Στη Στερεά Ελλάδα η ισχυρή κλεφταρματολική παράδοση και η ύπαρξη οπλαρχηγών με τόλμη και υψηλό φρόνημα (Οδυσσέας Ανδρούτσος, Δήμος Σκαλτσάς, Πανουργιάς, Βασίλης Μπούσγος, Δυοβουνιώτης, Αθανάσιος Διάκος, Κομνάς Τράκας, Παπαντρέας, κ.ά.) επέτρεψαν την εξέγερση και επιτυχία της Επανάστασης του 1821. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου (22 Μαρτίου 1821) προς τους Γαλαξιδιώτες: «Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου».
Η τεκμηρίωση για την ατομική συμμετοχή στον αγώνα πραγματοποιείται μέσα από το Αρχείο Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία, τη Βιβλιοθήκη της Βουλής και τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Οι κατάλογοι των αγωνιστών δημιουργήθηκαν μετά το τέλος της επανάστασης. Εκεί αναγράφονται τα ονόματα των αγωνιστών και τα σώματα των οπλαρχηγών, με τα οποία πολέμησαν.
Στην έρευνα για ανεύρεση αγωνιστών του 1821 με καταγωγή από το Τσερνοβίτι, καθοριστικό ρόλο έπαιξε η αποστολή του «Ονομαστικού Καταλόγου αριστούχων προς χρήσιν της διανομής των αριστείων» από το διαχειριστή του Ιστολογίου ΑΡΧΑΝΙ, τον οποίο και ευχαριστούμε ιδιαίτερα. Ο κατάλογος προέρχεται από την ψηφιοποιημένη συλλογή των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Στον κατάλογο περιέχονται 217 ονοματεπώνυμα κατοίκων της Φθιώτιδας, όπως αναφέρεται στο διαβιβαστικό έγγραφο του Υπουργείου Στρατιωτικών προς τον Δρόσο Μανσόλα. Αποτελούν μέρος των χιλιάδων Φθιωτών που συμμετείχαν στην Επανάσταση του 1821. Σ’ αυτούς απονέμεται «Αριστείον» για τη συμμετοχή τους στον Αγώνα[1]. Φέρει ημερομηνία «Αθήναι την 18 Μαΐου 1844» και υπογράφεται από τον Υπουργό Στρατιωτικών Π. Ρόδιο[2]. Κάτω από την υπογραφή του Υπουργού υπάρχει η στρογγυλή κρατική σφραγίδα, η οποία περιέχει το εθνόσημο. Το εθνόσημο περιβάλλει η επιγραφή Η ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜ[ΑΤΕΙΑ] ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤ[ΕΙΑΣ]. Μεταξύ των Φθιωτών περιλαμβάνονται και τα ονοματεπώνυμα οκτώ κατοίκων του Τσερνοβιτίου (Εικ.1-4):
Α/Α
|
Είδος αριστείου
|
Ονοματεπώνυμο
|
Διαμονή
|
Χωρίον
|
Δήμος
|
Επαρχία
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
160
|
Σιδηρούν
|
Παππαδημήτρης
Ιερεύς
|
Τσερνοβίτι
|
Φαλάρων
|
Φαλάρων
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
163
|
Σιδηρούν
|
Αναγνώστης
Σπαρτιώτης
|
Τσερνοβίτι
|
Φαλάρων
|
Φαλάρων
|
164
|
Σιδηρούν
|
Δημήτριος
Βασόπουλος
|
Τσερνοβίτι
|
Φαλάρων
|
Φαλάρων
|
165
|
Σιδηρούν
|
Δημήτριος
Τσατσούλας
|
Τσερνοβίτι
|
Φαλάρων
|
Φαλάρων
|
166
|
Σιδηρούν
|
Αναγνώστης
Μπακαλιανός
|
Τσερνοβίτι
|
Φαλάρων
|
Φαλάρων
|
167
|
Σιδηρούν
|
Κωνσταντής
Μπαλδάς
|
Τσερνοβίτι
|
Φαλάρων
|
Φαλάρων
|
168
|
Σιδηρούν
|
Γιάννης
Κωνσταντίνου
|
Τσερνοβίτι
|
Φαλάρων
|
Φαλάρων
|
169
|
Σιδηρούν
|
Αντώνιος
Νικολάου
|
Τσερνοβίτι
|
Φαλάρων
|
Φαλάρων
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
Για τα αναγραφόμενα ονοματεπώνυμα πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
-Τα Αναγνώστης Σπαρτιώτης, Δημήτριος Βασόπουλος, Δημήτριος Τσατσούλας, Γιάννης Κωνσταντίνου και Αντώνιος Νικολάου σήμερα είναι άγνωστα. Ο Παππα-Δημήτρης ήταν ο ιερέας του χωριού. Δεν αναφέρεται το επώνυμό του παρά μόνο η ιερατική του ιδιότητα. Το επώνυμο Σπαρτιώτης φανερώνει τόπο καταγωγής τη γειτονική Σπαρτιά. Τα Κωνσταντίνου και Νικολάου είναι πατρώνυμα, τα οποία καθιερώθηκαν αργότερα ως επώνυμα κατά τη συνήθεια της εποχής.
-Από λάθος του γραφέα αντί του ορθού Μπακαλιάνος αναγράφεται Μπακαλιανός. Επίσης Μπαλδάς αντί Μπαλτάς.
Ο Αναγνώστης Ιωάννου Μπακαλιάνος γεννήθηκε το 1799 ή το 1801. Το 1821 ήταν 22 ή 20 ετών. Ψήφισε στις εκλογές το 1856 και 1865. Το 1879 δεν ψηφίζει, προφανώς, ως αποβιώσας.
Ο Κωνσταντής Μπαλτάς γεννήθηκε το 1790. Το 1821 ήταν 30 ετών. Ψήφισε στις εκλογές του 1856. Έκτοτε δεν εμφανίζεται στους εκλογικούς καταλόγους.
Εκτός από τα ονοματεπώνυμα αυτά, από έρευνα στην ιστοσελίδα των Γενικών Αρχείων του Κράτους εντοπίσθηκε «Ονομαστικός κατάλογος στρατιωτών του Σώματος Εθνοφυλακής του τμήματος Λαμίας που έχουν δικαίωμα απονομής των σιδηρών εθνοσήμων». Ανάμεσα στα 115 ονοματεπώνυμα εντοπίσθηκε ένα ονοματεπώνυμο στρατιώτη κατοίκου Ραχών με καταγωγή το Τζιρνοβίτι. Ο ενδιαφερόμενος είναι υποψήφιος προς απονομή σιδηρού αριστείου για τη συμμετοχή του στον Αγώνα (Εικ.5):
Ονομαστικός κατάλογος στρατιωτών του Σώματος Εθνοφυλακής του τμήματος Λαμίας που έχουν δικαίωμα απονομής των σιδηρών εθνοσήμων
Α/Α
|
Αριθμός
ανά Σώμα
|
Στρατιώτες
των Σωμάτων
|
Όνομα
και Επώνυμον
|
Βαθμολογία
|
Παρατηρήσεις:
Πατρίς και Διαμονή
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
30
|
30
|
........
|
Τριαντάφυλλος Χορμάζος
|
Στρατιώτης
|
Τζιρνοβίτι, διαμονή Ράχες
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
.
.
|
Ο Τριαντάφυλλος Χορμάζος [Κορμάζος] κατάγεται από το Τσερνοβίτι αλλά το 1844 διαμένει στις Ράχες.
* * *
Η γεωγραφική θέση της Φθιώτιδας αποτελούσε το φυσικό πέρασμα των σουλτανικών στρατευμάτων, που κατέβαιναν από τη Θεσσαλία με προορισμό την Αττικοβοιωτία, την Εύβοια και την Πελοπόννησο. Η περιοχή δοκιμάσθηκε από σκληρές πολεμικές αναμετρήσεις. Οι τοπικοί οπλαρχηγοί έδωσαν αρκετές μάχες με σκοπό την ανάσχεση των τουρκικών δυνάμεων και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη φθορά τους.
Στις αρχές του 1821 πραγματοποιείται η επέλαση των Ομέρ Βρυώνη (Τουρκαλβανός) και Κιοσέ Μεχμέτ (Τούρκος). Ακολουθεί ο ηρωϊκός και οδυνηρός θάνατος του Αθανασίου Διάκου στη Λαμία (τότε Ζητούνι, τουρκ. Zeitun ή Izdin).
Αποτέλεσμα της αναστάτωσης που προκλήθηκε από τα πολεμικά γεγονότα του πρώτου έτους, είναι η αιχμαλωσία άμαχου πληθυσμού της Φθιώτιδας. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν κι ένα επτάχρονο παιδί από το Τσερνοβίτι: ο Πανταζής Σαζενογεωργάκης. Σε πίνακα Ελλήνων αιχμαλώτων των επαρχιών Φθιώτιδος και Λοκρίδος (Εικ.6), που συντάχθηκε το 1837 από το Διοικητή Φθιώτιδος Αδάμ Δούκα, σε σύνολο 119 αιχμαλώτων αναφέρεται με αύξοντα αριθμό 101 ο Πανταζής Σαζενογεωργάκης ετών 7 από το Τσερνοβίτι[3]. Αιχμαλωτίσθηκε το 1821 και το 1837 βρισκόταν στο γειτονικό Αλμυρό στη δούλεψη του υιού του Σαΐταγα (Εικ.7). Ο Σαΐταγας ήταν ο Αγάς του Αλμυρού την εποχή αυτή. Ο μικρός Πανταζής από το Τσερνοβίτι πουλήθηκε από τους Οθωμανούς στρατιώτες στο Σαΐταγα από τον οποίο δόθηκε ως υπηρέτης στο γιό του, πιθανότατα λόγω του νεαρού της ηλικίας. Το 1837 ο Αλμυρός ανήκε στην Οθωμανική επικράτεια. Τα σύνορα του νεότευκτου ελληνικού κράτους βρισκόταν λίγο βορειότερα της Σούρπης. Το όνομα Πανταζής είναι βαπτιστικό. Απαντά σε ψηφοφόρο του Τσερνοβιτίου στον εκλογικό κατάλογο του 1879 (Κούτρας Πανταζής). Το Σαζενογεωργάκης ίσως ήταν Σαϊνογεωργάκης. Το Σαΐταγας μεταγράφεται ως Σαΐντ ο Αγάς. Το όνομα Σαΐντ είναι αραβικό (στα αραβικά سيد). Στα ελληνικά σημαίνει Κύριος, Άρχοντας. Οι Οθωμανοί το δανείσθηκαν από τους Άραβες.
Την άνοιξη του 1822 ο Μαχμούτ πασάς (Δράμαλης, καταγόμενος δηλαδή από τη Δράμα), ξεκινώντας από τη Λάρισα με σκοπό την κατάπνιξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο, πέρασε από τη Φθιώτιδα. Ο στρατός του ήταν πολυπληθέστατος: 30.000 άνδρες με 18.000 άλογα, 30.000 μουλάρια ως μεταγωγικά, 500 καμήλες και 6 κανόνια. Η στρατιωτική αυτή δύναμη ήταν πρωτόγνωρη για την εποχή της. Οι Έλληνες με τις λιγοστές δυνάμεις τους αδυνατούσαν να τον αντιμετωπίσουν. Στη Ρούμελη περιορίσθηκαν σε κλεφτοπόλεμο και αγώνα φθοράς. Το Μάϊο του 1822 έγινε μάχη κοντά στο Τσερνοβίτι με τμήμα της στρατιάς του Δράμαλη, που είχε επικεφαλής τους Τουρκαλβανούς Χατζημουχταραίους. Ο καπετάνιος Φίλων Δούκας τους πολέμησε γενναία και τους συνέλαβε όλους αιχμαλώτους[4]. Ο Φίλων Δούκας ήταν τοπικός οπλαρχηγός. Το 1842 τον συναντούμε υπολοχαγό της Βασιλικής φάλαγγας με τόπο μόνιμης κατοικίας τη Στυλίδα. Τότε αιχμαλωτίσθηκαν τρεις κάτοικοι του Αχινού (αύξοντες αριθμοί στον πίνακα: 29, 30, 31) και ένας από τους Μύλους (αύξων αριθμός στον πίνακα: 32) (Εικ.8).
