Ο Δημήτριος Γεωργίου Παπανικολάου (1894-1983)
γεννήθηκε στο Ροβολιάρι Μακρακώμης. Σε
ηλικία 13 ετών μετέβη στην Κωνσταντινούπολη μαζί με έναν θείο του για να
εργασθεί. Εκεί σε ηλικία 18-19 ετών εργάσθηκε, όπως αναφέρει ο ίδιος, ως
τεζιαχτάρης. Τεζιαχτάρης είναι ο μάστορας που δουλεύει πίσω από τον πάγκο στο
πατσατζίδικο (βλέπε στο σύνδεσμο: Διατροφικές συνήθειες στη Θεσσαλονίκη 1870-1920). Παράλληλα όπως αναφέρει στις
σημειώσεις του: «έγραφα με βία τα
βερεσέδια διότι είχα πολλή δουλειά και κακογράφοντας στο πρόχειρο βιβλίο που
είχαμε φτιάξει μόνοι μας από στράτσα [στράτσα=κουρέλι για καθάρισμα
πατώματος, πετσέτα πρόχειρη που στρώνουν το τραπέζι<βενετ. strazzo=κουρέλι. Βλέπε: Κοροσίδου-Καρρά Ερμιόνη, Τα Ρομανικά (Ιταλικά-Γαλλικά) δάνεια στο σύγχρονο ιδίωμα της Ζακύνθου.Λεξιλογικές επισημάνσεις (μορφολογία-σημασιολογία). Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2003, σελίδα 94] και χρώματα αχύρου. Γράφαμε στην άνω σελίδα την
ημερομηνία και το “ο θεός βοηθός”. Όσα έγραφα στο πρόχειρο, τα βράδυα έπρεπε να
τα σηκώσω στο Καθολικό.
Και τότε με βιασύνη διότι νηστεύαμε. Έτσι μου έμεινε η κακογραφία και η τελείως
έσχατη ορθογραφία».
Η παραμονή του στην πολυεθνική Κωνσταντινούπολη και η
επαφή του με ανθρώπους διαφόρων εθνών και θρησκειών, του επέτρεψαν να αποκτήσει
δεκτικότητα και να καλλιεργήσει την έφεσή του στη γλωσσομάθεια. Εκεί έμαθε μερικά
τουρκικά και ρωσικά, τα οποία του επέτρεψαν να χρησιμοποιείται από τους
ανωτέρους του ως διερμηνέας και οδηγός κατά τη συμμετοχή του στην Εκστρατεία
της Ουκρανίας και στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Ανήκε στην κλάση του 1914. Παρουσιάστηκε για κατάταξη
στο νεοσύστατο τότε 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, στη Λαμία. Σ’ αυτό υπηρέτησε τη
στρατιωτική του θητεία και απολύθηκε το 1916. Στο ίδιο Σύνταγμα, το οποίο είχε
μεταφερθεί προσωρινά στη Χαλκίδα λόγω των γεγονότων, παρουσιάσθηκε ως
επίστρατος κατά την επιστράτευση του Ιουνίου 1917. Ακολούθησε η μεταφορά στην
Ανατολική Μακεδονία, η Εκστρατεία στην Ουκρανία και η μεταφορά στη Μικρά Ασία
τον Ιούνιο του 1919. Από τη Μικρά Ασία απολύθηκε μετά τις Επιχειρήσεις προς
Φιλαδέλφεια, τον Ιούνιο του 1920. Επιστρατεύθηκε εκ νέου τον Απρίλιο του 1921
και τοποθετήθηκε στο 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων, στην περιοχή της Προύσας Μικράς
Ασίας. Απολύθηκε οριστικά από το στρατό μετά το τραγικό τέλος της Μικρασιατικής
Εκστρατείας το φθινόπωρο του 1922.
Στο πρώτο μέρος των απομνημονευμάτων του, που παρουσιάζεται
εδώ, περιγράφει:
-την κατάταξή του στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων.
-τη στρατιωτική ζωή στην πόλη της Λαμίας.
-το τραγικό γεγονός του θανάτου του πατέρα του.
-την επιστράτευση του 1915.
-την απόσπασή του στην Αθήνα και τον Άνω Ωρωπό.
-την απόλυσή του από το στρατό το 1916.
Ακολουθεί το κείμενο:
Α΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΣΤΟ 5/42 ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΥΖΩΝΩΝ
1. Κατάταξη-στρατιωτική
θητεία στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων
Κατάταξη-στρατιωτική ζωή
Το πρωΐ πήγαμε να καταταγούμε κάτω στους στρατώνες
πάνω από το σημερινό Παγκράτι, που τότε το 1914, ήτανε χωράφια. Η κατάταξή μας
γινότανε στο σταθμό του τραίνου (Εικ.1)
από πάνω, που ήτανε πολλοί στρατώνες. Μετά ολίγο καιρό έγινε ανασχηματισμός και
μας φέρανε στο Παγκράτι.
Εκεί παρουσιασθήκαμε σε ένα γραφείο όλοι οι
Ροβολιαρίτες, ο κουνιάδος μου Ηλίας Νέλλας, ο Κώτσος Μπότσικας, ο Ρουφογάλης, ο
Ευάγγελος Μπουής, ο Δημ. Σακελλάρης και άλλοι ήσαν, που δεν θυμάμαι. Ήτανε και
ένα παιδί, Αναγνώστου τον λέγανε Κώστα. Αυτό ήτανε σερβιτόρος στην Αθήνα. Ήτανε
ένα μορφοκαμωμένο παιδί, που πράγματι το ζηλεύαμε όλοι. Και μόλις πήγαμε στον
σιτιστή να μας γράψη, τον κοίταξε και του λέει:
-Χαλάλι, στη λεβεντιά σου και την κορμοστασιά σου!
Και αμέσως τον γράψανε για τα ανάκτορα αλλά δυστυχώς
δεν έζησε πολλά χρόνια.
Άρχισε η κατάταξη. Εμένα και τον κουνιάδο μου Ηλία
Νέλλα μας κατέταξαν μαζί σε ένα Λόχο. Τους άλλους τους μοιράσανε σε διάφορους Λόχους.
Μας δώσανε κάλτσες, φουστανέλες, μανδύες, τσαρούχια, φέσια με φούντες χακί και
διάφορα ασπρόρουχα. Τα σώβρακα τα λέγανε περισκελίδες, τα πουλόβερ κολόβια. Μας
κατέταξαν στο 2ο Λόχο. Τον διοικούσε ένας Λοχαγός από το Γαρδίκι,
που τον λέγανε Θεοφάνη Γαρδίκη, πολύ καλός. Μαζί μας κατετάγη και ένας ανηψιός
του Αλέκος, τελειόφοιτος Γυμνασίου. Και πήγε αμέσως στη Σχολή και έγινε
Αξιωματικός. Έφτασε μέχρι Λοχαγός, παντρεύτηκε, αλλά δυστυχώς τον βρήκε η μοίρα
του: πνίγηκε μαζί με τη γυναίκα του στο ναυάγιο της Χειμάρας.
Αρχίσανε τα γυμνάσια, μα τα ρούχα που μας δώσανε ήταν
αλλόκοτα. Αναγκαστήκαμε να τα μεταποιήσομε μαζί με τον Νέλλα, που ήτανε ράπτης
και μετέπειτα κουνιάδος μου. Μου αρέσανε τα γυμνάσια. Τα ήθελα περισσότερο για
να χάσω πάχος που είχα. Μάλιστα στο τροχάδεν ο γυμναστής μου με έβγαζε έξω, να
μην πάθω κανένα κακό. Εγώ επέμενα ακολουθώντας όλα τα γυμνάσια Τροχάδεν,
πορείες κ.λ.π., ώσπου κατώρθωσα και έχασα πάχος, ήλθα σχεδόν στα μέτρα μου.
