Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, όπως είναι
γνωστό, η παραμεθόρια Φθιώτιδα υπέφερε από επιδρομές ληστών. Από την έρευνα ταυτίσθηκε
περιστατικό φόνου του ιερέα Ροβολιαρίου Φθιώτιδας από το ληστή Μήτρο Κροκίδα.
Συγκεκριμένα, ο ληστής σε απολογία του το Σεπτέμβριο
του 1853 ενώπιον των κρατικών αρχών στη Λαμία αναφέρει : «…Εγώ κατά τον θεριστήν, Ιούνιον δηλαδή μήνα, εφόνευσα τον Παπανικόλα
(αγνοώ το επίθετόν του) από το χωρίον Ροβολιάρι, και φοβούμενος την ένεκα της
πράξεως ταύτης καταδίωξίν μου, ανεχώρησα από το χωρίον μου και υπήγα κατά το
χωρίον Σμόκοβον, εις την εκεί στάνην του Τσάπαβα, από το χωρίον τούτο Σμόκοβον,
και ηνώθην τότε με τους ληστάς Τσούμαν και Γρίβαν κατά τον αυτόν μήνα Ιούνιον,
μετά τέσσερας ημέρας αφ’ ής εφόνευσα τον ειρημένον ιερέα...»
Το ατυχές αυτό περιστατικό του φόνου διασταυρώθηκε από
τον απόγονο του ιερέα κ. Αναστάσιο Παπανικολάου. Συγκεκριμένα ο κ. Παπανικολάου
μας ανέφερε τα εξής :
«Ο Παπανικόλας
είναι ο Νικόλαος Γιαννιτσιώτης. Καταγόταν από τη Γιανντσού και, επειδή ήταν
εγγράμματος και θρησκευόμενος, έγινε ιερέας και λειτουργούσε στο Λιτόσελο, αν
και έμενε στο Ροβολιάρι, όπου παντρεύτηκε ντόπια (το γένος Σουσούλια). Το 1853
δολοφονήθηκε από το σγκεκριμμένο ληστή για ασήμαντη αφορμή (διαμάχη για το
ποιος ήρθε πρώτος να ποτίσει τα ζώα του). Στις απειλές του ληστή ότι θα τον
πυροβολήσει, του είπε ότι αν έχεις δίκαιο ρίξε, αλλιώς ο Θεός θα σε τιμωρήσει.
Είχε τέσσερα
παιδιά, ο μεγαλύτερος δόθηκε για υιοθεσία σε κάποιον Αποστολόπουλο από τον
Ασβέστη. Οι δύο κόρες στάλθηκαν υπηρέτριες στη Λαμία και έμεινε ο μικρότερος, ο
Γεώργιος, με τη μητέρα του στο Ροβολιάρι. Η πρεσβυτέρα για να ζήσει το παιδί
της (τριών χρονών περίπου) έπλενε τα ρούχα των στρατιωτών στο Ροβολιάρι, μιας
και τότε ήταν παραμεθόριο χωριό.
Ο Μήτρος
Κροκίδας αμνηστεύτηκε γι’ αυτόν το φόνο αλλά όπως διηγούνται οι παλαιότεροι στο
Ροβολιάρι, τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε βάλει φωτιά στο σπίτι του, είχε
υποστεί εγκαύματα και ζούσε με ανοιχτές πληγές και με ψυχολογικά προβλήματα».
↔
Η πλήρης απολογία του ληστή Μήτρου Κροκίδα έχει ως
εξής:
«Εν Λαμία
σήμερον την δεκάτην πέμπτην Σεπτεμβρίου 1853, πεντήκοντα τρία, ενεφανίσθη
ενώπιον ημών του παρά τοις Πρωτοδίκαις Αντεισαγγελέως Ν. Παρασκευοπούλου, επί
παρουσία και του Δικαστ. Υπογραμματέως Ιω. Κυριμοπούλου, ο διά του υπ’ αριθ.
618 εγγράφου του ενταύθα Αρχηγού της στρατιωτικής Δυνάμεως
αποσταλείς υπό συνοδείαν χωροφυλάκων Μήτρος Κροκίδας, και εξητάσθη ως
ακολούθως.