Τέλη Μαΐου 1823 πραγματοποιείται η εισβολή του Γιουσούφ πασά Περκόφτσαλη με 6.000 στρατό και του Σαλίχ πασά της Ανδριανουπόλεως με 4.000. Ο Γιουσούφ πασάς Περκόφτσαλης, φρούραρχος της Δοβρουτσάς, ήταν Τουρκαλβανός. Ορίσθηκε την 1η Φεβρουαρίου 1823 σερασκέρης (τουρκ. Serasker), για την κατάκτηση του Μοριά στη θέση του Δράμαλη. Μπρος στην επέλασή τους, μεγάλο μέρος των γυναικοπαίδων της Φθιώτιδας μετακινήθηκε προς τα ορεινά. Ειδικά ο Περκόφτσαλης απ’ όπου περνούσε, σκορπούσε την καταστροφή. Τη χρονιά αυτή έχουμε και τους περισσότερους αιχμαλώτους από την Ανατολική Φθιώτιδα. Από τους Μύλους αιχμαλωτίσθηκαν τέσσερεις κάτοικοι (αύξοντες αριθμοί στον πίνακα: 68, 69, 70, 72), από τον Αχινό ένας (αύξων αριθμός στον πίνακα: 71), από το Γαρδίκι (σήμερα Πελασγία) δύο (αύξοντες αριθμοί στον πίνακα: 74 και 75) και από τη Βρύνενα δύο (αύξοντες αριθμοί στον πίνακα: 76 και 78) (Εικ.7).
Το Τσερνοβίτι, όπως και τα περισσότερα χωριά της περιοχής, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 ερήμωσε.
Σύμφωνα με μαρτυρία του Αλέξανδρου Δ. Αλεξόπουλου «οι Τούρκοι ανέβαιναν προς τα βουνά μέσα από το ποτάμι (Βελλάς). Οι κάτοικοι των χωριών, και του δικού μας, είχαν κρυφτεί σε σπηλιές και σε γκρεμούς για να γλυτώσουν τη σφαγή. Οι Τούρκοι, όποιον έβρισκαν τον σκότωναν. Κάποιος Αλεξόπουλος δεν ήξερε για τους Τούρκους και κατέβαινε προς τα κάτω. Οι χωριανοί του φώναζαν να γυρίσει πίσω αλλά αυτός δεν άκουσε. Οι Τούρκοι όταν τον βρήκαν τον σκότωσαν. Πήγαν στο παλιό χωριό (Τσερνοβίτι) και έκαψαν όλα τα σπίτια, εκτός από ένα σπίτι Χαδέϊκο». Η μαρτυρία μεταφέρθηκε από τον παππού του Αλέξανδρο Δ. Αλεξόπουλο (1892-1984), όπως την άκουσε από το δικό του παππού Αλέξανδρο Δ. Αλεξόπουλο (1845-;). Συμπληρώνεται από άλλη μαρτυρία των αδελφών Μαρίας Γ. Αρμυριώτη (1922-2007) και Δέσποινας Δ. Αλεξοπούλου (1914-1997), όπως τις άκουσαν από τη γιαγιά τους: «οι Τούρκοι ανέβαιναν προς το παλιό χωριό. Στο δρόμο φώναζαν γυναικεία ονόματα για να ξεγελαστούν οι γυναίκες και να βγουν από τις κρυψώνες τους: –Έλα Μαρία, έλα Ελένη, φώναζαν. Κάποιος Τούρκος είχε σουβλίσει με το σπαθί ένα μωρό. Το σήκωνε ψηλά και φώναζε κι αυτός γυναικεία ονόματα για να βγεί από την κρυψώνα η μάνα του παιδιού. Οι γυναίκες όμως φοβόταν πάρα πολύ και δεν έβγαιναν». Διαπιστώνεται ότι οι Οθωμανοί επιδρομείς γνώριζαν ελληνικά. Αυτό σημαίνει ότι ήταν μουσουλμάνοι αλβανικής καταγωγής (Τουρκαλβανοί), οι οποίοι γνώριζαν και την ελληνική γλώσσα.
Τα φρικιαστικά αυτά γεγονότα, συνέβησαν κατά την επαναστατική περίοδο. Οι συγκλονιστικές αυτές μαρτυρίες τεκμηριώνονται:
1)από την εποχή που έζησε ο Αλέξανδρος Δ. Αλεξόπουλος (1845-;). Τα γεγονότα της επανάστασης ήταν ακόμη πολύ νωπά.
3)από την αιχμαλωσία του επτάχρονου Πανταζή Σαζενογεωργάκη από το Τσερνοβίτι το 1821.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
[1] Μετά το πέρας των πολεμικών επιχειρήσεων, η ελληνική κυβέρνηση με νομοθετική ρύθμιση, θεσπίζει τα Αριστεία προς τιμήν των αγωνιστών. Η χορήγησή τους συνοδευόταν και από προνόμια (τιμητικές θέσεις στις επίσημες τελετές, ελευθερία οπλοφορίας, κ.λ.π.).
Στις 20 Μαΐου 1834, με Βασιλικό Διάταγμα «Προς αναγνώρισιν των εκδουλεύσεων προς την Πατρίδα όλων των αξιωματικών, υπαξιωματικών και στρατιωτών των κατά ξηρά και θάλασσα Ελληνικών στρατευμάτων» απονεμήθηκε στον καθένα από αυτούς «αριστείον» (μετάλλιο). Στη μία όψη το μετάλλιο έφερε τον ελληνικό θυρεό με το σταυρό ενώ στην άλλη την επιγραφή: «Όθων Βασιλεύς της Ελλάδος τοις γενναίοις της πατρίδος προμάχοις» (Eικ. 9). Το αριστείο (μετάλλιο) ήταν ασημένιο για τους αξιωματικούς, χάλκινο για τους υπαξιωματικούς και σιδερένιο για τους στρατιώτες. Κρεμόταν στο αριστερό μέρος του στήθους με κυανή ταινία. Το διάταγμα καθόριζε επίσης τους δικαιούχους, τους περιορισμούς ως προς την απονομή, τα προνόμια των κατόχων αλλά και τις περιπτώσεις αφαίρεσής του. Το μετάλλιο που συνόδευε το αριστείο, χαρακτηρίζεται άλλοτε ως εθνόσημο και άλλοτε ως νομισματόσημο σε συνάρτηση με τη χρονική περίοδο και το σχετικό διάταγμα που προσδιόριζε τις λεπτομέρειες της απονομής του.
Το 1835 θεσπίζεται νέο διάταγμα, συμπληρωματικό του προηγουμένου, με το οποίο καθορίζεται ο τρόπος σύνταξης και αποστολής στη Γραμματεία των Στρατιωτικών των ονομαστικών καταστάσεων των αγωνιστών για να προωθηθούν στη συνέχεια στην αρμόδια επί των Αριστείων επιτροπή. Ακολουθούν συμπληρωματικά διατάγματα με τροποποιήσεις ως προς το σχήμα και τη μορφή του Αριστείου (διάταγμα 18/30.9.1835) καθώς και αποφάσεις ως προς τα αργυρά (17.2.1835), τα χάλκινα (16.5.1836),τα σιδερένια (19.11.1836), τη χορήγηση συνοδευτικών διπλωμάτων (5.4.1836) και τέλος νέο διάταγμα με ορισμό Αναθεωρητικής Επιτροπής επί των Αριστείων για επανεξέταση των αργυρών μεταλλίων. Η επί των Αριστείων Επιτροπή καταργήθηκε (8/20.5.1836) με την ανάληψη δράσης από την Αναθεωρητική Επιτροπή και την επί των Στρατιωτικών Γραμματεία–ολοκλήρωση της διαδικασίας έγκρισης και αποστολής των Αριστείων στους δικαιούχους.
Το 1838, αποφασίστηκε να διατηρούν το μετάλλιο αυτό τα μέλη της οικογένειας εκείνου στον οποίο είχε απονεμηθεί, μετά τον θάνατό του, χωρίς όμως να έχουν το δικαίωμα να το φέρουν ούτε και να απολαμβάνουν τα αντίστοιχα προβλεπόμενα προνόμια.
Μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, η σχετική αρμοδιότητα μεταφέρθηκε στο Υπουργείο (πρώην Γραμματεία Στρατιωτικών) χωρίς τη μεσολάβηση Επιτροπών.
[2] Ο Παναγιώτης Ρόδιος διορίσθηκε Υπουργός Στρατιωτικός με διάταγμα που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 9/Α/11-4-1844:
«ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Περί διορισμού Υπουργού επί των Στρατιωτικών
ΟΘΩΝ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Λαβόντες υπ’ όψιν το άρθρον 24 του Συντάγματος, διορίζομεν τον υποστράτηγον Κ.Π.Γ.Ρόδιον Πέτρον Ημέτερον Υπουργόν επί των Στρατιωτικών.
Ο Πρόεδρος του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου να ενεργήση το παρόν Διάταγμα.
Εν Αθήναις, την 30 Μαρτίου 1844.
ΟΘΩΝ
Α. ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΣ»
[3] Νικολάου Γ., Ανέκδοτος «Πίναξ των εν αιχμαλωσία στεναζόντων ελλήνων των επαρχιών Φθιώτιδος και Λοκρίδος» του 1837, Φθιωτικά Χρονικά 15 (1994), σελίδα 22.
[4] Σκούρας Γ., Η νίλα του Δράμαλη άρχισε από τη Φθιώτιδα. Ο Δράμαλης δεν πέρασε «αντουφέκηγος». Α΄ Συνέδριο Φθιωτικών Ερευνών. Γλώσσα-Ιστορία-Λαογραφία. Λουτρά Υπάτης 27-29 Απριλίου 1990. Πρακτικά, Λαμία 1993, σελίδα 218.
ΕΙΚΟΝΕΣ
Εικ.6: «Πίναξ των εν αιχμαλωσία στεναζόντων ελλήνων των επαρχιών Φθιώτιδος και Λοκρίδος»: η αρχή και το τέλος του πίνακα (Από: Νικολάου Γ., Ανέκδοτος «Πίναξ των εν αιχμαλωσία στεναζόντων ελλήνων των επαρχιών Φθιώτιδος και Λοκρίδος» του 1837, Φθιωτικά Χρονικά 15 (1994), σελίδα 24).
Εικ.7: Πίνακας με αιχμαλώτους από Ανατολική Φθιώτιδα [Τσερνοβίτι, Μύλους, Αχινό, Γαρδίκι (σήμερα Πελασγία) και Βρύνενα]. (Από: Νικολάου Γ., Ανέκδοτος «Πίναξ των εν αιχμαλωσία στεναζόντων ελλήνων των επαρχιών Φθιώτιδος και Λοκρίδος» του 1837, Φθιωτικά Χρονικά 15 (1994), σελίδα 22).
Εικ.8: Πίνακας με αιχμαλώτους από Ανατολική Φθιώτιδα (Αχινό, Μύλους).(Από: Νικολάου Γ., Ανέκδοτος «Πίναξ των εν αιχμαλωσία στεναζόντων ελλήνων των επαρχιών Φθιώτιδος και Λοκρίδος» του 1837, Φθιωτικά Χρονικά 15 (1994), σελίδα 20).
ΠΗΓΗ