Τα κωδωνοστάσια (καμπαναριά) ανήκαν στην κατηγορία των προσκτισμάτων, τα οποία έχουν βοηθητική λειτουργία ως προς τη λειτουργία του ναού (κρούση κωδώνων). Στις αρχές της βυζαντινής περιόδου για την ειδοποίηση των πιστών να προσέλθουν στη θεία λειτουργία χρησιμοποιήθηκαν σήμαντρα ή σημαντήρια ή αγιοσίδερα. Οι πρώτες καμπάνες εμφανίσθηκαν στη Δύση κατά τον 6ο αι. μ.Χ. και αργότερα στην Ανατολή, τον 9ο αι. μ.Χ.. Η ονομασία τους προήλθε από την Καμπανία της Ιταλίας, όπου υπήρχε άφθονο το μέταλλο κατασκευής τους. Στους ενοριακούς ναούς της Ανατολής η χρήση τους γενικεύθηκε μετά τον 9ο αι. μ.Χ.. Για τη στήριξή τους χτίσθηκαν δίπλα στο νάρθηκα τα κωδωνοστάσια. Πρόκειται για πυργοειδή κτίσματα, συνήθως πολυώροφα με εσωτερική σκάλα. Στη συνθετότερη μορφή τους φέρουν στους ορόφους τοξωτά ανοίγματα (παράθυρα) μονόλοβα ή δίλοβα (μονόφυλλα ή δίφυλλα).
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης απαγορεύθηκε από τους Οθωμανούς η ανέγερση κωδωνοστασίων και οι κωδωνοκρουσίες. Αιτιολογία ήταν η υπάρχουσα δοξασία των μουσουλμάνων ότι ο ήχος της καμπάνας ταράζει τον αιώνιο και μακάριο ύπνο των νεκρών. Εξαιρέθηκαν από την απαγόρευση το Άγιον Όρος, τα Ιωάννινα, το Ζαγόρι της Ηπείρου και μερικά νησιά του Αιγαίου. Η απαγόρευση άρχισε να υποχωρεί μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) και τη σταδιακή παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μετά την ημερομηνία αυτή κτίσθηκαν τα περισσότερα σωζόμενα σήμερα κωδωνοστάσια. Μεταξύ αυτών και του Αγίου Ιωάννου Τσερνοβιτίου, το οποίο κατατάσσεται στην κατηγορία των μεταβυζαντινών κωδωνοστασίων της Θεσσαλίας, όπως θα αποδειχτεί στη συνέχεια.
Οι καμπάνες για θρησκευτικούς λόγους ηχούν χαρμόσυνα την Κυριακή της Ανάστασης, την εβδομάδα της διακαινησίμου, τις μεγάλες εορτές και τα πανηγύρια. Πένθιμα ηχούν τη Μεγάλη Παρασκευή. Ο κτύπος της καμπάνας παλαιότερα ήταν καθοριστικός και για την κοινωνική ζωή των κατοίκων ενός χωριού. Για κοινωνικούς λόγους ηχούσαν λυπητερά αναγγέλλοντας το θάνατο συγχωριανού, φυσιολογικό ήχο για την ειδοποίηση των μαθητών να προσέλθουν στο σχολείο, γρήγορα και συνεχόμενα για συγκέντρωση των κατοίκων λόγω επιστράτευσης ή πυρκαγιάς, κ.ά..
Χαρακτηριστική και συγκινητική είναι η περιγραφή κρούσης της καμπάνας του Αγίου Ιωάννου Τσερνοβιτίου κατά την επιστράτευση του 1940 στο κείμενο που ακολουθεί:
«Η Καμπάνα του Αγίου Ιωάννη
Κάποια μέρα φθινοπωρινή , λίγο μετά το μεσημέρι, άρχισε ξαφνικά να χτυπάει η καμπάνα του Αγίου Ιωάννη, του προστάτη του χωριού. Δεν ήταν γιορτινό χτύπημα ούτε πένθιμο μαντάτο. Ήταν ένα ασυνήθιστο, γρήγορο, δυνατό χτύπημα που ξάφνιασε τη φύση και έκανε τα πουλιά να σταματήσουν το χαρούμενο τιτίβισμά τους. Η γιαγιά μου η Αναστασία ανησύχησε. «Σύρε να δεις γιατί χτυπάει η καμπάνα» με πρόσταξε κάνοντας το σταυρό της. Έτρεξα στην εκκλησία. Εκεί ο δάσκαλος, ο παππάς, μερικά γερόντια και πολλά παιδιά που με είχαν προλάβει. «Άρχισε ο πόλεμος», «έχουμε επιστράτευση», «ο Μουσολίνι μας κήρυξε τον πόλεμο», ήταν οι φράσεις που επαναλαμβάνονταν από πολλά στόματα κάθε φορά που πλησίαζε κάποιος και ρωτούσε τι συμβαίνει. Ήταν η 28η Οκτωβρίου 1940 και ένας χωροφύλακας είχε φέρει το μήνυμα του πολέμου και τις προσκλήσεις επιστράτευσης…….» (Από το βιβλίο του Χαράλαμπου Δημητρίου Σκεπαρνάκου, Το τελευταίο μάθημα της ιστορίας. Στα μονοπάτια της Ιστορίας από μία ξενάγηση στην Πολεμική Αεροπορία. Χούντα-Αττίλας και Τρόϊκα, Αίτια και αιτιατά, Αθήνα 2012, σελίδες 23, 24).
Περί των Θεσσαλικών κωδωνοστασίων-Τυπολογία
Τα μεταβυζαντινά κωδωνοστάσια στη Θεσσαλία διακρίνονται κυρίως σε δύο τύπους, τα τοξωτά και τα πυργόμορφα. Τονίζουν την καθ’ ύψος διάσταση στο χώρο του οικοδομικού συγκροτήματος ναού-κωδωνοστασίου.
Τα τοξωτά, δυτικότροπο είδος με πηγή έμπνευσης τα τοιχωτά κωδωνοστάσια επτανησιακού μπαρόκ, σπανίζουν στη Θεσσαλία. Όσα υπάρχουν χτίσθηκαν από τεχνίτες με καταγωγή τα Τζουμέρκα.
Τα πυργόμορφα χαρακτηρίζονται από την αυστηρότητα της μορφής. Κατασκευαστές τους ήταν οι τεχνίτες από την Πυρσόγιαννη και το Ζουπάνι (σημερινό Πεντάλοφο Κοζάνης). Τυπολογικά, με βάση τα μορφολογικά τους στοιχεία διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
Ι. Τετράπλευρα: αυτά που παρουσιάζουν σχήμα τετραγώνου στην κάτοψη. Χαρακτηρίζονται από την αυστηρότητα της μορφής, η οποία εκφράζει την αντίληψη των κατασκευαστών αλλά προδίδει και το δισταγμό τους να προχωρήσουν σε πιο σύνθετες μορφές. Ανάλογα με τον αριθμό και τη μορφή των παραθύρων-ανοιγμάτων υποδιαιρούνται[1]:
α. Κωδωνοστάσια με παράθυρα μόνο στο ανώτερο τμήμα της τοιχοδομίας.
β. Κωδωνοστάσια με μονόλοβα επάλληλα παράθυρα.
γ. Κωδωνοστάσια με επιστέγασμα σχήματος κιβωρίου.
δ. Κωδωνοστάσια με παράθυρα διαφόρων μορφών.
ΙΙ. Εξάπλευρα κωδωνοστάσια σε τετράπλευρη βάση. Έως το μισό του ύψους τους παρουσιάζουν μορφή τετραπλεύρου όμως στην ανωδομή διαρθρώνονται σε έξι πλευρές.
ΙΙΙ. Εξάπλευρα: αυτά που παρουσιάζουν σχήμα εξαγώνου στη μορφή, είτε μόνο εξωτερικά ,είτε και εσωτερικά.
Οι τρεις τύποι των κωδωνοστασίων εμφανίστηκαν με την αντίστοιχη χρονολογική σειρά. Παλαιότερος είναι ο τύπος του τετραπλεύρου (Ι), μεταβατικός ο τύπος του εξαπλεύρου που εδράζεται σε τετράπλευρη βάση (ΙΙ) και νεώτερος ο τύπος του εξαπλεύρου (ΙΙΙ).
Η ανέγερση κωδωνοστασίων άρχισε, όπως ήδη αναφέρθηκε, μετά την ήττα των Οθωμανών στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1768-1774). Ειδικά στην εξεταζομένη περιοχή τα κωδωνοστάσια σπανίζουν και το πρώτο απαντάται το 1764. Δέκα χρόνια αργότερα με την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) παραχωρήθηκε στους υποδούλους χριστιανικούς πληθυσμούς το προνόμιο να αναγείρουν ή επισκευάζουν τους ναούς τους. Οι ευνοϊκοί αυτοί όροι συμπληρώθηκαν με την έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν το 1856 από το σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ Α΄ (1823 – 1861), αμέσως μετά τον πόλεμο της Κριμαίας. Η χρονολογική ροή των γεγονότων με τους όλο και ευνοϊκότερους όρους για τη χριστιανική λατρεία, αντανακλά και την αρχιτεκτονική εξέλιξη των κωδωνοστασίων από τον τύπο Ι στον τύπο ΙΙΙ.
Σε πολλές περιπτώσεις τα κωδωνοστάσια κτίσθηκαν μετά την ανέγερση του ναού κατά τη διάρκεια επισκευής ή ριζικής ανακαίνισής του. Ως υλικό χρησιμοποιήθηκε το υλικό που διέθετε η περιοχή. Η στέγη (τετράκλινη θολωτή ή κωνική) καλυπτόταν κυρίως με σχιστολιθικές πλάκες. Στις εισόδους υπάρχουν πολλές φορές λιθανάγλυφα διακοσμητικά θέματα (πλακίδια, οδοντωτές ταινίες και κοσμήτες) που σχετίζονται με λαϊκές δοξασίες για την προστασία του χώρου από κακοποιές δυνάμεις. Τα ονόματα των δωρητών, τεχνιτών ή αρχιτεκτόνων απαθανατίσθηκαν σε ελάχιστα κωδωνοστάσια.
Το παλαιότερο τετράπλευρο μεταβυζαντινό κωδωνοστάσιο (τύπος Ι), που έχει επισημανθεί μέχρι σήμερα στη Θεσσαλία, είναι της Αγίας Παρασκευής Λουτρού Λαρίσης. Χρονολογείται το 1792, όπως αναφέρεται σε εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με παράσταση αγγέλου στη νότια πλευρά του (Εικ. 1). Ίδιου τύπου είναι το κωδωνοστάσιο του ναού της Υπαπαντής στο Δίμηνι Μαγνησίας (Εικ. 2), το οποίο χρονολογείται «1819 ΜΑΡΤΙΟΥ 4». Στις αρχές του 19ου αιώνα χρονολογείται το κωδωνοστάσιο του Αγίου Αντωνίου στον Παλαιό Πλάτανο Αλμυρού (Εικ. 3).
Παλαιότερο δείγμα σωζομένου εξαπλεύρου κωδωνοστασίου (τύπος ΙΙΙ) είναι το κωδωνοστάσιο της Αγίας Παρασκευής Κοκκωτών Αλμυρού (Εικ. 4). Ο ναός, τρίκλιτη βασιλική της τουρκοκρατίας, ιστορήθηκε τον 17ο αιώνα, το κωδωνοστάσιο όμως ανηγέρθη το 1869, όπως αναγράφεται στο υπέρθυρο της εισόδου στη νότια πλευρά. Το εξάπλευρο κωδωνοστάσιο του ναού των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης της Βρύναινας Αλμυρού (Εικ.5) φέρει πλάκα στην οποία αναγράφεται ως έτος κατασκευής το 1875 (Εικ. 6) [2]. Το ίδιο έτος (1875) και επί ηγουμενίας Γαβριήλ κατασκευάσθηκε και το ιδίου τύπου κωδωνοστάσιο της Κάτω Μονής Ξενιάς, πανομοιότυπο με αυτό της Βρύναινας (Εικ. 7). Διακρίνεται σε παλαιά φωτογραφία πριν την πρώτη ανακαίνιση της βόρειας πτέρυγας της μονής (Εικ. 8) και σε φωτογραφία του 1908 (Εικ. 9). Κατεδαφίστηκε κατά τη ριζική ανακαίνιση της μονής εκ βάθρων το χρονικό διάστημα 1920-1925 χάριν εξοικονομήσεως χώρου. Ένα ακόμη εξάπλευρο κωδωνοστάσιο της ίδιας εποχής είναι αυτό του ναού του Αγίου Ιωάννη στον Παλαιό Πλάτανο Αλμυρού (Εικ. 10).
Περί του κωδωνοστασίου του Αγίου Ιωάννη Τσερνοβιτίου
Το κωδωνοστάσιο του Αγίου Ιωάννη Τσερνοβιτίου ανήκει στην κατηγορία των τετράπλευρων κωδωνοστασίων με παράθυρα μόνο στο ανώτερο τμήμα της τοιχοδομίας (τύπος Ια).
Κτίσθηκε μερικά μέτρα νοτιοδυτικά από το ναό, αριστερά της πύλης του περιβάλλοντος χώρου (Eικ.11,12). Είναι διώροφο, πυργοειδές κτίσμα και στηρίζεται σε μεγαλύτερη λιθόκτιστη τετραγωνική βάση. Το υλικό κατασκευής του αποτελείται από ακατέργαστους και ημικατεργασμένους λίθους, ξύλο και σχιστόλιθους. Χρησιμοποιούνται κι εδώ, όπως στην πύλη εισόδου του περιβάλλοντος χώρου σιδερένιοι σύνδεσμοι (τζινέτια). Συνολικά υπάρχουν 4 σύνδεσμοι σε κάθε επιφάνεια, δηλαδή συνολικά 4Χ4=16 σύνδεσμοι, οι οποίοι βοηθούν στη στατική ισορροπία του οικοδομήματος. Είναι τοποθετημένοι έτσι ώστε να ενώνονται μεταξύ τους στη μη ορατή επιφάνεια του τοίχου. Τα άκρα των συνδέσμων που προεξέχουν στην ορατή επιφάνεια σχηματίζουν κρίκο. Μέσα από τον κρίκο διέρχεται μικρή σιδερένια ράβδος, η οποία εφάπτεται στην επιφάνεια του τοίχου (Eικ.13,14). Παρόμοιος είναι ο τρόπος συνδεσμολογίας στο κωδωνοστάσιο του ναού των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης της Βρύναινας Μαγνησίας (Εικ.5).
Η είσοδος στο κωδωνοστάσιο πραγματοποιείται μέσω θύρας, η οποία επιστεγάζεται με τετράπλευρο λίθινο ορθογώνιο δόμο. Εκατέρωθεν της θύρας ανά δύο σιδερένιοι σύνδεσμοι ενισχύουν τη στήριξη του τοίχου. Δεν υπάρχουν παράθυρα στις υπόλοιπες τρεις πλευρές του.
Η άνοδος στο ανώγειο πραγματοποιείται με ξύλινη σκάλα. Εκεί κυριαρχούν τέσσερα μονόλοβα τοξοειδή παράθυρα, στις τέσσερις πλευρές. Το μεγάλο μέγεθός τους εξυπηρετεί και την καλύτερη ηχητική απόδοση της καμπάνας, η οποία, όταν σημαίνει, ακούγεται σε μεγάλη απόσταση. Στα παράθυρα είναι πακτωμένες, δύο ανά παράθυρο, ξύλινες δοκοί. Η ύπαρξή τους εξυπηρετεί τη στατική ισορροπία του κτίσματος (Εικ. 15,16). Η καμπάνα κρέμεται από ξύλινη δοκό, η οποία εξυπηρετεί αποκλειστικά αυτό το σκοπό. Η σκεπή του κωδωνοστασίου καλύπτεται από σχιστόλιθους (Εικ. 17).
Χρονολογικά τοποθετείται το 1812, έτος κτίσεως του ναού. Για την κατάταξή του αυτή ελήφθησαν υπόψιν:
α. τυπολογικά χαρακτηριστικά (Ια. Τετράπλευρο με παράθυρα μόνο στο ανώτερο τμήμα της τοιχοδομίας): τοποθετείται στην πρώϊμη περίοδο ανέγερσης κωδωνοστασίων, δηλαδή 1774 έως τις αρχές του 19ου αιώνα.
β. η ομοιότητά του με το κωδωνοστάσιο του Αγίου Αντωνίου στον Παλαιό Πλάτανο Αλμυρού, που χρονολογείται αρχές 19ου αιώνα είναι χαρακτηριστική (Εικ. 3). Η μόνη ελαφρά διαφορά τους εντοπίζεται στα τόξα των παραθύρων. Στον Άγιο Ιωάννη Τσερνοβιτίου τα τόξα εμφανίζουν μεγαλύτερη καμπύλη.
Η κατασκευή του κωδωνοστασίου την εποχή αυτή στο Τσερνοβίτι παραπέμπει σε τεχνίτες που προέρχονται από τη σημερινή Δυτική Ελλάδα, από τα μαστοροχώρια της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
[1] Η υποδιαίρεση προτείνεται από την αρχαιολόγο κα Σουζάνα Χούλια σε άρθρο της στην περιοδική έκδοση Αρχαιολογικό Δελτίο: Χούλια Σ., Μεταβυζαντινά Κωδωνοστάσια της Θεσσαλίας, ΑΔ 42 (1987), Μέρος Α΄-μελέτες, Αθήνα 1994, σελίδα 247.
[2] Στην πλάκα χρονολόγησης του κωδωνοστασίου της Βρύναινας αναγιγνώσκονται με δυσκολία τα εξής:
…[ΚΩΔΩΝΟΣΤΑ]ΣΙΟΝ/
ΑΓΙΟΣ ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝ/
ΟΣ.Ο.ΣΓΑ…..ΑΣΤΙΡΙ/
…….ΕΛΕΝΗ/
┼
1875 ΙΟΥΛΙΟΥ/
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΕΩΡ/
ΓΙΟΥ ΖΟΥΠΑΝ.ΖΕΚΤΙΣΕ
Εκατέρωθεν του σταυρού και πάνω από την οριζόντια κεραία αναγράφεται [ΙΣ] XΣ. Δύο λιθανάγλυφα κοσμήματα βρίσκονται επίσης εκατέρωθεν του σταυρού. Από την επιγραφή προκύπτει η πληροφορία ότι κτίσθηκε από το Δημήτριο Γεωργίου Ζουπανιώτη, δηλαδή τον καταγόμενο από το Ζουπάνι της Δυτικής Μακεδονίας (σημερινό Πεντάλοφο). Οι Ζουπανιώτες μαστόροι, όπως είναι γνωστό, δούλεψαν σε όλο τον ελλαδικό χώρο μετά τον 18ο αιώνα. Στο Πήλιο σώζονται αρκετοί ναοί, γεφύρια και καλντερίμια που κτίσθηκαν από αυτούς.
Το κωδωνοστάσιο της Βρύναινας φέρει δύο σειρές ανά ύψος μονολόβων παραθύρων και πλήθος μεταλλικών συνδέσμων (τζινέτια) για τη στήριξή του, προφανώς λόγω του όγκου και του ύψους του. Σε κάθε πλευρά αντιστοιχούν δύο παράθυρα.
Για το κωδωνοστάσιο της Βρύναινας σημαντικές πληροφορίες μας μεταφέρθηκαν από τον κ.Κωνσταντίνο Χ. Χουλιαρά:
«το καμπαναριό του χωριού συνδέεται με θρύλους και άγραφες παραδόσεις. Κάποια παράδοση, που μου χε πει η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, είναι ότι το καμπαναριό χτίσθηκε από κάποιον με το όνομα Βρυνιώτης εξ ου πήρε και την ονομασία. Παράδοση που δεν ευσταθεί και τόσο σύμφωνα με την επιγραφή. Λέγεται ότι όταν έφτασε στο ύψος του καμπαναριού έπεσε και σκοτώθηκε. Οι μάστοροι του σκάλισαν στην κορυφή το κεφάλι του με μια χρονολογία η οποία δεν φαίνεται καλά. Η επιγραφή είναι σχεδόν σε ύψος 3 μέτρων από το έδαφος. Στην κορυφή του καμπαναριού υπάρχει κι ένα κεφάλι σκαλισμένο επίσης με μια χρονολογία αλλά δεν φαίνεται και τόσο καλά λόγω του ότι καλύφθηκε από μπετό κατά τη τελευταία ανακαίνιση. Το κωδωνοστάσιο εσωτερικά έχει ενισχυθεί με μπετό για να μην καταρρεύσει».
ΕΙΚΟΝΕΣ
Εικ.1 Το κωδωνοστάσιο της Αγίας Παρασκευής Λουτρού Λαρίσης.
Εικ.2 Το κωδωνοστάσιο του ναού της Υπαπαντής στο Δίμηνι Μαγνησίας.
Εικ.3 Το κωδωνοστάσιο του Αγίου Αντωνίου στον Παλαιό Πλάτανο Αλμυρού.
Εικ.4 Το κωδωνοστάσιο της Αγίας Παρασκευής Κοκκωτών Αλμυρού.
Εικ.5 Κωδωνοστάσιο του ναού των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Βρύναινα Αλμυρού.
Εικ.6 Η πλάκα με τη χρονολόγηση του κωδωνοστασίου της Βρύναινας.
Εικ.7 Το μη σωζόμενο σήμερα κωδωνοστάσιο της Ιεράς Μονής Κάτω Ξενιάς.
Εικ.8 Η Ιερά Μονή Κάτω Ξενιάς προ της ανακαινίσεως. Διακρίνεται η βόρεια πλευρά, που κάηκε κατά την επανάσταση της Θεσσαλίας το 1878. Δεξιά το εξάπλευρο κωδωνοστάσιο.
Εικ.9 Η Ιερά Μονή Κάτω Ξενιάς το 1908. Διακρίνεται η ανεγερθείσα εκ βάθρων από το μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό Μαυρομάτη εκ Ψαρών βόρεια πλευρά. Δεξιά το εξάπλευρο κωδωνοστάσιο.
Εικ.10 Το κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Ιωάννη στον Παλαιό Πλάτανο Αλμυρού.
Εικ.11 Γενική άποψη της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου Τσερνοβιτίου. Στον αύλειο χώρο δεσπόζει το κωδωνοστάσιο.
Εικ.12 Άλλη άποψη του κωδωνοστασίου.
Εικ.13 Γενική άποψη του κωδωνοστασίου μέσα από τον αύλειο χώρο.
Εικ.14 Γενική άποψη της πλευράς με τη θύρα εισόδου του κωδωνοστασίου.
Εικ.15 Το άνω τμήμα του κωδωνοστασίου πριν την ανακαίνιση.
Εικ.16 Το άνω τμήμα του κωδωνοστασίου μετά την ανακαίνιση.
Εικ.17 Το άνω τμήμα και η σκεπή του κωδωνοστασίου πριν την ανακαίνιση.
ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ
Εικ.2 Από: Χούλια Σ., Μεταβυζαντινά Κωδωνοστάσια της Θεσσαλίας, ΑΔ 42 (1987), Μέρος Α΄-μελέτες (σελίδες: 231-249), Αθήνα 1994, πίνακας 80γ.
Εικ.3 Από: Χούλια Σ., Μεταβυζαντινά Κωδωνοστάσια της Θεσσαλίας, ΑΔ 42 (1987), Μέρος Α΄-μελέτες (σελίδες: 231-249), Αθήνα 1994, πίνακας 82α.
Εικ.4 Από: Χούλια Σ., Μεταβυζαντινά Κωδωνοστάσια της Θεσσαλίας, ΑΔ 42 (1987), Μέρος Α΄-μελέτες (σελίδες: 231-249), Αθήνα 1994, πίνακας 89δ.
Εικ. 5 Φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Κουμπούρα.
Εικ. 6 Φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Χ. Χουλιαρά.
Εικ. 7 Από: Ορλάνδος Α., Μοναστηριακή Αρχιτεκτονική, Αθήναι 19582 [Ανατύπωση 1999], σελίδα 127.
Εικ. 8 Από: Γιαννόπουλος Ν., Η Ιερά Μονή της Ξενιάς εν τη επαρχία Αλμυρώ, ΘΧ 4 (1933), σελίδες 64-84, εικόνα 6.
Εικ. 9 Από: Γιαννόπουλος Ν., Η Ιερά Μονή της Ξενιάς εν τη επαρχία Αλμυρώ, ΘΧ 4 (1933), σελίδες 64-84, εικόνα 7.
Εικ. 11-17 Φωτογραφικό αρχείο Σωτήρη Γ. Αλεξόπουλου.
[Ευχαριστούμε τον κ.κ.Κωνσταντίνο Χ. Χουλιαρά για την παραχώρηση της Εικ.6 και την παροχή πληροφοριών για το κωδωνοστάσιο της Βρύναινας. Ευχαριστίες οφείλονται και στον κ.Κωνσταντίνο Κουμπούρα για την παραχώρηση της Εικ.5].