Ερ. Πως ονομάζεσαι κλπ.;
Απ. Μήτρος Κροκίδας, εγεννήθην και κατοικώ εις το χωρίον
Ροβολιάρι του Δήμου Μακρακώμης, ειμί ετών 22, γεωργός και χριστιανός.
Ερ. Γνωρίζεις αν ζή ο λήσταρχος Αναστάσιος Καλαμάτας, ή
εφονεύθη, υπό τινος, πότε και εις ποίαν θέσιν;
Απ. Εφονεύθη πρό δέκα οκτώ ημερών, ήτοι την 29 Αυγούστου
ε.έ. εις το χωρίον Δρανίστα του Οθωμανικού, τον εφόνευσα δε εγώ, και ιδού τίνα
τρόπον. Εγώ κατά τον θεριστήν, Ιούνιον δηλαδή μήνα, εφόνευσα τον Παπανικόλα
(αγνοώ το επίθετόν του) από το χωρίον Ροβολιάρι, και φοβούμενος την ένεκα της
πράξεως ταύτης καταδίωξίν μου, ανεχώρησα από το χωρίον μου και υπήγα κατά το
χωρίον Σμόκοβον, εις την εκεί στάνην του Τσάπαβα, από το χωρίον τούτο Σμόκοβον,
και ηνώθην τότε με τους ληστάς Τσούμαν και Γρίβαν κατά τον αυτόν μήνα Ιούνιον,
μετά τέσσερας ημέρας αφ’ ής εφόνευσα τον ειρημένον ιερέα. Έμεινα λοιπόν μαζί με
αυτούς έως δέκα ημέρας, και ακολούθως εγώ καθώς και οι άλλοι λησταί Τσούμας και
Γρίβας ανταμώθημεν μαζύ με τον Καλαμάταν, και εγεινήκαμεν όλοι έν Ασκέρι. Μετά
δύο ημέρας πάλιν ανταμώσαμεν με τον άλλον ληστήν Μήχον από την Λιάκουραν, και
ηνώθημεν όλοι ομού, έχοντες αρχηγόν μας τον Καλαμάταν. Υπήγαμεν όθεν όλοι μαζύ
εις διάφορα χωριά και μέρη εντός του Τουρκικού, και ελαμβάνομεν διαφόρους
τροφάς και ειδήσεις από τους χωρικούς, τους οποίους εγνωρίζαμεν· και ούτως όλοι
μαζύ υπήγαμεν κατ’ αρχάς εις την θέσιν Τσουρνά, όπου υπάρχουσι διάφορα
βλαχοκόνακα, ένθα εμείναμεν μίαν μόνην ημέραν· ακολούθως ετραβήξαμεν τρείς
ολοκλήρους νύκτας και απεράσαμεν διά τον Βώλον, αλλά επειδή επροδοθήκαμεν δεν
υπήγαμεν εκεί, αλλ’ εφθάσαμεν μόνον εις το χωρίον Δέδκουλα, και εμείναμεν απ’
έξω διά να πάρωμεν ψωμί. Επειδή δε δεν ήτον δυνατόν διά να λάβωμεν ψωμί, διότι
το χωρίον εκείνο το είχον κατλάβει οι Αλβανοί στρατιώται, ανεχωρήσαμεν απ’
εκεί, κυνηγηθέντες μάλιστα από τους Αλβανούς, διότι μας εκατάλαβαν, και υπήγαμεν πάλιν εις την θέσιν Τσουρνά όπου
εμείναμεν δύο ημέρας·αναχωρήσαντες εκείθεν υπήγαμεν εις το χωρίον Γκούρα, όπου
ελάβαμεν τροφάς και εμείναμεν μίαν μόνην ημέραν· την άλλην ετραβήξαμεν και
υπήγαμεν εις το Νεοχώρι, χωρίον, όπου εμείναμεν μίαν άλλην ημέραν· την επιούσαν
αναχωρήσαντες εκείθεν υπήγαμεν εις το χωρίον Παλαμά, και εκείθεν εις την
Αβαρίτσαν, χωρίον, και ακολούθως εις το χωρίον Νταουκλί, όπου εμείναμεν δέκα ημέρας, περιμέναντες όλον αυτό το
διάστημα διά ν’ απεράση εκείθεν ένας πραγματευτής να τον συλλάβωμεν. Αλλ’
