και Αχαΐας εις Μηλίδα,
παρέταξε τον στρατόν αυτού εν Τραχινία, οι δε Έλληνες παρέμενον εν Θερμοπύλαις·
και ο μέν βασιλεύς είχε πάντα τα προς βορράν μέρη μέχρι της Τραχίνος, οι δε
Έλληνες τα μεσημβρινά της ηπείρου ταύτης (Ηρόδοτ.
β. 7, κ.201).
–Μετά παρέλευσιν 54 ετών από της εκστρατείας των
Περσών και των περιστάσεων αυτής των περιγραφομένων ακριβώς υπό του Ηροδότου, ό
εστί κατά το 6ον έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, και το 420 π.Χ.
εξαιτησαμένων συγχρόνως των Τραχινίων και των Δωριέων βοήθειαν παρά των
Λακεδαιμονίων κατά των Οιταίων, οι Λακεδαιμόνιοι έπεμψαν αποικίαν και αντί της
Τραχίνος έκτισαν και ετείχισαν νέαν πόλιν την Ηράκλειαν (Θουκυδ. β. 3, κ.92-Ίδε Οίτη όρος και Ηράκλεια πόλις) Ολ. 88,3· ή, κατά τον Ευσέβιον, Ολ, 89,4 (Ίδε Χρονικ.
2, σ.133).
ΗΡΑ΄ΚΛΕΙΑ,
πόλις κτισθείσα υπό των Λακεδαιμονίων αντί της πόλεως Τραχίνος (ίδ. ανωτ.
Τραχίς) εν αποστάσει όσον έξ σταδίων απ’ αυτής (Στράβ. β. 9, σ.428), απέχουσα δε
40 στάδια των Θερμοπυλών και 20 της θαλάσσης (Θουκυδ. β. 3. κ.92), όπερ,
υποτιθεμένου ακριβούς του αριθμού των 20 σταδίων, εμφαίνει ότι τότε η θάλασσα
καθήκεν έτι μέχρι του προς δυσμάς πέρατος των υφωμάτων των Θερμοπυλών.
–Οι Λακεδαιμόνιοι προθύμως ενέδωκαν τη αιτήσει των
Τραχινίων και των Δωριέων του να λάβωσι βοήθειαν παρ’ αυτών κατά των Οιταίων
(Ίδ. Τραχίς), διότι ο πρόγονος αυτών Ηρακλής ώκησε κατά τους αρχαίους χρόνους
εν Τραχίνι, και λαβόντες εν πρώτοις την επευδόκησιν του εν Δελφοίς Θεού, και
αποφασίσαντες να καταστήσωσι μεγάλην την εκ της κακώσεως των Οιταίων
ερημωθείσαν πόλιν, εξέπεμψαν τετρακισχιλίους οικήτορας εκ των Λακεδαιμονίων και
των Πελοποννησίων και εξακισχιλίους εκ των άλλων Ελλήνων (εκτός Ιώνων και
Αχαιών) τους βουλομένους να μετάσχωσι της αποικίας, και καταστήσαντες την Τραχίνα
μυρίανδρον, και κατακληρουχήσαντες την χώραν, ωνόμασαν την πόλιν Ηράκλειαν (Ολ. 88, 4), και
παρεσκεύασεν και νεώρια κατά Θερμοπύλας κατ’ αυτό το στενόν, ίνα ώσιν ευφύλακτα
(Διοδ. Σικ. β. 42, κ. 59-Θουκυδ. β. 3,
κ.92). Αρχηγοί της αποικίας ήσαν τρείς
Σπαρτιάται καλούμενοι υπό του Θουκυδίδου, Λέων, Αλκίδας και Δαμάγων. Εθεώρουν
δε οι Λακεδαιμόνιοι την αποκατάστασιν της πόλεως ταύτης συμφέρουσαν προς τον
κατ’ Αθηναίων πόλεμον, διότι κατασκευαζομένου ναυτικού κατά της Ευβοίας, η
διάβασις ήν βραχεία, και συνετέλει ενταυτώ και εις την προς την Θράκην πάροδον
(Θουκυδ. β. 3, κ.92). Της πόλεως ταύτης συνοικιζομένης, οι Αθηναίοι εφοβήθησαν
το πρώτον, νομίσαντες ότι ο σκοπός ήν κυρίως κατά της Ευβοίας διά το βραχύ του
διάπλου προς το Ευβοϊκόν ακρωτήριον Κήναιον· αλλ’ έπειτα το πράγμα απέβη παρά
την δόξαν αυτών, και ουδέν δεινόν εγένετο προς αυτούς εκ της αποικίας ταύτης·
διότι το μεν πρώτον οικιζόντων των Λακεδαιμονίων, πάς τις νομίζων βεβαίαν την
πόλιν, ήρχετο θαρσαλέως και εγένοντο πάνυ πολλοί οι κάτοικοι· αλλ’ αφ’ ενός
μέρους οι Θετταλοί έχοντες δύναμιν επί των τόπων τούτων, και επί της γής εφ’ ής
εκτίζετο η πόλις, και φοβούμενοι μη οι παροικήσαντες γένωνται ισχυροί,
έφθειραν, διαπαντός πολεμούντες, ανθρώπους νεοκαταστάτους, έως ού εξετρύχωσαν
αυτούς, και αφ’ ετέρου οι εκ της Σπάρτης υπό το όνομα αρμοσταί ερχόμενοι
άρχοντες των Λακεδαιμονίων αυτών ουχ’ ήττον έφθειρον τα πράγματα, και
κατέστησαν την πόλιν εις ολιγανθρωπίαν, εκφοβίσαντες τους πολλούς διά της
αυστηράς και κακής διοικήσεως, ώστε οι πρόσοικοι ενίκων αυτούς ευκολώτερον (Θουκυδ. β. 3, κ.98).
Μετά καιρόν γενομένης στάσεως εν Ηρακλεία, οι Λακεδαιμόνιοι εξέπεμψαν τον Ηριπίδαν
ίνα καταστήση τα πράγματα· ούτος δε παραγενόμενος εις Ηράκλειαν, συνήγαγεν εις
εκκλησίαν τον λαόν, και περιστήσας στρατιώτας, συνέλαβε τους αιτίους, και
απέκτεινε πάντας, όντας περίπου πεντακοσίους (Ξενοφ. Ελλην. β. 1 κ. 2).
–Περί δε τα τέλη του δωδεκάτου έτους του
Πελοποννησιακού πολέμου τα προσοικούντα έθνη, Αινιάνες, και Δόλοπες, και
Μαλιείς, και Θετταλών τινάς εκίνησαν πόλεμον κατά των Ηρακλειωτών και ενίκησαν
αυτούς, και ο Κνίδιος Ξενάρης, ο άρχων των Λακεδαιμονίων απέθανεν εν τη μάχη,
και άλλοι των Ηρακλειωτών διεφθάρησαν (Θουκυδ.
β. 5, κ.51). Μετ’ ολίγον δε εκ των
Ελλήνων των συμμαχησάντων τω δυναστεύοντι της εν Θεσσαλία Λαρίσσης Μηδίω κατά
του τυράννου των Φερών Λυκόφρονος, οι Βοιωτοί και οι Αργείοι χωρισθέντες από
του Μηδίου, κατέσχον την Ηράκλειαν, εισαχθέντες υπό τινων διά νυκτός εντός των
τειχών, και απέσφαξαν ‘οσους των Λακεδαιμονίων κατέλαβον· τους δε άλλους
Πελοποννησίους αφήκαν να απέλθωσιν έχοντες και τα εαυτών. Μεταπεμπόμενοι δε
τους υπό των Λακεδαιμονίων φυγαδευθέντας των πατρίδων αυτών Τραχινίους οί και
παλαιότατοι της χώρας ταύτης ήσαν κάτοικοι, έδωκαν αυτοίς την πόλιν ίνα
κατοικώσιν εν αυτή. Και τούτων γενομένων, ο αρχηγός των Βοιωτών Ισμηνίας
κατέλειπεν εν τη πόλει τους Αργείους φυλακής ένεκα· ταύτα εγένοντο κατά το
δεύτερον έτος της εννενηκοστής έκτης Ολυμπιάδος (Διόδ. Σικ. β. 14. κ.82).
–Κατά δε το δεύτερον έτος της εκατοστής εικοστής πέμπτης Ολυμπιάδος, άρχοντος εν Αθήναις του
Αναξικράτους, 279 π.Χ. ο Βρέννος ερχόμενος εκ Μακεδονίας, επέταξε τοις οικούσι
περί τον Μαλιακόν κόλπον να κατασκευάσωσι γεφύρας επί του Σπερχειού, όπερ
προθύμως ετέλεσαν διά τον φόβον εκείνου, και ίνα απέλθωσιν εκ της χώρας αυτών
οι βάρβαροι, και μη κακουργώσιν επί πλέον μένοντες· ως δε διεβίβασεν εκείνος
την στρατιάν διά των γεφυρών, εχώρει προς την Ηράκλειαν· και διήρπασαν μέν τα
της χώρας οι Γαλάται, και ανθρώπους τους επί των αγρών εγκαταλειφθέντας
εφόνευσαν· την δε πόλιν δεν εδυνήθησαν να κυριεύσωσι, διότι πρό ενός έτους οι
Αιτωλοί αναγκάσαντες τους Ηρακλειώτας να συντελώσιν εις το Αιτωλικόν, εμάχοντο
τότε ως περί πόλεως ουδέν τι μάλλον προσηκούσης τοίς Ηρακλειώταις ή και αυτοίς
τοίς ιδίοις· και τότε οι Γαλάται καταλιπόντες την Ηράκλειαν, εισήλθον εις
Θερμοπύλας ένθα πολεμήσαντες κατετροπώθησαν υπό των εκεί παρατεταγμένων Ελλήνων
(Παυσ. Φωκ. κ.21).
–Μετά δε την εν Θερμοπύλαις ήτταν των Αιτωλών και του
συμμαχούντος αυτοίς βασιλέως της Συρίας Αντιόχου του Μεγάλου (Ίδ. Αιτωλία),
191 π.Χ. η Ηράκλεια πολιορκηθείσα εάλω ως και η Υπάτη υπό των Ρωμαίων διά του
Υπάτου και στρατηγού αυτών Μανίου Ακιλίου Γλαβρίου (Τ. Λίβ. β. 36, κ.22, 24).
–Η χώρα της Ηρακλείας ως και της ποτέ Τραχίνος
περιέγραφε τον μυχόν του Μαλιακού και του Λαμιακού λεγομένου κόλπου· έκειτο δε
ο κόλπος ούτος απέναντι της βορ-δυτικής πλευράς της Ευβοίας, και εσχηματίζετο
εκ των παραλίων των Επικνημιδίων Λοκρών, των Μαλιέων και των Λαμιέων, αφ’ ών
και ωνομάσθη· ο κόλπος ούτος ήν τελματώδης παρά τάς Θερμοπύλας (Παυσ. Αττ. κ.4 – Φωκ. κ.1).
ΠΟΛΕΙΣ ΤΩΝ ΑΙΝΙΑΝΩΝ.
ΥΠΆΤΗ
και Υ΄ΠΑΤΑ (Στέφ. Βυζ. Υπάτη), πόλις μικρόν απέχουσαν της δεξιάς όχθης του
Σπερχειού, πρωτεύουσα, ως εικάζεται, της χώρας των Αινιάνων. Περί της αρχής της
πόλεως ταύτης ουδέν υπ’ ουδενός των αρχαίων αναφέρεται, και επομένως ουδέν
γνωρίζομεν· κατά πρώτον βλέπομεν αυτήν υπό την Αιτωλικήν εξουσίαν, αφ’ ότου οι
Αιτωλοί εκταθέντες, είλον 278 π.Χ. την Ηράκλειαν και πάντας τους περί τον
Σπερχειόν τόπους, εν οίς και την Υπάτην, ή και άπαξ ποτέ εγένετο έδρα του Αιτωλικού
συνεδρίου (Τ. Λιβ. β. 36, κ.28–Πολύβ. Legat. 13), έως ού
αμφότεραι ή τε Ηράκλεια και η Υπάτη πολιορκηθείσαι εάλωσαν παρά των Ρωμαίων 192
π.Χ. (Ίδε Αιτωλία και Ηράκλεια). Κατά τον Λίβιον η Υπάτη έκειτο επί του Σπερχειού ου
πόρρω των Θερμοπυλών, και οι Ρωμαίοι αφίχθησαν εν δυσίν ημέραις εκ Θαυμακών εις
τον Σπερχειόν, και εκείθεν κατέσχον την χώραν των Υπαταίων, και εξώρισαν
ογδοήκοντα των πρωτίστων κατοίκων (Τ.
Λιβ. β. 36, κ.14, και β. 41 κ.26), εξ ού
φαίνεται ότι η Υπάτη ήν πόλις ουχί των επισήμων. Εν τη πόλει ταύτη εξέδωκεν ο
Απουλέϊος το περί του χρυσού όνου αλληγορικόν αυτού μυθιστόρημα (Απουλέϊος περί χρυσ. ον.), εν ώ καταφαίνεται η της πόλεως ταύτης σπουδή περί τας γνωστάς
Θεσσαλικάς μαγικάς τέχνας, εν αίς και ο Οιταίος ελλέβορος κατείχεν ου μικρόν
μέρος (Θεόφραστ. περί Φυτ. Ιστ. β. 9, σ.
κ.11), και δι’ ών ενόμιζον ότι αι
Θεσσαλαί φαρμακεύτριαι κατεβίβαζον εξ ουρανού τους αστέρας και την σελήνην (Οράτ. Επωδ. 5 – Πλίν. Φυσ. Ιστ. β. 30, κ.1). Ο Ηλιόδωρος αναφέρει την Υπάτην, λέγων ότι έκειτο
πέραν της Οίτης, κατά τάς υπωρείας αυτής (Ηλιόδωρ.
Αιθιοπικά β. 2).
–Η πόλις αύτη, ήτις κατά τον μεσαίωνα μετωνομασθείσα
Νέαι Πάτραι και έχουσα και αρχιερέα Νέων Πατρών, υπέκειτο τώ δεσπότη της
δυτικής Ελλάδος, εάλω κατά την δεκάτην τετάρτην εκατονταετηρίδα υπό των
Καταλάνων, και απετέλεσε μέρος του δουκάτου των Αθηνών υπό τους Ισπανούς
βασιλείς της Σικελίας έως ού της Θεσσαλίας πάσης κατακτηθείσης υπό των
Οθωμανών, συγκατεκτήθη και αύτη και έλαβε τότε το Οθωμανικόν όνομα Πατρατζίκι
(Μικραί Πάτραι).
–Η χώρα των Αινιάνων έκειτο μεταξύ των ορέων Όθρυος
και Οίτης και ωρίζετο κατ’ άρκτον υπό μέρους της Δολοπίας και της Αχαιΐδος
Φθιώτιδος, κατ’ ανατολάς υπό των Λαμιέων και των Μαλιέων, κατά μεσημβρίαν υπό
της Επικτήτου Αιτωλίας και της Δωρίδος, και κατά δυσμάς υπό της εν Δολοπία
Δρυοπίδος· ο Σπερχειός διέτρεχεν άπασαν την χώραν από δυσμών προς ανατολάς· η
δε γή, και μάλιστα η παρά τον Σπερχειόν εκατέρωθεν πεδιάς, ήν ευφορωτάτη.
*Η πόλις Υπάτη, αφ’ ού, ως είρηται, μετέβαλε δίς
ονομασίαν, κληθείσα Νέαι Πάτραι και ύστερον Πατρατζίκι, ανέλαβε και πάλιν το
αρχαίον αυτής όνομα και καλείται ήδη Υπάτη. Κείται δε η νέα πόλις ακριβώς επί
της θέσεως της αρχαίας, και είναι ωκοδομημένη εν μέρει επί κορυφής μακράς και
πετρώδους κατωφερείας, ομοίας τη κάτωθεν του όρους Καταβόθρα, και εν μέρει εφ’
ετέρας κορυφής εγειρομένης κατά τα όπισθεν της ειρημένης κατωφερείας και
περατουμένης εις τραχείαν, μεμονωμένην και οξυκατάληκτον άκραν. Επί του ύψους
τούτου εύρεν ο Λήκιος φρούριον μικρόν κατερειπωμένον, οικοδόμημα της κατωτάτης
Ελληνικής Αρχιτεκτονικής, ή ίσως έργον των Καταλάνων του δεκάτου τετάρτου
αιώνος (Ίδε ανωτ.). Εκατέρωθεν του ύψους εφ’ ού κείται η πόλις ρέει
ρεύμα εντός φάραγγος, και του μέν προς δυσμάς το κύτος είναι αμμώδες, το δε
προς ανατολάς σκιάζεται υπό πλατάνων και αρδεύει κήπους πολλούς πέριξ
προαστείου κειμένου κάτωθεν του ύψους κατά τούτο το μέρος· Τα ρεύματα ταύτα
ρέοντα διά παντός κατά χειμώνα και κατά θέρος, στρέφουσι πολλούς υδρομύλους και
αρδεύουσι τάς κατά το πεδίον εμφυτεύσεις. Το υψηλόν της θέσεως, οι πέριξ κήποι
και τα περιρρέοντα ύδατα καθιστώσι την Υπάτην χαριεστάτην (Ληκ. Τ.2. κ.10, σ.14-16). Ου πόρρω της πόλεως υπάρχουσι θερμά ιαματικά ύδατα. Η Υπάτη έχει
σχολείον Ελληνικόν δευτέρας τάξεως και άλλο δημοτικόν και δασονομείον και
ειρηνοδικείον και συμβολαιογραφείον.».---
Ακολουθεί Πίνακας με τους Δήμους και τα χωριά της Επαρχίας
Φθιώτιδος
Πηγές Ιακώβου Ρ. Ραγκαβή:
Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, «Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα και Οδύσσειαν».
Λουκά Παύλου (Paul Lucas), Voyage du Sieur paul Lucas, fait par ordre du Roi dans la Grèce, l'Asie Mineure, la Macédoine et l'Afrique, Nicolas
Simart, Paris, 1712.
Ραούλ
Ροχετ, Αποικίαι Ελληνικαί: Raoul-Rochette, istoire critique de l' établissement des colonies grecques, Paris 1815.
ΠΗΓΗ
[Μετά
τον εντοπισμό της πηγής στην ψηφιακή βιβλιοθήκη ΑΝΕΜΗ διαπιστώθηκε ότι, όσον
αφορά την επαρχία Φθιώτιδος, δεν υπήρχαν στο βιβλίο οι σελίδες 644, 645, 654
και 655. Στην δε σελίδα 651 υπήρχαν μόνο οι κάθετες γραμμές και οι αριθμοί.
Μετά από αυτό αναζητήθηκε η έντυπη μορφή του βιβλίου, εξαιρετικά δυσεύρετη σήμερα,
σε δημόσιες βιβλιοθήκες. Μέσω της Βιβλιοθήκης του Δήμου Θεσσαλονίκης (παλιά
συλλογή), εντοπίσθηκε στο Αρχείο Βαφόπουλου, στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο. Ευχαριστούμε την υπεύθυνη Βιβλιοθήκης για την άδειά της
να φωτογραφίσουμε τις σελίδες που προαναφέρθηκαν].