Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

Οι μαθητές της Α΄ τάξης του Δημοτικού σχολείου Στυλίδας το 1908

  
Στην εβδομαδιαία περιοδική έκδοση «Η ΑΛΗΘΕΙΑ» του έτους 1908, που εξέδιδε στην Αθήνα ο δημοσιογράφος Ευάγγελος Ν. Λαχανοκάρδης, δημοσιεύθηκε φωτογραφία των μαθητών και των δύο δημοδιδασκάλων τους της Α΄ τάξης του Δημοτικού σχολείου Στυλίδας (για την ίδρυση του Δημοτικού σχολείου Στυλίδας το 1837 βλέπε την ανάρτηση: Περί ιδρύσεως Δημοτικού Σχολείου στη Στυλίδα).
Η φωτογραφία φέρει τον τίτλο «ΕΛΠΙΔΕΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ». Κάτω από τη φωτογραφία αναγράφεται «Οι μαθηταί του εν Στυλίδι δημοτικού Σχολείου (1η τάξις) με τους δημοδιδασκάλους των κ.κ. Χορμόβαν (διευθυντήν) και Χαρ. Πολυζώην.». Απεικονίζονται οι 52 μαθητές της τάξης, οι δύο δημοδιδάσκαλοί τους και σε πρώτο πλάνο ένας σκύλος. Στο κέντρο των ορθίων ένας μαθητής κρατάει τη σημαία.
Στην επετηρίδα δημοτικής εκπαίδευσης του σχολικού έτους 1901-1902 καταγράφονται τα ονοματεπώνυμα των δημοδιδασκάλων του Δημοτικού σχολείου Στυλίδας ως εξής:
«......
2) Δήμος Φαλάρων
Στυλίς
Αρρένων: Ν.Ευθυμίου, Κ.Χορμόβας.
Θηλέων: Μ.Κωνσταντίνου.
Δεν καταγράφεται ο Χαρ. Πολυζώης, προφανώς γιατί δεν υπηρετούσε το 1901-1902 στο Δημοτικό σχολείο Στυλίδας.
Η φωτογράφιση μάλλον πραγματοποιήθηκε μετά από κάποια εορτή, ίσως της 25ης Μαρτίου. Η καμινάδα, δεξιά στη φωτογραφία, ανήκει στο βιομηχανικό συγκρότημα του Κ.Π.Αγαθοκλή (βλέπε Εικ.1 της ανάρτησης: Οδηγός της Λαμίας του 1875 και το βιομηχανικό συγκρότημα «Η Φθιώτις» του «Κ.Π.Αγαθοκλής και Σία» στη Στυλίδα).
 
ΠΗΓΗ 
Περιοδική έκδοση Η ΑΛΗΘΕΙΑ - Έτος Β΄, Περίοδος Β΄, Αριθμός 204-32, 10 Αυγούστου 1908, σελίδα 262.
 


Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

Το έργο του δημάρχου Λαμίας Αριστείδη Στ. Σκληβανιώτη μέσα από τις σελίδες της περιοδικής έκδοσης «ΕΘΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ»

 
Εικ.1. Ο δήμαρχος Λαμίας Αριστείδης Στ. Σκληβανιώτης (1840-1901) (Πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΙΒ΄ (1897), Εν Αθήναις 1897, σελίδα 131).
 
