Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΘΙΩΤΙΔΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΘΙΩΤΙΔΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

«ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ», του Αγαθοκλή Γ. Κωνσταντινίδη

Στην περιοδική έκδοση «Εθνικόν Ημερολόγιον» του έτους 1913 που εξέδιδε ο Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, δημοσιεύθηκε λογοτεχνικό κείμενο του Αγαθοκλή Γ. Κωνσταντινίδη με τίτλο «ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΉΜΑΤΑ».
Η υπόθεση διαδραματίζεται τον Ιούλιο του 1881 στη στάνη του τσέλιγκα κυρ Μήτσου λίγο πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό βασίλειο, βάσει της συμφωνίας της Κωνσταντινουπόλεως. Η στάνη βρισκόταν κοντά στην τότε συνοριακή γραμμή που χώριζε το Ελληνικό βασίλειο από την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Κεντρικό πρόσωπο στο κείμενο είναι ο δεκανέας σιτιστής του 2ου λόχου του 9ου τάγματος που είχε κατασκηνώσει στο δάσος της Μάκρυσης (σήμερα Μάκρη). Ο λόχος κατασκεύαζε δρόμο στα υψώματα της Μοχλούκας, από τον οποίο θα διέρχονταν ο ελληνικός στρατός για να εισέλθει στη Θεσσαλία.
Ο δεκανέας κάθε πρωΐ μετέβαινε σε μία στάνη, όπου του προσφερόταν γάλα και τυρί για πρόγευμα. Εκεί γνωρίστηκε με την οικογένεια του τσέλιγκα. Μία ημέρα είδε αναπάντεχα τη μικρή κόρη του τσέλιγκα να προβάλλει το κεφάλι της στην πόρτα της καλύβας. Η κόρη ήταν σε ηλικία γάμου και η σκέψη του δεκανέα, από τη στιγμή που την είδε, δεν έφευγε από κοντά της όλη την ημέρα.
Όταν ξημέρωσε η επόμενη ημέρα που ήταν Κυριακή, ο δεκανέας μετέβη πρωΐ-πρωΐ στη στάνη με τη σκέψη του στην κόρη. Όλο το προηγούμενο βράδυ τη σκεφτόταν. Όταν έφτασε, είδε τον τσέλιγκα με δύο επισκέπτες του να φορούν τις γιορτινές τους φουστανέλες και να συζητούν. Ο πρώτος επισκέπτης ήταν 50-55 ετών και ο δεύτερος 22-23. Ο νεότερος κάθε τόσο έστρεφε το βλέμμα του στην πόρτα της καλύβας, όπου χτες είχε εμφανιστεί η κόρη. Ο δεκανέας υπέθεσε ότι ο τσέλιγκας δέχτηκε συνοικέσιο για την κόρη του και προφασιζόμενος εργασία αποχώρησε τελείως απογοητευμένος. Πριν φύγει, ο τσέλιγκας τον προσκάλεσε να έρθει αύριο για να παρακολουθήσει «τους γάμους». Στην ερώτησή του «ποιος παντρεύεται» ο τσέλιγκας του είπε «έλα αύριο και θα το μάθης». Ο δεκανέας έφυγε στον κατήφορο «συντετριμμένος».
Την άλλη ημέρα με βαριά καρδιά ο δεκανέας ανέβηκε στη στάνη. Από μακρυά άκουσε κρότους και νόμισε ότι ήταν οι ήχοι των νταουλιών. Έκανε όμως λάθος. Όταν έφτασε, διαπίστωσε με μεγάλη έκπληξη ότι δεν είχε γίνει καμία προετοιμασία γάμου. Πλησίασε τον τσέλιγκα με απορία. Παρατήρησε ότι ο τσέλιγκας είχε στραμμένο το βλέμμα του σε δύο χωριστές μάνδρες. Στη μία υπήρχαν 50 περίπου πελώριοι άγριοι τράγοι και στην άλλη περισσότερες από 400 γίδες. Ο τσέλιγκας έδωσε την εντολή «Άνοιξε» σε έναν γέροντα βοσκό κι εκείνος άνοιξε την πόρτα που συνέδεε τις δύο μάνδρες. Οι τράγοι όρμησαν προς τη μάνδρα που βρισκόταν οι γίδες και ο τσέλιγκας ξεκαρδισμένος στα γέλια είπε στο δεκανέα «πάμε τώρα να πιούμε τα καλορίζικα».
Ο Αγαθοκλής Γ. Κωνσταντινίδης έγραψε αυτό το λογοτεχνικό κείμενο στον Πειραιά το 1912, πολλά χρόνια αργότερα από τη χρονιά που διαδραματίσθηκε η υπόθεσή του.
Ακολουθεί η αναδημοσίευση του κειμένου:
 
«ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ*
(ΠΑΛΑΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ)
Τούτο συνέβη ένα-ενάμισυ μήνα πρό της καταλήψεως της Θεσσαλίας κατά το σωτήριον έτος 1881. Το 9ον πεζικόν τάγμα, με δύναμιν 1800 ανδρών ήτο κατεσκηνωμένον εις το δάσος της Μάκρυσης, εις την Φθιώτιδα.
Ο Β΄ λόχος, του οποίου είχα την τιμήν να είμαι τότε δεκανεύς, έλαβε διαταγήν ένα πρωΐ του Ιουλίου να μεταβή εις Μοχλούκαν, προς κατασκευήν στρατιωτικής οδού, διά της οποίας έμελλε να διέλθη μέρος του καθ’ όλην Φθιώτιδα εστρατοπεδευμένου και διά την κατάληψιν της Θεσσαλίας προωρισμένου ελληνικού στρατού.
Διορισθείς προσωρινώς σιτιστής του αποσπάσματος, ηκολούθησα τον λόχον εις τα υψώματα της Μοχλούκας και ανέλαβον τα καθήκοντά μου, τα οποία, τα οποία συνίσταντο εις την ημέραν παρ’ ημέραν διανομήν του άρτου εις τούς άνδρας, εις την καταγραφήν των ημερομισθίων των εργαζομένων και εις την τήρησιν της αλληλογραφίας μεταξύ του διοικούντος το απόσπασμα και του διοικητού του λόχου μας, όντος και υποδιοικητού του τάγματος.
Η εργασία αυτή με απησχόλει μίαν ώραν το πρωΐ και μίαν το βράδυ, ότε εσχόλαζον οι άνδρες. Και το πρωΐ μέν μετέβαινον εις την μίαν ώραν απέχουσαν επί των συνόρων στάνην, όπου έκαμνα το πρόγευμά μου με παχύτατον γάλα και νωπόν τυρόν θαυμάσιον, το απόγευμα δε ραχάτι υπό την σκηνήν.
Εικ.1. «Ο τσέλιγκας της στάνης». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 167).
Ο Τσέλιγκας της στάνης κύρ Μήτσος με υπεδέχετο πάντοτε με εξαιρετικήν φιλοφρόνησιν. Ήτον ένας σαρανταπεντάρης άνδρας ηλιοκαμένος, ευκίνητος και στιβαρός, με αιώνιον χαμόγελον εις τα χείλη. Ήτον οικογενειάρχης και κατοικούσεν εις μίαν καλύβην σχετικώς ευπρεπή. Μόλις μ’ έβλεπε πλησιάζοντα, ήθελε διατάξει να μου ετοιμάσουν το γάλα και υπό σκιάν μιάς πευκοφύλλου πεύκης απελάμβανον της ωραίας θέας της πεδιάδος του Σπερχειού, που ανοίγετο εμπρός μου πανοραμικώς. Ήτον η Τρίτη ημέρα, που επισκεπτόμην την στάνην και, εκτός δύο μικρών αγοριών πού έπαιζαν τριγύρω εκεί, και της γυναίκας του τσέλιγκα – μιάς γυναίκας ισχνής και ασθενικής, άλλον κανένα δεν είχα έως τότε παρατηρήσει.
Ο κύρ Μήτσος ο τσέλιγκας είχε κατηφορίσει προς τον κάμπον και εχάθη μέσα εις τον πυκνόν λόγγον, η δε γυναίκα του επήρε την στάμναν και ετράβηξε κατά την πλαγιάν διά κἄποιαν δροσεράν βρυσούλαν, κρυμμένην, ποιος ξεύρει, σε ποιάν χαράδραν.
Είχα απομείνει μόνος και, καθισμένος επάνω εις μίαν πέτραν, είχα προσηλώσει το βλέμμα εις την πεδιάδα, όταν έξαφνα από την θύραν της καλύβης βλέπω να προβάλη δειλά-δειλά ένα κεφαλάκι κορασίδος 16-17 χρόνων, με δύο λαμπερά, ένοχα και φοβισμένα μάτια, πού μ’ εκύτταζαν με μεγάλην περιέργειαν. Δεν επρόφθασα καλά-καλά να το αντιληφθώ, και το κεφαλάκι εκείνο απεσύρθη αποτόμως και διά μιάς. Ήτο στιγμιαία η εμφάνισις, αλλά αρκετή, ώστε να μού προξενήση κποιαν ταραχήν. Δεν είναι δυνατόν το κεφαλάκι αυτό να μη ξαναπροβάλη, είπα μέσα μου, και προσήλωσα το βλέμμα μου προς το μέρος τής θύρας, γεμάτος από περιέργειαν και προσδοκίαν.
Ήτο θαλπερά η πρωΐα εκείνη του Αυγούστου. Μία αδιατάρακτος ηρεμία εβασίλευε πέριξ, διακοπτομένη από τον βόμβον των εντόμων και κἄπου- κἄπου από τον κρότον πελέκεως κἄποιου υλοτόμου εις την απέναντι κατάφυτον πλαγιάν του βουνού. Ώρα και τόπος, διαθέτοντες εις ερωτικάς σκέψεις. Να, μία σκηνή ειδυλλίου. Μία βοσκοπούλα ερωτευμένη με ένα άγνωστον εις αυτήν νέον· ερωτικαί διαχύσεις, τρυφεροί εναγκαλισμοί, φιλήματα φλογίζοντα . . .  Τα περαιτέρω ποιος τα συλλογίζεται.
Η λογική απήτει να μην κινηθώ από την θέσιν μου και να αναμένω το αποτέλεσμα της πρώτης μου σκέψεως. Επέρασε ένα τέταρτον της ώρας οχληροτάτης και ματαίας αναμονής. Διά να την προκαλέσω να ξαναπροβάλη, εσκέφθην να κάμνω κἄποιον θόρυβον, τάχα ότι ετοιμάζομαι να φύγω και έβαλα ευθύς εις πράξιν την σκέψιν μου. Δεν είχα προχωρήσει τρία βήματα και εστράφην αποτόμως διά να ιδώ αν επέτυχε το τέχνασμά μου. Η κορασίς είχε προβάλει από την θύραν το ωραίον της κεφαλάκι και το φουσκωμένον στήθος της, σκυμένη σχεδόν και συγκρατουμένη με τά δυό της τα χέρια από τον παραστάτην της θύρας. Καθώς ήτον ούτω πως προς την διεύθυνσίν μου εστραμμένη, ένας ολόξανθος χονδρός πλόκαμος είχε κρεμασθή από την κεφαλήν της. Μόλις όμως με είδε στρεφόμενον, απεσύρθη παραχρήμα και έκλεισε μετά κρότου την θύραν . . .
Εικ.2. «...Όταν έξαφνα από την θύραν της καλύβης βλέπω να προβάλη δειλά-δειλά ένα κεφαλάκι κορασίδος...». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 168).
 
*
* *
Θα είναι ψέματα αν ειπώ, ότι την ημέραν εκείνην και ολόκληρον την νύκταν ήμην ήσυχος. Ο πόθος και η ανυπομονησία να την ξαναϊδώ την επαύριον μ’ εκρατούσαν εις διαρκή ταραχήν. Βεβαίως θα ήτο κόρη του τσέλιγκα. Την εφανταζόμην ένα αιθέριον, αγγελόμορφον πλάσμα την βοσκοπούλαν αυτήν, μια νεράϊδαν του βουνού, και τέτοια πρέπει να ήτον, αφού χωρίς καλά-καλά να την ιδώ, με είχε τόσον μαγεύσει.
Πρωΐ-πρωΐ λοιπόν επήρα τον δρόμον διά την στάνην, όπου έφθασα με ένα φοβερό καρδιοκτύπι. Θα την ξαναϊδώ τάχα; Θα ήμην ευχαριστημένος και μόνο αν την έβλεπα. Το να κατορθώσω να της ομιλήσω, το άφινα πλέον εις τον καιρόν. Κάποια ευκαιρία προς τούτο δεν ημπορούσε παρά να παρουσιασθή.
Ευρήκα εις την στάνην τον τσέλιγκα Μήτσον και δύο άλλους φουστανελλοφόρους, που πρώτην φοράν τους έβλεπα. Ο ένας ήτον ηλικίας 50-55 ετών· ο άλλος, νέος λεβέντης 22-23 ετών.
Εικ.3. «...Εκάθηντο και οι τρείς κάτω από το σκεπαστό της καλύβης...». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 169).
Από της ομοιότητος εσυμπέρανα ότι ο δεύτερος ήτο υιός του πρώτου. Ήτον ημέρα Κυριακή κ’ εφορούσαν τα εορτινά των. Εκάθηντο και οι τρείς κάτω από το σκεπαστό της καλύβης και, άμα με είδαν, επροσηκώθησαν και μ’ εχαιρέτησαν. Εκάθησα μαζί των, έκαμα το συνειθισμένον πρόγευμά μου, αλλά ο νούς μου και το βλέμμα μου ήσαν αδιακόπως προσηλωμένα εις την θύραν της καλύβης.
Ταυτοχρόνως όμως αντελήφθην κἄτι λαθραία βλέμματα του νέου προς το αυτό σημείον που έβλεπα κ’ εγώ και κἄποιαν ανησυχίαν εις την μορφήν του. Εις την ομιλίαν των δύο ποιμένων δεν είχεν αναμιχθή ο νέος καθόλου· εκάθητο παράμερα και προς τα έξω του σκεπαστού ούτως, ώστε η ράχις του επυρπολείτο από τον ήλιον. Ευρίσκετο όμως απέναντι και πλαγίως της θύρας της καλύβης και εις στάσιν αναμονής. Εις κάθε κρότον βημάτων εντός της καλύβης, τον συνελάμβαν ταρασσόμενον ζωηρώς·επροσηκώνετο μάλιστα από την πέτραν που εκάθητο, ακουμβημένος εις την γκλίτσαν του. Δεν μου έμεινεν αμφιβολία πλέον, ότι κάποιου την εμφάνισιν ανέμενε, διότι η λαχτάρα ήτο ζωγραφισμένη εις το πρόσωπόν του, και ότι αυτός ο κἄποιος δεν ημπορούσε να είναι άλλος από την ωραίαν βοσκοπούλαν.
Ένα πελώριον κύμα ταραχής ησθάνθην να κυλισθή μέσα εις τα στήθη μου την στιγμήν εκείνην και είδα διαμιάς κατακρημνισθέντα τον πύργον των ονείρων, που είχα οικοδομίσει εις την φαντασίαν μου.
Ο νέος αυτός λεβέντης, δεν είναι παράδοξον να είναι επίδοξος μνηστήρ της ωραίας ποιμενίδος, και η επίσκεψις των δύο ποιμένων εις την στάνην του Μήτσου άλλον σκοπόν δεν έχει παρά την διαπραγμάτευσιν συνοικεσίου. Εθεώρησα λοιπόν απαραίτητον την απομάκρυνσίν μου και με οδύνην εις την ψυχήν, εσηκώθην να φύγω.
-Γιατί τόσο νωρίς, κύρ δεκανέα; Ηρώτησεν έκπληκτος ο τσέλιγκας Μήτσος.
Εγώ επροφασίσθην εργασίαν, απεχαιρέτησα και επροχώρησα να φύγω. Ο τσέλιγκας μ’ ηκολούθησε, με κατέφθασε και θέσας επί του ώμου μου την στιβαράν του παλάμην μου είπε χαμεγελών:
-Νἄρθης αύριον πρωΐ ποὔχομε γάμους! Να μην το ξεχάσης, τ’ ακούς;
-Και ποιος παντρεύεται; ηρώτησα ξεψυχυσμένα.
-Έλα αύριο και θα το μάθης.
 
*
* *
Επήρα τον κατήφορον συντετριμμένος. Μέχρις εκείνης της στιγμής δεν ειμπορούσα να λογοδοτήσω εις τον εαυτόν μου διατί έπασχα τόσον. Ποία υπήρξεν η αφετηρία όλης αυτής της ταραχής, που έκαμνε την ψυχήν μου να υποφέρη τόσον; Εκάθησα κάτω από μίαν πεύκην και ανεπόλησα την εξέλιξιν των συμβάντων και εύρισκον ότι ήτο μωρία να θέλω να καταγνώσω εις τον εαυτόν μου έρωτα προς μίαν κόρην, που καλά-καλά δεν την γνωρίζω. Ευθύς αμέσως όμως μου παρουσιάζετο εκείνο το ζευγάρι των λαμπερών και φοβισμένων ματιών της κόρης και ησθανόμην εις τα μύχια της καρδιάς μου τα οξέα κεντήματά των.
Κάθε αμφιβολία μου με την πρόσκλησιν του τσέλιγκα είχε διασκεδασθή πλέον και ήμην έτοιμος να υποκύψω εις την μοίραν μου. Είχα αποφασίσει να μη μεταβώ εις τούς γάμους εκείνης, η οποία τόσην τρικυμίαν διήγειρεν εις την ψυχήν μου· εν τούτοις την επαύριον, μετά την διανομήν του άρτου εις τούς άνδρας, χωρίς να το αντιληφθώ καλά-καλά, ευρέθην εις τα μισά της εις την στάνην αγούσης ατραπού.
Ησθανόμην κρότους εις τ’ αυτιά μου και το απέδωσα εις τον απομακρυσμένον κρότον των νταουλιών διά την τελετήν των γάμων.
Με κατάπληξιν όμως είδα, όταν έφτασα εις την στάνην, ότι καμμία προετοιμασία δεν είχε γίνει. Ο Μήτσος, με την καθημερινήν του φουστανέλλαν, στηρίζων το πηγούνι εις την μακράν γλίτσαν του, εστέκετο επάνω εις ένα κοτρώνι και παρετήρει τα μέσα εις περιφραγμένον περίβολον μανδρισμένα γίδια του.
Δεν είξευρα τί να υποθέσω με την κατάστασιν που έβλεπα τον κύρ Μήτσον, πάν άλλο ή εορτάσιμον. Μέσα εις την παραζάλην μου δεν θα ήκουσα ίσως καλά τί μου είπε χθές, διελογίσθην.
Τον επλησίασα, τον εκαλημέρισα και του εξέφρασα την απορίαν μου.
 Εικ.4. «-Μη βιάζεσαι, μου είπε, τώρα θα ιδής και τούς γάμους...». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 171).
-Μην βιάζεσαι, μου είπε· τώρα θα ιδής και τούς γάμους.
Σταθείς σιμά του, έβλεπα κ’ εγώ μηχανικώς προς το μέρος της μάνδρας, πού έβλεπε και ο τσέλιγκας Μήτσος και παρετήρησα δύο διαμερίσματα μανδρωμένα. Εις το ένα ήσαν καμμιά πενηνταριά πελώριοι και άγριοι τράγοι· εις το άλλο τετρακόσιαι και πλέον αίγες. Τα δύο αυτά διαμερίσματα συνεκοινώνουν μεταξύ των διά θύρας σκεπαστής άνωθεν με κλάδους. Παρά την θύραν εστέκετο ένας γέρων βοσκός, όστις είχε τα βλέμματά του εστραμμένα προς το μέρος πού εστεκόμεθα εγώ με τον τσέλιγκαν.
Είχα αποστρέψει προς στιγμήν το πρόσωπον εκ περιεργείας, μήπως θα έβλεπα ίσως ερχομένην την συνοδίαν του γαμβρού ή άλλο τι προμήνυμα γαμηλίου πομπής, όταν έξαφνα ακούω την φωνήν του τσέλιγκα απευθυνομένην προς τον γέροντα βοσκόν:
-Άνοιξε.
Θόρυβος δαιμονιώδης επηκολούθησε την κραυγήν ταύτην του τσέλιγκα, βρυχηθμοί σπαρακτικοί ηκούσθησαν από το διαμέρισμα των τράγων, οι οποίοι, με το άνοιγμα της θύρας, εξώρμησαν ακατάσχετοι προς το διαμέρισμα των αιγών . . .
-Πάμε τώρα να πιούμε τα καλορροίζικα, είπε, ξεκαρδισμένος στα γέλια, ο τσέλιγκας.
(Πειραιεύς, 1912).

ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

*Τα παρατιθέμενα σκίτσα εκαλλιτεχνήθησαν υπό του εν Βελγίω εκπαιδευομένου υιού του συγγραφέως, του νεαρού κ.Γ.Αγαθ.Κωνσταντινίδου, γνωστού εις τούς ημετέρους αναγνώστας διά τάς χαριεστάτας γελοιογραφίας του, δι’ ών εκόσμησε πολλάκις, μικρός έτι παίς, τάς σελίδας του Ημερολογίου.»
ΠΗΓΗ
 Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον» Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδες 166-172.

 
 

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

«Ἡ Φθιῶτις και αἱ Ἱστορικαί αὐτῆς ἀναμνήσεις» του Παναγιώτη Σούτσου (1806-1868)

  
Εικ.1. Ο Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868). (Πηγή: Γενικά Αρχεία του Κράτους).
 
Το 1852 δημοσιεύθηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα «ΑΙΩΝ» ταξιδιωτικό λογοτεχνικό κείμενο για τη Φθιώτιδα με τίτλο «Ἡ Φθιῶτις και αἱ Ἱστορικαί αὐτῆς ἀναμνήσεις». Γράφηκε από τον Φαναριώτη πεζογράφο και ποιητή Παναγιώτη Σούτσο (Εικ.1) στις 27 Σεπτεμβρίου 1852, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Υπάτη.
Ο Παναγιώτης Σούτσος ξεκίνησε το ταξίδι του από την Αθήνα με προορισμό τη Φθιώτιδα στις 19 Ιουνίου 1852. Κατέβηκε στον Πειραιά, από όπου απέπλευσε με γαλλικό πυρόσκαφο, όπως ονομαζόταν αρχικά τα ατμόπλοια, για τη Χαλκίδα. Εκεί έφτασε λίγο πριν νυχτώσει. Στις 21 Ιουνίου, μετά τη δύση του ηλίου, αναχώρησε με ένα μικρό ελληνικό πλοίο από τη Χαλκίδα για τη Στυλίδα. Το πρωΐ, με την ανατολή ηλίου, έφτασαν στα Πολιτικά Ευβοίας, 24 χιλιόμετρα βόρεια της Χαλκίδας. Λόγω της παύσης του ανέμου, το πλοίο ελλιμενίσθηκε. Οι επιβάτες του πέρασαν όλη την ημέρα τους σε σκιά ελάτου, όπου υπήρχε πηγή νερού. Εκεί εμφανίστηκε ένας βοσκός της περιοχής, απόφοιτος Σχολαρχείου. Τους πρόσφερε γάλα και ρώτησε τον Σούτσο για το φλέγον θρησκευτικό ζήτημα της εποχής εκείνης: την απόφαση έκδοσης Πατριαρχικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την παραχώρηση του αυτοκεφάλου στην Εκκλησία της Ελλάδος.
Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας το πλοίο πέρασε κάτω από το όρος Καντήλι. Λόγω του ισχυρού κυματισμού της θάλασσας έσπασε το πηδάλιο του ιστιοφόρου. Ευτυχώς ο άνεμος έσπρωξε το πλοίο προς τον Μαλιακό κόλπο, αφού πέρασε εμπρός από τη Λίμνη, τις Ροβιές, την Αιδηψό και τα Λιχαδονήσια. Με την είσοδο του πλοίου στο Μαλιακό κόλπο φάνηκαν η Αγία Μαρίνα, ο Αχινός και το Δρέπανο. Αντικρύζοντας την Κρεμαστή Λάρισσα (σήμερα Πελασγία), πατρίδα του Αχιλλέα, ο Σούτσος ενθουσιασμένος παραθέτει ομηρικούς στίχους που υποδηλώνουν τον πλούτο της ομηρικής Φθίας:
«οὐ γὰρ πώποτ’ ἐμὰς βοῦς ἤλασαν οὐδὲ μὲν ἵππους,
οὐδέ ποτ’ ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι βωτιανείρῃ
καρπὸν ἐδηλήσαντ’, ἐπεὶ ἦ μάλα πολλὰ μεταξὺ
οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα·»
(Ομήρου Ιλιάδα, Ραμψωδία Α, στίχοι 154-157).
δηλαδή
«τα βόδια μήτε τ’ άλογα δεν βγήκαν να μου πάρουν
μήτε στην μεγαλόσβολην, την ανδροθρέπτραν Φθίαν
ποτέ μου εβλάψαν τους καρπούς, ότ’ είναι ανάμεσόν μας
όρη κατάσκια πολλά και πέλαγ’ αγριεμένα·»
(Μετάφραση Ιακώβου Πολυλά).
Με τη φαντασία του μεταφέρεται στα χρόνια που βασιλιάς των Μυρμιδόνων στην ανατολική Φθία ήταν ο Πηλέας. Στο ανάκτορό του ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος εκπαιδευόταν από τον κένταυρο Χείρωνα και τον Φοίνικα. Η Θέτις, σύζυγος του Πηλέα, έβγαινε από τις αμμώδεις ακτές της Αμαλιάπολης αγκαλιάζοντας το νήπιο Αχιλλέα.
Το πλοίο έφτασε στη Στυλίδα. Ο Σούτσος κατεβαίνοντας στη Στυλίδα παραθέτει και πάλι άλλον ομηρικό στίχο για τη Φθία:
«Φθίην δ᾽ ἐξικόμην ἐριβώλακα μητέρα μήλων»
(Ομήρου Ιλιάδα, Ραμψωδία Ι, στίχος 479).
δηλαδή
«κι έφθασα στην καλόσβωλον, την αρνοθρόφον Φθίαν·»
(Μετάφραση Ιακώβου Πολυλά).
Στη Στυλίδα διανυκτέρευσε σε ξενοδοχείο κοντά στην ακτή. Την αυγή έφιππος, αντικρίζοντας απέναντι τις Θερμοπύλες, ξεκίνησε την πορεία του. Συνάντησε ένας οροφύλακα με μικρό μαύρο γένι κι ένα μακρύ μαχαίρι κρεμασμένο στο πλευρό του. Πλησιάζοντας τον ρώτησε «Αι Θερμοπύλαι αύται;». Αυτός, επειδή δεν εγνώριζε, του απάντησε «Αδ’ εκεί η Αλαμάνα».
Εκφράζοντας σεβασμό ο Σούτσος κατέβηκε από το άλογο. Στη μνήμη των νεκρών των Θερμοπυλών παραθέτει στίχους από τον ελεγειακό ποιητή Καλλίνο:
«Τιμῆέν τε γάρ ἐστι καὶ ἀγλαὸν ἀνδρὶ μάχεσθαι
γῆς πέρι καὶ παίδων κουριδίης τ᾽ ἀλόχου»
(Καλλίνος, απόσπασμα 1 west, στίχοι 6-7).
δηλαδή
«Είναι τιμή κι είναι χαρά στο παλικάρι η μάχη
για την πατρίδα, την καλή γυναίκα, τα παιδιά.»
Αναφέρει την ύπαρξη του χωριού Ελευθεροχώρι, κοντά στις Θερμοπύλες. Εκεί υποστηρίζει ότι ιδρύθηκε το Αμφικτυονικό συνέδριο από το βασιλιά των Θερμοπυλών Αμφικτύονα για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών.
Φτάνοντας στη Λαμία περιγράφει τη φθιωτική κοιλάδα: ορίζεται από τα όρη Οίτη, Όθρυς και δυτικά από τον Τυμφρηστό. Κατά μήκος μπορεί να τη διασχίσει κάποιος σε δεκατέσσερεις ώρες και κατά πλάτος σε δύο. Διασχίζεται από τον Σπερχειό, ο οποίος δέχεται τα νερά των ποταμών Ίναχου (Βίστριζα) και του Μέλανα (Μαυρονέρι). Παράγει σίτο, αραβόσιτο, σουσάμι, μετάξι, βαμβάκι, καπνό, κ.ά.. Δύο φορές το χρόνο διασχίζουν την κοιλάδα σαράντα χιλιάδες βοσκοί μετακινούμενοι από την Πίνδο, τον Όλυμπο και την Όσσα προς την τότε ελεύθερη Ελλάδα.
Ο Σούτσος προτρέπει τη κυβέρνηση για την εκτέλεση έργων στη Φθιώτιδα, όπως τη δημιουργία θαλάσσιας συγκοινωνίας με την Εύβοια και την Αττική, την κατασκευή δρόμου από τη Στυλίδα έως τους πρόποδες του Τυμφρηστού, την προσπάθεια μετατροπής του Σπερχειού ποταμού σε πλεύσιμο και τη δημιουργία δανειστικής υποτράπεζας, όπως υπήρχε στη Σύρο και την Πάτρα. Προτρέπει και σε προσπάθεια καταπολέμησης της ληστείας, επειδή διαπιστώνει ότι στην περιοχή επικρατεί η παρανομία και η αδιαφορία για την αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων.
Στη Λαμία διέμεινε επτά ημέρες. Με το φίλο του Τασίκο ανέβαιναν το απόγευμα στην Ταράτσα. Ο Τασίκος μάλλον είναι ο μετέπειτα διορισμένος δήμαρχος Λαμίας Κυριακός Τασσίκας (1854-1857). Από την Ταράτσα ο Σούτσος απολάμβανε τη θέα προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αναφερόμενος και πάλι στην ιστορία και μυθολογία της περιοχής. Προς νότο, ο Παρνασσός θυμίζει τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και τη δημιουργία του γένους των Ελλήνων. Από τον Δευκαλίωνα προήλθαν οι «εϋκνήμιδες και πελώριοι Φθιώται» και από τη γυναίκα του την Πύρρα «αι καλλιπάρειοι παρθένοι των», όπως γράφει. Προς βορρά, η λίμνη Βοιβηΐς και η Αντίνισσα. Στην Αντίνισσα το καλοκαίρι του 1852 ανακαλύφθηκαν απολιθωμένα μαστόδοντα. Ο Σούτσος αναφέρει το γεγονός ως απόδειξη της προϊστορίας της περιοχής (βλέπε την ανάρτηση: Παλαιοντολογικά ευρήματα στην περιοχή της Όθρυος το 1852). Προς ανατολάς, η Ιωλκός υπενθυμίζει την αργοναυτική εκστρατεία. Προς δυσμάς, η Οίτη θυμίζει τον Ηρακλή και το τέλος του. Μετά την Ταράτσα ο Σούτσος κατέβηκε στη Λαμία και στο κείμενό του θυμίζει τον ηρωϊκό θάνατο του Αθανασίου Διάκου.
Ένα απόγευμα μετέβη στην Υπάτη, διανύοντας τον ίδιο δρόμο που διήνυσε και ο αρχαίος σατιρικός συγγραφέας Λουκιανός. Εκεί παρέμεινε λίγους μήνες. Ο Σούτσος μαρτυρεί την διάσωση αρχαίων τάφων κοντά στον στρατώνα της Υπάτης, το σημερινό Βυζαντινό μουσείο Φθιώτιδας. Μάλιστα, ποιητική αδεία, αποδίδει τούς τάφους σε ανθρώπους που οι περίφημες μάγισσες της περιοχής «απελίθουν ... ή μετεμόρφουν εις ζώα».
Στον επίλογο του ύμνου του για τη Φθιώτιδα αναφέρει «Η Φθιώτις, κατά τάς ιστορικάς αναμνήσεις, εξισούται προς τάς Αθήνας και υπερτερεί την Σπάρτην».
 
Το κείμενο, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΙΩΝ», έχει ως εξής:
«Η Φθιώτις
Και αι Ιστορικαί αυτής αναμνήσεις.
Την πρωΐαν της 19 Ιουνίου αποχαιρετών τάς Αθήνας, διήλθον την μέχρι Φαλήρου οδόν, ισοπεδωθείσαν και υπό δένδρων σκιαζομένην σήμερον δαπάνη γενναία της φιλοτίμου Βασιλίσσης Αμαλίας. Επιστρέψας δε, διέβην τάς οδούς της πόλεως, εις άς ο σφυρός ηκούετο ανυψών οικίας καλλιστέγους, και η καθαριότης και η τάξις σιγαλέαι εισήρχοντο, χειραγωγούμεναι υπό του φιλοκάλου Δημάρχου Κ. Κόνιαρη.
Οποία κόνις με περιέζωσε μέχρι Πειραιώς! Ο Πάρνης, ο Λυκαβητός και τα πλησίον όρη, ως φαίνεται, εξύρισαν την δασώδη κόμη των, και το χώμα των σύμπαν απέρριψαν επί της πόλεως και κατεκάλυψαν την αισχύνην αυτής, ότε την είδον δούλην των Οθωμανών.
Φύλαξ της Αττικής κατά την οδόν παρέστη ενώπιόν μου ο Γεώργιος Καραΐσκος. Εις μνημείον ταπεινόν κείται, καθώς κατά την αυτήν γήν εις ταπεινοτέραν πέτραν αγνωστότερος κείται και ο Μαραθώνιος Μιλτιάδης. Επέβην εις το Γαλλικόν πυρόσκαφον, όθεν απεχαιρέτησα και τούς δύω άλλους φρουρούς του Αττικού πελάγους, Θεμιστοκλήν τον Αθηναίον και Μιαούλην τον Υδραίον, εις τον αυτόν αγκώνα κειμένους.
Δύοντος του ηλίου, έπλεον προς την Χαλκίδα. Το πολύχνιον αυτό παριστά ένα των νύν Οθωμανών φορούντα έξωθεν Ευρωπαϊκόν επενδύτην. Οδοί, οικίαι, ναοί, τα πάντα της πόλεως έσω διαμένουσιν Οθωμανικά. Ουδεμία δε πρόνοια Κυβερνητική ουδαμού αναφαίνεται. Νομάρχαι ήλθον, είδον, έφυγον και ουδέν έπραξαν. Φρούραρχός τις φυλέλλην μόνος αφ’ εαυτού και διά της χειρός των καταδίκων ισοπέδωσε και κατεκόσμησε την μόνην πλατείαν της πόλεως.
Ώραν ολόκληρον επέβλεψα από της γεφύρας τον πορθμόν και την άμπωτιν και την παλίρροιαν. Δαπάνη μικρά εξαρκεί προς διόρυξιν του προθμού και προς ασφαλή οδοιπορίαν διά του Ευβοϊκού πελάγους πεντακισχιλίων πλοίων κινδυνευόντων καθ’ έκαστον έτος παρά τον Καφηρέα. Αλλ’ ουδείς των εν Ευρώπη και Ασία πολυταλάντων ομογενών αναλαμβάνει την επικερδή ταύτην επιχείρησιν.
Κατά την εσπέραν της 21 Ιουνίου επιβάς εις Ελληνικόν πλοιάριον, έπλεον προς την Στυλίδα. Το σκαφίδιον αυτόν σχίζον την φωσφορώδη θάλασσαν υπό το φέγγος της Σελήνης, υπενθύμιζέ μοι τον Ελληνικόν αγώνα, την απλότητα και τάς δεινοπαθείας αυτού.
Ποία η πέριξ ακινησία της Ελλάδος!... Πόσας όμως κινήσεις και περιστροφάς ημών εις ταύτα τα πελάγη και τα όρη, υπέρ της αναστάσεως του έθνους, εφώτισεν η αυτή Σελήνη!.. Πόσους στεναγμούς ημών αγωνιζομένων ή ασθενούντων επεκάλυψεν ο ρόχθος της αυτής θαλάσσης! Και οι τοσούτοι γνώριμοι και συναγωνισταί ημών τί έγινον!... Και οι τοιούτοι αγώνες ημών προς τί έγινον!...
Είδομεν τον Ήλιον ανατέλλοντα κατά τα Πολιτικά της Ευβοίας. Επειδή δε ουδεμία έπνεεν αύρα, ελλιμενίσθημεν και διημερεύσαμεν υπό σκιεράν και ψιθυρίζουσαν έλατον, όπου ύδωρ κρηναίον εμέλιζε, βοσκός δε τις έδωκέ μοι
Αίγα διδυμότοκον ες τρίς αμέλξαι.
Το δε παράδοξον! Ο βοσκός χρηματίσας μαθητής Ελληνικού Σχολείου, εγνώριζε την αρχαιοτέραν Ελληνικήν γλώσσαν και με ηρώτα, περί τίνος; περί του πολυκρότου θρησκευτικού ζητήματος... Εις την Ελλάδα οι ποιμένες αναμιγνύονται εις τα δημόσια, ως αν ήσαν Υπουργοί, και πολλάκις κατώτεροι και των ποιμένων εις την παιδείαν εισί των Υπουργών!
Την νύκτα του ανέμου πνεύσαντος αντιπρώρου, μόλις την μεσημβρίαν της επιούσης επλέομεν υπό το Κανδύλιον όρος, όπου, της θαλάσσης παφλαζούσης, συνετρίβη το πηδάλιον του σκάφους και κίνδυνος επήλθε, μη πίωμεν το αλμυρόν ύδωρ. Μετά ταύτα πρυμνήσιον πνεύμα εφύσησε και παρηλλάττομεν ταχέως την Λίμνην της Ροβιάς, την Αιδηψώ και τάς Λιχάδας νήσους. Εισελθόντες δε εις τον Μαλιακόν κόλπον, είχομεν απέναντι την Αγίαν Μαρίναν, τον Εχινόν και το Δράπανον.
Αλλ’ ότε μακρόθεν είδον την Κρεμαστήν Λάρισσαν, πατρίδα του Αχιλλέως, εξανέστην, και τούς λόγους εκείνου περί της Φθίας ανεφώνησα ενθουσιωδώς·
»Ου γάρ πώποτ’ εμάς βούς ήλασαν ουδέ μέν ίππους,
»Ουδέποτ’ εν Φθίη εριβώλακι βοτιανείρη
»Καρπόν εδηλήσαντ’ επειή μάλα πολλά μεταξύ
»Ούρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ηχήεσσα.
Και η φαντασία με ανήγαγεν εις τούς χρόνους, ότε ο Αιακίδης Πηλεύς εβασίλευσεν εις την Ανατολικήν Φθίαν και ήρχε των Μυρμιδόνων· ότε εις τον οίκον του Πηλέως ο Χείρων και ο Φοίνιξ εξεπαίδευον τον Αχιλλέα μετά του Πατρόκλου· ότε η μήτηρ του ήρωος του Τρωϊκού πολέμου, η θεά Θέτις ανέδυεν εκ της πολιάς θαλάσσης, ως ομίχλη, και ήρχετο εις τάς ψαμμώδεις ακτάς της Αμαλιαπόλεως, και τον υιόν της νήπιον ενηγκαλίζετο.
Εξελθών δε εις την Στηλίδα εφώνησα,
Φθίην δ’ εξικόμην εριβώλακα μητέρα μήλων.
Διανυκτέρευσα εις ξενοδοχείον κείμενον παρά την ακτήν. Αλλ’ άμα κροκόπεπλος ήλθεν αυγή, έφιππος προέβην εις χώραν εύφορον και περίρρυτον, όπου πάν δένδρον έχει την αηδόνα του, πάσα κοιλάς το ποίμνιόν της και πάν όρος τα περίχρυσα νέφη του. Οποίον θέαμα! Αι Θερμοπύλαι!...
Επί γηλοφίσκου εκάθητό τις Οροφύλαξ, φέρων μικρόν και μελανόν το γένειον και κρεμαμένην εις το πλευρόν την μάχαιραν. Μακρόθεν ιδών αυτόν, ενόμισα, ότι τον υπό του Γάλλου Δαυΐδ έβλεπον εικονισθέντα Λεωνίδαν. Αλλ’, ότε πλησιάσας τον ηρώτησα «Αι Θερμοπύλαι αύται;» ουδέ την μεγάλην και αρχαίαν ηχώ του ονόματος αυτού εγνώριζε και ειπέ μοι «Αδ’ εκεί η Αλαμάνα».
Κατέβην από του ίππου και ησπάσθην δίς και τρίς την γήν. Φοβούμενος δε, μη της Σπάρτης οι Τριακόσιοι δυσχερώς κατανοήσωσι την νεωτέραν των Ελλήνων γλώσσαν, ή κρίνωσιν ανάξιον εαυτών το συνδιαλέγεσθαι μετά των ζώντων ημών, ανέκραξα προς αυτούς,
Τιμήεν εστί και αγλαόν ανδράσι μάχεσθαι
Γής πέρι και παίδων, κουριδίης τ’ αλόχου.
Αισθάνθην δε τότε σειόμενον το έδαφος, και φεύγων ήκουον υπό την γήν φωνάς διακεκομμένας των αιχμητών της Σπάρτης, οίον «τάν Σπάρταν, τάν Ελλάδα· άμες ποτ’ ήμες, άμες γ’ εμές.»
Περί τάς Θερμοπύλας κείται χωρίδιόν τι, καλούμενον Ελευθεροχώριον, όπου και τοίχος αρχαίος και τινες επιγραφαί σώζονται. Εκεί καθιδρυθέν υπό του Αμφικτύονος το Αμφικτυονικόν συνέδριον, εδίκαζε τάς έριδας των Ελληνικών χωρών και συνείχε την Ελλάδα διά συμμαχίας αδιαρρήκτου. Ούτως η Φθία πρώτη επενόησε την συμμαχικήν δημοκρατίαν, εις ήν τοσούτον η Αρκτώα Αμερική επαίρεται! και πρώτη εφεύρε την Παραστατικήν πολιτείαν του Συντάγματος, εις ήν τοσούτον η Αγγλία εναβρύνεται!...
Εκείθεν προέβην εις την Λαμίαν. Πόσον χλοερά και θάλλουσα η μεταξύ των δύω ορέων Οίτης και Όθρυος αυτή κοιλάς, αρχομένη μέν από των Θερμοπυλών, τελευτώσα δε εις τους πρόποδας του Τυμφρηστού! κοιλάς δεκατετράωρος το μήκος και δίωρος το πλάτος! αληθώς εριβώλαξ και αληθώς βοτιάνειρα, κατά τον Όμηρον!
Ταύτην διαβρέχει ο ελαιόρρους Σπερχειός, καταβαίνων από του Τυμφρηστού, δεξιόθεν μέν και αριστερόθεν δεχόμενος τον Ίναχον, τον Μέλαντα και πολλούς γοργοποτάμους και χειμάρρους, πίπτων δε εις τάς αγκάλας του Μαλιακού. Η Μεσοποταμία αύτη γή, δυναμένη εκθρέψαι ήμισυ εκατομμύριον Ελλήνων, διακόπτεται εις μεγάλα κτήματα, και εις ολίγιστους ανήκει, και διατρέφει ολίγιστον λαόν· παράγει δε αφθόνως και σίτον και αραβόσιτον και σίσαμον και ορύζιον και μετάξην και βαμβάκιον και νικοτιανήν και πολλά έτερα τιμαλφή προϊόντα. Αυτήν δε την κοιλάδα Οροφύλακες της Ελλάδος φρουρούσι, κείμενοι παρά τάς δύω εισόδους της, εντεύθεν ο Λεωνίδας της Σπάρτης, εκείθεν ο Βότσαρης του Σουλίου. Έχουσι δε αμφότεροι τον Τυμφρηστόν κώλυμα της νυκτερινής αυτών συνδιαλέξεως.
Διά ταύτης της Κοιλάδος διέρχονται δίς το έτος τεσσαράκοντα χιλιάδες βοσκών, οδηγούντες αναρίθμητα ποίμνια· καταβαίνοντες δε από του Πίνδου και του Ολύμπου και της Όσσης, και εις την ελευθέραν Ελλάδα πορευόμενοι, και πάλιν επανερχόμενοι εκείθεν διά της αυτής κοιλάδος, φέρουσι δίς καθ’ έκαστον έτος τους ασπασμούς του γένους προς το έθνος και του έθνους προς το γένος.
Υποθέσατε εις την Ελλάδα Υπουργείον προσχεδιάσαν το πρόγραμμα της αναγεννήσεώς της, και εν ενότητι και ευθύτητι ενεργούν· υποθέσατε, ότι αυτό συνιστάμενον εξ ανδρών, ευφυών απάντων, στρέφει τους οφθαλμούς του και προς την Φθιώτιδα, και πραγματοποιεί την διόρυξιν του πορθμού της Ευρίπου και συνενοί δι’ ατμοπλοίων την Φθίαν μετά της Ευβοίας και Αττικής, φέρει δε εις πέρας την ολιγοδάπανον οδοποιΐαν από Στηλίδος μέχρις ακρωρείας του Τυμφρηστού, ή καθιστά ευκόλως πλεύσιμον τον Σπερχειόν, και συνιστά υποτράπεζαν δανειστικήν, οία υπάρχει εις Σύρον και εις Πάτρας· διά δε της ενόπλου ενεστώσης δυνάμεως και των διπλωματικών εγγράφων περιορίζει τούς οργανιστάς της ληστείας Οθωμανούς, και συγχωνεύον τα έσω κόμματα ανυψοί επ’ αυτών την βασιλικήν Αρχήν, και δι’ αυτής καθιστά δημάρχους και παρέδρους δαπανώντας τα δημόσια προς καλλωπισμόν της Επαρχίας· τότε η Φθιώτις παρίσταται προς την Θεσσαλίαν ο τύπος ευνομουμένης και ευδαιμονούσης χώρας! τότε οποία η εκείθεν μετανάστευσις των Θεσσαλών, και οποία η έκπληξις των Ευρωπαίων, βλεπόντων ελευθέραν και δούλην Ελλάδα συζητουμένας, συνομιλούσας και συνδιαλεγομένας περί του μέλλοντος!
Αλλ’ εις τάς επαρχίας του Ελληνικού Κράτους, και εις την Φθίαν μάλιστα, τριών υπουργείων ενέργεια μόνη αναφαίνεται· η ενέργεια του των Οικονομικών, αναρπάζοντος ανέκαθεν τούς φόρους, ως τύχη και όπως τύχη· η του των Στρατιωτικών, εμποδίζοντος την αλληλοκτονίαν των πολιτών, και η του της Δικαιοσύνης, κωλύοντος την αλληλαρπαγήν των ιδιοκτησιών. Μόνη δε αόρατος μένει δυστυχώς η ενέργεια του υπουργείου των Εσωτερικών, αποκοιμηθέντος πρό εναυτών είκοσι, και κατ’ ενιαυτούς είκοσιν εγκαταλείποντος εις την βρώσιν και πόσιν των δημάρχων και παρέδρων τέσσαρα ετήσια εκατομμύρια δραχμών, δαπανώμενα άνευ ελέγχου και κλεπτόμενα άνευ της ελαχίστης ερεύνης ή φροντίδος των Νομαρχών, εν ώ αλλαχού αι πόλεις στερούνται υδραγωγείων, πλατειών και καταστημάτων, και αλλαχού αι χώραι γεφυρών, οδών και διορύγων· ημείς δε οι εν τη πρωτευούση μένομεν κεχηνότες προς ζητήματα επουσιώδη και καταλιμπάνομεν τον λαόν των επαρχιών και των χωρίων άνευ πεπαιδευμένων ιερέων, άνευ σχολών, άνευ ιδιοκτησίας και άνευ ασφαλείας.
Το Ελληνικόν Υπουργείον εγκαταλείπει σήμερον την Φθιώτιδα εις την συστηματικήν λήστευσιν της Οθωμανικής Κυβερνήσεως, διδούσης επί αποκοπή την διαφύλαξιν των ορίων εις Αλβανούς τους τυχόντας, Εν ώ δε το εν Λονδίνω Συμβούλιον σκέπτεται περί Διαδόχου, η Ελληνική Κυβέρνησις σιωπά και ουδέ παριστά προς αυτό το αδύνατον της διαφυλάξεως ορίων ογδοήκοντα ωρών το μήκος και μη εχόντων αδιάβατα ουδέ ποταμών ρεύματα, ουδέ ορίων κορυφάς, και ουδέ αποδεικνύει προς τους Βασιλείς, ότι τα μόνα και προς ώραν όρια του Ελληνικού κράτους υπάρχουσι τά προς την Κέρκυραν Σύβοτα, όπου πεσών ο Κυριακούλης έλαβε κατοχήν της γής, και κατόπιν ο Πίνδος, και κατόπιν ο Πηνειός, ρέων κάτωθεν των Τρικκάλων και πίπτων εις την θάλασσαν.
Διέτριψα ημέρας επτά εις την Λαμίαν, και πολλάκις μετά του γηραιού φίλου μου Τασίκου ανέβαινον την εσπέραν εις την ταράτσαν .. Οποίος ορίζων!..
Προς Μεσημβρίαν, ιδού η προκατακλυσμιαία χώρα της Φθίας, όπου ο βασιλεύς της Δευκαλίων και η γυνή αυτού Πύρρα εξελθόντες της κιβωτού, έρριψαν όπισθεν τάς πέτρας, και αι μέν εγένοντο οι εϋκνήμιδες και πελώριοι Φθιώται, αι δε αι καλλιπάρειοι παρθένοι των, και ο μέν Δευκαλίων εγέννησε τον Έλληνα, ο δε Έλλην τον Δώρον και τον Αίολον. Ούτως η Φθία υπήρξεν η μήτηρ χώρα της Ελλάδος απάσης, ήτις παρήγαγε τους πρώτους ανθρώπους διά του Δευκαλίωνος, έδωκε το όνομα εις αυτούς διά του Έλληνος, και εγέννησε τάς δύω διαλέκτους της, την Δωρικήν και Αιολικήν, διά του Δώρου και Αιόλου.
Προς Άρκτον, ιδού η Βοιβηΐς λίμνη και η Ανδίνιτσα, όπου κείνται απολελιθωμένα τα εκατοντόργεια μεγαλοθηρία, τα προκατακλυσμιαία εκείνα πλάσματα, μαρτυρούντα, ότι κατ’ αυτήν την τεράστιαν χώραν της Φθιώτιδος αληθώς επεφάνη του Υψίστου η δεξιά, συγκινήσασα τάς αβύσσους, τα ηφαίστεια και τα νέφη των ουρανών· και αληθώς υπήρξαν και ο ιστορικός κατακλυσμός του Δευκαλίωνος και οι μυθολογούμενοι Τιτάνες και Γίγαντες, οι μελετήσαντες την ουρανάβασιν αυτών διά της εφυψώσεως της Όσσης επί του Ολύμπου, και της Οίτης επί της Όσσης, και του Πηλίου επί της Οίτης.
Προς Ανατολάς, ιδού η Ιωλκός, όθεν η πρώτη ναυτική επιχείρησις της Ελλάδος έγινεν, όθεν εις ναύν επιμήκη, την Αργώ, επιβάντες ό,τε Ιάσων και Θησεύς, ό,τε Ηρακλής και οι Διόσκουροι, ό,τε Ορφεύς και Πηλεύς, έφθασαν μέχρι Κολχίδος και ανήρπασαν εκείθεν το Χρυσούν Δέρας.
Προς Δυσμάς, ιδού η Οίτη, ο στηλοβάτης του Ηρακλέους. Όταν τα νέφη βαθμηδόν σωρεύωνται εις την κορυφήν αυτής, παρίσταταί μοι εικοσάπηχος και κρατών το υπερμέγεθες ρόπαλόν του εκείνος· όταν δε αστραπαί και βρονταί συνεπέλθωσι, τότε φαίνεταί μοι, ότι διασχίζει τον χιτώνα της Δηϊανείρας και εν τη αστραπαία οργή των οφθαλμών του επιζητεί και αναρπάζει τον Λίχαντα και σφενδονίζει τον πανάθλιον μέχρι του Ευβοϊκού πελάγους.
Καταβάς εις την Λαμίαν, επεσκέφθην την ανθρακιάν, όπου ο ήρως Διάκος πολεμήσας τους Οθωμανούς και ζωγρηθείς απέθανεν εν τη φοβερά βασάνω του. Ως αρνίον στρεφόμενος περί την πυράν και την σάρκα καιόμενος, έγινεν ωπτός· αλλ’ ουδέ οιμωγήν αφήκεν ... ως άλλος Ηρακλής.
Και μίαν εσπέραν μετέβην προς τά Ύπατα, ανύων την πλησίον της πόλεως, κατά τον Λουκιανόν, αργαλέαν εκείνην οδόν, ήν διέβη εκείνος και μείνασαν έτι σήμερον αργαλέαν και ανωφερή. Εύρον δε σωζομένους εις την πόλιν παρά τον νύν στρατώνα τους τάφους, όπου αι περιώνυμοι μάγισσαι της Θεσσαλίας απελίθουν τους ανθρώπους ή μετεμόρφουν εις ζώα.
Πρό μηνών διατρίβω εις τα Ύπατα. Ανήρ του γένους έρχεται από της Θεσσαλίας και δροσίζει με και ανακαινίζει τάς σάρκας μου και την διάνοιάν μου. Και πολλάκις του Φερραίου Ρήγα το πνεύμα επί πτερύφων ανέμων έρχεται από του γείτονος πεδίου και εις τά ώτα μου ψιθυρίζει λόγους παρηγόρους. Αγαθή τύχη! γένοιτο! γένοιτο!...
Η Φθιώτις, κατά τάς ιστορικάς αναμνήσεις, εξισούται προς τάς Αθήνας και υπερτερεί την Σπάρτην.
Ύπατα, 27 Σεπτεμβρίου 1852.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΟΥΤΣΟΣ.»
 
 
 
ΠΗΓΗ
 
Εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1299/08-10-1852, σελίδες 1 & 2.