επειδή δεν ηδυνήθημεν να πράξωμεν τούτο, καθόσον ο πραγματευτής εκείνος το
έμαθεν και επέστρεψεν οπίσω εις τον Δομοκόν όθεν είχεν αναχωρήσει, απεράσαμεν
εις διάφορα άλλα μέρη, όθεν τέλος πάντων την 29 Αυγούστου εφθάσαμεν εις το
χωρίον Δρανίστα, όπου εμείναμεν εκεί έξω. Το εσπέρας εκείνης της ημέρας μ’
είπεν ο αρχιληστής Καλαμάτας να υπάγωμεν εις το χωρίον μας να το ληστεύσωμεν,
διά να πάρωμεν χρήματα και άλλα πράγματα από τους κατοίκους· εγώ τω είπα τότε,
ότι δεν είναι καλόν να κάμωμεν τούτο, διότι έχω πολλούς συγγενείς και φίλους
εκεί και δεν πρέπει να πάθωσιν ούτοι εξ αιτίας μου· εκείνος θυμώσας τότε, με
είπε, και τι διά το χωρίο σου σε μέλλει, και δια το Μπουλούκι, εννοών τους
συντρόφους μου, δε σε μέλλει; Μ’ ύβρισε λοιπόν και με είπε τότε, παληοβρώμα,
εγώ έχω τόσα χρόνια κλέφτης, και δεν με αντεστάθη κανείς, και θα μου
αντισταθείς εσύ τώρα. Διέταξε λοιπόν τους άλλους συντρόφους και μ’ έπιασαν και
με εξαρμάτωσαν, χωρίς να μου αφήσουν τίποτε, και μάλιστα με προσείχον πολύ,
φοβούμενοι μη πάθουν τίποτε εξ αιτίας μου. Αφού λοιπόν με εξαρμάτωσαν, έμεινα
εγώ μόνος, και επήγα να πέσω να κοιμηθώ εκεί πλησίον, όπου ήτον και ο Καλαμάτας
εγειρμένος· τότε ένας από τους συντρόφους μου ο Κώστας Δάλλης από το χωρίον
Σεγγρέλου του Ελληνικού, έχων την κομπούραν μου παρμένην, μου την επέταξε και
μου είπε, Να ωρέ την κομπούρα σου διότι εγώ δεν ημπορώ να υποφέρω τα δικά μου
άρματα και θα κρατώ και τα ιδικά σου; Επήρα λοιπόν εγώ την κομπούραν μου και
την έβαλα εις το Σιλάχι μου, ήτον δε γεμάτη και με βόλι, και ακολούθως επειδή ο
Ζελιναίος ο ληστής εκοιμάτο πλησίον με τον Καλαμάταν και είχε το σπαθί μου,
επήγα και του το πήρα, διότι το είχε μαζύ με το τουφέκι του ακουμβήσει εις ένα
ντούσκο το δε εδικόν του σπαθί το είχε ζωσμένο κοιμώμενος· επήρα συγχρόνως και
το τουφέκι του Ζελιναίου, το οποίον, ως είπα, είχεν ακουμβήσει εις τον
Ντούσκον. Ιδών λοιπόν εγώ τον Καλαμάταν κοιμώμενον με τον Ζελιναίον, εσκέφτηκα
μόνος μου και είπα· ο ληστής ούτος ο Καλαμάτας έχει ληστεύσει τόσους συγγενείς
μου, να υπάγη τώρα να ληστεύσει και το χωριό μου ολόκληρον, και να είμαι και
εγώ μαζύ του τούτο είναι μεγάλη αμαρτία. απεφάσισα λοιπόν να τον φονεύσω και
διά τούτο σηκώσας την πιστόλαν, υπήγα γάλι γάλι εκεί όπου εκοιμάτο, διότι ήμην
πλησίον του, και ιδών αυτόν κοιμώμενον ανάσκελα, το στήθος δηλονότι εις τα άνω,
και έχοντα το χέρι εις το στήθος του, τον πυροβολώ με την κομπούραν εμπρός εις
το στήθος, και αναχωρώ. Τότε ακούσαντες οι σύντροφοί του όπλον, εσηκώθησαν
άπαντες, και βλέποντες εμέ φεύγοντα, διότι, άμα επυροβόλησα, ανεχώρησα, με
κυνηγούν και με ρίπτουν πέντε έξ τουφέκια, αλλά δεν με επέτυχον. Επειδή όμως
εγώ δεν ήξευρα αν τον εφόνευσα, ή όχι, υπήγα ολίγον παρακάτω, και εκρύφθηκα εις
έν μέρος, διά να ακούσω και μάθω τι εγίνετο. Κεκρυμμένος λοιπόν βλέπω τον
Χαρμπήν ερχόμενον μαζύ με ένα άλλον Αναγνώστην το όνομα (αγνοώ το επώνυμόν του)
οίτινες ακούσαντες εις το χωρίον Δρανίστα, όπερ ήτο πλησίον, τον πυροβολισμόν
έτρεχον να μάθουν τι έτρεχε, επληροφορήθη λοιπόν από τους άλλους κλέφτες ότι
εσκοτώθη ο αρχηγός Καλαμάτας από εμένα· και επήγεν εκεί όπου ήτο φονευμένος διά
να τον ιδή· κατόπιν λοιπόν, ήτοι την πρωΐαν, ίδα εκεί όπου ήμην κρυμμένος δύο
παππάδες, τον ένα έμπροσθεν, και τον άλλον όπισθεν, και τέσσαρας άλλους
κλέφτας, φέροντας εν κραββάτι, εντός του οποίου ήτον, σαβανωμένος μάλιστα ο
Καλαμάτας. Τον υπήγον λοιπόν όλοι οι κλέφταις, και μάλιστα και τινες Αρβανήται,
οίτινες έλαβον γνώσιν του θανάτου του, ιδόντες αυτόν ιδίοις όμμασιν, εις το
χωρίον Δρανίστα, όθεν εγώ δεν ηδυνάμην πλέον να διακρίνω. Την ημέραν λοιπόν
εκείνην, ήτοι την Κυριακήν, αναχωρήσας εγώ από την θέσιν εκείνην, υπήγα εις το
χωρίον μου και ανταμώσας τον πατέρα μου εντός του χωρίου, τω είπον ταύτα πάντα·
ούτος δε ο πατέρας μου τ’ ανέφερεν εις τον Βουλευτήν Καλαμάραν, όστις μοί
παρήγγειλε και υπήγα εις το Βαρυμπόπι, και εκείθεν χθές το πρωΐ απέρασα εις την
Δραμπάλαν, όπου ανέφερον ταύτα πάντα εις τον Λοχαγόν Πετμεζάν, και εκείθεν
ήλθον σήμερον εδώ συνοδευόμενος μ’ ένα στρατιώτην και έναν Λοχίαν εις τον
ενταύθα Αρχηγόν.
Ερ. Τίνες ήσαν μαζύ με τον Καλαμάταν λησταί, αφ’ ότου
ηνώθης σύ μετ’ αυτού;
Απ. Ήσαν, εγώ, 2) ο Μήτσος από την Λιάκουρα, 3) ο
Κόρακας από το Κλονί, 4) Δίπλας από το Γαρδίκι, 5) Νικόλαος Τσούμας από την
Αρτοτίναν, 6) Μήτρος Αλεξίου Γρίβα από
την Αρτοτίναν, 7) Νίκος και 8) Κώστας Ντάλιδες από Σεγγρέλου, 9) ένας εξάδελφος
αυτών Αθανάσιος Τσουμαλάγας, 10) Βασίλειος Χουλιαράς, δεν ηξεύρω πόθεν είναι,
11) Κώστας από το Καρπενήσι, αγνώστου επιθέτου, 12) ο γυναικάδελφος του
Καλαμάτα, Τριαντάφυλλος Χουσμερής, από το Δομοκόν, 13) ένας Παναγιώτης Πατούκης
ψυχογυιός του Καλαμάτα, από Αταλάντην, 14) Νικόλας, όπου έχει ένα αδελφόν εις
τας φυλακάς, από το χωρίον Μακρολείβαδον, ήτοι Ματσούκας, 15) έν παιδί Γιοβάνης
το όνομά του από το Νεοχώριον του Τουρκικού, ήτοι Βαενάς, 16) Γιάννης Ζεληναίος
αρχιληστής, 17) ένα παιδί, Μήτρος το όνομά του από τον Δομοκόν, 18) ένα παιδί
Χρήστος από το Βώλο, τον οποίον ημείς ελέγαμεν Τσιγαρίδα, 19) ένας Χρήστος
Κακατάς, πρώην στρατιώτης, λιποτακτήσας από το Καρπενήσι, διότι ήθελε να κόψη
ένα αξιωματικόν του, 20) Γεώργιος Τρέλλας Βλαχόπουλος, 21) Αθανάσιος, δεν
ηξεύρω πόθεν ήτον, ευρίσκετο όμως πάντοτε μαζύ με τον Τρέλλαν, 22) ένας άλλος
Μήτρος, όστις δεν ημπορούσε να ομιλήση παστρικά τα Ρωμαίϊκα, 23) ένας
Παναγιώτης Ανδρέου από τα χωρία των Αθηνών, 24) ένα άλλο παιδί από το
Καρπενήσι, ονόματι Μήτρος, 25) έν άλλο παιδί, Γιαννιός τούνομα, όμως είναι
Βλάχος και από την επαρχίαν ταύτην της Φθιώτιδος, 26) ένας πατέρας από το
Καρπενήσι, 27) ένας σπανός, του οποίου ούτε το όνομα ούτε το επίθετον γνωρίζω·
άλλοι δύο από το Τουρκικόν ήτοι 28) ο ένας ελέγετο Γεώργιος, και ο άλλος 29)
Αθανάσιος, 30) έν άλλο παιδί Μήτρος Μπαρμπατσάκης, ψυχογυιός του ληστού Μήτρου,
31) ένα άλλο παιδί Μήτρος από τον Βώλον 32) ένας άλλος βασίλειος Αρτεμένος από
το Καρπενήσι, 33) και ένας άλλος Αθανάσιος από το Πλατύστομον.
Ερ. Τίνες εξ αυτών εκοιμώντο μετά του Καλαμάτα, όταν τον
εφόνευσες, και οι άλλοι που ήτο τότε;
Απ. Εκοιμώντο ο Τσούμας, ο Γρίβας ήτοι Δημ. Γριβαλέξης,
ο Δίπλας, ο γυναικάδελφος του Καλαμάτα Τριαντάφυλλος και ο Ζεληναίος, και εγώ,
και οι λοιποί ήσαν εσκορπισμένοι και κοιμώμενοι.
Ερ. Εκοιμάσο σύ πάντοτε μαζύ με τον Καλαμάταν, ή μόνον
εκείνην την εσπέραν, ότε εφονεύθη;
Απ. Οσάκις εκοιμώμεθα, είμεθα όλοι μαζύ, και διεσκορπισμένοι,
εκεί κοντά.
Ερ.. Όταν σ’ εξαρμάτωσεν ο Καλαμάτας δεν σου είπεν ν’
απομακρυνθής από αυτόν και τους συντρόφους του;
Απ. Δεν μου είπε τίποτε, και επερίμενε την πρωΐαν να με
δείρη, και να με σκοτώση.
Ερ. Αφού σε εξαρμάτωσε, πως σου έδωκεν ο σύντροφός σου
την κομπούραν σου;
Απ. Διότι είχον φιλίαν με αυτόν, και εκτός τούτου δεν
ημπορούσεν εκείνος να φέρη και την ιδικήν μου κουμπούραν.
Ερ. Πόσον μακράν σε κατεδίωξαν οι άλλοι λησταί, όταν
εφόνευσες τον Καλαμάταν;
Απ. Ήτον έως μίαν τουφεκιάν τόπον, και ήτον μάλιστα και
λάκκα, επίπεδον.
Ερ. Εφ’ όσον καιρόν ήσουν με την συμμορίαν ταύτην, τίνας
ληστείας επράξατε;
Απ. Δεν εκάμαμεν τίποτε, διότι υπήγαμεν εις την
Ομβριακήν διά να πάρωμεν κανένα να βγάλωμεν χρήματα, και δεν ημπορέσαμεν,
ωσαύτως υπήγαμεν και εις το χωρίον Νταουκλί διά να πιάσωμεν δύο Παππαδόπουλα,
αλλά και εκεί δεν ημπορέσαμεν να κάμωμεν τίποτε· ύστερον υπήγαν ο Ζεληναίος με τον
γυναικάδελφον του Καλαμάτα και ένα άλλον ακόμη να συλλάβουν ένα έμπορον από τον
Δομοκόν, αλλ’ αντί τούτου εκτύπησαν ένα άλλον Δομοκίτην.
Ερ. Κάποιος Χαρμπής, τι ήτον, και αν είχε φίλον τον
Καλαμάταν.
Απ. Αυτός ήτο πρότερον ληστής, και είχε μεγάλας φιλίας
με τον Καλαμάταν.
Ερ. Κατηγορείσαι ότι από του Ιουνίου ε.ε. ενωθείς, ως
εξέθεσες ανωτέρω, μετά του ληστάρχου Καλαμάτα και της συμμορίας αυτού, επράξατε
από της εποχής εκείνης διαφόρους ληστείας, τι απολογείσαι;
Απ. Ημείς καθ’ όλον αυτόν τον χρόνον δεν επράξαμεν
κανένα, επομένως ουδέ ληστείαν καμμίαν επράξαμεν.
Ερ. Ηξεύρεις άλλο τι και γράμματα;
Απ. Όχι.
Αναγνωσθείσα
η παρούσα, υπεγράφη παρ’ ημών μόνον, ως αγραμμάτου του εξετασθέντος.
Ο
Αντεισαγγελεύς
Ν.Παρασκευόπουλος
|
Ο Δικαστ.
Υπογραμματεύς
Ιω.
Κυριμόπουλος
|
Αυθωρεί
εξετάσθη κατά προσθήκην ως ακολούθως.
Ερ. Οποία ήτον η θέσις όπου εκοιμάτο ο φονευθείς
Καλαμάτας, λάκκα, δηλονότι, λόγγος, κλαδιά, ή άλλο τι;
Απ. Ήτο λόγγος με Ντούσκα*.
Ερ. Ήτο δρόμος πλησίον ή απόκεντρον;
Απ. Ήτο πλησίον εις τον δρόμον έως έξ αδρασκελιαίς.
Ερ. Πώς ετολμήσατε σείς λησταί καταδιωκόμενοι, να
κοιμηθήτε εις τοιαύτην θέσιν;
Απ. Δεν είχαμε φόβον, διότι εκαθήσαμεν εκεί προσωρινώς
διά να ξαναποστάσωμεν, περιμένοντες τους άλλους συντρόφους μας, οίτινες υπήγον
να πάρουν σφακτά.
Ερ. Οποία ώρα ήτον, όταν εφόνευσες τον Καλαμάταν;
Απ. Έως τρείς ώρας νύκτα Τουρκιστί, ήτοι μετά την δύσιν
του ηλίου, αλλά εις τας δύο ώρας Τουρκιστί υπήγαμεν εις την θέσιν εκείνην·
εγνωρίζαμεν δε και την ώραν, διότι πολλοί των συντρόφων μας είχον ωρολόγια.
Ερ. Πώς ήτο δυνατόν σείς να υπάγετε εις τας δύο ώρας εις
το μέρος εκείνο, και μετά μίαν ώραν να κοιμηθήτε και να φονεύσης συγχρόνως τον
Καλαμάταν;
Απ. Εκοιμηθήκαμεν ολίγον περιμένοντες τους άλλους
συντρόφους.
Ο
Αντεισαγγελεύς
Ν.Παρασκευόπουλος
|
Ο Δικαστ.
Υπογραμματεύς
Ιω. Ζ.
Κυριμόπουλος
|
[ΑΥΕ,
1853/4/1, αντίγραφο από τα πρακτικά της ανακρίσεως, λαμία, 8 Νοεμ. 1853] »
*
Ντούσκα σημαίνει δάσος με βελανιδιές.
ΠΗΓΕΣ
1)
Προφορική μαρτυρία κ. Αναστασίου Παπανικολάου.
2)
ΙωάννουΕ. Κολιόπουλου, Περί λύχνων αφάς. Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος
αι.) Θεσσαλονίκη 1994, Εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ (σελίδες 396-403).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου