Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΤΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΤΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

«Από της κορυφής της Οίτης», του Νικολάου Δ. Χατζίσκου

Στην ετήσια περιοδική έκδοση «ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ» του έτους 1899 δημοσιεύθηκε λογοτεχνικό κείμενο του Νικολάου Δ. Χατζίσκου (1850-1917) με τίτλο «Από της κορυφής της Οίτης». Το κείμενο αποτελεί τρόπον τινά συνέχεια άλλου κειμένου του αυτού λογοτέχνη και πολιτικού με τίτλο «Από της κορυφής του Ελικώνος», το οποίο δημοσιεύθηκε στον τόμο της ίδιας σειράς «ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ» του έτους 1881 (βλέπε ΠΟΚΙΛΗ ΣΤΟΑ, έτος 1881, σελίδες 107-116).
Ο Νικόλαος Δ. Χατζίσκος έγραψε το κείμενο στη Λαμία τον Αύγουστο του 1891 και περιγράφει την εμπειρία του από επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Οίτη.
Ξεκινώντας από την Υπάτη και μετά από τρίωρη πορεία με τα άλογά τους, ο Χατζίσκος και η συνοδεία του έφτασαν σε ένα οροπέδιο της Οίτης. Εκεί κατέβηκαν από τα άλογα και προετοίμασαν τη νυκτερινή τους διαμονή. Ενώ ο Χατζίσκος ρέμβαζε το τοπίο και τη θέα, ορισμένοι συνοδοί του έκοψαν κλαδιά ελάτων και κατασκεύασαν γιατάκια. Άλλοι προετοίμασαν το δείπνο τους από ψημένο αρνί.
Μετά το δείπνο ακολούθησε κουβέντα γύρω από τη φωτιά με διηγήσεις κατορθωμάτων αρματολών και διάφορες άλλες ιστορίες. Από μακρυά κουδουνίσματα και ανθρώπινο σφύριγμα, πρόδωσαν την παρουσία ενός νεαρού βοσκού και του κοπαδιού του. Το είχε βγάλει για νυχτερινή βοσκή. Ο βοσκός πλησίασε, κάθισε οκλαδόν δίπλα στη φωτιά, έβγαλε από το σελάχι του ένα μικρό μαχαίρι και άρχισε να ξύνει ένα μικρό κομμάτι ξύλου που βρήκε μπροστά του. Όταν αναγνώρισε τον Χατζίσκο τον ρώτησε για την πολιτική κατάσταση και για τα μέτρα του κράτους εναντίον της ζωοκλοπής, παραπονούμενος για τη μάστιγα αυτή που ταλάνιζε την περιοχή της Φθιώτιδας καθώς και για τη φυγοδικία των κλεπτών.
Όταν τελείωσε η κουβέντα η παρέα έπεσε για ύπνο, με τον άνεμο που κατέβαινε από τις κορυφές του βουνού να νανουρίζει τους επισκέπτες. Μετά από δύο ώρες ο Χατζίσκος ξύπνησε ξεκούραστος. Όπως ομολογεί ο ίδιος δύο ώρες ύπνου στο βουνό ισοδυναμεί με τον πολύωρο ύπνο των πόλεων. Ξύπνησε τον οδηγό του, σέλωσαν τα άλογά τους και υπό το φως της σελήνης ξεκίνησαν για την κορυφή της Οίτης, όπου και έφτασαν μετά από λίγο.
Η θέα από εκεί πάνω είναι μοναδική. Ο Χατζίσκος, βλέποντας τις πρώτες ακτίνες του ηλίου, θυμάται το μύθο του γιού του Ήλιου Φαέθοντα. Εντυπωσιασμένος γράφει «Ιδού πρό εμού ο χάρτης της Στερεάς Ελλάδος...» και προβαίνει σε λεπτομερείς περιγραφές των βουνών, των κοιλάδων και των θαλασσίων κόλπων, που είναι ορατά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Μία ξαφνική κακοκαιρία όμως με νέφη, βροντές και ψιλόβροχο τον διακόπτουν. Πριν την αναχώρηση, μάζεψε μερικά σπασμένα κομμάτια από τη μαρμάρινη στήλη που στήθηκε προς τιμήν του βασιλικού ζεύγους του Όθωνα και της Αμαλίας, που είχαν ανέβει παλαιότερα στην κορυφή. Όπως σημειώνει «Η κοινωνική θύελλα κατέρριψε του θρόνου τούς βασιλείς εκείνους, η θύελλα των υετών συνέτριψεν εις τεμάχια την μαρμαρίνην στήλην. Το συντετριμμένον στέμμα επηκολούθησεν η συντριβείσα στήλη.». Με συγκίνηση και δάκρυα στα μάτια διάβασε στα κομμάτια της στήλης, εκτός των ονομάτων του βασιλικού ζεύγους, και το όνομα του πατέρα του Δημητρίου Χατζίσκου, ο οποίος συνόδευε τούς βασιλείς.
Το κείμενο του Νικολάου Δ. Χατζίσκου έχει ως εξής:

 
«Τέλος εφθάσαμεν μετά πορείαν τρίωρον από της κωμοπόλεως Υπάτης, οδεύοντες επί ίππων δι’ ατραπών βατών εν μέσω βραχώδους εδάφους και βραδύτερον υπό τάς μακράς σκιάς πελωρίων ελατών εις θέσιν ομαλήν εν είδει οροπεδίου, ένθα αφιππεύσαμεν. Ο ήλιος εχρύσου έτι τάς πετρώδεις κορυφάς της πολυσχιδούς Οίτης. Διά μέσου αποκρήμνου μακράς χαράδρας διεφαίνετο κάτωθεν ημών τμήμα της γραφικής πεδιάδος της Φθίας και άντικρυς εξηπλούτο όπισθεν της ολοσειράς της Όθρυος ως λιμήν προς νέας κτήσεις η λίμνη Νεζερός. Κεκμηκώς εξηπλώθην υπό γηραιάν ελάτην παρά κελαρίζοντα εκεί που κρυσταλλώδη ρύακα, αφιέμενος εις την ρέμβην των σκέψεων, αίτινες κατείχον το πνεύμα μου ιπτάμενον ακράτητον εις τάς διαυγείς του κενού εκτάσεις, ενώ οι ακολουθούντες με ετράπησαν εις την σύμπηξιν νυκτερινής κατοικίας και προπαρασκευήν τροφής· ο μέν κόπτων θαλερούς ελάτης κλώνους συνεπήγνυεν αρωματώδη στρωμνήν, απολήγουσαν εις χλοερόν ερεισίνωτον, (γιατάκι καλούμενον υπό του λαού) την στρωμνήν των αρματωλών και κλεπτών, ο δε απέξεεν οβελίσκον διατρυπών τεμάχιον αμνού, και άλλοι σύροντες απεξηραμένον ογκώδη κορμόν, ετοποθέτουν αυτόν πρό των κρασπέδων της ετοίμου ήδη απαλής στρωμνής μας ανάπτοντες πυράν. Οία αφελής παρασκευή αναμιμνήσκουσα εμοί τάς τύχας του Ροβινσώνος. Δεν παρήλθεν πολύς χρόνος ότε με αφύπνισεν είς των συνοδοιπόρων μου εκ του κατέχοντός με διηνεκούς ονείρου καλών με εις δείπνον. Και εκαθέσθημεν περί την φυσικήν εκείνην τράπεζαν. Οπόσοι εκ των δειπνούντων εις πολυτελείς τραπέζας θα επεθύμουν ν’ ανταλλάξωσι τα πολυτελή αυτών εδέσματα προς το απέριττον των βουνών δείπνον· οπόσοι ροφώντες το αρόφητον νάμα των ρυάκων της Οίτης, θα εμίσουν κατά το θέρος και αυτόν τον οίνον της Καμπανίας!
Το δείπνον διεδέχθησαν αι αφελείς εκείναι διηγήσεις των ορεσιβίων τέκνων της πατρίδος μας, οι άθλοι των αρματωλών, των όφεων και των αγρίων θηρίων τα μυθεύματα, ενώ της νυκτερινής αύρας η προσέγγισις διέχεε μέσω του αρμονικού θρού της ελάτης ευχάριστον τινα φρικίασιν εις τα σώματα ημών προσεγγιζόντων έτι μάλλον τάς λαμπεράς φλόγας του καιομένου κορμού. Τ’ άστρα υπέφωσκον άνω δειλά και ωχρά ως δάκρυα υποτρέμοντα αγνώστου θεότητος, εγχύνοντα εις την ψυχήν μας την γαλήνην της ερήμου. Σιγή διεδέχθη τάς αφελείς ημών διηγήσεις και μόνον η ελάτη εψιθύριζε την άγνωστον τοίς συνοδοιπόροις μου γλώσσαν της εσπέρας. Κωδωνίσκων αμφίβολος και αραιός ήχος έφθανε μέχρις ημών εντεινόμενος υπό συριγμούς ανθρωπίνους. Δεν εδίστασα να κατανοήσω ότι ήτο αιπόλος τις άγων εις νυκτερινήν βοσκήν το ποίμνιον αυτού. Και ιδού μετ’ ού πολύ νεανίας επλησίασεν ημάς. Ζωηρός την όψιν, ευσταλής το σώμα εκάθισεν οκλάδην παρά την πυράν και εξαγαγών εκ του σελαχίου του μαχαιρίδιον ήρξατο αποξέων τεμάχιον ξύλου εκεί που ερριμένον, αποκρινόμενος λακωνικώς εις τάς ερωτήσεις ημών. Μόλις μ’ εγνώρισεν ηθέλησεν ο μικρός εκείνος αιπόλος να πληροφορηθή οποία μέτρα ελήφθησαν παρ’ ημών των αντιπροσώπων του έθνους περί δημοσίου ασφαλείας και ιδία περί ζωοκλοπής. Δεν μοι παρεπονέθη περί της βαρείας φορολογίας, ουδέ περί της κακής απονομής της δικαιοσύνης μας ελάλησεν, αλλ’ ήρξατο αφηγούμενος περί των γενομένων ζωοκλοπών, περί της λυμαινομένης την χώραν μας φυγοδικίας! «Μέσα σαυτούς τούς δρόλαπας και τα χιόνια που μάς έριξεν ο Θεός δόστε μας τουλάχιστον την ασφάλεια της ζωής μας και της μικράς αυτής αγέλης μας, και προσπαθήσατε να μη ξαναγίνη το κακόν που ήτανε άλλοτε της κλεφτουριάς στον τόπο μας». Οίον μάθημα μοί έδωκεν ο μικρός εκείνος αιπόλος, ή μάλλον οποίον μάθημα δίδει εις τους κυβερνήτας της χώρας το τέκνον των βουνών, το προωρισμένον να ποδηγετήται υπ’ εκείνων και να τυγχάνη της αγρύπνου προστασίας αυτών.
Και ύστερον ζητούμεν να επιτελέσωμεν το προς τούς υποδούλους αδελφούς κληροδοτηθέν ημίν καθήκον διά της αιματοβαφούς διαθήκης των προγόνων μας, συντάττοντες την χώραν διά της ανοργανώσεως των στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων αυτής, και ύστερον ζητούμεν ν’ ανορθώσωμεν την εν τώ εξωτερικώ δημοσίαν πίστιν, κανονίζοντες τα οικονομικά της χώρας ούτως ώστε να εμπνεύσωμεν πεποίθησιν εις τα ξένα κεφάλαια και ύστερον συζητούμεν περί αυτοδιοικήσεως των δήμων, και αμεριμνώμεν περί του σπουδαιοτάτου ερείσματος της πολιτείας, άνευ του οποίου αποσυντίθεται ο οργανισμός παντός ευνομουμένου κράτους. Στερούμεθα δημοσίας τάξεως, στερούμεθα δημοσίας ασφαλείας. Εγείρομεν όθεν πάντες οι αντιπρόσωποι του λαού και του τύπου οι εργάται την φωνήν ημών υπέρ της επικρατήσεως της ασφαλείας και της τάξεως, εργασθώμεν προς εμπέδωσιν του ασφαλούς αυτού θεμέθλου της πολιτείας, υψούμενοι υπεράνω του πολιτικού ανταγωνισμού, κατά πατούντες το ερπετόν του ειδεχθούς φατριασμού.
… Ήδη η νύξ βασιλεύει πανταχού, ο είς κατόπιν του άλλου κλίνομεν εις ύπνον, βαυκαλιζόμενοι υπό του κελαρύσματος του αεννάως κυλινδουμένου ρύακος και της ελάτης ψιθυριζούσης το υπναλέον αυτής άσμα. Από της κορυφής του βουνού κατέρχεται ριγηλός ο άνεμος αναγκάζων ημάς να συσπειρώμεθα υπό τα εγχώρια καλύμματα των ορεσιβίων. Και ο γηραιός κορμός καίεται θερμαίνων ημάς ως άγρυπνος φύλαξ διά των φλογών αυτού· ομολογώ ότι δίωρος ύπνος ανεπλήρωσεν εν εμοί τον μακρόν ύπνον των νυκτών των πόλεων. Εμεσουράνει η πλειάς ότ’ εγερθείς αφύπνισα τον πρόθυμον οδηγόν μου τον μέλλοντα να με οδηγήση εις την υψηλοτέραν ακρώρειαν της Οίτης. Παρεμείναμεν επ’ ολίγον την ανατολήν της φθινούσης σελήνης, και επισάξαντες τον ίππον ηρξάμεθα οδεύοντες εν μέσω του σκότους συγκιρνομένου υπό τάς ωχράς ακτίνας αυτής. Ηκολούθουν τον ακαταπόνητον εκείνον οδηγόν μου, ως ο Δάντης την αιθερίαν αυτού οδηγόν, αγνοών που βαίνω. Εδώ ανυψούντο πελώριοι ελάται, μαύραι ως άλλου γίγαντος σκιαί, εκεί προέβαλον απόκρημνοι βράχοι λευκαινόμενοι υπό της φοίβης ως ωχρά φάσματα του ασφοδελούς λειμώνος, ένθεν ηκούοντο καταρρέοντα ύδατα, και εις τα βάθη αντελάλει η κραυγή ποιμενικού τινος κυνός ως άλλη υλακή του κερβέρου, εικών τελεία του αρχαίου άδου, ενώ άνωθεν εσελάγει το στερέωμα του ουρανού αναπαριστών κατ’ αντίθεσιν του κάτω σκοτεινού κόσμου το φωτεινόν μέλλον της αθανάτου ψυχής. Λεπτή αρωματώδης αύρα διέπνεεν ωσεί κατερχομένη εκ των άστρων, ίν’ ασπασθή τά βλέφαρα ημών, φίλημα αοράτου προσφιλούς ψυχής εκεί που περιϊπταμένης, μεθ’ ής άλλοτε εν τη ζωή ανήλθον την κορυφήν του Ελικώνος. Προς βορράν εξετείνετο λαμπρά η μεγάλη άρκτος, άνωθεν των κεφαλών μας εσπινθήριζε το σύμπλεγμα της πλειάδος, ενώ φωτοβόλος ο μεγαλοπρεπής αστερισμός του Ωρίωνος διηυλάκου ως άλλη ομηρική άμαξα τα κυανά του άνω πόντου πελάγη, και πέραν προς την Δύσιν τηλαυγής ο αστήρ της Αφροδίτης διεχάραττεν ως ειδήμων οδηγός της αναμενομένης ηούς την αιθερίαν τροχιάν. Έν προς έν εσβέννυντο τ’ άστρα ως άλλα ωχρά άνθη δρεπόμενα υπό της νυκτός διά της σεληνιαίας αυτής δρεπάνης ήν επί τέλει απέκρυπτε και αυτήν όπισθεν της ακρωρείας του Τυμφρηστού, ζηλότυπος μη δι’ αυτών κοσμήση το άρμα της η υποφώσκουσα ηώς... Ολίγα έτι βήματα και φθάνομεν επί της κορυφής τής Οίτης.
Επάτησε τέλος ο πούς μου τα παρθενικά αυτής εδάφη.
Χαίρε πεφιλημένη της Οίτης κορυφή. Χαίρε των ανέμων και των υετών η κατοικία. Χαίρε της βροντής και των χιόνων η στρωμνή. Χαίρε αιώνιε τάφε του Ηρακλέους.
Οίον απερίγραπτον θέαμα εκτυλίσσεται κάτωθεν ημών. Εν μέσω φωτεινής ομίχλης διαδοχικώς προβάλλουσιν αι κορυφαί των κύκλω ορέων, αι άκραι των αιγιαλών, η πλάξ της θαλάσσης και τέλος τα πλάτη των κοιλάδων. Νομίζει τις ότι την στιγμήν εκείνην συμπαρίσταται μάρτυς του υπερτάτου όντος δημιουργούντος διά της πνοής αυτού την πλαττομένην φύσιν. Και μετ’ ού πολύ γιγαντιαίαι ακτίνες εξαπλούμεναι ανά τον ορίζοντα, εγχύνουσι προς ανατολάς ατελεύτητον υπέρυθρον λάμψιν· ούτως ως άλλη πυρκαϊά λυμαίνεται την φύσιν ολοκληρον.
Πρώτην φοράν καθ’ ήν συνέλαβον ακριβή ιδέαν του μύθου του Φαέθοντος. Ενόμιζέ τις ότι την στιγμήν εκείνην επιβαίνων του άρματος του πατρός αυτού ο τολμηρός υιός παρασύρεται υπό των θυμοειδών εκείνων ίππων και αδεξίως ηνιοχών ολίγου δείν να πυρπολήση τον κόσμον όλον, ότε κεραυνούμενος παρά του Διός υποκαθίσταται υπό του αθύμονος αυτού πατρός, όστις μεγαλοπρεπής ανέρχεται εκ του πόντου επί του άρματος αυτού καταπόρφυρος εκ της καταλαβούσης αυτόν οργής. Δυνάμεθα προς στιγμήν να τον ατενίσωμεν νεύοντα χαμαί, ότε πρό του καθήκοντος λησμονών την κατέχουσαν οργήν ρίπτει το βλέμμα του ανά την υπ’ αυτόν φωτιζομένην φύσιν αναγκάζων ημάς τούς θνητούς να μη τολμώμεν ν’ ατενίσωμεν αυτόν. Εγγύς μου διακρίνω επί λιθίνου βάθρου πυραμίδα εκ λίθου Πεντελικού, αλλ’ αφήνω να περιεργασθώ την διαρκή αυτήν ανάμνησιν φιλομούσου ηγεμόνος βραδύτερον, θαμβούμενος πρό του κύκλω μου εκτυλισσομένου μεγαλοπρεπούς θεάματος. Το χειροποίητον έργον υποχωρεί πρό του έργου του Δημιουργού.
Ιδού πρό εμού ο χάρτης της Στερεάς Ελλάδος και πέραν αυτής ιχνογραφούμενος υπό των χειρών του Δημιουργού. Κάτωθεν ο Λαμιακός κόλπος ως μικροσκοπικός λιμήν περισφηνούμενος υπό των ορέων της Λοκρίδος, εις τάς αμμώδεις του οποίου ακτάς διακλαδούται ως εις ράκη εσχισμένα ο τελμογόνος Σπερχειός. Και κύκλω αυτού ομαλή, χρυσίζουσα η πεδιάς της Φθιώτιδος, πεποικιλμένη υπό χωρίων προσομοιαζόντων αγέλην περιστερών, άνω των οποίων υπέρκειται η προσφιλής μοι πόλις της Λαμίας. Παρ’ αυτόν εξαπλούται νωχελώς ως άλλη Τιτανίς τανύουσα τούς βραχίονας αυτής, μόλις αφυπνισθείσα, η νήσος Εύβοια, διήκουσα μέχρι των ορέων της Καρυστίας, επί των ώμων της οποίας επικάθηται νεφύδριον ομοιάζον προς κροσσωτόν επωμίδιον περιχρυσωμένον υπό του ηλίου, πέραν γαλανός ο Ευβοϊκός κόλπος ηρεμεί στιζόμενος υπό των λιχάδων, αίτινες ανέδυσαν επ’ αυτού κατά την εκσφενδόνισιν του γίγαντος Λίχα εντεύθεν εκ μιάς ακρωρείας της Οίτης υπό του ημιθέου Ηρακλέους, όστις μετά τοιαύτης ορμής ετίναξε μακράν εκεί τον σφοδρόν αυτού αντίπαλον, ώστε υπό τους πόδας αυτού διεσχίσθη εις απόκρημνον χαράδραν το έδαφος εφ’ ού έστη.
Ώ δεν είναι μύθος της αρχαίας ημών πατρίδος όστις να μη υποκρύπτη εν αυτώ σοφήν τινα αλληγορίαν, ακριβή παρατήρησιν, αλήθειαν. Δεν διαβλέπει τις εν τώ μύθω αυτώ του Ηρακλέους το αποτέλεσμα μεγάλου σεισμού διασχίσαντος μίαν των κορυφών της Οίτης εις μέγα χάσμα, ούτινος ο αντίκτυπος εδόνησε τα βάθη του Ευβοϊκού κόλπου, εκ των σπλάχνων του οποίου ανέδυσαν ως τμήματα διαμελισθέντος σώματος αι νήσοι Λιχάδες;
Όπισθεν της Ευβοίας ο απέραντος πόντος και εν μέσω αυτού η νήσος Σκύρος, διακρινομένη ως μελανόν νέφος, και πέραν αυτής το αχανές συνυφαινόμενον μετά του ομιχλώδους ορίζοντος. Δυστυχώς δεν ήτο τόσω διαυγής η ατμόσφαιρα, ώστε να φθάση ο οφθαλμός μας πέραν ακόμη μέχρις εκεί, ένθα η παράδοσις λέγει, μέχρι των ακτών του Ελλησπόντου. Εντεύθεν εκτείνεται η πεδιάς της Λοκρίδος και όπισθεν αυτής διαβλέπομεν ως ομιχλώδη θάλασσαν την απέραντον της Κωπαΐδος πεδιάδα· ουχί μακράν αυτής διαγράφεται εις το κενόν η κορυφή του Ελικώνος. Μέλαν νέφος αιωρείται άνωθεν αυτού ως άλλος πένθιμος πέπλος, όστις απέπτη των νενφελών των φυγαδευθεισών υπό των ατελευτήτων πυρκαϊών του δάσους ερατεινών Μουσών. Αναφαντάζομαι το ιερόν εκείνο τέμενος των Μουσών υπό τάς υπωρείας του οποίου εδιδάχθη την γλώσσαν αυτών ο πολύς Ησίοδος, έρμαιον ήδη του πυρός και της ασυγγνώστου αμελείας ημών. Βλέπω του Κιθαιρώνος τάς πετρώδεις κορυφάς και διά των πευκοστεφών κρημνών αναπλάττω βαδίζοντα επί της βακτηρίας του τον τυφλόν Οιδίποδα υπό την οδηγίαν της εγκαρτερούσης Αντιγόνης. Εντεύθεν ανυψούνται ωσεί αλληλοκρατούμεναι αι ολοσειραί (sic!) του Κόρακος (των Βαρδουσίων και της Γκιώνας) και έναντι αυτών εγείρεται ως γίγας ο νεφοστρίμμων Παρνασσός. Ώ, αν ήτο δυνατόν να ποτισθώ τα νάματα της Κασταλίας, όπως μέλψω τον Απόλλωνα εν μέσω των νυμφών ορχουμένων περί αυτόν, και σκιαγραφήσω το ιερόν αυτού τέμενος, το άδυτον των Δελφών. Δυτικώς τυπούται επί του ουρανίου χάρτου η κωνοειδής του Τυμφρηστού ακρώρεια και όπισθεν αυτής τ’ απόκρημνα της Ευρυτανίας βουνά. Πέραν εκεί διαγράφεται το σύδενδρον Πήλιον, αναμιμνήσκον μοι την αρχαίαν Ιωλκόν, τούς άθλους της Αργοναυτικής εκστρατείας, την Κολχίδα και της Μηδείας το φοβερόν πάθος της ζηλοτυπίας, και επί των πτερύγων της αύρας φέρονται εις το ούς μου οι στίχοι του πρωτομάρτυρος της ελευθερίας Ρήγα Φερραίου. Απώτερον εκτείνεται του Πίνδου η μακρά σειρά, αφ’ ής ακούεται υπόκωφος ο κρότος των επιπολαζόντων εκεί κεραυνών. Χαιρετίζων μετά σεβασμού τα εδάφη εφ’ ών το πρώτον ανεφάνησαν τα στίφη των αρματωλών και κλεφτών, των προαγγέλων αυτών της αναγεννηθείσης εκ της τέφρας μητρός Ελλάδος, στρέφω ένδακρυ το όμμα προς την γραφικήν όασιν, ήτις ενέπνευσε τόσω θαυμασίως την δημώδη ποίησιν εις το να εξυμνήση τα κάλλη αυτής και του γηραιού Ολύμπου, όστις εις το βάθος ανυψούται θίγων τον ουράνιον θόλον. Ένθουν το πνεύμα μου ίπταται εις τούς χρόνους της μυθολογίας και μοί παρίσταται ωσεί πρό των ομμάτων μου η έδρα των Θεών.
Αναφαντάζομαι τούς Ολυμπίους ευωχουμένους. Την Αφροδίτην φιλαρέσκως κρατούσαν το μήλον του κάλλους, την Αθηνά σωφρόνως διαλεγομένην μετά του Απόλλωνος, την Ήβην τείνουσαν τώ πατρί ανδρών τε θεών τε κύπελλον νέκταρος, την Ήραν οργίλως ατενίζουσαν αυτόν, τον Ήφαιστον σκώπτοντα και τον Ερμήν φέροντα τα πέδηλα αυτού, και μετ’ ού πολύ ιπτάμενον τον άγγελον αυτόν του Διός ανά του Καυκάσου τα πάγη, κομίζοντα, τίς οίδεν, οίαν αγγελίαν εις τον εκεί προσπεπασσαλευμένον Προμηθέα, και εν τώ άμα βλέπω τον Όλυμπον καλυπτόμενον υπό νεφελών, άς συνεσώρευσεν η μήνις του νεφεληγερέτου Διός...
.....Τα νέφη πολλαπλασιαζόμενα καλύπτωσι το πλείστον του ορίζοντος...βρονταί ακούονται...ψεκάδες πίπτουσι. Και πρίν ή αποχαιρετίσω την κύκλω μου εκτυλισσομένην μεγαλοπρεπή φύσιν, ίσταμαι προς της εκεί υψουμένης πυραμίδος. Κύψας συνέλεξα τεμάχιά τινα τεθραυσμένα εις ανάμνησιν και της επί του όρους αναβάσεώς μου, και της αναμνήσεως της επί της Οίτης αναβάσεως των φιλομούσων εκείνων ηγεμόνων, του Όθωνος και της Αμαλίας, οίτινες κατά το θέρος περιερχόμενοι την Ελλάδα πάσαν δεν άφινον αξιοθέατον μέρος, δεν άφινον κορυφήν βουνού όσω και απόκρημνον, ήν να μη επεσκέπτοντο, λάτρεις του καλού, τέκνα της ποιητικής οικογενείας των Βιτελσβάχων. Η κοινωνική θύελλα κατέρριψε του θρόνου τούς βασιλείς εκείνους, η θύελλα των υετών συνέτριψεν εις τεμάχια την μαρμαρίνην στήλην. Το συντετριμμένον στέμμα επηκολούθησεν η συντριβείσα στήλη. Και μόνον ο οδοιπόρος διακρίνει επί των μαρμαρίνων τεμαχίων τα ονόματα των σεπτών της πατρίδος μας πρώτων βασιλέων. Δεν τα εξήλειψεν ο χρόνος, ως δεν εξηλήφθη η αγαθή αυτών ανάμνησις από τάς καρδίας των Ελλήνων. Παρά τα ονόματα αυτά τα τετιμημένα αναγινώσκω και τ’ όνομα του σεβαστού μοι πατρός, ακολουθήσαντος τους ηγεμόνας εκείνους και εν τη ευτυχία και εν τη δυστυχία. Δάκρυ κατέβλυσε των ομμάτων μου. Δεν ήτο μόνον το δάκρυ υιού επί τη θλιβερά αναμνήσει της στερήσεως πολυτίμου πατρός, ήτο το δάκρυ, όπερ χύνει η ανθρωπότης αναφανταζομένη ότι η τόση έμπνευσις η κατέχουσα επί τώ εκτυλισσομένω θεάματι της μάγου φύσεως τα στήθη εκείνων, υφ’ ής εξάρσεως κατέχομαι και εγώ την στιγμήν αυτήν, μετεβλήθη εις σποδόν...
Και κύπτων την κεφαλήν κατέρχομαι βαρυαλγής τάς πλευράς του όρους, ανακράζων προς την κύκλω μου αποχαιρετιζομένην φύσιν: «Ώ φύσις πόσον είσαι ωραία αλλά και πόσον σκληρά εις τα τέκνα σου».
(Έγραφον εν Λαμία κατ’ Αύγουστον του 1891)

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Δ. ΧΑΤΖΙΣΚΟΣ

❁❁❁»
 
ΠΗΓΗ
  
Περιοδική έκδοση ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ, Περίοδος Β΄, έτος 1899, σελίδες 451-456.