Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

«ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ», του Αγαθοκλή Γ. Κωνσταντινίδη

Στην περιοδική έκδοση «Εθνικόν Ημερολόγιον» του έτους 1913 που εξέδιδε ο Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, δημοσιεύθηκε λογοτεχνικό κείμενο του Αγαθοκλή Γ. Κωνσταντινίδη με τίτλο «ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΉΜΑΤΑ».
Η υπόθεση διαδραματίζεται τον Ιούλιο του 1881 στη στάνη του τσέλιγκα κυρ Μήτσου λίγο πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό βασίλειο, βάσει της συμφωνίας της Κωνσταντινουπόλεως. Η στάνη βρισκόταν κοντά στην τότε συνοριακή γραμμή που χώριζε το Ελληνικό βασίλειο από την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Κεντρικό πρόσωπο στο κείμενο είναι ο δεκανέας σιτιστής του 2ου λόχου του 9ου τάγματος που είχε κατασκηνώσει στο δάσος της Μάκρυσης (σήμερα Μάκρη). Ο λόχος κατασκεύαζε δρόμο στα υψώματα της Μοχλούκας, από τον οποίο θα διέρχονταν ο ελληνικός στρατός για να εισέλθει στη Θεσσαλία.
Ο δεκανέας κάθε πρωΐ μετέβαινε σε μία στάνη, όπου του προσφερόταν γάλα και τυρί για πρόγευμα. Εκεί γνωρίστηκε με την οικογένεια του τσέλιγκα. Μία ημέρα είδε αναπάντεχα τη μικρή κόρη του τσέλιγκα να προβάλλει το κεφάλι της στην πόρτα της καλύβας. Η κόρη ήταν σε ηλικία γάμου και η σκέψη του δεκανέα, από τη στιγμή που την είδε, δεν έφευγε από κοντά της όλη την ημέρα.
Όταν ξημέρωσε η επόμενη ημέρα που ήταν Κυριακή, ο δεκανέας μετέβη πρωΐ-πρωΐ στη στάνη με τη σκέψη του στην κόρη. Όλο το προηγούμενο βράδυ τη σκεφτόταν. Όταν έφτασε, είδε τον τσέλιγκα με δύο επισκέπτες του να φορούν τις γιορτινές τους φουστανέλες και να συζητούν. Ο πρώτος επισκέπτης ήταν 50-55 ετών και ο δεύτερος 22-23. Ο νεότερος κάθε τόσο έστρεφε το βλέμμα του στην πόρτα της καλύβας, όπου χτες είχε εμφανιστεί η κόρη. Ο δεκανέας υπέθεσε ότι ο τσέλιγκας δέχτηκε συνοικέσιο για την κόρη του και προφασιζόμενος εργασία αποχώρησε τελείως απογοητευμένος. Πριν φύγει, ο τσέλιγκας τον προσκάλεσε να έρθει αύριο για να παρακολουθήσει «τους γάμους». Στην ερώτησή του «ποιος παντρεύεται» ο τσέλιγκας του είπε «έλα αύριο και θα το μάθης». Ο δεκανέας έφυγε στον κατήφορο «συντετριμμένος».
Την άλλη ημέρα με βαριά καρδιά ο δεκανέας ανέβηκε στη στάνη. Από μακρυά άκουσε κρότους και νόμισε ότι ήταν οι ήχοι των νταουλιών. Έκανε όμως λάθος. Όταν έφτασε, διαπίστωσε με μεγάλη έκπληξη ότι δεν είχε γίνει καμία προετοιμασία γάμου. Πλησίασε τον τσέλιγκα με απορία. Παρατήρησε ότι ο τσέλιγκας είχε στραμμένο το βλέμμα του σε δύο χωριστές μάνδρες. Στη μία υπήρχαν 50 περίπου πελώριοι άγριοι τράγοι και στην άλλη περισσότερες από 400 γίδες. Ο τσέλιγκας έδωσε την εντολή «Άνοιξε» σε έναν γέροντα βοσκό κι εκείνος άνοιξε την πόρτα που συνέδεε τις δύο μάνδρες. Οι τράγοι όρμησαν προς τη μάνδρα που βρισκόταν οι γίδες και ο τσέλιγκας ξεκαρδισμένος στα γέλια είπε στο δεκανέα «πάμε τώρα να πιούμε τα καλορίζικα».
Ο Αγαθοκλής Γ. Κωνσταντινίδης έγραψε αυτό το λογοτεχνικό κείμενο στον Πειραιά το 1912, πολλά χρόνια αργότερα από τη χρονιά που διαδραματίσθηκε η υπόθεσή του.
Ακολουθεί η αναδημοσίευση του κειμένου:
 
«ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ*
(ΠΑΛΑΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ)
Τούτο συνέβη ένα-ενάμισυ μήνα πρό της καταλήψεως της Θεσσαλίας κατά το σωτήριον έτος 1881. Το 9ον πεζικόν τάγμα, με δύναμιν 1800 ανδρών ήτο κατεσκηνωμένον εις το δάσος της Μάκρυσης, εις την Φθιώτιδα.
Ο Β΄ λόχος, του οποίου είχα την τιμήν να είμαι τότε δεκανεύς, έλαβε διαταγήν ένα πρωΐ του Ιουλίου να μεταβή εις Μοχλούκαν, προς κατασκευήν στρατιωτικής οδού, διά της οποίας έμελλε να διέλθη μέρος του καθ’ όλην Φθιώτιδα εστρατοπεδευμένου και διά την κατάληψιν της Θεσσαλίας προωρισμένου ελληνικού στρατού.
Διορισθείς προσωρινώς σιτιστής του αποσπάσματος, ηκολούθησα τον λόχον εις τα υψώματα της Μοχλούκας και ανέλαβον τα καθήκοντά μου, τα οποία, τα οποία συνίσταντο εις την ημέραν παρ’ ημέραν διανομήν του άρτου εις τούς άνδρας, εις την καταγραφήν των ημερομισθίων των εργαζομένων και εις την τήρησιν της αλληλογραφίας μεταξύ του διοικούντος το απόσπασμα και του διοικητού του λόχου μας, όντος και υποδιοικητού του τάγματος.
Η εργασία αυτή με απησχόλει μίαν ώραν το πρωΐ και μίαν το βράδυ, ότε εσχόλαζον οι άνδρες. Και το πρωΐ μέν μετέβαινον εις την μίαν ώραν απέχουσαν επί των συνόρων στάνην, όπου έκαμνα το πρόγευμά μου με παχύτατον γάλα και νωπόν τυρόν θαυμάσιον, το απόγευμα δε ραχάτι υπό την σκηνήν.
Εικ.1. «Ο τσέλιγκας της στάνης». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 167).
Ο Τσέλιγκας της στάνης κύρ Μήτσος με υπεδέχετο πάντοτε με εξαιρετικήν φιλοφρόνησιν. Ήτον ένας σαρανταπεντάρης άνδρας ηλιοκαμένος, ευκίνητος και στιβαρός, με αιώνιον χαμόγελον εις τα χείλη. Ήτον οικογενειάρχης και κατοικούσεν εις μίαν καλύβην σχετικώς ευπρεπή. Μόλις μ’ έβλεπε πλησιάζοντα, ήθελε διατάξει να μου ετοιμάσουν το γάλα και υπό σκιάν μιάς πευκοφύλλου πεύκης απελάμβανον της ωραίας θέας της πεδιάδος του Σπερχειού, που ανοίγετο εμπρός μου πανοραμικώς. Ήτον η Τρίτη ημέρα, που επισκεπτόμην την στάνην και, εκτός δύο μικρών αγοριών πού έπαιζαν τριγύρω εκεί, και της γυναίκας του τσέλιγκα – μιάς γυναίκας ισχνής και ασθενικής, άλλον κανένα δεν είχα έως τότε παρατηρήσει.
Ο κύρ Μήτσος ο τσέλιγκας είχε κατηφορίσει προς τον κάμπον και εχάθη μέσα εις τον πυκνόν λόγγον, η δε γυναίκα του επήρε την στάμναν και ετράβηξε κατά την πλαγιάν διά κἄποιαν δροσεράν βρυσούλαν, κρυμμένην, ποιος ξεύρει, σε ποιάν χαράδραν.
Είχα απομείνει μόνος και, καθισμένος επάνω εις μίαν πέτραν, είχα προσηλώσει το βλέμμα εις την πεδιάδα, όταν έξαφνα από την θύραν της καλύβης βλέπω να προβάλη δειλά-δειλά ένα κεφαλάκι κορασίδος 16-17 χρόνων, με δύο λαμπερά, ένοχα και φοβισμένα μάτια, πού μ’ εκύτταζαν με μεγάλην περιέργειαν. Δεν επρόφθασα καλά-καλά να το αντιληφθώ, και το κεφαλάκι εκείνο απεσύρθη αποτόμως και διά μιάς. Ήτο στιγμιαία η εμφάνισις, αλλά αρκετή, ώστε να μού προξενήση κποιαν ταραχήν. Δεν είναι δυνατόν το κεφαλάκι αυτό να μη ξαναπροβάλη, είπα μέσα μου, και προσήλωσα το βλέμμα μου προς το μέρος τής θύρας, γεμάτος από περιέργειαν και προσδοκίαν.
Ήτο θαλπερά η πρωΐα εκείνη του Αυγούστου. Μία αδιατάρακτος ηρεμία εβασίλευε πέριξ, διακοπτομένη από τον βόμβον των εντόμων και κἄπου- κἄπου από τον κρότον πελέκεως κἄποιου υλοτόμου εις την απέναντι κατάφυτον πλαγιάν του βουνού. Ώρα και τόπος, διαθέτοντες εις ερωτικάς σκέψεις. Να, μία σκηνή ειδυλλίου. Μία βοσκοπούλα ερωτευμένη με ένα άγνωστον εις αυτήν νέον· ερωτικαί διαχύσεις, τρυφεροί εναγκαλισμοί, φιλήματα φλογίζοντα . . .  Τα περαιτέρω ποιος τα συλλογίζεται.
Η λογική απήτει να μην κινηθώ από την θέσιν μου και να αναμένω το αποτέλεσμα της πρώτης μου σκέψεως. Επέρασε ένα τέταρτον της ώρας οχληροτάτης και ματαίας αναμονής. Διά να την προκαλέσω να ξαναπροβάλη, εσκέφθην να κάμνω κἄποιον θόρυβον, τάχα ότι ετοιμάζομαι να φύγω και έβαλα ευθύς εις πράξιν την σκέψιν μου. Δεν είχα προχωρήσει τρία βήματα και εστράφην αποτόμως διά να ιδώ αν επέτυχε το τέχνασμά μου. Η κορασίς είχε προβάλει από την θύραν το ωραίον της κεφαλάκι και το φουσκωμένον στήθος της, σκυμένη σχεδόν και συγκρατουμένη με τά δυό της τα χέρια από τον παραστάτην της θύρας. Καθώς ήτον ούτω πως προς την διεύθυνσίν μου εστραμμένη, ένας ολόξανθος χονδρός πλόκαμος είχε κρεμασθή από την κεφαλήν της. Μόλις όμως με είδε στρεφόμενον, απεσύρθη παραχρήμα και έκλεισε μετά κρότου την θύραν . . .
Εικ.2. «...Όταν έξαφνα από την θύραν της καλύβης βλέπω να προβάλη δειλά-δειλά ένα κεφαλάκι κορασίδος...». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 168).
 
*
* *
Θα είναι ψέματα αν ειπώ, ότι την ημέραν εκείνην και ολόκληρον την νύκταν ήμην ήσυχος. Ο πόθος και η ανυπομονησία να την ξαναϊδώ την επαύριον μ’ εκρατούσαν εις διαρκή ταραχήν. Βεβαίως θα ήτο κόρη του τσέλιγκα. Την εφανταζόμην ένα αιθέριον, αγγελόμορφον πλάσμα την βοσκοπούλαν αυτήν, μια νεράϊδαν του βουνού, και τέτοια πρέπει να ήτον, αφού χωρίς καλά-καλά να την ιδώ, με είχε τόσον μαγεύσει.
Πρωΐ-πρωΐ λοιπόν επήρα τον δρόμον διά την στάνην, όπου έφθασα με ένα φοβερό καρδιοκτύπι. Θα την ξαναϊδώ τάχα; Θα ήμην ευχαριστημένος και μόνο αν την έβλεπα. Το να κατορθώσω να της ομιλήσω, το άφινα πλέον εις τον καιρόν. Κάποια ευκαιρία προς τούτο δεν ημπορούσε παρά να παρουσιασθή.
Ευρήκα εις την στάνην τον τσέλιγκα Μήτσον και δύο άλλους φουστανελλοφόρους, που πρώτην φοράν τους έβλεπα. Ο ένας ήτον ηλικίας 50-55 ετών· ο άλλος, νέος λεβέντης 22-23 ετών.
Εικ.3. «...Εκάθηντο και οι τρείς κάτω από το σκεπαστό της καλύβης...». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 169).
Από της ομοιότητος εσυμπέρανα ότι ο δεύτερος ήτο υιός του πρώτου. Ήτον ημέρα Κυριακή κ’ εφορούσαν τα εορτινά των. Εκάθηντο και οι τρείς κάτω από το σκεπαστό της καλύβης και, άμα με είδαν, επροσηκώθησαν και μ’ εχαιρέτησαν. Εκάθησα μαζί των, έκαμα το συνειθισμένον πρόγευμά μου, αλλά ο νούς μου και το βλέμμα μου ήσαν αδιακόπως προσηλωμένα εις την θύραν της καλύβης.
Ταυτοχρόνως όμως αντελήφθην κἄτι λαθραία βλέμματα του νέου προς το αυτό σημείον που έβλεπα κ’ εγώ και κἄποιαν ανησυχίαν εις την μορφήν του. Εις την ομιλίαν των δύο ποιμένων δεν είχεν αναμιχθή ο νέος καθόλου· εκάθητο παράμερα και προς τα έξω του σκεπαστού ούτως, ώστε η ράχις του επυρπολείτο από τον ήλιον. Ευρίσκετο όμως απέναντι και πλαγίως της θύρας της καλύβης και εις στάσιν αναμονής. Εις κάθε κρότον βημάτων εντός της καλύβης, τον συνελάμβαν ταρασσόμενον ζωηρώς·επροσηκώνετο μάλιστα από την πέτραν που εκάθητο, ακουμβημένος εις την γκλίτσαν του. Δεν μου έμεινεν αμφιβολία πλέον, ότι κάποιου την εμφάνισιν ανέμενε, διότι η λαχτάρα ήτο ζωγραφισμένη εις το πρόσωπόν του, και ότι αυτός ο κἄποιος δεν ημπορούσε να είναι άλλος από την ωραίαν βοσκοπούλαν.
Ένα πελώριον κύμα ταραχής ησθάνθην να κυλισθή μέσα εις τα στήθη μου την στιγμήν εκείνην και είδα διαμιάς κατακρημνισθέντα τον πύργον των ονείρων, που είχα οικοδομίσει εις την φαντασίαν μου.
Ο νέος αυτός λεβέντης, δεν είναι παράδοξον να είναι επίδοξος μνηστήρ της ωραίας ποιμενίδος, και η επίσκεψις των δύο ποιμένων εις την στάνην του Μήτσου άλλον σκοπόν δεν έχει παρά την διαπραγμάτευσιν συνοικεσίου. Εθεώρησα λοιπόν απαραίτητον την απομάκρυνσίν μου και με οδύνην εις την ψυχήν, εσηκώθην να φύγω.
-Γιατί τόσο νωρίς, κύρ δεκανέα; Ηρώτησεν έκπληκτος ο τσέλιγκας Μήτσος.
Εγώ επροφασίσθην εργασίαν, απεχαιρέτησα και επροχώρησα να φύγω. Ο τσέλιγκας μ’ ηκολούθησε, με κατέφθασε και θέσας επί του ώμου μου την στιβαράν του παλάμην μου είπε χαμεγελών:
-Νἄρθης αύριον πρωΐ ποὔχομε γάμους! Να μην το ξεχάσης, τ’ ακούς;
-Και ποιος παντρεύεται; ηρώτησα ξεψυχυσμένα.
-Έλα αύριο και θα το μάθης.
 
*
* *
Επήρα τον κατήφορον συντετριμμένος. Μέχρις εκείνης της στιγμής δεν ειμπορούσα να λογοδοτήσω εις τον εαυτόν μου διατί έπασχα τόσον. Ποία υπήρξεν η αφετηρία όλης αυτής της ταραχής, που έκαμνε την ψυχήν μου να υποφέρη τόσον; Εκάθησα κάτω από μίαν πεύκην και ανεπόλησα την εξέλιξιν των συμβάντων και εύρισκον ότι ήτο μωρία να θέλω να καταγνώσω εις τον εαυτόν μου έρωτα προς μίαν κόρην, που καλά-καλά δεν την γνωρίζω. Ευθύς αμέσως όμως μου παρουσιάζετο εκείνο το ζευγάρι των λαμπερών και φοβισμένων ματιών της κόρης και ησθανόμην εις τα μύχια της καρδιάς μου τα οξέα κεντήματά των.
Κάθε αμφιβολία μου με την πρόσκλησιν του τσέλιγκα είχε διασκεδασθή πλέον και ήμην έτοιμος να υποκύψω εις την μοίραν μου. Είχα αποφασίσει να μη μεταβώ εις τούς γάμους εκείνης, η οποία τόσην τρικυμίαν διήγειρεν εις την ψυχήν μου· εν τούτοις την επαύριον, μετά την διανομήν του άρτου εις τούς άνδρας, χωρίς να το αντιληφθώ καλά-καλά, ευρέθην εις τα μισά της εις την στάνην αγούσης ατραπού.
Ησθανόμην κρότους εις τ’ αυτιά μου και το απέδωσα εις τον απομακρυσμένον κρότον των νταουλιών διά την τελετήν των γάμων.
Με κατάπληξιν όμως είδα, όταν έφτασα εις την στάνην, ότι καμμία προετοιμασία δεν είχε γίνει. Ο Μήτσος, με την καθημερινήν του φουστανέλλαν, στηρίζων το πηγούνι εις την μακράν γλίτσαν του, εστέκετο επάνω εις ένα κοτρώνι και παρετήρει τα μέσα εις περιφραγμένον περίβολον μανδρισμένα γίδια του.
Δεν είξευρα τί να υποθέσω με την κατάστασιν που έβλεπα τον κύρ Μήτσον, πάν άλλο ή εορτάσιμον. Μέσα εις την παραζάλην μου δεν θα ήκουσα ίσως καλά τί μου είπε χθές, διελογίσθην.
Τον επλησίασα, τον εκαλημέρισα και του εξέφρασα την απορίαν μου.
 Εικ.4. «-Μη βιάζεσαι, μου είπε, τώρα θα ιδής και τούς γάμους...». (πηγή: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον», Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδα 171).
-Μην βιάζεσαι, μου είπε· τώρα θα ιδής και τούς γάμους.
Σταθείς σιμά του, έβλεπα κ’ εγώ μηχανικώς προς το μέρος της μάνδρας, πού έβλεπε και ο τσέλιγκας Μήτσος και παρετήρησα δύο διαμερίσματα μανδρωμένα. Εις το ένα ήσαν καμμιά πενηνταριά πελώριοι και άγριοι τράγοι· εις το άλλο τετρακόσιαι και πλέον αίγες. Τα δύο αυτά διαμερίσματα συνεκοινώνουν μεταξύ των διά θύρας σκεπαστής άνωθεν με κλάδους. Παρά την θύραν εστέκετο ένας γέρων βοσκός, όστις είχε τα βλέμματά του εστραμμένα προς το μέρος πού εστεκόμεθα εγώ με τον τσέλιγκαν.
Είχα αποστρέψει προς στιγμήν το πρόσωπον εκ περιεργείας, μήπως θα έβλεπα ίσως ερχομένην την συνοδίαν του γαμβρού ή άλλο τι προμήνυμα γαμηλίου πομπής, όταν έξαφνα ακούω την φωνήν του τσέλιγκα απευθυνομένην προς τον γέροντα βοσκόν:
-Άνοιξε.
Θόρυβος δαιμονιώδης επηκολούθησε την κραυγήν ταύτην του τσέλιγκα, βρυχηθμοί σπαρακτικοί ηκούσθησαν από το διαμέρισμα των τράγων, οι οποίοι, με το άνοιγμα της θύρας, εξώρμησαν ακατάσχετοι προς το διαμέρισμα των αιγών . . .
-Πάμε τώρα να πιούμε τα καλορροίζικα, είπε, ξεκαρδισμένος στα γέλια, ο τσέλιγκας.
(Πειραιεύς, 1912).

ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

*Τα παρατιθέμενα σκίτσα εκαλλιτεχνήθησαν υπό του εν Βελγίω εκπαιδευομένου υιού του συγγραφέως, του νεαρού κ.Γ.Αγαθ.Κωνσταντινίδου, γνωστού εις τούς ημετέρους αναγνώστας διά τάς χαριεστάτας γελοιογραφίας του, δι’ ών εκόσμησε πολλάκις, μικρός έτι παίς, τάς σελίδας του Ημερολογίου.»
ΠΗΓΗ
 Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, «Εθνικόν Ημερολόγιον» Έτος ΚΗ΄ (1913), σελίδες 166-172.

 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου