Εισαγωγή
Κατά την τελευταία δεκαετία
του 19ου αιώνα η ληστρική δράση στην περιοχή της Λαμίας γνώρισε μεγάλη
άνθιση και ευρεία δημοσιότητα στις εφημερίδες της εποχής. Για το φαινόμενο
γράφει η εφημερίδα ΗΜΕΡΑ: «Αυτή η Λαμία
φαίνεται ότι προώρισται να αποθεωθή με τα ληστρικά δράματα. Ενώ πέριξ αυτής
εξοντώθησαν δύο ληστοσυμμορίαι, εκ τριών προσώπων ήδη, αγγέλεται ότι νέα
ληστοσυμμορία ανεφάνη πέριξ αυτής και σύγκειται εξ οκτώ ατόμων. Ζήτω η
Μαυρομανδήλα της Λαμίας.».
Οι δύο «ληστοσυμμορίαι» που αναφέρονται είναι αυτές των Θανάση
Παπακυριτσόπουλου και Γιάννη Τσουλή. Ο Θανάσης Παπακυριτσόπουλος έπεσε νεκρός την
Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 1894 σε μάχη με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα [βλέπε: Το τέλος του ληστή Θανάση Παπακυριτσόπουλου και
των συντρόφων του μέσα από τον τύπο της εποχής.]. Εννέα μήνες αργότερα, την
Παρασκευή 9 Ιουνίου 1895, ελάχιστα χιλιόμετρα ανατολικότερα, εξουδετερώθηκε και
η ληστρική ομάδα του Γιάννη Τσουλή. Το γεγονός αναφέρεται λακωνικά σε
τηλεγραφήματα των κρατικών αρχών της Φθιώτιδας προς τον πρωθυπουργό Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Τα τηλεγραφήματα
δημοσίευσαν οι εφημερίδες ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ και ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ.
Τηλεγραφήματα έστειλαν:
1) ο
ανώτερος στρατιωτικός επόπτης ταγματάρχης Παναγιώτης Καράμπελας [Καράμπελας Παναγιώτης, ταγ(ματάρχης) πεζ(ικού), γεν(νηθείς) το 1833 εν Τριπόλει, απεστρ(ατεύθη) 8 Ιαν.
1897, μετ(είχε) πολ(έμου) 1897, απεβ(ίωσε) 15 Αυγούστου 1907. Πηγή: ΜΣΝΕ 4, σελίδα 283.]:
-τηλεγράφημα πρώτο: «Τσουλής, Τάτσης και Τεμπέλης εφονεύθησαν έξω
της Λαμίας εις θέσιν Ταράτσαν, και εις δεκανεύς του πεζικού.».
-τηλεγράφημα δεύτερο: « Ταύτην την στιγμήν επανελθών εκ του τόπου
της συμπλοκής μετά του διοικητού του μεταβατικού λοχαγού κ.Μακρή, του
εισαγγελέως κ.Χαλκιοπούλου, του ανθυπολοχαγού κ.Μποτίλια, του προϊσταμένου της
αστυνομίας κ.Δηλαβέρη και των άλλων αξιωματικών ελθόντων κατά την συμπλοκήν,
αναγγέλω ότι ο Τσουλής και οι δύο συμμορίται
αυτού Τάτσης και Τεμπέλης εφονεύθησαν έξωθι της Λαμίας και εις απόστασιν ώρας
την 5ην πρωϊνήν ώραν της σήμερον. Η συμπλοκή διήρκεσε περί την
ημίσειαν ώραν με σφοδρόν εκατέρωθεν πύρ. Είς δεκανεύς εκ του ενταύθα
συντάγματος μόνον εφονεύθη κατά την συμπλοκήν.».
2) ο αστυνόμος
Λαμίας Δηλαβέρης: «Σήμερον την 1ην
π.μ. ώραν μεταβάντες μετά του ταγματάρχου επόπτου κ.Καράμπελα και 24
αστυφυλάκων εις θέσιν Παλιούργια της Ταράτσας, ένθα διενυκτέρευεν η
ληστοσυμμορία Τσουλή, Τάτση και Τεμπέλη, συνεπλάκημεν την 5ην
πρωϊνήν ώραν. Αποτέλεσμα της συμπλοκής υπήρξεν ο φόνος των ανωτέρω τριών ληστών
και του δεκανέως του 2ου πεζικού συντάγματος Σταυροπούλου.».
3) ο
Νομάρχης Φθιώτιδας Πατρινός:
-τηλεγράφημα πρώτο: «Η ληστοσυμμορία Τσουλή, πολιορκηθείσα εις
υποδειχθείσαν θέσιν παρά καταδότου κατεστράφη. Ο στρατός επανέρχεται φέρων τα
πτώματα Τσουλή, Τεμπέλη και Τάτση.».
-τηλεγράφημα δεύτερο: «Η συμμορία του Τσουλή, Τεμπέλη και Τάτση
πολιορκηθείσα σήμερον την πρωΐαν εις θέσιν Ταράτσα έξωθι της Λαμίας και όπισθεν
του Φρουρίου και εμπεσούσα εις ενέδραν παρασκευασθείσαν υπό του διοικητού του
μεταβατικού Μακρή, του εισαγγελεύοντος κ.Χαλκιοπούλου, και του επόπτου
κ.Καράμπελα παραστάντων εις την συμπλοκήν, εξωλοθρεύθη εντελώς φονευθέντων και
των τριών ληστών την 5 πρωϊνήν ώραν. Εφονεύθη μόνον εκ των στρατιωτών ο
δεκανεύς Σταυρόπουλος και επληγώθη είς ίππος χωροφύλακος.».
Η εφημερίδα ΚΑΙΡΟΙ περιγράφουν
την αντίδραση του βασιλιά Γεωργίου Α΄: «Η
κυβέρνησις μαθούσα εκ των τηλεγραφημάτων των αρχών την καταστροφήν της
συμμορίας του Τσουλή, ανεκοίνωσεν ταύτην τηλεφωνικώς εις τον βασιλέα,
ευρισκόμενον εν τη επαύλει της Δεκελείας και εχορήγησε πίστωσιν 200 δραχμών
όπως κηδευθή δημοσία δαπάνη ο φονευθείς δεκανεύς. Ο βασιλεύς έσπευσε να εκφράση
τηλεγραφικώς την ευαρέσκειάν του πρός τάς εν Λαμία στρατιωτικάς, δικαστικάς και
αστυνομικάς αρχάς.».
Η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ
δημοσιεύει το ψήφισμα του δημοτικού συμβουλίου Λαμίας:
«Το ψήφισμα του Δημ. Συμβουλίου
Λαμίας.
Κατά την εκτάκτως γενομένην τη 9η Ιουνίου 1895
συνεδρίασιν, το παρ’ ημίν δημοσυμβούλιον εξέδωκε το ακόλουθον ψήφισμα.
ΤΟ ΔΗΜΟΤ. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΛΑΜΙΕΩΝ
Συγκείμενον εκ των δημοτικών συμβούλων κκ. Ι.Μ.Γεωργιάδου,
προέδρου, και των μελών Ι.Καϊλάνη, Ευθ. Στεφοπούλου, Σ.Καραντζαβέλου, Καραπατάκη,
Γ.Μαρούλη, Κ.Κηλαηδώνη, Δ.Χριστίδου, Β.Τσουκνίδα, Χ.Μπαϊζάνου, Ηλ.Τζαμτζή και
Δημ. Δελιγιάννη.
Συνελθόν εκτάκτως εν τώ δημοτικώ καταστήματι τη 9 Ιουνίου 1895 και
διερμηνεύον τάς επί τη συμβάση σήμερον περί την Λαμίαν καταστροφή της
ληστοσυμμορίας Τσουλή κοινές εντυπώσεις,
Παρόντος του δημάρχου κ.Αριστείδου Σκληβανιώτου και προτείναντος,
αποφαίνεται παμψηφεί
Α΄). Εκφράζει την βαθείαν αυτού τε και των δημοτών ευγνωμοσύνην
πρός τάς ενταύθα διοικητικάς, στρατιωτικάς και δικαστικάς αρχάς, εις ών την
έμφρονα και σύντονον μέριμναν πρωτίστως οφείλεται ο της όλης συμμορίας όλεθρος.
Β΄) Ομολογεί τάς εαυτού τε και των δημοτών χάριτας πρός τους
συμμετασχόντας κατά την καταδίωξιν της ειρημένης συμμορίας αξιωματικούς,
υπαξιωματικούς και στρατιώτας∙ οίς άπασι
συγχαίρει επί τη γενναία, φιλοτίμω και αποτελεσματική ενεργεία.
Γ΄) Εκφράζον την εγκάρδιον λύπην σύμπαντος του δήμου
επί τη επελθούση κατά την πρός τους ληστάς συμπλοκήν θλιβερά απωλεία του
ανδρείου και ευθαρσούς δεκανέως του ενταύθα εδρεύοντος 2ου πεζικού
συντάγματος
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
αποφασίζει την κατάθεσιν τιμητικού στεφάνου επί της σορού αυτού και
την δημοτική δαπάνη κηδείαν, ήν μετά του κ.δημάρχου και των άλλων δημοτικών
υπαλλήλων ακολουθήσει∙ και
Δ΄) Εντέλλεται τώ κ.δημάρχω την δημοσίευσιν του παρόντος ψηφίσματος.
Εγένετο και εξεδόθη εν Λαμία και εν τώ δημοτικώ καταστήματι τη 9
Ιουνίου 1895.
Ο πρόεδρος
Ιωάννης Μ. Γεωργιάδης
Τά μέλη
Ι.Καϊλάνης, Ευθ.Στεφόπουλος, Σ.Καραντζάβελος, Χ.Καραπατάκης,
Γ.Μαρούλης, Κ.Κηλαηδώνης, Δ.Χριστίδης, Β.Τσουκνίδας, Χ.Μπαϊζάνος, ΗΛ.Τζαμτζής
και Δ.Δεληγιάννης
Ακριβές αντίγραφον.
Εν Λαμία, τη 10 Ιουνίου 1895.
Ο δήμαρχος Λαμιέων
(Τ.Σ.) Αριστ.Σκληβανιώτης».
Ο επίλογος της ληστρικής
ομάδας του Τσουλή παρουσιάζεται σε τηλεγράφημα που δημοσίευσε η εφημερίδα ΚΑΙΡΟΙ:
«Εκ Λαμίας ελάβομεν χθές την εσπέραν το
επόμενον τηλεγράφημα, διαβιβασθέν υπό του κ.Γ.Βαλσαμίδου.
Διεύθυνσιν Καιρών.
Σήμερον την 2 μ.μ. ώραν έθαψαν τους φονευθέντας ληστάς
θρησκευτικώς, τουτέστι με ιερέα, παρά τον τάφον του Παπακυριτσοπούλου. Αύριον
κηδεύεται ο φονευθείς δεκανεύς Σταυρόπουλος. Η πόλις άγει πανήγυριν. Τα
καθέκαστα ταχυδρομικώς.»
Μετά την εξουδετέρωση της ληστρικής
ομάδας ακολούθησαν έριδες μεταξύ των συμμετεχόντων στο απόσπασμα για τη συμβολή
τους στο φόνο των ληστών. Γράφει η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ: «Χθές την νύκτα περί την ενδεκάτην ώραν ο λοχίας Σταμάτης μεταβαίνων εις
το καφενείον Αγελάστου συνηντήθη με τον γνωστόν Ιωάννην Οδυσσέα, τον
διατεινόμενον ότι αυτός μετέβη εις τους ληστάς και συνεπλάκη μετ’ αυτού. Ο
λοχίας εκτύπησεν ελαφρώς τον Οδυσσέα εις την κεφαλήν διά της λαβής του ξίφους. Σήμερον υπεβλήθησαν
εις τον Νομάρχην διάφοροι εκθέσεις. Οι συμμετασχόντες εις την συμπλοκήν είνε
204 εν όλω άνδρες! Εν μέσω αγρών σίτου του χωρίου Κόμα διεδόθη ότι ευρέθη
λημέρι ληστρικόν με κόκκαλα αρνίου. Ωσαύτως παρά την Αγίαν Μαρίναν ανεκαλύφθη
πέρυσι λημέρι εν μέσω σχοίνων και αίματα και επίδεσμοι Τσουλή ή Τεμπέλη. Τούτο
εμαρτυρήθη τώρα, του Τσουλή εκλιπόντος. Βέβαιον θεωρείται ότι ο Τσουλής τάς
τελευταίας πρό της συμπλοκής ημέρας διέμεινεν εις τα περιβόλια της Λαμίας δύο
νύκτας!».
Ο Γιάννης Τσουλής
Σύμφωνα με τις εφημερίδες ΤΟ
ΑΣΤΥ και ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ο λήσταρχος Γιάννης Τσουλής καταγόταν από την Γούρα (από
το 1928 Ανάβρα) Μαγνησίας. Ήταν υλοτόμος και ποιμένας από το
1876 έως το 1885 ή 1886 που κατατάχθηκε στο στρατό ως υποδεκανέας, στο 6ο
Τάγμα Ευζώνων. Υπήρξε άριστος σκοπευτής και ο λοχαγός του Κ. Ρεντίνος,
εκτιμώντας τις κυνηγετικές και σκοπευτικές ικανότητές του τον έπαιρνε ως οδηγό
στο κυνήγι. Όμως μία μέρα, από εκπυρσοκρότηση του όπλου του υπέστη τραύμα στο
δεξί του μάτι: το λευκό σημείο στην κόρη του ματιού και το έγκαυμα που μίκρυνε
το μάτι του παρέμειναν όλη του τη ζωή.
Όταν απολύθηκε από το στρατό επέστρεψε
στο χωριό του. Στις 8 Δεκεμβρίου 1888 στη θέση Γιούρτι της Γούρας ο Τσουλής με
άλλους χωρικούς εκμεταλλευόταν κοινοτικό δάσος. Ο δήμαρχος Όθρυος Τσουκαλάς,
πολιτικός του αντίπαλος, έστειλε πέντε χωρικούς και το χωροφύλακα Ιωάννη
Μανούκα από το Πουρνάρι Δομοκού για να τον συλλάβουν. Σύμφωνα με την εφημερίδα ΤΟ
ΑΣΤΥ ακολούθησε ο εξής διάλογος: «-Τι
θέλετε σείς από μένα; ηρώτησεν ο Τσουλής. –Να μας δώσης την αξίνην, απήντησεν ο
χωροφύλαξ, και νάρθης στο δήμαρχο. –Καλά, πηγαίνετε κι’ έρχομαι. –Ορέ νάρθης
τώρα που σε κρένω, να μη σε πάω
δεμένο, προσέθηκεν ο χωροφύλαξ. –Εσύ εδώ δουλειά δεν έχεις και να ξέρης το
καθήκον σου. Αν θέλουν άς με πιάσουν οι πατριώτες μου, επρόσθεσεν ο Τσουλής.
–Εμένα μιλάς έτσι! και ο χωροφύλαξ εξεχύθη εις ύβρεις, ορμήσας να πάρη την
αξίνην του υλοτομούντος Τσουλή. Ούτος αντέστη και οπισθοχωρών έλεγε: -Φύγε να
μη με βάλης σε μπελιά, φύγε και έφερε την χείρα πρός το σελάχι του. Τότε ο
χωροφύλαξ ύψωσε το όπλον του, αλλ’ ο Τσουλής προλαβών επυροβόλησε και τον
έρριψε νεκρόν. Το πτώμα του Μανούκα μετεφέρθη εις Γούραν, ο δε Τσουλής, λαβών
άγνωστον διεύθυνσιν, από της ημέρας εκείνης εισήλθεν εις την φορείαν των
φυγοδίκων… Ουδένα ποτέ είχε βλάψει σπουδαίως και ουδείς των συγχωρίων του τον
κατέδωσεν, αν δέ ποτε εστενοχωρείτο υπό των αποσπασμάτων, πράγμα σπανιώτατον,
εύρισκεν άσυλον εις τα καταλύματα των Σαρακατσάνων και των βλαχοποιμένων.».
Στην Όθρυ συνάντησε το
λήσταρχο Σκουρπέτη με πέντε συντρόφους του, ο οποίος ήταν το φόβητρο της
Παρνασσίδας και του Δήμου Πτελεατών. Έγινε μέλος της ληστικής ομάδας. Ο
Σκουρπέτης σκοτώθηκε σε μάχη με τα αποσπάσματα και τα μέλη της ομάδας του
ανακήρυξαν τον Τσουλή νέο αρχηγό.
Η οικογένειά του κατοικούσε
στον Αλμυρό. Ο αδελφός του Βασίλειος το 1895 ήταν 24 ετών και μικροκαμωμένος.
Φορούσε φουστανέλλα και επαγγέλετο τον κρεοπώλη. Πουλούσε 80 λεπτά την οκά το
σφακτό ενώ οι ανταγωνιστές του πουλούσαν 1,20. Αυτό δημιούργησε υπόνοιες ότι τα
σφακτά δεν τα αγόραζε αλλά ήταν προϊόντα ληστειών του αδελφού του. Για να
αποφύγει την εκτόπιση παντρεύτηκε το 1892. Εκτοπίστηκε όμως στην Ανάφη και με
επιστολή του μετά την εξόντωση της συμμορίας ζητάει να επιστρέψει στον Αλμυρό. Η
αδελφή του Αικατερίνη κατοικούσε στον Αλμυρό και ήταν η μεγάλη αδυναμία του Γιάννη
Τσουλή. Οι κάτοικοι του Αλμυρού έλεγαν ότι ο Τσουλής έδινε στην αδελφή του όσα
χρήματα αποκόμιζε από τις ληστείες.
Είχε ειπωθεί ότι η ερωμένη
του Τσουλή ονομαζόταν Ελένη και διέμεινε σε χωριό της Καρδίτσας.
Ο Γιάννης Τσουλής περιγραφόταν
ως ψηλός, ξανθός, ηλιοκαμένος στην όψη με υπόξανθο λεπτό και μακρύ μουστάκι,
αραιά γένεια πυκνότερα στο σαγόνι. Σύμφωνα με την εφημερίδα ΤΟ ΑΣΤΥ «Ο Τσουλής εθεωρείτο ως αντιπρόσωπος της
λεβεντιάς του Αχιλλέως, της ωκυποδίας του Οδυσσέως Ανδρούτσου και της
πανουργίας του Ιθακησίου ήρωος.». Ο λήσταρχος Θύμιος Τσεκούρας είχε πει για
τον Τσουλή «Εκείνο το ζολάπ είνε άπιαστο
πουλί». Ήταν ικανότατος στις μεταμφιέσεις. Συνήθως μεταμφιεζόταν σε
υπαξιωματικό. Όταν πήγαιναν να διαπράξουν ληστεία προπορευόταν ένας
ληστής-οδηγός σε απόσταση δύο χιλιομέτρων. Επέβαινε σε άλογο και φορούσε λευκά
ρούχα για να είναι ορατός και τη νύχτα. Ο οδηγός δεν συμμετείχε στη ληστεία.
Η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ
παρουσιάζει διαφορετική εκδοχή ως προς τα βιογραφικά στοιχεία του Τσουλή. Αναφέρει
ως τόπο καταγωγής του το χωριό Νεράϊδα Φθιώτιδας. Περιγράφεται ως «Υψηλός, λεπτός το σώμα, μονόφθαλμος και
ξηραγγιανός.». Στο στρατό ήταν δεκανέας και υπήρξε «τραχύς τους τρόπους, δύσκαμπτος εις όλα και γνήσιος τύπος Ρουμελιώτου
διήρχετο το πλείστον μέρος του χρόνου εις τάς φυλακάς του τάγματός του, ένεκα
πειθαρχικών ποινών.». Καταδικάσθηκε σε διετή φυλάκιση λόγω κλοπής του
μανδύα του επιλοχία του. Μετά από δύο μήνες δραπέτευσε και μεταμφιεσμένος πήρε
το ατμόπλοιο για να επιστρέψει στη Λαμία. Εκεί συνάντησε τον σαλπιγκτή του
λόχου του, ο οποίος τον αναγνώρισε και τον κατέδωσε στις αρχές. Αφού τον
σκότωσε έφυγε για τη Νεράϊδα. Καταδιώχθηκε από απόσπασμα και ο ενωμοτάρχης τον
συνέλαβε. Ενώ οδηγούνταν στη Λαμία, δραπέτευσε σκοτώνοντας τον ενωμοτάρχη με
την ξιφολόγχη στρατιώτη και επανήλθε στη Νεράϊδα. Επειδή όμως τα αποσπάσματα
τον αναζητούσαν συνεχώς, αναγκάσθηκε να καταφύγει στην ορεινότερη Γούρα, όπου
με άλλους τρεις φυγόδικους σχημάτισε ληστρική ομάδα.
Στις 30 Μαΐου 1893 μαζί με
τον Παπακυριτσόπουλο αιχμαλώτισαν τον Σπύρο Τράκα, γιό του βουλευτή Τράκα: «Εν ώ κατεγίνετο ούτος έξωθι του χωρίου
Αμούρι μετά τεσσάρων χωρικών περί την διανομήν γαιών τινων πρός καλλιέργειαν,
αίφνης από των παρακειμένων υψηλών σταχύων σίτου προβάλλει ο Τσουλής με στολήν
λοχίου ευζώνων και συνάπτει διάλογον μετ’ αυτού. Εν τώ μεταξύ εξορμώσιν εκ του
αυτού μέρους τέσσαρες άλλοι επίσης ευζωνικά ενδεδυμένοι λησταί και
συλλαμβάνουσιν αυτόν άνευ ουδεμιάς αντιστάσεως. Οι λησταί εκείνοι ήσαν ο
Παπακυριτσόπουλος ο μετ’ αυτού κατόπιν φονευθείς Καρακώστας και ο Τσούκας…..Ο
αιχμάλωτος απελύθη μετά τέσσαρας ημέρας αφ’ ού επληρώθησαν 30.000 δραχμαί
περίπου ως λύτρα. Οι λησταί έλαβον κατόπιν την πρός το Καρπενήσιον άγουσαν.».
Τον Μάϊο του 1894 μαζί με τον
Τάτση και άλλους τρείς αιχμαλώτισε τους Ευστάθιο Γκαρίκο, γιό του δημάρχου
Γούρας και Ρίζο Πολυμέρη Γκαρίκο ανηψιό του δημάρχου. Επρόκειτο για παιδιά 14
ετών. Μετά από λίγες ημέρες εισέπραξαν 8.000 δρχ. λύτρα και αφέθηκαν ελεύθερα.
Η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ υπολογίζει
«ότι ο Τσουλής έλαβε καθ’ όλον τον
ληστρικόν του βίον άνω των 200.000 δραχμών ως λύτρα.».
Ο Τάτσης
Ο Τάτσης ήταν ο υπαρχηγός του
Τσουλή. Σύμφωνα με την εφημερίδα ΤΟ ΑΣΤΥ «ήτο
εις των αιμοβορωτέρων και θηριωδεστέρων ληστών, ούς εγέννησεν η Φθιώτις, η κατ’
εξοχήν ληστοπαραγωγός αύτη επαρχία.». Γεννήθηκε στο χωριό Αγά (από το 1904 Σπερχειάδα). Από μικρός διακρινόταν για τον οξύθυμο και
ατίθασο χαρακτήρα του. Σε παιδική ηλικία προσλήφθηκε στη Στυλίδα στην υπηρεσία
ενός καπνοπώλη. Μία ημέρα ο κύριός του τον έστειλε σε κοντινό χωριό για να
παραλάβει σφάγια. Αυτός άργησε να επιστρέψει. Ο κύριός του τον επέπληξε και ο
μικρός Τάτσης τον έβρισε. Ο κύριός του εξοργισμένος τον χαστούκισε και αυτός
άρπαξε τον μπαλτά και κατάφερε δυνατό χτύπημα στο μπράτσο του κυρίου του.
Αμέσως μετά εξαφανίστηκε και περιπλανιόταν στη Φθιώτιδα και τον Αλμυρό
διαπράττοντας κλοπές και μικροεγκλήματα.
Το 1892 έγινε μέλος της
έφιππης ληστοσυμμορίας των Τσιγαρίδα, Μυλωνά και Στράτσου που δρούσε στη
Θεσσαλία. Οι αρχηγικές του φιλοδοξίες όμως τον οδήγησαν σε διαφωνία με τον
Τσιγαρίδα, γι’ αυτό αποχώρησε και επέστρεψε στον Αλμυρό. Εκεί συνάντησε τον
Τσουλή και έγινε υπαρχηγός του.
Η εφημερίδα ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ γράφει
ότι ήταν «Σαρακατσάνος ποιμήν» και «Το ιδιαίτερόν του είνε ότι μεταξύ των ληστών εχρησίμευεν ως εμπειρικός
ιατρός και νοσοκόμος».
Ο Τεμπέλης
Ο Τεμπέλης καταγόταν από τον Πτελεό Μαγνησίας. Έβρισκε καταφύγιο στούς ποιμένες
του τσελιγκάτου του Δημοκωστούλα. Διέπραττε κυρίως ζωοκλοπές και μικροκλοπές.
Για ένα διάστημα διέμεινε στον φίλο του αρχιποιμένα Σπύρο Ακριβό ή Ακριβάκη
στην Ευρυτανία. Ήταν ολιγαρκής και πολλές φορές κατόρθωνε να διαφεύγει
ξεγλιστρώντας με ιδιοφυΐα από τα αποσπάσματα. Λέγεται ότι συνάντησε στο δρόμο
λοχία αποσπασματάρχη, του ζήτησε τσιγάρο, συνομίλησαν λίγη ώρα και μετά έφυγε
ανενόχλητος. Επιστρέφοντας από την Ευρυτανία στη Φθιώτιδα συνάντησε τον Τσουλή.
Μετά από συμπλοκή με απόσπασμα υπό τον ενωμοτάρχη Μακρανδρέα τα μέλη της
συμμορίας καταδιώκονταν. Ο Τεμπέλης, σύμφωνα με την εφημερίδα ΤΟ ΑΣΤΥ, «..ηκολούθει γογγύζων και κραυγάζων συνεχώς.
–Αρχηγέ, έσκασα! Και ο Τσουλής απήντα αυτώ. –Σκάσε, αλλά βάδιζε!».
Η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ γράφει: «Ο
ληστής Τεμπέλης είνε ο ιδιορρυθμότερος όλων των γνωστών ληστών, το δε όνομα
αυτού είνε παρατσούκλι, ήτο λίαν εκφραστικόν του χαρακτήρος αυτού. Καταγόμενος
εκ του δήμου Κρεμαστής Λαρίσσης ετράπη τον ληστρικόν βίον μόνον εξ απλού τινός
τραυματισμού, όν διέπραξεν εν τω χωρίω.».
Η εφημερίδα ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ γράφει «Ο ληστής ούτος υπήρξε πάντοτε ο περιεργότερος των τύπων….Μεσήλιξ και
μονόφθαλμος προυτίμα να οδοιπορή έφιππος επιβαίνων ίππων τους οποίους ελάμβανε
παρά διαφόρων χωρικών.»
Η προβολή της είδησης στις εφημερίδες
Το γεγονός της εξόντωσης της
ληστρικής ομάδας του Γιάννη Τσουλή καλύφθηκε ευρύτατα από τον τύπο της εποχής.
Οι περισσότερες εφημερίδες της πρωτεύουσας σε εκτενείς ανταποκρίσεις τους δημοσίευσαν
λεπτομέρειες της επιχείρησης και πληροφορίες για το βίο των ληστών. Η προβολή
του θέματος ανέβασε τις πωλήσεις τους. Γράφει σχετικά η εφημερίδα το ΣΚΡΙΠ: «Με το ζήτημα του Τσουλή αι εφημερίδες έκαμαν
την τύχην των. Εφ’ όσον έγραφον περί του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη το
ελληνικόν δημόσιον δεν συνεκινείτο, μόλις δ’ έγραψαν διά τον ειρημένον
λήσταρχον εγένετο η κοινωνία ανάστατος. Και πόσα, παρακαλούμεν, εζημίωσε το
κράτος ο Τσουλής; Ίσως ολίγας χιλιάδας. Πόσα ο Τρικούπης και ο Δηλιγιάννης;
Εκατομμύρια. Άς βάλη η «Ακρόπολις», το «Άστυ» και η «Εστία» τάς εικόνας των,
διά να ’δήτε, ότι δεν θα πωλήσουν ούτε ένα φύλλον περισσότερον.
Αι εφημερίδες μετά την καταπληκτικήν πώλησιν ένεκα του φόνου του
Τσουλή, υποθέτομεν, ότι μετά λύπης θα βλέπωσι μη υπάρχουσαν άλλην
ληστροσυμμορίαν. Εάν ανελάμβανον την διοργάνωσιν δύο ή τριών τοιούτων, δεν θα
ήτο κακή επιχείρησις διά την εν τώ μέλλοντι πώλησίν των.».
Η εφημερίδα ΗΜΕΡΑ
διαμαρτύρεται για την εκτενή προβολή του θέματος: «Εάν εγνώριζεν ο Τσουλής και οι συμμορίται του ότι ήθελον δοξασθή επί
τοσούτον υπό των δεκαρολόγων δημοσιογράφων της πρωτευούσης, ήθελον κληροδοτήση
διά διαθήκης τάς κάπας των εις τους συντάκτας του «Άστεως» και «Εστίας». Ούτε
για τον Κολοκοτρώνη, ούτε για τον Καραϊσκάκη εγράφησαν τόσα όσα διά τον
Τσουλήν.».
Η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, εκτός
από το πλήρες ρεπορτάζ, δημοσίευσε και ποίημα αφιερωμένο στον Τσουλή:
«ΣΤΟΝ ΤΣΟΥΛΗ
Είχες κλεισμένο λήσταρχε το μάτι σου το ένα
και μ’ ειρωνεία φοβερή κυττούσες ολοένα
γι’ αυτό την εξουσία
Όμως η τύχη τόφερε να σκοτωθής-σπολλάτη!
Σε ξάπλωσαν μονόφθαλμε κοντά εις την Λαμία
κι’ η εξουσία σούκλεισε και τάλλο σου το μάτι.»
Τα σκιτσογραφήματα των εφημερίδων
Οι εφημερίδες ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, ΤΟ
ΑΣΤΥ, ΕΣΤΙΑ και ΣΚΡΙΠ δημοσίευσαν τοπογραφικό διάγραμμα, σκιτσογραφήματα της
περιοχής που έγινε η σύγκρουση, σκιτσογραφήματα των ληστών και των προσώπων που
συνέβαλαν στην εξόντωση της ληστρικής ομάδας.
Εικ.4. Η περιοχή. (ΤΟ ΑΣΤΥ,
1638/13-06-1895, σελίδα 2.).
Εικ.9. Επιστολή του Τσουλή. (ΤΟ ΑΣΤΥ,
1639/14-06-1895, σελίδα 1.).
Γράφει: «Χαλίλ ουφεντη Μαμάση είμαστε καλά Το αυτό / επηθιμό και δια εμάς να είσαστε
Παντοτοι- / καλά. εφέντι χόντζα πολη θα μάς Αποχρεόης / να μάς στήλης κε εισεμάς
καμοσα έξοδα / εγώ σάς γράφου ος φύλος κε περι / σότερον δεν σάς γράφου σάς /
Ασπάζωμε ος φύλος - / Ιωάνης Τσουλής».
Εικ.10. Πρωτοσέλιδο. (ΤΟ ΑΣΤΥ,
1638/13-06-1895.).
Εικ.11. Οι τρεις νεκροί ληστές.
(ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, 4790/12-06-1895, σελίδα 1.).
Εικ.12. Ο Καλαμάτας. (ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ,
4793/15-06-1895, σελίδα 1.).
Οι έμμετροι στίχοι της εφημερίδας Ο ΡΩΜΗΟΣ
Η σατυρική εφημερίδα Ο ΡΩΜΗΟΣ του Γεωργίου Σουρή δημοσίευσε την είδηση σε δύο
φύλλα της με έμμετρους στίχους ως εξής:
1) στο
φύλλο 516/10-06-1895:
«Κλαίω με μεγάλον πόνον
μέγα
άνδρα των συγχρόνων.
Δεν εβάσταξες, Τσουλή, που σ’ εδόξασεν η Γκούρα,
μά ’στο τέλος τάβρες σκούρα,
κι’ αν μεγάλως εκτιμάς, όπως είπες, το Κορδόνι,
μά τα κόρδωσες και σύ,
και χορός νεκρών ληστών με λυγμούς σε σαβανώνει
κι’ είναι θλίψις περισσή.
▬
Ώ περίλυπος σκιά του Παπακυρίτση δράμε
και δεξίωσιν θερμήν ’στον συνάδελφόν σου κάμε …
σείς οι δύο Βασιλείς πτεροπόδων αγριμιών,
του Συντάγματος καρποί και στολίδια των Ρωμηών.
▬
Έπεσες φαρδύς πλατύς με τον Τάτση και Τεμπέλη
κι’ ο Τσεκούρας ασπασμόν μ’ ένα δάκρυ του σού στέλλει…
τέτοιο ζλάπ και τέτοιο πλί, πού το ’ζήλευαν ζαρκάδια,
δίχως λόγο ’στ’ ανοικτά μας το σκότωσαν λαγκάδια.
▬
Κλαίν ραχούλαις και βουνά, κι’ είναι κρίμα λέγουν όλοι
τέτοια δόξα ληστρική να την θάψη μαύρο βόλι…
τόνομά σου το κοσμεί παλιών ηρώων φήμη,
γαίαν έχοις ελαφράν κι’ αιωνία σου η μνήμη.».
2) ολόκληρο σχεδόν το φύλλο 517/17-06-1895 είναι αφιερωμένο στο γεγονός:
«’Στον Περικλέτον επιστολή
του ταξειδιώτη του Φασουλή.
▬
Λαμία… φίλε Περικλή, που με κτυπάς απόνως,
χωρίς για κράτος και Βουλήν κουκούτσι να με μέλη,
εις την Λαμίαν έφθασα διά νυκτός και μόνος
να μάθω τα περί Τσουλή και Τάτση και Τεμπέλη.
Εφλέγοντο τα στήθη μου συγκίνησιν γεμάτα
οπόταν είδα των ληστών τον ένα κι’ άλλον τόπο,
έλαβα και συνέντευξιν μετά του Καλαμάτα,
πού του Τσουλή του πονηρού την έφτειαξε με τρόπο.
Τον έκαμ’ αδελφοπητό και πρώτο μου κολλήγα
και ’στής Ταράτσας, Περικλή, τα Πηγαδούλια ’πήγα
και ’στα παληά τ’ Ασβεσταριά
κι’ είδα τον χείμαρρον Ξεριά,
κι’ ο Καλαμάτας μούδειξε λεπτομερώς τα μέρη,
που τάκαμ’ εξεπίτηδες η θεϊκή σοφία
για να γενούν κρησφύγετον και ληστρικόν λημέρι,
κι’ οπού τ’ απεθανάτισε Τσουλής και συντροφία.
▬
Ενώ δε χάσκων έβλεπα με δύο πήχαις στόμα
ο συνοδός δεν έπαυε τους τόπους να μου δείχνη,
κι’ εγώ με δάκρυ πύρινον εφίλησα το χώμα,
που διεφύλαξε νωπά τα της τριάδος ίχνη,
κι’ ητένιζα περίλυπος πρός τους τριγύρω λόφους
κι’ ήπια κρυστάλλινο νερό πηγής στιλπνής και κρύας,
εις την οποίαν ο Τσουλής μαζί με τους συντρόφους
έπλυνε τα ποδάρια του κατά τάς μαρτυρίας.
▬
Αλλά δεν έχασα καιρό
κι’ ένα με τούτο το νερό
εγέμισα παγούρι
να πιής και σύ, γαϊδούρι.
▬
Κι’ ο Καλαμάτας μούλεγε πολλά περί Τσουλή
και τέτοια μου ’μιλεί:
«Να τα Παληούρια των ληστών και να το μονοπάτι,
οπού με τους συντρόφους του εκείνος επερπάτει,
να τα παληά τ’ Ασβεσταριά και να τα Πηγαδούλια,
που ’στήναν καραούλια.
Εδώ τους εκορόϊδευα με τόνα κι’ άλλο ψέμμα,
μά να κι’ εκείνο το νερό, πού πάει ρέμμα ρέμμα
καθώς και της Πεντέλης…
εδώ ξεψειριαζότανε ο Τάτσης κι’ ο Τεμπέλης.
Να παραπέρα κι’ ο Ξεριάς κι’ η φουντωμένη λεύκη,
κι’ οπού θυμήθηκε παληαίς αγάπαις του καιρού του…
μά να κι’ εκείν’ η ράχη,
που βιαστικός ο λήσταρχος επήγε πρός νερού του
προτού να γίν’ η μάχη.»
▬
Κι’ ενώ τοιαύτα σοβαρά ο συνοδός λαλεί
τυχαίως πως εσκόνταψα ’στο φέσι του Τσουλή,
κι’ αμέσως ’στο κεφάλι μου στραβά στραβά το ’φόρεσα
κι’ έκλαψα όσο ’μπόρεσα,
και παραπέρα ’στον κορμόν γηράσκοντος πλατάνου
ευρήκα κι’ αποτσίγαρα πολλά του καπετάνου,
και με πολλήν κατάνυξιν τα ’πήρα και τα φούμαρα,
κι’ ο Καλαμάτας μούλεγε περί του μακαρίτου
πώς για κεράσια ’πέθαινε, κορόμηλα και κούμαρα,
κι’ είχε κι’ ελιά κατάμαυρη ’στ’ αριστερό μερί του.
▬
Και παραπέρα ’βρήκαμε κι’ ένα θαμπό καθρέφτη
του σκοτωμένου κλέφτη,
οπού μ’ αυτόν ’συνείθιζε να κάνη τη χωρίστρα
του
κλαίγωντας την Ελέγκω του, την άπιστη τσακίστρα
του,
πού πάντα νάζια τούκανε κι’ ερωτικά καπρίτσα,
ως ότου την ξεκοίλιασε μια μέρα ’στην Καρδίτσα.
Μά παραπέρα ’βρήκαμε και μια μεγάλη κάμα
με στίχους του Τσουλή
ερωτικούς πολύ,
και τότε πλέον μ’ έπνιξε ‘στ’ αληθινά το
κλάμμα.
▬
Οι στίχοι τούτοι του Τσουλή δεν φαίνονται
τυχαίοι
και δι’ αυτών εψάλλοντο της Ελενιώς οι θρίαμβοι,
εκ τούτων είναι μερικοί σπονδείοι και τροχαίοι
και κάμποσοι Γλυκώνειοι και κάμποσοι χωλίαμβοι.
Ίσως αν έζη ποιητής να φύτρωνε ’στο μέλλον,
πλήν να τους στείλω σκέπτομαι ’στον μετρικόν Σεμτέλον,
πού ξέρει ρίμαις, Περικλή, χαβάδες και σκοπούς
και τι σημαίνει δάκτυλος και τι σημαίνει πούς.
▬
Κι’ εκεί που ’περπατούσαμε ο
Καλαμάτας ’βρήκε
σ’ ένα θεοκοτρόνι
σουγιά Κολοκοτρώνη,
πού ’στον Τεμπέλη μερικοί μου
λέγουν πώς ανήκε.
Με τούτον καθημερινώς ο τάλας
μακαρίτης
επάστρευε τα νύχια του, πλήν
μοναχά της Τρίτης,
ημέρας αποφράδος
δι’ όλους τους τεμπέληδες της
σφριγηλής Ελλάδος.
▬
Και παρακάτω ’πήγαμε κι’
ευρήκα μέσα σ’ όλα
και μία κατσαρόλα,
ευρέθη κι’ ένας τέντζερες
ασκέπαστος ’στο ρέμμα
και παρεκεί το σκέπασμα σ’
ένα παληό ρουπάκι,
μά πρίν να στρίψω πρός αυτό
τοξυδερκές μου βλέμμα
ο τέντζερες εκύλισε κι’
ευρήκε το καπάκι.
▬
’Βρήκαμε και ’στα Παληούρια
των ληστών απομεινάρια,
δηλαδή πολλά παγούρια
και ντορβάδες και ταγάρια.
▬
’Βρήκαμε και παρεκεί
μια μποτίλια του κρασιού,
βρούβαις, ούζο και ρακί
και κουκούτσι κερασιού.
▬
’Βρήκαμε και σ’ έν’ αυλάκι
δύο κάναις κουμπουριών,
και τραγίσιο κεφαλάκι
και τρείς φλούδαις αγγουριών.
▬
Κι’ ο Καλαμάτας έτρεξε
κατάκοπος να κάτση
σε μια παληοκοτρώνα,
μά κι ένα παληοτσάρουχο
ευρήκαμε του Τάτση.
πούγραφε ’στην πατούνα του
και κράτος και κορώνα.
Κι ευθύς απ’ την ανάποδη, βρέ
Περικλή, το ’γύρισα
και τρείς φοραίς το ’μύρισα.
▬
Μεγάλως δ’ εξετίμησα την
αρχαιότητά του
και θα ’στο στείλω ’γρήγορα
και σύ να το μυρίσης…
μην αμφιβάλης παντελώς για
την ταυτότητά του
και μη δι’ όνομα Θεού ποτέ
σου το χαρίσης.
Ευρήκα κι’ άλλα των ληστών
περιφανή κειμήλια
’στα δάση των τ’ ανήλια,
και θα τά στείλω, Περικλή, με
πρώτην ευκαιρίαν
’στην νέαν Εθνολογικήν να
μείνουν εταιρία.
▬
Πρός δε μ’ επληροφόρησαν, ώ
κεφαλή φιλτάτη,
ο μακαρίτης λήσταρχος πώς ήτο
μ’ ένα μάτι,
και ξέρεις πώς ’στην πλάσιν
μας, οπού τα πάντα χλεύη,
μονόφθαλμος εις τους τυφλούς
περνά και βασιλεύει.
Πρός δε πώς έχει κι’ αδελφόν,
διάσημον χασάπην,
πρός τον οποίον έτρεφε
παράφορον αγάπην,
έχει και μίαν αδελφήν,
Κατήγκω λεγομένην,
και με πολλά χαρίσματα
πλουσίως προικισμένην.
Μέ πάσαν λεπτομέρειαν κι’ ερεύνης
ευστροφίαν
ερεύνησα την γενεάν του
τρομερού δυνάστου,
κι’ ίσως σου στείλω, Περικλή,
και την φωτογραφίαν
του πρός πατρός παππούλη του
καθώς και της γιαγιάς του,
για να της βάλης ’στον Ρωμηό και να πουλήσης φύλλα,
οπού να γίνη νίλα.
▬
Εις των ληστών τα πάνσεπτα μ’ ωδήγησαν εδάφη,
οπού σκληρώς ετάφη
ο Παπακυριτσόπουλος μετά των επιλοίπων,
πρός τους οποίους άλλοτε μεγάλους λόγους είπον.
Πλησίον ταύτης, Περικλή, της ληστρικής αγέλης
ετάφη τώρα κι’ ο Τσουλής κι’ ο Τάτσης κι’ ο Τεμπέλης,
το πλήθος δε προσέδραμεν εις την ταφήν αθρόον,
Κι’ όταν κι’ εγώ ’στο Πάνθεον προσήλθα των ηρώων
χαρήτε, προσεφώνησα, Τσολιάδες προσφιλείς,
γονατιστός ’στούς τάφους σας θρηνεί κι’ ο Φασουλής.
Με τάς ανδραγαθίας σας, δεσπόται των ορέων,
τάς αναμνήσεις φέρετε των χρόνων των ωραίων
του γέρο-Λύγκου, του Σπανού, του Τάκη, του Νταβέλη,
Αυτού χρυσή την φήμη των περικοσμεί νεφέλη.
Αΐδιος η μνήμη σας θα μείνη ’στον αιώνα,
Ώ Βασιλείς ανεύθυνοι, φονείς προνομιούχοι,
π’ αξίζει πιο καλλίτερα κι’ από τον Παρθενώνα
η μία σας βλαχόκαλτσα και τόνα σας τσαρούχι.
Τώρα πού ’λείψατε και σείς κακά μας κλώθ’ η μοίρα,
θα χάσωμεν τον εθνικόν του κλέφτη χαρακτήρα,
και θα ξεχάσουν ’γρήγορα μικρά μεγάλα πλήθη
τα πάτριά των ήθη.
Ακάνθας βλέπω γύρω μας και περισσούς τριβόλους,
μας ’σκότωσαν και τον Τσουλή με τόνα του το μάτι,
κι’ αφού τά κόρδωσε κι’ αυτός, κι’ εγώ φωνάζω μ’ όλους:
«Ρωμαίϊκο χωρίς ληστάς ψωμί χωρίς αλάτι.»
Και ’στού Τεμπέλη προσελθών το δοξασμένον μνήμα
με παραπαίον βήμα,
Τεμπέλη μου, του φώναξα, μονάχη μου λατρεία,
νάν’ ελαφρό το χώμα σου σαν της εληάς το φύλλο,
κι’ αν τύχαινε καμμιά φορά να κάνω συμμορία
εσένα μόνο θάπερνα για σύντροφο και φίλο.
Δεν σ’ άρεσε, Τεμπέλη μου, κατσικοκλέφτης νάσαι
και μ’ όλο το χουζούρι σου μονάχος να πλανάσαι,
δεν σ’ άρεσε, κακόμοιρε, Τεμπέλης ν’ απομείνης,
αλλ’ ήθελες δραστήριος με τον Τσουλή να γίνης,
ως ότου τα κακάρωσες με την δραστηριότητα
και πρίν της ώρας έχασες την θάλλουσαν νεότητα.
Τοιούτον τέλος η μωρά δραστηριότης φέρει
κι’ ο μη σουφρόνων με ραχάτ από κλεψιά δεν ξέρει.
▬
Πόσας υπάρξεις σήμερον θρηνούμεν τιμημένας!...
οι τελευταίοι λήσταρχοι μας φεύγουν ένας ένας…
αλλ’ άς κοιμάται νήδυμον ο κάθε σκοτωμένος
κι’ εις γήν καλήν εσπείρατε των άθλων σας τους σπόρους,
γιατί κι’ ο πλέον ντιστεγκέ και γαντοφορεμένος,
πού σαλιαρίζει Γαλλιστί κι’ εις γλώσσας διαφόρους
με ψεύτικο βερνίκωμα και μ’ Ευρωπαίου γούνα,
κι’ αυτός Τσολιάς μου φαίνεται με φράγκικη μουτσούνα.
Βαρειά βαρειά το στήθος μου καταπιέζει λύπη
όταν νεκρούς τους λέοντας κυττάζω των βουνών…
με του Τσουλή την έλλειψιν θαρρώ πώς κάτι λείπει,
θαρρώ δυσαναπλήρωτον πώς άφησε κενόν.
Είναι φρικτόν να φαντασθής, καϋμένε Περικλέτο,
πώς δεν υπάρχει μήτε μια ’στο κράτος συμμορία…
η τόση τάξις η σαχλή ’στους κόρακας ερρέτω,
την τάξιν την σιχαίνομαι, μου φαίνεται μωρία.
Μέσα ’στής Γκούρας τους δρυμούς πώς ήθελα ν’ αστράψω,
νάμαι ζουλάπι και πουλί, να ρίχνω την αμάδα…
μά για΄το πένθος του Τσουλή και τον Ρωμηό θα πάψω
και ’πές Ρωμηός πώς δεν
θα βγή την άλλην εβδομάδα.
Πηγαίνω ’στην περίφωτον ακτήν της τεμπελιάς…
αυτά και μένω…Φασουλής, Φαληρικός Τσολιάς.».
ΠΗΓΕΣ
Εφημερίδες:
4788/10-06-1895, σελίδες 1, 2,
3, σελιδοδείκτες 635, 636, 637.
4790/12-06-1895, σελίδες 1,
2, σελιδοδείκτες 641, 642.
4791/13-06-1895, σελίδες 1,
2, σελιδοδείκτες 645, 646.
4792/14-06-1895, σελίδες 1,
2, σελιδοδείκτες 649, 650.
4793/15-06-1895, σελίδες 1,
2, σελιδοδείκτες 653,654.
475/10-06-1895, σελίδες 1, 2,
3, σελιδοδείκτες 299, 300.
99/09-06-1895, σελίδες 2, 3,
σελιδοδείκτες 465, 466.
100/10-06-1895, σελίδες 1, 2
σελιδοδείκτες 467,468.
101/11-06-1895, σελίδες 1, 2
σελιδοδείκτες 470, 471.
102/12-06-1895, σελίδες 1, 2,
3, σελιδοδείκτες 473, 474,475.
161/10-06-1895, σελίδες 1, 2,
σελιδοδείκτης 643, 644.
162/11-06-1895,
σελίδες 1, 2, σελιδοδείκτες 647,648.
163/12-06-1895, σελίδα 1,
σελιδοδείκτης 651.
164/13-06-1895, σελίδες 1, 2,
σελιδοδείκτες 655, 656.
165/14-06-1895, σελίδα 2.
σελιδοδείκτης 660.
166/15-06-1895, σελίδες 1, 2,
σελιδοδείκτες 663, 664.
1912/12-06-1895, σελίδα 2,
σελιδοδείκτης 137.
1913/14-06-1895, σελίδες 2, 3,
σελιδοδείκτης 139.
2328/10-06-1895, σελίδες 1, 2,
σελιδοδείκτες 315,316.
2329/11-06-1895, σελίδα 2,
σελιδοδείκτης 318.
2331/13-06-1895, σελίδα 2,
σελιδοδείκτης 322.
161/10-06-1895, σελίδα 3,
σελιδοδείκτης 626.
162/11-06-1895, σελίδα 4, σελιδοδείκτης
631.
9525/09-06-1895, σελίδα 4,
σελιδοδείκτης 313.
9526/10-06-1895, σελίδες 1, 2,
σελιδοδείκτες 313, 314.
9527/11-06-1895, σελίδα 2, σελιδοδείκτης
316.
192/10-06-1895, σελίδα 2,
σελιδοδείκτης 317.
193/11-06-1895, σελίδα 6,
σελιδοδείκτης 321.
-ΡΩΜΗΟΣ, φύλλα:
516/10-06-1895,
σελίδα 4, σελιδοδείκτης 89.
517/17-06-1895,
σελίδες 1, 2, 3, 4, σελιδοδείκτες 89, 90, 91.
-ΣΚΡΙΠ, φύλλο:
44/12-06-1894, σελίδα 3,
σελιδοδείκτης 88.
45/19-06-1894, σελίδα 3,
σελιδοδείκτης 90.
59/25-09-1894, σελίδα 3,
σελιδοδείκτης 117.
96/11-06-1895, σελίδες 2, 3,
σελιδοδείκτης 190.
97/18-06-1895, σελίδα 1,
σελιδοδείκτης 191.
-ΤΟ ΑΣΤΥ, φύλλα:
1635/10-06-1895, σελίδες 1, 2,
σελιδοδείκτες 641, 642.
1636/11-06-1895, σελίδες 1,2,
σελιδοδείκτες 645, 646.
1637/12-06-1895, σελίδες 1,2,
σελιδοδείκτες 649,650.
1638/13-06-1895, σελίδες 1,
2, 4, σελιδοδείκτες 653, 654, 656.
1639/14-06-1895, σελίδες 1,
2, 3, σελιδοδείκτες 657, 658, 659.
1640/15-06-1895, σελίδες 1,
2, σελιδοδείκτες 661, 662.
1641/16-06-1895, σελίδες 1,
2, σελιδοδείκτες 665, 666.