Στο κεφάλαιο «ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ» της περιοδικής έκδοσης «Εθνικόν Ημερολόγιον», έτος ΙΒ΄(1897), δημοσιεύθηκε κείμενο του εκδότη Κωνσταντίνου Φ. Σκόκου που αναφέρεται στον δήμαρχο Λαμίας Αριστείδη Στ. Σκληβανιώτη (1840-1901) (Εικ.1). Διετέλεσε δήμαρχος τα έτη 1883-1887, 1891-1895 και 1895-1899.
Το κείμενο αποτελεί ύμνο προς το πρόσωπο του δημάρχου, επισημαίνοντας τη μεγάλη προσφορά του στην πόλη της Λαμίας. Αναφέρει ένα προς ένα τα έργα και τον προβάλλει ως πρότυπο δημάρχου και για τους υπόλοιπους δημάρχους του Ελληνικού βασιλείου.
Ειδικότερα, στο κείμενο αναφέρονται τα εξής:
«ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΣΤ. ΣΚΛΗΒΑΝΙΩΤΗΣ
ΔΗΜΑΡΧΟΣ Λαμίας. Ο προοδευτικώτερος και δραστηριώτερος των δημάρχων του ελληνικού Βασιλείου. Το μαρτυρούν τα αλλεπάλληλα τεχνικά και εξωραϊστικά έργα, δι’ ών η επίμονος πρωτοβουλία του επροίκισε τον τόπον, ού προΐσταται από δωδεκαετίας ήδη. Οι λαμιείς τον λατρεύουν, τον ευγνωμονούν, τον θεωρούν αληθές σέμνωμα. Η Ελλάς θα ήτο δεκάκις μάλλον εκπολιτισμένη, αν είχε τοιούτους δημάρχους. Ανήγειρε ναούς, ίδρυσε σχολεία, κατεσκεύασε γεφύρας, εχάραξε και εδενδροφύτευσεν οδούς και πλατείας, κατεσκεύασε κρήνας και υδραγωγεία, εξεύρε και εξεμεταλλεύθη πηγάς ποσίμου ύδατος, και εν γένει εξωράϊσεν, εκαλλώπισεν, εξυγίανεν, ευηργέτησε τον δήμον του, τα χωρία, την πόλιν της Λαμίας, ήν, τέως νοσώδη, κατέστησε μίαν των υγιεινοτέρων και επιφθόνων. Θα απησχολούμεν πολλάς σελίδας του Ημερολογίου, αν ηριθμούμεν έν προς έν τα κοινωφελή και λαμπρά έργα του μοναδικού τούτου δημάρχου. Και τί δεν έκαμε; Και εις τί καθυστέρησε; Και ποίαν ανάγκην τοπικήν δεν εθεράπευσεν; Και ποίον χωρίον της περιφερείας του δεν επλουτίσθη με γεφύρας, με δρόμους, με ναούς, με σχολεία; Και μήπως ό,τι κέκτηται, δι’ ό,τι σεμνύνεται σήμερον η Λαμία, δεν οφείλεται εις τον θαυμάσιον δήμαρχόν της; Αυτός εδενδροφύτευσεν δι’ ελαιών την από Λαμίας εις Στυλίδα άγουσα και τον υπερκείμενον λόφον της Ακρολαμίας διά θαλερών πεύκων. Αυτός ερρυμοτόμησε την πόλιν και ισοπέδωσε και εσκιρρόστρωσε τούς άλλοτε αγρίους δρόμους της· αυτός κατεσκεύασεν υπονόμους και οχετούς και πεζοδρόμια και ρείθρα· αυτός εδημιούργησε και διεμόρφωσε τάς τρείς της πόλεως πλατείας Ερμού, Ομονοίας και Διάκου· αυτός εθεμελίωσε την βάσιν εφ’ ής στηθήσεται ο ανδριάς του Διάκου· αυτός εβελτίωσε τον φωτισμόν της πόλεως αυτός έθηκε και εφήρμοσεν όρους καθαριότητος ζηλωτής, υγιεινής, καλισθησίας, τάξεως, ευπρεπίας, ευζωΐας απαραμίλλου.
Αλλ’ εκείνο κατ’ εξοχήν το οποίον αποτελεί την κορωνίδα των επί της δημαρχίας του συντελεσθέντων έργων, είνε το σιδηρούν υδραγωγείον της πόλεως και η μεγάλη κάτωθι των πηγών αυτού δεξαμενή, δι’ ών διωχέτευσεν ύδωρ άφθονον, ψυχρόν, διαυγές και υγιεινότατον, λυτρώσας τούς κατοίκους της μάστιγος των πυρετών και των ενδημούντων μιασμάτων και απαλλάξας αυτούς της ανηλεούς τέως φορολογίας, ήν απέτιον εις ιατρούς και φάρμακα. Τούτο και μόνον το λαμπρόν έργον θα ήρκει να κατακτήση εσαεί την ευγνωμοσύνην και την λατρείαν των συνδημοτών του, οίτινες και ευλογούσι το όνομά του. Και όλα αυτά χωρίς να διασαλεύση, τουναντίον κατορθώσας να διαρρυθμίση τα οικονομικά του δήμου, τα οποία δεν εύρεν άλλως τε εις ανθηράν κατάστασιν, άτε απορροφώμενα κατά μέγα μέρος υπό του Δημοσίου ανωφελώς υπέρ της δημοτικής δήθεν εκπαιδεύσεως και της στρατιωτικής αστυνομίας.
Και συλλογιζόμεθα οποίαν όψιν πεπολιτισμένης και ζηλευτής χώρας θα είχεν η Ελλάς, αν ηδύνατο να επιδείξη ολίγους έτι άνδρας ως τον Σκληβανιώτην, όστις αναντιρρήτως δέον να θεωρηθή ως το ιδεώδες του δημάρχου.
Δια τούτο μεθ’ υπερηφανείας γνωρίζομεν εις τούς απανταχού αναγνώστας του Ημερολογίου την συμπαθεστάτην και νοήμονα φυσιογνωμίαν του αγαπητού ανδρός, όπως ούτω δεχθή και του πανελληνίου τα ειλικρινή και οφειλόμενα συγχαρητήρια.
                                                                                                                           Κ.  Φ.  Σκ.»
 
ΠΗΓΗ
Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΙΒ΄ (1897), Εν Αθήναις 1897, σελίδες 131-132.
 
