Τον Οκτώβριο του 1876 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ «ΛΟΓΟΣ Εκφωνηθείς εν τη
εν υπαίθρω γενομένη συνελεύσει της κοινότητος Στυλίδος υπό του Ιωάννου Θ. Κλάρα
τελειοφοίτου της Νομικής».
Από τον τίτλο προκύπτει ότι η ομιλία εκφωνήθηκε από
τον Ιωάννη Θ. Κλάρα[1] σε υπαίθρια
συγκέντρωση των κατοίκων της Στυλίδας. Αποσκοπεί στην τόνωση του εθνικού
φρονήματος και την πολεμική προετοιμασία του λαού για την απελευθέρωση των
υποδούλων Ελλήνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αποτέλεσμα της κίνησης αυτής ήταν
τα επαναστατικά κινήματα του 1878 στη Θεσσαλία, Μακεδονία και Κρήτη.
Στην εισαγωγή της ομιλίας του ο Ιωάννης Θ. Κλάρας
αναφέρεται σε συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε στην Πνύκα με τη συμμετοχή των
καθηγητών του Πανεπιστημίου. Οι συμμετέχοντες διαμαρτυρήθηκαν εκ μέρους του
λαού εναντίον της Ευρώπης για την αδιαφορία της στο θέμα της καταπίεσης των
υποδούλων Ελλήνων (Κρήτες, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες Μακεδόνες, κ.ά.). Παράλληλα
τόνισαν την ανάγκη για τον εξοπλισμό του έθνους και την γρήγορη προπαρασκευή
του από την κυβέρνηση για την απελευθέρωση των υποδούλων αδελφών.
Στη συνέχεια της ομιλίας του αναφέρει ότι η
συγκέντρωση αποσκοπεί στη δημιουργία και ενίσχυση ενός θεσμού για την εφαρμογή των
παραπάνω, καθώς και στο σχηματισμό επιτροπής που θα πιέσει την κυβέρνηση για τη
σύσταση ειδικού ταμείου για τον εξοπλισμό του στρατού.
Κλείνοντας, προτρέπει τους κατοίκους της Στυλίδας να
συνεισφέρουν «εις την εθνικήν ανάγκην»,
διαθέτοντας ένα μέρος των χρημάτων της κοινότητας Στυλίδας «προς εξοπλισμόν του έθνους».
Το κείμενο της ομιλίας έχει ως εξής:
«ΛΟΓΟΣ
Εκφωνηθείς εν τη εν υπαίθρω γενομένη συνελεύσει της
κοινότητος Στυλίδος υπό του Ιωάννου Θ. Κλάρα τελειοφοίτου της Νομικής.
Συμπολίται!
Βεβαίως ίδατε εις τάς
εφημερίδας ότι εν Αθήναις, τη πρωτευούση του Βασιλείου μας, εγένετο συνέλευσις
παρά τη Πνυκί εκλεκτού πλήθους, προεξαρχόντων των Κυρίων Καθηγητών του εθνικού
Πανεπιστημίου, οίτινες λαβόντες αλληλοδιαδόχως τον λόγον εν τη ομηγύρει ταύτη
διεμερτυρήθησαν διερμηνεύοντες τα αισθήματα των εντολέων των κατά της ακηδείας
και εντελούς αδιαφορίας της Ευρώπης ως προς τούς βαρυαλγούντας και στενάζοντας
υπό τον των Μουσουλμάνων ζυγόν αδελφούς ημών Κρήτας, Θεσσαλούς, Ηπειρώτας,
Μακεδόνας και λοιπούς, και κατέδειξαι τη κυβερνήσει την ανάγκην της συντόνου
και ταχείας παρασκευής και εξοπλίσεως του έθνους.
Βεβαίως θα ανεπλήσθητε
ανεκλαλήτου χαράς ιδόντες εν τη εστία των φώτων και του πολιτισμού αναθάλλοντα
θεσμόν, από πολλού χρόνου νεκρόν γράμμα εν τώ Συντάγματι κείμενον.
Όπως
δώσωμεν σάρκα και ενισχύσωμεν τον ρηθέντα θεσμόν, εξ ού τεθειμένου εν πλήρει
ενεργεία πολλά και μεγάλα προσδοκώνται αγαθά, συνήλθομεν αφ’ ενός ενταύθα, και
αφ’ ετέρου όπως συσκεφθώμεν και συναποφασίσωμεν και ημείς επί των παρόντων·
επιτρέψατέ μοι όμως, παρακαλώ, φίλοι συμπολίται πρίν ή εξενέγκω την εμήν
γνώμην, ήτις πέποιθα ότι θέλει τύχει και της υμετέρας αποδοχής, να παρατηρήσω τοίς
άνω σεβασμίοις Καθηγηταίς και Διδασκάλοις, ότι εκ της εν Αθήναις γενομένης
ομυγήρεως δεν παρήχθη τι σωστικόν και πρακτικόν αποτέλεσμα· εξηγούμαι. Τώ όντι
θα εδικαιούμεθα να διαμαρτυρηθώμεν και ίσως εντονώτερον κατά της αναλγησίας της
χριστιανικής και φιλανθρώπου Ευρώπης, εν ή ουδ’ η ελαχίστη αντήχησε φωνή υπέρ
των υποδούλων Ελληνικών Επαρχιών, ως να μη αχνίζη εισέτι το αίμα των τέκνων της
πολυπαθούς Κρήτης και να μη αντηχώσιν έναυλα εις τάς ακοάς των τά ηρωϊκά
ανδραγαθήματα του Αρκαδίου! Αλλά φεύ αντί να προσφεύγωμεν εις τον οίκτον τής
υπό των αρχών δήθεν της ισότητος και της δικαιοσύνης εμφορουμένης Διπλωματίας,
δεν ήθελεν είναι προκριτώτερον, γεραροί διδάσκαλοι, να είχομεν διαμαρτυρηθή
κατά της κουφότητος και νωθρότητος ημών αυτών και ιδία των εν Αθήναις, οίτινες
απαθείς όλως και ανάλγητοι εν τη πρό των ποδών μας αναφλεχθείση πυρκαϊά
κατετρίβομεν τον πολύτιμον χρόνον διερχόμενοι τάς ωραίας νύκτας εν Φαλήρω και
λοιποίς θερινοίς θεάτροις· και εις εξοχικάς επαύλεις επαναπαυόμενοι; Ίσως μας
είπη τις δεν πρόκειται περί παρελθόντων· Δεδόσω· απαντώ. Αλλά τουλάχιστον δεν
ήθελεν είσθαι συμφερότερον, αντί ν’ αποτεινώμεθα εις τούς Κυβερνήτας μας, όπως
επιληφθώσι του γενικού εξοπλισμού του έθνους να είχομεν αναλάβη ημείς αυτοί την
θεραπείαν της φθισιώσης και γαγγραινώδους καταστάσεώς μας; και τίς φιλόπατρις
έλλην δεν συναισθάνεται ή δεν συνησθάνθη από πολλού την ανάγκην της εθνικής
παρασκευής; Βεβαίως η ανεξάρτητος τάξις της κοινωνίας μας, η μη δηλητηριασθείσα
έτι εν τη κονίστρα των πολιτικών παθών, πολλάκις εξέπεμψεν εκ του μυχού της
καρδίας της γοεράς κραυγάς και εντούτοιςς οι πολιτευόμενοί μας, απολέσαντες το
γόητρον τιμίου και ευσυνειδήτου πολιτικού και πάσαν ηθικήν ισχύν και πίστιν εν
τη συνειδήσει του λαού, ουδόλως μεριμνήσαντες περί του μεγαλείου και της ευημερίας
αυτού, αλλά τουναντίον εις φατριαστικάς διαμάχας κατακερματισθέντες και το
ίδιον έκαστος θηρεύσαντες συμφέρον, εκώφευσαν και ημβλυώπησαν καίτοι έβλεπον
την πυρκαϊάν επιτεινομένην εν Ανατολή και απειλούσαν την διατάραξιν της
Ευρωπαϊκής ισορροπίας. Πλήν διεβουκολήθησαν, προβάλλουσιν ημίν προφασιζόμενοι,
εκ των υποσχέσεων της Διπλωματίας αφ’ ενός και έχοντες πεποίθησιν αφ’ ετέρου
εις την σύνεσιν και τα φώτα της τουρκικής κυβερνήσεως ότι δεν θέλει παρίδει εν
ευθέτω καιρώ τ’ απερίγραπτα δικαιώματα του Ελληνισμού. Οίμοι οποία χλεύη!
οποίος σαρκασμός!!!
Φρονώ
λοιπόν, σεβαστοί Διδάσκαλοι, ότι κάλλιον ήθελεν είσθαι, η επιτροπή, ήτις
εξελέχθη, ίνα παραστήση τη Κυβερνήσει την ανάγκην της παρασκευής ν’ ανελάμβανεν
αυτή την φροντίδα να σχηματίση ειδικόν ταμείον προς εξοπλισμόν, πέποιθα δε, ότι
την γενναίαν, εθνοσωτήριον και αποτελεσματικήν ταύτην επιχείρησίν της μετ’
επευφημιών και μεγίστου ενθουσιασμού ήθελεν ασπασθή και χειροκροτήσει ου μόνον
το επαρχιακόν φρόνημα αλλά και οι απανταχού της γής οικούντες Έλληνες και
πάντες ήθελον φιλοτιμηθή μετ’ αγαλλιάσεως μάλιστα να συνεισφέρωσι τον εαυτών
οβολόν χάριν της εθνικής ανάγκης, τοσούτω μάλλον, καθόσον, ήθελον πιστεύσει,
και ευλόγως, ότι του συλλεχθησομένου ποσού ήθελε γίνει η προσήκουσα χρήσις προς
θεραπείαν των κατεπειγουσών αναγκών ημών.
Εν τοιαύτη
περιπτώσει δεν αμφιβάλλω, φίλοι συμπολίται, ότι αθρόοι θέλετε συντρέξει εις την
εθνικήν ανάγκην.
Ίνα όμως
εκ προοιμίων και καταδείξωμεν ότι φλεγόμεθα υπό μαλερού και σφοδρού προς την
πατρίδα μας έρωτος, ότι επιποθούμεν την ευημερίαν και την εύκλειαν αυτής
σήμερον, ότε κατεπείγουσα ανάγκη παρίσταται, ας ψηφίσωμεν ποσόν τι εκ των
υπαρχόντων κοινοτικών χρημάτων μας, χρησιμεύον αποκλειστικώς προς εξοπλισμόν
του έθνους, ώμεν δε βέβαιοι, ότι το έργον ημών θέλουσιν ασπασθή άπαντες οι υπό
των αυτών γενναίων και πατριωτικών αισθημάτων εμφορούμενοι.
Περαίνων
τον λόγον μου αποτείνω τάς δεήσεις μου προς τον ύψιστον, όστις ποσώς μη
αμφιβάλλετε, ότι θέλει είσθαι συναρωγός εις τάς γενναίας και πατριωτικάς
αποφάσεις μας, όπως ενσταλάξη εις τούς απανταχού της γής Έλληνας το αίσθημα της
ενότητος του γένους και όπως απαξάπαντες από κοινού μετά των δούλων αδελφών
ημών συνεργαζόμενοι και συμμοχθούντες επιτελέσωμεν εν δέοντι χρόνω πάν ό,τι
πάσα ελληνική καρδία πάλλουσα εύχεται και επιθυμεί. Γένοιτο.
Ζήτω ο
Βασιλεύς και η ενότης του Γένους.»
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Με το επώνυμο
Κλάρας είναι εγγεγραμμένοι στον εκλογικό κατάλογο της Στυλίδας του έτους 1865
οι εξής:
-Με α/α
5 ο Ανδρέας Κλάρας του Ιωάννη, ετών 60, επάγγελμα έμπορος. Υπήρξε Α΄ Πάρεδρος
του Δήμου Φαλάρων το 1856 (βλέπε: Τσερνοβίτι: Οιεκλογείς του Τσερνοβιτίου σε εκλογικό Κατάλογο του Δήμου Φαλάρων του 1856, Εικ.3).
-Με α/α
6 ο Αθανάσιος Κλάρας του Ιωάννη, ετών 47, επάγγελμα καφεπώλης.
-Με α/α
270 ο Ηλίας Κλάρας του Ανδρέα, ετών 22, επάγγελμα έμπορος. Στον Ηλία Α. Κλάρα
είχε παραχωρηθεί το 1873 το δικαίωμα εκμετάλλευσης μεταλλείου στη θέση Παλαιά
Νίκοβα του σημερινού Ανύδρου Φθιώτιδας (βλέπε: Παραχώρηση μεταλλείου μαγγανίτη στη θέση Παλαιά Νίκοβα του Δήμου Φαλάρων).
-Με α/α
275 ο Θεόδωρος Κλάρας του Ιωάννη, ετών 48, επάγγελμα έμπορος.
-Με α/α
292 ο Ιωάννη Κλάρας του Ανδρέα, ετών 24, επάγγελμα συμβολαιογράφος.
Ο
Ιωάννης Θ(εοδώρου) Κλάρας δεν είναι εγγεγραμμένος στον εκλογικό κατάλογο του
1865 διότι τότε ήταν ανήλικος. Μάλλον ήταν γιός του Θεοδώρου Κλάρα (α/α 275)
και σπούδασε νομικά στη Νομική Σχολή των Αθηνών.
Εφημερίδα
ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ, Έτος Γ΄, φύλλο 37/07-10-1876, σελίδες 3 & 4, ψηφιακοί
σελιδοδείκτες 529 & 530.