Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Απομνημονεύματα Δημητρίου Γ. Παπανικολάου. Μέρος Γ΄


Έλληνες στρατιώτες φωτογραφημένοι στην Οδησσό. Σύμφωνα με πληροφορία του κ.Αναστασίου Παπανικολάου, εγγονού του Δημητρίου Παπανικολάου, ο στρατιώτης μέσα στον κίτρινο κύκλο είναι ο Δημήτριος Παπανικολάου. Στα απομνημονεύματα η σκηνή της φωτογράφισης αναφέρεται ως εξής «:…Εκεί που βολτάραμε στην πλατεία είδαμε ένα στιγμιαίο φωτογράφο και θελήσαμε να βγάλομε μία φωτογραφία ως ενθύμιο. Τακτοποιηθήκαμε και ήμασταν έτοιμοι να μας πάρη ο φακός. Όλως παραδόξως μπαίνει ανάμεσά μας απρόσκλητη μία κοπέλα! Εμείς την δεχθήκαμε με ευχαρίστηση… » [Πηγή φωτ.: Μηχανή του χρόνου]






Στο Γ΄ Μέρος των Απομνημονευμάτων του ο Δημήτριος Παπανικολάου περιγράφει:
-Τη μετάβαση και παραμονή στην Οδησσό.
-Την οπισθοχώρηση στη Βεσσαραβία.
-Την πορεία του από το Γαλάτσι της Ρουμανίας προς τη Σμύρνη.
Ιδιαίτερα συναισθηματική είναι η αναπόληση των εφηβικών του χρόνων στα Υψωμαθεία της Κωνσταντινούπολης και η περιγραφή της καθημερινής ζωής στη γειτονιά που έζησε. Η μαρτυρία του είναι πολύτιμη επειδή αντλούνται πληροφορίες για τα επαγγέλματα εκείνης της εποχής και τον τρόπο που γινόταν οι αγοραπωλησίες ειδών πρώτης ανάγκης.
Ακολουθεί το κείμενο:


B΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ 5/42 ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΥΖΩΝΩΝ

3. Εκστρατεία στην Ουκρανία

Αναχώρηση από Καβάλα
Ήλθε εν τέλει η διαταγή να βαδίσουμε για την παραλία να αναχωρήσουμε για τη Ρωσία. Πήγαμε εκεί κοντά στην παραλία σε κάτι άδεια σπίτια. Kαθήσαμε μία εβδομάδα να καταφθάσουν και τα άλλα τμήματα. Εμένα με πήραν στη διοίκηση μεταγωγικών του λόχου που βρήκα εκεί. Τον Χρήστο Κρητικό Λοχία και εγώ Δεκανέας. Γνωριστήκαμε και περιμέναμε το πλοίο να έλθη να επιβιβαστούμε. Σημειωτέον εκεί μας δώσανε ιματισμό καινουργή.
Κάποια μέρα ήλθε και άρχισε η επιβίβαση. Μπαίνουμε μέσα όλοι οι ευρισκόμενοι εκεί (Εικ.1). Μπαρκάρισε λοιπόν το δικό μας, ένα γαλλικό φορτηγό. Οι Γάλλοι ναύτες μας κοιτάγανε στα χέρια, εάν είμαστε εργάτες, διότι αυτοί κλείνανε κατά [υπέρ] του Κομουνισμού.

Διέλευση από Κωνσταντινούπολη
Φθάσαμε στην Οδησσό περνώντας από την Κωνσταντινούπολη (Εικ.2). Τότε ήτανε κατεχομένη από τους συμμάχους. Κοίταζα πάλι τα μέρη που είχα μείνει 8 χρόνια. Πήγα μικρός 13 ετών και γύρισα 21. Εκεί μεγάλωσα, εκεί πήρα τα πρώτα φώτα. Είχα γνωρισθή με καλές οικογένειες Ρωμέων, Αρμενείων και Τούρκων που με αγαπούσαν και με υποστήριζαν. Είχα γίνει καλός επαγγελματίας κατόπιν, γυρνώντας στην πατρίδα μετά την αποστράτευση. Σημειωτέον κατετάγην το 1914 και απεστρατέφθην το 1922 με την κατάρρευση της Μικράς Ασίας. Με την παρατήρηση μας απολούσαν μερικά διαστήματα ανάμεσα. Έτσι λοιπόν τα μάτια μου δεν φεύγανε από τα αγαπημένα μου Ψωμαθιά που ήτανε ακριβώς απέναντι από το πλοίο μας (Εικ.2 & 3)[1].
Σαλπάρισε λοιπόν το πλοίο προς τη Μαύρη θάλασσα. Όταν απεμακρύνθη και περάσαμε το Βόσπορο, έριξα την τελευταία ματιά στην Πόλη. Είπα μέσα μου πως, τις είδε αν θα ξαναγυρίσω πάλι να τα ξαναδώ, εφόσον βαδίζαμε για πόλεμο στην αχανή Ρωσία.

Άφιξη και παραμονή στην Οδησσό
Φθάσαμε στην Οδησσό (Εικ.4), ωραία και μεγάλη πόλις και με πολλούς Έλληνας. Πεζοπορήσαμε και φθάσαμε στο άκρον της πόλεως όπου ήτανε ωραίες στρατώνες (Εικ.5). Ήτανε Ρώσοι και Πωλονοί Εθνικιστές στρατιώτες (Εικ.6 &7).
Καθήσαμε εκεί αναμένοντας διαταγάς της Μεραρχίας, που θα πάμε. Εν τω μεταξύ τα πρώτα τμήματα της Μεραρχίας που είχανε προηγηθή από εμάς, είχανε πάει στο μέτωπο των επιχειρήσεων προς τη Μόσχα. Μάλιστα είχανε έλθει και τραυματίες. Πήγα στο νοσοκομείο και βρήκα τον Γεώργιο Κοτρότσο, λοχίας ών τραυματίσθην, καθώς και πολλούς άλλους.
Εμείς μείναμε στους στρατώνες εν αναμονή και ως εφεδρεία με βελτιωμένο το συσσίτιο διότι οι εφοδιασμοί ήτανε των συμμάχων. Κάθε πρωΐ που γινότανε προσκλητήριο, στη γραμμή δίπλα μας ήτανε ένα επίλεκτο τμήμα Πολωνών. Θαυμάζαμε το παράστημά τους και τις εξαρτήσεις τους.
Κοντά εκεί ήτανε μία μπυραρία Ελληνική και ένα καπνοπωλείο. Πηγαίναμε τα απογεύματα και τα κοπανάγαμε με χωριανούς μου, δεν είχα εκεί μόνον τον Δημήτριο Λάμπου που ήτανε σε άλλο λόχο. Ανταμώναμε τα απογεύματα και πηγαίναμε στο κέντρο της Οδησσού να γνωρίσουμε τα αξιοθέατα. Πήγαμε σε μία αγορά που ήτανε όλο Έλληνες με πολλά και διάφορα μαγαζιά. Ψωνίσαμε κάτι ενθύμια, κάρτες και πορτοφόλια.
Μία μέρα πήγαμε σε μία κεντρική πλατεία, όπως η δική μας, του Συντάγματος. Είδαμε τους τοίχους των κτιρίων κατάτρυπους από τις σφαίρες. Είχανε γίνει οδομαχίες στας αρχάς της επαναστάσεως. Εκεί που βολτάραμε στην πλατεία είδαμε ένα στιγμιαίο φωτογράφο και θελήσαμε να βγάλομε μία φωτογραφία ως ενθύμιο. Τακτοποιηθήκαμε και ήμασταν έτοιμοι να μας πάρη ο φακός. Όλως παραδόξως μπαίνει ανάμεσά μας απρόσκλητη μία κοπέλα! Εμείς την δεχθήκαμε με ευχαρίστηση… Μας πήρε ο φακός και μας έβγαλε αμέσως τις φωτογραφίες, που βγήκανε πολύ ωραίες. Της δόσαμε και αυτηνής μία. Ήθελε να μας πη πως «ήλθα να ποζάρω μαζί σας για ενθύμιο», που ήμασταν τότε καλοντυμένοι τσολιάδες στα χακί, φέσι πάλι χακί με φούντα, κυλόττα παντελόνι με γκέτες και τσαρούχια. Χάθηκε αυτή η φωτογραφία καθώς και όλες κατά την κατοχή…
Μέναμε λοιπόν στην Οδησσό και αναμέναμε νέα από το Μέτωπο των Επιχειρήσεων. Μαθαίναμε πως τα πράγματα δεν ήτανε καλά: μαθαίναμε καθημερινώς πως οι Μπολσεβίκοι κερδίζουν έδαφος ρίχνοντας νέες δυνάμεις στη μάχη. Τις κουβαλούσαν με τα τραίνα από τα βάθη της Ρωσίας. Και δεν μπόρεσαν να κρατήσουν οι σύμμαχοι και οι Εθνικιστές Ρώσοι-Ιταλοί-Γάλλοι. Εν τέλει οπισθοχώρησαν. Κρατούσαν άμυνα κοντά σε μας που γινότανε μεγάλες μάχες. Την τελευταία βραδυά συναγερμός, πήγαμε και εμείς. Οι σύμμαχοι κρατούσαν άμυνα για να αποβιβαστούμε στα πλοία, όπως κι έγινε.

Αναχώρηση από Οδησσό
Αναγκαστήκαμε να πάμε στην παραλία για να μπούμε κι εμείς αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε δι’ εμάς πλοίο επιστροφής. Μόνο για να μας φέρουνε είχανε. Και τότε λοιπόν μέναμε στην παραλία αγωνιώντας τι μέλει γενέσθαι.
Εν τω μεταξύ φθάσανε τα τάνξ των Μπολσεβίκων ρίχνοντας ριπές σε τυχόντας Ρώσους Εθνικιστάς στρατιώτας αλλά στρατιώτες δεν υπήρχαν. Όλοι οι αξιωματικοί είχανε γίνει στρατιώτες και πολεμούσανε διότι τους εγκατέλειψαν οι στρατιώτες τους. Επηκολούθησε μία σύγχυση με την παρουσία των τάνκς.
Και αμέσως ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας ήλθε σε συνεννόηση με την ηγεσία των Μπολσεβίκων περί της τύχης μας, που μας εγκατέλειψαν οι σύμμαχοι. Και του λένε:
-Τι να σας κάνομε εσάς; Είμαστε και ομόθρησκοι! Επειδή είσθε και Έλληνες γνωρίζομε την πρόθεσίν σας. Σας φέρανε οι Αγγλογάλλοι! Τι να σας κάνομε τώρα; Τα πλοία της Οδησσού τα πήρανε όλα οι σύμμαχοί σας. Έτσι τώρα δεν απομένει άλλο παρά να φύγετε ποδαρόδρομο για τη Ρουμανία.
Αναγκαστήκαμε λοιπόν, μας παραχώρησαν τομέα και πήραμε την άγουσα για τη Βεσσαραβία, που τότε ήτο ρουμανική, διασχίζοντας την αχανή Ουκρανία.
Πήραμε τα απαραίτητα από μία κουβέρτα και κονσερβικά και ότι άλλο μπορούσαμε και ξεκινήσαμε. Ώσπου να εξέλθουμε από την πόλη υποφέραμε, διότι μέσα στη φάλαγγά μας είχαν εισχωρήσει και πολλοί Ρώσσοι αξιωματικοί καθώς και πολλές οικογένειες αριστοκρατών μαζί. Συμβαδίζαμε και με το επίλεκτο σώμα των Πολωνών που ήτανε όλοι καβαλάρηδες. Τους πυροβολούσαν από τα σπίτια οι Μπολσεβίκοι. Θυμάμαι, ένας Πολωνός κατέβηκε από το άλογό του. Μπαίνει μέσα σε ένα προάβλιο, που ήτανε γύρω πολυκατοικίες. Άρχισε το γάζωμα με το οπλοπολυβόλο του και τους σταμάτησε. Επίσης οι Ρώσσοι αξιωματικοί που είχανε καταρτήσει Λόχο-στρατιώτου, βαδίζανε κι αυτοί καβάλα σε άλογα μαζί μας.

Διανυκτέρευση σε ρωσικό χωριό
Κάποτε έδωσε να βγούμε από την πόλη αλλά νυχτόσαμε. Δεν ξέραμε ποιόν δρόμο να πάρουμε, διότι η Ουκρανία είναι ένας απέραντος κάμπος. σα να βρίσκεσθε στον Ωκεανό. Κατάκοποι όπως ήμασταν, πέσαμε να κοιμηθούμε, Απρίλιος μήνας το 1919. Είχα δύο κουβέρτες εγώ και μία ο φίλος μου Επιλοχίας Καρακώστας[2], όπου ήμασταν μαζί κληρωτοί. Και όταν έφυγα εγώ, αυτός δήλωσε μόνιμος Δεκανέας. Όταν ξαναεπιστρατεύθην, τον βρήκα Επιλοχία. Ήμασταν τρεις παρέα: εγώ, ο Επιλοχίας Ηλίας Καρακώστας και ο Λοχαγός μας Φορμόζας[3] από το Βόλο, άλλοτε αεροπόρος. Στρώσαμε τη μία κουβέρτα από κάτω. Γήραμε, αφού πρώτα φάγαμε μία κονσέρβα, γαλέτα και από λίγο νερό που έφερνα εγώ στο παγούρι. Κοιμηθήκαμε λοιπόν εγώ από το ένα μέρος και ο Καρακώστας από το άλλο, με το Λοχαγό μας στη μέση για να μην κριώση, που έκανε πολύ κρύο.
Το πρωΐ που σηκωθήκαμε, τσοκανάγανε[χτυπούσανε] τα δόντια μας από το κρύο. Κτύπησε εγερτήριο, πήραμε κάτι από τα σακίδιά μας για πρωϊνό και ξεκινήσαμε.
Φθάσαμε το βράδυ σ’ ένα ρούσικο χωριό και μείναμε. Και αρχίσαμε τη διακονιά για χλέπα-ψωμί [хлеб=ψωμί] στα σπίτια. Με μεγάλη προθυμία μας δίνανε ένα ωραίο φουσκωτό καρβέλι από σιτάρι μανιτόβα. Μας κόβανε μεγάλες φέτες και μας δίδανε. Εγώ εξοικειωμένος από τις γλώσσες- όταν ήμουνα στην Πόλην, τσιακμάκαγα, που λένε στο χωριό μου - και μερικά Ρούσικα. Άρχισα τότε να τα χρησιμοποιώ, κονομίζοντας τρόφιμα για τον εαυτό μου και την παρέα μου αλλά και ως Διερμηνέας. Ήμουν ο μόνος που μπορούσα να συνεννοηθώ για το δρομολόγιο του σώματός μας να φθάσομε στη Βεσαραβία.

Αναχώριση-άφιξη σε επόμενο ρωσικό χωριό
Ξεκινάμε λοιπόν το πρωΐ. Πήρε οδηγίες ο πρώτος Λόχος πως θα βαδίσουμε για να μη χαθούμε, διότι όπως είπα η Ουκρανία είναι ένας απέραντος κάμπος σαν ωκεανός και πάντα ομίχλη. Αρχίσαμε λοιπόν την πορεία, βλέποντας στους δρόμους διάφορες επιγραφές. Προχωρώντας τα έχασε η προπομπός: αντί να βαδίσομε εμπρός, βαδίζαμε αντιστρόφως και το μεσημέρι φθάσαμε στο ίδιο χωριό που ξεκινήσαμε.
Τότε λοιπόν καθήσανε οι αξιωματικοί, ανοίξανε τους χάρτες και τους μελετήσανε καλύτερα. Καλέσανε και μερικούς Ρώσους καθώς κι εμένα. Μας δώσανε κατέφθιση, βάζοντας εμένα μπροστά για οδηγό.
Κατά καλή μου τύχη συνάντησα στο δρόμο μία σούστα. Ερχότανε από την κατέφθιση που βαδίζαμε εμείς. Ήτανε ο αμαξιλάτης και δύο έμποροι. Γυρνούσανε από κάποιο μεγάλο χωριό που είχαν πάει για τις δουλειές τους. Σταμάτησα και τους λέω:
-Σας παρακαλώ ακούστε με. Εμείς είμαστε Έλληνες και πάμε για την πατρίδα.
Μόλις άκουσαν το «Έλληνες» αμέσως προθυμοποιήθηκαν να μας εξυπηρετήσουν. Βγάζει ένας το μπλόκ από την τσέπη του και μου κάνει σχεδιάγραμμα ποια πορεία θα ακολουθήσομε, γράφοντας και τα χωριά που θα συναντούσαμε.

Πάσχα 1919
Έτσι προχωρήσαμε και σε μία μέρα φθάσαμε σε ένα μεγάλο χωριό Ρούσικο, καλός κόσμος. Ήτανε μεγαλοβδόμαδο, ακριβώς τη Μεγάλη Πέμπτη που βράζανε και κόκκινα αυγά. Εκεί ήρθε και με βρήκε ένας αδελφός του Δημήτρη Λάμπου, ο Ηλίας, ένας πολύ έξυπνος διότι δούλευε στην Αθήνα. Και μου λέει:
-Αύριο, Μεγάλη Παρασκευή, θα γυρίσομε το χωριό να τραγουδήσομε στα σπίτια το «Σήμερα μαύρος ουρανός». Και θα μαζέψομε και ψωμί και κόκκινα αυγά, που είδα πως βάφανε όλες οι νοικοκυρές.
Εγώ στην αρχή τον απέκρουσα, διότι αισθανόμουν ντροπή. Τελικά με κατάφερε. Καλμάρησα κι εγώ, διότι έπρεπε να οικονομήσω τροφή για τον εαυτό μου αλλά και για την παρέα μου, τον Επιλοχία και το Λοχαγό μου.
-Άντε, μου λέγει, Μήτσο θα οικονομίσουμε πολλά. Μάλιστα εσύ που σκαμπάζεις και λίγα ρούσικα θα τους σαγεινεύσεις οπωσδήποτε.
Με τα πολλά του τεχνάσματα ξεκινήσαμε. Αρχίσαμε γυρνώντας τα σπίτια και τραγουδώντας το «Σήμερα μαύρος ουρανός». Μας αποδέχονταν, μας δωρίζουν πρώτα αυγά και μας ρωτούσαν:
-Χλέπα γέστα [хлеб Есть];
-Γέστι [Есть], τους έλεγα.
Μας κόβανε και από μία φέτα ψωμί μανιτόβα και συνεχίζαμε. Τότε εξοικειώθην και εγώ. Πέταξα την τσίπα της ντροπής και προχωρούσαμε στο έργο μας. Πολλοί μας υποδέχονταν στα σαλόνια τους και μας δίνανε και βότκα. Περιεργαζότανε την στολή μας που ήτανε τσολιάτικη χακί. Όταν ακούγανε πως ήμαστε Έλληνες μας συμπαθούσαν πολύ ως ομόθρησκοι. Γεμίσαμε τα σακίδιά μας αυγά και ψωμιά, πηγαίνοντας ο καθένας στο Λόχο του. Επειδή είχαμε μάσει αρκετά, δόσαμε και σε άλλους συναδέλφους που πεινούσανε.
Και την ημέρα του Πάσχα ο Δήμαρχος του χωριού μοίρασε στους στρατιώτας αυγά και ψωμί.

Άφιξη στην περιοχή του Δνειστέρου
Περνώντας το Πάσχα αρχίσαμε πάλι την πορεία. Φθάσαμε σε ένα χωριό παραποταμίως του πλωτού ποταμού Δνήστερου, πάντοτε εγώ οδηγός. Εκεί είχανε καταφθάσει και όλα τα υπολείματα των Ρώσων καθώς και Αγγλογάλοι που προηγήθηκαν από εμάς. Αυτούς δεν τους χωρούσαν τα πλοία. Πήρανε αυτοκίνητα και είχανε φορτώσει τρόφιμα και για εμάς.
Κατασκινώσαμε λοιπόν σε ένα χωριό Ρούσικο μεγάλο παραποταμίως. Και άρχισαν οι στρατιώτες τις λεηλασίες πέρνοντας κότες πάπιες, χήνες κ.τ.λ.. Και ένας Παλαιογιανιτσιώτης πήρε μία χήνα.
Μείναμε εκεί για λίγο διότι πιο κάτω ήτο μία γέφυρα που θα περνούσαμε για τη Βεσαραβία της Ρουμανίας. Αλλά εκεί είχανε συναθροισθεί πολλοί Γάλλοι στρατιώτες της εφοδιοπομπής με τα τρόφιμα καθώς και πολλοί Ρώσοι πρόσφυγες, γυναίκες και παιδιά. Και περιμέναμε να έλθη η σειρά μας να περάσομε κι εμείς.

Ο στρατιώτης Τηλιγάδας(?)
Εκεί που καθόμασταν στη λιακάδα και συζητούσαμε πολλά και διάφορα, ένας στρατιώτης του λόχου μας ονόματι Ντελιγάδας από τα Κράβαρα, που ήμασταν μαζί στο Λόχο αυτό από κληρωτοί στη 2α πολυβολαρχία λέγει:
-Παιδιά, τη βλέπετε αυτήν την πολιτεία απέναντι στην όχθη του ποταμού προς τη Βεσαραβία; Έχω πάει σε αυτήν την πόλη μικρός.
Και του λέω:
-Πως πήγες βρε Δελιγάδα;
Μας λέγει:
-Όταν ήμουνα 13 χρονών, ήλθαμε 6-8 παιδιά για διακονία. Μας είχανε πάρει κάτι χωριανοί μας με ενοίκιο από τους πατεράδες μας για δύο χρόνια. Γυρίσαμε στα σπίτια, μαζεύαμε λεπτά, σιτάρι και άλλα τρόφιμα. Τους τα πηγαίναμε σε κάποιο χάνι, που είχανε το στέκι. Εκεί πωλούσανε τα σοδήματα και τα κάνανε λεπτά. Κυρίως μαζεύαμε πολλά αυγά.
Τότε εμένα κάτι με κτύπησε στο μυαλό μου και του λέγω:
-Βρέ Ντηλεγάδα πόσο χρονών είπες ότι ήσουνα;
-Σου λέγω 13 χρονών. Μόλις έβγαλα το σχολειό.
-Και πως ήλθατε εδώ, με τι μέσον;
-Μας κατέβασαν, λέγει, στον Πειραιά και μας βάλανε σε ένα βαπόρι. Μας έφερε στην Οδησσό περνώντας από την Κωνσταντινούπολη.
Του λέγω πάλι διότι ένοιωσα πως πλησιάζομε να γίνομε παλαιοί γνώριμοι:
-Βρέ Δελιγάδα μέσα στο βαπόρι γνωρίστηκες εσύ με κανένανε; Τα άλλα παιδιά που ήσασταν, είχατε γνωρίσει κανένα παιδί εκεί μέσα;
Μου λέγει:
-Ήτανε ένα παιδί στην ηλικία μου που πήγαινε με το θείο του στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις φθάσαμε εκεί κατεβήκανε και εμείς τραβήξαμε προς την Οδησσό.
-Βρε Ντελιγάδα, να σε πάρη ο σατανάς, ήμασταν μαζί βρε! Δεν θυμάσαι που όλο κουβεντιάζαμε για το ταξίδι μας, που πάει ο ένας και που οι άλλοι;
-Ναι βρε Μήτσο, μου λέγει, έχεις δίκιο, έτσι είναι. Αυτό είναι αναπάντεχη σύμπτωση.
Τότε αρχίσαμε να διαλογιζόμεθα τα μαρτύριά μας ως παιδιά της τότε εποχής. Μας εκμεταλλευότανε οι διάφοροι καιροσκόποι ή κερδοσκόποι. Όλα τα παιδιά που είχανε παρακολουθήσει το διάλογό μας μένανε έκπληκτοι από την τόσο Οδύσσεια….
Λοιπόν είπαμε πολλά τότε με τον Δηλιγάδα… Τόσα χρόνια μαζί σε ένα Λόχο από το 1914 μέχρι το 1918 και δεν είχαμε πιάσει καμία φορά συζήτηση για τα παιδικά μας χρόνια. Διότι αυτός έκανε παρέα με τους δικούς του πατριώτας καθώς κι εγώ με τους δικούς μου.

Στη γέφυρα του Δνείστερου
Ήλθε η ώρα να ξεκινήσουμε για τη γέφυρα. Βαδίσαμε αρκετή ώρα και φθάσαμε στις εκβολές του ποταμού που ήτανε η γέφυρα. Είχε και σιδηροδρομική γραμμή επάνω. Είχε σταματήσει ένα τραίνο με τον εφοδιασμό των Συμμάχων και με ένα βαγόνι που το προώριζαν για τους Έλληνες.

Στη Βεσσαραβία
Περάσαμε λοιπόν πλέον στη Βεσσαραβία που ήτανε και ακροθαλασιά. Είδα πολλά βαπόρια. Ρώτησα κάποιον Ρώσο μήπως ήλθανε να πάρουνε εμάς τους Έλληνες. Και μου λέγει:
-Είναι συμμαχικά. Θα πάρουνε εμάς τους Ρώσους να μας πάνε στον Άγιο Αρχάγγελο. Εκεί είναι ακόμα Εθνικιστές που πολεμάνε με τους Μπολσεβίκους.
Εκεί φθάσανε πολλοί πολίτες από την Οδησσό, πρόσφυγες. Τους διαμοιράσανε στα χωριά. Αλλά τους στρατιώτες που ήτανε όλο αξιωματικοί, δεν επιτρεπότανε να τους δεχθή η Ρουμανία. Κι έτσι ανέμενον διαταγή να μπούνε στα πλοία για τον Αρχάγγελο, που νομίζω είναι στα άλλο άκρο της Ρωσίας. Αλλά όπως μάθανε κατέρευσε και εκείνο το μέτωπο. Πήγανε όλοι ως πρόσφυγες στη Γαλλία, Αγγλία και Αμερική.
Ώσπου να γίνει η συνεννόηση τι θα γίνομε εμείς και οι Ρώσοι, καθυστερούσαν τα τρόφιμα να έλθουν από την απέναντι όχθη. Πεινάσαμε όλοι και πήγε κάποιος αξιωματικός μας στην απέναντι όχθη της γέφυρας που ήτανε τα βαγόνια. Τσακώθηκε με ένα Γάλλο για την καθυστέρηση. Μάλιστα τραβήξανε και τα πιστόλια, οπότε επενέβησαν παριστάμενοι ψυχραιμότεροι και τους σταμάτησαν.
Τότε μας στείλανε τα τρόφιμά μας και πήραμε από μία κουραμάνα και κονσέρβες. Οι Ρώσοι οι φουκαράδες οι αξιωματικοί, που είχανε μαζί και τα άλογά τους γυρίζανε πουλώντας τα άλογά τους για μία κουραμάνα.

Το δράμα των Ρώσων αξιωματικών
Καθώς καθόμουν εγώ, ο Λοχαγός και ο Επιλοχίας, έρχεται απέξω από τη σκηνή μας ένας Ταγματάρχης Ρώσος με μία αλογάνα σελάτη και έδειχνε πως το πουλούσε. Μου λέγει ο Λοχαγός:
-Πες του εσύ που ξέρεις ρούσικα, εάν το πουλάη και πόσα ρούβλια θέλει.
Καθότι είχαμε πολλά λίγα πάρει από την Οδησσό. Βγαίνω έξω και τον ρωτώ:
-Σκόλκο ροβόλ [сколько рублей];
Και μου λέγει:
-Νο ρούβλ. Γέστη χλέπα [Не рублей. Есть хлеб];
Δηλαδή «Όχι με λεπτά. Έχεις ψωμί;». Και λέω στον Λοχαγό:
-Θέλει ψωμί.
Μόλις είχαμε πάρει από μία κουραμάνα τρεις εν όλω. Αποφασίσαμε να δώσουμε την μία για να πάρομε το άλογο. Ήτανε απαραίτητο για το Λοχαγό που δεν μπορούσε να κάνη πορεία και ούτω έγινε. Πήραμε το θηρίο άλογο με μία κουραμάνα.
Ήτανε να κλές με το δράμα των Ρώσων αξιωματικών. Η Ρουμανία δεν τους δεχότανε, τα πλοία δεν τους πέρνανε ακόμα διότι ήτανε μακριά ο Αρχάγγελος. Και εκεί κατέρρεε το μέτωπο…

Πως σχηματίσθηκε το έφιππο ευζωνικό
Πούλησαν όλα τα άλογά τους για ένα κομμάτι ψωμί για να επιζήσουν. Το Σύνταγμά μας είχε αγοράσει περί τα 20. Άλλα πήρανε αξιωματικοί και άλλα οι στρατιώτες. Τα χρησιμοποιήσανε μέχρις ότου φθάσομε σε κάποιο σταθμό τραίνου. Από εκεί τα παρέλαβε το Σύνταγμα. Όταν φθάσαμε στη Σμύρνη συγκρότησε ευζωνικό ιππικό ο Πλαστήρας.

Στο Άκερμαν
Μείναμε εκεί 2-3 μέρες μέσα στην αμουδιά που δεν μπορούσες να περπατήσεις. Αρχίσαμε και πάλι την πορεία. Τώρα πήραμε την αριστερή όχθη του μεγάλου ποταμού Δνήστερου προχωρώντας προς τα πάνω. Μετά μια μέρα πορεία φθάσαμε δίπλα στην πόλη Άκερμαν (Εικ.8), σε ένα χωριό που το μισό ήτανε Γερμανικό και το μισό Ρούσικο.
Στρατοπαιδεύσαμε στον Γερμανικό τομέα, που ήτανε πιο καλός και καλύτερα σπίτια. Είχανε χώρο για το γραφείο και τις διάφορες υπηρεσίες καθώς και αποθήκες χόρτου για τους στρατιώτες. Εγώ και πάλι στην υπηρεσία του Δραγουμάνου. Στο διάστημα αυτό τα είχα προχωρήσει τα ρούσικα. Φρόντισα βρήκα δωμάτια για όλους εμάς. Όλους τους αξιωματικούς του Συντάγματος καθώς και το Λοχαγό. Αμέσως άδειασαν το σαλόνι τους και δύο κρεββατοκάμαρες και τα μεταφέρανε στη σοφίτα, υπακούοντας πρόθυμα στο νόμο της επιτάξεως.
Στήσαμε το γραφείο στο σαλόνι και το βράδυ πήγαμε να κοιμηθούμε. Στρώμα και μαξιλάρια μας τα είχανε αφήσει πουπουλένια διότι θρέφανε πολλές κότες, χήνες, πάπιες, κ.ά.. Κοιμηθήκαμε λοιπόν στο ανώτερο ξενοδοχείο. Ο Λοχαγός μου έδωσε συγχαρητήρια διότι κοιμήθηκε, μου έλεγε, καλλίτερα και από το σπίτι του. Οι κάτοχοι του σπιτιού ανέβηκαν στη σοφίτα μαζί με δύο κοριτσάκια που κοιμόντουσαν εκεί. Και εκεί είχανε καλή επίπλωση και ζέστη.
Τα σπίτια ήτανε σκεπασμένα με σάλωμα αλλά ήτανε τόσο μορφοφτιαγμένα, που χαιρόσουνα να τα βλέπης. Ως για το εσωτερικό των σπιτών, θαύμα! Σαλόνια ωραία, κρεββατοκάμαρες… Όλα στρωμμένα με χαλιά ακόμα και τα τείχη.

Οικιακή οικονομία μιας γερμανικής οικογένειας στο Άκκερμαν
Ξημέρωσε το πρωΐ και πήγαμε δίπλα που είχε μία ωραία και μεγάλη κουζίνα για να βράσουμε λίγο τσάϊ για το πρωϊνό μας. Τι να δουν τα μάτια μου; Αυτή η Γερμανίδα ήτανε καλλιτέχνις. Είχε φτιάξει μία στόφα σαν αυτά που έχουνε τα ξενοδοχεία με υλικά πλήθα χωματένια. Με φούρνο και μάτια πάνω για κατσαρόλες. Έφτιαξα κι εγώ το τσάϊ χωρίς να προσέξω το κάψιμο όλο. Και όταν το πρόσεξα, είδα να χρησιμοποιή σβουνιές από τις αγελάδες της που είχε, τρεις ελβετικές. Και είχε και δύο άλογα που τα φρόντιζε ένας υπάλληλος. Και όπως αργότερα τον παρακολουθούσα, είδα να ζημώνει τις κοπριές με άχυρα. Κατόπιν το μίγμα το άπλωνε στο αλόνι και με ένα εργαλείο το τεμάχιζε σε τετράγωνα κι έτσι τα γύριζε τακτικά και ξεραινότανε. Τα στοίβαζε σε μία αποθήκη και εξασφάλιζαν την καύσιμο ύλη της χρονιάς τους.
Για το άρμεγμα είχανε μηχανή. Μόλις τελείωνε το άρμεγμα το περνούσανε στη μηχανή και το αποβουτηρώνανε. Το ’ριχνε στους κουβάδες και το πίνανε τα μοσχάρια σαν νερό. Δεν φαινότανε όμως άπαχο επειδή πίνανε αποβουτυρωμένο γάλα κι επειδή δεν υπήρχαν τότε Ψυγεία.
Είχε φτιάξει η Γερμανίδα με την διανοητικότητά της στην αυλή της ένα υπόγειο αμπρί, ωραίο θαλαμίσκο, σκεπασμένο με χοντρά ξύλα και από πάνω πολύ χώμα. Μία σκαλίτσα από μέσα και μία ωραία πόρτα. Και εκεί έβαζε τα βούτυρα, τα τυριά, τα αυγά, τα διάφορα παστά χοιρινά, που πήγαινε κάθε Σάββατο ο άντρας της. Ένας Γερμαναράς που δεν τον είδα ποτέ να πιάση το χέρι του δουλειά. Όλο με την τσιμπούκα στο στόμα τον έβλεπα. Πήγαινε λοιπόν με μία καρότσα στο παζάρι, πωλούσε τα αυγά που είχανε πάρα πολλά, τα χηνάρια, τα παπάκια, τα κοτόπουλα και αγόραζε, όπως είπαμε, τα απαραίτητα του σπιτιού. Κυρίως διάφορα χοιρινά παρασκευάσματα. Η γυναίκα του ήταν τόσο εργατική και νοικοκυρά που της άξιζε ο τίτλος της Γερμανίδας νοικοκυρά, όπως τα περνούσαν τότε οι Γερμανίδες.
Καθήσαμε αρκετό καιρό εκεί. Το πρωΐ ερχότανε οι στρατιώτες και πέρνανε φθηνό γάλα, από το αποβουτηρωμένο. Το βράζανε στην αυτοσχεδίαστη κουζίνα και τρώγανε, όπως όλοι μας, επειδή δεν προλάβαιναν να βράσουν όλοι το γάλα τους ο καθένας με την καραβάνα του. Αναγκάσθηκε η Γερμανίδα για να εξυπηρετούμεθα γρήγορα φτιάχνει δίπλα άλλον πρόχειρο φούρνο με πλήθος ομοίων σαν τον πρώτο. Κι έτσι και αυτή έπαιρνε λεπτά, πουλώντας το γάλα κι εμείς εξυπηρετούμεθα καλύτερα. Κι όποιος από εμάς είχε λεπτά, έπαιρνε και βούτυρο φρέσκο και έτρωγε.
Τις αγελάδες τις βγάζανε το πρωΐ. Τις μάζευε ο βοσκός και τις βοσκούσε πολύ κοντά, που ήτανε πολλά λιβάδια με άφθονα χόρτα και μία ποτήστρα με ένα πηγάδι. Για την άντλησή του είχανε κάμει ένα ζυγό με ένα μακρυπότηρο. Στη μία άκρη είχε τον κουβά και στην άλλη δεμένη μία πέτρα. Τραβούσε τον κουβά προς τα κάτω, γέμισε νερό, το ανέβαζε και το έχυνε στα κανάλια που πίνανε οι αγελάδες.
Μια μέρα που ήτανε ζέστη στήσανε σε ένα μέρος ένα κλίβανο φορητό. Κλιβάνισαν οι στρατιώτες όλα τα ρούχα τους και τις κουβέρτες διότι είχανε πιάση ψείρες. Κι εκεί ο εφοδιασμός μας ήτανε πενιχρός και δικαιολογημένα, διότι ήμασταν μακρυά από τις βάσεις μας.
Τότε νομίζω πως πέτυχε ο Βενιζέλος την παραχώριση μέρος της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα, την περιφέρεια της Σμύρνης. Και άρχισε να ετοιμαζόμεθα και εμείς για να πάμε στη Σμύρνη.

Αναχώριση από το Άκερμαν-άφιξη σε ρουμανικό χωριό
Ξεκινάμε από εκεί και σταθμεύοντας σε διάφορα χωριά για ξεκούραση και για παρασκευασμό φαγητού διότι δεν υπήρχαν νερά παρά στα χωριά με πηγάδια και την συνήθη άντληση του ζυγού. Στον πάτο του χωριού είχανε φτιάξει όλα από μία τεχνητή λίμνη με χώμα που κρατούσε νερό χειμώνα-καλοκαίρι για πότισμα των ζώων και για τις πάπιες τους. Η Βεσσαραβία δεν είναι επίπεδη όπως η Ουκρανία. Είναι μεν επίπεδη αλλά κυματοειδής. Τα χωριά τα κτίζανε στο βάθος του κύματος που τους επέτρεπε να φτιάχνουνε και τις λίμνες στον πάτο του χωριού.
Μαζί μας είχαν ακολουθήσει και 5 Ρώσοι αξιωματικοί με τα άλογά τους και συζούσαν στον δικό μας λόχο. Κάθε πρωΐ έπρεπε να κάνουνε σουηδική γυμναστική. Κρατούσανε ένα άλογο ξεσαμάρωτο, στηρίζανε τις 2 παλάμες τους στη ράχη του αλόγου και πηδούσανε στην απέναντι μεριά, μεγάλη άσκηση.
Ο καιρός βροχερός και βρισκόμασταν εκείνη την ημέρα σε ένα Ρουμανικό χωριό. Και η Βεσσαραβία κατοικότανε από Ρουμάνους, Ρώσους και Γερμανούς. Το χωριό αυτό φαίνεται πως ήτανε φτωχό. Μου έκανε μεγάλη έκπληξη, όταν παρακολούθησα μία ομάδα αντρών να αλάζονται καπνίζοντας ένα τσιγάρο από στόμα σε στόμα. Εγώ είχα πάρει από την Οδησσό μερικά κουτιά και είχα ακόμη 2-3. Πάω στη σκηνή, παίρνω ένα κουτί και τους το πρόσφερα.
Ήλθε η διαταγή εν τέλει να ταχύνομε εν τέλει την πορεία μας για να πάμε για τη Σμύρνη που είχανε κιόλας αποβιβασθή άλλα τμήματα από την Ελλάδα. Προχωρούμε λοιπόν και φθάνομε πιο πάνω σε ένα άλλο χωριό που είχε απέραντο χώρο στεγανό και που ορίσθη τόπος συγκεντρώσεως όλης της Μεραρχίας, δηλαδή τα υπολείματα.

Συγκέντρωση της ΧΙΙΙης Μεραρχίας
Συγκεντρωθήκαμε εκεί όλα τα τμήματα. Μέχρι εκεί βαδίζαμε χωριστά για να βολευόμεθα. Στα χωριά εκεί αντάμωσα πολλά παιδιά πατριώτες συγκληρωτούς, καθώς και τον μετέπειτα κουνιάδο μου Ηλία που ήμασταν πολύ φίλοι και στο σχολείο και ως κληρωτοί. Ήτανε και καλή μέρα και αρχίσανε όλοι να παίζουνε και να γελάνε με διάφορα παιχνίδια όπως το κρυφτάκι με τα χαστούκια. Με ταράξανε και μένα στα χαστούκια κάτι Σιγδιτσιώτες φίλοι μου [από τη Σεγδίτσα Φωκίδας, σήμερα Προσήλιο].

Στο Γαλάτσι Ρουμανίας
Συναχτήκαμε λοιπόν εκεί όλη η Ελληνική δύναμις. Βαδήσαμε προς δυσμάς να φθάσομε σε ένα σταθμό τραίνου. Φθάσαμε και μπήκαμε σε κάτι βαγόνια των 8 ίππων και 40 αντρών. Ξεκίνησε το τραίνο που τα καύσιμά του ήτανε με ξύλο και πήγαινε σιγά-σιγά σαν γάϊδαρος, καίτοι το έδαφος εκεί ήταν πάλι όπως της Ουκρανίας απέραντος κάμπος. Να βλέπης μόνον τον Θεό χωρίς καθόλου βουνά. Σταματούσε να ξεκουραστή και να δυναμώνη τη φωτιά του καζανιού. Επί τη ευκαιρία αυτή, πήγαινε σιγά-σιγά. Ανεβήκανε και χωρικοί Ρουμάνοι να ταξειδέψουν δωρεάν. Τους λυπόμασταν και τους βάζαμε στα βαγόνια μας.
Ίσως κάναμε δυό μέρες να φθάσομε στο Γαλάτσι (Εικ.9), πόλη ωραία κτισμένη παραδουναβίως με παραλία και γεμάτη όπως τα παραθαλάσια. Προτού φθάσομε στην πόλη, στο άκρο, περνούσε κι εκεί άλλο ποτάμι, επίσης πλωτό που το λέγανε Δνήπερο. Εκεί σταμάτησε το τραίνο και βγήκαμε έξω. Μόλις μας είδανε κάτι Έλληνες που είχανε πλοία εκεί κοντά μας πλησίασαν και μας χαιρέτησαν. Χαρήκανε που είδανε στρατό Ελληνικό!
Περπατώντας προς το μουράγιο είδαμε πολλά ποταμόπλοια που τα λέγανε Σελέπια. Αυτά ήτανε φορτηγά που κουβαλάγαν με τα αμπάργια που είχαν σιτάρια καλαμπόκια, κυρίως μέσω των ποταμών, στις διάφορες πόλεις. Και ήτανε όλοι Έλληνες από την Κεφαλληνιά. Είχανε μαζί τους και τις οικογένειες.
Προχωρήσαμε πεζή και φθάσαμε στην πόλη. Εκεί βρήκαμε πολλούς Έλληνας. Πήγαμε να πιούμε γάλα Έλληνας, πήγαμε να κουρευτούμε Έλληνας. Η παραλία του ήτανε όπως ο Πειραιάς τα παλαιά χρόνια. Καθήσαμε εκεί μία εβδομάδα περιμένοντας τα πλοία να έλθουνε. Γυρίζαμε στην πόλη για τα αξιοθέατα. Ήτανε και πολύ ζέστη θυμάμαι. Μπήκαμε με κάτι παιδιά σε ένα παγωτατζήδικο, φάγαμε ωραίο παγωτό και το θυμάμαι ακόμα. Ως για τα καφενεία και εστιατόρια, άχρηστα! Καφές νοθεμένος, φαγητά βοδινό κρέας με λάχανο. Ευτυχώς είχαμε ρούβλια πολλά και τα πέρνανε. Αργότερα τα χάσανε, όπως πολλοί, διότι τα αχρήστεψαν οι μπολσεβίκοι.

Διάπλους του Δούναβη[4]. Προς τη Σμύρνη
Φθάσανε λοιπόν 2 ελληνικά πλοία και μας πήρανε διασχίζοντας τον Δούναβη. Κάναμε 6 ώρες να φθάσομε στας εκβολάς στη Μαύρη θάλασσα, που ήτανε μία πόλη τα Σολινά. Σημειωτέον ότι στο Γαλάτσι το πλοίο παρέλαβε άλλος καπετάνιος του ποταμού. Μόλις φθάσαμε στας εκβολάς με μεγάλη ορμή ώθησε το ποτάμι το πλοίο στη θάλασσα. Κατέβηκε ο καπετάνιος του ποταμού και τον πήρε η βάρκα για τα Σοληνά.
Ο Δούναβης είναι σχεδόν ένας από τους μεγαλύτερους ποταμούς. Από το Γαλάτσι μέχρι τας εκβολάς του στη Μαύρη θάλασσα είχε ανωμαλίες. Σε πολλά μέρη έβλεπες νισάκι με ψαρόβαρκες με καγγέλια λόγω της μορφώσεως του εδάφους. Από το μισό και κάτω ήτανε περιωρισμένο και κτισμένο από τα πλάγια.
Μπαίνοντας λοιπόν στη Μαύρη θάλασσα ήτανε σαν μισοσκόταδο. Γι’ αυτό τη λένε Μαύρη θάλασσα, διότι πάντα έχει μαύρη ομίχλη. Βαδίζαμε τώρα για τη Σμύρνη….

Στην Πόλη. Nοσταλγικές αναμνήσεις από τα Ψωμαθειά-επαγγέλματα.
Φθάσαμε στην Κωνσταντινούπολη και σταμάτησαν τα πλοία για να εφοδιασθούν μπροστά στην Προποντίδα.
Τότε εγώ κάρφωσα πάλι το μάτι μου στα ωραία Ψωμαθιά, καθότι ήτανε κατάντικρα… Αναπολούσα φέρνοντας στο νου μου τα παιδικά μου χρόνια που γύριζα στα σοκάκια, δηλαδή τους μαχαλάδες του Αράκ Κουγιουσούν. Είχα δικό μου τομέα το καραγγιόζ σοκάκι.
Χτυπώντας το κουδούνι, βγαίνανε οι κυράδες για ψώνια. Γύριζαν και άλλοι γυρολόγοι Τούρκοι πουλώντας άλλοι γιαούρτι με τον ταυλά στο κεφάλι, που είχε τα ταψιά με τη γιαούρτη και τη ζυγαριά με τα δράμια. Κατέβαζε το στρόγγυλο στρήποδο που είχε στον ώμο να βοηθά τον ταυλά και πουλούσε φημισμένο σιλιβριανό γιαούρτι μέσα σε ταψιά (Εικ.10).
Άλλοι πουλούσανε με ταβλάδες ένα ωραίο γλυκό, το λέγανε μαλεπή, σαν τα δικά μας μουσταλευριά (Εικ.11). Άλλοι πουλούσανε τουρσί λάχανο με ένα βαρελάκι στον ώμο. Πουλούσανε και ζωμό με ένα κύπελο. Άλλος είχε ένα μπρούτζινο δοχείο στην πλάτη του. Το πρωΐ πουλούσε σαλέπι (Εικ.12) και το μεσημέρι σερμπέτι, ένα είδος αναψηκτικό.
Χώρια οι ψωμάδες με το άλογο (Εικ.13). Είχε ένα δίδυμο κουφήνι στο σαμάρι του αλόγου σαν δησάκη και μοιράζανε το ψωμί στα σπίτια βερεσέ. Και για την καλύτερη μέθοδο, διότι δεν ήξεραν γράμματα, ήχανε ένα κομμάτι ξύλο και χαράζανε μία κόκα για κάθε οκά ψωμί. Έτσι τα μετρούσανε κατά την πληρωμή και πληρωνόντουσαν. Αυτό ήτο το ασφαλέστερο διότι δεν χωρούσε πλαστογραφία. Το ίδιο σύστημα είχανε και οι Βούλγαροι γαλατάδες (Εικ.14).
Κοίταζα λοιπόν αυτά τα μέρη που έζησα τα παιδικά μου χρόνια και νοσταλγούσα να τα ξαναδώ. Αλλά και μέχρι σήμερα δεν κατόρθωσα. Το μόνο εμπόδιο ήτανε τώρα που ευκαιρούσα να πάω ως τουρίστας δεν ήτανε το κλίμα καλό με την Τουρκία. Έτσι αν δεν κατορθώσω να πάω - ακόμη έχω ελπίδες στα σημερινά μου 81 χρόνια - θα πεθάνω με την καρδιά καμένη που λέγει ο λόγος.
Σαλπάρανε λοιπόν τα πλοία για τη Σμύρνη. Τα πρώτα τμήματα από την Ελλάδα είχανε πάει από καιρό. Όταν πλέον δεν έβλεπα τίποτα από την Πόλη είπα:
-Χαίρε, ωραία μου Πόλη, που μου έδωσες τα πρώτα φώτα της ζωής μου…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

[1] Φωτογραφίες από τα Υψωμαθεία αυτής της εποχής έχουν δημοσιευθεί στο: Όμορφες χώρες, χώρες ελληνικές του Πέτρου Μεχτίδη (1834-1934, Επετειακό Λεύκωμα Εκατονταετηρίδος Ιερού Ναού Αγίου Μηνά του Θαυματουργού Υψωμαθείων).
[2] Καρακώστας Ηλία του Νικολάου, Υπολοχαγός πεζικού. Γεννήθηκε στα Αργύρια Φθιώτιδας το 1894. Μετείχε των εκστρατειών 1917-23 (από: ΜΣΝΕ, τόμος 4, σελίδα 282).
[3] Φορμόζης Σταύρος του Δημητρίου, Ταγματάρχης πεζικού. Γεννήθηκε το 1889 στο Βόλο. Μετείχε των πολέμων 1912-13 και 1917-23. Αποστρατεύθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1926 και απεβίωσε στις 11 Αυγούστου 1926 (από: ΜΣΝΕ, τόμος 6, σελίδα 544).
[4] Για το διάπλου του Δούναβη παράβαλε και: Πολεμικό Ημερολόγιο Χρήστου Αλεξόπουλου (Απόσπασμα 2).



ΕΙΚΟΝΕΣ




Εικ.1. Ελευθερές Καβάλας, 1919: τα πλοία περιμένουν την επιβίβαση του ελληνικού στρατού.



Εικ.2. Χάρτης Κωνσταντινούπολης. Σε γαλάζιο κύκλο η περιοχή των Υψωμαθείων.



 Εικ.3. Τα Υψωμαθεία (τουρκ. Samatya) κατά τις αρχές του 20ου αιώνα.



 Εικ.4. Η Οδησσός στις αρχές του 20ου αιώνα.




Εικ.5. Αυτοκρατορικοί στρατώνες Οδησσού: διλοχία του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων. Μπροστά ο Λοχαγός Χριστόπουλος (διοικητής 7ου Λόχου, 2ου Τάγματος).



 Εικ.6. Ρώσοι στρατιωτικοί το 1916.



 Εικ.7. Πολωνοί στρατιωτικοί το 1919 με τη σημαία τους.



Εικ.8. Το Άκκερμαν στις αρχές του 20ου αιώνα.



Εικ.9. Γαλάτσι: η οδός Domnească to 1905.



Εικ.10. Πωλητές γιαουρτιού.



 Εικ.11. Μουχαλεπιτζής το 1880.



 Εικ.12. Σαλεπιτζής.



 Εικ.13. Πωλητής ψωμιού το 1921.



 Εικ.14. Γαλατάδες.




ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ


Εικ.2. Από: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 13, σελίδα 589.


ΠΗΓΗ


Οικογενειακό αρχείο Αναστασίου Παπανικολάου.



Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Απομνημονεύματα Δημητρίου Γ. Παπανικολάου. Μέρος Β΄



Στο Β΄ Μέρος των Απομνημονευμάτων του ο Δημήτριος Παπανικολάου περιγράφει:
1) την επιστράτευσή του το Δεκέμβριο 1917 και τη μετάβασή του από τη Χαλκίδα στο Νάρες Θεσσαλονίκης.
2) τη μετάβαση από το Νάρες στα χαρακώματα του Στρυμώνα μέσω Νιγρίτας.
3) τη μετάβαση και παραμονή στην περιοχή της Καβάλας μετά τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας.
Ακολουθεί το κείμενο:


B΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ 5/42 ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΥΖΩΝΩΝ

2. Επιστράτευση Δεκεμβρίου 1917. Παραμονή στη Μακεδονία

Από τη Χαλκίδα στο Νάρες
Εν τω μεταξύ ο Βενιζέλος είχε διώξει τον Κωνσταντίνο με τη βοήθεια των Γάλλων και Εγγλέζων, ένωσε το κράτος και κάνει γενική επιστράτευση. Παίρνει πρώτα εμένα και μετά δύο μήνες το Βασίλη.
Τον Δεκέμβριο 1917 παρουσιάσθηκα στη Χαλκίδα (Εικ.1). Από εκεί μας βάλανε σε ένα πλοίο, «Συρία» το λέγανε, δια την Θεσσαλονίκη. Ήμασταν ίσα 2.000 και έκανε ένα κρύο αφόριτο. Μας δόσανε και σωσίβια, κάτι παλάσκες και φελούς για τον φόβο των Γερμανικών υποβριχίων. Περνώντας τον Βόλο ακούμε ένα τηλεβόα από ένα αντιτορπιλλικό να φωνάζη:
-Πίσω «Συρία»….
Φαίνεται κάτι ύποπτο υπήρχε. Χωνόμαστε στα σωσίβια. Επιστρέφομε στην παραλία του Βόλου ξημερώματα και βλέποντας σαν Πανόραμα τα χωριά του Πηλίου χιονισμένα (Εικ.2).
Καθίσαμε μία μέρα και κατόπιν συνέχισε τον πλού του για Θεσσαλονίκη (Εικ.3). Από εκεί πήγαμε και κατασκηνώσαμε στο Νάρες [σήμερα Κοινότητα ΝέαςΦιλαδέλφειας, Δήμου Ωραιοκάστρου] έξω από τη Θεσσαλονίκη (Εικ.4). Είχε έλθη όλη η 13η Μεραρχία με όλους τους σχηματισμούς τες, όπως και το 5ο Ευζώνων, το δικό μας. Εγώ πήγα πάλι στην Πολυβολαρχία, στο Δροσόπουλο. Εκεί περάσαμε το χειμώνα σε αντίσκηνα κακήν-κακώς, κρύο πολύ. Συσίτιο κατεψυγμένα βοδινά μισοαποσυνθεμένα και κουνέλια Αυστραλίας.
Πέρασε ο χειμώνας με γυμνάσια, με θιορίες και επισκέψεις του Μοιράρχου Αντιστρατήγου Νεγραπόντη[1] (Εικ.5). Μας έλεγε να γνωρίσομε την καταγωγή του. Κατάγομαι από το Λονδίνο της Μεγάλης Βρεταννίας από τη Μεγάλη οικογένεια των Νεγραποντέων. Ήτανε πολύ φιλόδοξος….
Εν τω μεταξύ είχαμε απαγορευθεί από την στασιμότητα και πολλοί βάζανε πολλά με το νού τους. Ο Νικόλαος Χειμώνας έκαμε τον τρελλό. Ένα πρωΐ βάζη ένα δέρμα από κουνέλι στο κεφάλι του, παίρνει το όπλο του και πάει στο μαγειρείο. Τουφεκάει το καζάνι και χύνεται το ρόφημα. Αναστατώθηκαν όλοι. Τρέξαν οι Αξιωματικοί να τον αφοπλίσουν αλλά κανένας δεν μπορούσε. Πέρασε αρκετή ώρα ώσπου του ριχτήκανε εκ των όπισθεν κάτι Ρωμαλαίοι και τον αφοπλίσανε. Τον πήγαν σε ένα κρατητήριο και πηγαίναμε και τον βλέπαμε που έκανε τις ψεύτικες τρέλλες σαν πραγματικές.

Στη Νιγρίτα
Μας πήρε η Άνοιξη. Τελιώσαμε τις ασκήσεις του πολέμου χαρακωμάτων και μας πήγανε πεζοπορία στη Νιγρίτα (Εικ.6). Περνώντας από το Λαχανά είδαμε και το ηρώον των Πεσόντων στον πόλεμο του 1913, ο Συνταγματάρχης Βελησάριος.
Τρώγωντας λοιπόν από τα πολλά παχιά κατεψυγμένα βόδια και μισοχαλασμένα μας πήραξε όλους μας ευκοιλιότητα. Εμένα με πήραξε πολύ ώσπου καθόμουνα από κάτω από μία σκαμνιά και δεν μπορούσα να σηκωθώ. Ευτυχώς μου πέρασε και πήγα πάλι στο λόχο μου. Η σκηνή μου ήτανε κοντά στον Δροσόπουλο και είχαμε παρέα.

Στα χαρακώματα του Στρυμώνα
Καθήσαμε εκεί λίγο καιρό. Μετά θα πηγαίναμε να αντικαταστήσουμε τους Εγγλέζους στα χαρακώματα, κάτω στις εκβολές του Στρυμόνα, που ήτανε μία γέφυρα (Εικ.7). Απέναντι ήτανε τα χαρακώματα (Εικ.8).
Προχωρώντας λοιπόν την νύχτα για να μην μας βλέπουν οι Βούλγαροι απέναντί μας, συνάντησε η προφυλακή ένα σκοπό Εγγλέζο. Τους σταμάτησε αλλά δεν ήξερε κανένας αγγλικά να συνεννοηθούν. Κάποιος είπε πως ο Παπανικολάου ξέρη. Με φωνάξανε και πήγα χωρίς να ξέρω πολλά. Με λίγα σπασμένα και με τα νοήματα μας έδωσε να καταλάβομε ότι στο τέρμα του δρόμου είναι ένα καταλειμένο μέρος. Εκεί θα σταματήσομε. Να φέξη για να οδηγηθούμε στα χαρακώματα. Αυτό κι έγινε.
Την άλλη μέρα περάσαμε πέρα. Έγινε η αντικατάσταση από τους Εγγλέζους. Μείναμε εμείς στα χαρακώματα. Ήτανε ένας λόφος και τον είχανε σκάψει μέσα κυριολεκτικά σε δωμάτια για τους στρατιώτας και γαλαρίες για τα πυρομαχικά, από άκρο σε άκρο και δύναμη ενός τάγματος. Η αντικατάσταση γινότανε κάθε 2 μήνες. Το κανονίδη δεν έπαυε καθόλου. Η Συμμαχία μας τους βάζανε και από τα πλοία και αερομαχίες τακτικά. Οι οβίδες εμάς δεν μας έπερναν διότι ήτανε το μέρος απότομο. Πέφτανε στο Κάτω που ήτανε το ποτάμι και σκοτώνανε πολλά ψάρια. Όταν τελείωνε ο βομβαρδισμός, βγαίναμε από τα καταφύγια, πηγαίναμε στο ποτάμι και μαζεύαμε ψάρια. Το συσσίτιο εκεί καλυτέρεψε. Μας δώσανε καλές κονσέρβες και διάφορα έτοιμα φαγητά διότι τα καζάνια μόνο τη νύχτα λειτουργούσαν. Ο αδελφός μας Βασίλης ήτανε σε άλλο σώμα αλλά κοντά μας. Πήγαινα και τον αντάμωνα.

Ανακωχή-Αποχώρηση Βουλγάρων. Ο Επιλοχίας του βουλγαρικού στρατού από τις Σαράντα Εκκλησίες. Στην Καβάλα.
Μέναμε λοιπόν στα χαρακώματα αρκετά μέχρι το Σεπτέμβριο 1918, οπότε μία ωραία πρωΐα ακούμε σάλπιγγες και από τα δύο μέρη, εμβατήρια «πάψατε πυρ». Είχε γίνει ανακωχή. Νικήθηκε η Γερμανία και Βουλγαρία με τη διαφορά να φύγουν οι Βούλγαροι με όλον τον οπλισμό τους. Και πράγματι άρχισαν και φεύγανε. Εμείς όμως δεν κρατιόμασταν. Καθώς ήμασταν και πρώτοι βαδίσαμε και προλάβαμε τους Βουλγάρους απέναντί μας, στους Φιλίππους, που άλλοτε η Πρωτεύουσα του Βασιλιά Φιλίππου (Εικ.9).
Ακόμη δεν είχανε φύγει όλοι οι Βούλγαροι και ήλθε και μας μίλησε ένας Βούλγαρος Επιλοχίας του Πυροβολικού, ελληνικής καταγωγής (Εικ.10). Και μας λέγει:
-Μη βιάζεσθε. Η διαταγή είναι να προχωρήσουμε εμείς και μετά να ακολουθήσετε εσείς.
Κάθισε λοιπόν βιαστικά και τα είπαμε. Μας είπε ότι κατάγεται από τις Σαράντα Εκκλησίες (Εικ.11). Μάλιστα ένας αξιωματικός μας του λέγει:
-Δεν μου δίνεις το πιστόλι σου;
Εις απάντησιν του λέγει:
-Λυπούμαι διότι είσαι και αξιωματικός. Εφόσον δεν είμαι αιχμάλωτος.
Και τότε ο αξιωματικός το γύρισε στα αστεία για να αποφύγη τη δική μας αποδοκιμασία. Μας χαιρέτησε το παιδί όλους και έφυγε με τη φάλαγγά του. Ακολουθήσαμε και εμείς.

Στην Καβάλα
Ανεβήκαμε στο βουνό Παγγέο, όπου ήτανε ένα μεγάλο χωριό καταστραμμένο. Κατεβήκαμε στην κοιλάδα του Παγγέου όπου ήτανε ωραία και τουρκοκατοικημένη. Δια μέσου Πράβη και ΓενήΤσιφλίκ φθάσαμε στην Καβάλα (Εικ.12). Στο δρόμο αρρωστήσανε πολλοί από γρίπη. Προσβλήθηκα κι εγώ. Κατά καλή μου τύχη μπένοντας στην Καβάλα, στην είσοδο της πόλεως, άρχισε να λειτουργεί ένα αναρρωτήριο. Με πήραν μέσα και αμέσως με παρέλαβε μία αδελφή με ποτήρια πολλά, με ζεστά και με κυνήνα. Σε λίγες μέρες ανάρρωσα και πήγα στο λόχο μου.
Η γρίππη όμως απλώθηκε σε όλο το στρατό και πεθάνανε πολλοί στην Καβάλα καθώς κι ένα παιδί από το Ροβολιάρι, Ευάγγελος Μπουής. Έκανε τον παληκαρά στο κρύο. Φορούσε μόνον πουκάμισο και την μαντία. Τον συνυστούσα να βάζη το κολόβιό του από μέσα.
-Εγώ, έλεγε, δεν κρυώνω σαν κι εσάς.
Πήρε κρυολόγημα και πέθανε.

Στη Χρυσούπολη (Σαρή Σαμπάν)
Μείναμε λίγες μέρες στην Καβάλα και μετά αναχωρήσαμε για το Σαρή Σαμπάν, τη σημερινή Χρυσούπολη. Και πραγματικά χρυσή είναι, έχει ωραία πεδιάδα με βλάστηση, καλό χωριό αλλά ακατοίκητο. Οι κάτοικοί του, Τούρκοι οι περισσότεροι, πήγανε στο βουνό σε άλλο τουρκικό χωριό. Κάποτε ερχότανε κανένας να βλέπη το σπίτι του. Εγώ, ως διερμηνέας, τους έλεγα και μου φέρνανε καπνό κομένο. Και κούτες τσιγάρα. Τα φτιάχνανε μόνοι τους από τον ωραιότερο μυροδάτο καπνό αφτού του χωριού, που κάνει τον καλύτερο καπνό της Ελλάδος, ίσως και του κόσμου.
Μείναμε εκεί ένα χειμώνα. Πεθάνανε πολλοί στρατιώτες από γρίππη. Γέμισε ένα νεκροταφείο. Ήλθε και ένα γαλλικό ορινό χειρουργείον: είδα 2 άλογα, ένα μπρός και άλλο πίσω και στο μέσο τους κρεμασμένο από τις πλάτες τους ένα φορτίο για να μεταφέρουν τους τραυματίας.
Στην άκρη του χωριού ήτανε ένας μύλος μεγάλος. Πηγαίναμε και πέρναμε μπομπότα αλέβρι και κάναμε κατσιαμάκι. Ο μύλος κινείτο από νερό του ποταμού Νέστου που αρδευότανε και η πεδιάδα, που ήτανε χρυσή γη.
Καθίσαμε το χειμώνα εκεί. Πεθάνανε οι μισοί από το κρύο και από τη γρίππη εφόσον δεν υπήρχε ούτε θέρμανση, ούτε συσσίτιο της προκοπής. Συνέχεια σκέτο ρύζι. Ήτανε ένας μάγειρας από το Παλαιόκαστρο Πανάκης. Όλο ρωτούσε τι ώρα είναι για να ρήξη το ρύζι. Υποφέραμε πολύ και όσοι μείναμε από τον θάνατο ήμασταν ελεϊνοί, αδύνατοι.

Επιστροφή στην Καβάλα
Εν τω μεταξύ οι Αγγλογάλλοι ζητήσανε μία Μεραρχία να πάμε να τους βοηθήσουμε στη Ροσία που κηρύχτηκε Κουμουνισμός, το 1917-18. Η Κυβέρνηση διέταξε την δική μας Μεραρχία, τη 13η, να πάγη. Ο Μοίραρχος και όλοι οι αξιωματικοί διεμαρτύροντο ότι ο στρατός μας δεν είναι σε θέση για εκστρατεία. Εν τούτοις επιμένανε. Άρχισαν να συγκεντρώνουν τα λείψανα σχεδόν που μείναμε, στο Παγγέο κοντά στο ρούσικο μοναστήρι. Θα γινότανε η επιβίβαση στα πλοία.
Ξεκινήσαμε για την Καβάλα. Στο δρόμο με πήραξε θέρμη, δηλ. ελονοσία. Στην αρχή σε πήραζε μεγάλη τρεμούλα με κρύο. Κτυπούσανε τα δόντια σου σαν σφυριά. Σε κρατούσε επί μία ώρα. Μετά σε έριχνε στον πυρετό μέχρι σαράντα, που σε παρέλυε τελίως. Αυτή ήταν τότε η λεγομένη ελονοσία, που μάστηζε όχι μόνον την Ελλάδα αλλά ολόκληρο τον υποανάπτυκτο κόσμο, καθώς και οι ψίρες, που δεν έλειπαν σχεδόν από κανένα. Λέγανε, μόνον οι πεθαμένοι δεν έχουν ψίρες. Οι ζωντανοί έχουν, τις γενά το σώμα….
Φύγαμε λοιπόν από το Σαρή Σαμπάν. Φθάνοντας στην Καβάλα αρρώστησα. Με βάλανε σε κάποιο νοσοκομείο, νοσοκομείο να λέγεται. Σε μία καπναποθήκη απέραντη, γεμάτο αρρώστους στρατιώτας. Σε κάτι παλιοκρέββατα με κάτι παλιοκουβέρτες. Μου παραχώρησαν ένα κρεββάτι με μία κουβέρτα. Κάθησα στο κρεββάτι μου και σκεπτόμουνα την κατάντια μας, ρίχνοντας και μία ματιά στο διπλανό κρεββάτι που ήτανε ένας στρατιώτης άρρωστος σε αφασία. Τι να δώ! Τις ψίρες χιλιάδες να κάνουν στράτα, όπως η ακρίδα και τα μερμήγκια. Κάθησα και περιεργάσθην το θέαμα. Με έπιασε τρεμούλα και φόβος και είπα μέσα μου:
-Θεέ μου, αυτοί μας έχουνε για ξέκαμα! Δεν θα προλάβουμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας, θα μας πεθάνουνε…
Έσχος μεγάλο, ούτε ένα κλίβανο δεν διέθετον να τους πετάξουν μέσα τις κουβέρτες να χαθούνε. Δυστυχώς όλοι τους αδιαφορία, υγειονομική περίθαλψις μηδέν. Ποτήρια κούφια και κυνήγι! Αυτά ήτανε τα μόνα υγειονομικά μέσα που διέθεταν.
Βλέποντας λοιπόν εγώ αυτήν την οικτρά κατάσταση φεύγω και πάω στο λόχο μου. Και κάθομαι στο θάλαμο που ήτανε 100 φορές καλλίτερος από το νοσοκομείο. Με περιποιήθη η παρέα μου, έγινα καλύτερα.
Ξεκίνησε ο λόχος μας για το Παγγέο. Φτάνοντας στο Γενή Τσιφλίκι σταματήσαμε για λίγες μέρες εκεί. Πιο πέρα ήτανε ένα τούρκικο χωριό. Πήγαινα κάθε πρωΐ με ένα δοχείο και έπερνα γάλα από βουβάλια για τους αξιωματικούς και για τον εαυτό μου. Τότε είχανε γίνει και οι γρούβες. Τις βράζαμε σε χύτρες βάζοντας μέσα και μπόλικο λάδι. Είχαμε κλέψει ένα ντενεκέ από ένα κάρο τη νύχτα, που πήγαινε για τη Δράμα.
Κατόπιν μέσω Πραβίου φθάσαμε στην κοιλάδα του Παγγαίου και διανεμηθήκαμε στα τούρκικα τα σπίτια. Εκεί τους ρημάξαμε τους φουκαράδες από τρόφιμα, διότι σας είπα, υποφέρναμε από φαγητό. Το συσσίτιο ήτο πολύ πενηχρό. Υπήρχαν όμως πολλά αγριογούρουνα και σκοτώναμε. Μας παρακαλούσαν οι Τούρκοι να σκοτώνουμε κάθε μέρα διότι τους κάνανε ζημιές στα χωράφια τους.
Εγώ εδώ τα περνούσα πολύ καλά με τους Τούρκους, διότι ήμουνα και διερμηνέας. Με αγαπούσανε όλοι διότι τους περιποιούμουν. Τους πήγαινα στον Ταγματάρχη για τα παράπονά τους γιατί ο στρατός τους έκανε ζημιές με τα μουλάρια και κλεψιές στα σπίτια. Σκέψου πως κάτι στρατιώτες στο σπίτι που καθότανε ο Λοχαγός μου, του είχανε παραχωρήσει ένα δωμάτιο, στο ισόγειο είχανε μία γελάδα με μία μουσκάρα. Πήγανε τη νύχτα και την κλέψανε τη μουσκάρα. Την πήγαν σε απόκεντρο, τη σφάξανε και τη φάγανε.
Πάθανε καταστροφή τότε ομολογουμένως αυτά τα χωριά που ήτανε πλούσια, δεν έμεινε τίποτα. Φρόντισα εγώ με τον Ταγματάρχη να μπορέση να τους περιορίση αλλά εις μάτην. Μου φέρνανε εμένα οι φουκαράδες καρύδια, καλό καπνό κομμένο. Εφοδίαζα και τους αξιωματικούς και τους φίλους μου. Τον φίλο μου τον Ηλία Νέλλα τον έχασα. Δεν θυμάμαι, κάπου είχε βολεφθή με την ραπτοσύνη του.
Μια μέρα έρχεται φωνάζοντας ένας Τούρκος πως του πήρανε τα ζώα κάτι κλεφταράδες από τα Ελληνοχώρια πίσω του Παγγαίου. Τρέξαμε να τους πιάσουμε αλλά αυτοί είχανε απομακρυνθή, κλέβοντας 5-6 κεφάλια βόδια. Εγώ τους λυπόμουνα τους φουκαράδες τους Τούρκους και τους παρηγορούσα για τα δεινά που παθαίνανε. Τους έλεγα:
-Πόλεμος είναι κάποτε θα τελειώση και θα τα ξαναφτιάξετε όλα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

[1] Ο Ιωάννης Νεγρεπόντης ή Νεγροπόντης γεννήθηκε στη Μασσαλία της Γαλλίας το 1864. Φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ως υπολοχαγός στο επιτελείο της ΙΙας Μεραρχίας. Κατόπιν διετέλεσε καθηγητής της πολεμικής τέχνης στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.
Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 με το βαθμό του ταγματάρχη ως επιτελάρχης της VIΙης Μεραρχίας. Διετέλεσε υποδιοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων από το 1913 έως το 1915. Το φθινόπωρο του 1915 διορίσθηκε στρατιωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στη Σερβία, απ’ όπου παρακολούθησε την οπισθοχώρηση και μεταφορά του σερβικού στρατού στην Κέρκυρα μέσω Αλβανίας.
Το 1916 προσχώρησε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας της Θεσσαλονίκης. Κατόπιν προήχθη σε Συνταγματάρχη και διορίσθηκε αρχηγός του επιτελείου του στρατού της Εθνικής Άμυνας. Μετά την επανένωση του κράτους, τον Ιούνιο του 1917, προήχθη σε Υποστράτηγο και διορίσθηκε διοικητής της ΧΙΙΙης Μεραρχίας Στερεάς Ελλάδας. Με αυτήν συμμετείχε στις επιχειρήσεις στο Μακεδονικό Μέτωπο, στην εκστρατεία της Ουκρανίας και στη Μικρασιατική εκστρατεία.
Μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 και το αρνητικό αποτέλεσμα για τον Βενιζέλο παρέμεινε εκτός υπηρεσίας. Το φθινόπωρο του 1922 ανεκλήθη στην υπηρεσία και τοποθετήθηκε αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του βασιλιά Γεωργίου. Αποστρατεύθηκε το 1924 με το βαθμό του Αντιστρατήγου. [Απόσπασμα από το βιβλίο: Σωτήρης Γ. Αλεξόπουλος, Πολεμικό Αρχείο 1919-1921. Το Ημερολόγιο του Εύζωνα Χρήστου Δ. Αλεξόπουλου. Από τη Φθιωτιδοφωκίδα και την Καβάλα στην Οδησσό και τη Μικρά Ασία, Καβάλα 2011, σελίδα 143.



ΕΙΚΟΝΕΣ




Εικ.1. Οι στρατώνες της Χαλκίδας. Από το 1947 στεγάζουν τη Σχολή Πεζικού.



Εικ.2. Βόλος 1897: εργασίες διαπλάτυνσης του κεντρικού λιμενικού προβλήτα. Πίσω διακρίνεται το Πήλιο και τα χωριά του.



Εικ.3. Θεσσαλονίκη 1917: Δρόμος στην Άνω Πόλη. Στο βάθος ο Θερμαϊκός κόλπος.



Εικ.4. Στρατόπεδο Νάρες 1916-1917: ο Ελευθέριος Βενιζέλος χαιρετά αξιωματικούς του 9ου Στρατηγείου της ΙΙας Μεραρχίας.



Εικ.5. Ο Μέραρχος Ιάκωβος Νεγρεπόντης.



Εικ.6. Νιγρίτα 1918: Χωρικοί σε βρύση. Η φωτογραφία ελήφθη από τη φωτογραφική υπηρεσία της Γαλλικής Στρατιάς της Ανατολής.



Εικ.7. Ο ποταμός Στρυμόνας το 1926.



Εικ.8. Χαρακώματα. Συλλογή από Βούλγαρους στρατιώτες του συρματοπλέγματος αγγλικών χαρακωμάτων μετά την εκδίωξη των Βρετανών.



Εικ.9. Η Βασιλική Β΄ των Φιλίππων, φωτογραφημένη την Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 1913 από τον Βούλγαρο φωτογράφο Др Богдан Филов. Δίπλα στην πύλη διακρίνονται οι δύο συνοδοί του, οι Костов και Таҷев.



Εικ.10. Βούλγαροι στρατιωτικοί στο νότιο βαλκανικό μέτωπο τον Απρίλιο 1918.



Εικ.11. Οι Σαράντα Εκκλησίες (βουλγ. Лозенград, τουρκ. Kırklareli) πιθανώς το 1912 ή 1913. Είναι ο τόπος καταγωγής του ελληνικής καταγωγής Επιλοχία του βουλγαρικού στρατού.



Εικ.12. Η Καβάλα το 1917 φωτογραφημένη από την κορυφή του κάστρου.



ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ


Εικ.1. Από: efedros.blogspot.gr.
Εικ.2. Από το βιβλίο: Βόλος 1881-1955. Ο χώρος και οι άνθρωποι, Βόλος 2004, σελίδα 109.
Εικ.9. Από το βιβλίο: Архивьт Гипсън. Др Богдан Филов-фотографии и описания от научната му мисияпрез 1912-1913. Завръщане в България2009, страница 46. (The Gipson Archive. Dr. Bogdan Filov-Photographs and a description of his research mission in 1912-1913. Return to Bulgaria 2009, page 46).
Εικ.11.Από: Изгубената България.
Εικ.12.Από: Изгубената България.



ΠΗΓΗ


Οικογενειακό αρχείο Αναστασίου Παπανικολάου.




Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Απομνημονεύματα Δημητρίου Γ. Παπανικολάου. Μέρος Α΄



   
Ο Δημήτριος Γεωργίου Παπανικολάου (1894-1983) γεννήθηκε στο Ροβολιάρι Μακρακώμης. Σε ηλικία 13 ετών μετέβη στην Κωνσταντινούπολη μαζί με έναν θείο του για να εργασθεί. Εκεί σε ηλικία 18-19 ετών εργάσθηκε, όπως αναφέρει ο ίδιος, ως τεζιαχτάρης. Τεζιαχτάρης είναι ο μάστορας που δουλεύει πίσω από τον πάγκο στο πατσατζίδικο (βλέπε στο σύνδεσμο: Διατροφικές συνήθειες στη Θεσσαλονίκη 1870-1920). Παράλληλα όπως αναφέρει στις σημειώσεις του: «έγραφα με βία τα βερεσέδια διότι είχα πολλή δουλειά και κακογράφοντας στο πρόχειρο βιβλίο που είχαμε φτιάξει μόνοι μας από στράτσα [στράτσα=κουρέλι για καθάρισμα πατώματος, πετσέτα πρόχειρη που στρώνουν το τραπέζι<βενετ. strazzo=κουρέλι. Βλέπε: Κοροσίδου-Καρρά Ερμιόνη, Τα Ρομανικά (Ιταλικά-Γαλλικά) δάνεια στο σύγχρονο ιδίωμα της Ζακύνθου.Λεξιλογικές επισημάνσεις (μορφολογία-σημασιολογία). Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2003, σελίδα 94] και χρώματα αχύρου. Γράφαμε στην άνω σελίδα την ημερομηνία και το “ο θεός βοηθός”. Όσα έγραφα στο πρόχειρο, τα βράδυα έπρεπε να τα σηκώσω στο Καθολικό. Και τότε με βιασύνη διότι νηστεύαμε. Έτσι μου έμεινε η κακογραφία και η τελείως έσχατη ορθογραφία».
Η παραμονή του στην πολυεθνική Κωνσταντινούπολη και η επαφή του με ανθρώπους διαφόρων εθνών και θρησκειών, του επέτρεψαν να αποκτήσει δεκτικότητα και να καλλιεργήσει την έφεσή του στη γλωσσομάθεια. Εκεί έμαθε μερικά τουρκικά και ρωσικά, τα οποία του επέτρεψαν να χρησιμοποιείται από τους ανωτέρους του ως διερμηνέας και οδηγός κατά τη συμμετοχή του στην Εκστρατεία της Ουκρανίας και στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Ανήκε στην κλάση του 1914. Παρουσιάστηκε για κατάταξη στο νεοσύστατο τότε 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, στη Λαμία. Σ’ αυτό υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και απολύθηκε το 1916. Στο ίδιο Σύνταγμα, το οποίο είχε μεταφερθεί προσωρινά στη Χαλκίδα λόγω των γεγονότων, παρουσιάσθηκε ως επίστρατος κατά την επιστράτευση του Ιουνίου 1917. Ακολούθησε η μεταφορά στην Ανατολική Μακεδονία, η Εκστρατεία στην Ουκρανία και η μεταφορά στη Μικρά Ασία τον Ιούνιο του 1919. Από τη Μικρά Ασία απολύθηκε μετά τις Επιχειρήσεις προς Φιλαδέλφεια, τον Ιούνιο του 1920. Επιστρατεύθηκε εκ νέου τον Απρίλιο του 1921 και τοποθετήθηκε στο 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων, στην περιοχή της Προύσας Μικράς Ασίας. Απολύθηκε οριστικά από το στρατό μετά το τραγικό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας το φθινόπωρο του 1922.
Στο πρώτο μέρος των απομνημονευμάτων του, που παρουσιάζεται εδώ, περιγράφει:
-την κατάταξή του στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων.
-τη στρατιωτική ζωή στην πόλη της Λαμίας.
-το τραγικό γεγονός του θανάτου του πατέρα του.
-την επιστράτευση του 1915.
-την απόσπασή του στην Αθήνα και τον Άνω Ωρωπό.
-την απόλυσή του από το στρατό το 1916.
Ακολουθεί το κείμενο:


Α΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΣΤΟ 5/42 ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΥΖΩΝΩΝ

1. Κατάταξη-στρατιωτική θητεία στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων

Κατάταξη-στρατιωτική ζωή
Το πρωΐ πήγαμε να καταταγούμε κάτω στους στρατώνες πάνω από το σημερινό Παγκράτι, που τότε το 1914, ήτανε χωράφια. Η κατάταξή μας γινότανε στο σταθμό του τραίνου (Εικ.1) από πάνω, που ήτανε πολλοί στρατώνες. Μετά ολίγο καιρό έγινε ανασχηματισμός και μας φέρανε στο Παγκράτι.
Εκεί παρουσιασθήκαμε σε ένα γραφείο όλοι οι Ροβολιαρίτες, ο κουνιάδος μου Ηλίας Νέλλας, ο Κώτσος Μπότσικας, ο Ρουφογάλης, ο Ευάγγελος Μπουής, ο Δημ. Σακελλάρης και άλλοι ήσαν, που δεν θυμάμαι. Ήτανε και ένα παιδί, Αναγνώστου τον λέγανε Κώστα. Αυτό ήτανε σερβιτόρος στην Αθήνα. Ήτανε ένα μορφοκαμωμένο παιδί, που πράγματι το ζηλεύαμε όλοι. Και μόλις πήγαμε στον σιτιστή να μας γράψη, τον κοίταξε και του λέει:
-Χαλάλι, στη λεβεντιά σου και την κορμοστασιά σου!
Και αμέσως τον γράψανε για τα ανάκτορα αλλά δυστυχώς δεν έζησε πολλά χρόνια.
Άρχισε η κατάταξη. Εμένα και τον κουνιάδο μου Ηλία Νέλλα μας κατέταξαν μαζί σε ένα Λόχο. Τους άλλους τους μοιράσανε σε διάφορους Λόχους. Μας δώσανε κάλτσες, φουστανέλες, μανδύες, τσαρούχια, φέσια με φούντες χακί και διάφορα ασπρόρουχα. Τα σώβρακα τα λέγανε περισκελίδες, τα πουλόβερ κολόβια. Μας κατέταξαν στο 2ο Λόχο. Τον διοικούσε ένας Λοχαγός από το Γαρδίκι, που τον λέγανε Θεοφάνη Γαρδίκη, πολύ καλός. Μαζί μας κατετάγη και ένας ανηψιός του Αλέκος, τελειόφοιτος Γυμνασίου. Και πήγε αμέσως στη Σχολή και έγινε Αξιωματικός. Έφτασε μέχρι Λοχαγός, παντρεύτηκε, αλλά δυστυχώς τον βρήκε η μοίρα του: πνίγηκε μαζί με τη γυναίκα του στο ναυάγιο της Χειμάρας.
Αρχίσανε τα γυμνάσια, μα τα ρούχα που μας δώσανε ήταν αλλόκοτα. Αναγκαστήκαμε να τα μεταποιήσομε μαζί με τον Νέλλα, που ήτανε ράπτης και μετέπειτα κουνιάδος μου. Μου αρέσανε τα γυμνάσια. Τα ήθελα περισσότερο για να χάσω πάχος που είχα. Μάλιστα στο τροχάδεν ο γυμναστής μου με έβγαζε έξω, να μην πάθω κανένα κακό. Εγώ επέμενα ακολουθώντας όλα τα γυμνάσια Τροχάδεν, πορείες κ.λ.π., ώσπου κατώρθωσα και έχασα πάχος, ήλθα σχεδόν στα μέτρα μου.
Για ένα μήνα δεν μας επέτρεπαν έξοδο. Μόνον εκεί κοντά ήτανε ένα καφενείο, που είχε και όργανα τα βράδυα. Χορεύανε οι στρατιώτες, κυρίως οι παλαιοί. Θυμάμαι ήτανε και δύο παιδιά από τη Ρεντίνα που χορεύανε πολύ ωραία, καθώς και ένας από τους Δελφούς, Βούζας Γιάννης ή Λαδιάς. Αυτός χόρευε ξυπόλητος, στα νύχια που λέμε.
Με τον Ηλία Νέλλα κάναμε μαζί παρέα. Τρώγαμε μαζί κατά την ώρα του συσσιτίου. Το πρωϊνό μας ρόφημα, καφέ, το βάζαμε σε μία καραβάνα. Πέρναμε και 100 δρχ. γάλα από τις Αμπλιανίτισσες (Εικ.2) που ερχότανε κάθε πρωΐ και πωλούσανε. Αργότερα αυτόν τον πήρανε στην αποθήκη του Λόχου και έραβε ρούχα. Εγώ έμεινα σε ένα θάλαμο με τη διμοιρία μου, που είχα ένα Λοχία από το Τρανό χωριό πολύ καλό παιδί.
Επίσης ήτανε και ένας άλλος λοχίας που ήτανε ανάποδος και χωριάτης. Και μία μέρα χωρίς να φταίω, από αβλεψία του, νόμισε πως έφταιγα εγώ για κάτι παιχνίδια σχεδόν, που κάναμε μέσα στο θάλαμο. Με τιμώρησε να πλύνω το καζάνι. Μου κακοφάνηκε πάρα πολύ και με στεναχώρησε, ώσπου μου ήρθε να κλάψω. Πήγα στα μαγειρεία για να πλύνω το καζάνι αλλά εκεί οι μάγειροι ήτανε κάτι καλά παιδιά και μου λένε:
-Ποιός σε τιμώρησε;
-Ο Λοχίας τάδε, τους λέω.
-Άντε φεύγα, μου λένε. Τον ξέρομε τι στραβόξυλο είναι.
Και δεν με άφησαν.
Έκτοτε φυλαγόμουν και δεν έτυχε να με τιμωρήσουν για το καζάνι διότι το θεωρούσα προσβλητικό. Ενώ άλλοι δεν το είχανε για τίποτα.

Έξοδος στη Λαμία
Πέρασε λοιπόν η απαγόρευση της εξόδου και αρχίσαμε να βγαίνουμε στην πόλη μετά το βραδυνό σισσίτιο, στις 6 η ώρα. Και πηγαίναμε με παρέες, παίρναμε κανένα μεζέ στις ταβέρνες και πίναμε κατοσταράκια ρετσίνα. Σε κάποιον άλλο Λόχο ήταν Επιλοχίας ένας χωριανός μας, ο Πέτρος Στρωματιάς, που ήτανε το καμάρι του Συντάγματος: ανάστημα ωραίο, όμορφος, σωστός εύζωνας με στολή ωραία. Μας έκανε παρέα. Μάλιστα πήγαμε μαζί και αγόρασα τσαρούχια ιδιωτικά από έναν τσαρουχά από το Γαρδίκι, Δημ. Ραχούτη. Ένα τσαρουχάδικο στο Πάρκο εκεί που είναι τώρα το εμπορικό του Διαμαντή. Μπροστά είχε μία βρύση, τα πλήρωσα δραχμές... Τα έκαμα παραγγελία για να γίνουν καλά και τα φορούσα τις Κυριακάδες που μας πηγαίναμε στην Εκκλησία. Έδωσα και τη φουστανέλλα και τη λευκάνανε. Είχα γίνει σωστός εύζωνας.

Εκκλησιασμός την Κυριακή. Κυριακάτικη έξοδος
Την Κυριακή μας βάζανε στη γραμμή κατά τετράδες και μας επιθεωρούσε ο αξιωματικός, εάν ήμασταν όλοι καλοντυμένοι και περιποιημένοι. Κινάγαμε, μπροστά οι Σαλπιγκταί, κοντά ο Επιλοχίας και από τα πλάγια ο αξιωματικός της υπηρεσίας με βήμα κανονικό και με τα προκιαστά τσαρούχια, που βροντάγανε σαν τις μπότες των Γερμανών. Βαδίζοντας μέσα στην πόλη, καμαρώνοντας που βλέπαμε τα κορίτσια να μας κοιτάνε από τα μπαλκόνια, φθάναμε στην Εκκλησία Άγιο Νικόλαο (Εικ.3). Εκεί πήγαινε ο Λόχος μας.
Γυρνώντας το μεσημέρι τρώγαμε. Έκτοτε ήμασταν ελεύθεροι όλη την μέρα κάνοντας περιπάτους στην πόλη και προς τα Πηγαδούλια (Εικ.4) σε κανένα εξοχικό. Τότε σπίτια δεν υπήρχαν απάνω από το Γυμνάσιο, όλο περιβόλια και 2-3 εξοχικά κέντρα (1914). Νερό ακόμα είχανε της Δίβρης. Τότε ανέλαβε Δήμαρχος ο Ιωάννης Μακρόπουλος, που ο πατέρας του έφτιαχνε σκούφιες σε ένα μαγαζάκι μέσα στα Στενά. Κατόρθωσε λοιπόν ο Μακρόπουλος με χίλια εμπόδια και έφερε το νερό από το Γοργοπόταμο. Σώθηκε η Λαμία και σήμερα τον σχορνάνε…

Κατάταξη σε Λόχους. Εκπαίδευση. Πως σχηματίσθηκε το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων.
Μετά από λίγο διάστημα ο Συνταγματάρχης μας, έκανε διαλογή στους άνδρες. Έβγαλε τους ψηλούς με τη σειρά από τον 1ο Λόχο μέχρι τον 8ο, ανάλογα με τα αναστήματα για την ομορφιά των Λόχων. Το ίδιο κατά διμοιρίας. Κοίταζες όλοι οι Λόχοι είχανε τα κανονικά τους αναστήματα.
Εμένα και τον Ηλία Νέλλα καθώς και τον Μπότσικα που ήμασταν κοντοί, μας ρίξανε στον 8ο Λόχο. Εκεί όμως πετύχαμε ένα καλό Λοχαγό, που τον λέγανε Θανασέλο καθώς και ένα Επιλοχία που τον λέγανε Κρούμαλη από το Λιδωρίκι, επίσης και αυτός πολύ καλός. Εγώ πιο τυχερός που με ρίξανε σε ενωματία. Είχα Ενωματάρχη τον Κώστα Καρκάνη και αυτός καλός. Με πήρε δίπλα στο δικό του κρεββάτι και τα περνάγαμε καλά.
Σε αυτόν τον Λόχο κάνοντας λοιπόν σκοποβολή, έτυχε χωρίς να το καταλάβω και πήγα πρώτος. Και αμέσως με βγάζουνε για τα πολυβόλα του 2ου Λόχου. Κάθε Τάγμα είχε και από ένα Λόχο πολυβόλων. Εκεί πάλι ήτανε Λοχαγός ο Δροσόπουλος. Άρχισα τώρα άλλα γυμνάσια από τη σκοποβολή πάλι με τα πολυβόλα. Και εκεί πήγα καλά, ταχεία φόρτωση των πολυβόλων και τα εξαρτήματά τους στα μουλάρια κ.λ.π.. Τελείωσε και αυτή η εκπαίδευση και όλα τα γυμνάσια. Άρχισαν πλέον να μας βγάζουνε σκοπούς σε διάφορες θέσεις, όπως σκοπούς νυκτός και στις φυλακές.
Το Σύνταγμα είχε ονομαστεί 5ον 42 Σύνταγμα Ευζώνων. Είχε σχηματιστεί από ένα Τάγμα του Τυρνάβου. Τότε στον Τύρναβο πριν γίνει ο Βαλκανικός Πόλεμος υπηρετούσε ένας πρώτος εξάδελφός μου, Αποστολόπουλος από τον Ασβέστη, τότε ήτανε Λοχίας. Υπηρετούσε μαζί με τον Κονδύλη και Πλαστήρα, καθώς και μαζί με τους διοικητάς των Λόχων, Δεκανείς. Όταν κατετάγην και πέρασε αρκετός καιρός, κατέβασε μια μοίρα στη Λαμία. Ήλθε και με βρήκε και μου λέγει:
-Ποιόν έχεις Λοχαγό;
-Τον Δροσόπουλο, του λέγω.
-Πάμε μαζί, μου λέγει, τώρα στην απάνω πλατεία [εννοεί την πλατεία Ελευθερίας]. Ήμασταν μαζί γνωριζόμαστε όλοι από τον Τύρναβο. Με όλους τους Λοχαγούς ήμασταν Δεκανείς. Έλα, μου λέγει.
Σημειωτέον ήταν ένας θαραλέος άνδρας, μορφωμένος και πολύ συμπαθητικός. Εγώ συστιλλιόμουν να πάγω μέσα σε τόσους αξιωματικούς αλλά με παίρνει από το χέρι και πάμε. Μόλις φτάσαμε εκεί, εγώ τραβήχτηκα. Με είδαν οι αξιωματικοί και γελάσανε. Αυτός με τράβηξε και με πήγε κοντά τους πάλι.
-Γειά σας, τους είπε.
-Γειά σου Κώστα, του είπανε όλοι.
Μας δόσανε καρέκλες και καθήσαμε. Μας κεράσανε ούζο και τους λέγη:
-Τον βλέπετε αυτόν; Αυτόν τον έχω πρώτον εξάδελφο και απαιτώ να τον προσέχετε όλοι ιδιαιτέρως.
Λέγει στον Δροσόπουλο:
-Να τον κάνεις και Δεκανέα και να του δίδης άδεια, όποτε χρειάζεται.
-Ευχαρίστως, λέγει ο Δροσόπουλος, είναι καλό παιδί και θα τον προσέχω.
Και πράγματι, εφόσον είχανε τελειώσει τα γυμνάσια, με άφηνε ελεύθερο. Καθόμουνα στο γραφείο, βοηθούσα τον αποθηκάριο, τον σιτιστή και πήγαινα και στο σπίτι του κοντά στην πλατεία Λαού. Είχε τρία χρόνια παντρεμένος, την αδελφή των Μεγαλιών, που είχαν το μακαρονάδικο στο σημερινό Κρόκο. Πήγαινα λοιπόν στο σπίτι, έπαιρνα τη μικρή κόρη του, την Αλεξάνδρα, και την έβγαζα βόλτα μέχρι το γραφείο του Λόχου. Ήτανε στο σταθμό από πάνω, κάτω από τα σημερινά κτίσματα του Μπούκα. Τότε ήτανε μία μαντρόπορτα με πολλή μάντρα και στο βάθος ένα σπίτι. Το είχε κάποιος που λεγότανε Ξηρός και είχε πολλά πρόβατα στα Καλύβια.

Αρρώστεια και θάνατος του πατέρα
Έτσι λοιπόν πέρναγα τον καιρό μου πέρνοντας και άδεια τακτικά και πήγαινα στο χωριό. Είχαμε καταταγεί τον Οκτώβριο (1914) και τώρα βαδίζαμε το 1915, οπότε ο πατέρας μου όλο πονούσε στην κοιλιά και τα πόδια. Ο γιατρός που φέρανε στο χωριό, του έλεγε για λουτρά. Τότε εγώ παρήγγειλα του Βασίλη και τον έφερε στη Λαμία. Τον πήγαμε στο ξενοδοχείο και καλέσαμε 3 γιατρούς. Θυμάμαι τον Παπακωνσταντίνου και κάποιον νέον, Καργιαμπά. Διαπίστωσαν όγκο στο στομάχι. Μας λένε:
-Τραβάτε για την Αθήνα για εγχείρηση.
Τον παίρνει ο Βασίλης, τον βάζη σε νοσοκομείο. Κάνανε εξετάσεις και διάγνωσαν τον καρκίνο. Λένε στο Βασίλη:
-Δεν είναι για ζωή. Και να τον ανοίξομε, ίσως πεθάνη εδώ. Κι έτσι πάρε τον στο χωριό να πεθάνη στο σπίτι του.
Τον έφερε στο σπίτι και υπέφερε από πολλούς πόνους.
Μέχρι το 1916 τον Αύγουστο που εγώ βρισκόμουν στη Λαμία, φύλακας κάτι αποθηκών, διότι τα στρατεύματα λόγω Κατοχής της Αντάν τα απομόνωσαν στην Πελοπόννησο, είχα την ευκαιρία και πήγαινα τακτικά στο χωριό και τον έβλεπα. Την τελευταία φορά που πήγα ήτανε σχεδόν στα πρόθυρα του θανάτου. Και όταν τον αποχαιρέτησα, με αγκάλιασε κλαίγοντας και δεν με άφηνε να φύγω, ώσπου επενέβη η μάνα μου και έφυγα. Πήγα στη Λαμία στις αποθήκες που ήτανε στην Ξηργιώτισσα. Τις φυλάγαμε εγώ κι ένα παιδί από τη Γιανιτσού, Στέφανος Καραμπέτσας. Μόλις με είδε με ρωτάει:
-Τι γίνεται ο πατέρας σου;
-Ετοιμοθάνατος, του λέγω.
Και λέγει:
-Δεν καθόσουνα ακόμα; οι αποθήκες άδειες είναι. Τράβα πάλι πάνω. Να βρεθής τουλάχιστον στα τελευταία της ζωής του.
Την άλλη μέρα μπαίνω στο τραίνο και κατεβαίνω στην Καΐτσα διότι από εκεί μας φενότανε καλύτερη η διαδρομή. Και μόλις έφθασα στην Παλαιά Γιανιτσού πιο κάτω, συναντώ τον Ευθ. Κοτρονιά. Και μου λέγει:
-Για σου και σε συλλυπούμαι για τον πατέρα σου. Πέθανε σήμερα το πρωΐ αλλά δεν πιστεύω να προλάβης την κηδεία.
Τρέχω λοιπόν και μόλις έφτασα στον Άγιο Ιωάννη, που είναι απέναντι με το Νεκροταφείο, είδα πως τελειώσανε και φεύγανε για το σπίτι. Τότε βάδισα και εγώ και τον πρόλαβα από κάτω από το σπίτι. Και ήτανε ο θείος μου Νίκος από τον Ασβέστη, αδελφός του πατέρα μου, η μάνα μου και άλλοι συγγενείς. Με πήρανε τα κλάματα και με καθησύχασε ο θείος μου. Πήγαμε στο σπίτι, καθήσαμε, κάναμε τραπέζι για την κηδεία. Συζητώντας, όλοι μας παραδεχτήκαμε το θάνατό του, εφόσον η ζωή του ήτο ανυπόφορη από τους πολλούς πόνους.

Επιστράτευση του 1915-Ερχομός του Φώτη στη Λαμία από την Κωνσταντινούπολη.
Στο 1915 που βρισκόμουν στο Λόχο Πολυβόλων, στο Δροσόπουλο, έγινε επιστράτευση ενόψει του Ευρωπαϊκού Πολέμου, που είχε κηρυχθή το 1914. Ήλθανε τότε πολλοί έφεδροι καθώς και ο αδελφός μου Βασίλης. Και συχνάζαμε όλοι οι συμπατριώτες στου Μπαρμπαγιάννη το καφενείο, που ήτανε στο απάνω μέρος της Σιταγοράς, σημερινού Πάρκου (Εικ.5). Ήτανε ωραίο καφενείο με μεγάλη αίθουσα. Συχνάζαμε όλα τα βράδυα και πέζαμε χαρτιά, Κολτσίνα. Στον πάγκο του ταμείου καθόταν η κόρη του Μπαρμπαγιάννη, που την κορτάριζε ο Επιλοχίας Στρωματιάς. Στεκότανε μπροστά στον πάγκο τακτικά, ώσπου την κατάφερε και την στεφανώθηκε. Έγινε και αξιωματικός. Έφτασε μέχρι Ταγματάρχης και αποστρατεύθηκε. Ήτανε της κλάσεως ’13. Τον θυμόμουνα που ήτανε ζωηρός, πηγαίναμε μαζί στο σχολείο.
Τότε που βρισκόμασταν στη Λαμία, ήλθε και ο αδελφός μου Φώτης από την Πόλη. Βλέποντας τότε, που με την επιστράτευση είχε γεμίσει η Λαμία στρατό, την πολλή δουλειά στα καφενεία και εστιατόρια και γνωρίζοντας από τέτοια επαγγέλματα, μας ήλθε η σκέψη να ανοίξουμε ένα εστιατόριο τύπου ταβέρνα. Όλα σχεδόν αυτού του τύπου ήτανε.
Αγοράζομε λοιπόν ένα τέτοιο στα στενά που ήτανε πολλές ταβέρνες, με τα λεπτά που είχα από την Πόλη καθώς και λίγα από την προίκα του Βασίλη. Ήτανε σε καλή θέση. Ο προκάτοχός που το είχε, ήτανε καλός επαγγελματίας και είχε πελατεία. Του αγοράσαμε τα έπιπλα και τα μαγειρικά σκεύη και βάλαμε τον Φώτη μαζί με ένα ηλικιωμένο φίλο μας από την Πόλη, Σερετάκη. Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά. Και ελπίζαμε, όταν απολυθούμε από το στρατό, να μείνουμε εκεί.
Δυστυχώς όμως, όταν αργότερα έληξε η επιστράτευση, έπεσαν απότομα οι δουλειές. Σταμάτησαν τα πάντα καθώς και η δουλειά στο μαγαζί μας. Έφυγε και ο Σωτήρης και έμεινε μόνος του ο Φώτης. Δεν μπορούσε να το εργασθή μόνος του. Αναγκασθήκαμε και το κλείσαμε πωλώντας κακήν κακώς τα έπιπλα καθώς και τις κατσαρόλες. Από αυτές κρατήσαμε 2-3 και τις έχομε ακόμα για ενθύμιο, επειδή είναι χαλκοματένιες.
Αργότερα απολύεται και ο Βασίλης. Πήγε στο χωριό με τον Φώτη. Εγώ έμεινα ακόμα στη Λαμία.

Στην Αθήνα και στον Άνω Ωρωπό.
Έκαμε το Σύνταγμά μας μία μετάθεση στην Αθήνα. Είχαμε κατασκινώσει μπροστά στη Σχολή Ευελπίδων. Ήτανε ακάλυπτο όλο το μέρος, δεν υπήρχαν τότε, το 1915, καθόλου κτήματα. Όταν κατασκηνώσαμε, με στέλνει ο Λοχαγός μου Δροσόπουλος να πάω στην Ομόνοια στο ζαχαροπλαστείο «Τα βουστάσια», το μόνο στην Αθήνα Πολυτελείας, εκεί εργαζότανε ο αδελφός του Τάκης.
Πήγα λοιπόν τον βρήκα. Με κάθισε σε ένα τραπέζι και με σερβίρισε πάστα. Τα μάτια όμως των θαμώνων με κοίταζαν. Με θαύμαζαν για τα ρούχα των ευζώνων που φορούσα, όλα μεταποιημένα στο σώμα μου. Τσαρούχια ωραία τυρναβήτικα! Προσεφέροντο πολλοί να με κεράσουν. Κάθισα λίγο. Μετά μου έδωσε το σχετικό δεματάκι με διάφορα γλυκά ο αδελφός του και πήγα του Λοχαγού μου.
Από εκεί μας πήγανε στον Άνω Ωρωπό να φυλάμε τον δρόμο που ερχότανε από τη Σκάλα, μήπως κάνουνε απόβαση οι Εγγλέζοι και μας απαγάγουν τον Βασιλέα Κωνσταντίνο. Διότι τότε είχανε διαφωνήσει με τον Βενιζέλο που ήτανε με την Ανταν και ο Κωνσταντίνος με τη Γερμανία διότι είχε αδελφή του Κάϊζερ και ως εκ τούτου δηλώσανε ουδετερότητα. Ο Βενιζέλος κατόπιν πήγε στη Θεσσαλονίκη και ίδρυσε Νέα Κυβέρνηση 1916-1917, την Εθνική Άμυνα. Κατόπιν κατέλησε το καθιστώς των Αθηνών. Άρχισαν Εγγλέζοι και Γάλλοι να μεταφέρνουν στρατό και υλικό μέσω Ιτέας έως το Μπράλο. Από εκεί στο τραίνο και στη Θεσσαλονίκη, όπου κοντά ήτανε οι Γερμανοβούλγαροι, στον Στρυμόνα. Αργότερα πήγαμε και εμείς.

Απόλυση
Εν τω μεταξύ απολύομαι και εγώ, καθότι δεν υπήρχε πόλεμος και πήραν άλλη ηλικία, όπως τον Φώτη. Πήγα στο χωριό και εργαζόμουνα μαζί με τον Βασίλη τα ολίγα κτήματα. Μέναμε λοιπόν και οι δύο στο χωριό ενώ ο Φώτης στρατιώτης.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


ΕΙΚΟΝΕΣ




Εικ.1. Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Λαμίας το 1906 αμέσως μετά την αποπεράτωσή του.



 Εικ.2. Αμπλιανίτισσες με κάτασπρα τσεμπέρια, μαλλίνες, σιγκούνια και κάλτσες χιονάτες πλεγμένες με τις 4 καλτσοβελόνες. Πηγαίνουν για ρείκια και πουρνάρια. Πεζές ή καβάλα δεν σταματούσαν το τραγούδι, το πλέξιμο και το γνέσιμο. Η φωτογραφία είναι του 1930.



 Εικ.3. Η συνοικία του Αγίου Νικολάου το 1930 (Φωτογραφία Γιώργου Παπακώστα). Διακρίνεται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου με το καμπαναριό της. Υπήρξε μητρόπολη της Λαμίας από το 1834 έως και το 1923. Εκεί εκκλησιαζόταν το 1914 Λόχος του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων.



 Εικ.4. Τα Πηγαδούλια σε παλιά φωτογραφία.



 Εικ.5. Πλατεία Σιταγοράς (σήμερα πλατεία Πάρκου) το 1910: παζάρι του  Σαββάτου.


ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ


Εικ.1. Από το βιβλίο: Νικ.Ταξ. Δαβανέλλος, ΛΑΜΙΑ, η ρεκλάμα (1850-1967), Αθήνα 1999, σελίδα 66.
Εικ.2. Από το βιβλίο: Νικ.Ταξ. Δαβανέλλος, Λαμία: Το χρονικό μιας πόλης, Αθήνα 1994, σελίδα 265.
Εικ.3. Από το βιβλίο: Νικ.Ταξ. Δαβανέλλος, Λαμία: Το χρονικό μιας πόλης, Αθήνα 1994, σελίδα 86.
Εικ.4. Από: ΔΕΥΑ Λαμίας.
Εικ.5. Από το βιβλίο: Νικ.Ταξ. Δαβανέλλος, ΛΑΜΙΑ, η ρεκλάμα (1850-1967), Αθήνα 1999, σελίδα 6.



ΠΗΓΗ


Οικογενειακό αρχείο Αναστασίου Παπανικολάου.
(Ευχαριστούμε τον κ.Τάσο Παπανικολάου για την άδεια δημοσίευσης των Απομνημονευμάτων).