 
 
 
 
 

Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

«ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ», του Αγαθοκλή Γ. Κωνσταντινίδη

Στην περιοδική έκδοση «Εθνικόν Ημερολόγιον» του έτους 1913 που εξέδιδε ο Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, δημοσιεύθηκε λογοτεχνικό κείμενο του Αγαθοκλή Γ. Κωνσταντινίδη με τίτλο «ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΉΜΑΤΑ».
Η υπόθεση διαδραματίζεται τον Ιούλιο του 1881 στη στάνη του τσέλιγκα κυρ Μήτσου λίγο πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό βασίλειο, βάσει της συμφωνίας της Κωνσταντινουπόλεως. Η στάνη βρισκόταν κοντά στην τότε συνοριακή γραμμή που χώριζε το Ελληνικό βασίλειο από την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Κεντρικό πρόσωπο στο κείμενο είναι ο δεκανέας σιτιστής του 2ου λόχου του 9ου τάγματος που είχε κατασκηνώσει στο δάσος της Μάκρυσης (σήμερα Μάκρη). Ο λόχος κατασκεύαζε δρόμο στα υψώματα της Μοχλούκας, από τον οποίο θα διέρχονταν ο ελληνικός στρατός για να εισέλθει στη Θεσσαλία.
Ο δεκανέας κάθε πρωΐ μετέβαινε σε μία στάνη, όπου του προσφερόταν γάλα και τυρί για πρόγευμα. Εκεί γνωρίστηκε με την οικογένεια του τσέλιγκα. Μία ημέρα είδε αναπάντεχα τη μικρή κόρη του τσέλιγκα να προβάλλει το κεφάλι της στην πόρτα της καλύβας. Η κόρη ήταν σε ηλικία γάμου και η σκέψη του δεκανέα, από τη στιγμή που την είδε, δεν έφευγε από κοντά της όλη την ημέρα.
Όταν ξημέρωσε η επόμενη ημέρα που ήταν Κυριακή, ο δεκανέας μετέβη πρωΐ-πρωΐ στη στάνη με τη σκέψη του στην κόρη. Όλο το προηγούμενο βράδυ τη σκεφτόταν. Όταν έφτασε, είδε τον τσέλιγκα με δύο επισκέπτες του να φορούν τις γιορτινές τους φουστανέλες και να συζητούν. Ο πρώτος επισκέπτης ήταν 50-55 ετών και ο δεύτερος 22-23. Ο νεότερος κάθε τόσο έστρεφε το βλέμμα του στην πόρτα της καλύβας, όπου χτες είχε εμφανιστεί η κόρη. Ο δεκανέας υπέθεσε ότι ο τσέλιγκας δέχτηκε συνοικέσιο για την κόρη του και προφασιζόμενος εργασία αποχώρησε τελείως απογοητευμένος. Πριν φύγει, ο τσέλιγκας τον προσκάλεσε να έρθει αύριο για να παρακολουθήσει «τους γάμους». Στην ερώτησή του «ποιος παντρεύεται» ο τσέλιγκας του είπε «έλα αύριο και θα το μάθης». Ο δεκανέας έφυγε στον κατήφορο «συντετριμμένος».
Την άλλη ημέρα με βαριά καρδιά ο δεκανέας ανέβηκε στη στάνη. Από μακρυά άκουσε κρότους και νόμισε ότι ήταν οι ήχοι των νταουλιών. Έκανε όμως λάθος. Όταν έφτασε, διαπίστωσε με μεγάλη έκπληξη ότι δεν είχε γίνει καμία προετοιμασία γάμου. Πλησίασε τον τσέλιγκα με απορία. Παρατήρησε ότι ο τσέλιγκας είχε στραμμένο το βλέμμα του σε δύο χωριστές μάνδρες. Στη μία υπήρχαν 50 περίπου πελώριοι άγριοι τράγοι και στην άλλη περισσότερες από 400 γίδες. Ο τσέλιγκας έδωσε την εντολή «Άνοιξε» σε έναν γέροντα βοσκό κι εκείνος άνοιξε την πόρτα που συνέδεε τις δύο μάνδρες. Οι τράγοι όρμησαν προς τη μάνδρα που βρισκόταν οι γίδες και ο τσέλιγκας ξεκαρδισμένος στα γέλια είπε στο δεκανέα «πάμε τώρα να πιούμε τα καλορίζικα».
Ο Αγαθοκλής Γ. Κωνσταντινίδης έγραψε αυτό το λογοτεχνικό κείμενο στον Πειραιά το 1912, πολλά χρόνια αργότερα από τη χρονιά που διαδραματίσθηκε η υπόθεσή του.
Ακολουθεί η αναδημοσίευση του κειμένου:
 
«ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ*
(ΠΑΛΑΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ)
Τούτο συνέβη ένα-ενάμισυ μήνα πρό της καταλήψεως της Θεσσαλίας κατά το σωτήριον έτος 1881. Το 9ον πεζικόν τάγμα, με δύναμιν 1800 ανδρών ήτο κατεσκηνωμένον εις το δάσος της Μάκρυσης, εις την Φθιώτιδα.
Ο Β΄ λόχος, του οποίου είχα την τιμήν να είμαι τότε δεκανεύς, έλαβε διαταγήν ένα πρωΐ του Ιουλίου να μεταβή εις Μοχλούκαν, προς κατασκευήν στρατιωτικής οδού, διά της οποίας έμελλε να διέλθη μέρος του καθ’ όλην Φθιώτιδα εστρατοπεδευμένου και διά την κατάληψιν της Θεσσαλίας προωρισμένου ελληνικού στρατού.
Διορισθείς προσωρινώς σιτιστής του αποσπάσματος, ηκολούθησα τον λόχον εις τα υψώματα της Μοχλούκας και ανέλαβον τα καθήκοντά μου, τα οποία, τα οποία συνίσταντο εις την ημέραν παρ’ ημέραν διανομήν του άρτου εις τούς άνδρας, εις την καταγραφήν των ημερομισθίων των εργαζομένων και εις την τήρησιν της αλληλογραφίας μεταξύ του διοικούντος το απόσπασμα και του διοικητού του λόχου μας, όντος και υποδιοικητού του τάγματος.
Η εργασία αυτή με απησχόλει μίαν ώραν το πρωΐ και μίαν το βράδυ, ότε εσχόλαζον οι άνδρες. Και το πρωΐ μέν μετέβαινον εις την μίαν ώραν απέχουσαν επί των συνόρων στάνην, όπου έκαμνα το πρόγευμά μου με παχύτατον γάλα και νωπόν τυρόν θαυμάσιον, το απόγευμα δε ραχάτι υπό την σκηνήν.
Εικ.1. «Ο τσέλιγκας της στάνης». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 167).
Ο Τσέλιγκας της στάνης κύρ Μήτσος με υπεδέχετο πάντοτε με εξαιρετικήν φιλοφρόνησιν. Ήτον ένας σαρανταπεντάρης άνδρας ηλιοκαμένος, ευκίνητος και στιβαρός, με αιώνιον χαμόγελον εις τα χείλη. Ήτον οικογενειάρχης και κατοικούσεν εις μίαν καλύβην σχετικώς ευπρεπή. Μόλις μ’ έβλεπε πλησιάζοντα, ήθελε διατάξει να μου ετοιμάσουν το γάλα και υπό σκιάν μιάς πευκοφύλλου πεύκης απελάμβανον της ωραίας θέας της πεδιάδος του Σπερχειού, που ανοίγετο εμπρός μου πανοραμικώς. Ήτον η Τρίτη ημέρα, που επισκεπτόμην την στάνην και, εκτός δύο μικρών αγοριών πού έπαιζαν τριγύρω εκεί, και της γυναίκας του τσέλιγκα – μιάς γυναίκας ισχνής και ασθενικής, άλλον κανένα δεν είχα έως τότε παρατηρήσει.
Ο κύρ Μήτσος ο τσέλιγκας είχε κατηφορίσει προς τον κάμπον και εχάθη μέσα εις τον πυκνόν λόγγον, η δε γυναίκα του επήρε την στάμναν και ετράβηξε κατά την πλαγιάν διά κἄποιαν δροσεράν βρυσούλαν, κρυμμένην, ποιος ξεύρει, σε ποιάν χαράδραν.
Είχα απομείνει μόνος και, καθισμένος επάνω εις μίαν πέτραν, είχα προσηλώσει το βλέμμα εις την πεδιάδα, όταν έξαφνα από την θύραν της καλύβης βλέπω να προβάλη δειλά-δειλά ένα κεφαλάκι κορασίδος 16-17 χρόνων, με δύο λαμπερά, ένοχα και φοβισμένα μάτια, πού μ’ εκύτταζαν με μεγάλην περιέργειαν. Δεν επρόφθασα καλά-καλά να το αντιληφθώ, και το κεφαλάκι εκείνο απεσύρθη αποτόμως και διά μιάς. Ήτο στιγμιαία η εμφάνισις, αλλά αρκετή, ώστε να μού προξενήση κποιαν ταραχήν. Δεν είναι δυνατόν το κεφαλάκι αυτό να μη ξαναπροβάλη, είπα μέσα μου, και προσήλωσα το βλέμμα μου προς το μέρος τής θύρας, γεμάτος από περιέργειαν και προσδοκίαν.
Ήτο θαλπερά η πρωΐα εκείνη του Αυγούστου. Μία αδιατάρακτος ηρεμία εβασίλευε πέριξ, διακοπτομένη από τον βόμβον των εντόμων και κἄπου- κἄπου από τον κρότον πελέκεως κἄποιου υλοτόμου εις την απέναντι κατάφυτον πλαγιάν του βουνού. Ώρα και τόπος, διαθέτοντες εις ερωτικάς σκέψεις. Να, μία σκηνή ειδυλλίου. Μία βοσκοπούλα ερωτευμένη με ένα άγνωστον εις αυτήν νέον· ερωτικαί διαχύσεις, τρυφεροί εναγκαλισμοί, φιλήματα φλογίζοντα . . .  Τα περαιτέρω ποιος τα συλλογίζεται.
Η λογική απήτει να μην κινηθώ από την θέσιν μου και να αναμένω το αποτέλεσμα της πρώτης μου σκέψεως. Επέρασε ένα τέταρτον της ώρας οχληροτάτης και ματαίας αναμονής. Διά να την προκαλέσω να ξαναπροβάλη, εσκέφθην να κάμνω κἄποιον θόρυβον, τάχα ότι ετοιμάζομαι να φύγω και έβαλα ευθύς εις πράξιν την σκέψιν μου. Δεν είχα προχωρήσει τρία βήματα και εστράφην αποτόμως διά να ιδώ αν επέτυχε το τέχνασμά μου. Η κορασίς είχε προβάλει από την θύραν το ωραίον της κεφαλάκι και το φουσκωμένον στήθος της, σκυμένη σχεδόν και συγκρατουμένη με τά δυό της τα χέρια από τον παραστάτην της θύρας. Καθώς ήτον ούτω πως προς την διεύθυνσίν μου εστραμμένη, ένας ολόξανθος χονδρός πλόκαμος είχε κρεμασθή από την κεφαλήν της. Μόλις όμως με είδε στρεφόμενον, απεσύρθη παραχρήμα και έκλεισε μετά κρότου την θύραν . . .
Εικ.2. «...Όταν έξαφνα από την θύραν της καλύβης βλέπω να προβάλη δειλά-δειλά ένα κεφαλάκι κορασίδος...». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 168).
 
