Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Σάββατο 29 Απριλίου 2023

Ο λήσταρχος Αναστάσιος Καλαμάτας στα Τρία ποτάμια και η αιματηρή συμπλοκή με οροφύλακες και κατοίκους του Τσερνοβιτίου το 1852

            Εισαγωγή
Ο Αναστάσιος Καλαμάτας από τη Σπερχειάδα ήταν ο πιο γνωστός λήσταρχος στη Φθιώτιδα την περίοδο 1834-1853. Η συμμορία του ήταν συνήθως πολυπληθής και δρούσε στην περιοχή. Όταν κινδύνευε από τα ελληνικά αποσπάσματα μετέβαινε στην τότε οθωμανοκρατούμενη Θεσσαλία. Κατά καιρούς η δράση του παρουσίαζε έξαρση. Τον Νοέμβριο του 1844 με το Βασιλικό διάταγμα «Περί αμνηστείας εις άτομα ληστών» (ΦΕΚ 33/Α/10-11-1844) δόθηκε αμνηστία στους ληστές Καλαμάτα, Γιαταγάνα και Καταρραχιά. Παρ’ όλα αυτά το 1848 η συμμορία του Καλαμάτα δρούσε και πάλι στη Φθιώτιδα. Η εφημερίδας Η ΕΛΠΙΣ κυκλοφόρησε ειδικό δισέλιδο φύλλο χωρίς αρίθμηση την πρωτοχρονιά του 1852, στο οποίο καταγράφεται η εμπειρία του διανομέα της εφημερίδας από τη συνάντηση και διαβίωσή του με τη συμμορία του Καλαμάτα «προς το μέρος της Υπάτης» (εφημερίδα Η ΕΛΠΙΣ, φύλλο χωρίς αρίθμηση του νέου έτους 1852, ψηφιακοί σελιδοδείκτες 235 & 236).
Η δράση του Καλαμάτα συνεχίσθηκε έως τον θάνατό του τον Αύγουστο του 1853. Ο ληστής Μήτρος Κροκίδας, μέλος της συμμορίας, σε κατάθεσή του ενώπιον του αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Λαμίας Ν.Παρασκευόπουλου ισχυρίσθηκε, ότι πυροβόλησε τον Καλαμάτα την ώρα που κοιμόταν (βλέπε την κατάθεση του Μήτρου Κροκίδα στην ανάρτηση: Φόνος του ιερέα Ροβολιαρίου Παπανικόλα Γιαννιτσιώτη από ληστή το 1853). Την είδηση του θανάτου του Καλαμάτα δημοσίευσε η εφημερίδα ΑΙΩΝ αναφέροντας όμως ότι τον σκότωσε ο Παναγιώτης Χαρμπής: «-ΛΑΜΙΑ, 31 Αυγούστου. Ταύτην την στιγμήν μάς ήλθεν η είδησις περί του φόνου του κακούργου Καλαμάτα, επί του Οθωμανικού, από τον φιλόπατριν Έλληνα Παναγιώτην Χαρμπήν, Κολτσήν του Δερβεναγά» (εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1388/02-09-1853, σελίδα 4).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο γιος του λήσταρχου Αναστάσιου Καλαμάτα, Βελισάριος Καλαμάτας, συνέβαλε στην εξόντωση του λήσταρχου Τσουλή το 1895 όντας καταδότης του στο απόσπασμα και πρώην ληστής και ο ίδιος (βλέπε Εικ. 12 και Εικ.13 στην ανάρτηση: Η εξόντωση του λήσταρχου Γιάννη Τσουλή και των συντρόφων του μέσα από τον τύπο της εποχής).
 
Το αιματηρό επεισόδιο στο Τσερνοβίτι
Στις 25 Φεβρουαρίου 1852 ο Αναστάσιος Καλαμάτας με τη συμμορία του εισέβαλε στο Ελληνικό έδαφος και λημέριασε στα Τρία ποτάμια (Εικ.1). Ακολούθησε αιματηρή συμπλοκή με στρατιώτες της Οροφυλακής και κατοίκους του Τσερνοβιτίου.
 
 
Εικ.1. Στο βάθος χαμηλά τα Τρία ποτάμια όπου λημέριασε ο λήσταρχος Αναστάσιος Καλαμάτας. Οι λόφοι από δεξιά, όπως φαίνεται η φωτογραφία, είναι: στ’ Κοντοβά τα ταμπούρια, η Μαυρικοπούλα, η ψηλότερη Μαυρίκα και αριστερά το Αρκουδοπούρνι. Την εποχή αυτή η γραμμή των μεθορίων διέρχονταν από αυτούς τους λόφους (πηγή: Ομάδα Palaiokerasia Fthiotidas).
 
 
Εικ.2α. Ο λιθοσωρός είναι ότι απέμεινε σήμερα από το ελληνικό φυλάκιο. Δεξιά πίσω από τον έλατο διακρίνεται ο λόφος Μαυρίκα. (πηγή: φωτογραφικό αρχείο Σωτήρη Γ. Αλεξόπουλου).
 
 
 
Εικ.2β. Ο λόφος Μαυρίκα (1.557 μέτρα υψόμετρο). (πηγή: φωτογραφικό αρχείο Σωτήρη Γ. Αλεξόπουλου).
 
Η είδηση της συμπλοκής δημοσιεύθηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες ΑΙΩΝ, ΑΘΗΝΆ και ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ καθώς και στην εφημερίδα Η ΑΜΑΛΘΕΙΑ της Σμύρνης.
Ο ΑΙΩΝ κάλυψε λεπτομερώς το γεγονός σε δύο φύλλα του. Η ΑΘΗΝΆ το κάλυψε περιληπτικά, αναφέροντας όμως το Τσερνοβίτι ως Στροβίνι προφανώς από λάθος μεταφορά του ονόματος ή δυσανάγνωστου χειρογράφου. Η ΑΜΑΛΘΕΙΑ αναμεταδίδει την είδηση από την ΑΘΗΝΆ καταγράφοντας κι αυτή λανθασμένα το Τσερνοβίτι ως Στροβίνι. Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ μεταδίδει περιληπτικά την είδηση.
Η είδηση μεταδόθηκε ως εξής:
1) ΑΙΩΝ:
Στο φύλλο της 1ης Μαρτίου 1852 έγραψε ότι ο Αναστάσιος Καλαμάτας από το λημέρι του στα Τρία ποτάμια έστειλε τέσσερις ληστές της συμμορίας του προς το Τσερνοβίτι για ανίχνευση. Έγιναν αντιληπτοί από βοσκούς, οι οποίοι φώναξαν «Κλέφτες!». Τις φωνές άκουσαν έξι στρατιώτες του παρακείμενου σταθμού εκ των οποίων οι τέσσερις πυροβολώντας κινήθηκαν κατά των ληστών. Οι ληστές οπισθοχώρησαν παρασύροντας τους στο λημέρι τους, του οποίου οι στρατιώτες αγνοούσαν την ύπαρξη. Από εκεί δέχτηκαν τα ομαδικά πυρά των υπολοίπων ληστών. Επιτόπου έπεσαν νεκροί τρείς στρατιώτες. Ο τέταρτος και οι άλλοι δύο από τον παρακείμενο σταθμό καταδιωκόμενοι στα ρέματα και τις χαράδρες του Τσερνοβιτίου, πότε κρυμμένοι στους θάμνους και πότε δεχόμενοι πυρά από τους ληστές, έφτασαν μετά από 8 ώρες στη Στυλίδα «κατεξεσχισμένοι» από τα πουρνάρια, κ.ά..
Στο επόμενο φύλλο της 5ης Μαρτίου 1852 η εφημερίδα επανέρχεται με περισσότερες λεπτομέρειες: η εισβολή των 70 ληστών με επικεφαλής τον Καλαμάτα στο Ελληνικό έγινε στις 25 Φεβρουαρίου. Κρύφτηκαν στα Τρία ποτάμια και στάλθηκαν τέσσερις ληστές από τον Καλαμάτα προς το σταθμό της Οροφυλακής του Τσερνοβιτίου. Όταν τούς είδαν οι βοσκοί, ειδοποίησαν τον επικεφαλής του σταθμού. Ο σταθμάρχης Αθανάσιος Φούκας πήρε μαζί του τέσσερις στρατιώτες και 5-6 κατοίκους του Τσερνοβιτίου νομίζοντας ότι οι ληστές ήταν μόνοι τους. Τους κυνήγησαν μέχρι τα Τρία ποτάμια. Εκεί δέχτηκαν τα ομαδικά πυρά από την υπόλοιπη συμμορία του Καλαμάτα, «τούς έβαλεν εις την μέσην» κατά την εφημερίδα. Επιτόπου έπεσαν νεκροί οι στρατιώτες:
-Κώστας Ιωάννου, γιός του Αληφτίρα από το χωριό Νίσβαρι (από το 1927  Κοκκινοχώρι Ναυπακτίας).
-Γεώργιος Δημητρόπουλος, πρώτος εξάδελφος του προηγουμένου, από το ίδιο χωριό.
-Ευθύμιος Κίτσου «από το Οθωμανικόν», δηλαδή ομογενής από τον αλύτρωτο ελληνισμό της εποχής, πιθανώς από τη Θεσσαλία.
Ανήκαν όλοι στον Α΄ λόχο του ΣΤ΄ Τάγματος της Οροφυλακής που είχε έδρα το Τσερνοβίτι.
Μετά βίας και κινδύνου σώθηκε ο σταθμάρχης Αθανάσιος Φούκας και ο άλλος στρατιώτης. Μετά τη σύγκρουση και το φόνο των στρατιωτών η συμμορία του Καλαμάτα αποσύρθηκε στο Τουρκικό στη θέση Παλαιομονάστηρο.
2) ΑΘΗΝΆ:
Στο φύλλο της 4ης Μαρτίου 1852 έγραψε ότι στις 26 Φεβρουαρίου ο αρχιληστής Καλαμάτας με 70 ληστές εισήλθε στο Ελληνικό κοντά στο χωριό Στροβίνι (Τσερνοβίτι) και συγκρούστηκε με μεταβατικό απόσπασμα που περιπολούσε. Από τη σύγκρουση σκοτώθηκαν τέσσερις στρατιώτες, τρείς τραυματίσθηκαν και ένας κατάφερε να σωθεί «φεύγων». Από τους ληστές δεν έπαθε κανείς τίποτα.
3) Η ΑΜΑΛΘΕΙΑ:
Στο φύλλο της 14ης Μαρτίου αναμεταδίδει την είδηση από την ΑΘΗΝΆ.
4) Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ:
Στο φύλλο της 1ης Μαρτίου μεταδίδει περιληπτικά ότι στο Δήμο Φαλάρων εισέβαλαν 70 ληστές, συνάντησαν και συγκρούστηκαν με στρατιωτικό απόσπασμα σκοτώνοντας τέσσερις στρατιώτες.
Αναλυτικά η είδηση μεταδόθηκε ως εξής στις γραπτές πηγές:
1. ΑΙΩΝ
α) Φύλλο 1238 της 1ης Μαρτίου 1852, σελίδα 3:
«Ληστρικά
Κατά τάς από 21 και 23 πληροφορίας από Δερβέν Καρυά, αι εις το Οθωμανικόν υποθαλπόμεναι ληστρικαί συμμορίαι του Καλαμάτα, Κυριάκου, Αρβανίτου, Ζάχου κ.λ.π. έκαμνον τον κύκλον αυτών αρχόμεναι από της δυτικής πλαυράς, ήτοι από Λακρέσι, Θραψίμι, Καΐτσα, Δρανίστα και λοιπά χωρία, και καταντώσαι προς την Ανατολικήν πλευράν κατά το μέρος της Γούρας· εκείθεν δε εις Αλμυρόν, και τανάπαλιν. Αναντιρρήτως ο τοιούτος των ληστών κύκλος εγίνετο εν γνώσει των Οθωμανικών αρχών· μάλιστα δε η μετά του Δερβέναγα των Αγράφων συνεννόησις του ληστάρχου Καλαμάτα ουδεμιάς ήτο επιδεικτική αμφιβολίας. Προς τον λήσταρχον αυτόν ο έτερος αρχιληστής Κυριάκος, συνοδευόμενος υπό 6 οπαδών του και ενός Αλβανού, έφερε τη 20 Φεβρουαρίου γράμμα του Δερβέναγα Αγράφων. Ο Καλαμάτας τότε, ευρισκόμενος με 11 οπαδούς του, ήτο κατά την περιφέρειαν του χωρίου Θραψίμι, όθεν τη 21 Φεβρουαρίου ανεχώρησε. Ποίας δε το γράμμα αυτό διελάμβανε οδηγίας εις τον Καλαμάταν, αποδεικνύεται εκ των κατωτέρω γεγονότων.
Συγκεντρωθέντες οι λησταί μέχρι των 70, εισέβαλον εις το Ελληνικόν κατά τα ανατολικά μεθόρια, και εις τον λόγκον, άνωθεν του Τσιρνοβικίου κατά τον δήμον Φαλάρων, ελημερίαζον. Εξ αυτών πέντε είχον σταλή, ως φαίνεται, διά να κατασκοπεύσωσι τον τόπον. Αυτούς ιδόντες οι ποιμένες, εφώναξαν Κλέπται!! Και την φωνήν τούτων ακούσαντες οι πλησίον σταθμεύοντες 6 στρατιώται, εκίνησαν ευθύς 4 εκ αυτών εναντίον των. Οι λησταί τουφεκιζόμενοι απεσύροντο μ’ όλην την αδιαφορίαν. Άμα δε έφθασαν οι στρατιώται εις το λημέρι των πολλών ληστών, το οποίον ηγνόουν, ετουφεκίσθησαν διά μιάς παρ’ όλων· και οι μέν τρείς έπεσον ευθύς εις τον τόπον, ο δε τέταρτος, ως και οι έτεροι δύω στρατιώται του σταθμού, καταδιωκόμενοι μέχρι τριών ωρών εις τα ρεύματα του Τσιρνοβικίου, μόλις, πότε κρυπτόμενοι και πότε τουφεκιζόμενοι, έφθασαν εις την Στυλίδα μετά 8 ώρας, κατεξεσχισμένοι. Ποίαν δε έλαβον διεύθυνσιν οι λησταί, αγνοείται· βέβαιον δ’ είναι, ότι και η δημοσία δύναμις και οι φέροντες όπλα χωρικοί εκινήθησαν ευθύς κατ’ αυτών, και είθε επιτύχωσι τα ίχνη των και την καταστροφήν των.
Καταλαμβάνει τις ήδη, τί εσήμαινεν η επί δύω περίπου μήνας φανερά υποδοχή και υπόθαλψις των ληστών παρά των μεθορίων Οθωμανικών Αρχών, και ποίας το προς τον λήσταρχον Καλαμάταν γράμμα του Δερβέναγα των Αγράφων περιείχεν οδηγίας. Πολύν δεν απαιτείται να έχη νούν οποιοσδήποτε, διά να γνωρίση την φιλοσοφίαν, ήτοι το πνεύμα της περιστάσεως ταύτης.
Γνωστόν είναι, ότι η Ελληνική Κυβέρνησις απεύθυνεν εκάστοτε προς την Οθωμανικήν πικρά παράπονα και παρατηρήσεις κατά των μεθορίων Αρχών αυτής, ως μη καταδιωκουσών, αλλά μάλλον χορηγουσών άσυλον και προστασίαν εις τούς παρά του Ελληνικού στρατού αποδιωκομένους ληστάς. Δυστυχώς η Οθωμανική Κυβέρνησις εξηγόραζε καιρόν, πότε υποκρινομένη άγνοιαν των διατρεχόντων, και πότε υποσχομένη την σύμφωνον σύμπραξίν της. Ούτως η μεταξύ των δύω Κυβερνήσεων αλληλογραφία επί του προκειμένου κατήντησεν αδιέξοδος, η δ’ ενταύθα Οθωμανική Πρεσβεία προεχώρησε μάλιστα και εις τον όλως γελοίον ισχυρισμόν γράψασα πρός την Κυβέρνησιν ημών, ότι ουδεμία συμμορία ληστρική, ουδείς ληστής εκ των από της Ελλάδος καταδιωχθέντων, υπάρχει εις το Οθωμανικόν. Αλλά δεν ήρκει τούτο· ο ψευδής ούτος ισχυρισμός έπρεπε να περιβληθή και με υπόστασίν τινα. Διά τον λόγον δ’ αυτόν ωδηγήθησαν αι παρά τοις Μεθορίοις Οθωμανικαί Αρχαί, και αύται ωδήγησαν τούς ληστάρχας, να λείψωσι προς καιρόν από το Οθωμανικόν, διά να βεβαιωθή ούτως ως αληθής ο ανωτέρω σημειωθείς ισχυρισμός.
Ιδού όλη η φιλοσοφία και όλον το μυστήριον της νέας εισβολής των ληστών συσσωματωμένων.
Δεν υπήρχον εις το Οθωμανικόν οι από της Ελλάδος καταδιωχθέντες λησταί·έστω·αλλά που υπήρχον; εις τους ουρανούς ίσως αναληφθέντες· πόθεν δ’ εισέβαλον και πάλιν; από του ατλαντικού ίσως διά της αεροβατικής του Πετέν. Ολίγη αιδώς και ολίγη συνείδησις ήτο αναγκαία, διά να μην εμπαίζηται η αλήθεια διά τοιαύτης κυνικής αναιδείας. Αμφιβολία δεν είναι, ότι μετ’ ου πολύ οι λησταί, απέναντι των ετοίμως ληφθέντων μέτρων, ή καταστρέφονται εντός του Ελληνικού, ή αποσύρονται και πάλιν· πού δέ θέλουσιν αποσυρθή; εις το Τουρκικόν αναντιρρήτως, όπου και αύθις της αυτής θέλουσι τύχει υποδοχής. Ιδού νέος τρόπος, αλλά αισχρός και δόλιος τρόπος, του πολεμείν την Τουρκίαν κατά τής Ελλάδος. Αλλ’, άν και η Ελλάς βιασθή ποτε να παραδεχθή το είδος αυτό του πολέμου, τί μέλλει γενέσθαι τότε; «ποίος, κατά την κοινήν παροιμίαν, θέλει κλαύσει την μάνα του περισσότερον;»
Εάν υπήρχεν εισέτι Υπουργός επί των Εξωτερικών ο Λόρδος Πάλμερστων, ηθέλαμεν τώ προτείνει την ανάγκην του να έχη ένα ανταποκριτήν εις το Δερβέν Καριά των Μεθορίων, αντί του να συμβουλεύηται μερικά των Αθηνών φύλλα και τους περί ληστειών Φιλιππικούς του βήματος.».
β) Φύλλο 1239 της 5ης Μαρτίου 1852, σελίδα 2:
«Περί της νέας ληστρικής επιδρομής του Καλαμάτα κατά τα Ανατολικά Μεθόρια μάς γράφουσι και από 28 Φεβρουαρίου λεπτομερέστερον, ως ακολούθως.
Οι εις το Οθωμανικόν συγκεντρωμένοι και περιθαλπόμενοι λησταί εισέβαλον τη 25 του παρόντος μηνός περί τούς 70. Επί κεφαλής αυτών ήτο ο Καλαμάτας, όστις υπεκρύφθη εις τά Τρία Ποτάμια, και έστειλε τέσσαρας εκ τής συμμορίας του εις τον σταθμόν του Τσιρνοβικίου. Αφ’ είδον αυτούς οι βουκόλοι, έδοσαν είδησιν εις τον σταθμάρχην, όστις εξήλθεν εναντίον των με 4 στρατιώτας και άλλους 5-6 πολίτας, νομίζων, ότι ήσαν μόνοι ούτοι οι τέσσαρες·εκυνήγησεν αυτούς έως εις τα Τρία Ποτάμια. Εκεί εξήλθεν η μεγάλη συμμορία του Καλαμάτα, τούς έβαλεν εις την μέσην και μετά βίας και κινδύνου εσώθη ο σταθμάρχης Αθανάσιος Φούκας και εις έτερος στρατιώτης· οι άλλοι τρείς εκ των στρατιωτών εφονεύθησαν, ονομαζόμενοι Κώστας Ιωάννου, υιός του Αληφτίρα, από Νίσβαρι, Ευθύμιος Κίτσου από το Οθωμανικόν, και Γεώργιος Δημητρόπουλος, πρώτος εξάδελφος του πρώτου, από Νίσβαρι. Μετά τον φόνον των στρατιωτών απεσύρθη πάλιν η ειρημένη συμμορία του Καλαμάτα εις το Τουρκικόν από την θέσιν Παλαιομοναστήριον.
Οι φονευθέντες στρατιώται ανήκουσιν εις τον Α΄ λόχον του ΣΤ΄ Τάγματος της οροφυλακής.».
2.ΑΘΗΝΆ
Φύλλο 1846 της 4ης Μαρτίου 1852, σελίδα 2:
«-Την 26 Φβρίου εισήλθεν εντός των ελληνικών ορίων ο αρχιληστής Καλαμάτας μετά 70 οπαδών του, και ετοποθετήθη πλησίον του χωρίου Στροβίνι του δήμου Φαλάρων της Φθιώτιδος. Εκεί δε πλησίον συγκρούσεως γενομένης μετά τινος περιπολούντος Μεταβατικού αποσπάσματος εφονεύθησαν τέσσαρες στρατιώται, άλλοι τρείς επληγώθησαν και μόλις είς εσώθη φεύγων. Εκ των ληστών ουδείς έπαθεν. Εντεύθεν βλέπουσιν οι αναγνώσταί μας, ότι νέα δεινά περιμένουσι τούς κατοίκους των επαρχιών, εκτεθειμένους όντας εις την διάκρισιν των ληστών.».
3. Η ΑΜΑΛΘΕΙΑ
Φύλλο 682 της 14ης Μαρτίου 1852, σελίδα 3:
«-Την 26 Φεβρουαρίου εισήλθεν εντός των ελληνικών ορίων ο αρχιληστής Καλαμάτας μετά 70 οπαδών του, και ετοποθετήθη πλησίον του χωρίου Στροβίνι του δήμου Φαλάρων της Φθιώτιδος. Εκεί δε πλησίον συγκρούσεως γενομένης μετά τινος περιπολούντος Μεταβατικού αποσπάσματος εφονεύθησαν τέσσαρες στρατιώται, άλλοι τρείς επληγώθησαν και μόλις είς εσώθη φεύγων. Εκ των ληστών ουδείς έπαθεν. Εντεύθεν βλέπουσιν οι αναγνώσταί μας, ότι νέα δεινά περιμένουσι τούς κατοίκους των επαρχιών, εκτεθειμένους όντας εις την διάκρισιν των ληστών.».
4. Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Φύλλο 215 της 1ης Μαρτίου 1852, σελίδα 3:
«-Εις την Φθιώτιδα, εις τον δήμον Φαλάρων, εισέβαλον εβδομήκοντα περίπου λησταί, και συναντήσαντες καθ’ οδόν έν στρατιωτικόν απόσπασμα, συνεκρούσθησαν μετ’ αυτού και εφόνευσαν τέσσαρας στρατιώτας.».
 
 
ΠΗΓΕΣ
1. Εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1238/01-03-1852, σελίδα 3.
2. Εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1239/05-03-1852, σελίδα 2.
3. Εφημερίδα ΑΘΗΝΆ, φύλλο 1846/04-03-1852, σελίδα 2.
4. Εφημερίδα Η ΑΜΑΛΘΕΙΑ, φύλλο 682/14-03-1852, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 22.
5. Εφημερίδα ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, φύλλο 215/01-03-1852, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 435.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

Σχετικά με εγκατάσταση ομογενών από την Κούκλαινα της Ανατολικής Ρωμυλίας στον Αχινό Φθιώτιδας

Από την διαδικτυακή έρευνα εντοπίσθηκαν δύο Φύλλα Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του έτους 1909 με Βασιλικά διατάγματα, τα οποία αφορούν εγκατάσταση στον Αχινό Φθιώτιδας 58 εποίκων ομογενών από την Κούκλαινα της Ανατολικής Ρωμυλίας (Εικ.1). Η Κούκλαινα (βουλγ. Куклен‎) βρίσκεται 14 χιλιόμετρα νότια της Φιλιππούπολης (βουλγ. Пловдив). Πληροφορίες για την Κούκλαινα της εποχής εκείνης δημοσιεύονται στο τέλος της ανάρτησης (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ).
Από το περιεχόμενο των Βασιλικών διαταγμάτων προκύπτει ότι υπήρχε κρατική απόφαση για την εγκατάσταση των ομογενών στον Αχινό. Στο πρώτο διάταγμα το κράτος εγγυάται την παροχή δανείων για την αγορά τμήματος του κτήματος Παναγιώτη Σκουμπουρδή. Στο δεύτερο εγκρίνεται το ρυμοτομικό σχέδιο του Αχινού με τα οικόπεδα που επρόκειτο να διατεθούν στους ομογενείς. Τελικά, είναι άγνωστο αν πραγματοποιήθηκε η εγκατάσταση των εποίκων ομογενών στον Αχινό.
Ειδικότερα:
1) Στο ΦΕΚ 35/Α/10-02-1909 (Εικ.2) δημοσιεύθηκε Βασιλικό διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου 1909 με θέμα «Περί παροχής της εγγυήσεως του Κράτους διά μέρος του τιμήματος κτήματος εν Αχινώ του δήμου Φαλάρων, αγορασθησομένου υπό εποίκων ομογενών εκ Κουκλαίνης της Ανατολ. Ρωμυλίας».
Στο ΦΕΚ γίνεται αναφορά για εγγύηση του κράτους σε παροχή δανείου στη μελλοντική αγορά των 2/3 της χρηματικής αξίας του μισού κτήματος του Παναγιώτη Σκουμπουρδή στον Αχινό. Το κτήμα θα αγοραζόταν από 58 εποίκους ομογενείς από την Κούκλαινα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Η χρηματική αξία του ανερχόταν σε εκατό χιλιάδες πεντακόσιες δραχμές (100.500 δρχ.) και αποτελούνταν από τρία τεμάχια γαιών. Η συνολική έκτασή του ήταν χίλια εκατόν ογδόντα πέντε στρέμματα και εξακόσια εβδομήντα πέντε τετραγωνικά μέτρα (1.185,675 m2). Η αγορά περιελάμβανε και τα ύδατα του κτήματος που αναλογούσαν σε κάθε τεμάχιο γης, σύμφωνα με τα άρθρα 12-21 του νόμου ΓΣΒ΄ «Περί συνοικισμού και διανομής γαιών εν Θεσσαλία και περί ιδρύσεως Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου» (ΦΕΚ62/Α/07-04-1907)».
Η παροχή της κρατικής εγγύησης βασίσθηκε στο νόμο ΑΩΝΒ΄ του 1890 «Περί εγγυήσεως του Κράτους εις ενυπόθηκα δάνεια γεωργοκτηματιών». Ο νόμος αυτός και οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις του (1891, 1903 και 1910) δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της πρόνοιας του κράτους για εξαγορά κτημάτων από κολλήγους ή άλλους γεωργούς από κοινού, προς διανομή μεταξύ τους με κοινό χρεωλυτικό ενυπόθηκο δάνειο. Προβλέπονταν η παροχή δανείων από τράπεζες ή ιδιώτες στους γεωργούς μέχρι και ολόκληρης της αξίας του εξαγοραζομένου κτήματος. Το κράτος εγγυόταν έως το μισό ποσό του δανείου. Η κατανομή του χρέους και της γης γινόταν σε κάθε γεωργό.
Το Βασιλικό διάταγμα αναφέρει τα εξής:
«ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Έχοντες υπ’ όψιν το άρθρον 12 του νόμου ΓΤΘ΄της 14 Μαΐου 1908 περί μεταρρυθμίσεως, συμπληρώσεως και προσθήκης διατάξεων εν τώ περί συνοικισμού, διανομής γαιών και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου νόμω ΓΣΒ΄της 7 Απριλίου 1907, και το άρθρον 9 του νόμου ΑΩΝΒ΄της 30 Μαΐου 1890, περί εγγυήσεως του Κράτους εις ενυπόθηκα δάνεια γεωργοκτηματιών, ορίζομεν, ίνα παρασχεθή η εγγύησις του Κράτους διά τα δύο τρίτα του τιμήματος του υπό 58 εποίκων ομογενών εκ Κουκλαίνης της Ανατολικής Ρωμυλίας αγορασθησομένου αντί εκατόν χιλιάδων πεντακοσίων δραχμών (100500) ημίσεως του κτήματος του κ.Παναγιώτου Σκουμπουρδή, όπερ κείται εν τώ χωρίω Αχινώ του δήμου Φαλάρων της επαρχίας Φθιώτιδος και αποτελείται εκ τριών τεμαχίων γαιών, εκτάσεως εν όλω Β. στρεμμάτων χιλίων εκατόν ογδοήκοντα πέντε και μέτρων τετραγωνικών εξακοσίων εβδομήκοντα πέντε (1185,675□) μετά του ύδατος του όλου κτήματος, του αναλογούντος εις έκαστον των τεμαχίων τούτων γαιών, και κατά τούς ορισμούς των άρθρων 12-21 του ειρημένου νόμου ΓΣΒ΄.
Εις τον Ημέτερον επί των Οικονομικών Υπουργόν ανατίθεται η δημοσίευσις και εκτέλεσις του παρόντος Ημών διατάγματος.
Εν Αθήναις τη 8 Φεβρουαρίου 1909
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Το Υπουργικόν Συμβούλιον
Ο Πρόεδρος                                         Τα Μέλη
Γ.Ν.Θεοτόκης                                     Δ.Π.Γούναρης
                                                            Κ.Αργ.Λομβάρδος
                                                            Ε.Εμπειρίκος
                                                            Γ.Π.Μπαλτατζής
                                                            Σ.Ε.Στάης
                                                            Ν.Δ.Λεβίδης».
2) Συνέχεια στο θέμα δόθηκε με το Βασιλικό διάταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου 1909 «Περί εγκρίσεως σχεδίου ρυμοτομίας των οικοπέδων του συνοικισμού του χωρίου Αχινού του δήμου Φαλάρων της επαρχίας Φθιώτιδος». Δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 198/Α/04-09-1909 (Εικ.3αβ).
Στο Βασιλικό διάταγμα αναφέρεται η έγκριση του σχεδίου ρυμοτομίας των οικοπέδων του Αχινού ενόψει της εγκατάστασης των ομογενών εποίκων. Το σχέδιο ρυμοτομίας των οικοπέδων συνόδευε το διάταγμα αλλά δυστυχώς δεν βρέθηκε σε ψηφιακή μορφή.
Το Βασιλικό διάταγμα αναφέρει τα εξής:
«ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Έχοντες υπ’ όψει τα άρθρα 16 του νόμου ΓΣΒ΄ της 7 Απριλίου 1907 και 13 του νόμου ΓΤΘ΄ της 14 Μαΐου 1908 περί συνοικισμού και διανομής γαιών εν Θεσσαλία κτλ., προτάσει των Ημετέρων επί των Εσωτερικών και Οικονομικών Υπουργών, εγκρίνομεν το προσηρτημένον τώ παρόντι Ημών διατάγματι σχέδιον ρυμοτομίας των οικοπέδων του συνοικισμού του χωρίου Αχινού του δήμου Φαλάρων της επαρχίας Φθιώτιδος, προς εγκατάστασιν των εκ Κουκλαίνης της Ανατολικής Ρωμυλίας εποίκων ομογενών.
Εις τον Ημέτερον επί των Οικονομικών Υπουργόν ανατίθεται η δημοσίευσις και εκτέλεσις του παρόντος Ημών διατάγματος.
Εν Αθήναις τη 3 Σεπτεμβρίου 1909.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Ο επί των Εσωτερικών                         Ο επί των Οικονομικών
Υπουργός                                                       Υπουργός

Ν.ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑΚΟΣ                      ΑΘ. ΕΥΤΑΞΙΑΣ»
 
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Η εγκατάσταση των ομογενών στο Ελληνικό Βασίλειο κρίθηκε αναγκαία λόγω των διωγμών του ελληνικού στοιχείου της Ανατολικής Ρωμυλίας από τους Βουλγάρους. Μετά την ίδρυση του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας το 1878 και την de facto προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στις τάξεις του το 1885, άρχισε ο διωγμός των Ελλήνων.
Η Κούκλαινα το 1897 κατοικούνταν από Έλληνες και Οθωμανούς. Γράφει σχετικά ο Σωτήριος Αντωνιάδης:
«Μεταξύ Στενημάχου και Φιλιππουπόλεως, απέχουσα αμφοτέρων περί τα 12 χιλιόμετρα, κείται επί ευρείας τοποθεσίας αμφιθεατρικώς εις τους πρόποδας της Ροδόπης η κώμη Κούκλαινα, κατοικούμενη υπό Ελλήνων1 (1 Υπολογιζόμενων εις 1000 περίπου.) και Οθωμανών, συμβιούντων απ’ αμνημονεύτων χρόνων ως ομογενών. Δια του ρέοντος μεταξύ της κώμης ρυακίου διαιρείται αύτη εις δύο συνοικίας, ων η μεν επί της αριστεράς όχθης κατοικείται μόνον υπό Ελλήνων, η δ’ επί της δεξιάς το πλείστον υπό Οθωμανών κατά τους προγενεστέρους χρόνους· από τινων ετών όμως ηύξησε σημαντικώς ο αριθμός των εν αυτή Ελλήνων. Δυστυχώς ελλείπουσι πληροφορίαι περί της συνοικήσεως της κώμης ταύτης, ης και το όνομα ετυμολογικώς άγνωστον τυγχάνει, ημίν τουλάχιστον. Εάν κρίνει τις όμως εκ της προφοράς των Κουκλαινιωτών εχούσης μεγίστην ομοιότητα προς την των Φιλιππουπολιτών, ουδόλως παράδοξος φαίνεται η παραδοχή της ιδέας, ότι ούτοι άποικοι είσι των Φιλιππουπολιτών· εις υποστήριξιν της γνώμης ταύτης έρχεται και το περιστατικόν, ότι οι εν Φιλιππουπόλει αμπελοκτηματίαι κέκτηνται εν Κουκλαίνη το πλείστον των αμπέλων αυτών. Ένεκα δε της αποστάσεως η καλλιέργεια των τοις Φιλιππουπολίταις ανηκόντων αμπέλων γίνεται υπό των Κουκλαινιωτών. Πολύ πιθανόν λοιπόν, ότι αρχήθεν συνωκίσθη η Κούκλαινα υπό Φιλιππουπολιτών, οίτινες, ηναγκασμένοι να καλλιεργώσι τας αμπέλους, εθεώρησαν συμφερώτερον να μένωσι πλησίον αυτών, αντί να δαπανώσι τοσούτον χρόνον μεταβαίνοντες καθ’ εκάστην εκ Φιλιππουπόλεως εις Κούκλαιναν. Αναρμόδιοι ημείς να επιληφθώμεν της ετυμολογίας της λέξεως, εντούτοις φερούσης όλα τα στοιχεία της ελληνικότητος αυτής, αφίεμεν τοις φιλολόγοις το στάδιον τούτο της δόξης, αρκούμενοι μόνον να θεωρήσωμεν της κώμην ταύτην αγνώς ελληνικήν· ή τε γλώσσα, τα ήθη και έθιμα και τα διακρίνοντα τον Έλληνα αισθήματα αλάνθαστα πρόκεινται τεκμήρια τούτου.
Οι Κουκλαινιώται εις ουδεμίαν ελθόντες επιμιξίαν μετά των αλλοφύλων των πέριξ χωρίων διετήρησαν την τε γλώσσαν, τα ήθη και έθιμα ελεύθερα ξενισμού. Η γλώσσα αυτών περιέχουσα πολλάς λέξεις αρχαίας έχει, καθά ανωτέρω είρηται, ομοιότητα τινα με την των Φιλιππουπολιτών, ιδίως ως προς την προφοράν του σ προφερομένου οτέ μεν ως το γαλλικόν s, οτέ δε δασέως ως το ch κατ’ αντίθεσιν προς την προφοράν αυτού παρά τε των Στενημαχιωτών και των Βοδενιωτών προφερόντων αυτό συνήθως ως το ch. Κοινά δ’ έχουσιν οι κάτοικοι και των 3 ελληνικών κωμών, ότι διά άρρεν και θήλυ γένος μεταχειρίζονται το θηλυκόν άρθρον. Ως προς τας συγκοπάς των λέξεων, ων κατάχρησιν ποιούνται οι Στενημαχιώται και Βοδενιώται συμπτύσσοντες πολλάκις τρισυλλάβους και τετρασυλλάβους λέξεις εις μονοσυλλάβους, δείκνυνται οι Κουκλαινιώται φειδωλότεροι. Προ τριακονταετίας εδιδάσκοντο τα γράμματα, ως και εν πολλαίς άλλαις ελληνικαίς κώμαις και χωρίοις, αριστίνδην εις τινας μόνον των ευπορωτέρων νέων παρά των ιερέων. Αλλά κατά τας τελευταίας δεκαετηρίδας, καθ’ ας ανεζωπυρήθη ο προς τα γράμματα ζήλος πάντων των Ελλήνων και αυτών των μικροσκοπικών χωριών, διατηρούσι και οι Κουκλαινιώται δημοτικά σχολεία, εις ά φοιτώσι περί τους ογδοήκοντα μαθηταί, διευθυνόμενα υπό δημοδιδασκάλων· ελλείψει δε παρθεναγωγείων φοιτώσι και κοράσια εις την δημοτικήν σχολήν.
Οι κάτοικοι Κουκλαίνης ασχολούνται εις την γεωργίαν ιδία δε την αμπελουργίαν και κατά τους τελευταίους χρόνους και εις την καπνοφυτείαν, προμηθευθέντες σπόρον των καπνών Γενιτζέ, όθεν προσεκάλεσαν ανθρώπους ειδικούς εις το έργον τούτο, όπως φαίνεται ευδοκιμούν και ικανοποιούν καλλίτερον τους κόπους των Κουκλαινιωτών· δια τούτο δε τινες μετέβαλον τους αμπελώνας αυτών εις αγρούς προς καπνοφυτείαν.
Ίδιον δ’ έργον έχουσιν οι Κουκλαινιώται την ψαθοποιΐαν εφοδιάζοντες διά των αγορών Φιλιππουπόλεως και Στενημάχου τους κατοίκους των τε πόλεων και χωρίων με το είδος τούτο του τάπητος αναγκαιοτάτου ιδία τοις χωρικοίς. Το είδος τούτο της βιομηχανίας ουδαμού άλλοθι της Α. Ρωμυλίας καλλιεργείται. Προμηθεύονται δ’ οι Κουκλαινιώται το προς τούτο υλικόν πολλάκις και εκ μακρών αποστάσεων κατά τον Ιούλιον και Αύγουστον, όπερ κατεργάζονται συνήθως αι γυναίκες, οσάκις δεν δύνανται να εργασθώσιν εν τοις αγροίς, διότι ουκ ολίγην βοήθειαν παρέχουσι τοις ανδράσιν αι γυναίκες και αι νεάνιδες εν τη γεωργία. Η ενδυμασία των Κουκλαινιωτών έχει τινά ομοιότητα προς την των πλησιοχώρων χωρικών, ενώ η των Βοδενιωτών ουδόλως διαφέρει της των Στενημαχιωτών διαφερούσης της των άλλων περιοίκων.
Το ήμισυ του πληθυσμού της Κουκλαίνης αποτελούσιν οι Οθωμανοί, συμβιούντες μετά των Ελλήνων εν ομονοία, οίτινες έχουσι τας αυτάς ασχολίας με τους Έλληνας, εκτός της ψιαθοποιΐας, αποτελούσης ιδίαν βιομηχανίαν των Ελλήνων.
Το εθνικόν αίσθημα διατηρείται ακμαίον παρά τοις Έλλησι Κουκλαίνης προς τούτο δ’ ουκ ολίγον συμβάλλεται και η συνεχής επικοινωνία μετά των Ελλήνων Φιλιππουπόλεως και Στενημάχου. Σπουδαίαν δ’ επίδρασιν επί της παραγωγής αυτών θέλει εξασκήσει η βελτίωσις των σχολείων αυτών, άτινα μόνοι συντηρούσιν εκ των ενόντων.
Η γειτνίασις των ελληνικών κωμών Κουκλαίνης και Βοδενών μετά της Φιλιππουπόλεως Στενημάχου σπουδαίως επενεργεί επί της διατηρήσεως και εξακολουθήσεως των πατροπαράδοτων ηθών και εθίμων, αποτελούσα συνάμα και την δύναμιν της αντιστάσεως κατά παντός εξωτερικού καταδιωγμού. Άνευ του εθνικού πυρός όπερ καταθερμαίνει τους έλληνας κατοίκους των κωμών και χωρίων τούτων η εθνική ύπαρξις αυτών εν μέσω τοσούτων ξένων και συνήθως εχθρικών διακειμένων στοιχείων θα ήτο αδύνατος. Το παρελθόν παρέχει την μεγίστην εγγύησιν, ότι οι Έλληνες των μερών τούτων θέλουσι διατηρήσει και εν τω μέλλοντι σώαν και ασινή την ιεράν παρακαταθήκην της εθνικής αυτών υπάρξεως και θα παραδώσωσιν αυτήν ακεραίαν ταις επερχομέναις γενεαίς.
Κοινότητες μικρότεραι ευρεθείσαι απομεμονωμέναι και περιστοιχούμεναι υπό βουλγαρικών χωρίων αι μεν τέλεον εξεβουλγαρίσθησαν, αι δ’ εν μέρει. Παράδειγμα τοιούτον παρέχει το δίωρον απέχον του Στενημάχου ελληνικόν χωρίον Αρβανιτοχώριον, ένθα οι μεν γεροντώτεροι ομιλούσι την ελληνικήν, ενώ οι νεώτεροι ένεκα της συχνής συναναστροφής μετά των γειτόνων Βουλγάρων ομιλούσι το πλείστον την βουλγαρικήν.
Εις απόστασιν ενός τετάρτου της ώρας επί ωραίας τοποθεσίας της Ροδόπης υπάρχει Μονή τιμωμένη εις μνήμην των Αναργύρων, ήτις ελλείψει φρενοκομείου χρησιμεύει ως τοιούτον εις πολλούς των φρενοβλαβών, εξερχομένους πολλάκις εις χείρονα κατάστασιν ή κατά την είσοδόν των εις την Μονήν διότι προς θεραπείαν αυτών εφαρμόζεται το εκ του παραδείσου εξελθόν ξύλον.
Η Μονή αύτη ευρίσκεται εν παρακμή ελλείψει καταλλήλου προσωπικού προς διοίκησιν αυτής, επιβαρυνθείσα με χρέη, άτινα εκληρονόμησεν από τινων ετών εκ της κακής διαχειρίσεως των εκάστοτε ηγουμένων αυτής. Οι γείτονες αυτής Κουκλαινιώται καταβάλλουσι πάσαν προσπάθειαν εις το να διατηρήσωσιν αυτήν· διότι θεωρούσι καθήκον αυτών να παραδώσωσιν αυτήν τοις απογόνοις όπως παρέλαβον παρά των πατέρων των.
Και η Μονή αύτη δια τ’ άφθονα ύδατα, το κατάφυτον των πέριξ, την ωραίαν τοποθεσίαν και το ευάερον, χρησιμεύει ως τόπος εξοχής εις τας οικογενείας Φιλιππουπόλεως και των λοιπών παρακειμένων ελληνικών κωμών, διερχομένας αυτόθι τους θερινούς μήνας. Εκ’ τούτου δε παρέχεται τή Μονή σπουδαία υλική βοήθεια.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ
[1896]                   Ιατρός πρώην βουλευτής Στενημάχου, πρόεδρος
της εφοροδημογεροντίας Φιλιππουπόλεως
[Στενημαχίτης]»
[πηγή: Σωτήριος Αντωνιάδης, Περί Βοδενών και Κουκλαίνης, Περιοδική έκδοση ΘΡΑΚΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΣ 1 (1897), Εν Αθήναις 1897, σελίδες 133-144.].
Άλλες πληροφορίες για την Κούκλαινα και το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων των αρχών του 20ου αιώνα αναφέρονται στο άρθρο του Φιλιππουπολίτη Κοσμά Μυρτίλου Αποστολίδη «Περί Κουκλένης και της φερωνύμου αυτής επί της Ροδόπης Μονής των Αγίων Αναργύρων», Περιοδική έκδοση «ΑΡΧΕΙΟΝ ΤΟΥ ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ», τόμος 2, Εν Αθήναις 1935-36, σελίδες 3-40.
 
 

ΕΙΚΟΝΕΣ
 
Εικ.1 Χάρτης της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στις πόλεις με την υπογράμμιση πραγματοποιήθηκε το 1905 και 1906 διωγμός εναντίον του ελληνικού στοιχείου. Μεταξύ αυτών και στην Κούκλαινα (πηγή χάρτη: Σάπες: ο τόπος μας).
 
 



Εικ.2. Η πρώτη σελίδα του ΦΕΚ 35/Α/10-02-1909.
 




 
α
β
Εικ.3αβ. Οι σελίδες 1 και 3 του ΦΕΚ 198/Α/04-09-1909.
 
 
ΠΗΓΗ
 
 
 
 
 
 
 
 

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

Ιστορική εξέλιξη του νομού Φθιώτιδας. Μέρος Δ΄: Η Επαρχία Δομοκού.

Στο Δ΄ και τελευταίο μέρος της έρευνας παρουσιάζεται η εξέλιξη της επαρχίας Δομοκού από την ίδρυσή της έως το 1912.
 
Η Επαρχία Δομοκού
Με το νόμο ΠΜ΄ της 19ης Μαρτίου 1882 (ΦΕΚ 16/Α/20-03-1882) «Περί εισαγωγής της Ελληνικής νομοθεσίας εις τάς άρτι προσαρτηθείσας Θεσσαλικάς και Ηπειρωτικάς Επαρχίας» σχηματίσθηκε η επαρχία Δομοκού και Φαρσάλων, η οποία ανήκε στο νομό Λαρίσης : «… καθίστανται εν αυταίς τρείς Νομοί· …. β) ο της Λαρίσσης, περιλαμβάνων ως Επαρχίας τάς εκλογικάς περιφερείας Λαρίσσης, Δομοκού και Φαρσάλων, Αγυιάς, Τυρνάβου, Αλμυρού και Βώλου …». Η εκλογική περιφέρεια Δομοκού και Φαρσάλων είχε ορισθεί με το ΒΔ της 10ης Νοεμβρίου 1881 (ΦΕΚ 106/Α/13-11-1881). Η περιφέρεια Δομοκού περιελάμβανε τα χωριά: Δομοκός, Ομβριακή, Μπεριλέρ, Παλαμάς, Δερελή, Δραμάλα, Τούμπα, Αγόργιανη, Βελεσιώτες, Μπασιά, Τσοφλάρι, Παναγιά, Καραχασάν, Αβαρίτσα, Χιλιαδού, Πουρνάρι, Σκάρμιτσα, Δαουκλή, Δερβένι, Γιακαρόμπα, Ζαπάντη, Βαρδαλή, Κρολόμπα, Βούζι, Γιραλή, Τσιφλικάκι, Αϊδουμουσλή, Δραχανί, Λεύκα, Αλίφακα και Αλχανλή.
Με το ΒΔ της 21ης Μαρτίου 1882 (ΦΕΚ 17/Α/24-03-1882) ως έδρα του επάρχου Δομοκού και Φαρσάλων ορίσθηκαν τα Φάρσαλα.
Με το ΒΔ της 31ης Μαρτίου 1883 (ΦΕΚ 126/Α/02-04-1883) «Περί διαιρέσεως εις δήμους της κατά τον νομόν Λαρίσσης επαρχίας Δομοκού και Φαρσάλων» σχηματίσθηκαν έξι δήμοι οι οποίοι αποτέλεσαν την επαρχία. Ήταν οι εξής: Φαρσάλων, Ευϋδρίου, Σκοτούσης, Θαυμακών, Ξυνιάδος και Μελιταίας (Πιν.1αβ).
α
β
Πιν.1αβ. Η διαίρεση σε δήμους της επαρχίας Δομοκού και Φαρσάλων.
 
Με το άρθρο 2 του νόμου ᾼϡΟΓ΄ της 1ης Μαΐου 1891 (ΦΕΚ 122/Α/02-05-1891 «Περί καταργήσεως του νόμου ᾼΦΞΑ΄ περί μεταρρυθμίσεως του από 5 Δεκεμβρίου 1845 νόμου περί διαιρέσεως των νομαρχιακών και επαρχιακών αρχών και περί τροποποιήσεως του νόμου τούτου.» η επαρχία Δομοκού και Φαρσάλων «… διαιρείται εις δύο επαρχίας, την του Δομοκού και την των Φαρσάλων …». Την επαρχία Δομοκού αποτέλεσαν οι δήμοι Θαυμακών, Ξυνιάδος και Μελιταίας.
Με το νόμο ΓΥΛΔ΄ της 16ης Νοεμβρίου 1909 (ΦΕΚ 282/Α/04-12-1909) «περί διοικητικής διαιρέσεως του κράτους» η επαρχία Δομοκού διατηρήθηκε και επανήλθε στο νομό Λαρίσσης.
Με το νόμο ΓΩΜΔ΄ της 23ης Ιουλίου 1911 (ΦΕΚ 198/Α/28-07-1911) «περί υπαγωγής διοικητικώς της επαρχίας Δομοκού εις τον νομόν Φθιώτιδος και Φωκίδος» η επαρχία Δομοκού προσαρτήθηκε οριστικά στο νομό Φθιώτιδος:
«Περί υπαγωγής διοικητικώς της επαρχίας Δομοκού εις τον νομόν Φθιώτιδος και Φωκίδος
Νόμος ΓΩΜΔ΄ (υπ’ αριθ. 3844).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν·
Άρθρον 1.
Η επαρχία Δομοκού, αποσπωμένη του νομού Λαρίσης, υπάγεται διοικητικώς εις τον νομόν Φθιώτιδος και Φωκίδος.
Άρθρον 2.
Πάσαι αι εκκρεμείς υποθέσεις, αι αφορώσαι την επαρχίαν Δομοκού, ενώπιον του Νομάρχου Λαρίσης, μεταβιβάζονται εις την Νομαρχίαν Φθιώτιδος εντός δέκα ημερών από της δημοσιεύσεως του νόμου εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως,
Άρθρον 3.
Η Αστυνομική Υποδιεύθυνσις Δομοκού υπάγεται εφεξής εις την Αστυνομικήν Διεύθυνσιν Φθιωτιδοφωκίδος, αποσπωμένη της Αστυνομικής Διευθύνσεως Λαρίσης.
Άρθρον 4.
Πάσα διάταξις αντιβαίνουσα εις τον παρόντα νόμον καταργείται.
Ο νόμος ούτος, υπό της Βουλής ψηφισθείς και παρ’ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 23 Ιουλίου 1911.
Εν ονόματι του Βασιλέως
Ο Αντιβασιλεύς
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ
Ο Υπουργός των Εσωτερικών
ΕΜΜ. ΡΕΠΟΥΛΗΣ
Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς.
Εν Αθήναις τη 27 Ιουλίου 1911.
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
Ν.Π.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ».
O πληθυσμός της επαρχίας Δομοκού
Ο πίνακας που ακολουθεί περιλαμβάνει τον πληθυσμό της επαρχίας Δομοκού από το 1889 έως και το 1907.
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1889
10.213
1896
11.939
1907
13.114
 
Οι δήμοι της επαρχίας Δομοκού
Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα εμβλήματα, ο σχηματισμός, η εξέλιξη και ο πληθυσμός των δήμων της επαρχίας Δομοκού.
 
Ι. Έμβλημα.
 
Εικ.1. Το έμβλημα της σφραγίδας του Δήμου Θαυμακών, κατόπιν γνωμοδότησης του αρχαιολόγου Π.Ευστρατιάδη (1815-1888), καθορίσθηκε με το ΒΔ της 12ης Αυγούστου 1883 (ΦΕΚ 330/Α/17-08-1883):
«ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Περί του εμβλήματος της σφραγίδος του δήμου Θαυμακών.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄.
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, εγκρίνομεν ίνα η σφραγίς του δήμου Θαυμακών φέρη έμβλημα εν τω μέσω μέν “δύο πυροβόλα χιαστί τεθειμένα” κύκλωθεν δε τάς λέξεις “Δήμος Θαυμακών»”.
Ο αυτός Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν διάταγμα.
ΕΝ Αθήναις την 12 Αυγούστου 1883.
Εν ονόματι του Βασιλέως
Το Υπουργικόν Συμβούλιον
Χ.ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ, Α.Α. ΚΟΝΤΟΣΤΑΥΛΟΣ, Δ.Σ.ΒΟΥΛΠΙΩΤΗΣ, Γ.ΤΟΜΠΑΖΗΣ, Κ.ΛΟΜΒΑΡΔΟΣ.
Ο Υπουργός των Εσωτερικών
Κ.ΛΟΜΒΑΡΔΟΣ.».
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Ο Δήμος Θαυμακών σχηματίσθηκε ως δήμος της επαρχίας Δομοκού με το ΒΔ της 31ης Μαρτίου 1883 (ΦΕΚ 126/Α/02-04-1883) «Περί διαιρέσεως εις δήμους της κατά τον νομόν Λαρίσσης επαρχίας Δομοκού και Φαρσάλων» (Πιν.1αβ). Κατατάχθηκε στην Β΄ τάξη με πληθυσμό 4.750 κατοίκους και έδρα το Δομοκό. Το όνομα του δήμου προήλθε από την αρχαία πόλη Θαυμακός.
Αρχική σύσταση και πληθυσμός: Δομοκός (1326), Σκάρμιτσα (282), Πουρνάρι (206), Τσιφλικάκι (40), Λεύκα (133), Γερακλί (206), Βούζι (253), Βελεσιώται (289), Αγόριανη (425), Τσιφλάρι (209), Τσιόμπα (209), Μπεκρηλέρ (193), Βαρδάλι (180), Γιακαρόμπα (247), Κρολόμπα (149), Παπαλί (ακατοίκητο), Αϊδομουσλί (37), Καρατσάλι(140), Τσιατμά (193).
Μεταγενέστερες προσαρτήσεις:
Αγόριανη Κάτω, Αγόριανη Άνω, Κοζιόμπα(?, Μαζά(?).
Στο δήμο λειτούργησε η κοινότητα Δομοκού.
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Δομοκού από το 1889 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1889
6.287
1896
6.250
1907
6.543
 
2. ΔΗΜΟΣ ΜΕΛΙΤΑΙΑΣ
Ι. Έμβλημα.
Εικ.2. Το δημοτικό συμβούλιο πρότεινε ως έμβλημα της σφραγίδας να τεθεί «ανήρ φέρων ελληνικήν ενδυμασίαν και όπλον καρυοφύλλι». Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε και επιλέχθηκε ως έμβλημα αυτό που πρότεινε με γνωμοδότησή του ο αρχαιολόγος Π.Ευστρατιάδης (1815-1888). Καθορίσθηκε με το ΒΔ της 19ης Αυγούστου 1883 (ΦΕΚ 340/Α/24-08-1883) «Περί εμβλημάτων των σφραγίδων των δήμων Μελιταίας, Φαρκαδόνος, Σιλάνων, Αμπελακίων, Παραληθαίων και Φύλλου.», το οποίο αναφέρει «…εγκρίνομεν ίνα οι σφραγίδες των δήμων Μελιταίας … φέρωσιν εμβλήματα η μεν του δήμου Μελιταίας εν τώ μέσω μέν “μέλιτταν ορθήν με τάς πτέρυγας αναπεπταμένας”, κύκλωθεν δε τάς λέξεις “δήμος Μελιταίας”…».
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Ο Δήμος Μελιταίας σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 29ης Μαρτίου 1883 (ΦΕΚ 126/Α/02-04-1883 «Περί διαιρέσεως εις δήμους της κατά τον νομόν Λαρίσης επαρχίας Δομοκού και Φαρσάλων» (Πιν.1αβ). Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη με πληθυσμό 1.713 κατοίκους και έδρα την Αβαρίτσα.
Το όνομα του δήμου προήλθε από την αρχαία πόλη Μελιταία. Αρχικά είχε ονομασθεί Πύρρα από το όνομα της γυναίκας του Δευκαλίωνος.
Αρχική σύσταση και πληθυσμός: Αβαρίτσα (308), Χιλιαδού (184), Νεοχώρι (210), Καραχασάν (24), Μαντασιά (253), Αλήφακα (73), Δραχανί (52), Δραμάλα (256) και Παλαμάς (353).
Μεταγενέστερες προσαρτήσεις: Μαυρολείβαδον, Μονή Αγίας Τριάδος Αβαρίτσης.
Με το ΒΔ της 27ης Σεπτεμβρίου 1890 (ΦΕΚ 324/Α/07-12-1890) «Περί προβιβασμού των δήμων Τυρνύ, Παγασών, Ογχήστου, Φακίου και Μελιταίας και υποβιβασμού του δήμο Αιαντείου.» ο Δήμος Μελιταίας κατατάχθηκε στην Β΄ τάξη με πληθυσμό 2.414 κατοίκους.
Το 1891 ο Δήμος Μελιταίας υπήχθη στην επαρχία Δομοκού, η οποία με το νόμο ΒΧΔ΄ της 6ης Ιουλίου 1899 (ΦΕΚ 136/Α/08-07-1899) «Περί Διοικητικής Διαιρέσεως του Κράτους» προσαρτήθηκε στο νομό Φθιώτιδος, με το νόμο ΓΥΛΔ΄ της 16ης Νοεμβρίου 1909 (ΦΕΚ 282/Α/04-12-1909) «περί διοικητικής διαιρέσεως του κράτους» επανήλθε στο νομό Λαρίσσης και τέλος με το νόμο ΓΩΜΔ΄ της 23ης Ιουλίου 1911 (ΦΕΚ 198/Α/28-07-1911) «περί υπαγωγής διοικητικώς της επαρχίας Δομοκού εις τον νομόν Φθιώτιδος και Φωκίδος» προσαρτήθηκε οριστικά στο νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος.
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Μελιταίας από το 1889 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1889
2.114
1896
3.458
1907
3.821
 
3. ΔΗΜΟΣ ΞΥΝΙΑΔΟΣ
Ι. Έμβλημα.
Εικ.3. Το δημοτικό συμβούλιο πρότεινε ως έμβλημα της σφραγίδας να τεθεί «ιχθύς». Η πρόταση έγινε δεκτή από τον αρχαιολόγο Π.Ευστρατιάδη (1815-1888). Με το ΒΔ της 31ης Αυγούστου 1883 (ΦΕΚ 355/Α/05-09-1883) «Περί εμβλήματος της σφραγίδος των δήμων Ιωλκού, Όθριος, Κρανώνος, Καλλιφρονίου, Αθαμάνων Ηρακλείας, Πέτα, Τετραφυλλίας, Καλαρρυτών και Αγνάντων.» δόθηκε και η έγκριση: «…εγκρίνομεν ίνα αι σφραγίδες των δήμων … Ξυνιάδος … φέρουσι τα εξής εμβλήματα· … η του δήμου Ξυνιάδος εν τώ μέσω μέν “κάνιστρον πλήρες ιχθύων” κύκλωθεν δε τάς λέξεις “δήμος Ξυνιάδος”…».
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Ο Δήμος Ξυνιάδος σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 29ης Μαρτίου 1883 (ΦΕΚ 126/Α/02-04-1883 «Περί διαιρέσεως εις δήμους της κατά τον νομόν Λαρίσης επαρχίας Δομοκού και Φαρσάλων» (Πιν.1αβ). Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη με πληθυσμό 1.608 κατοίκους και έδρα την Ομβριακή. Το όνομα του δήμου προήλθε από τη λίμνη Ξυνιάδα.
Αρχική σύσταση και πληθυσμός: Ομβριακή (595), Δαουκλή (438), Δερβέν (73), Ζαπάντι (137), Δερελή (203), Παναγία (84), Αλχανί (78) και Οζερός (ακατοίκητο).
Μεταγενέστερες προσαρτήσεις: Άγιος Γεώργιος, Κορομηλιά, Νέα Μάκρυση, Αλχανί Άνω, Αλχανί Κάτω, Δραχμάναγα, Λειβαδάκι και Μονή Αγίου Αθανασίου.
Το 1891 ο Δήμος Ξυνιάδος υπήχθη στην επαρχία Δομοκού, η οποία με το νόμο ΒΧΔ΄ της 6ης Ιουλίου 1899 (ΦΕΚ 136/Α/08-07-1899) «Περί Διοικητικής Διαιρέσεως του Κράτους» προσαρτήθηκε στο νομό Φθιώτιδος, με το νόμο ΓΥΛΔ΄ της 16ης Νοεμβρίου 1909 (ΦΕΚ 282/Α/04-12-1909) «περί διοικητικής διαιρέσεως του κράτους» επανήλθε στο νομό Λαρίσσης και τέλος με το νόμο ΓΩΜΔ΄ της 23ης Ιουλίου 1911 (ΦΕΚ 198/Α/28-07-1911) «περί υπαγωγής διοικητικώς της επαρχίας Δομοκού εις τον νομόν Φθιώτιδος και Φωκίδος» προσαρτήθηκε οριστικά στο νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος.
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Ξυνιάδος από το 1889 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1889
1.612
1896
2.231
1907
2.750
 
 
ΠΗΓΕΣ
1. Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς, Ιστορικό διάγραμμα των Δήμων της Ελλάδος 1833-1912. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη-πληθυσμός-εμβλήματα. Προλογίζουν: ▪ Α.Μακρυδημήτρης, Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών & ▪ Ν.Καραπιδάκης, Επίκουρος Καθηγητής, Διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Αθήνα 1993. Σελίδες 148-151.