Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Παλαιοντολογικά ευρήματα στην περιοχή της Όθρυος το 1852



Το 1852 αποτελεί έτος-σταθμό για την προϊστορική Φθιώτιδα. Ο τότε Νομάρχης Ανδρέας Ζυγομαλάς (Σμύρνη 1803–1870)[1], σύμφωνα με δημοσιεύσεις σε εφημερίδες της εποχής, ανακάλυψε απολιθώματα στις περιοχές της Ιεράς Μονής Αντίνισσας και της Πελασγίας. Τα παλαιοντολογικά ευρήματα της Αντίνισσας ανήκουν κυρίως σε Μαστόδοντα, τα οποία έζησαν κατά την προϊστορική εποχή στην περιοχή της Φθιώτιδας. Στην Πελασγία (Κρεμαστή Λάρισσα) εντοπίσθηκε από τον Α.Ζυγομαλά απολιθωμένος βόας. Οι σχετικές ειδήσεις δημοσιεύονται στις εφημερίδες «Αιών»(Εικ.1), «Αθηνά»(Εικ.2) και «H Αμάλθεια» Σμύρνης (Εικ.3), καθώς και στην περιοδική έκδοση «Πανδώρα»(Εικ.4).

Οι δημοσιεύσεις ανά περιοχή έχουν ως εξής:


Στο φύλλο 1902 της εφημερίδας «Αθηνά» της 22ας Αυγούστου 1852 αναγράφεται:
«-Εκ Λαμίας μας γράφουν, ότι ο Νομάρχης ανεκάλυψε τερατώδεις οδόντας, απολελιθωμένους, εις την κορυφήν υψηλού τινος όρους, Όρθρυς ονομαζομένου. Οι οδόντες ούτοι μετακομισθέντες εις το Νομαρχιακόν κατάστημα ήδη, ανήκουσι, κατά την ομολογίαν του Νομάρχου, εις αρχαία θηρία, τα οποία οι γεωλόγοι ονομάζουσι παλαιοθηρία ή μαστόδοντα, ως εκ του σχήματος του άκρου των οδόντων. Εις εξ αυτών των οδόντων πρέπει να ζυγίζει πλέον των τεσσάρων οκάδων, επομένως ο όγκος της κεφαλής και του σώματος των θηρίων τούτων, τα οποία έζων εις Φθιώτιδα προ του κατακλυσμού του Δευκαλίωνος, θα ήτο, τις οίδε, πόσον μέγας. Ιδού ύλη γεωλογικής ερεύνης, άξια της σπουδής των φυσικοϊστορικών.»
          Δημοσιεύεται δηλαδή η ανακάλυψη των παλαιοντολογικών ευρημάτων από το νομάρχη και η μεταφορά τους στο κτίριο της Νομαρχίας στη Λαμία.
Στο φύλλο 1292 της εφημερίδας «Αιών» της 13ης Σεπτεμβρίου 1852 δημοσιεύεται η λεπτομερής έκθεση του Νομάρχη Φθιώτιδος και Φωκίδος προς το Υπουργείο Εσωτερικών για την ανακάλυψή του:
«Παλαιοθηρία
ΠΡΟΣ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Περί ανακαλύψεως παλαιοθηρίων, επί του όρους της Όθρυος
Λαμία τη 11 Αυγούστου 1852
Σπεύδω ν’ αναγγείλω εις το Υπουργείον, ότι διευθυνόμενος κατά την 8ην του μεσούντος προς εντάμωσιν του κατά τα μεθόρια αρχηγού των Οθωμανικών στρατευμάτων, ανεκάλυψα τυχαίως δύω τινα αντικείμενα πολλού λόγου άξια, αναγόμενα εις την γεωλογίαν. Το μεν πρώτον συνίσταται εξ απολιθωμένων φυτών και σπανίων οστέων αγνώστων ζώων, εξ ων σύγκεινται οι ακρογωνιαίοι λίθοι του στρατώνος του Δερβέν Φούρκα∙ το δε δεύτερον εκ μαστοδόντων απολιθωμένων, σχηματιζόντων βράχον ογκώδη και υψημήκη, κείμενον όπισθεν της μονής Αντινίτζης, υπό την βάσιν του οποίου ρέει διαυγέστατον πηγαίον ύδωρ.
Περί μεν των απολιθωμένων φυτών δεν δύναμαι προς το παρόν να προσθέσω τι περισσότερον εις το Υπουργείον, καθότι οδεύων παρετήρησα αυτά εις τους ακρογωνιαίους λίθους του μνησθέντος στρατώνος. Επιφυλάττομαι όμως να χορηγήσω τας αναγκαίας επιστημονικάς πληροφορίας, όταν μάθω, που κείται το λατομείον, εξ ου οι περίεργοι ούτοι λίθοι ελατομήθησαν. Περί δε των μαστοδόντων, οίτινες πρώτην ήδη φοράν ανακαλύπτονται επί του Ελληνικού εδάφους, και εις τοσαύτην πληθύν, ως εις ουδέν άλλο μέρος του κόσμου, εξ όσων εγώ γνωρίζω, οφείλω να χορηγήσω τας αναγκαίας επιστημονικάς πληροφορίας της περιέργου ταύτης ανακαλύψεως, καθότι και ώρας διέτριψα εις την μνησθείσαν Μονήν, και ικανά τεμάχια μαστοδόντων απέσπασα εκ των βράχων δια ης σφύρας, τα οποία εξαποστέλλω προς το Υπουργείον ηριθμημένα, δια να τεθώσιν εις το Μουσείον της Φυσικής Ιστορίας προς μελέτην των περί τας φυσικάς επιστήμας καταγινομένων.
Οι μαστόδοντες ούτοι ανήκουσιν εις θηρία μεγαλύτερα του ελέφαντος, υπήρξαντα επί γης προ του κατακλυσμού. Πρώτος ο Κυβιέρος, ο Αριστοτέλης του αιώνος μας, ωμίλησε περί αυτών, ονομάσας αυτά Παλαιοθηρία ή Μαστόδοντα∙ Παλαιοθηρία μεν, εκ της αρχαιότητος αυτών, μαστόδοντα δε, εκ του σχήματος των εαυτών οδόντων, ομοιαζόντων την θύλην των γυναικείων μαστών. Έκαστος εμπρόσθιος οδούς ζυγίζει πέντε περίπου οκάδας∙ παν δε παλαιοθηρίον είχεν εξ τοιούτους εμπροσθίους οδόντας, καθόσον συμπεραίνεται εκ της ανατομικής αναλογίας των. Οποία δεν πρέπει να ήτον η κεφαλή των θηρίων, και τίνα τα σώματα αυτών έκαστος δύναται να συμπεράνη, έχων υπ’ όψιν το μέγεθος των οδόντων.
Ο Κυβιέρος κατατάσσει τα υπερμεγέθη αυτά θηρία εις το γένος των οπωροφάγων, συμπεραίνων τούτο εκ του σχήματος των οδόντων∙ ονομάζει δε αυτά και ανοπλοθηρία, διότι δεν έχουσιν όπλα προς επίθεσιν ή αμύνην, ήτοι όνυχας, οξείς οδόντας, κέρατα ή προβοσκίδας. Άρα τα θηρία ταύτα δεν ήσαν άγρια, ούτε σαρκοφάγα. Η πάνσοφος πρόνοια του Δημιουργού δεν ηδύνατο να δώση εις τοιαύτα πελώρια θηρία όπλα και ενστίγματα σαρκοφάγα, διότι τότε ουδέν άλλον ζώον εδύνατο να διατηρηθεί επί της γης.
Ο αυτός συγγραφεύς αποδεικνύει, καθόσον ενθυμούμαι, ότι τα θηρία ταύτα υπήρξαν προ του κατακλυσμού, και δια τούτο ονομάζει αυτά (des animaux antideluviens), ήτοι ζώα υπάρξαντα προ του κατακλυσμού. Του σοφού Κυβιέρου η γνώμη καθιερώθη ως μαθηματική αλήθεια, διότι δια της συγκριτικής ανατομίας και των στρωμάτων της γης υπεστήριξε τας σοφάς παρατηρήσεις του.
Άρα και η Ελλάς, ο μυθολογικός και κλασικός ούτος τόπος των Τιτάνων, των λαπίθων, των Γιγάντων, των ηρώων και των εκτάκτων της αρχαιότητος ανδρών, εκατοικείτο προ της υπάρξεως του ανθρώπου και των γνωστών ήδη ζώων από άοπλα παλαιοθηρία, ανακαλυφθέντα μόλις ολίγων ετών εις μικρόν αριθμόν, εις τε Ρωσσίαν και την Γαλλίαν, των οποίων τα λείψανα στολίζουσι σήμερον τα Μουσεία των δύω μεγάλων αυτών επικρατειών, προξενούντα θαυμασμόν εις τους εραστάς των φυσικών επιστημών, και χορηγούντα ούτως ειπείν εις αυτούς τον μίτον της Αριάδνης, δια να εξέλθωσιν από τον λαβύρινθον της δημιουργίας του σύμπαντος.
Αλλ’ ίσως ερωτηθώ, εις ποίον τάχα κατακλυσμόν ηφανίσθησαν τα ζώα ταύτα, μεταβληθέντα εις βραχιολίθους ευθραύστους, ως ο ύαλος; Το κατ’ εμέ οδηγόν έχων τον Κυβιέρον, του οποίου η γνώμη συμφωνεί και με την γέννεσιν φρονώ, ότι τα θηρία ταύτα της Αντινίτζης ή Αντινίσης, κειμένης απέναντι του όρους η Οίτη, αφανίσθησαν εις κατακλυσμόν προ του Δευκαλίωνος, συνοδευθέντα υπό αιφνιδίας και βιαίας ηφαιστείου εκρήξεως, μετά πλημμύρας, καλυψάσης δια πολύν χρόνον την επιφάνειαν της γης. Αύτη είναι η γνώμη του σοφού Κυβιέρου και όλων των γεωλόγων, δια μόνης της οποίας δύναται να εξηγηθή η απολίθωσις των ζώων και η διατήρησις αυτών, οία εξήλθον εκ των χειρών του Δημιουργού.
Τρία τινά ενισχύουσι την γνώμην μου ταύτην ως προς τα ημέτερα παλαιοθηρία της αντινίτζης, την οποίαν υποβάλλω εις την βάσανον των σοφών∙ Α΄. Τα θερμά ύδατα της Υπάτης, των Θερμοπυλών, της Αιδηψούς και της Κύθνου, κείμενα ευθυγράμμως υπό την υπώρειαν της Οίτης, και ανήκοντα εις τον αυτόν ούτως ειπείν Ύφαιστον, του οποίου η έκρηξις απέσπασε την Εύβοιαν και τας κυκλάδας νήσους από την στερεάν. Β΄. Το εκ σιδήρου, Θείον και της υφαιστείου τέφρας συγκείμενον όρος της Όθρυος, το διαχωρίζον την Φθιώτιδα από την Θεσσαλίαν, επί του οποίου ανεκαλύφθησαν τα προκείμενα απολιθωμένα ζώα και φυτά εις ανυπολόγιστον αριθμόν και Γ΄. Το εκ των χαράγδων των βραχολίθων εκρέον πόσιμον και διαυγέστατον ύδωρ, το ανήκον εις τας πρωτογόνους εκείνας λίμνας, τας οποίας οι ουράνιοι όμβροι και καταρράκται εναπέθεσαν εις τα κοίλα, τας διασφάγας και τους μοιχούς των υψηκόμων ορέων, ανεξαρτήτως των ετησίων τακτικών υετών, των σχηματιζόντων τα επί της υδρογείου διαρρέοντα ύδατα. Την γνώμην ταύτην υποστηρίζει, έτι μάλλον, και η υποκάτω της Όθρυος υπάρχουσα Βοιβηΐς λίμνη, η Τουρκιστί σήμερον γνωρισμένη υπό το όνομα Νταουκλή ή Νεζερά, απέχουσα μίαν περίπου ώραν από της μονής Αντινίτζης. Εντός της λίμνης ταύτης υπάρχουσι δύω νησίδια, περί τα οποία αναβρύει το ύδωρ, το οποίον δι’ αύλακος διαπορθμεύεται εις τον Πηνειόν ποταμόν. Άπαντα τα φυσικά ταύτα φαινόμενα είναι τόσα αλάνθαστα τεκμήρια, υποστηρίζοντα όσα ανωτέρω εξέθεσα περί της ιστορίας των παλαιοθηρίων της Φθιώτιδος.
Μην έχων πλησίον μου συγγράμματα επιστημονικά, πραγματευόμενα τα τοιαύτης φύσεως αντικείμενα, δια να πλουτίσω την διατριβήν μου με την προσήκουσαν επιστημονικήν ακρίβειαν, περιορίζομαι, εις όσα αυτοσχεδίως εξέθεσα ενταύθα, και μεταβαίνω εις την περιγραφήν των μαστοδόντων, τα οποία πέμπω σήμερον, εντός κιβωτίου προς το υπουργείον δια του χωροφύλακος …. δια να ίδη, ότι δια της περιγραφής είναι δύσκολον να εννοήση. Ιδού η όσον ένεστιν ακριβής περιγραφή των αποστελλομένων τεμαχίων.
Α΄. Τεμάχιον παριστάνον δύο οδόντας συναλλήλως προσηρμοσμένους, καθώς υπήρχον εις την σταγώνα του παλαιοθηρίου, εις ό ανήκον ζώντος του θηρίου. Το τεμάχιον τούτο είναι λίαν περίεργον δια την διατήρησιντων οδόντων εις την οικείαν θέσιν των.
Β΄. Τεμάχιον τεθλασμένον εν τω μέχω, παριστάνον το πλείστον μήκος των εμπροσθίων οδόντων, κεκαλυμμένον σχεδόν από το σμαλτώδες στρώμα του∙ η εν τω μέσω θλάσις του οδόντος τούτου συνέβη, ότε απεχωρίζετο εκ του βράχου.
Γ΄. Τεμάχιον παριστάνον το έμπροσθεν μέρος οδόντος καθημαγμένου, εξελθόντος από βραχόλιθον. Το τεμάχιον τούτο επιμαρτυρεί το βίαιον της υφαιστείου εκρήξεως, διότι άλλως δεν εξηγείται η παρουσία του αίματος.
Δ΄. Τεμάχιον παριστάνον δύω οδόντας καθημαγμένους, επίσης διατηρούντες την φυσικήν αυτών θέσιν, ανήκοντας μολοντούτο, κατά την εμήν γνώμην, εις νέον παλαιοθηρίον ένεκα του λοβοειδούς άκρου του και της ανεπαισθήτου κυρτότητος αυτών. Την γνώμην ταύτην εκφράζω απλώς δια τα οποία ανέφερον χαρακτηριστικά. Αλλ’ ενδέχεται και τούτο είναι το πιθανότερον, ότι οι οδόντες ούτοι είναι εκ των πλαγίων, οίτινες εις το γένος των θηρίων τούτων εισί μικρότεροι και ολιγώτεροι ή καθόλου κυρτοί ως εκ του σχήματος των σιαγόνων των θηρίων και της λειτουργίας του μασσήματος, τρεφομένων, ως είπον, εξ οπωρών και ριζών∙ και των μεν οπωρών η λαβή εγένετο εκ των δένδρων, των δε ριζών εκ της γης. Εντεύθεν είπετο, ότι η υπερτάτη πρόνοια έπρεπε να πλάση τους εμπροσθίους οδόντας κυρτούς.
Ε΄. Εν τεμάχιον, παριστάνον τα άκρα των δύω μυώνων, διατηρούντων εισέτι τας απονευρώσεις των, και μέρος των εαυτών τεινόντων. Το ερυθρόν χρώμα του τεμαχίου τούτου δεν είναι αίμα, αλλά τα άκρα, ως είπον, δύω μυώνων απολυθωμένων και τηρούντων το πρωτότυπον φυσικόν χρώμα των. Το τεμάχιον τούτο, μικρόν μεν, αλλά λίαν περίεργον ως προς το είδος του, δια την εντέλειαν της διατηρήσεως των σαρκικών οργάνων και του χρώματος αυτών.
Τοιαύτα είναι τα εν τω κιβωρίω περιεχόμενα λείψανα των απολιθωμένων προκατακλυσμιαίων παλαιοθηρίων.
Δίδων τέλος της παρούσης διατριβής, παρακαλώ το Υπουργείον να μη προσέξη εις τας ελλείψεις αυτής, προελθούσας, ως είπον, ένεκα της ελλείψεως αρμοδίων συγγραμμάτων, αλλά να θεωρήση με ευμενές όμμα το πρωτοφανές και αξιοπερίεργον της ανακαλύψεως, ήτις δημοσιευομένη δια του τύπου θέλει δώσει αφορμήν εις τους σοφούς της Ευρώπης να επισκεφθώσι τα μέρη ταύτα του Ελληνικού Βασιλείου, τα οποία κατασταθέντα άλλοτε κλασικά δια τας Θερμοπύλας των, ημπορούν σήμερον να χωρηγήσουν εις αυτούς δια των γεωλογικών ερευνών νέα και άφθονα στοιχεία προς τελειοποίησιν της ιστορίας των ζώων και των φυτών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο άνθρωπος.
                                                          Ευπειθέστατος
                                      Ο Νομάρχης Φθιώτιδος και Φωκίδος
                                                          Α.ΖΥΓΟΜΑΛΑΣ»
Η έκθεση αναδημοσιεύθηκε:
α) στο φύλλο 710 της 26ης Σεπτεμβρίου 1852 της εφημερίδας Η ΑΜΑΛΘΕΙΑ της Σμύρνης με τον τίτλο: «Ο νομάρχης Φθιώτιδος και Φωκίδος διεύθυνε προς το υπουργείον εσωτερικών της Ελλάδος την επομένην έκθεσιν περί ανακαλύψεως παλαιοθηρίων επί του όρους της Όρθρυος».
β)στον Γ΄ τόμο της περιοδικής έκδοσης «Πανδώρα», φύλλο 61 (1 Οκτωβρίου 1852), σελίδες 305-307 με την υποσημείωση της σύνταξης της «Πανδώρας»:
«Την άνω δημοσιεύοντες πραγματείαν, αποδίδομεν πάντα έπαινον εις τον φίλον των καλών και σπουδαίων Κ. Νομάρχην Φθιώτιδος, δια τον τρόπον καθ’ όν εκτιμά τα διοικητικά του καθήκοντα. Επιθυμητόν είναι, σπουδής γινομένης περί των ανακεκαλυμμένων απολιθώσεων, να ερευνηθή ακριβώς ποίας φύσεως είναι η γη εν ή ευρέθησαν, διότι, ως γνωστόν, η γνώσις αυτής συμβάλλεται μεγάλως εις την εκτίμησιν της εποχής αυτών. Δεν είναι δε ίσως περιττόν να υπενθυμίσωμεν ότι το ύδωρ των Θερμοπυλών έχει ισχυράν απολιθώσεως δύναμιν, ώστε πρέπει ίσως να παρατηρηθή, ως προς τα φυτά τουλάχιστον, αν η φαινομένη αυτών απολίθωσις δεν είναι αυτού ίσως και ουχί των αιώνων ενέργεια
Ο Νομάρχης κατά τη μετάβασή του στο μεθοριακό σταθμό της Αντίνισσας ανακάλυψε απολιθωμένα φυτά και ζώα. Μάλιστα τα αγκωνάρια του στρατώνα στο Δερβέν Φούρκα (σήμερα Καλαμάκι) είναι απολιθώματα. Παραθέτοντας τις απόψεις του για το θέμα, επικαλείται το Γάλλο φυσιοδίφη και ζωολόγο Ζώρζ Κυβιέ (Georges Cuvier) για να τεκμηριώσει τις απόψεις του. Κατά το διάστημα της παρουσίας του στην Αντίνισσα, συνέλεξε και τοποθέτησε σε κιβώτια τεμάχια των απολιθωμάτων. Τα κιβώτια, αφού τα αρίθμησε, τα έστειλε στο υπουργείο, με συνοδεία χωροφύλακα, προς μελέτη. Ακολουθεί η πλήρης περιγραφή του περιεχομένου των κιβωτίων. Κλείνοντας παρακαλεί το υπουργείο να επιληφθεί του θέματος δίνοντας την απαραίτητη προσοχή.
Στη συνέχεια στο φύλλο 1916 της εφημερίδας «Αθηνά» της 10ης Οκτωβρίου 1852 ακολουθεί άλλη δημοσίευση ως εξής:
«Αθήναι την 22 Σεπτεμβρίου 1852
Τα εν Αντινίτζη παλαιοθηρία
Εις το από 13 λήγοντος φύλλον του Αιώνος ανέγνωμεν δημοσιευθείσαν έκθεσιν του Νομάρχου Φθιώτιδος κυρίου Ζυγομαλά. Δι’ ής γνωστοποιεί εις το υπουργείον των εσωτερικών την ανακάλυψιν απολελιθωμένων οδόντων προκατακλυσμιαίων ζώων.
Την άλλοτε ύπαρξιν των ζώων τούτων πρώτος εγνωστοποίησεν ο περιώνυμος Κυβιέ, νεώτεραι δε επί του αντικειμένου τούτου έρευναι κατέταξαν την ανακάλυψιν ταύτην εις τας μαθηματικάς αληθείας, περί των οποιν η ελαχίστη αμφιβολία δεν είναι δυνατόν να λάβη χώραν.
Δια τους εν Αντινίτζη ανακαλυφθέντας χρεωστείται μεγίστη χάρις εις τον κύριον Ζυγομαλάν∙ ευτυχής ο Νομός ούτος διοικούμενος παρ’ ανδρός, κατέχοντος πάμπολλα προτερήματα, βαθείαν και εκτεταμένην παιδείαν, και όστις ευτυχώς διεξάγων την πολύπονον κατά τον Νομόν τούτον υπηρεσίαν, λαμβάνει ή μάλλον κλέπτει τον υλικόν καιρόν να ενασχολήται και εις ξένα επιστημονικά αντικείμενα παρέχοντα μέγιστον συμφέρον παρά τοις πεπαιδευμένοις.
Η προκειμένη όμως ανακάλυψις απαιτεί, πιστεύομεν, βάσανον τινά παλαιοτέραν, απαιτεί συζήτησιν τινά τοσούτω μάλλον αναγκαίαν, καθόσον θέλει δόσει αφορμήν, εις σκέψεις επιστημονικάς, όχι μόνον παρά τοις εν Αθήναις πεπαιδευμένοις, αλλά και παρά τοις εν Ευρώπη σοφοίς, οίτινες την όλην των ζωήν θυσιάζουσιν εις μόνον του τοιούτου εύρους την μελέτην. Δεν είναι δε παράδοξον, οι τελευταίοι ούτοι να μας τιμήσωσι με τας επισκέψεις των δια να ίδωσιν ιδίοις οφθαλμοίς την μεγάλην πληθύν των απολελιθωμένων μας Μαστοδόντων. Ας τους προετοιμάσωμεν και ημείς.
Πάντη διάφορος της παρούσης βεβαίως ήτο προ αμνημονεύτων αιώνων η εξωτερική επιφάνεια της γης μας. Έλη εκτεταμένα, βλάστησις ακατανόητος, λιμώνες απέραντοι εσκέπαζον βεβαίως τότε τας εκτάσεις του πλανήτου μας. Τοιαύτη δε κατάστασις δεν ήτο δυνατόν να τρέφη, ει μη ζώα χορτοφάγα, μεγέθους καταπληκτικού. Ταύτα δε γνωστά προ ολίγου καιρού γενόμενα, ωνομάσθησαν με το γενικόν όνομα, Ζώα Παχύδερμα. Το πλείστον μέρος τούτων εξέλειπεν∙ εκ του γένους των δεν έμεινεν ει μη ο Ελέφας, ο Ιπποπόταμος και τινα άλλα∙ εκ των εκλιπόντων δε το γνωστότερον και μεγαλήτερον, ο Μαμού και προβοσκίδα μεγίστην είχε και τρομερούς δύο χαβλιόδοντας.
Ταύτα πάντα εξέλειπον εκ τεσσάρων ίσως αιτιών.
1)Εκ των συμβάντων κατακλυσμών. 2)εκ της αλλοιώσεως της εξωτερικής επιφανείας της γης μας γενομένης μάλλον στερεάς και ξηράς. 3)εκ της γεννήσεως των σαρκοφάγων ζώων, και 4)εκ της πολλαπλασιάσεως του ανθρωπίνου γένους. Είτε από μίαν είτε από άλλην αιτίαν, είτε εξ όλων ομού, τυχαίαι περιστάσεις μας παρήξαν την ανεύρεσιν των οστών των και πολυτίμων διά την επιστήμην άνδρες εξ ενός και μόνον πολλάκις οστού ηδυνήθησαν να επινοήσωσιν ολόκληρον το ζώον, να το ανάξωσιν εις κλάσιν, να το σχηματίσωσιν ολόκληρον, να προσδιορίσωσι το χρώμα του την τρίχα του, ην είχε, νεώτεραι δε έρευναι επιβεβαίωσαν τας λαμπράς των ανακαλύψεις και εστεφάνωσαν τον Κυβιέ με αθάνατον δόξαν.
Ας επανέλθωμεν εις τα εν Αντινίτζη.
Μεταξύ του αρκτικού τοίχου της Μονής και της μεσημβρινής πλευράς του Πετρώδους όρους, υπάρχει ισόπεδον τεσσαράκοντα ως έγγιστα βημάτων πλάτους∙ περί το μέσον δε τούτου η πλευρά του όρους τεμνομένη σχεδόν καθέτως παρουσιάζει κοίλην τινά και ομαλήν επιφάνειαν 5-6 ως έγγιστα μέτρων πλάτους και ίσον σχεδόν ύψος, εις το χαμηλότερον δε μέρος χαράδραν τις ευρύχωρος δίδει έξοδον εις άφθονον και διαυγές ύδωρ. Την καθέτως ταύτην τετμημένην επιφάνειαν παρατηρών τις, διακρίνει ευκρινώς διάφορα ισοπαχή στρώματα κλίνοντα ολίγον προς την γην κατά δυσμάς∙ το πρώτον εξ ου το ύδωρ εκρέει είναι τιτανίτης λίθος, έχει καθαρώς ανθρακίας τιτάνιον (carbonat de chum) μεμιγμένος με πυρίτην και άλλα μεταλλικά στοιχεία. Το δεύτερον στρώμα το αμέσως επί του πρώτου, αν δεν απατώμεθα, έχει περίεργον σχηματισμόν∙ κατάπρώτον υποθέτει τις ότι σύμπλεγμα διαφόρων ριζών μη ευρισκουσών ελευθέραν γην διά να εκτανθώσι, περιεστράφησαν και συνεστράφησαν μέχρις ότου απελιθώθησαν. με πλειοτέραν δε προσοχήν ανακαλύπτει ο παρατηρητής ότι, τα συνεστραμμένα ταύτα σώματα λήγουσιν εις οξύ ως κέρατα βουβάλου και επομένως ότι ρίζαι βεβαίως δεν είναι.
Το στρώμα τούτο ενός μέτρου ως έγγιστα πάχους, διακρίνεται εκτεινόμενον δεξιά και αριστερά πέραν της καθέτου τομής, αλλ’ αμυδρώς.
Το δεύτερον τούτο στρώμα διαδέχεται τρίτον ίσον σχεδόν το δεύτερον, αλλά καθ’ όλα όμοιον του πρώτου, απλούς ανθρακίας Τιτάνου∙ και το τρίτον δε τούτο διαδέχεται τέταρτον καθόλα όμοιον του δευτέρου, ήτοι συνεστραμμένα σώματα! άνω δε τούτου το σωμά του και τελευταίον στρώμα σχηματίζει την συνέχειαν της εξωτερικής επιφανείας του όρους, όπου ογκόλιθοι βράχοι, ρίζαι, δένδρα, και θάμνοι συμπλέκονται μεταξύ των.
Τα δύω ταύτα στρώματα το δεύτερον και τέταρτον μιάς επεκτάσεως βεβαίως μεγάλης υπό την γην, εισίν οι παρά του κυρίου Ζυγομαλά ανακαλυφθέντες απολιθωμένοι μαστόδοντες. Δεν πολεμούμεν παντάπασι την γνώμην ταύτην: πολλάκις άλλοτε εξετάσαντες τον σχηματισμόν των είχομεν σχηματίσει διάφορον γνώμην∙ εξαπαταθέντες τώρα, αλλά πάντοτε αμφιβάλλοντες κάμνομεν τας εξής ερωτήσεις.
1) Τις η οποία δύναμις, κατά την μεγάλην εκείνην σύγχισιν την φυσικώς ακολουθούσαν ένα εξολοθρευτικόν Κατακλυσμόν, συνεκέντρωσεν εις εν και το αυτό μέρος άπειρον πληθύν οδόντων των παρά του κατακλυσμού καταδιωκομένων και καταστραφέντων τούτων παλαιοθηρίων;
2) Είναι και τα δύω ταύτα στρώματα τα διαχωριζόμενα εκ του μεσολαβούντος τιτανίτου λίθου μιάς και της αυτής εποχής;
3) Τα ζώα ταύτα των οποίων ανακαλύπτονται οι οδόντες ήσαν βεβαίως υπερμεγέθη, και καταστραφέντα, τα στόματά των διετήρησαν απόστασιν τινά το εν παρά τω ετέρω ως εκ του μεγάλου των όγκου, φυσικώ τω λόγω και οι οδόντες του ενός ετοποθετήθησαν μακράν εκείνων του παρακειμένου γείτονός του, πως εξηγείται να ευρεθώσιν όλοι συμπιπλεγμένοι και συγκεκολλημένοι;
4) Ευρέθησαν απολιθωμένοι μύωνες φυλάττοντες και το φυσικόν των χρώμα, ευρέθη απολιθωμένον αίμα! αφού και μύωνες και αίμα απελιθώθη, πως δεν ευρέθησαν απολιθωμένα και κρανία και σπονδυλική στήλη και έτερα οστά, σώματα επιδεκτικά απολιθώσεως;
Εις τας ερωτήσεις ταύτας χάνομεν τον νούν μας και δεν ευρίσκομεν ουδεμίαν λύσιν! δεν μας μένει ειμή να υποθέσωμεν ότι κατά την τρομεράν εκείνην εποχήν του Κατακλυσμού του γενομένου πριν του Δευκαλίωνος μετά τον βίαιον θάνατον των παλαιοθηρίων, έτερα όντα, ο άνθρωπος ίσως, ο εισέτι μην ανακαλυφθείς προκατακλυσμιαίος άνθρωπος, διαφυγών τον κίνδυνον του κατακλυσμού, απέσπασε τους οδόντας των θηρίων τούτων δια να τους συσσωρεύση εις εν και το αυτό μέρος, επέθεσεν επ’ αυτών έτερον στρώμα ετερογενές, και πάλιν νέον στρώμα οδόντων, εναποθέσας αλλαχού τα λοιπά των οστών∙ δεν είναι παράδοξον τότε, ανασκαφών γενομένων εις τα πέριξ ή τυχαίως πας βραδύτερον να ευρεθώσιν και τα λοιπά μέρη των περιέργων τούτων ζώων επίσης απολιθωμένα. Ευτυχής δια την ανακάλυψιν η εποχή εκείνη κατά την οποίαν δεν θέλει μείνει πλέον ουδεμία αμφιβολία, και ην θέλει αποδειχθή ότι η κλασικά αύτη γη των θεών, των ηρώων, των λαπιθών, των γιγάντων και των Τιτάνων έθρεψεν τοιαύτην πληθύν παλαιοθηρίων.
Αφίνομεν τον Ήφαιστον της Φθιώτιδος, αφίνομεν την τέφραν της Όθρυος, αφίνομεν το εκ της χαράδρος εκρέον διαυγές ύδωρ γέννημα των Πρωτογόνων λιμνών, θρέμμα όμως των ετησίων ουρανίων όμβρων, αφίνομεν τον σίδηρον τον απανταχού ευρισκόμενον και ερχόμεθα εις τους οδόντας μας.
Μήπως ούτοι εισίν φαντασιώδές τι γέννημα της ακατανοήτου φύσεως, εκ των περιέργων και ανεξηγήτων εκείνων έργων της των οποίων άπειρα δείγματα ευρίσκομεν απανταχού διεσπαρμένα;
Μήπως ούτοι εισίν ο  Κ ε ρ α τ ί τ η ς  Λ ί θ ο ς,  και τίποτε περισσότερον τίποτε ολιγώτερον;
Μήπως ούτοι εισίν ίσον και όμοιον απαράλλακτον των ευρισκομένων πλησίον Λεβαδίας και γνωστών υπό το όνομα Λεβαδίτικα Κέρατα;
Είθε να ευρεθώμεν απατημένοι και πλουτισθή ούτω η Ελλάς και με τον πολύτιμον τούτον θησαυρόν των Μαστοδόντων.
                                                                                                 Π. Π
Ο συντάκτης της παραπάνω επιστολής με τα αρχικά Π.Π. αντικρούει την άποψη του νομάρχη και ισχυρίζεται ότι πρόκειται απλώς για πετρώματα.
Στο φύλλο 1921 της εφημερίδας «Αθηνά» της 30ης Οκτωβρίου 1852 ακολουθεί η αντίδραση του Νομάρχη με νέα δημοσίευσή του. Η είδηση αναδημοσιεύεται και πάλι στο φύλλο 717 της 14ης Νοεμβρίου 1852 της εφημερίδας «Η Αμάλθεια» της Σμύρνης:
«Διασαφήσεις περί των εν Αντινίτση παλαιοθηρίων
Ανυπόμονοι περιμέναμεν την γνώμην της επιτροπής των πεπαιδευμένων, την οποίαν ο επί των Εσωτερικών Υπουργός εσύστησε προ δύο ήδη μηνών, επί σκοπώ του να εξετάσωσι τους μαστόδοντας και τα άκρα δύο μυώνων, τα οποία είχαμεν στείλλει εις το Υπουργείον ως τεκμήριον της ανακαλύψεως ημών.
Αλλ’ αντί της γνώμης της συστηθείσης επιτροπής ανέγνωμεν εις το υπ’ αριθ. 1915 φύλλον της Αθηνάς, διατριβήν ανώνυμον, επιγραφομένην, τα εν Αντινίστη παλαιοθηρία, την οποίαν αναγνώσαντες, επείσθημεν, ότι, ούτε εν Αθήναις συνετάχθη, ούτε τα υπό στοιχεία Π.Π είναι τα γνήσια αρχικά στοιχεία του συντάκτου αυτής.
Αλλ’ επειδή ουδόλως ενδιαφέρει το κοινόν και την επιστήμην να μάθωσιν, αν ο αξιότιμος ανώνυμος συντάκτης της περί ης ο λόγος διατριβής, εξ Αθηνών ή εκ Λαμίας έγραψε, και διατί εκάλυψε το αληθές αυτού όνομα, εις εργασίαν καθαρώς επιστημονικήν, διαβαίνομεν εφ’ όλων τούτων των εξετάσεων ως ασχέτων με την προκειμένην υπόθεσιν, ερχόμενοι αμέσως να λύσωμεν τας απορίας του Κ. Π.Π., προς τον οποίον εκφράζομεν την ευγνωμοσύνην ημών, και δια τας φιλοφρόνους προς ημάς εκφράσεις του, και διότι, αναπληρώσας τας ελλείψεις της τροχάδην συνταχθείσης προς το Υπουργείον εκθέσεως ημών, δια της γεωμετρικής περιγραφής της χώρας και των βράχων της Αντινίτσης, μας έδωσεν αφορμήν να δημοσιεύσωμεν διασαφήσεις τινάς αναγκαίας να καταστήσωσι την ανακάλυψιν των εν Αντινίτση παλαιοθηρίων πραγματικήν μαθηματικήν αλήθειαν.
Η δύναμις, ή κάλλιον, οι λόγοι δια τους οποίους συνεκεντρώθη εις εν και το αυτό μέρος άπειρος πληθύς μαστοδόντων εισί δύο. Πρώτον τα ήθη των παλαιοθηρίων, τα οποία ανήκον εις το γένος των αγελώων ζώων, κατά τον Αριστοτέλην∙ και δεύτερον ο καταπληκτικός τρόμος του κλονισμού του σύμπαντος, όστις συνήθως προηγείται των κατακλυσμών. Αν δεν μας απατά η μνήμη, ο σοφός Κυβιέρος εκφράζει και μίαν άλλην γνώμην, ότι ενδεχόμενον η συγκέντρωσις των απολιθώσεων να προέρχεται και εκ της πλημμύρας των υδάτων, την οποίαν δια ν’ αποφύγωσι τα ζώα αυτά κατέφυγον από τας πεδιάδας εις τα υψηλότερα μέρη, όπου αιφνιδίως κατεστράφησαν υπό ηφιαστείου μεγάλης εκρήξεως. Τοιούτοι είναι οι φυσικοί λόγοι δια των οποίων δυνάμεθα να εξηγήσωμεν επιστημονικώς της εις εν και το αυτό μέρος συγκέντρωσιν των απολιθωμένων λειψάνων των παλαιοθηρίων.
Είναι αδιάφορον ως προς την ανακάλυψιν των παλαιοθηρίων η δύναμις των ορυκτολογικών στρωμμάτων, τα οποία ο Κ. Π.Π. παρεμβάλλει εν τω μέσω προς ενίσχυσιν των αμφιβολιών του. Οι ογκόλιθοι βράχοι, τους οποίους εντέχνως περιγράφει ο ανώνυμος γεωμέτρης, (ας μας επιτρέψη να τον χαρακτηρίσωμεν ολίγον), δεν είναι απλούς ανθρακίας τιτάνου, αλλά μίγμα ηφαιστείου τέφρας παλαιοθηρίων συντετριμμένων και ανθρακίας τιτάνου. Εντεύθεν η ποικιλία του χρώματος των ολκολίθων αυτών και η σιδήρινος ούτως ειπείν σκληρότης των, χαρακτηριστικά όλως εις αυτούς ίδιον, τα οποία στερούνται οι παρακείμενοι βράχοι.
Τα ζώα ταύτα των οποίων ανακαλύπτονται οι οδόντες (γράφε και όλα των τα υφάσματα) ήσαν βεβαίως υπερμεγέθη, και καταστραφέντα, τα στόματά των διετήρησαν απόστασιίν τινα το εν παρά τω ετέρω ως εκ του μεγάλου των όγκου, φυσικώ τω λόγω και οι οδόντες του ενός ετοποθετήθησαν μακράν εκείνων του προκειμένου γείτονός του. Πως εξηγείται να ευρεθώσιν όλοι συμπεπλεγμένοι και συγκεκολλημένοι; Ιδού πως.
Γνωρίζει ο συγγραφεύς της διατριβής, ότι εις τας κοινωνικάς επαναστάσεις, τα πάντα συγχίζονται, συμπλέκονται και καταστρέφονται, και ουδέν πράγμα κατέχει την οικείαν θέσιν του δια το βίαιον και αχαλίνωτον των ανθρωπίνων παθών.. Παράδειγμα αι επαναστάσεις των 1848, από τας οποίας χείρ Κυρίου διέσωσε την ανθρωπότητα από τον κοινωνικόν κατακλυσμόν. Αφού λοιπόν τοιαύτη είναι η φύσις των κοινωνικών επαναστάσεων, πως θέλει ο Κ. Π.Π. να φυλάξωσι τάξιν και αρμονίαν τα ηφαίστεια, αι πλημμύραι και οι κατακλυσμοί, ώστε να τοποθετήσωσι με γεωμετρικήν ακρίβειαν τα κρανία και τους οδόντας των παλαιοθηρίων; Φυλάττουν τάξιν ποτέ οι εκ των υπονόμων των φρουρίων κατακρημνιζόμενοι λίθοι; Αναντιρρήτως όχι. Εκτός τούτου, δεν είναι αληθές, ότι όλοι οι μαστόδοντες ευρίσκονται συμπεπλεγμένοι. Αν ο Κ.Π. μετέβαινεν εις την Μονήν Αντινίτζης με μόνον τον σκοπόν του να παρατηρήση τα λείψανα των Παλαιοθηρίων, ή πριν μεταβή, ελάμβανε τον κόπον να έλθη εις το Γραφείον της Νομαρχίας δια να ίδη τα αντικείμενα, τότε όχι μόνον ήθελε παρατηρήσει καλήτερα, και εννοήσει ευκολώτερον την φύσιν της καταστροφής, αλλά και ημάς αυτούς ήθελεν αφήσει ησύχους εις στιγμήν, καθ’ ηνμόνη η ασφάλεια του Νομού απορροφά όλην ημών την προσοχήν.
“Ευρέθησαν απολιθωμένοι μύωνες φυλάττοντες και το φυσικόν των χρώμα, ευρέθη απολιθωμένον αίμα! αφού και μύωνες και αίμα απελιθώθη, πως δεν ευρέθησαν απολιθωμένα και κρανία και σπονδυλική στήλη και έτερα οστά, σώματα επιδεκτικά απολιθώσεως;”
Εις την τελευταίαν ταύτην αμφιβολίαν του Κυρίου Π.Μ. ως φαίνεται τα ανατομικά στοιχεία εχορήγησεν αυτώ εις ευφυέστατος και ευτραφέστατος Ιατρός, όστις και ίδε τας απολιθώσεις και εψηλάφησεν αυτός και εξηγήσεις εζήτησε περί αυτών και κάτι ίσως περισσότερον έπραξεν εις την εξώρυξιν αυτών, απαντώμεν κατηγορικώς, ότι και οδόντες, και μύωνες, και αίμα, και οστά διάφορα και στέαρ και απονευρώσεις και χαυλιόδοντες ευρέθησαν, τα οποία τιθέμενα εντός λέβητος με ύδωρ επί της εστίας και οσμάζωμα δύνανται να εξάξωσι και ζωμόν ίσως άριστον να κατασκευάσωσι.
Δια να βεβαιωθή δε περί τούτων όλων ο αξιότιμος συντάκτης της περί ης ο λόγος διατριβής, παρακαλούμεν αυτόν, χάριν της επιστήμης, ή να έλθη εις το Γραφείον της Νομαρχίας να τω δείξωμεν όσα ανωτέρω αριθμήσαμεν, ή αν επιθυμή ας έλθη να μεταβώμεν ομού εις την Μονήν Αντινίτζης δια να τω δείξωμεν με μαθηματικήν ακρίβειαν τους εκ τέφρας και Παλαιοθηρίων ή Μαμού συγκειμένους ογκολίθους, εξ ων δύναται να εφοδιάση το Γραφείον του. Ένα μόνον δεν υποσχόμεθα να τω δείξωμεν, τα κρανία των Παλαιοθηρίων, τα οποία, εκτός των οδόντων, έλαβον την τύχην των λοιπών οργάνων και υφασμάτων, άτινα ως ήττον των οδόντων στερεά, κατεπιέσθησαν και συνετρίφθησαν υπό του του βάρους και της βίας τοιουτοτρόπως, ώστε δυσκόλως ο άπειρος της φυσικής ιστορίας και της γεωλογίας δύναται να διακρίνη αυτά. Ιδού ο λόγος δια τον οποίον ο ανώνυμος διατριβογράφος, ο άλλως αξιότιμος δια τας μαθηματικάς γνώσεις του ηπατήθη ως προς τον αριθμόν των οδόντων, νομίσας ότι οι ογκόλιθοι της Αντινίτζης δεν παριστάνουσιν, ειμή μόνον οδόντας.
Εν άλλον νομίζομεν επηρέασε την ορθήν κρίσιν του πεπαιδευμένου αρθρογράφου της Αθηνάς, να συγχίση τους μαστόδοντας της Αντινίτζης με τους κερατίας λίθους, τους οποίους τινές ωνόμασαν και κέρατα του Άμωνος, πριν αι τεράστιοι γεωλογικοί ανακαλυψεις του Σοφού Κυβιέρου ίδωσι το φως. Είναι δε τούτο, τα ολίγα παλαιθηρία ή Μαμού της Σιβηρίας, εκ των οστέων των οποίων ηδυνήθη ο έκτακτος εκείνος Ανήρ, να συναρμολογήση κρανίον ολόκληρον με τας σιαγώνας του.
Αλλά τα παλαιθηρία της Σιβηρίας δεν κατεστράφησαν δια κατακλυσμού, συνοδευομένου υπό υφαιστείου εκρήξεως αλλ’ υπό παγετώδη μεταβολήν της αρκτικής μοίρας του πλανήτου. Άλλως δεν εξηγείται η συντήρησις αυτών.
Εν μόνον υπολείπεται να είπωμεν δια να δώσωμεν τέλος της διατριβής ημών.
Τα παλαιοθηρία της Αντινίτζης, είνε όμοια κατά το μέγεθος με τα παλαιοθηρία της Σιβηρίας και της εσπερίας Ευρώπης;
Το καθ’ ημάς δεν διατάζομεν να εκφράσωμεν γνώμην εκ των προτέρων λέγοντες ότι τα Φθιωτικά ήσαν μεγαλύτερα εκείνων, καθώς αι Τίγρεις και οι Λέοντες του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος εισί μεγαλήτεροι των της Ασίας και της Ανατολικής Αφρικής.
Οι σοφοί της Ευρώπης εις των οποίων την κρίσιν υποβάλλομεν μετά σεβασμού τας ατελείς ιδέας ημών, θέλουν αποφασίσει ανεκκλήτως περί αυτών, αφού επισκεφθώσι την Φθιώτιδα.
                                                                   Α. Ζυγομαλάς
                                                Νομάρχης Φθιώτιδος και Φωκίδος»
          Η αντίδραση του νομάρχη είναι η εκ νέου προβολή και πληρέστερη τεκμηρίωση των επιχειρημάτων του. Σε κάποια σημεία μάλιστα ειρωνεύεται τον Π.Π., γράφοντας ότι πράγματι πρόκειται για οστά, τα οποία αν τεθούν στη φωτιά σε καζάνι με νερό μπορούν να παράγουν ζωμό! Κλείνοντας, καλεί του σοφούς της Ευρώπης να επισκεφθούν τη Φθιώτιδα για να πεισθούν με επιτόπια έρευνα ότι πρόκειται για απολιθώματα.


2)Περιοχή Πελασγίας:
Ο Νομάρχης στην περιοχή της Πελασγίας ανακάλυψε απολίθωμα βόα. Η σχετική επιστολή του στο Υπουργείο Εσωτερικών δημοσιεύθηκε στο φύλλο 1927 της 17ης Νοεμβρίου 1852 της εφημερίδας «Αθηνά» με τον υπέρτιτλο: «Νομάρχης έτι ών ο Κ.Ζυγομαλάς μας απηύθυνε την ακόλουθον ανακάλυψίν του». Η ίδια είδηση αναδημοσιεύθηκε στο φύλλο 720 της 5ης Δεκεμβρίου 1852 της εφημερίδας «Η Αμάλθεια» με τον υπέρτιτλο:
«Ο πρώην νομάρχης Φθιώτιδος. Κ.Α.Ζυγομαλάς, του οποίου ήδη εδημοσιεύσαμεν και δια της εφημερίδος ταύτης δυο περί παλαιοθηρίων διατριβάς, είχε στείλει εις την Κυβέρνησίν του και την επομένην επίσης περίεργον περί απολελιθωμένου δράκοντος έκθεσιν, την οποίαν ωσαύτως λαμβάνομεν εκ των ελληνικών εφημερίδων».
Από τους υπερτίτλους των δύο εφημερίδων προκύπτει ότι ο Α.Ζυγομαλάς μεταξύ της 17ης Νοεμβρίου και 5ης Δεκεμβρίου 1852 παραιτήθηκε από Νομάρχης Φθιώτιδας. Η παραίτησή του μάλλον ήταν αναμενομένη, αν κριθεί από τη φράση του υπερτίτλου της «Αθηνάς» «Νομάρχης έτι ων ο Κ.Ζυγομαλάς…», δηλαδή «ο κ.Ζυγομαλάς, ο οποίος είναι ακόμη Νομάρχης»! Ίσως η ανακάλυψη των παλαιοντολογικών ευρημάτων και η αντιπαράθεση με τον ανώνυμο αρθρογράφο Π.Π. να στοίχισε τη θέση του.
Ακολουθεί η δημοσίευση:
«Περί ανακαλύψεως απολιθωμένου Δράκοντος
Επισκεφθείς κατά την επιστροφήν μου εκ του χωρίου Γλύφας το αρχαίον κυκλωπικόν φρούριον της Κρεμαστής Λαρίσσης, όπερ κατά την γνώμην των αρχαίων ποιητών και ιστοριογράφων ήτον έδρα της επικρατείας του Αχιλλέως, ανεκάλυψα μεταξύ των πεπτωκότων λίθων του ασύλου του φρουρίου δράκοντα απολιθωμένον, ήτοι όφιν εκ του γένους των (Βόας Construtor) των Ευρωπαίων.
Ο όφις ούτος απελιθώθη, καθόσον δύναμαι να συμπεράνω, εις μεταγενέστερον κατακλυσμόν του των Παλαιοθηρίων, καθότι, εκτός της κεφαλής και των δυο τρίτων του μήκους του εαυτού σώματος διετηρήθη το κυλινδροειδές σχήμα του.
Υπάρχουσι δε εντός της δεξιάς παρειάς της κοιλίας του πελωρίου τούτου όφεως όργανα τινά συμπεφυημένα επιμήκη και σηριγγώδη, τα οποία είναι μέρος του πεπτικού σωλήνος, ή τα αιματοφόρα αγγεία του όφεως, το τελευταίον συμπέρασμα μου φαίνεται πιθανώτερον, ως εκ της ανατομικής χώρας των οργάνων και της διατηρήσεως αυτών.
Είπον ανωτέρω, ότι ο όφις ούτος απελιθώθη εις κατακλυσμόν μεταγενέστερον του των παλαιοθηρίων. Η γνώμη αύτη υποστηρίζεται, εκ του, ότι άπασα η εξωτερική επιφάνεια του όφεως υπάρχει περικεκαλυμμένη από σταλακτίτας, δεικνύοντας, ότι, ότε τα ύδατα εκάλυψαν τα όρη και τα πεδία της Θεσσαλίας, ο όφις ευρίσκετο εντός σπηλαίου, το οποίον ήτο το καταφύγιον αυτού, όπου πνιγείς εκ της πλημμύρας εκαλύφθη υπό των σταλακτικών του σπηλαίου, αποσυρθέντων των υδάτων. Τούτο δεικνύει και η ύψωσις της κεφαλής του όφεως, όστις πνιγόμενος, επροσπάθει να σωθεί υψώνων προς τα άνω την κεφαλήν.
Το περίεργον δε είναι ότι, καθά επληροφορήθην παρά του Λοχαγού Κουρούμπα, σταθμεύοντος εις το Τμήμα του Δήμου κρεμαστής Λαρίσσης, υπάρχει σπήλαιον πλησίον του φρουρίου τούτου, λίαν περίεργον διά το πλήθος και τα διάφορα σχήματα των σταλακτιτών. Πολλοί εκ των κατοίκων του Δήμου τούτου ακούσαντες την εξήγησιν την οποίαν έκαμα περί του απολθωμένου αυτού δράκοντος, με εβεβαίωσαν, ότι εις τα μέρη αυτά της Όθρυος υπάρχουσι και σήμερον πολλοί όφεις, αλλά μη υπερβαίνοντες κατά το μέγεθος, το χόνδρος ενός βραχίονος, ένεκα τούτου οι ποιμένες φοβούμενοι, αποφεύγουσι τα μέρη αυτά∙ ότι οι πελώριοι ούτοι όφεις, ενεφώλευον εντός των σπηλαίων μας, μαρτυρείται και εκ της δρακοσπηλιάς της Οίτης, ήτις εκ τοιούτου περιστατικού πρέπει να έλαβε το όνομα αυτό.
Είναι λοιπόν εκτός πάσης αμφιβολίας, ότι ο ανακαλυφθείς επί της κορυφής του κυκλωπικού φρουρίου της Κρεμαστής Λαρίσσης όφις, απελιθώθη επί του κατακλυσμού του Δευκαλίωνος, όστις, εάν δεν ήναι τόλμη να εκφράσω γνώμην, συνέβη ησύχως και άνευ ηφαιστείων αιφνηδίων εκρήξεων, περί ων ανέφερον δια της προς το υπουργείον αναφοράς μου περί των παλαιοθηρίων. Την γνώμην ταύτην υποβάλλω μετά θάρρους εις την βάσανον των σοφών γεωλόγων της Ευρώπης, οίτινες, εάν αποφασίσωσι να επισκεφθώσι τα μέρη ταύτα του Ελληνικού Βασιλείου μετά την ανακάλυψιν των Παλαιοθηρίων της μονής Αντινίτζης και του απολιθωμένου δράκοντος της Κρεμαστής Λαρίσσης, όχι μόνον θέλουσι γίνει πρόξενοι μεγάλων γεωλογικών και ορυκτολογικών ανακαλύψεων, αλλά και πολλά μυθώδη μέρη των Ελλήνων ποιητών θέλουσιν εξηγήσει και παραδόσει εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος.
Εκ των εκτεθέντων παρατηρεί το υπουργείον μέχρι τίνος βαθμού ενδιαφέρουσι την Ελλάδα αι γεωλογικαί αύται ανακαλύψεις των μυθολογικών αυτών ζώων∙ εν έντομον ανακαλύπτεται εις την Ευρώπην υπό οποιουδήποτε υπαλλήλου, και αμέσως ο υπουργικός τύπος δημοσιεύει την μικράν αυτήν ανακάλυψιν προς φωτισμόν του κοινού, και πλουτισμόν της επιστήμης∙ ενταύθα ανεκαλύφθησαν αι εκπληκτικώτεραι ζωϊκαί πλάσεις του δημιουργού, και ουδεμία των υπουργικών εφημερίδων ανέφερον το παραμικρόν!
Παρακαλώ λοιπόν και αύθις το Υπουργείον, να διατάξη την δημοσίευσιν αμφοτέρων των ανακαλύψεων δια της γαλλιστί εκδιδομένης εν Αθήναις εφημρίδος, ο Αθηναϊκός Παρατηρητής, δια να λάβωσι γνώσιν αυτών οι γεωλόγοι της Ευρώπης εις ους ανήκει να κρίνωσι περί αυτών.
Εν Λαμία, την 6 Οκτωβρίου 1852»
Ο Νομάρχης, εκτός από την ανακάλυψή του, αναφέρει και πληροφορία του λοχαγού Κουτρούμπα για ύπαρξη σπηλαίου με σταλακτίτες δίπλα στο φρούριο της Πελασγίας. Αποφαίνεται μάλιστα ότι το τοπωνύμιο Δρακοσπηλιά Οίτης, οφείλεται στην ύπαρξη παρόμοιων φιδιών, τα οποία κατοικούσαν σε σπηλιές της Φθιώτιδας. Κλείνοντας, εκφράζει το παράπονό του για την αδιαφορία του υπουργείου, σε αντιδιαστολή με το υπέρμετρο ενδιαφέρον των ξένων επιστημόνων, για οποιαδήποτε ανακάλυψη πραγματοποιείται στη χώρα τους. Παρακαλεί να δημοσιευθεί η ανακάλυψή του στη γαλλόφωνη εφημερίδα Αθηναϊκός Παρατηρητής (Athènes Observateur;) για να ενδιαφερθούν οι Ευρωπαίοι γεωλόγοι και αποφανθούν για τις ανακαλύψεις του.

Η προσπάθεια του, πρώην πλέον Νομάρχη Α.Ζυγομαλά, να προσελκύσει το ενδιαφέρον Ευρωπαίων επιστημόνων, φαίνεται ότι είχε ευτυχή κατάληξη. Σε είδηση στο φύλλο 1928 της 21ης Νοεμβρίου 1852 της εφημερίδας «Αθηνά» αναγγέλλεται το ενδιαφέρον της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών (Académie des sciences) για το όλον θέμα:
«Ο ισόβιος Γραμματεύς της Γαλλικής Ακαδημίας των ωραίων τεχνών Κ. Ραούλ Ροσιέτ ανήγγειλεν εις μίαν των τελευταίων συνεδριάσεων της Ακαδημίας των επιστημών τας εν Φθιώτιδι γενομένας γεωλογικάς ανακαλύψεις του Κ.Α.Ζυγομαλά. Η ουσιώδης αύτη ανακάλυψις του πρώην Νομάρχου Φθιώτιδος διήγειρεν επί τοσούτον την προσοχήν της Ακαδημίας, ώστε αύτη αμέσως διώρισεν ειδικήν  επιτροπήν, όπως ενασχοληθή επί των ανακαλύψεων τούτων, περί των οποίων έμελλε να διαλάβη και εις τα εβδομαδιαία πρακτικά της συνεδριάσεως».
          Σήμερα η τύχη των παλαιοντολογικών αυτών ευρημάτων από τη Φθιώτιδα είναι άγνωστη. Στην εφημερίδα της Χίου «Η ΑΛΗΘΕΙΑ» αναγράφεται ότι «οδηγήθηκαν στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού». Η πληροφορία γίνεται δεκτή με επιφυλακτικότητα καθώς δεν υπάρχει άλλη πηγή για διασταύρωσή της.

Η παρούσα ανάρτηση οφείλεται στην ευγενή υπόδειξη των δημοσιευμάτων της «Αμάλθειας» από τον κ.Πέτρο Μεχτίδη. Αποτέλεσαν τη μαγιά για τον εντοπισμό των υπολοίπων δημοσιευμάτων. Τον ευχαριστούμε….


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
[1] Ο Ανδρέας Ζυγομαλάς γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1803. Με τα γεγονότα του 1822 έφυγε από τη Σμύρνη και σπούδασε γιατρός στην Ευρώπη, αλλά δεν εξάσκησε για πολύ το επάγγελμά του. Το 1836 εξέδωσε την εφημερίδα «Ο Φίλος του Λαού» και εργάστηκε δραστήρια για την επιτυχία της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου.
Υπηρέτησε ως Νομάρχης Αιτωλίας και Ακαρνανίας (1849–1850) επιφορτισμένος με την καταπολέμηση της ληστείας και ως Νομάρχης Κυκλάδων το 1851. Το 1852, ως Νομάρχης Φθιώτιδος και Φωκίδος, ανακάλυψε απολιθωμένα φυτά και μαστόδοντα, τα οποία οδηγήθηκαν στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού (Museum National d'Histoire Naturelle).
Το 1855 διετέλεσε Υπουργός Ναυτικών για λίγους μήνες. Παραιτήθηκε και πολεμήθηκε από τον Όθωνα και την Αμαλία για μια πενταετία. Για οικονομικούς λόγους αποδέχτηκε το Προξενείο της Σμύρνης.
Το 1858 βρέθηκε Γενικός Πρόξενος Αιγύπτου. Τότε αντιπροσωπεύοντας το Εμπορικό Επιμελητήριο της Σύρου, δημοσίευσε σε φυλλάδιο έκθεση «Περί του μεγάλου συμφέροντος, όπερ έχει η Ελλάς εις την επιτυχίαν της ενώσεως της Μεσογείου μετά της Ερυθράς θαλάσσης».
[Πηγή: Εφημερίδα της Χίου Η ΑΛΗΘΕΙΑ].



ΕΙΚΟΝΕΣ


 Εικ.1 Προμετωπίδα της εφημερίδας «Αιών».



 Εικ.2 Προμετωπίδα της εφημερίδας «Αθηνά».



 Εικ.3 Προμετωπίδα της εφημερίδας «Η Αμάλθεια».



 Εικ.4 Προμετωπίδα της περιοδικής έκδοσης «Πανδώρα».


ΠΗΓΕΣ

 1)Εφημερίδα «Αιών» της Αθήνας.
2)Εφημερίδα «Αθηνά» της Αθήνας.
3)Εφημερίδα «Η Αμάλθεια» της Σμύρνης.
4)Περιοδική έκδοση «Πανδώρα».





Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Τσερνοβίτι: Το κωδωνοστάσιο του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου


Τα κωδωνοστάσια (καμπαναριά) ανήκαν στην κατηγορία των προσκτισμάτων, τα οποία έχουν βοηθητική λειτουργία ως προς τη λειτουργία του ναού (κρούση κωδώνων). Στις αρχές της βυζαντινής περιόδου για την ειδοποίηση των πιστών να προσέλθουν στη θεία λειτουργία χρησιμοποιήθηκαν σήμαντρα ή σημαντήρια ή αγιοσίδερα. Οι πρώτες καμπάνες εμφανίσθηκαν στη Δύση κατά τον 6ο αι. μ.Χ. και αργότερα στην Ανατολή, τον 9ο αι. μ.Χ.. Η ονομασία τους προήλθε από την Καμπανία της Ιταλίας, όπου υπήρχε άφθονο το μέταλλο κατασκευής τους. Στους ενοριακούς ναούς της Ανατολής η χρήση τους γενικεύθηκε μετά τον 9ο αι. μ.Χ.. Για τη στήριξή τους χτίσθηκαν δίπλα στο νάρθηκα τα κωδωνοστάσια. Πρόκειται για πυργοειδή κτίσματα, συνήθως πολυώροφα με εσωτερική σκάλα. Στη συνθετότερη μορφή τους φέρουν στους ορόφους τοξωτά ανοίγματα (παράθυρα) μονόλοβα ή δίλοβα (μονόφυλλα ή δίφυλλα).
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης απαγορεύθηκε από τους Οθωμανούς η ανέγερση κωδωνοστασίων και οι κωδωνοκρουσίες. Αιτιολογία ήταν η υπάρχουσα δοξασία των μουσουλμάνων ότι ο ήχος της καμπάνας ταράζει τον αιώνιο και μακάριο ύπνο των νεκρών. Εξαιρέθηκαν από την απαγόρευση το Άγιον Όρος, τα Ιωάννινα, το Ζαγόρι της Ηπείρου και μερικά νησιά του Αιγαίου. Η απαγόρευση άρχισε να υποχωρεί μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και τη σταδιακή παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μετά την ημερομηνία αυτή κτίσθηκαν τα περισσότερα σωζόμενα σήμερα κωδωνοστάσια. Μεταξύ αυτών και του Αγίου Ιωάννου Τσερνοβιτίου, το οποίο κατατάσσεται στην κατηγορία των μεταβυζαντινών κωδωνοστασίων της Θεσσαλίας, όπως θα αποδειχτεί στη συνέχεια.
Οι καμπάνες για θρησκευτικούς λόγους ηχούν χαρμόσυνα την Κυριακή της Ανάστασης, την εβδομάδα της διακαινησίμου, τις μεγάλες εορτές και τα πανηγύρια. Πένθιμα ηχούν τη Μεγάλη Παρασκευή. Ο κτύπος της καμπάνας παλαιότερα ήταν καθοριστικός και για την κοινωνική ζωή των κατοίκων ενός χωριού. Για κοινωνικούς λόγους ηχούσαν λυπητερά αναγγέλλοντας το θάνατο συγχωριανού, φυσιολογικό ήχο για την ειδοποίηση των μαθητών να προσέλθουν στο σχολείο, γρήγορα και συνεχόμενα για συγκέντρωση των κατοίκων λόγω επιστράτευσης ή πυρκαγιάς, κ.ά..
Χαρακτηριστική και συγκινητική είναι η περιγραφή κρούσης της καμπάνας του Αγίου Ιωάννου Τσερνοβιτίου κατά την επιστράτευση του 1940 στο κείμενο που ακολουθεί:
«Η Καμπάνα του Αγίου Ιωάννη
Κάποια μέρα φθινοπωρινή , λίγο μετά το μεσημέρι, άρχισε ξαφνικά να χτυπάει η καμπάνα του Αγίου Ιωάννη, του προστάτη του χωριού. Δεν ήταν γιορτινό χτύπημα ούτε πένθιμο μαντάτο. Ήταν ένα ασυνήθιστο, γρήγορο, δυνατό χτύπημα που ξάφνιασε τη φύση και έκανε τα πουλιά να σταματήσουν το χαρούμενο τιτίβισμά τους. Η γιαγιά μου η Αναστασία ανησύχησε. «Σύρε να δεις γιατί χτυπάει η καμπάνα» με πρόσταξε κάνοντας το σταυρό της. Έτρεξα στην εκκλησία. Εκεί ο δάσκαλος, ο παππάς, μερικά γερόντια και πολλά παιδιά που με είχαν προλάβει. «Άρχισε ο πόλεμος», «έχουμε επιστράτευση», «ο Μουσολίνι μας κήρυξε τον πόλεμο», ήταν οι φράσεις που επαναλαμβάνονταν από πολλά στόματα κάθε φορά που πλησίαζε κάποιος και ρωτούσε τι συμβαίνει. Ήταν η 28η Οκτωβρίου 1940 και ένας χωροφύλακας είχε φέρει το μήνυμα του πολέμου και τις προσκλήσεις επιστράτευσης…….» (Από το βιβλίο του Χαράλαμπου Δημητρίου Σκεπαρνάκου, Το τελευταίο μάθημα της ιστορίας. Στα μονοπάτια της Ιστορίας από μία ξενάγηση στην Πολεμική Αεροπορία. Χούντα-Αττίλας και Τρόϊκα, Αίτια και αιτιατά, Αθήνα 2012, σελίδες 23, 24).

Περί των Θεσσαλικών κωδωνοστασίων-Τυπολογία
Τα μεταβυζαντινά κωδωνοστάσια στη Θεσσαλία διακρίνονται κυρίως σε δύο τύπους, τα τοξωτά και τα πυργόμορφα. Τονίζουν την καθ’ ύψος διάσταση στο χώρο του οικοδομικού συγκροτήματος ναού-κωδωνοστασίου.
Τα τοξωτά, δυτικότροπο είδος με πηγή έμπνευσης τα τοιχωτά κωδωνοστάσια επτανησιακού μπαρόκ, σπανίζουν στη Θεσσαλία. Όσα υπάρχουν χτίσθηκαν από τεχνίτες με καταγωγή τα Τζουμέρκα.
Τα πυργόμορφα χαρακτηρίζονται από την αυστηρότητα της μορφής. Κατασκευαστές τους ήταν οι τεχνίτες από την Πυρσόγιαννη και το Ζουπάνι (σημερινό Πεντάλοφο Κοζάνης). Τυπολογικά, με βάση τα μορφολογικά τους στοιχεία διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
Ι. Τετράπλευρα: αυτά που παρουσιάζουν σχήμα τετραγώνου στην κάτοψη. Χαρακτηρίζονται από την αυστηρότητα της μορφής, η οποία εκφράζει την αντίληψη των κατασκευαστών αλλά προδίδει και το δισταγμό τους να προχωρήσουν σε πιο σύνθετες μορφές. Ανάλογα με τον αριθμό και τη μορφή των παραθύρων-ανοιγμάτων υποδιαιρούνται[1]:
α. Κωδωνοστάσια με παράθυρα μόνο στο ανώτερο τμήμα της τοιχοδομίας.
β. Κωδωνοστάσια με μονόλοβα επάλληλα παράθυρα.
γ. Κωδωνοστάσια με επιστέγασμα σχήματος κιβωρίου.
δ. Κωδωνοστάσια με παράθυρα διαφόρων μορφών.
ΙΙ. Εξάπλευρα κωδωνοστάσια σε τετράπλευρη βάση. Έως το μισό του ύψους τους παρουσιάζουν μορφή τετραπλεύρου όμως στην ανωδομή διαρθρώνονται σε έξι πλευρές.
ΙΙΙ. Εξάπλευρα: αυτά που παρουσιάζουν σχήμα εξαγώνου στη μορφή, είτε μόνο εξωτερικά ,είτε και εσωτερικά.
Οι τρεις τύποι των κωδωνοστασίων εμφανίστηκαν με την αντίστοιχη χρονολογική σειρά. Παλαιότερος είναι ο τύπος του τετραπλεύρου (Ι), μεταβατικός ο τύπος του εξαπλεύρου που εδράζεται σε τετράπλευρη βάση (ΙΙ) και νεώτερος ο τύπος του εξαπλεύρου (ΙΙΙ).
Η ανέγερση κωδωνοστασίων άρχισε, όπως ήδη αναφέρθηκε, μετά την ήττα των Οθωμανών στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1768-1774). Ειδικά στην εξεταζομένη περιοχή τα κωδωνοστάσια σπανίζουν και το πρώτο απαντάται το 1764. Δέκα χρόνια αργότερα με την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) παραχωρήθηκε στους υποδούλους χριστιανικούς πληθυσμούς το προνόμιο να αναγείρουν ή επισκευάζουν τους ναούς τους. Οι ευνοϊκοί αυτοί όροι συμπληρώθηκαν με την έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν το 1856 από το σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ Α΄ (1823 – 1861), αμέσως μετά τον πόλεμο της Κριμαίας. Η χρονολογική ροή των γεγονότων με τους όλο και ευνοϊκότερους όρους για τη χριστιανική λατρεία, αντανακλά και την αρχιτεκτονική εξέλιξη των κωδωνοστασίων από τον τύπο Ι στον τύπο ΙΙΙ.
Σε πολλές περιπτώσεις τα κωδωνοστάσια κτίσθηκαν μετά την ανέγερση του ναού κατά τη διάρκεια επισκευής ή ριζικής ανακαίνισής του. Ως υλικό χρησιμοποιήθηκε το υλικό που διέθετε η περιοχή. Η στέγη (τετράκλινη θολωτή ή κωνική) καλυπτόταν κυρίως με σχιστολιθικές πλάκες. Στις εισόδους υπάρχουν πολλές φορές λιθανάγλυφα διακοσμητικά θέματα (πλακίδια, οδοντωτές ταινίες και κοσμήτες) που σχετίζονται με λαϊκές δοξασίες για την προστασία του χώρου από κακοποιές δυνάμεις. Τα ονόματα των δωρητών, τεχνιτών ή αρχιτεκτόνων απαθανατίσθηκαν σε ελάχιστα κωδωνοστάσια.
Το παλαιότερο τετράπλευρο μεταβυζαντινό κωδωνοστάσιο (τύπος Ι), που έχει επισημανθεί μέχρι σήμερα στη Θεσσαλία, είναι της Αγίας Παρασκευής Λουτρού Λαρίσης. Χρονολογείται το 1792, όπως αναφέρεται σε εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με παράσταση αγγέλου στη νότια πλευρά του (Εικ. 1). Ίδιου τύπου είναι το κωδωνοστάσιο του ναού της Υπαπαντής στο Δίμηνι Μαγνησίας (Εικ. 2), το οποίο χρονολογείται «1819 ΜΑΡΤΙΟΥ 4». Στις αρχές του 19ου αιώνα χρονολογείται το κωδωνοστάσιο του Αγίου Αντωνίου στον Παλαιό Πλάτανο Αλμυρού (Εικ. 3).
Παλαιότερο δείγμα σωζομένου εξαπλεύρου κωδωνοστασίου (τύπος ΙΙΙ) είναι το κωδωνοστάσιο της Αγίας Παρασκευής Κοκκωτών Αλμυρού (Εικ. 4). Ο ναός, τρίκλιτη βασιλική της τουρκοκρατίας, ιστορήθηκε τον 17ο αιώνα, το κωδωνοστάσιο όμως ανηγέρθη το 1869, όπως αναγράφεται στο υπέρθυρο της εισόδου στη νότια πλευρά. Το εξάπλευρο κωδωνοστάσιο του ναού των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης της Βρύναινας Αλμυρού (Εικ.5) φέρει πλάκα στην οποία αναγράφεται ως έτος κατασκευής το 1875 (Εικ. 6) [2]. Το ίδιο έτος (1875) και επί ηγουμενίας Γαβριήλ κατασκευάσθηκε και το ιδίου τύπου κωδωνοστάσιο της Κάτω Μονής Ξενιάς, πανομοιότυπο με αυτό της Βρύναινας (Εικ. 7). Διακρίνεται σε παλαιά φωτογραφία πριν την πρώτη ανακαίνιση της βόρειας πτέρυγας της μονής (Εικ. 8) και σε φωτογραφία του 1908 (Εικ. 9). Κατεδαφίστηκε κατά τη ριζική ανακαίνιση της μονής εκ βάθρων το χρονικό διάστημα 1920-1925 χάριν εξοικονομήσεως χώρου. Ένα ακόμη εξάπλευρο κωδωνοστάσιο της ίδιας εποχής είναι αυτό του ναού του Αγίου Ιωάννη στον Παλαιό Πλάτανο Αλμυρού (Εικ. 10).

Περί του κωδωνοστασίου του Αγίου Ιωάννη Τσερνοβιτίου
Το κωδωνοστάσιο του Αγίου Ιωάννη Τσερνοβιτίου ανήκει στην κατηγορία των τετράπλευρων κωδωνοστασίων με παράθυρα μόνο στο ανώτερο τμήμα της τοιχοδομίας (τύπος Ια).
Κτίσθηκε μερικά μέτρα νοτιοδυτικά από το ναό, αριστερά της πύλης του περιβάλλοντος χώρου (Eικ.11,12). Είναι διώροφο, πυργοειδές κτίσμα και στηρίζεται σε μεγαλύτερη λιθόκτιστη τετραγωνική βάση. Το υλικό κατασκευής του αποτελείται από ακατέργαστους και ημικατεργασμένους λίθους, ξύλο και σχιστόλιθους. Χρησιμοποιούνται κι εδώ, όπως στην πύλη εισόδου του περιβάλλοντος χώρου σιδερένιοι σύνδεσμοι (τζινέτια). Συνολικά υπάρχουν 4 σύνδεσμοι σε κάθε επιφάνεια, δηλαδή συνολικά 4Χ4=16 σύνδεσμοι, οι οποίοι βοηθούν στη στατική ισορροπία του οικοδομήματος. Είναι τοποθετημένοι έτσι ώστε να ενώνονται μεταξύ τους στη μη ορατή επιφάνεια του τοίχου. Τα άκρα των συνδέσμων που προεξέχουν στην ορατή επιφάνεια σχηματίζουν κρίκο. Μέσα από τον κρίκο διέρχεται μικρή σιδερένια ράβδος, η οποία εφάπτεται στην επιφάνεια του τοίχου (Eικ.13,14). Παρόμοιος είναι ο τρόπος συνδεσμολογίας στο κωδωνοστάσιο του ναού των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης της Βρύναινας Μαγνησίας (Εικ.5).
Η είσοδος στο κωδωνοστάσιο πραγματοποιείται μέσω θύρας, η οποία επιστεγάζεται με τετράπλευρο λίθινο ορθογώνιο δόμο. Εκατέρωθεν της θύρας ανά δύο σιδερένιοι σύνδεσμοι ενισχύουν τη στήριξη του τοίχου. Δεν υπάρχουν παράθυρα στις υπόλοιπες τρεις πλευρές του.
Η άνοδος στο ανώγειο πραγματοποιείται με ξύλινη σκάλα. Εκεί κυριαρχούν τέσσερα μονόλοβα τοξοειδή παράθυρα, στις τέσσερις πλευρές. Το μεγάλο μέγεθός τους εξυπηρετεί και την καλύτερη ηχητική απόδοση της καμπάνας, η οποία, όταν σημαίνει, ακούγεται σε μεγάλη απόσταση. Στα παράθυρα είναι πακτωμένες, δύο ανά παράθυρο, ξύλινες δοκοί. Η ύπαρξή τους εξυπηρετεί τη στατική ισορροπία του κτίσματος (Εικ. 15,16). Η καμπάνα κρέμεται από ξύλινη δοκό, η οποία εξυπηρετεί αποκλειστικά αυτό το σκοπό. Η σκεπή του κωδωνοστασίου καλύπτεται από σχιστόλιθους (Εικ. 17).
Χρονολογικά τοποθετείται το 1812, έτος κτίσεως του ναού. Για την κατάταξή του αυτή ελήφθησαν υπόψιν:
α. τυπολογικά χαρακτηριστικά (Ια. Τετράπλευρο με παράθυρα μόνο στο ανώτερο τμήμα της τοιχοδομίας): τοποθετείται στην πρώϊμη περίοδο ανέγερσης κωδωνοστασίων, δηλαδή 1774 έως τις αρχές του 19ου αιώνα.
β. η ομοιότητά του με το κωδωνοστάσιο του Αγίου Αντωνίου στον Παλαιό Πλάτανο Αλμυρού, που χρονολογείται αρχές 19ου αιώνα είναι χαρακτηριστική (Εικ. 3). Η μόνη ελαφρά διαφορά τους εντοπίζεται στα τόξα των παραθύρων. Στον Άγιο Ιωάννη Τσερνοβιτίου τα τόξα εμφανίζουν μεγαλύτερη καμπύλη.
Η κατασκευή του κωδωνοστασίου την εποχή αυτή στο Τσερνοβίτι παραπέμπει σε τεχνίτες που προέρχονται από τη σημερινή Δυτική Ελλάδα, από τα μαστοροχώρια της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
[1] Η υποδιαίρεση προτείνεται από την αρχαιολόγο κα Σουζάνα Χούλια σε άρθρο της στην περιοδική έκδοση Αρχαιολογικό Δελτίο: Χούλια Σ., Μεταβυζαντινά Κωδωνοστάσια της Θεσσαλίας, ΑΔ 42 (1987), Μέρος Α΄-μελέτες, Αθήνα 1994, σελίδα 247.
[2] Στην πλάκα χρονολόγησης του κωδωνοστασίου της Βρύναινας αναγιγνώσκονται με δυσκολία τα εξής:
…[ΚΩΔΩΝΟΣΤΑ]ΣΙΟΝ/
ΑΓΙΟΣ ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝ/
ΟΣ.Ο.ΣΓΑ…..ΑΣΤΙΡΙ/
…….ΕΛΕΝΗ/
1875 ΙΟΥΛΙΟΥ/
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΕΩΡ/
ΓΙΟΥ ΖΟΥΠΑΝ.ΖΕΚΤΙΣΕ
Εκατέρωθεν του σταυρού και πάνω από την οριζόντια κεραία αναγράφεται [ΙΣ] XΣ. Δύο λιθανάγλυφα κοσμήματα βρίσκονται επίσης εκατέρωθεν του σταυρού. Από την επιγραφή προκύπτει η πληροφορία ότι κτίσθηκε από το Δημήτριο Γεωργίου Ζουπανιώτη, δηλαδή τον καταγόμενο από το Ζουπάνι της Δυτικής Μακεδονίας (σημερινό Πεντάλοφο). Οι Ζουπανιώτες μαστόροι, όπως είναι γνωστό, δούλεψαν σε όλο τον ελλαδικό χώρο μετά τον 18ο αιώνα. Στο Πήλιο σώζονται αρκετοί ναοί, γεφύρια και καλντερίμια που κτίσθηκαν από αυτούς.
Το κωδωνοστάσιο της Βρύναινας φέρει δύο σειρές ανά ύψος μονολόβων παραθύρων και πλήθος μεταλλικών συνδέσμων (τζινέτια) για τη στήριξή του, προφανώς λόγω του όγκου και του ύψους του. Σε κάθε πλευρά αντιστοιχούν δύο παράθυρα.
Για το κωδωνοστάσιο της Βρύναινας σημαντικές πληροφορίες μας μεταφέρθηκαν από τον κ.Κωνσταντίνο Χ. Χουλιαρά:
«το καμπαναριό του χωριού συνδέεται με θρύλους και άγραφες παραδόσεις. Κάποια παράδοση, που μου χε πει η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, είναι ότι το καμπαναριό χτίσθηκε από κάποιον με το όνομα Βρυνιώτης εξ ου πήρε και την ονομασία. Παράδοση που δεν ευσταθεί και τόσο σύμφωνα με την επιγραφή. Λέγεται ότι όταν έφτασε στο ύψος του καμπαναριού έπεσε και σκοτώθηκε. Οι μάστοροι του σκάλισαν στην κορυφή το κεφάλι του με μια χρονολογία η οποία δεν φαίνεται καλά. Η επιγραφή είναι σχεδόν σε ύψος 3 μέτρων από το έδαφος. Στην κορυφή του καμπαναριού υπάρχει κι ένα κεφάλι σκαλισμένο επίσης με μια χρονολογία αλλά δεν φαίνεται και τόσο καλά λόγω του ότι καλύφθηκε από μπετό κατά τη τελευταία ανακαίνιση. Το κωδωνοστάσιο εσωτερικά έχει ενισχυθεί με μπετό για να μην καταρρεύσει».



ΕΙΚΟΝΕΣ


 Εικ.1 Το κωδωνοστάσιο της Αγίας Παρασκευής Λουτρού Λαρίσης.



 Εικ.2 Το κωδωνοστάσιο του ναού της Υπαπαντής στο Δίμηνι Μαγνησίας.



 Εικ.3 Το κωδωνοστάσιο του Αγίου Αντωνίου στον Παλαιό Πλάτανο Αλμυρού.



 Εικ.4 Το κωδωνοστάσιο της Αγίας Παρασκευής Κοκκωτών Αλμυρού.



 Εικ.5 Κωδωνοστάσιο του ναού των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Βρύναινα Αλμυρού.



 Εικ.6 Η πλάκα με τη χρονολόγηση του κωδωνοστασίου της Βρύναινας.



 Εικ.7 Το μη σωζόμενο σήμερα κωδωνοστάσιο της Ιεράς Μονής Κάτω Ξενιάς.



 Εικ.8 Η Ιερά Μονή Κάτω Ξενιάς προ της ανακαινίσεως. Διακρίνεται η βόρεια πλευρά, που κάηκε κατά την επανάσταση της Θεσσαλίας το 1878. Δεξιά το εξάπλευρο κωδωνοστάσιο.



 Εικ.9 Η Ιερά Μονή Κάτω Ξενιάς το 1908. Διακρίνεται η ανεγερθείσα εκ βάθρων από το μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό Μαυρομάτη εκ Ψαρών βόρεια πλευρά. Δεξιά το εξάπλευρο κωδωνοστάσιο.



 Εικ.10 Το κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Ιωάννη στον Παλαιό Πλάτανο Αλμυρού.



 Εικ.11 Γενική άποψη της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου Τσερνοβιτίου. Στον αύλειο χώρο δεσπόζει το κωδωνοστάσιο.



 Εικ.12 Άλλη άποψη του κωδωνοστασίου.



 Εικ.13 Γενική άποψη του κωδωνοστασίου μέσα από τον αύλειο χώρο.



 Εικ.14 Γενική άποψη της πλευράς με τη θύρα εισόδου του κωδωνοστασίου.



 Εικ.15 Το άνω τμήμα του κωδωνοστασίου πριν την ανακαίνιση.



 Εικ.16 Το άνω τμήμα του κωδωνοστασίου μετά την ανακαίνιση.



 Εικ.17 Το άνω τμήμα και η σκεπή του κωδωνοστασίου πριν την ανακαίνιση.




ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ


Εικ.2 Από: Χούλια Σ., Μεταβυζαντινά Κωδωνοστάσια της Θεσσαλίας, ΑΔ 42 (1987), Μέρος Α΄-μελέτες (σελίδες: 231-249), Αθήνα 1994, πίνακας 80γ.
Εικ.3 Από: Χούλια Σ., Μεταβυζαντινά Κωδωνοστάσια της Θεσσαλίας, ΑΔ 42 (1987), Μέρος Α΄-μελέτες (σελίδες: 231-249), Αθήνα 1994, πίνακας 82α.
Εικ.4 Από: Χούλια Σ., Μεταβυζαντινά Κωδωνοστάσια της Θεσσαλίας, ΑΔ 42 (1987), Μέρος Α΄-μελέτες (σελίδες: 231-249), Αθήνα 1994, πίνακας 89δ.
Εικ. 5 Φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Κουμπούρα.
Εικ. 6 Φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Χ. Χουλιαρά.
Εικ. 7 Από: Ορλάνδος Α., Μοναστηριακή Αρχιτεκτονική, Αθήναι 19582 [Ανατύπωση 1999], σελίδα 127.
Εικ. 8 Από: Γιαννόπουλος Ν., Η Ιερά Μονή της Ξενιάς εν τη επαρχία Αλμυρώ, ΘΧ 4 (1933), σελίδες 64-84, εικόνα 6.
Εικ. 9 Από: Γιαννόπουλος Ν., Η Ιερά Μονή της Ξενιάς εν τη επαρχία Αλμυρώ, ΘΧ 4 (1933), σελίδες 64-84, εικόνα 7.
Εικ. 11-17 Φωτογραφικό αρχείο Σωτήρη Γ. Αλεξόπουλου.



[Ευχαριστούμε τον κ.κ.Κωνσταντίνο Χ. Χουλιαρά για την παραχώρηση της Εικ.6 και την παροχή πληροφοριών για το κωδωνοστάσιο της Βρύναινας. Ευχαριστίες οφείλονται και στον κ.Κωνσταντίνο Κουμπούρα για την παραχώρηση της Εικ.5].