*
* *
Θα είναι ψέματα αν ειπώ, ότι την ημέραν εκείνην και ολόκληρον την νύκταν ήμην ήσυχος. Ο πόθος και η ανυπομονησία να την ξαναϊδώ την επαύριον μ’ εκρατούσαν εις διαρκή ταραχήν. Βεβαίως θα ήτο κόρη του τσέλιγκα. Την εφανταζόμην ένα αιθέριον, αγγελόμορφον πλάσμα την βοσκοπούλαν αυτήν, μια νεράϊδαν του βουνού, και τέτοια πρέπει να ήτον, αφού χωρίς καλά-καλά να την ιδώ, με είχε τόσον μαγεύσει.
Πρωΐ-πρωΐ λοιπόν επήρα τον δρόμον διά την στάνην, όπου έφθασα με ένα φοβερό καρδιοκτύπι. Θα την ξαναϊδώ τάχα; Θα ήμην ευχαριστημένος και μόνο αν την έβλεπα. Το να κατορθώσω να της ομιλήσω, το άφινα πλέον εις τον καιρόν. Κάποια ευκαιρία προς τούτο δεν ημπορούσε παρά να παρουσιασθή.
Ευρήκα εις την στάνην τον τσέλιγκα Μήτσον και δύο άλλους φουστανελλοφόρους, που πρώτην φοράν τους έβλεπα. Ο ένας ήτον ηλικίας 50-55 ετών· ο άλλος, νέος λεβέντης 22-23 ετών.
Εικ.3. «...Εκάθηντο και οι τρείς κάτω από το σκεπαστό της καλύβης...». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 169).
Από της ομοιότητος εσυμπέρανα ότι ο δεύτερος ήτο υιός του πρώτου. Ήτον ημέρα Κυριακή κ’ εφορούσαν τα εορτινά των. Εκάθηντο και οι τρείς κάτω από το σκεπαστό της καλύβης και, άμα με είδαν, επροσηκώθησαν και μ’ εχαιρέτησαν. Εκάθησα μαζί των, έκαμα το συνειθισμένον πρόγευμά μου, αλλά ο νούς μου και το βλέμμα μου ήσαν αδιακόπως προσηλωμένα εις την θύραν της καλύβης.
Ταυτοχρόνως όμως αντελήφθην κἄτι λαθραία βλέμματα του νέου προς το αυτό σημείον που έβλεπα κ’ εγώ και κἄποιαν ανησυχίαν εις την μορφήν του. Εις την ομιλίαν των δύο ποιμένων δεν είχεν αναμιχθή ο νέος καθόλου· εκάθητο παράμερα και προς τα έξω του σκεπαστού ούτως, ώστε η ράχις του επυρπολείτο από τον ήλιον. Ευρίσκετο όμως απέναντι και πλαγίως της θύρας της καλύβης και εις στάσιν αναμονής. Εις κάθε κρότον βημάτων εντός της καλύβης, τον συνελάμβαν ταρασσόμενον ζωηρώς·επροσηκώνετο μάλιστα από την πέτραν που εκάθητο, ακουμβημένος εις την γκλίτσαν του. Δεν μου έμεινεν αμφιβολία πλέον, ότι κάποιου την εμφάνισιν ανέμενε, διότι η λαχτάρα ήτο ζωγραφισμένη εις το πρόσωπόν του, και ότι αυτός ο κἄποιος δεν ημπορούσε να είναι άλλος από την ωραίαν βοσκοπούλαν.
Ένα πελώριον κύμα ταραχής ησθάνθην να κυλισθή μέσα εις τα στήθη μου την στιγμήν εκείνην και είδα διαμιάς κατακρημνισθέντα τον πύργον των ονείρων, που είχα οικοδομίσει εις την φαντασίαν μου.
Ο νέος αυτός λεβέντης, δεν είναι παράδοξον να είναι επίδοξος μνηστήρ της ωραίας ποιμενίδος, και η επίσκεψις των δύο ποιμένων εις την στάνην του Μήτσου άλλον σκοπόν δεν έχει παρά την διαπραγμάτευσιν συνοικεσίου. Εθεώρησα λοιπόν απαραίτητον την απομάκρυνσίν μου και με οδύνην εις την ψυχήν, εσηκώθην να φύγω.
-Γιατί τόσο νωρίς, κύρ δεκανέα; Ηρώτησεν έκπληκτος ο τσέλιγκας Μήτσος.
Εγώ επροφασίσθην εργασίαν, απεχαιρέτησα και επροχώρησα να φύγω. Ο τσέλιγκας μ’ ηκολούθησε, με κατέφθασε και θέσας επί του ώμου μου την στιβαράν του παλάμην μου είπε χαμεγελών:
-Νἄρθης αύριον πρωΐ ποὔχομε γάμους! Να μην το ξεχάσης, τ’ ακούς;
-Και ποιος παντρεύεται; ηρώτησα ξεψυχυσμένα.
-Έλα αύριο και θα το μάθης.
 
*
* *
Επήρα τον κατήφορον συντετριμμένος. Μέχρις εκείνης της στιγμής δεν ειμπορούσα να λογοδοτήσω εις τον εαυτόν μου διατί έπασχα τόσον. Ποία υπήρξεν η αφετηρία όλης αυτής της ταραχής, που έκαμνε την ψυχήν μου να υποφέρη τόσον; Εκάθησα κάτω από μίαν πεύκην και ανεπόλησα την εξέλιξιν των συμβάντων και εύρισκον ότι ήτο μωρία να θέλω να καταγνώσω εις τον εαυτόν μου έρωτα προς μίαν κόρην, που καλά-καλά δεν την γνωρίζω. Ευθύς αμέσως όμως μου παρουσιάζετο εκείνο το ζευγάρι των λαμπερών και φοβισμένων ματιών της κόρης και ησθανόμην εις τα μύχια της καρδιάς μου τα οξέα κεντήματά των.
Κάθε αμφιβολία μου με την πρόσκλησιν του τσέλιγκα είχε διασκεδασθή πλέον και ήμην έτοιμος να υποκύψω εις την μοίραν μου. Είχα αποφασίσει να μη μεταβώ εις τούς γάμους εκείνης, η οποία τόσην τρικυμίαν διήγειρεν εις την ψυχήν μου· εν τούτοις την επαύριον, μετά την διανομήν του άρτου εις τούς άνδρας, χωρίς να το αντιληφθώ καλά-καλά, ευρέθην εις τα μισά της εις την στάνην αγούσης ατραπού.
Ησθανόμην κρότους εις τ’ αυτιά μου και το απέδωσα εις τον απομακρυσμένον κρότον των νταουλιών διά την τελετήν των γάμων.
Με κατάπληξιν όμως είδα, όταν έφτασα εις την στάνην, ότι καμμία προετοιμασία δεν είχε γίνει. Ο Μήτσος, με την καθημερινήν του φουστανέλλαν, στηρίζων το πηγούνι εις την μακράν γλίτσαν του, εστέκετο επάνω εις ένα κοτρώνι και παρετήρει τα μέσα εις περιφραγμένον περίβολον μανδρισμένα γίδια του.
Δεν είξευρα τί να υποθέσω με την κατάστασιν που έβλεπα τον κύρ Μήτσον, πάν άλλο ή εορτάσιμον. Μέσα εις την παραζάλην μου δεν θα ήκουσα ίσως καλά τί μου είπε χθές, διελογίσθην.
Τον επλησίασα, τον εκαλημέρισα και του εξέφρασα την απορίαν μου.
 Εικ.4. «-Μη βιάζεσαι, μου είπε, τώρα θα ιδής και τούς γάμους...». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 171).
-Μην βιάζεσαι, μου είπε· τώρα θα ιδής και τούς γάμους.
Σταθείς σιμά του, έβλεπα κ’ εγώ μηχανικώς προς το μέρος της μάνδρας, πού έβλεπε και ο τσέλιγκας Μήτσος και παρετήρησα δύο διαμερίσματα μανδρωμένα. Εις το ένα ήσαν καμμιά πενηνταριά πελώριοι και άγριοι τράγοι· εις το άλλο τετρακόσιαι και πλέον αίγες. Τα δύο αυτά διαμερίσματα συνεκοινώνουν μεταξύ των διά θύρας σκεπαστής άνωθεν με κλάδους. Παρά την θύραν εστέκετο ένας γέρων βοσκός, όστις είχε τα βλέμματά του εστραμμένα προς το μέρος πού εστεκόμεθα εγώ με τον τσέλιγκαν.
Είχα αποστρέψει προς στιγμήν το πρόσωπον εκ περιεργείας, μήπως θα έβλεπα ίσως ερχομένην την συνοδίαν του γαμβρού ή άλλο τι προμήνυμα γαμηλίου πομπής, όταν έξαφνα ακούω την φωνήν του τσέλιγκα απευθυνομένην προς τον γέροντα βοσκόν:
-Άνοιξε.
Θόρυβος δαιμονιώδης επηκολούθησε την κραυγήν ταύτην του τσέλιγκα, βρυχηθμοί σπαρακτικοί ηκούσθησαν από το διαμέρισμα των τράγων, οι οποίοι, με το άνοιγμα της θύρας, εξώρμησαν ακατάσχετοι προς το διαμέρισμα των αιγών . . .
-Πάμε τώρα να πιούμε τα καλορροίζικα, είπε, ξεκαρδισμένος στα γέλια, ο τσέλιγκας.
(Πειραιεύς, 1912).

ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

*Τα παρατιθέμενα σκίτσα εκαλλιτεχνήθησαν υπό του εν Βελγίω εκπαιδευομένου υιού του συγγραφέως, του νεαρού κ.Γ.Αγαθ.Κωνσταντινίδου, γνωστού εις τούς ημετέρους αναγνώστας διά τάς χαριεστάτας γελοιογραφίας του, δι’ ών εκόσμησε πολλάκις, μικρός έτι παίς, τάς σελίδας του Ημερολογίου.»
ΠΗΓΗ
 Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον» Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδες 166-172.

 
 

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Ιωάννης Σανήλος: ένας τραυματίας έφεδρος ανθυπολοχαγός στη μάχη της Ταράτσας το 1897

Στην περιοδική έκδοση «Ποικίλη Στοά» του έτους 1899 δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο «ΣΕΛΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ». Το άρθρο αναφέρεται στην τελευταία μάχη που δόθηκε κατά τον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στην Ταράτσα της Λαμίας και στον τραυματισμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού Ιωάννη Σανήλου (Εικ.1).
 
Εικ.1. Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Σανήλος από την Ανδρίτσαινα Ηλείας. Στο στήθος φέρει παράσημο που του απονεμήθηκε, λόγω τραυματισμού στη μάχη της Ταράτσας (πηγή: περιοδική έκδοση «Ποικίλη Στοά» Έτος ΙΔ΄ (1899), Μέρος Β΄, σελίδα 465).

Ο Ιωάννης Σανήλος ήταν διδάκτορας της Νομικής σχολής της Αθήνας και καταγόταν από την Ανδρίτσαινα Ηλείας. Σύμφωνα με το άρθρο, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή και πυροβολώντας με το όπλο φονευμένου στρατιώτη, δέχθηκε στο στήθος του σφαίρα από τουρκικό όπλο μάουζερ. Μεταφέρθηκε με διαμπερές τραύμα στα μετόπισθεν. Μετά από δύο μήνες, το καλοκαίρι του 1897, ανάρρωσε.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κείμενο:
«....Ο Ήλιος είχε δύσει. Αι σάλπιγγες εσήμαινον την παύσιν του πυρός και αι ερυθραί σημαίαι της ανακωχής εκυμάτισαν εκατέρωθεν. Η Λαμία είχε σωθεί από τον σίδηρον του κατακτητού. Από ένα λόφον της Ταράτσας κατέβαινε βραδέως μικρόν απόσπασμα στρατιωτών φέρον αναίσθητον επί των όπλων του τον έφεδρον αξιωματικόν Ιωάννην Σανήλον κολυμβώντα εις το αίμα του. Πολεμών όρθιος εις την πρώτην γραμμήν διά του όπλου φονευθέντος στρατιώτου, είχε δεχθή σφαίρα μάουζερ εις τα στήθη η οποία τα διαπέρασε.
.... μετά δίμηνον νοσηλείαν, επανήλθεν εις την ζωήν, φέρων εις τα ευγενή στήθη του παράσημον ανεκτίμητον από εκείνα τα οποία λαμβάνουν οι αληθείς ήρωες του καθήκοντος επί του πεδίου της μάχης από τάς χείρας του εχθρού.»
 
Ακολουθεί η αναδημοσίευση του άρθρου:
«ΣΕΛΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ
Μετά την τελευταίαν εν Δομοκώ ήτταν ο ατυχήσας στρατός της Θεσσαλίας υπεχώρει προς την Λαμίαν. Τ’ αδόκητα ραπίσματα της τύχης τα οποία διηύθυναν κατά της παρειάς του χείραι αόρατοι, είχον πλέον εξατμίσει εις τα στήθη των Ελλήνων στρατιωτών ολόκληρον τον ενθουσιασμόν με τον οποίον τούς εμέθυεν η ιδέα του πολέμου και είχον σταλάξει εις τάς ψυχάς των την απογοήτευσιν την οποίαν γεννά το πένθος μιάς συμφοράς.
Ο σκοπός του πολέμου είχε πληρωθή. Η τιμή της Ελλάδος εσαβανώθη και η σωτηρία της εξηρτάτο πλέον ολόκληρος από το έλεος της ηνωμένης Ευρώπης η φωνή της οποίας μόνον ήτο δυνατόν να σταματήση τελείως του βαρβάρου συμμάχου της την νικηφόρον πορείαν και να επιβάλλη σιγήν εις τα τηλεβόλα του νικητού.
Επί των λόφων της Ταράτσας τον επερχόμενον εχθρόν σπεύδοντα να καταλάβη πρό της ανακωχής την Λαμίαν, επερίμεναν δύο λόχοι του πρώτου συντάγματος, έχοντες διαταγήν να κρατήσουν διά πάσης θυσίας τάς θέσεις των. Χρειάζεται να ήναι κανείς κάτι περισσότερον από απλούς έφεδρος αποσπασθείς από την ειρηνικήν εργασίαν του και μεταμορφωθείς εντός ολίγων ημερών εις στρατιώτην, χρειάζεται να έχη πολύ βαθέως ερριζωμένον εν τη συνειδήσει του το αίσθημα της εθνικής τιμής και του καθήκοντος, διά ν’ αντιμετωπίση μετά τρείς αδόξους ήττας και ένα πανικόν τον θρασύν νικητήν τον χωρούντα υπερηφάνως υπό τούς φαιδρούς ήχους της μουσικής και τούς πανηγυρικούς βρόντους των τηλεβόλων του, διά να κρατήση διά της λόγχης μίαν ολόκληρον ημέραν νήστις την θέσιν του, ακλόνητος εις τάς μανιώδεις εφόδους του πολυαρίθμου εχθρού, απτόητος μέσα εις την βροχήν των σφαιρών και των οβίδων, απαθής προς του θανάτου και διά ν’ αποθνήσκη με το μειδίαμα εις τα χείλη εκεί όπου ετάχθη.
Δόξα εις τούς στρατιώτας της Ταράτσας !
Τιμή εις τα όπλα των!
Εχάραξαν μίαν φωτεινήν γραμμήν μέσα εις την ελεεινήν σελίδα με την οποίαν εκηλίδωσεν η σύγχρονος Ελλάς την ιστορίαν της, γραμμήν υπενθυμίζουσαν τάς ενδόξους δέλτους άλλων εποχών.
Ο Ήλιος είχε δύσει. Αι σάλπιγγες εσήμαινον την παύσιν του πυρός και αι ερυθραί σημαίαι της ανακωχής εκυμάτισαν εκατέρωθεν. Η Λαμία είχε σωθεί από τον σίδηρον του κατακτητού. Από ένα λόφον της Ταράτσας κατέβαινε βραδέως μικρόν απόσπασμα στρατιωτών φέρον αναίσθητον επί των όπλων του τον έφεδρον αξιωματικόν Ιωάννην Σανήλον κολυμβώντα εις το αίμα του. Πολεμών όρθιος εις την πρώτην γραμμήν διά του όπλου φονευθέντος στρατιώτου, είχε δεχθή σφαίρα μάουζερ εις τα στήθη η οποία τα διαπέρασε.
Εύγε εις τον φιλότιμον αξιωματικόν!
Τιμή εις το ξίφος του!
Ο θάνατος εδίστασε ν’ απλώση την σκελετώδη χείρα του επί της θαλεράς νεότητος του γενναίου αξιωματικού και μετά δίμηνον νοσηλείαν, επανήλθεν εις την ζωήν, φέρων εις τα ευγενή στήθη του παράσημον ανεκτίμητον από εκείνα τα οποία λαμβάνουν οι αληθείς ήρωες του καθήκοντος επί του πεδίου της μάχης από τάς χείρας του εχθρού.
Τ . . .»
 
ΠΗΓΗ
 
Ιωάννης Α. Αρσένης, «Ποικίλη Στοά» Έτος ΙΔ΄ (1899), Μέρος Β΄, σελίδες 465-466.