Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Περί του γάμου των ποιμένων της Όθρυος


Στην «πολιτική, φιλολογική και επιστημονική» περιοδική έκδοση ΝΕΟΛΟΓΟΥ (1894) (Εικ.1) υπό τον τίτλο: «Περί του γάμου των ποιμένων της Όθρυος» δημοσιεύεται κείμενο, που περιγράφει ήθη και έθιμα του γάμου των ποιμένων της Όθρυος. Το κείμενο γράφηκε στο Λιμογάρδι στις 10 Ιουνίου 1875.
Μερικά έθιμα και τραγούδια του γάμου των Αρβανιτοβλάχων της Όθρυος περιγράφονται και στην ανάρτηση Ένας συμπολεμιστής των Κολοκοτρωναίων και του Οδυσσέα Ανδρούτσου στη Μπομπόκα της Όθρυος (Αναδημοσίευση).
Ακολουθεί το κείμενο:

Εισαγωγή
Μέλλω να περιγράψω τον ποιμενικόν γάμον των την Όθρυν οικούντων πιστώς, ως ήκουσα την αφήγησιν αυτού παρ’ ευφυούς ποιμενίδος. Ούτω τελείται καθ’ άπαν το όρος τούτο και παρ’ άπασι τοις ποιμέσι και γεωργοίς της Φθιώτιδος, με τινας τοπικάς ή φυλετικάς διαφοράς.
Είναι δ’ ο γάμος η μεγίστη τελετή του ποιμένος, και ένεκα τούτου εκτελείται μετά πολλής της επισημότητος. Το όλον της τελετής ταύτης, το άσμα, αι ευχαί και αι προλήψεις δηλούσι το δέος μεθ’ ού εισέρχεται ο ποιμήν εις το πολυκύμαντον του πρακτικού βίου στάδιον, και παντί σθένει προσπαθεί να φέρη την ευδαιμονίαν εν τη καλύβη του.
Μετ’ αξιοπαρατηρήτου σπουδής πειρώνται ν’ αποφύγωσι πάν το παρ’ αυτοίς δυσοίωνον νομιζόμενον. Αν συμβή να μετανοήση ο πενθερός, ενώ επορεύθησαν προς παραλαβήν της νύμφης, εκλαμβάνουσι τούτο ως μέγιστον ατύχημα, την διακοπήν του γάμου, και πορευόμενοι εις άλλο ποιμνιοστάσιον αυθημερόν λαμβάνουσι την παρατυχούσαν νύμφην.
Ως προς την προίκα, απαραιτήτως υπείκουν εις τον νόμον του Σόλωνος∙ «Ου γαρ εβούλετο μισθοφόρον ουδ’ ώνιον είναι τον γάμον, αλλ’ επί τεκνώσει και χάριτι και φιλότητι γίνεσθαι τον ανδρός και γυναικός συνοικισμόν».
Το άπροικον τα μέγιστα συντελεί παρ’ αυτοίς εις την επικρατούσαν ηθικήν. Άποροι και ορφαναί κόραι νυμφεύονται μετά της αυτής ευκολίας ως και αι κόραι των πλουσίων ποιμένων. Σπανίως δε απαντά τις μεταξύ εκατόν οικογενειών εικοσιπενταετή άνυμφον κόρην.
Ο έρως, αγνός και αφελέστατος, συνήθως προηγείται του γάμου. Άμα δε παρατηρήσωσιν οι μελλόνυμφοι την αναβολήν της τελέσεως αυτού, ένεκα απορίας του πενθερού ή μη παραδοχής τινός των συγγενών, ευκόλως προσφεύγουσιν εις την παρ’ αυτοίς Σπαρτιατικήν αρπαγήν.
Το ποιμενικόν φύλον εθεωρήθη μέχρι τούδε ως απόβλητον της κοινωνίας μέλος, ένεκα της ληστείας. εγκατελείφθη εις την φυσικήν του κατάστασιν, η κοινωνία δ’ άπασα ησθάνετο απέχθειαν κατ’ αυτού. Εξετάζων τις σπουδαίως τους ποιμένας, τα φυσικά ταύτα τέκνα, υ’ απορήση πως δεν είναι χειρότεροι. Ουδέποτε ο διδάσκαλος επαιδαγώγησεν αυτούς, ουδέποτε ο ιερεύς επειράθη διά του θείου λόγου να μαλάξει την καρδίαν αυτών. Αείποτε εις τα όρη και τας φαράγγας ζώντες, μετά των αγρίων θηρίων παλαίοντες, είναι θαυμαστόν πως δεν απέβαλον εντελώς την ανθρωπίνην ημερότητα. Τούτο βεβαίως οφείλεται εις το ηθικόν του οικογενειακού βίου και εις το γενικώς ευάγωγον και μαλακόν του χαρακτήρος του Φθιώτου.
Καιρός ήδη να μεριμνήση η τε Κυβέρνησις και η κοινωνία υπέρ του φύλου τούτου, όπερ, ευφυές όν και εύρωστον, αφεύκτως διά της εκπαιδεύσεως θα φέρη γενναίως καρπούς. Ποιμενικά σχολεία είναι χρησιμότατα διά πολλούς λόγους, ούς δεν είναι του παρόντος να εκθέσω.
Εν Λιμογαρδίω, τη 10 Ιουνίου 1875.

─ ─ ─ ─ ─

Πρότασις γάμου
Άμα αποφασισθή η εκλογή νύμφης εκ τινός ποιμνιοστασίου, πηγαίνουσιν εις ή δύο εκ των συγγενών του γαμβρού προς επιθεώρησιν αυτής, αλλά μη αρκούμενοι εις τούτο, πέμπουσι και μίαν γραίαν, ήτις επιθεωρεί μετά προσοχής την νύμφην. Άμα δ’ αρέση αύτη, προτείνουν μυστικώς οι προξενηταί εις τον πενθερόν και την πενθεράν, αν έχωσιν ευχαρίστησιν να δώσωσι την θυγατέρα αυτών, ήν είδον και ευχαριστήθησαν. Εις την πρότασιν ταύτην απαντά ο πατήρ, είδετε και ευχαριστήθητε∙ θα ιδώ και εγώ εν τη εβδομαδιαία αγορά το προσεχές Σάββατον τον γαμβρόν και σας απαντώ. Άμα ευχαριστηθή και ο πατήρ, ορίζουν την ημέραν των αρραβώνων (της συμβάσεως).

Αρραβών
Την προσδιορισθείσαν Κυριακήν θα υπάγωσι τέσσαρες ή πέντε συμπέθεροι εις την καλύβην του πενθερού, φέροντες μίαν κόφφαν οίνον και μίαν κουλούραν. Μετά μικράν ανάπαυσιν τελούσι τα των αρραβώνων, αλλάζοντες τα δακτυλίδια και θέτοντες αυτά επί τινός ταψίου∙ τότε δ’ εις των πλησιεστέρων του γαμβρού συγγενών ρίπτει εντός του ταψίου έν τάλληρον∙ οι δε περικαθήμενοι αστειεύονται λέγοντες αυτώ, τοιότο ταψί δεν γανόνεται με έν τάλληρον και ούτω αναγκάζεται να ρίψη χρήματα τινά ακόμη∙ έπειτα δε κατά σειράν ρίπτουν ότι βούλονται και οι άλλοι. Τα χρήματα ταύτα, κεράσματα της νύμφης καλούμενα, μεταποιούνται υπ’ αυτής εις άλυσιν, ήν θέτει εις τον λαιμόν της. Μετά ταύτα προσδιορίζουν την ημέραν του γάμου, ότε ο πενθερός ορίζει, αναλόγως του αριθμού των συγγενών του, τα δώρα, άτινα οφείλει να φέρη ο γαμβρός. Συνήθως είναι τα ακόλουθα∙ έν ζεύγος πεδίλων διά την νύμφην, μία πόρπη και μία ζώνη αργυρά, έν ζεύγος ενωτίων, εις κούκλος[1] ζεύγη τινά τσαρουχίων και πεδίλων, εις αμνός (το καλούμενον ψητόν της νύμφης), μία κουλούρα και έν ζεύγος πεδίλων του νουνού. Αφού δε ευωχήσωνται πίνοντες οίνον και άδοντες, προσδιορίζουσι την ημέραν του γάμου και αναχωρούσιν οι συμπέθεροι.

Γάμος
Κατά την τελευταίαν τετάρτην συναθροίζονται πολλαί γυναίκες, έχουσαι μεθ’ εαυτών και δύω άρρενα παιδία και μίαν κόρην, εις την καλύβην, ίνα πιάσωσι τα προζύμια του γαμβρού. Ταύτα δε τα παιδία και η κόρη, εξ ών ουδέν είναι ορφανόν, κοσκινίζουσι το άλευρον, ότε οι συγγενείς το ασημόνουσι, ρίπτοντες αργυρά νομίσματα (δώρα των γυναικών αυτών). Τούτων δε γινομένων άδουσι συγχρόνως το επομενον άσμα∙
Ευχήσου με, μανούλα μου, ’στα πρώτα κοσκινίδια.
Με την ευχή μου, γυιόκα μου, θεός να σε προκόψη,
Ευχήσου με, πατέρα, ’στα πρώτα κοσκινίδια.
Με την ευχή μου, γυιόκα μου, θεός να σε προκόψη,
Ευχήστε μ’, αδελφάκια μου, ’στα πρώτα κοσκινίδια.
Με την ευχή μας, γυιόκα μου, θεός να σε προκόψη[2],
Αγόρας τ’ αναπιάνει, Ξανθή τ’ αναιβατίζει
Με μάννα, με πατέρα, μ’ αδέρφια, με ξαδέρφια,
                                                Μ’ ούλο το συγγενό της
Αφού δε άσωσι το άσμα αυτό μετά περιπαθούς και λυγηράς φωνής, υπεμφαινούσης πάντοτε το δύσκολον της κτήσεως της ευδαιμονίας, τρώγουσι και πίνουσι περικαθήμενοι πέριξ λιτής τραπέζης. Μετά δε τούτο άρχονται του ακολούθου άσματος∙
Κυργιοί μου, ποιος τον κάνει αυτόν τον νέον γάμον;
Ο πατέρας μου τον κάνει αυτόν τον νέον γάμον.
Κυργιοί μου, ποιος τον κάνει αυτόν τον νέον γάμον;
Η μάνα μου τον κάνει αυτόν τον νέον γάμον.
Με τ’ άνθι, με το ρόϊδο, με το φιλί πλεμμένον.
Τα ξαδέρφια μου τον κάνουν αυτόν τον νέον γάμον.
Με τ’ άνθι, με το ρόϊδο, με το φιλί πλεμμένον.
Οι μπαρμπάδες μου τον κάνουν αυτόν τον νέον γάμον.
Με τ’ άνθι, με το ρόϊδο, με το φιλί πλεμμένον.
Οι θειακούλαις μου τον κάνουν αυτόν τον νέον γάμον.
Με τ’ άνθι, με το ρόϊδο, με το φιλί πλεμμένον[3].
Είτα δε, αφού και άλλα άσματα ψάλωσιν, απέρχονται. Την μέν πέμπτην αι γυναίκες του ποιμνιοστασίου θα φέρωσι ξύλα εις την καλύβην του γαμβρού, την δε παρασκευήν θα ζυμώσωσι τας κουλούρας, και θα γίνωσιν αι προσκλήσεις διά κουφέτων εντός τεμαχίου χαρτίου. Τα αυτά γίνονται και παρά τη νύμφη.
Το δε σάββατον εσπέρας προσκαλούνται άπαντες εις ευωχίαν και διασκέδασιν. Τότε οι αδελφοποιτοί θα κατασκευάσωσι το φλάμπουρον[4].
Όταν δ’ οι αδελφοποιτοί ρίπτουν το μανδήλιον εις το φλάμπουρον, άρχονται του επομένου άσματος∙
Τίνος είν’ ο φλάμπουρος, τα’ άξιο και το κόκκινο;
Του γαμβρού είν’ ο φλάμπουρος, τα’ άξιο και το κόκκινο.
Ποιος τον ράφτει, ποιος τοβ φκειάνει, ποιος τον κατακοκκινίζει,
Μήλα ρόδια τον γεμίζει;
Εσένα, φλαμπουριάρη μου, θέ να σε τραγουδήσω,
Να σε πολυχρονήσω, να σε χαρή η μανούλα σου,
                                                Να σε πανδρέψη γλήγορα,
Να βάλη άσπρο φλάμπουρον, να βάλη κατακόκκινον.
Και σείς, μπρατίμοι του γαμβρού, ράψτε το φλάμπουρο καλά.
Θα γύρη ράχαις και βουνά, μη τον χαλάσουν τα κλαριά
                                                και τον γελάση η πεθερά.
Μετά δε ταύτα ξυρίζουσιν οι αδελφοποιτοί τον γαμβρόν, αδουσών των γυναικών και κορασίων ως εξής∙
Λούζετ’ ο γυιός του βασιληά, να πάη ν’ αρραβωνίση.
Ξουράφι μου αλεφαντινό, κι ακόνι από την Πόλι,
Ανέσια, ανέσια να διαβή, τρίχα να μη του κόψη.
Έτσ’ είναι χάρισμα[5] απ’ τα γονικά του,
Χάρισμ’ από τη μάννα του, χάρισμ’ απ’ το νουνό του.
Την δε Κυριακήν το πρωΐ ετοιμάζονται, ίνα πορευθώσιν εις παραλαβήν της νύμφης. Οι αδελφοποιτοί φροντίζουσι να φέρωσιν όλα τα δώρα τα προσδιορισθέντα υπό του πεθερού. Η παραμικρά έλλειψις παροργίζει μεγάλως τον πενθερόν, διότι θεωρείται ως κακός οιωνός. Μετά το πέρας της προπαρασκευής, προηγουμένου του φλαμπουργιάρη και των άλλων εφίππων επομένων, επιμελώς δε και καθαρώς ενδεδυμένων, ιππεύει ο γαμβρός επί ίππου λευκού, αδόντων απάντων∙
Ευχήσου με, μανούλα μου, τώρα ’στο κίνημά μου.
Με την ευχή μου, γυιόκα μου, Θεός να σε προκόψη[6]
Όντας κινάη ο σταυραετός να πάη για την πέρδικα,
Σκύβει, φιλεί τα νύχια του, τινάζει τα φτερούλια του.
Βρέ νύχια και νυχάκια μου και νυχοποδαράκια μου,
Την πέρδικ’ αν την πιάσετε, φτερό να μη της βγάλτε.
Θέλω να τη βάλω ’στο κλουβί να μου λαλή τ’ αποταχύ.
Μετά δε το τέλος του άσματος αυτού, πορεύονται εις το ποιμνιοστάσιον, όπου κατοικεί ο πενθερός, οι μεν άνδρες έφιπποι, αι δε γυναίκες πεζαί∙ άμα δ’ είναι περί τα διακόσια βήματα μακράν του ποιμνιοστασίου, αφιππεύουσι άπαντες και χορεύουσι. Τρείς δε, οι κουλουριαραίοι καλούμενοι, πορεύονται εις την καλύβην του πενθερού φέροντες οίνον, την κουλούραν και το ψητόν. Η υποδοχή αυτών γίνεται ούτως. Η νύμφη είναι κεκρυμμένη όπισθεν καλύμματος, και εξάγουσα την δεξιάν χείρα λαμβάνει την κουλούραν, ήτις είναι κεκομμένη εις το μέσον∙ εξ αυτής το ήμισυ δίδει εις τους αδελφοποιτούς, όπερ δίδουν ούτοι τη πεθερά, λαβόντες παρ’ αυτής άλλην κουλούραν, η δε πεθερά δωρεί εις έκαστον εν μανδήλιον. Ότε δε επανέρχονται, ρίπτουν εν όπλον, και τότε όλοι οι συμπέθεροι βαίνουν προς την καλύβην του πενθερού, προηγουμένου του φλαμπουριάρη, όστις εμπήγει το φλάμπουρον εις την θύραν της καλύβης∙ η δε πενθερά κρεμά επ’ αυτού έν κόκκινον μανδήλιον. Αφικομένου δε και του γαμβρού, ρίπτει η πενθερά βαμβακόσπορον, σίτον και ρύζι, ενώ άδουσιν αι γυναίκες και αι κόραι τον έφιππον γαμβρόν.