Για ένα μήνα δεν μας επέτρεπαν έξοδο. Μόνον εκεί κοντά
ήτανε ένα καφενείο, που είχε και όργανα τα βράδυα. Χορεύανε οι στρατιώτες,
κυρίως οι παλαιοί. Θυμάμαι ήτανε και δύο παιδιά από τη Ρεντίνα που χορεύανε
πολύ ωραία, καθώς και ένας από τους Δελφούς, Βούζας Γιάννης ή Λαδιάς. Αυτός
χόρευε ξυπόλητος, στα νύχια που λέμε.
Με τον Ηλία Νέλλα κάναμε μαζί παρέα. Τρώγαμε μαζί κατά
την ώρα του συσσιτίου. Το πρωϊνό μας ρόφημα, καφέ, το βάζαμε σε μία καραβάνα. Πέρναμε
και 100 δρχ. γάλα από τις Αμπλιανίτισσες (Εικ.2)
που ερχότανε κάθε πρωΐ και πωλούσανε. Αργότερα αυτόν τον πήρανε στην αποθήκη
του Λόχου και έραβε ρούχα. Εγώ έμεινα σε ένα θάλαμο με τη διμοιρία μου, που
είχα ένα Λοχία από το Τρανό χωριό πολύ καλό παιδί.
Επίσης ήτανε και ένας άλλος λοχίας που ήτανε ανάποδος
και χωριάτης. Και μία μέρα χωρίς να φταίω, από αβλεψία του, νόμισε πως έφταιγα
εγώ για κάτι παιχνίδια σχεδόν, που κάναμε μέσα στο θάλαμο. Με τιμώρησε να πλύνω
το καζάνι. Μου κακοφάνηκε πάρα πολύ και με στεναχώρησε, ώσπου μου ήρθε να
κλάψω. Πήγα στα μαγειρεία για να πλύνω το καζάνι αλλά εκεί οι μάγειροι ήτανε
κάτι καλά παιδιά και μου λένε:
-Ποιός σε τιμώρησε;
-Ο Λοχίας τάδε, τους λέω.
-Άντε φεύγα, μου λένε. Τον ξέρομε τι στραβόξυλο είναι.
Και δεν με άφησαν.
Έκτοτε φυλαγόμουν και δεν έτυχε να με τιμωρήσουν για
το καζάνι διότι το θεωρούσα προσβλητικό. Ενώ άλλοι δεν το είχανε για τίποτα.
Έξοδος στη Λαμία
Πέρασε λοιπόν η απαγόρευση της εξόδου και αρχίσαμε να
βγαίνουμε στην πόλη μετά το βραδυνό σισσίτιο, στις 6 η ώρα. Και πηγαίναμε με
παρέες, παίρναμε κανένα μεζέ στις ταβέρνες και πίναμε κατοσταράκια ρετσίνα. Σε
κάποιον άλλο Λόχο ήταν Επιλοχίας ένας χωριανός μας, ο Πέτρος Στρωματιάς, που
ήτανε το καμάρι του Συντάγματος: ανάστημα ωραίο, όμορφος, σωστός εύζωνας με
στολή ωραία. Μας έκανε παρέα. Μάλιστα πήγαμε μαζί και αγόρασα τσαρούχια
ιδιωτικά από έναν τσαρουχά από το Γαρδίκι, Δημ. Ραχούτη. Ένα τσαρουχάδικο στο
Πάρκο εκεί που είναι τώρα το εμπορικό του Διαμαντή. Μπροστά είχε μία βρύση, τα
πλήρωσα δραχμές... Τα έκαμα παραγγελία για να γίνουν καλά και τα φορούσα τις Κυριακάδες
που μας πηγαίναμε στην Εκκλησία. Έδωσα και τη φουστανέλλα και τη λευκάνανε.
Είχα γίνει σωστός εύζωνας.
Εκκλησιασμός την Κυριακή. Κυριακάτικη
έξοδος
Την Κυριακή μας βάζανε στη γραμμή κατά τετράδες και
μας επιθεωρούσε ο αξιωματικός, εάν ήμασταν όλοι καλοντυμένοι και περιποιημένοι.
Κινάγαμε, μπροστά οι Σαλπιγκταί, κοντά ο Επιλοχίας και από τα πλάγια ο
αξιωματικός της υπηρεσίας με βήμα κανονικό και με τα προκιαστά τσαρούχια, που
βροντάγανε σαν τις μπότες των Γερμανών. Βαδίζοντας μέσα στην πόλη, καμαρώνοντας
που βλέπαμε τα κορίτσια να μας κοιτάνε από τα μπαλκόνια, φθάναμε στην Εκκλησία
Άγιο Νικόλαο (Εικ.3). Εκεί πήγαινε ο
Λόχος μας.
Γυρνώντας το μεσημέρι τρώγαμε. Έκτοτε ήμασταν
ελεύθεροι όλη την μέρα κάνοντας περιπάτους στην πόλη και προς τα Πηγαδούλια (Εικ.4) σε κανένα εξοχικό. Τότε σπίτια δεν
υπήρχαν απάνω από το Γυμνάσιο, όλο περιβόλια και 2-3 εξοχικά κέντρα (1914).
Νερό ακόμα είχανε της Δίβρης. Τότε ανέλαβε Δήμαρχος ο Ιωάννης Μακρόπουλος, που
ο πατέρας του έφτιαχνε σκούφιες σε ένα μαγαζάκι μέσα στα Στενά. Κατόρθωσε
λοιπόν ο Μακρόπουλος με χίλια εμπόδια και έφερε το νερό από το Γοργοπόταμο. Σώθηκε η Λαμία και σήμερα τον σχορνάνε…
Κατάταξη σε Λόχους. Εκπαίδευση. Πως
σχηματίσθηκε το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων.
Μετά από λίγο διάστημα ο Συνταγματάρχης μας, έκανε
διαλογή στους άνδρες. Έβγαλε τους ψηλούς με τη σειρά από τον 1ο Λόχο
μέχρι τον 8ο, ανάλογα με τα αναστήματα για την ομορφιά των Λόχων. Το
ίδιο κατά διμοιρίας. Κοίταζες όλοι οι Λόχοι είχανε τα κανονικά τους αναστήματα.
Εμένα και τον Ηλία Νέλλα καθώς και τον Μπότσικα που
ήμασταν κοντοί, μας ρίξανε στον 8ο Λόχο. Εκεί όμως πετύχαμε ένα καλό
Λοχαγό, που τον λέγανε Θανασέλο καθώς και ένα Επιλοχία που τον λέγανε Κρούμαλη
από το Λιδωρίκι, επίσης και αυτός πολύ καλός. Εγώ πιο τυχερός που με ρίξανε σε
ενωματία. Είχα Ενωματάρχη τον Κώστα Καρκάνη και αυτός καλός. Με πήρε δίπλα στο
δικό του κρεββάτι και τα περνάγαμε καλά.
Σε αυτόν τον Λόχο κάνοντας λοιπόν σκοποβολή, έτυχε
χωρίς να το καταλάβω και πήγα πρώτος. Και αμέσως με βγάζουνε για τα πολυβόλα
του 2ου Λόχου. Κάθε Τάγμα είχε και από ένα Λόχο πολυβόλων. Εκεί πάλι
ήτανε Λοχαγός ο Δροσόπουλος. Άρχισα τώρα άλλα γυμνάσια από τη σκοποβολή πάλι με
τα πολυβόλα. Και εκεί πήγα καλά, ταχεία φόρτωση των πολυβόλων και τα εξαρτήματά
τους στα μουλάρια κ.λ.π.. Τελείωσε και αυτή η εκπαίδευση και όλα τα γυμνάσια. Άρχισαν
πλέον να μας βγάζουνε σκοπούς σε διάφορες θέσεις, όπως σκοπούς νυκτός και στις
φυλακές.
Το Σύνταγμα είχε ονομαστεί 5ον 42 Σύνταγμα
Ευζώνων. Είχε σχηματιστεί από ένα Τάγμα του Τυρνάβου. Τότε στον Τύρναβο πριν
γίνει ο Βαλκανικός Πόλεμος υπηρετούσε ένας πρώτος εξάδελφός μου, Αποστολόπουλος
από τον Ασβέστη, τότε ήτανε Λοχίας. Υπηρετούσε μαζί με τον Κονδύλη και Πλαστήρα,
καθώς και μαζί με τους διοικητάς των Λόχων, Δεκανείς. Όταν κατετάγην και πέρασε
αρκετός καιρός, κατέβασε μια μοίρα στη Λαμία. Ήλθε και με βρήκε και μου λέγει:
-Ποιόν έχεις Λοχαγό;
-Τον Δροσόπουλο, του λέγω.
-Πάμε μαζί, μου λέγει, τώρα στην απάνω πλατεία [εννοεί την πλατεία Ελευθερίας]. Ήμασταν
μαζί γνωριζόμαστε όλοι από τον Τύρναβο. Με όλους τους Λοχαγούς ήμασταν Δεκανείς. Έλα, μου λέγει.
Σημειωτέον ήταν ένας θαραλέος άνδρας, μορφωμένος και
πολύ συμπαθητικός. Εγώ συστιλλιόμουν να πάγω μέσα σε τόσους αξιωματικούς αλλά
με παίρνει από το χέρι και πάμε. Μόλις φτάσαμε εκεί, εγώ τραβήχτηκα. Με είδαν
οι αξιωματικοί και γελάσανε. Αυτός με τράβηξε και με πήγε κοντά τους πάλι.
-Γειά σας, τους είπε.
-Γειά σου Κώστα, του είπανε όλοι.
Μας δόσανε καρέκλες και καθήσαμε. Μας κεράσανε ούζο
και τους λέγη:
-Τον βλέπετε αυτόν; Αυτόν τον έχω πρώτον εξάδελφο και
απαιτώ να τον προσέχετε όλοι ιδιαιτέρως.
Λέγει στον Δροσόπουλο:
-Να τον κάνεις και Δεκανέα και να του δίδης άδεια,
όποτε χρειάζεται.
-Ευχαρίστως, λέγει ο Δροσόπουλος, είναι καλό παιδί και
θα τον προσέχω.
Και πράγματι, εφόσον είχανε τελειώσει τα γυμνάσια, με
άφηνε ελεύθερο. Καθόμουνα στο γραφείο, βοηθούσα τον αποθηκάριο, τον σιτιστή και
πήγαινα και στο σπίτι του κοντά στην πλατεία Λαού. Είχε τρία χρόνια παντρεμένος,
την αδελφή των Μεγαλιών, που είχαν το μακαρονάδικο στο σημερινό Κρόκο. Πήγαινα
λοιπόν στο σπίτι, έπαιρνα τη μικρή κόρη του, την Αλεξάνδρα, και την έβγαζα
βόλτα μέχρι το γραφείο του Λόχου. Ήτανε στο σταθμό από πάνω, κάτω από τα
σημερινά κτίσματα του Μπούκα. Τότε ήτανε μία μαντρόπορτα με πολλή μάντρα και
στο βάθος ένα σπίτι. Το είχε κάποιος που λεγότανε Ξηρός και είχε πολλά πρόβατα
στα Καλύβια.
Αρρώστεια και θάνατος του πατέρα
Έτσι λοιπόν πέρναγα τον καιρό μου πέρνοντας και άδεια
τακτικά και πήγαινα στο χωριό. Είχαμε καταταγεί τον Οκτώβριο (1914) και τώρα
βαδίζαμε το 1915, οπότε ο πατέρας μου όλο πονούσε στην κοιλιά και τα πόδια. Ο
γιατρός που φέρανε στο χωριό, του έλεγε για λουτρά. Τότε εγώ παρήγγειλα του
Βασίλη και τον έφερε στη Λαμία. Τον πήγαμε στο ξενοδοχείο και καλέσαμε 3
γιατρούς. Θυμάμαι τον Παπακωνσταντίνου και κάποιον νέον, Καργιαμπά. Διαπίστωσαν
όγκο στο στομάχι. Μας λένε:
-Τραβάτε για την Αθήνα για εγχείρηση.
Τον παίρνει ο Βασίλης, τον βάζη σε νοσοκομείο. Κάνανε
εξετάσεις και διάγνωσαν τον καρκίνο. Λένε στο Βασίλη:
-Δεν είναι για ζωή. Και να τον ανοίξομε, ίσως πεθάνη
εδώ. Κι έτσι πάρε τον στο χωριό να πεθάνη στο σπίτι του.
Τον έφερε στο σπίτι και υπέφερε από πολλούς πόνους.
Μέχρι το 1916 τον Αύγουστο που εγώ βρισκόμουν στη
Λαμία, φύλακας κάτι αποθηκών, διότι τα στρατεύματα λόγω Κατοχής της Αντάν τα
απομόνωσαν στην Πελοπόννησο, είχα την ευκαιρία και πήγαινα τακτικά στο χωριό
και τον έβλεπα. Την τελευταία φορά που πήγα ήτανε σχεδόν στα πρόθυρα του
θανάτου. Και όταν τον αποχαιρέτησα, με αγκάλιασε κλαίγοντας και δεν με άφηνε να
φύγω, ώσπου επενέβη η μάνα μου και έφυγα. Πήγα στη Λαμία στις αποθήκες που
ήτανε στην Ξηργιώτισσα. Τις φυλάγαμε εγώ κι ένα παιδί από τη Γιανιτσού,
Στέφανος Καραμπέτσας. Μόλις με είδε με ρωτάει:
-Τι γίνεται ο πατέρας σου;
-Ετοιμοθάνατος, του λέγω.
Και λέγει:
-Δεν καθόσουνα ακόμα; οι αποθήκες άδειες είναι. Τράβα
πάλι πάνω. Να βρεθής τουλάχιστον στα τελευταία της ζωής του.
Την άλλη μέρα μπαίνω στο τραίνο και κατεβαίνω στην
Καΐτσα διότι από εκεί μας φενότανε καλύτερη η διαδρομή. Και μόλις έφθασα στην
Παλαιά Γιανιτσού πιο κάτω, συναντώ τον Ευθ. Κοτρονιά. Και μου λέγει:
-Για σου και σε συλλυπούμαι για τον πατέρα σου. Πέθανε
σήμερα το πρωΐ αλλά δεν πιστεύω να προλάβης την κηδεία.
Τρέχω λοιπόν και μόλις έφτασα στον Άγιο Ιωάννη, που
είναι απέναντι με το Νεκροταφείο, είδα πως τελειώσανε και φεύγανε για το σπίτι.
Τότε βάδισα και εγώ και τον πρόλαβα από κάτω από το σπίτι. Και ήτανε ο θείος
μου Νίκος από τον Ασβέστη, αδελφός του πατέρα μου, η μάνα μου και άλλοι
συγγενείς. Με πήρανε τα κλάματα και με καθησύχασε ο θείος μου. Πήγαμε στο
σπίτι, καθήσαμε, κάναμε τραπέζι για την κηδεία. Συζητώντας, όλοι μας
παραδεχτήκαμε το θάνατό του, εφόσον η ζωή του ήτο ανυπόφορη από τους πολλούς
πόνους.
Επιστράτευση του 1915-Ερχομός του Φώτη
στη Λαμία από την Κωνσταντινούπολη.
Στο 1915 που βρισκόμουν στο Λόχο Πολυβόλων, στο
Δροσόπουλο, έγινε επιστράτευση ενόψει του Ευρωπαϊκού Πολέμου, που είχε κηρυχθή
το 1914. Ήλθανε τότε πολλοί έφεδροι καθώς και ο αδελφός μου Βασίλης. Και
συχνάζαμε όλοι οι συμπατριώτες στου Μπαρμπαγιάννη το καφενείο, που ήτανε στο
απάνω μέρος της Σιταγοράς, σημερινού Πάρκου (Εικ.5). Ήτανε ωραίο καφενείο με μεγάλη αίθουσα. Συχνάζαμε όλα τα
βράδυα και πέζαμε χαρτιά, Κολτσίνα. Στον πάγκο του ταμείου καθόταν η κόρη του
Μπαρμπαγιάννη, που την κορτάριζε ο Επιλοχίας Στρωματιάς. Στεκότανε μπροστά στον
πάγκο τακτικά, ώσπου την κατάφερε και την στεφανώθηκε. Έγινε και αξιωματικός. Έφτασε
μέχρι Ταγματάρχης και αποστρατεύθηκε. Ήτανε της κλάσεως ’13. Τον θυμόμουνα που
ήτανε ζωηρός, πηγαίναμε μαζί στο σχολείο.
Τότε που βρισκόμασταν στη Λαμία, ήλθε και ο αδελφός
μου Φώτης από την Πόλη. Βλέποντας τότε, που με την επιστράτευση είχε γεμίσει η
Λαμία στρατό, την πολλή δουλειά στα καφενεία και εστιατόρια και γνωρίζοντας από
τέτοια επαγγέλματα, μας ήλθε η σκέψη να ανοίξουμε ένα εστιατόριο τύπου ταβέρνα.
Όλα σχεδόν αυτού του τύπου ήτανε.
Αγοράζομε λοιπόν ένα τέτοιο στα στενά που ήτανε πολλές
ταβέρνες, με τα λεπτά που είχα από την Πόλη καθώς και λίγα από την προίκα του
Βασίλη. Ήτανε σε καλή θέση. Ο προκάτοχός που το είχε, ήτανε καλός επαγγελματίας
και είχε πελατεία. Του αγοράσαμε τα έπιπλα και τα μαγειρικά σκεύη και βάλαμε
τον Φώτη μαζί με ένα ηλικιωμένο φίλο μας από την Πόλη, Σερετάκη. Η δουλειά
πήγαινε πολύ καλά. Και ελπίζαμε, όταν απολυθούμε από το στρατό, να μείνουμε
εκεί.
Δυστυχώς όμως, όταν αργότερα έληξε η επιστράτευση,
έπεσαν απότομα οι δουλειές. Σταμάτησαν τα πάντα καθώς και η δουλειά στο μαγαζί
μας. Έφυγε και ο Σωτήρης και έμεινε μόνος του ο Φώτης. Δεν μπορούσε να το
εργασθή μόνος του. Αναγκασθήκαμε και το κλείσαμε πωλώντας κακήν κακώς τα έπιπλα
καθώς και τις κατσαρόλες. Από αυτές κρατήσαμε 2-3 και τις έχομε ακόμα για
ενθύμιο, επειδή είναι χαλκοματένιες.
Αργότερα απολύεται και ο Βασίλης. Πήγε στο χωριό με
τον Φώτη. Εγώ έμεινα ακόμα στη Λαμία.
Στην Αθήνα και στον Άνω Ωρωπό.
Έκαμε το Σύνταγμά μας μία μετάθεση στην Αθήνα. Είχαμε
κατασκινώσει μπροστά στη Σχολή Ευελπίδων. Ήτανε ακάλυπτο όλο το μέρος, δεν
υπήρχαν τότε, το 1915, καθόλου κτήματα. Όταν κατασκηνώσαμε, με στέλνει ο Λοχαγός μου Δροσόπουλος να πάω στην Ομόνοια στο ζαχαροπλαστείο «Τα βουστάσια», το μόνο στην Αθήνα Πολυτελείας, εκεί εργαζότανε ο αδελφός του
Τάκης.
Πήγα λοιπόν τον βρήκα. Με κάθισε σε ένα τραπέζι και με
σερβίρισε πάστα. Τα μάτια όμως των θαμώνων με κοίταζαν. Με θαύμαζαν για τα
ρούχα των ευζώνων που φορούσα, όλα μεταποιημένα στο σώμα μου. Τσαρούχια ωραία
τυρναβήτικα! Προσεφέροντο πολλοί να με κεράσουν. Κάθισα λίγο. Μετά μου έδωσε το
σχετικό δεματάκι με διάφορα γλυκά ο αδελφός του και πήγα του Λοχαγού μου.
Από εκεί μας πήγανε στον Άνω Ωρωπό να φυλάμε τον δρόμο που ερχότανε από τη Σκάλα, μήπως κάνουνε απόβαση
οι Εγγλέζοι και μας απαγάγουν τον Βασιλέα Κωνσταντίνο. Διότι τότε είχανε
διαφωνήσει με τον Βενιζέλο που ήτανε με την Ανταν και ο Κωνσταντίνος με τη Γερμανία
διότι είχε αδελφή του Κάϊζερ και ως εκ τούτου δηλώσανε ουδετερότητα. Ο
Βενιζέλος κατόπιν πήγε στη Θεσσαλονίκη και ίδρυσε Νέα Κυβέρνηση 1916-1917, την
Εθνική Άμυνα. Κατόπιν κατέλησε το καθιστώς των Αθηνών. Άρχισαν Εγγλέζοι και
Γάλλοι να μεταφέρνουν στρατό και υλικό μέσω Ιτέας έως το Μπράλο. Από εκεί στο
τραίνο και στη Θεσσαλονίκη, όπου κοντά ήτανε οι Γερμανοβούλγαροι, στον Στρυμόνα.
Αργότερα πήγαμε και εμείς.
Απόλυση
Εν τω μεταξύ απολύομαι και εγώ, καθότι δεν υπήρχε
πόλεμος και πήραν άλλη ηλικία, όπως τον Φώτη. Πήγα στο χωριό και εργαζόμουνα
μαζί με τον Βασίλη τα ολίγα κτήματα. Μέναμε λοιπόν και οι δύο στο χωριό ενώ ο
Φώτης στρατιώτης.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΕΙΚΟΝΕΣ
Εικ.1. Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Λαμίας το 1906 αμέσως μετά την αποπεράτωσή
του.
Εικ.2. Αμπλιανίτισσες με κάτασπρα τσεμπέρια, μαλλίνες, σιγκούνια και κάλτσες
χιονάτες πλεγμένες με τις 4 καλτσοβελόνες. Πηγαίνουν για ρείκια και πουρνάρια.
Πεζές ή καβάλα δεν σταματούσαν το τραγούδι, το πλέξιμο και το γνέσιμο. Η
φωτογραφία είναι του 1930.
Εικ.3. Η συνοικία του Αγίου Νικολάου το 1930 (Φωτογραφία Γιώργου Παπακώστα).
Διακρίνεται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου με το καμπαναριό της. Υπήρξε
μητρόπολη της Λαμίας από το 1834 έως και το 1923. Εκεί εκκλησιαζόταν το 1914 Λόχος
του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων.
Εικ.4. Τα Πηγαδούλια σε παλιά φωτογραφία.
Εικ.5. Πλατεία Σιταγοράς (σήμερα πλατεία Πάρκου) το 1910: παζάρι του Σαββάτου.
ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ
Εικ.1. Από
το βιβλίο: Νικ.Ταξ. Δαβανέλλος, ΛΑΜΙΑ, η ρεκλάμα (1850-1967), Αθήνα 1999, σελίδα 66.
Εικ.2. Από
το βιβλίο: Νικ.Ταξ. Δαβανέλλος, Λαμία: Το χρονικό μιας πόλης, Αθήνα 1994, σελίδα 265.
Εικ.3. Από
το βιβλίο: Νικ.Ταξ. Δαβανέλλος, Λαμία: Το χρονικό μιας πόλης, Αθήνα 1994, σελίδα 86.
Εικ.4. Από: ΔΕΥΑ Λαμίας.
Εικ.5. Από
το βιβλίο: Νικ.Ταξ. Δαβανέλλος, ΛΑΜΙΑ, η ρεκλάμα (1850-1967), Αθήνα 1999, σελίδα 6.
ΠΗΓΗ
Οικογενειακό
αρχείο Αναστασίου Παπανικολάου.
(Ευχαριστούμε τον κ.Τάσο Παπανικολάου για την
άδεια δημοσίευσης των Απομνημονευμάτων).