Μέσα από τις στήλες της εφημερίδας «Φάρος της Όθρυος»
ο συντάκτης Α.Π. περιγράφει την επικρατούσα κατάσταση στη Φθιώτιδα το 1856,
είκοσι τρία χρόνια μετά την απελευθέρωση και την ένταξή της στο νεοσύστατο
Ελληνικό Βασίλειο. Η κατάσταση συγκρίνεται με αυτήν που επικρατούσε το 1833 και
τονίζεται η πρόοδος και άνοδος του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της Φθιώτιδας.
Όπως επισημαίνει ο συντάκτης Α.Π. σε επόμενο φύλλο της
ίδιας εφημερίδας (φύλλο 14 της 27ης Ιουλίου 1856) «….εξεθέσαμεν
συγκριτικήν κατάστασιν της Φθιώτιδος θεωρουμένης κατά δύω διαφόρους εποχάς, την
επί τουρκοκρατίας και την ενεστώσαν. Εκεί είδομεν τον πληθυσμόν ως ημέραι
αυξάνοντα, τάς πόλεις ανεγειρομένας εκ θεμελίων, τα χωρία κατοικούμενα, την γήν
καλλιεργουμένην, τα έλη αποξηραινόμενα· εκεί είδομεν τα πάντα λαμβάνοντα νέαν
ζωήν, νέαν ανάπτυξιν, νέας πάντοτε ελπίδας καλητέρου μέλλοντος…. ».
Ειδικότερα :
-επισημαίνεται η σύσταση των Μεγάλων Δυνάμεων προς το
Ελληνικό Βασίλειο να στρέψει την προσοχή του πλέον στην υλική πρόοδο και όχι στην
επέκταση των συνόρων του, προκειμένου να συγχωνεύσει αδούλωτες περιοχές (Κρήτη,
Σάμος, Χίος, Επτάνησος, Ήπειρος, Θεσσαλία και Μακεδονία).
-τονίζεται η ακμή του ελληνικού ναυτικού και η αύξηση
του εμπορίου.
-ομολογείται η καθυστέρηση στη βιομηχανική ανάπτυξη.
-εξαίρεται η πρόοδο στη γεωργική παραγωγή.
-παρέχονται σημαντικές πληροφορίες (συγκριτικά) για πόλεις
και χωριά της Φθιώτιδας το 1833 και το 1856.
-αναφέρονται η αποξήρανση των ελών του κάμπου, η
αύξηση της παραγωγής καπνού, των εκτάσεων των ελαιώνων και της παραγωγής
ελαιών.
-προτείνεται στην κυβέρνηση η εγκατάσταση
οικογενειών-διδασκάλων της γεωργικής παραγωγής από το εξωτερικό, προκειμένου να
διδάξουν στους ντόπιους κατοίκους τρόπους καλλιέργειας της γης.
-κλείνοντας ο συντάκτης Α.Π. προτρέπει σε εθνική
ομοψυχία για την επίτευξη της πολυπόθητης προόδου.
Ακολουθεί το κείμενο της εφημερίδας:
«Η ΦΘΙΩΤΙΣ
Αι δύω Μεγάλαι
Δυνάμεις μας είπον αρκετά καθαρώς, διά του περιοδικού των τύπου ότι τίποτε δεν
έχομεν ν’ αναμείνωμεν απ’ αυτάς! η Ρωσία διά του στόματος του εν τη μακαρία τη
λήξει αυτοκράτορος Νικολάου μας είπεν αρκετά σαφώς ότι, αύξησιν της εκτάσεώς
μας ποσώς δεν έχομεν να ελπίσομεν!
Αι δύω πρώται, μετά
τον αιματηρόν πόλεμον μας έδωσαν, διά των δημοσίων οργάνων των, συμβουλάς πού
πρέπει να ζητήσωμεν την μέλλουσαν ευδαιμονίαν μας! η τελευταία δεν εξεφράσθη
εισέτι, δεν θέλει βραδύνομεν όμως να εννοήσωμεν μετ’ ολίγον και της άρκτου τάς
διαθέσεις, αίτινες βεβαίως θέλουν είσθαι ανάλογοι.
Ευγνωμωνούμεν διά τας
συμβουλάς.!
Ηλπίζομεν, μέχρι
τινός, ότι γενικόν συμφέρον της ανθρωπότητος απήτη την επέκτασίν μας! ότι αι
φιλοσοφικαί αρχαί της κατά το 1848 Δημοκρατουμένης Γαλλίας, πρακτικώς
εφαρμοζόμεναι απήτουν την συγχώνευσίν μας μετά της Κρήτης, Σάμου, Χίου,
Επτανήσου, Ηπείρου, Θεσσαλίας και του πλείστου μέρους της Μακεδονίας,
κατοικουμένας από την καθαράν ελληνικήν φυλήν, και μετά των οποίων έχομεν χρέος
αίματος. Ενομίσαμεν ότι την συγχώνευσιν των φυλών, απήτει ευρωπαϊκόν συμφέρον,
η αληθώς ευρωπαϊκή ισορροπία.
Αλλ’ όλα ταύτα
όνειρα, ως όνειρον και η Γαλλική Δημοκρατία, ως όνειρον και το σχέδιον του
περιφήμου ποιητού του νομίσαντος να διοικήση τον Κόσμον διά της ποιήσεως και
της φιλοσοφίας!
Μας συμβουλεύουσιν να
τρέψωμεν την προσοχήν μας εις το ναυτικόν μας, το εμπόριόν μας, τας τέχνας την
βιομηχανίαν και την γεωργίαν μας· αλλ’ άραγε νεκροί εμείναμεν μέχρι τούδε; με
ανοικτόν στόμα αναμείναμεν μέχρι τούδε, το εκ των συμβουλών ελευσόμενον μάννα;
Οποίον ήτο το εθνικόν
ναυτικόν μας κατά το τέρμα του επταετούς πολέμου! ολοστόλιστα μεν, από τάς
δάφνας της δόξης αλλ’ ολίγιστα και καταπληγωμένα από εχθρικάς σφαίρας πλοία!
οπόσα είναι σήμερον τα οποία θαρραλέως και υπερηφάνως διατρέχουσιν απάσας τάς
θαλάσσας; κατέχομεν ή όχι, την πρώτην θέσιν, εις τον Πλανήτην τούτο, αναλόγως
του μικρού μας πληθυσμού, διά τον αριθμόν των πλοίων και των ατρομήτων ναυτών
μας;
Το εμπόριόν μας! αλλ’
υπάρχει εμπορική τις εν Ευρώπη πόλις εις ήν να μην ευρίσκωνται ανθίζοντα τα
εμπορικά καταστήματά μας; τα παράλια της ευρωπαϊκής Τουρκίας, τα παράλια της
Μικράς Ασίας, αι παρ’ ευρωπαίων κατοικούμεναι πόλεις των παραλίων της Αφρικής
δεν έχουσι ανθίζον ελληνικόν εμπόριον; Δεν είναι ήδη ομολογούμενον ότι, εις τα
ανωτέρω παράλια, το Δυτικόν εμπόριον δεν δύναται πλέον να έλθη εις συναγωνισμόν
μετά του ελληνικού;
Αι τέχναι και η
βιομηχανία μας! ω! το ομολογούμεν ότι εις αυτάς είμεθα πολύ οπίσω και δεν είναι
δυνατόν να γείνη άλλως! Η τελειοποίησις των τεχνών είναι συνέπεια πολυχρονίου
πείρας, αποτέλεσμα της διαδόσεως των στοιχειωδών γνώσεων εις την τελευταίαν
τάξιν της κοινωνίας μας, απόρροια των καθ’ ημέραν γεννωμένων νέων αναγκών.
Πρέπει αύται να εμψυχωθώσιν από τον πλούτον και εισέτι είμεθα γενικώς πτωχοί,
περιοριζόμενοι να σκεπάζωμεν τάς ανάγκας μας διά οικονομικοτέρου τρόπου·
τέλειον έργον τέχνης είναι ακριβόν ουδείς το αγοράζει, είναι όθεν βιασμένος ο
τεχνίτης να παραβλέψη την τελειοποίησιν προς όφελος της πλειοτέρας παραγωγής
των χειρών του.
Η Γεωργία μας,
Μόνος όστις εγνώρισε
την Ελλάδα πρίν της ενδόξου επαναστάσεώς μας, εν καιρώ αυτής, επί της ελεύσεως
του πολυποθήτου Άνακτός μας και την περιέλθη σήμερον, αυτός μόνος δύναται να
εκτιμήση τας εκπληκτικάς προόδους της εν γένει Γεωργίας μας. Όστις εγνώριζεν
πρίν της επαναστάσεως την ελεεινήν κατάστασιν των χωρικών μας και τους είδη
σήμερον ζώντας εν ανέσει σχεδόν, εκείνος μόνος είναι εις θέσιν να εννοήση ότι
μόνον διά θαύματος ήτο δυνατόν να επέλθη τοιαύτη μεταβολή και το θαύμα τούτο
εξετέλεσεν το ελληνικόν έθνος εις ολίγον διάστημα χρόνου, από καταστρεπτικόν
πόλεμον εξοντώσεως εξελθών, άνευ μέσων, άνευ ξένων βοηθημάτων, εναντίον
τοιούτων εσωτερικών περισπασμών τους οποίους ξένη ή μάλλον εχθρική χείρ κατά
καιρούς είχεν υποικινήσει, εναντίον ή μάλλον εις το πείσμα αμαθών υπαλλήλων
(διότι και αυτούς ο καιρός και η πείρα έπρεπε να μορφώση) εις το πείσμα
συστημάτων φορολογίας τα οποία άπειρος νούς και χείρ ήθελον να εφαρμόσωσι.
Δεν είναι πράγμα
εύκολον η συγκριτική έκθεσις της πρίν και παρούσης καταστάσεώς μας διά να
πείσωμεν και φίλους και εχθρούς ότι και άνευ συμβουλών ησθάνθημεν και τάς
πληγάς μας και τάς ανάγκας μας, και μόνοι ημείς οι ίδιοι δυνάμεθα να τας
θεραπεύσωμεν, και τάς θεραπεύομεν κατά τάς αναπτυσσομένας δυνάμεις μας. Η συγκριτική
αύτη έκθεσις δεν είναι έργον του περιοδικού τύπου, αλλ’ ιδίας μελέτης
απαιτούσης ιδιάζοντα κόπον και λεπτομερείς πληροφορίας τας οποίας στερούμεθα,
περιοριζόμεθα δε μόνον εις συγκριτικήν τινά έκθεσιν της Φθιώτιδος την οποίαν
κατά το 1833 παρελάβαμεν από τουρκικάς χείρας.
Και τότε ως και τώρα πρωτεύουσα
της Φθιώτιδος ήτον η Λαμία· είκοσι τέσσαρας Χριστιανικάς οικογενείας εύρεν η
ελληνική κυβέρνησις εις αυτήν και οθωμανούς τινάς οίτινες πωλήσαντες ό, τι και
αν είχον ανεχώρησαν εις Λάρισσαν. Οκτακοσίους ως έγγιστα οικογενείας μετρά
σήμερον. ολιγίστας οθωμανικάς οικίας και αυτάς κατεριπομένας, νέαι όλαι ή
εντελώς ανακαινισθείσαι επικάθηνται σήμερον εις το έδαφός της· αι αποτελούσαι
την Λαμίαν οικίας οποία κεφάλαια κατετέθησαν μέχρι τούδε μόνον εις την πόλιν
ταύτην (1).
Εις την
εγκαταλειφθήσαν Στυλίδα κατά τον επταετή πόλεμον επιστρέψαντες οι κάτοικοι δέν
εύρον ούτε πέτραν επί πέτρας, ειμή τα ερείπια ενετικού τινός πύργου, τον οποίον
εις την αυτήν κατάστασιν είχον αποχαιρετήσει το 1821. Εντός καλυβών εκατώκουν
μέχρι του 1840. Τριακόσιαι ως έγγιστα οικοδομαί λιθόκτιστοι υπάρχουσι σήμερον.
Η Υπάτη είχεν
λιθοκτίστους οικοδομάς μία μόνη εκ των παλαιών, τουρκικών και μη, υπάρχει
σήμερον, ο πύργος του Χατζή Αβδουραχμάνη, μνημείον μέχρι τούδε σωζόμενον προς
απόδειξιν της φιλοκαλίας των βαρβάρων πρώην κυρίων μας.
Εις πρό αιώνων ληστών
και πειρατών καταφύγιον, εντός του κόλπου του Βώλου ανηγέρθη σήμερον ωραία και
κομψή η κωμόπολις Αμαλιαπόλεως εκ διακοσίων τεσσαράκοντα οικογενειών ως έγγιστα
κατοικουμένη με στερεάς λιθοκτίστους οικοδομάς.
Ουδέν χωρίον της
πεδιάδος είχε λιθοκτίστους οικοδομάς, σήμερον δε οι κάτοικοι Βαριπόπης, Αγά,
Χαλίλι, Μάκρεσι, Γδαρμένη Ράχη, Αρχάνι, Καρυά, Καστρί, Βασιλικά, Λάλα,
Λιανοκλάδι, Αμούρι, Κόμμα, Σαρμουσακλί, Μεγάλη Βρύση, Αγία Μαρίνα, Αυλάκι,
Αχινός, Ράχαις, Γαρδίκι κ.λ. εντός λιθοκτίστων οικιών κατοικούσιν οι πλειότεροι
των κατοίκων των.
Πόθεν επορίσθησαν τα
τρομερά ταύτα χρηματικά κεφάλαια οι κάτοικοι ει μη εκ της εργασίας των; Μεταξύ
Αγά, Βαριπόπης, Μάκρεσι, Χαλίλι, και Καρυάς ήταν αδιάβατος βάλτος.
Μεταξύ Λαμίας, του
Σπερχειού ποταμού και της θαλάσσης, η ωραιοτέρα μερίς της πεδιάδος Φθιώτιδος
ήτον κατά γράμμα βάλτος. Τεμάχια μόνον μικρά ήσαν ανοικτά εις τα οποία ορίζιον
μόνον έσπειραν!
Ολόκληρος η πεδιάς
του χωρίου Μεγάλη Βρύση ήτο βάλτος τοιούτος, ώστε αγέλαι βοών εχάνοντο!
Αι κατά την πεδιάδα
γαίαι της Δαμάστας εσκεπάζοντο από τοιαύτα έλη ώστε και ιππείς ηδύναντο να
απολεσθώσι!
Αι γαίαι Μοσκοχωρίου,
Βαρδάτων, Φραντζιού δεν ήσαν ειμή συνεχής βάλτος!
Πού είναι σήμερον τα
έλη τοιαύτα; διά ποίας άλλης χειρός ειμή της ελληνικής απεξηράνθησαν τα έλη
τούτα, διά ποίας μαγείας μετεβλήθησαν εις ευφορωτάτους αγρούς, έλη απέραντα
όπου αγριόχοιροι και τζάκαλοι άλλοτε ετρέφοντο;
Εννενήκοντα ή εκατόν
ζεύγη βοών ώργωνον άλλοτε την πεδιάδα, επέκεινα των χιλίων υπάρχουσι σήμερον,
τρία κάν τέσσερα τοιαύτα υπήρχον άλλοτε εις Ιμέρμπεη, πλέον των ογδοήκοντα
υπάρχουσι σήμερον.
Τέσσαρες έως πέντε
χιλιάδας γρόσια έδιδεν εισόδημα η Μεγάλη Βρύση εις τους πρώην ιδιοκτήτας,
είκοσι χιλιάδας δραχμάς ετησίως κατά μέσον όρον παράγει σήμερον·δεκαπέντε μέχρι
δεκαέξ χιλιάδας γροσίων έδιδεν άλλοτε ο Αχινός μετά του ελαιώνος του, εξήκοντα
τέσσαρας χιλιάδας δραχμάς έδωκεν κατά το 1854. Ίσον τι εισόδημα έδιδον εις τους
πρώην ειδιοκτήτας τα χωρία Ιμίρμπεη και Αλαμάνα, μέχρι εβδομήκοντα χιλιάδας
δραχμών έφθασεν να λαμβάνουσι οι νύν ιδιοκτήται.
Ολίγιστον καπνόν
παρήγαγεν άλλοτε η Φθιώτις, τετρακοσίας ως έγγιστα χιλιάδας οκάδας παρήξεν κατά
το παρελθόν έτος και πλειοτέρας βεβαίως ήθελεν παράξει κατά το ενεστώς αν η
επάρατος ακρίς, δεν ήθελεν επιφέρει τρομεράς φθοράς εις τους δυτικούς δήμους.
Δεκαπλάσιον ποσόν
εξημερομένων ελαιοδένδρων έχει σήμερον η Στυλίς, ο Αχινός, αι Ράχαι, το
Γαρδίκι, το Σούρπι, βελτιουμένης κατ’ έτος της καλλιεργείας των. Ολόκληρον
ελαιώνα έχει σήμερον η Αμαλιάπολις εις το πείσμα του αγόνου και ανύδρου εδάφους
της, εκεί όπου άλλοτε και εις αγριοχοίρους δίοδον, δεν εσυγχώρουν αι
αγριελαίαι. Νέους ελαιώνας αναστένουν τα χωρία Πτελεόν, Χαμάκο, Γλύφα.
Λυπούμεθα ότι, ούτε
καιρόν έχομεν αλλ’ ούτε τάς ευκολίας να καταστρώσωμεν συγκριτικόν τινα πίνακα
εμφαίνοντα την επί τουρκοκρατίας καλλιέργειαν και παραγωγήν με την κατ’ έτος
ανάπτυξιν και αύξησιν αυτής αφ’ ότου η Φθιώτις αποτελεί μέρος του Ελληνικού
Βασιλείου. Το εξαγόμενον του πίνακος τούτου ήθελεν είσθαι λίαν περίεργον και
διδακτικόν. Οι αριθμοί ήθελον ομιλήσει αφ’ εαυτών και η αλάνθαστος και αψευδής
γλώσσα των αριθμών ήθελεν αποστομώσει τους ευκόλως συμβουλεύοντας.
Είναι αληθές και το
ομολογούμεν πρώτοι ημείς ότι αν εξετάσθη επί τοσούτον η εν γένει καλλιέργεια
ποσώς δεν εβελτιώθη ο τρόπος της καλλιεργείας. και το άροτρόν μας και το ινίον
μας είναι οποία ήσαν όχι επί Τουρκοκρατίας αλλ’ επί της εποχής του Ησιόδου αν
και εγένοντο διάφοραι δοκιμασίαι.
Πολλοί ιδιοκτήται
μετέφερον ευρωπαϊκά άρωτρα, αλλ’ επιτόπιοι δυσκολίαι και απειρία εις την
κατάλληλον αυτών χρήσιν τους εβίασε να το εγκαταλείψωσι μέχρι καταλληλοτέρας
εποχής.
Είναι αληθές και
πρέπει να το ομολογήσωμεν ότι μέχριτούδε ουδεμίαν άμεσον ευκολίαν ή ενθάρυνσιν
εχορήγησεν η κυβέρνησις εις τον Γεωργόν, ουδεμίαν σχεδόν ενέργειαν κατέβαλε να
βελτιώση εις τάς χείρας του χωρικού τον τρόπον της καλλιεργείας. Τι ήθελεν
γείνεις; οποίαι υλικαί ωφέλειαι και διά το Δημόσιον και τους ιδιοκτήτας και
τους χωρικούς κυρίως, αν βελτίωσίς τις εγένετο εις τα γεωργικά εργαλεία, εις
τον καταλληλότερον τρόπον του εργάζεσαι τάς ευφορωτάτας γαίας μας ότε, και με
τα ατελέστατα εν χρήσει μέσα, υπάρχουσι κτήματα τα οποία εις την εφετεινήν
εσωδείαν θέλουσι δώσει είκοσι παραγωγήν απέναντι ενός διά σποράν.
Δεν έχομεν λέξεις
ικανάς να συστήσωμεν όσον πρέπει και εις τα Κοινοβουλευτικά Σώματά μας, και εις
την Κυβέρνησίν μας και εις τάς Α.Μεγαλειότητας το αγαπητόν μας Μοναρχικόν
ζεύγος ίνα λάβωσι το ταχύτερον την δέουσαν πρόννοιαν προς ενθάρρυνσιν της
πολυπληθεστέρας μερίδος του έθνους, της ωφελιμοτάτης ταύτης ευαγώγου και
φιλοπόνου κλάσεως των γεωργών, με τά συμφέροντα των οποίων είναι τοσούτον
σφικτά συνδεδεμένα εκείνα του Δημοσίου. Τους παρακαλούμεν να λάβωσι υπό
σπουδαιοτάτην έποψιν τα μέσα περί βελτιώσεως των εργαλείων και του τρόπου της
καλλιεργείας, και προς τούτο δεν απαιτούμεν μεγάλες θυσίας.
Παρετηρήσαμεν ότι,
οσάκις εζητήσαμεν μεγάλα πράγματα να εφαρμόσωμεν πάντοτε απετύχαμεν· δεν
ζητούμεν όθεν ανέγερσιν γεωργικών σχολείων, δεν ζητούμεν εισέτι γεωργικάς
τραπέζας, δεν ζητούμεν διδασκάλους και θεωρίας της γεωργίας, δεν ζητούμεν
περιοδικά συγγράμματα τα οποία διά των εμπεριεχομένων θεωρειών απαιτούσι
ιδιαζούσας και βαθείας γνώσεις διά να εννοήση τις και το ζήτημα και την λύσιν
του (2).
Θεωρούμεν αναγκαίον
προς επιτυχίαν του προκειμένου σκοπού και προτείνομεν όπως εκλεχθώσιν επαρχίαι
τινές εκ των ευφορωτέρων και ως τοιούτας συστήνομεν την Φθιώτιδα, την Βοιωτίαν,
το Ξηροχώριον, την Ήλιδα, την Αργολίδα κ.λ. Εις αυτάς να φέρη η Κυβέρνησις ανά
τέσσαρας ή πέντε φιλοπόνους οικογενείας γεωργικάς, υπό μισθόν, εκ του μεσημβρινού
της Ιταλίας και προτιμώτερον διά πολλούς λόγους, εκ των μεσημβρινών επαρχιών
της Γαλλίας, να τας δώση κατάλυμα δωρεάν εις δροσερόν και υγιές κλήμα, να τάς
εφοδιάση μετά των αναγκαίων εργαλείων, να ταίς χορηγήση ανάλογον έκτασιν
εθνικής γής διά να εργάζωνται εις λογαριασμόν του Δημοσίου και να δέχωνται εις
τάς εργασίας των όσους εκ των χωρικών παρουσιασθώσι διά να μαθητεύσωσι.
Αι οικογένειαι αύται
θέλουσι χρησιμεύσει οι πρακτικοί διδάσκαλοι της γεωργίας, οι δε χωρικοί μας
επιδεκτικοί εις άκρον να μιμηθώσι, δεν θέλουσι βραδύνει και την χρήσιν των
εργαλείων να γνωρίσωσι καί ομοίαν καλλιέργειαν να εκτελώσι όταν εκ των
αποτελεσμάτων πληροφορηθώσι την απορρέουσαν ωφέλειαν. Εντός ολίγου τότε, αι
πρακτικαί αύται γνώσεις θέλουν διαδοθή και εν ακαρεί θέλει αλλάξει πρόσωπον η
γόνιμος γή μας.
Εκτός των εξόδων
μετακομίσεως, εκτός της δαπάνης διά τάς οικοδομάς αίτινες θέλουν είσθαι πάντοτε
χρήσιμοι εις το δημόσιον, διακόσιαι δραχμαί κατά μήνα και ολιγότερον ίσως,
ήθελεν είσθαι μισθός αρκετά καλός διά να τον δεχθώσι αι τοιαύται γεωργικαί
οικογένειαι. Εξήντα όθεν χιλιάδας δραχμών απαιτούνται κατ’ έτος, και τούτο όχι
διά πολλά έτη, όπως βελτιώσωμεν εν γένει την καλλιέργειάν μας ή μάλλον την
γεωργίαν μας, το δε πρώτον έτος θέλει εκπεσθή το ανωτέρω ποσόν ως εκ της παραγωγής,
διαφορά ήτις δεν δύναται ειμή να εκλείψη μετά παρέλευσιν ετών τινών.
Βαθέως αισθανόμενοι
την σπουδαίαν ταύτην εθνικήν ανάγκην και επιθυμούντες να φθάσωμεν όσον το
δυνατόν ταχύτερον εις τον επιθυμητόν σκοπόν, θέτομεν υπό συζήτησιν την ανωτέρω
γνώμην παρακαλούντες τον περιοδικόν τύπον να την επικρίνη, να την τοποθετήση, ή
να την παραδεχθή και την συστίση εις την κοινήν γνώμην. Παρακαλούμεν κυρίως τον
τύπον της πρωτευούσης ν’ αφίση πλέον τους αμοιβαίους διαπληκτισμούς, τους
οποίους ως κύριον θέμα, δυστυχώς εις την δημοσιογραφίαν λαμβάνει, αδικούντες
ούτω και εαυτούς και τους αντιπάλους των από του πάθους παρασυρόμενοι. Ν’
αφήσωσι πλέον, τον πρωταγωνιστήν Κωλέττην ν’ αναπαύεται ησύχως εις τον τάφον
του· ν’ αφίσωσιν ησύχους τους πρωταγωνιστάς Μαυροκορδάτον και Μεταξάν εις το
έντιμον γήρας των. Κατά τι μας ωφελεί ν’ ανοίγωμεν εις την αγοράν, τάς ασχημίας
των γενεών μας, τάς οποίας μετά πολλής σπουδής πρέπει να σκεπάζωμεν αφού
εντελώς καλά τάς γνωρίζομεν; Παρακαλούμεν τον τύπον διά φρονήσεως και του
πατριωτισμού του να φροντίση όπως εξαληφθώσιν οι λυπηραί διακρίσεις του
Γαλλικού, Αγγλικού και Ρωσσικού γελοίων κομμάτων, έριδες, φατρίαι και μερίδες,
αίτινες τοσαύτα δυστυχήματα επέφερον επί της κεφαλής μας. Τότε μόνον ελπίς
υπάχει να μας αφίση ησύχους και η ξένη Διπλωματία ήτις τροφήν ευρίσκουσα εις
τάς διαιρέσεις μας μας παίζουσι κατ’ αρέσκειαν και μας περιφρονούσιν συγχρόνως (3).
Παρακαλούμεν επί
τέλους τους περί την δημοσιογραφίαν ασχολουμένους, με θυσίαν τινά της υψηλής
Πολιτικής, ήτις επιβαίνει γελοία διά την σμικρότητά μας και αφού το δικαίωμα
του ισχυροτέρου προπορεύεται, να στρέψωσι την προσοχήν των πλειότερον εις την
εσωτερικήν μας κατάστασιν και στεντωρεία τη φωνή δύω τινά ζητήσωσι την εντελή
αποκατάστασιν της δημοσίου ασφαλείας και την ανάπτυξιν της Γεωργίας μας.
Α.Π.
(1)
Και φίλοι
ακόμη μας επικρίνουσι ότι εδόθημεν πλειότερον αφ’ ό,τι έπρεπε εις την διανοητικήν
ανάπτυξιν με ζυμείαν της υλικής ευημερείας ως εκ τούτου περιοριζόμεθα μόνον εις
ότι αφορά την δευτέραν περίστασιν.
(2)
Νομίζομεν
ότι οι αξιότιμοι και αξιόπιστοι φίλοι μας εκδόται της Γεωργικής εφημερίδος ή
απεμακρύνθησαν ή παρεξήγησαν την εθνικήν ανάγκην του τοιούτου άλλως ωφελίμου
περιοδικού τούτου συγγράμματος· αρκεί ν’ αναγνώση εις την θεωρίαν περί
κοπρίσματος των ελαιοδένδρων διά να μας δικαιώση).
ΠΗΓΗ