Τούτο τ’ αρχοντόπουλο. . . . . . . . . . . . . .
Τι έχασε, τι χάλευε κ’ έρχεται χαλεύοντα.
Κ’ έρχεται χαλεύοντα κι όλο ψαχουλεύοντα;
Περδικούλα έχασε κ’ έρχεται χαλεύοντα.
Κ’ έρχεται χαλεύοντα κι όλο ψαχουλεύοντα.
Την είχε μέσα ’στο κλωβί∙ μου σκανδαλίσθηκε το κλουβί,
                                                 και μ’ όφυγε τα’ αποταχύ.
Τότε ρίπτει ο γαμβρός έν μήλον, εντός του οποίου υπάρχουν αργυρά και χάλκινα νομίσματα, όποιαν δε κόρην κτυπήση δι’ αυτού, θεωρείται ως καλός οιωνός προσεχούς νυμφεύσεως ταύτης. Άμα δε αφιππεύση ο γαμβρός, κρεμώσι πλησίον του ωτός του ίππου του εν κόκκινον μανδήλιον. Τότε δ’ ανεβαίνει επί του ίππου του γαμβρού έν παιδίον, όχι ορφανόν, αλλ’ έχον πατέρα και μητέρα, εις το οποίον θα δώση ο πρωτοβλάμης ο φλαμπουριάρης δώρον τι, διά να κατέλθη. Τούτο βεβαίως προκαλεί την ευτυχίαν του γαμβρού και την απόκτησιν αρρένων τέκνων. Μετά τούτο διανέμονται οι συμπεθεροι εις πολλάς καλύβας προς ευωχίαν, ο δε γαμβρός μετά των αδελφοποιτών εισέρχεται εις την καλύβην του πενθερού, όπου προσφέρεται αυτώ μία πίττα και αυγά με μέλι.
Αι δε συγγενείς γυναίκες του γαμβρού αρχίζουσι να κτενίζωσι την νύμφην με το κτένι του γαμβρού, άδουσαι ούτω∙
Άνοιξε, χρυσό σεντούκι, κ’ έβγαλε χρυσό κτενάκι
                                                          χρυσό, μαλαματένιο.
Κ’ έφκειασε χρυσή νυφούλα, και χρυσή μαλαματένια.
Κόρη μου, το τι ξεπλέγεσαι;
Μή δάρ εγώ ξεπλέγομαι; μανούλα μου με ξέπλεξε.
Κόρ(η) μου το τι ξεπλέγεσαι;
Μή δάρ εγώ ξεπλέγομαι; πατέρας μου με ξέπλεξε[7].
Κόρη μου, το τι αναπλέγεσαι;
Μή δάρ εγώ αναπλέγομαι; μανούλα μου μ’ ανάπλεξε.
Κόρη μου, το τι αναπλέγεσαι;
Μή δάρ εγώ αναπλέγομαι; πατέρας μου μ’ ανάπλεξε.
Άνοιξε, χρυσό σεντούκι, κ’ έβγαλε χρυσό πλεξίδι,
Κι έπλεξε χρυσή νυφούλα, και χρυσή μαλαματένια.
Άνοιξε, χρυσό σεντούκι, κ’ έβγαλε χρυσή σκουφούλα∙
Σκούφουσε χρυσή νυφούλα, και χρυσή, μαλαματένια.
Άνοιξε, χρυσό σεντούκι, κ’ έβγαλε χρυσό μαντήλι∙
Κούκλουσε χρυσή νυφούλα, και χρυσή, μαλαματένια.
Άνοιξε, χρυσό σεντούκι, κ’ έβγαλε χρυσό βελόνι,
Κ’ έρραψε χρυσή νυφούλα, και χρυσή, μαλαματένια.
Άνοιξε, χρυσό σεντούκι, κ’ έβγαλε χρυσή κοπτσούλα,
Κ’ έφκειασε χρυσή νυφούλα, και χρυσή, μαλαματένια.
Έπειτα δ’ έρχεται ο ανδράδελφος φέρων τα πέδιλα της νύμφης, άτινα αλλάσει εκ του ενός εις τον άλλον πόδα τρίς∙ ρίπτει εντός του ενός οίνον χύνων τρίς εκ του ενός οίνον, χύνων τρίς εκ του ενός εις το έτερον πέδιλον∙ πίνει ολίγον εξ αυτού, δίδει και τη νύμφη, ήτις πίνει επίσης. Προσθετέον ότι τότε τελείται η ιεροτελεστία.
Αφού δ’ έφαγον και έπιον άδοντες και χορεύοντες, ετοιμάζονται προς αναχώρισιν. Τότε θπετουν εις το κατώφλιον της θύρας την προίκα, αφ’ ής κάθεται ο αδελφός της νύμφης, ζητών δώρον, ίνα επιτρέψη την παραλαβήν∙ δίδουσι δώρον τι αυτώ και παραλαμβάνουσι την προίκα.
Ο δε γαμβρός σύρει εκ της χειρός την νύμφην, ότε οι συγγενείς αυτής άδουσιν.
Ευχήσου με, μανούλα μου, τώρα ’στο κίνημά μου.
Με την ευχή μου, κόρη μου, Θεός να σε προκόψη.
Ευχήσου με, πατέρα μου, τώρα ’στο κίνημά μου.
Με την ευχή μου, κόρη μου, Θεός να σε προκόψη[8].
Τότε η μήτηρ θέτει εντός καπακίου νερόν και αλάτι, όπερ λυόνουσα ραντίζει την νύμφην και τον γαμβρόν, ευχομένη καλορίζικον γάμον, και λέγουσα τη νύμφη. Ό,τι σου είπα, νερό κι αλάτι. Τούτο δηλοί, ότι ως λυόνει εντός του ύδατος το άλας, ούτω να λυώση πάσα κατάρα, ήν ποτέ εν τη οργή της εξέφερε κατά της θυγατρός αυτής. Το καπάκι αυτό θέτει εις τον ντορβάν της νύμφης∙ η δε νύμφη προσκυνεί κεκαλυμμένη διά του κούκλου και φιλεί τον πόδα και την χείρα του πατρός, της μητρός και των αδελφών της. Τότε η μήτηρ της νύμφης δωρείται εις αυτήν μίαν όρνιθα. Εν σπουδή προσπαθούσι τίς να πρωτοϊππεύση, αλλά πάντοτε πρώτος ιππεύει ο γαμβρός∙ η δε νύμφη ιππεύει επί του λευκού ίππου, όν έφερεν ο γαμβρός έφιππος. Τότε πλησιάζουσι τον γαμβρόν προς τα δεξιά της νύμφης, ότε ο γαμβρός περιφέρει την χείρα περί την κεφαλήν της νύμφης κρατών νόμισμα αργυρούν, όπερ δίδει τη νύμφη, ήτις λαμβάνει αυτό φιλούσα την χείρα του. Έπειτα εκβάλλει την μάχαιραν, ήν περιφέρει σταυροειδώς περί την κεφαλήν της νύμφης, κτυπών τρίς την πλάτην αυτής. Αι γυναίκες άδουσιν∙
Αδέρφια μου, μπαρπάδες μου, θειάδες μου.
Έβγα, ’κόνα ’κονισμένη, σαν μηλιά λουλουδιασμένη,
Δεν μ’ αφίνει ο πόνος νάβγω από τη χρυσή μου μάννα[9].
Άμα δ’ άρχονται της αναχωρήσεως άδουσιν∙
Μη σας εκακοφάνηκε πούρθαμε ’στο χωριό σας;
Εμείς την νύφη πήραμε, και το χωριό ’δικό σας.
Ξεκίνησ’ η λεπτοκαρυά μ’ όλα τα λεπτοκάρυα,
Και πάνε να πατήσουνε της Λειβαδιάς τον κάμπο,
Να πάρουν άσπρα και φλωριά, να πάρουν και μια παππαδιά,
Νάχη κορμί για φόρεμα, και μέση για ζωνάρι.
Τότε εκατέρωθεν ρίπτουν όπλα βαδίζοντες προς την κατοικίαν του γαμβρού, ότε εις των αδελφοποιτών αφαιρεί το πέδιλον εκ του δεξιού ποδός της νύμφης, όπερ φέρει εις την πενθεράν, ως τεκμήριον της προσεχούς ελεύσεως της νύμφης. Η πενθερά δωρείται αυτώ έν μανδήλιον, αυτός δε επαναφέρει το πέδιλον της νύμφης και άπαντες πορεύονται εις την κατοικίαν του γαμβρού. Άμα πλησιάσωσιν, εκατέρωθεν άρχεται πυροβολισμός διαρκής∙ φθάσαντες δε εις την καλύβην του πενθερού ραντίζουσιν και πάλιν με βαμβακόσπορον και τα άλλα.
Προκειμένου δε ν’ αφιππεύση η νύμφη άδουσιν αι γυναίκες∙
Πέζα μήλο, πέζα ρόϊδο, πέζα δροσερό σταφύλι.
Δεν πεζεύω, καμαρόνω, χάρισμα πολύ γυρεύω
Απ’ τον κύργιο πενθερόν μου να μου δώση να πεζεύσω[10].
Αφού υποσχεθούν αυτή δώρον τι, τη δίδουν μίαν κουλούραν, ήν κόπτει εις τέσσερα μέρη, πετώσα σταυροειδώς αυτά∙ επίσης δε χύνει ενώπιον της κεφαλής του ίππου σταυροειδώς οίνον.
Αφιππευσάσης της νύμφης άδουσιν αι γυναίκες∙
Σαν δασιά’ ν’ τα κυπαρίσσια,
Άριεψέ τα μία ψίχα,
Να διαβή ο γαμβρός κ’ η νύφη,
Να διαβούν κ’ οι συμπεθέροι.
Ενώ πρόκειται να εισέλθη η νύμφη εις την καλύβην, ρίπτουσιν εις τον ουδόν της θύρας μίαν μάχαιραν, ή νότε υπερπηδή, άδουσιν αι γυναίκες∙
Αδ’ αυτού πουλιά να βγάλης,
Και αδ’ αυτού να τα πετάξης.
Είτα δε κρεμώσιν εις την μέσην της νύμφης ένα στατήρα∙ οδηγουμένη δε υπ’ άλλων γυναικών, και ιδία υπό της νυμφευτρίας, θέτει την χεία της εντός του αλευροσάκκου και εντός του τυρού. Η νύμφη προσκυνεί αδιακόπως∙ δεν τρώγει μετά των άλλων∙ άμα λάβη καιρόν, τρώγει μόνη ωά τινα.
Το δ’ εσπέρας είναι η επίσημος ευωχία, παρατιθεμένων και των δώρων του νουνού, του ψητού, της κουλούρας και του οίνου. Αλλά και πάντες οι προσκεκλημμένοι κατ’ έθος φέρουσιν οίνο και μίαν κουλούραν, οι δε πλησιέστεροι συγγενείς και αμνόν.
Ούτω δια της αλληλοβοηθείας ελαττούνται αι δαπάναι του πενθερού∙ άλλως οι πτωχοί δεν θα ηδύναντο να υποστώσι την δαπάνην του γάμου.
Αφού ετοιμασθώσι τα φαγητά, κάθηνται κυκλοτερώς∙ ενώ δε λιανίζουσι το ψητόν του νουνού άδουσι∙
Του νουνού μας το ψημένο απ’ την Πόλι είναι φερμένο,
Κ’ απ’ τη Σύρα διαβημένο,
Κ’ όποιος πάει να το κόψη, το χετράκι του να κόψη,
Και ποτέ μη το γιατρέψη.
Απ’ την Πόλι απάνω ’πήγα, τέτοιο νειό νουνό δεν είδα.
Τέτοιο νειό, τέτοιο πετρίτη,
Τέτοιο καστροπολεμίτη.
Με τα κάστρα πολεμάει, όσο ν’ αποστεφανώση.
Εις την Πόλι απάνω ’πήγα, τέτοιο νειό νουνό δεν είδα.
Του νουνού μας η φλοκάτα, απ’ την Πόλι είναι φερμένη,
Και ’στη Σύρα διαβημένη, στην αμυγδαλιά απλωμένη.
Οι αδελφοποιτοί λέγουσι πόσα δώρα έφερεν ο νουνός, και ενώ πίνουσιν εκ του οίνου του άδουσι∙
Του νουνού μας το γεμάτο, το ζαχαρομυγδαλάτο,
Τιμημένο κ’ αξιωμένο, ’στο θεό ευχαριστημένο.
Η ευωχία εξακολουθεί επί ώρας πολλάς, του οίνου διά της τσότρας αδιακόπως περιφερομένου, και του άσματος μη διακοπτομένου. Ούτω δε κεκορεσμένοι υπό τε του οίνου και του κρέατος, απέρχονται έκαστος εις την ιδίαν κατοικίαν.
Την Δευτέραν δε το πρωΐ, αφού αύθις ευωχήσωσιν οι άνδρες, οδηγούσιν οι γυναίκες την νύμφην εις την τράπεζαν φέρουσαι κόσκινον, εν ώ έθεσαν μανδήλια και περικνημίδας. Η νύμφη άρχεται εκ δεξιπών προσκυνούσα και ρίπτουσα επί του ώμου εκάστου ανδρός εν δώρον∙ εις αντάλλαγμα δίδουσι τη νύμφη έν αργυρούν νόμισμα.
Μετά δε άρχεται ο χορός∙ άγουσι δ’ αι γυναίκες κα την νύμφην εις τον χορόν, ήν θέτουσαν εν τω μέσω του γαμβρού και του νουνού άδουσαι ως εξής∙
Έβγα, μανούλα πεθερά, να ’δης τη νύφη ’στο χορό
Πως σειέται, πως λυγίζεται, πως βεργοκαμαρίζεται,
Κ’ απ’ το καμάρι του γαμβρού, δεν σειέται, δεν λυγίζεται,
                                                                   δεν βεργοκαμαρίζεται.
Δεν ακούς, κυράτζα νύφη,
Τι σου λέει τ’ άγιο Βαγγέλιο;
Να τιμάς τον πεθερόν σου,
Πάντα τιμημένη νάσαι.
Δεν ακούς, κυράτζα νύφη,
Τι σου λέει τ’ άγιο Βαγγέλιο;
Να τιμάς τη πεθερά σου,
Πάντα τιμημένη νάσαι.
Να την ’πής, κυράτζα μάννα,
Να την ’πής, κυράτζα νύφη.
Τι σου λέει τ’ άγιο Βαγγέλιο;
Να τιμάς τα ανδραδέρφια,
Πάντα τιμημένη νάσαι
Να τιμάς και το νουνό σου,
Πάντα τιμημένη νάσαι.
Μετά το πέρας του άσματος τούτου παιδίον όχι ορφανόν, αλλά με μάνναν και με πατέρα, χωρίζει την νύμφην από τον γαμβρόν∙ οδηγεί αυτήν η νυμφεύτρια εις την καλύβην, όπου έρχονται μετ΄ολίγον και οι άνδρες και αφαιρούσι τον κούκλον της νύμφης. Έπειτα εκβάλλουσιν εκ των σάκκων την προίκαν, ήν απαριθμεί εις αδελφοποιτός∙ αφαιρούσι δε και τα μήλα εκ του φλαμπούρου, άτινα τρώγουσιν οι αδελφοποιτοί. Τότε παραθέτει τράπεζαν η νύμφη, δίδουσα δώρα, μανδήλια, ζώνας, περικνημίδας, ανθ’ ών λαμβάνει νομίσματα αργυρά. Δίδει δώρον τι προς τον αναχωρούντα κουμπάρον, όν προπέμπουν πυροβολούντες.
Την αυτήν ημέραν η νύμφη πηγαίνει εις την κρήνην συνοδευομένη υπό ενός ή δύο παιδίων, φέρουσα δύο αγγεία. Κατά πρώτον ρίπτει χάλκινόν τι ή αργυρούν νόμισμα εντός του ύδατος, χαιρετίζουσα ούτω την κρήνην.
Την προσεχή Τετάρτην υπάγει η νύμφη εις το ρεύμα και πλύνει τα του οίκου, και ιδίως τα στρωσίδια.
Ούτω περατούται ο γάμος∙ την δε πρώτην Κυριακήν τελούνται τα επιστρόφια. Μετά τινων αδελφοποιτών επισκέπτεται ο γαμβρός τον πενθερόν∙ την δε αμέσως επομένη Κυριακήν επισκέπτεται ο πενθερός τον γαμβρόν.

─ ─ ─ ─ ─

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
[1] Σκέπη νυμφική, κάλυμμα του προσώπου λεπτότατον, καλύπτρα. Σ.Ε.
[2] Επαναλαμβάνουν τον αυτόν στίχον λέγουσαι∙ μπαρπάδες, θειαδούλαις μου ξαδέρφια μου.
[3] Την δε πέμπτην το εσπέρας πιάνουσι τα προζύμια της νύμφης άδοντες τα ίδια άσματα.
[4] Το φλάμπουρον είναι μακρά καλαμένη συνήθως ράβδος, εις ής το άκρον του άνω μέρους σχηματίζουσι σταυρόν από τρία μήλα κρεμώντες εις την άκραν μανδήλια κόκκινα.
[5] Εδώ είναι χαλασμένον το μέτρον. Ίσως συμπληρωτέος ο στίχος ούτως∙
            Έτσ’ είναι χάρισμ’ [από ’μας κι’] από τα γονικά του. Σημ. εκδ.
[6] Επαναλαμβάνουν τα αυτά άδοντες∙ αδερφάκια μου, μπαρμπάδες μου, θειάδαις μου.
[7] Επαναλαμβάνουν τα αυτά∙ τα αδέλφια μου, οι μπαρπάδες μου, οι θειάδες μου.
[8] Είτα επαναλαμβάνουν τα αυτά∙ τ’ αδέλφια μου, μπαρπάδες μου, θειάδες μου.
[9] Επαναλαμβάνουν, από τον χρυσόν μου πατέρα, από τα χρυσά μου αδέλφια.
[10] Επαναλαμβάνεται∙ από την κύργια πενθερά μου και από τα ανδραδέρφια μου.

ΕΙΚΟΝΑ

 Εικ.1 Προμετωπίδα της περιοδικής έκδοσης «ΝΕΟΛΟΓΟΥ».


ΠΗΓΗ






Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Ο ληστής της Όρθρυος


Στην περιοδική έκδοση ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ (Εικ.1) δημοσιεύεται διήγημα του συντάκτη της Κωνσταντίνου Ι. Πρασσά με τίτλο «Ο ληστής της Όρθρυος». Πηγή έμπνευσης αποτέλεσε το φαινόμενο της ληστείας που ταλαιπώρησε τις πόλεις και τα χωριά της Φθιώτιδας μετά την απελευθέρωση.
Ακολουθεί το κείμενο του διηγήματος:

«Πολλάς αξιολόγους διηγήσεις δύναται τις να εύρη μεταξύ των αναφερομένων εις τα χρονικά των τελευταίων ληστρικών συμμοριών, μία δε των τούτων, ην ενταύθα αφηγούμαι, αναφέρεται και εις την πόλιν ημών, αποτελούσα το παραδοξότερον και πλέον πρωτοφανές των απευκταίων όσα ποτέ εις την φιλήσυχον ταύτην πόλιν συνέβησαν.
* *
*
Η επί των ορέων ληστεία, συντόνως ολονέν πολεμουμένη υπό των στρατιωτικών αποσπασμάτων, εφαίνεταο, περί το 185…, παντελώς εξοντωθείσα. Το αυτό εκείνο όμως έτος ανεφάνη επί των ορέων της Όρθρυος η μυστηριωδεστέρα και τολμηροτέρα των συμμοριών, όσαι ποτέ υπήρξαν, λυμαινομένη παρατόλμως τα πέριξ, και εν τούτοις πάντοτε αόρατος μένουσα από των στρατιωτικών αποσπασμάτων, άτινα ματαίως ανεζήτουν τα ίχνη της.
Ο αρχηγός της συμμορίας ταύτης περί ού οι χωρικοί των περιχώρων διϊσχυρίζονται ότι καθ’ εκάστην μετεσχηματατίζετο εξωτερικώς εις άνθρωπον όλως διάφορον της προτεραίας και ότι κατήγετο από της καλητέρας οικογενείας ενός των εκεί πλησίον χωρίων, είχεν ευλόγως διασπείρει τον τρόμον εις όλας τας γειτονικάς πόλεις. Εν ή ημέρα ο στρατός τον ανεζήτει εν τινι πόλει ένθα προ ολίγων ωρών είχε διαπράξει παρατολμον ληστείαν, την αυτήν εκείνην ημέραν ήρχετο η είδησις περί τολμηράς υπ’ αυτού διαπραχθείσης αιχμαλωσίας εις πόλιν πολύ της πρώτης απέχουσαν, πράγμα αρκούν ίνα περιάγη τους διώκτας αυτού εις αληθή αμηχανίαν. Το περίεργον δε ήτο ότι καίτοι άξεστος χωρικός ο αρχηγός ούτος, εξέλεγε πάντοτε τα θύματά του, ως εάν ειργάζεταο προς αντικατάστασιν της κοινωνικής ισότητος, μεταξύ ωρισμένης τάξεως πλουσίων, απέχων πάντοτε του να βλάπτη τους αγαθοεργούς εξ αυτών. Πλείστοι έλεγον προς τούτοις ότι και ευηργέτει πολλούς πτωχούς χωρικούς, οίτινες διά τούτο δεν ήτο παράδοξον εάν τω παρείχον ενίοτε ως άσυλον τας καλύβας των.
Ο ληστής λοιπόν αυτός είχε καταστή ο τρόμος των πέριξ. Αλλ’ ο α, Θωμάς Δρόσης, ο πλουσιώτατος των κτηματιών της παρά την Όρθρυν πόλεως Β. έζη εν τη ασφαλεί του οικία απτόητος και ευτυχής. Λαβών μόνον μικρά τινα προφυλακτικά μέτρα, δεν είχεν πλέον να φοβήταί τι, διότι η οικία του έκειτο εις το κεντρικώτερον της πόλεως μέρος, και ούτω κατ’ ουδέν παρηνοχλείτο ο τερπνός βίος αυτού και της θελκτικής του συζύγου Ελένης ήν πρό ολίγου ήδη χρόνου είχε νυμφευθή.
Η Ελένη δεν κατήγετο από οικογενείας πλουσίας ή σημαντικής, απεναντίας μάλιστα υπήρχον μεταξύ των συγγενών της όχι ολίγοι χωρικοί, οικούντες εν των παρά τας υπωρείας της Όρθρυος χωρίων˙ ήτο όμως εκτάκτως περικαλλής, οι δε κάτοικοι της πόλεως Β΄, αποβλέποντες εις το κάλλος της αφ’ ενός, αφ’ ετέρου δε εις την αφοσίωσιν ήν εδείκνυε προς τον σύζυγόν της, ηυτύχιζον όλοι τον κύριον Δρόσην.
Ο κ.Θωμάς, ούτινος η οικία ήτο το εντευκτήριον των καλλιτέρων της πόλεως οικογενειών, είχε κατά τινα εσπέραν των απόκρεω μεγαλοπρεπή εν τη οικία του εσπερίδα. Έξω ήτο μία των ζοφεροτέρων του χειμώνος νυκτών, αλλ’ ότε οι κεκλημμένοι έφθανον εις την οικίαν του κ.Θωμά, ικανοποιούντο ευρίσκοντες όλας αυτής τας αιθούσας αποστιλβούσας εκ θαμβωτικού φωτισμού όστις χωρών και προς τα έξω δια των υέλων των παραθύρων, διέλυε μέρος του εκτός βασιλεύουντος σκότους. Αι αίθουσαι του κ.Θωμά ολονέν επληρούντο υπό φαιδροτάτων φιλικών οικογενειών αίτινες, η μία μετά την άλλην προσήρχοντο ανά ομίλους μετημφιεσμένων και μη, και η εσπερίς εκείνη προερμηνεύετο εκτάκτως λαμπρά. Εν τη συναναστροφή, ως εις όλας τας προ τριακονταετίας γενομένας, προηγήθησαν τινά εκ των απλοϊκών εκείνωνπαιγνίων του κόμβου κλπ. άτινα τότε ήσαν απαραίτητος προεισαγωγή πάσης μεταξύ οικογενειών διασκεδάσεως∙ αφού δε προσήλθον όλοι οι κεκλημένοι, ήρχισεν ευθύς ο χορός, όστις βαθμηδόν ενεψυχούτο και καθίστατο ολονέν ζωηρότερος, υπό τους ήχους ορχήστρας ανεπιλήπτου, ήτις εν τη εποχή εκείνη, ήτο τι έκτακτον διά πόλιν μικράν οία η Β.
Ο χορός διήρκει αδιακόπως μέχρι μεσονυκτίου, οπότε έπαυσε προς στιγμήν χάριν του περιμένοντος τους κεκλημένους εν τω εστιατορίω λαμπρού γεύματος. Μετά παρέλευσιν όμως ημίσειας ώρας τα ζεύγη των χορευτών επανήρχοντο ανά έν ευθυμότερα ή πριν εις την αίθουσαν του χορού, ήν δεν ήργησαν μετ’ ου πολύ να πληρώσωσιν.
Ο χορός ήρχισεν εκ νέου υπό τους ήχους θελγούσης μουσικής, ότε δε μετά μικρόν έκαμεν αύτη διάλειμμα ίνα μετ’ ολίγον επαναρχίση, το ωρολόγιον της εισόδου ηκούσθη ηχήσαν την πρώτην μετά το μεσονύκτιον ώραν. Αλλά την αυτήν στιγμήν, θόρυβος τις αλλόκοτος προελθών κάτωθεν από της αυλής, απέσπασε την προσοχήν των χορευτών οίτινες ανά δύο περιεφέροντο εν τη αιθούση προς αναψυχήν. Πριν ή προφθάσωσι να διευκρινήσωσι τον αλλόκοτον εκείνον θόρυβον, νέον συμβάν περιήγαγεν αυτούς εις παντελή έκπληξιν, διότι εν μια στιγμή είδον αίφνης την αίθουσαν του χορού πληρωθείσαν υπό εννέα ή δέκα ανδρών γενειοφόρων όλων, αγρίων την όψιν, εξωπλισμένων και φερόντων φουστανέλλας μαύρας ως η νύξ.
Οι κεκλημένοι εδίστασαν αν έπρεπε να γελάσωσιν ή όχι διά το προ αυτών απροσδόκητον θέαμα, αλλά βεβαίως θα εγέλων διά παιδιάν της απόκρεω τοσούτον επιτυχή, εάν η ώρα δεν ήτο ήδη τόσον προκεχωρημένη. Ο δισταγμός των όμως δεν διήρκεσε πολύ διότι εν τω μεταξύ εις των νεοελθόντων, με την όψιν ευγενεστέραν κάπως των λοιπών, προχωρήσας εκ μέσου των άλλων, εξήγαγε της αμφιβολίας αυτών τους επτοημένους πανηγυριστάς διά των εξής λέξεών του, άς προέφερε μετά φωνής βροντώδους και σταθεράς. «Αν κανείς εξ όλων σας κινηθή ή ζητήση να φωνάξη, θα ήσθε όλοι νεκροί. Περιττόν να σας ειπώ ποιος είμαι∙ πιστεύω ότι θα με εννοήσητε αρκετά καλά∙ Και τώρα, θα λάβω βέβαια την τιμή να ιδώ τον κύριο Δρόση, επειδή αυτός και μόνος μας έφερεν εδώ.»
Παγερός φόβος εκυρίευσεν ευθύς τους κεκλημένους οίτινες όλοι ομού συνεσπειρώθησαν εις την άλλην άκραν της αιθούσης, διότι δεν ήργησαν να μαντεύσωσιν ότι είχον προ αυτών την μυστηριώδη της Όρθρυος συμμορίαν. Πολλοί εκ των κεκλημένων ήσαν άνδρες γενναίοι και απτόητοι, αλλ’ ουδέν ηδύναντο εν τη παρούση περιστάσει, γνωρίζοντες ότι ματαία θ’ απέβαινε πάσα απόπειρα των, και μάλιστα αόπλων ως ήδη ήσαν, εναντίον συμμορίας αγρίων ληστών ωπλισμένων μεχρις οωύχων, ών η παράτολμος και απρόοπτος εμφάνησις περιήγαγε τους πάντας εις άκρων απορίαν, πλην δε τούτου ήσαν βέβαιοι ότι και το ελάχιστον αυτών προς αντίστασιν κίνημα βέβαιον αποτέλεσμα θα είχε τον θάνατον. Πολλαί κυρίαι εν τω μεταξύ ελιποθύμησαν, μόνη δε η οικοδέσποινα κατώρθωσε ν’ ανθέξη γενναίως, ενώ ο σύζυγος αυτής κ.Θωμάς, μένων συνεσπειρωμένος μεταξύ του πλήθους των επισκεπτών, ηναγκάσθη επί τέλους υπό των επιμόνων προσκλήσεων του ληστού να εξέλθη βήματα τινα προ των άλλων.
-Βλέπεις, κύριε Δρόση, εξηκολούθησεν ο ληστής, ότι ο κλέπτης της Όθρυος δια τον οποίον θα ήκουσες βέβαια να γίνεται πολύς λόγος, δεν σ’ ελησμόνησε καθόλου. Έμαθε ότι έχεις εκατό χιλιάδων περιουσία, και ήλθε να του μετρήσης της εξήντα. Σου κάμνει, ως βλέπεις, χάρι διά της άλλαι που μένουν.
Ο τρόμος του κ. Θωμά υπεχώρησεν εις την κατακυριεύσασαν αυτόν σφοδράν αγανάκτησιν διά το θράσος των αθλίων εκείνων ληστών. Να εισέλθωσι με τόσην τόλμην εις την οικίαν του ίνα τον απογυμνώσωσιν! Εσκέφθη να ωρμήση προς το παράθυρον επικαλούμενος εις βοήθειαν, αλλά και ταύτην και μυρίας άλλας σκέψεις αίτινες εν μια στιγμή διήλθον το πνεύμα αυτού, ταχέως απέρριψεν ως ματαίας και απεφάσισε να υποκύψη εις την αναπόφευκτον ανάγκην, βλέπων ότι πάν κίνημά του άφευκτον αποτέλεσμα θα είχε την θανάτωσιν αυτού τε και της συζύγου του και όλων των παρευρισκομένων. Απήντησε προς τον ληστήν ότι επειδή η περιουσία του συνέκειτο κατά το πλείστον εις κτήματα, δεν είχεν ουδέ κατά το ήμισυ, ποσόν οποίον το αιτούμενον, υπέσχετο δε επί λόγω τιμής να τω εγχειρίση αυτό εις το έπακρον, καθ’ όν τρόπον εκείνος ήθελε προσδιορίσει, συνάπτων δάνειον απέναντι των κτημάτων του.
-Κύριες Θωμά, απήντησεν ο ληστής με το αυτό πάντοτε ύφος, ας μη χάνωμε καιρό. Πείθομαι εις τους λόγους σου, αλλ’ όσο να εξοφληθή η υπόθεσίς μας, έχω ανάγκη ενός ενεχύρου. Η κυρία σου λοιπόν θα λάβη την καλωσύνη να έλθη τώρα μαζί μας, και δεν έχεις τίποτε να φοβηθής γι’ αυτήν. Όσο από καλοπέρασι, θα ήνε σαν στο σπήτι της και καλλίτερα. Φθάνει μόνο να πληρώσης καλά το χρέος σου και να μη ζητήσης να μας βλάψης, γιατί τότε αντί για τη γυναίκα σου, μόνο το κεφάλι της θα λάβης πίσω.
Μεθ’ όλας τας ματαίας διαμαρτυρήσεις του Θωμά και της συζύγου του, η Ελένη απήχθη σχεδόν λιπόθυμος υπό των ληστών, οίτινες φεύγοντες παρήγγειλαν ρητώς προς τον Θωμάν και τους λοιπούς παρευρισκομένους να μη κοινοποιήσωσι τίποτε εκ των διατρεξάντων εάν δεν παρέλθη μία ακριβώς από της στιγμής εκείνης ώρα, διότι άλλως η αιχμάλωτος θ’ απεκεφαλίζετο ευθύς καθ’ οδόν. Συνάμα δε παρήγγειλαν εις τον απεγνωσμένον οικοδεσπότην να έχη το χρηματικόν ποσόν έτοιμον εντός τριών ημερών διότι μετά τρείς ακριβώς ημέρας θ’ αποσταλή το διά την παραλαβήν αυτών πρόσωπον, όπερ έπειτα θα τω παραδώση ασφαλώς την σύζυγόν του. Η συνοδεία μετά μικρόν εγένετο άφαντος εν τω σκότει της νυκτός, και επί μίαν όλην ώραν σιγή βαθεία απεκατέστη εν τη οικία του κ. Θωμά. Μόλις όμως το εκκρεμές εσήμανε την δευτέραν πρωϊνήν ώραν, και ταυτοχρόνως την σιγήν εν τω οίκω διεδέχθη γενική αναστάτωσις και αι περί του πρακτέου συζητήσεις. Την πρωΐαν ολόκληρος η πόλις εγνώριζε την κατά την παρελθούσαν νύκτα εν τη οικία του Θωμά τελεσθείσαν απαγωγήν.
Την τρίτην ημέραν ο κ. Θωμάς περιέμενεν έχων έτοιμον το δια τους ληστάς ποσόν, αλλ’ η ημέρα αύτη παρήλθε και το πρόσωπον περί ού εγένετο λόγος δεν εστάλη. Μετ’ άκρας ανησυχίας ο ατυχής σύζυγος είδε και την επομένην ημέραν παρελθούσαν εν ματαία προσδοκία, η ανησυχία του δε αύτη εκορυφώθη, οπότε και πέμπτη ημέρα παρήλθε χωρίς ο απεσταλμένος των ληστών να φανή.
Η στρατιωτική δύναμις, ης απέφευγε μέχρι τούδε να ζητήση την συνδρομήν, υπήρξεν ήδη το μόνον απομένον καταφύγιον. Διάφορα στρατιωτικά αποσπάσματα έσπευσαν ευθύς ανά την Όρθρυν και τα πέριξ χωρία, αλλά μετά παρέλευσιν πολλών εβδομάδων επέστρεφον άπρακτα, ουδέ ίχνος της ζητουμένης συμμορίας δυνηθέντα να εύρωσιν.
Έτος είχε παρέλθει χωρίς ουδέν εν τω μεταξύ ν’ ακουσθή περί της συζύγου του Θωμά και της μυστηριώδους συμμορίας, ενώ οι κάτοικοι της Β΄, δι’ ούς μία τοιαύτη τολμηρά απαγωγή και η μετ’ αυτήν εξαφάνισις ήτο τι πρωτοφανές αφέθησαν εις διαφόρους επί των γενομένων σκέψεις. Οι πλείστοι συνεπέραινον ότι η συμμορία εγένετο άφαντος εκ φόβου μη αφεύκτως συλληφθή κατόπιν τοιαύτης παράτολμον απαγωγής∙ υπήρχον όμως και τινές υποστηρίζοντες ότι αίτιος της γενομένης απαγωγής, ήτο όχι ο πλούτος του κ.Θωμά, αλλ’ αυτή η απαχθείσα, ής η καλλονή από πολλού είχεν επισύρει την προσοχήν του αρχηγού της συμμορίας. Οι τελευταίοι μάλιστα ούτοι συνώδευον τους συμπερασμούς των με μυρίας άλλας αορίστους υποθέσεις, λέγοντες ότι ο ληστής της Όρθρυος ηράτο από πολλού της Ελένης, και ότι, εν ή εποχή αύτη ήτο έτι κόρη, ενθυμούνται επισκεφθέντα δύο ή τρείς φοράς την πόλιν Β΄ αλλόκοτον τινα ξένον, περί ού τώρα φρονούσιν ανενδοιάστως ότι ήτον αυτός ο ληστής, ερχόμενος μετημφιεσμένος ίνα βλέπη την αγαπωμένην του. Άλλοι δε πάλιν εξέφερον ήδη αορίστους υπονοίας περί της ταυτότητος του εξαφανισθέντος ληστού προς το πρόσωπον μυστηριώδους παρελθόντος, εγκατεστημένον από ετών μετά της συζύγου του έν τινι μικρώ τουρκικώ χωρίω, αγορασθέντι ολοκλήρω δι’ ιδίων του χρημάτων.
Μόνος ο Θωμάς ηγνόει τι εξ όλων τούτων να υποθέση. Αλλ’ εφ’ όσον ο καιρός παρήρχετο χωρίς ουδέν να μανθάνη ούτος περί της απολεσθείσης συζύγου του, καθίστατο οσημέραι μελαγχολικώτερος, και την σήμερον, πάντοτε παραδεδομένος εις την θλίψιν του, απεφεύγει πάσαν συναναστροφήν, διάγων βίον εντελώς μονήρη.
Το δυστύχημα όμως τούτο του κ. Θωμά και η διά παντός εξαφάνισις της ατυχούς αυτού συζύγου είχε και το αγαθόν της αποτέλεσμα, διότι τριάκοντα έκτοτε έτη έχουσι παρέλθει χωρίς πλέον ν’ ακουσθή τι περί του αλλοκότου ληστού, ούτινος η εξαφάνισις επανέδωκε την ησυχίαν εις τα περί την Όρθρυν μέρη.»
* *
*
Αυτά μοι διηγείτο εσπέραν τινά του θέρους, καθ’ ό είχον μεταβή εις την πόλιν Β΄, ο εκεί γηραιός εκ πατρός φίλος μου Χ… Εις πάντας εν γένει τους κατοίκους της πόλεως ταύτης είνε γνωστόν το ανωτέρω συμβάν του κυρίου Δρόση, αλλ’ είς εκ των κάλλιστα γινωσκόντων τούτο είνε ο γηραιός Χ…., όστις συνέβη να παρευρίσκηται εις την εσπερίδα του κ. Θωμά μετά των λοιπών κεκλημένων κατά την κακήν εκείνη νύκτα των απόκρεω.
Κ. Ι. ΠΡΑΣΣΑΣ


ΕΙΚΟΝΑ


 Εικ.1 Προμετωπίδα της περιοδικής έκδοσης «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ».


ΠΗΓΗ

Περιοδική έκδοση Ακρόπολις Φιλολογική, Τόμ. 1, Αρ. 45 (1888), σελίδες 712-713.



Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Επιδρομή ληστών στο Επισκοπείο Λαμίας το 1835


 Στις 21 Αυγούστου 1835 σημειώθηκε εισβολή ληστών στο Επισκοπείο της Λαμίας. Κάτω από το φως της αυγουστιάτικης σελήνης, μία μεγάλη ομάδα ληστών λήστεψε το Μητροπολίτη Φθιώτιδος Ιάκωβο Μητρόπουλο (1833-1855) τον από Ευρίπου. Ο γραμματέας του τραυματίσθηκε σοβαρά από τους ληστές. Ο Μητροπολίτης σώθηκε σπάζοντας μία σανίδα του δαπέδου και πέφτοντας σχεδόν γυμνός στο υπόγειο. Η ληστεία περιγράφεται παραστατικά σε αναφορά που αποστέλλει προς τον Έπαρχο Φθιώτιδος. Στο τέλος της επιστολής επισυνάπτεται κατάλογος της λείας των ληστών.
Ακολουθεί η αναφορά του Μητροπολίτη:
«Την 21 του παρόντος μηνός περί την 4½ ώραν της νυκτός μετά την εσπέραν κατακλιθέντος εις την κλίνην μου και κλεπτόμενος εκ του ύπνου, αίφνης ήκουσα εις το μέρος του κήπου της οικίας μου πατήματα διαφόρων ανθρώπων, οίτινες επλησίαζον προς την θυρίδα του κοιτώνος μου, εν ώ είχον την κλίνην μου τον όντα κατά το μέρος του κήπου, δεν έχασα καιρόν διόλου αλλ’ ενοήσας ότι ούτοι ήσαν λησταί, αμέσως με πολλά σιγηλόν τρόπον, διά να δώσω την είδησιν εις τους πέριξ γείτονας, δράξας μίαν κουμπούραν την έρριξα από το μέρος της θυρίδος εις ό μέρος ήσαν οι λησταί, ένα μεν διά να φοβηθώσιν και απομακρυνθώσιν, άλλο δε να δράμη και η ενταύθα ένοπλος δύναμις εις βοήθειάν μας, αλλ’ επάνω εις την φωτιάν της κουμπούρας μου οι λησταί αντέρριψαν άλλας δύο κουμπούρας ένδον του κοιτώνος των οποίων τα βόλια σπάσαντα την σανίδα της θυρίδος, και κτυπήσαντα προς το τοίχος, οι καπνοί, τα χώματα του τοίχους με πέτρας ηνωμένας εκτύπησαν τον δεξιόν οφθαλμόν μου∙ όθεν νομίσας ότι επληγώθην καιρίως εξήλθον του κοιτώνος τούτου φωνάζων μεγαλοφώνως λησταί. Οι δε λησταί αμέσως άρχισαν με κλωτσιές και με ξύλα να κτυπούν την θυρίδα. Εγώ πάλιν εισελθών εις τον ίδιον κοιτώνα περιμάζωξα όλα τα όπλα τα οποία ευρίσκοντο εις τον κοιτώνα μου  και εξελθών εις την Σάλλαν (όπου εύρον και τον γραμματέαν μου εγρηγορότα), εφωνάξαμεν πάλιν αμφότεροι με γιγαντιαίας φωνάς κλέπται. Αλλ’ εν τούτω οι λησταί σπάσαντες την θυρίδα εισήλθον εις τον κοιτώνα, και δι’ αυτού εις τον έξω ονδάν. Βλέπων λοιπόν ότι οι λησταί εισήλθον και καμμία ένοπλος δύναμις δεν ήλθεν εις βοήθειάν μας, εισήλθομεν μετά του γραμματέως εις τον κοιτώνα του, όπου σπάσας μίαν σανίδα εκ του ενταφίου ερρίφθην γυμνός κάτω εις το κατώγειον. ο δε γραμματεύς βλέπων ότι οι λησταί εισήλθον εις την Σάλλαν, εξήλθε του κοιτώνος του, τον οποίον συλλαβόντες ο μεν τον έτυπτεν με το όπλον, ο δε με την μάχαιρα, άλλος δε με την σπάθην και έτερος με την κομπούραν περίπου των 15 λεπτών. Αφού δε τον εβασάνισαν τοιουτοτρόπως διά να με μαρτυρήση που ήμην. τέλος πάντων τον επλήγωσαν εις την αριστεράν χείραν περί την ωμοπλάτην με το σπαθίον εις εξ αυτών, όστις είχε λαβωθή εις την αριστεράν χείρα του από το ρίψιμον της κομπούρας μου, τον επλήγωσε και άλλος εις την κεφαλήν και άλλος πάλιν εις τον μύλιγκα, ο μεν με την μάχαιραν, ο δε με την μπούκαν του τουφεκιού του. Μετά δε το πλήγωμα αυτού αμέσως διασπάρησαν εις τους οντάδες, και σπάσαντες τας κασέλας, άρχισαν να ληστεύωσι τα πράγματά μας. Μη μαρτυρηθείς λοιπόν εγώ παρά του γραμματέως, και κρυφθείς ο υπηρέτης μου εις μίαν υπόγειον μεσάνδραν, αφού εσήμασαν όλα εν γένει τα ειδήσματά μας ενδύματα λέγω και χρήματα, και αφού τα περιεμάζωξαν, μετά παρέλευσιν ημισείας περίπου ώρας μόλις ηκούσθη ρίψιμον μιάς τουφεκιάς, εις ην εφονεύθη ο στρατιώτης εις την ακοήν αυτής ελαφιάσθησαν οι λησταί άρχισαν πάλι να βασανίζωσι τον γραμματέα μου θέλοντες να τον δέσωσι και τα παρόμοια. Εν τούτω οι άλλοι λησταί οίτινες εφύλαττον εκτός του προαυλίου της θύρας το οσπίτον, έρριψαν εις σημείον ένδον του οσπιτίου μίαν τουφεκιάν, της οποίας το βόλι διεπέρασε το παράθυρον του γραφείου της επισκοπής εις τον τοίχον του αυτού γραφείου εξήλθεν εις την Σάλλαν. Τούτο ειδόντες οι εισελθόντες πρώτον λησταί (εννέα τον αριθμόν όντες) άρχισαν να ετοιμάζωνται εις φυγήν∙ εν τω μεταξύ τούτω εισήλθον άλλοι δύο οι οποίοι, αφού τους ωμίλησαν Βλάχικα και Αλβανίτικα, επήραν αμέσως τα ειδήσματα και χρήματα του γραμματέως μου και ενδύματα του ανθρώπου αυτού και του υπηρέτου μου όλα εν γένει χωρίς να αφήσωσι τίποτε, εκ δε των ιδικών μου επήραν μόνον όσα χρήματα είχον ειδήσματα πολυτελή, και μέχρι ενδυμάτων μου, ως άπαντα σημειούνται εις τον εμπερικλειόμενο κατάλογον. Λαβόντες δε μεθ’ εαυτών και τον γραμματέαν μου τον απήγαγον εις τον κοιτώνα μου. όθεν εισήλθον, και αφού τον επαπείλησαν εις δύο λεπτά κτυπώντες τον αύθις με κλωτσιές και κοντακιές, αυτοί ομιλήσαντες μεταξύ των διά νοημάτων, αυτόν μεν τον έβγαλαν έξω εις τον οντάν, αυτοί δε από το μέρος όθεν εισήλθον απήλθον. επομένως μετά την έξοδόν των αφού απεμακρύνθησαν από τον κήπον μου ολολύζοντες άρχισαν να πυροβολούν κατά στίχον προς χαράν φωνάζοντες Δάρα μωρέ Δάρα. επομένως και ο γραμματεύς εξελθών εις τον κήπον αυτούς φεύγοντας και αλαλάζοντας τον αριθμόν έως 35 μέχρι τον 40 φωτοβολούσης της σελήνης. Πόσοι όμως ήτο μακράν και οποίας άλλες θέσεις είχον πιασμένας άλλοι, τούτο αγνοείται».



ΠΗΓΗ

Το κείμενο της αναφοράς ελήφθη από άρθρο του Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου, Μοναστήρια της Μητροπόλεως Νέων Πατρών, σελίδες 137-148.
Το άρθρο δημοσιεύεται στα «Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου, Η Υπάτη στην εκκλησιαστική ιστορία, την εκκλησιαστική τέχνη και τον ελλαδικό μοναχισμό, Αθήναι 2011, Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος».