Ο Πέτρος Ε. Βρυζάκης καταγόταν από τη Θήβα. Ο παππούς
του Πέτρος απαγχονίστηκε το Μάϊο του 1821 από τους Τούρκους. Ο πατέρας του Ευθύμιος,
μετά τον απαγχονισμό του πατέρα τους, μεγάλωσε με τον αδερφό του Θεόδωρο στο
Ορφανοτροφείο που ίδρυσε ο Καποδίστριας στην Αίγινα. Ο Θεόδωρος
(1814-1878) το 1832 έφυγε στο Μόναχο της Γερμανίας. Πρόκειται για το γνωστό
ζωγράφο θεμελιωτή της «Σχολής του Μονάχου», ο οποίος απεικόνιζε θέματα της
Επανάστασης του 1821.
Ο Πέτρος Ε. Βρυζάκης (ανεψιός του Θεοδώρου) έλαβε
μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του
1897 με το βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού. Σπούδασε νομικά, «..ήμην οπαδός της
Θέμιδος…», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Το τυπικό αυτό προσόν ενίσχυσε την
πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί ως αστυνόμος, πράγμα το οποίο απευχόταν, το ζήτησε
μάλιστα προσωπικά και από το στρατηγό Μακρή. Επιθυμούσε σφόδρα την τοποθέτησή του σε μάχιμη στρατιωτική μονάδα «...καθ' ήν ώραν η πατρίς είχεν ανάγκην ημών αλλαχού...», όπως αναφέρει αυτολεξεί. Πράγματι τοποθετήθηκε στον 1ο
Λόχο του ΙΙΙου Τάγματος του 2ου Συντάγματος Πεζικού. Λοχαγός του
ήταν ο Α. Βουλγαράκης[1], ο οποίος
τραυματίσθηκε κατά την έναρξη του πολέμου στο Γκριτζόβαλι. Τη διοίκηση του
λόχου ανέλαβε την ημέρα του Πάσχα ο υπολοχαγός Ιωάννης Παπακυριαζής[2]. Ταγματάρχης του ήταν ο «δραστηριότατος» Πριονιστής[3] και συνταγματάρχης του ο «γηραιός» Λιάσκας[4].
Στο βιβλίο του «Πολεμικαί
Εικόνες. Μία σελίς του Ελληνοτουρκικού πολέμου 1897. Πρόσωπα και πράγματα»,
που κυκλοφόρησε το 1898, ένα έτος μετά το τέλος του πολέμου, καταγράφει τις
εντυπώσεις του. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «….Θα περιγράψω συντόμως τα γεγονότα,
όσα κυρίως υπέπεσαν εις την άμεσον αντίληψίν μου, γυμνά, όπως έλαβον χώραν,
αποφεύγων κατά το δυνατόν και όπου δυνατόν τας κρίσεις….». Πραγματικά,
περιγράφονται λεπτομερώς γεγονότα, κάποια από τα οποία εντυπωσιάζουν από τον
καθαρά ανθρώπινο χαρακτήρα τους, όπως η μαρτυρία του για περιστατικό αναγνώρισης
νεκρού: «….Εις Δερβέν Φούρκα ενώ διέτασσον απαθώς στρατιώτας να φέρωσι μακράν
φονευθέντα εκεί συνάδελφό των, ο εις τούτων γονατίσας πρό του θερμού έτι νεκρού
έρρηξε κραυγήν σπαρακτικήν: ο αδελφός μου κ.ανθυπολοχαγέ! ….»
Με το 2ο Σύνταγμα Πεζικού πολέμησε στο
Λοσφάκι και κατά την οπισθοχώρηση μέσω Λάρισας, Φαρσάλων και Δομοκού κατέληξε
μαζί με τον υπόλοιπο Στρατό της Θεσσαλίας στα πρόθυρα της Λαμίας.
Όπως αναφέρει, στο Σύνταγμά του υπήρξε υποδειγματική
πειθαρχία, ιδιαιτέρως του ΙΙΙου τάγματος, που υπηρετούσε ο ίδιος. Μάλιστα ο ταξίαρχος
Δημόπουλος και ο Διάδοχος επανηλλειμένα συνεχάρησαν στα Φάρσαλα τον διοικητή
του τάγματος ταγματάρχη Πριονιστή. Ειδικότερα, ο Διάδοχος τον συνεχάρη ενώπιον όλου
του 2ου Συντάγματος για τη λαμπρά και θαρραλέα στάση του στο
Λοσφάκι.
Από το βιβλίο του αναδημοσιεύεται εκτενές απόσπασμα,
στο οποίο αναφέρονται γεγονότα και περιστατικά που συνέβησαν στη Φθιώτιδα.
Στο Α΄ Μέρος της αναδημοσίευσης παρατίθενται τα
γεγονότα από την οπισθοχώρηση από Δερβέν Φούρκα έως την άφιξή του στη Λαμία.
Ειδικότερα περιγράφονται:
-Ανάπαυση στη Δερβέν Φούρκα και περιγραφή της άνισης
μάχης που ακολούθησε εκεί.
-Υποχώρηση και συνεχής νυκτερινή πορεία. Άφιξη και
διέλευση από το χωριό Νταϊτσιά (σήμερα Αγριλιά). Διέλευση από το
χωριό Μπεκή (σήμερα Σταυρός).
Διέλευση από το χωριό Καλύβια
και άφιξη στη Λαμία.
Ακολουθεί το κείμενο:
«Την 11/2 μετά το μεσονύκτιον ήλθεν η
διαταγή προς υποχώρησιν και την 2αν ώραν ανεχωρήσαμεν προς την Δερβέν Φούρκαν.
Το ωχρόν φως της σελήνης εφώτιζε τα απαίσια βήματά μας, την ελεεινήν φυγήν μας.
Και τώρα τα στήθη όλων εφούσκωνε κύμα αγανακτήσεως, και βλασφημίαι στρατιωτών
εις έκαστον παραπάτημα εδείκνυον την απελπισίαν των και την συναίσθησιν ότι διά
να μην υπερασπίσουν μερικοί ως έδει και μέχρις εσχάτων το Κιτίκι και τον Τσατμά
κατεδικάζετο όλη η Ελλάς εις την ατίμωσιν και το αίσχος. Εβαδίζομεν σχεδόν επί
της γραμμής της ενούσης τας δύο άκρας της οδού Δομοκού-Λαμίας, ήτις οδός
σχηματίζει καμπύλην προς δεξιά και δι’ ατραπού διά μέσου των λόφων των προς
μεσημβρίαν του Δομοκού υψουμένων. Την 3 1/2 της πρωΐας ώραν
εφθάσαμεν έξωθεν του χωρίου Αρχάνι. Εκεί ενώ το τάγμα μας, επί κεφαλής του
συντάγματος, εβάδιζεν εν πλήρει τάξει, έξαφνα ακούομεν την φωνήν του ταξιάρχου
μας κ.Δημόπουλου αποτεινομένου οργίλως προς τον ταγματάρχην μας.
-Κύριε Πριονιστή, τι κατάστασις είνε αυτή, έβαλες το
κεφάλι κάτω και τραβάς για τη Λαμία. Που είνε το τάγμα σου; να σταματήσετε.
-Αλλά κ.ταξίαρχε, δεν είχα διαταγή να σταματήσω· το
τάγμα είνε εντάξει.
-Δεν τα ακούω εγώ αυτά, συντάξατε το τάγμα σας.
Όλοι κατεπλάγημεν από την άδικον μομφήν του ταξιάρχου,
τον οποίον όλοι εγνωρίζομεν ως αυστηρόν αλλά και δίκαιον εν τη υπηρεσία.
Εν τούτοις η εξήγησις εδόθη κατόπιν εν Δερβέν Φούρκα.
Εκεί ενώπιον του συντάγματος, αφού ο κ.Δημόπουλος έδωκε διαταγήν τινα εις τον
ταγματάρχην μας, προσέθηκε.
-Σε επέπληξα εις το Αρχάνι, κ.Πριονιστή. Σε αγαπώ πολύ
και δεν μου φάνηκε καλά που έσπευδες κατά την πορείαν. Δεν έχω κανέν παράπονο
μαζή σου.
Εκείνην εν τούτοις την στιγμήν, εις Αρχάνι, επικράθηκε
όλο το τάγμα διά την άδικον επίπληξιν.
Εμείναμεν εκεί, συνταχθέντες, μέχρι της 5ης
της πρωΐας ώρας. Εν τω μεταξύ είχεν εξημερώσει και τα διάφορα σώματα εβάδιζον
εκ των δεξιά και αριστερά μας μικρών οδών προς Δερβέν Φούρκαν. ήτο μαγευτική
εκείνη η θέσις, κατάφυτος από κατάχλωρα δένδρα και χλόην. Ενώ ανεπαυόμεθα εκεί
διήρχετο έφιππος ο υπολοχαγός του Πεζικού Αναγνωστόπουλος Δ.
-Τα έμαθες Γιάννη, λέγει προς τον διοικητήν του λόχου
μου υπολοχαγόν Παπακυριαζήν. Στην Ήπειρο πολεμάνε γερά, όχι σαν και ’μας εδώ.
Διάβασε εδώ να ιδής. Τριανταδύο αξιωματικοί εφονεύθησαν και επληγώθησαν ’ς το
Γρίμποβο.
Επήραμε πράγματι την εφημερίδα, την οποίαν κρατούσε,
άγνωστον που προμηθευθείς αυτήν, ο υπολοχαγός και είδομεν εκεί την άλυσιν των
ονομάτων των αξιωματικών των φονευθέντων και πληγωθέντων.
Έπειτα εξακολουθών τας σκέψεις του ο ρηθείς υπολοχαγός
προσέθεσε.
-Και εμείς αιωνίως υποχωρήσεις. Τι να σας ’πω, αδερφέ,
ο Θεός μας έστειλε αυτόν τον Ετέμ Πασά. Φαίνεται ότι αυτός ο άνθρωπος δεν έχει
περισσότερο μυαλό από ’μας, αλλοιώς θα μας είχε όλους πιασμένους. Μας περνάει
για στρατηγούς φαίνεται και μας φοβάται. Τώρα βέβαια άλλαις δέκα ’μέραις θα
περιμένη να μας επιτεθεί κατά τα συνηθισμένα.
Πόσον ηπατάτο ο αξιωματικός και όλοι μας απέδειξεν η
μεσημβρία της αυτής ημέρας.
Περί την 5ην πρωϊνήν ώραν, αφού διήλθον όλα
σχεδόν τα τμήματα, εκινήσαμεν πάλιν εν πλήρει τάξει προς την Δερβέν Φούρκαν.
Την 7 ½ εφθάσαμεν πλησίον του χωρίου
Παλαμά, επί των υπωρειών της Όθρυος κειμένου. Εκεί είχε συγκεντρωθή άπαν το
στράτευμα, όπερ κατά τμήματα κατόπιν ανήρχετο την μεγάλην αμαξητήν οδόν, την
διά των στενών της Όθρυος άγουσαν εις Λαμίαν. Δεξιά και αριστερά της οδού
υψούνται αλλεπάλληλοι λόφοι, οι μεν υψηλότεροι των δε καθόσον ανερχόμεθα προς
τας κορυφάς του βουνού. Την οδόν μετά του βαδίζοντος στρατού επλημμύρουν τα
κάρρα της περιφήμου Επιμελητείας και πλήθος ποιμνίων και αγέλαι βοών,
δυσχεραίνοντα λίαν την πορείαν. Την 9ην π.μ. το Σύνταγμά μας έφθασεν
εις το χάνι Δερβέν Φούρκας, το καλούμενον Δραχμάναγα, (Αδρουραχμάν-αγά) και
μετά ημίσειαν έτι ώραν κατηυλίζετο εντός μικράς κοιλάδος, πλησίον δε εκεί
κατηυλίσθησαν και τα πλείστα των σωμάτων άτινα προηγήθησαν ή έφθασαν κατόπιν
ημών.
ΔΕΡΒΕΝ
ΦΟΥΡΚΑ
Μετά τον σχηματισμόν των πυραμίδων διενεμήθη άρτος και
κρέας. Οι στρατιώται καθ’ ομάδας ήναψαν πυράς και έψησαν το κρέας των και μετά
τον δείπνόν των διεσκορπίσθησαν υπό τα πυκνά δένδρα και ανεπαύοντο. Ενόμιζε
κανείς ότι είχομεν εκδράμει έως εκεί χάριν αναψυχής· τόσον αφρόντιδες ήσαν
στρατιώται και αξιωματικοί, ανώτεροι και κατώτεροι. Ημείς, αφού εγένετο η
διανομή του συσσιτίου των ανδρών, κατήλθομεν εντός της ρεμματιάς και υπό την
σκιάν υπερμεγέθους πλατάνου εγευματίσαμε, εβγάλαμε τής μπότταις μας, πράγμα
σπάνιον, και εξηπλώθημεν μακαρίως επί της κουβέρτας.
-Μην κοιμηθής γιατί θα σε σύρω με την κουβέρτα ’ς το
αυλάκι να κάνης μπάνιο, μου λέγει ο Πύργος γελών.
-Μακάρι να μούκανες αυτή τη χάρι, διότι το σώμα μου
έχει κάμει διαζύγιο με το νερό από ένα μήνα τώρα και ’ς το δέρμα μου μπορούν να
φυτρώσουν σπανάκια, του απαντώ με μισόκλειστα μάτια.
-Κοιμήσου, μου λέγει ο λοχαγός του 4ου
λόχου κ.Πετρόπουλος, και όπου είνε ο Ετέμ έρχεται και σε ξυπνάει.
-Κακή προφητεία, κ.Λοχαγέ. και δεν μας βρίσκεται ούτε
ναργιλές να τον τρατάρωμε.
Ο αδελφός μου ήδη ερρογχάλιζε ’ς το πλάϊ μου και μετ’
ολίγον τον εμιμήθην αδελφικώτατα.
Περί την 2αν μ.μ. ώραν εξύπνησα από τον θόρυβον, τον
οποίον έκανε ο Πύργος. Είχε ανάψει φωτιά και προσπαθούσε να ψήση καφέ εις ένα
μπρίκι σκουριασμένο για να πιή με τον λοχαγόν του.
-Κύριε λοχαγέ, λέγω εις τον κ.Πετρόπουλον, δεν θα
μείνη και για μένα καμμιά ρουφλιά καφές;
-Αμ κάτι θα μείνη και για σένα. Σε ξέρω πως είσαι
μπεκρής ’ς το μαυροζούμι.
Πράγματι τα δύο φλιντσάνια έγιναν τρία και εγεύθην κι
εγώ του πολυτίμου ποτού. Εννοείται ότι επερίμενα και έπιον οι άλλοι πρώτα,
διότι δεν υπήρχε παρά ένα και ακριβό πήλινο φλιντσάνι.
-Κύριε ανθυπολοχαγέ, μου λέγει ο εθελοντής στρατιώτης
και δικηγόρος Πετρόπουλος, έφαγα τον κόσμο να σας ζητώ. Θέλετε να κάμετε γράμμα
για το σπήτι σας, έκαμαν και τα άλλα παιδιά (εννοούσε τους λοιπούς εθελοντάς).
Να τα βάλωμε εις ένα φάκελλον και να τα στείλωμε ’ς τον κ. Έσσλεν που πάνε
τόσος κόσμος ’ς τη Λαμία, για να τα στείλη ’ς τας Αθήνας. Μπορεί εδώ να μείνωμε
πολλάς ημέρας.
Έγραψα με το μολύβι το γράμμα ότε έρχεται ένας λοχίας
και λέγει αποτεινόμενος προς τον λοχαγόν Πετρόπουλον:
-Κύριε λοχαγέ, δεν εμάθατε ακόμη τίποτε; Ο Τούρκος μας
επήρε ’ς το κοντό.
-Λοχία, να πας ν’ αστειευθής αλλού, του λέγω
επιπληκτικώς, ας λείψουν η εξυπνάδες.
-Κύριε ανθυπολοχαγέ, δεν αστειεύομαι, ρωτήστε να
μάθετε καλλίτερα.
Δεν είχα ανάγκη να ρωτήσω πλέον. Η κίνησις ήν
αντελήφθην εγερθείς ήτο ενδεικτική ότι κάτι σπουδαίον συνέβαινε. Από τα διάφορα
μέρη του δάσους, εις τα οποία είχον διασπαρή οι στρατιώται, συνέρρεον δρομαίοι
προς τους καταυλισμούς των, ανήσυχοι, φοβισμένοι.
-Κύριοι αξιωματικοί, ο ταγματάρχης διατάσσει να έλθετε
επάνω αμέσως, μας λέγει ασθμαίνων λοχίας του τάγματός μας.
Ήτο 2 ½ μ.μ. ακριβώς. Ανερχόμενοι συναντώμεν τον
κ.Πριονιστήν.
-Κύριε ταγματάρχα, εις τας διαταγάς σας.
-Εις τας θέσεις σας, να ετοιμασθούν οι λόχοι. Ο εχθρός
μας ηκολούθησε και κατέλαβε μάλιστα και τον παλαιόν στρατώνα και την Αντίνιτσα.
-Μα, κ. ταγματάρχα, ήλθαμε και εχωθήκαμε εδώ μέσα και
δεν κατελήφθησαν οι πρώτοι λόφοι, δεν ελήφθησαν τα στοιχειωδέστερα μέτρα προς
ασφάλειαν του στρατεύματος;
-Εδώ, παιδί μου, κάνει κάθε ένας ό,τι του αρέσει.
Εσπεύσαμεν εις τους λόχους. Εις ολίγα λεπτά οι
στρατιώται ήσαν εις την γραμμήν. Εγένετο εσπευσμένη η διανομή του συσσιτίου. Τι
νομίζετε; Πάλιν κρέας άψητο. Αστειότατο πράγμα. Οι πλείστοι των στρατιωτών το
επέταξαν εις τα πουρνάρια, βλέποντες ότι θα είχαμε πάλι νταραβέρια. Άλλοι για
κάθε ενδεχόμενο το έχωσαν εις τα σακκίδιά των.
Αναμέναμεν διαταγήν. Μετά την πρώτην κίνησιν και τον
θόρυβον της συγκεντρώσεως, αποκατέστη η ησυχία και μόνον ένας ψίθυρος, ωσεί
βόμβος μελισσών, διέτρεχε τάς γραμμάς. Οι στρατιώται χαμηλοφώνως συνομιλούντες ησχολούντο
ο μέν να καθαρίση το όπλον του, άλλος να βάλη λάδι ’ς το κινητόν ουραίον, άλλος
να δέση καλά τον ιμάντα του βεβαρυμένου, από τα φυσίγγια κυρίως, σακκιδίου του,
και άλλος άλλα. Παραπλεύρως των φαλάγγων εθραύοντο κασόνια φυσιγγίων και
διενέμοντο τοιαύτα εις τους άνδρας. Και ήτο πυρετώδης, ταχεία η προπαρασκευή
εκείνη, προπαρασκευή προς αντιμετώπισιν του επερχομένου, του ακολουθούντος, του
καταδιώκοντος εχθρού. Διότι πράγματι, ως προεβλέπετο, η δύναμις ήτις είχεν
εκβιάσει το Κιτίκι και τον Τσατμά, ενισχυθείσα την πρωΐαν και αφού εγνώσθη η
υποχώρησις του Ελληνικού στρατού, διετάχθη ν’ ακολουθήση κατά πόδας τούτον και
να κόψη ει δυνατόν την υποχώρησίν μας. Το τελευταίον δεν κατορθώθη, διότι η
υποχώρησις εγένετο νωρίς και ταχέως, η δύναμις όμως εκείνη, μία ταξιαρχία,
προυχώρησεν αποφασιστικώς πρός την Όθρυν, εύρε γυμνούς και απροφυλάκτους τους
πρώτους λόφους εκατέρωθεν της αμαξητής οδού και κατέλαβεν αυτούς, έκπληκτος
βέβαια με την τακτικήν των Ελλήνων αρχηγών ή μάλλον με της ειμαρμένης την
ευμένειαν πρός του Αλλάχ τα όπλα.
Και τώρα ερωτά κανείς μετ’ απορίας, μετ’ εκπλήξεως.
-Εγένετο λοιπόν μάχη εις τον Δομοκόν αποφασιστική και
η Δερβέν Φούρκα, η παλαιά οροθετική γραμμή, ήτο άνευ στρατού, άνευ φρουράς
τουλάχιστον;
-Μάλιστα, κύριε, απαντούν τα πράγματα.
-Και αν ο στρατός εκάμπτετο εις τον Δομοκόν; αν ηττάτο
εν καιρώ της μάχης;και υπεχώρει ατάκτως, καταδιωκόμενος, που θα εστηρίζετο; που
θα σταματούσε; όπισθεν ποίας δυνάμεως θα εκαλύπτετο ν’ ανασυνταχθή, ν’
αναπνεύση;
-Δεν θα είχε πουθενά να σταματήση, κύριε. Θα έφευγε
διά των στενών της Όθρυος, έπειτα της Οίτης και έπειτα……του Κιθαιρώνος!...
-Και ήτο εν τούτοις εκ των προτέρων η Δερβέν Φούρκα ως
γραμμή αμύνης προωρισμένη;
-Μάλιστα, κύριε, εκ των προτέρων και μάλιστα ωρίζετο η
τελευταία, δηλ. η γραμμή της μέχρις εξοντώσεως αμύνης, της αμύνης της διά πάσης
θυσίας, της αντί της καταστροφής αυτής της ολοσχερούς.
-Μα επί τέλους, και όταν γίνωνται γυμνάσια ακόμη, ο εν
αναπαύσει στρατός σχηματίζει τάς προφυλακάς του, καθιστά δηλαδή το καλούμενον
δίκτυον της ασφαλείας, και εις την Δερβέν Φούρκαν, κατόπιν μάχης, το μέτρον
τούτο, το άλφα της στρατιωτικής τέχνης, δεν εφηρμόσθη;
-Όχι, κύριε, δεν εφηρμόσθη. Αισθανθήτε όσην θέλετε
πικρίαν εις την καρδίαν σας, χύσατε όσα θέλετε δάκρυα άλγους διά την συμφοράν
αυτήν την απαισίαν, την εκουσίαν δύναμαι να είπω, τραβήξετε όσον θέλετε τα
μαλλιά σας, κτυπήσατε όσον θέλετε το στήθος σας υπό απελπισίας και
αγανακτήσεως. Αυτά είνε τα πράγματα, αυτή είνε η αλήθεια η πικρά, η καίουσα.
Όλον το στράτευμα, όλαι αι μεραρχίαι και αι ταξιαρχίαι και τα συντάγματα και τα
πυροβολικά και τα μηχανικά και τα ρέστα, ανερχόμεθα εις έν στενόν, εις ένα
δρόμον με υψηλούς λόφους δεξιά και αριστερά, προχωρούμε ’ς τη Δερβέν Φούρκα,
ευρίσκομε έν ανοικτόν μέρος εκεί μίαν χοάνην και … σταματούμε. Πίσω μας; Δεν βαρυέσαι!
Το συσσίτιο, η ανάπαυσις, ο ύπνος. Αι σκηναί των ανωτέρων στήνονται, μάλιστα
κύριε, αι σκηναί, (ήτον ήλιος βλέπεις), στρατιώται, αξιωματικοί, ταξιάρχαι,
μέραρχοι, όλοι οι Μιχαήλ και οι Γαβριήλ, τεντώνομεν την αρίδα μας·και πίσω μας;
Δεν βαρυέσαι. Δεν τον ξέρομε τον Ετέμ; μετά δέκα ημέρας θα τον περιμένωμεν
ίσως. Άλλως τε θα έγινε ανακωχή. Ανάθεμα αυτόν τον Μάνον μάλιστα, όστις επετέθη
’ς την Ήπειρο, μετά την ανακωχήν και έφερε την μάχην του Δομοκού. Αλλοιώς θα
είχαμε τώρα από τρείς ημέρας την ανακωχήν.
-Μά, αυτά θα ειπήτε, δεν τα σκέπτονται οι διοικούντες
στρατεύματα, τα σκέπτονται αι κυβερνήσεις των κρατών.
-Μάλιστα, κύριε, αλλά ’ς το Ρωμαίϊκο δεν γίνεται έτσι.
Εμείς λογαριάζομε χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Ετέμ είχε άλλην ιδέαν από την ιδικήν
μας και ο στρατός του, ιδού τον, ακολουθεί καταδιώκει, ανέρχεται τα κυριώτερα
υψώματα και ημείς ευρισκόμεθα ως εν κλωβώ και ταρασσόμεθα και απορούμεν και
στενοχωρούμεθα. Μα, να μη μας ειδοποιήση αυτός ο άνθρωπος αδελφέ, ότι θα μας
κυνηγήση!
Μάλιστα, κύριε, αφίνονται όλα εις την τύχην, εις την
ειμαρμένην και μετά το κακούργον έγκλημα του Δομοκού, το κακουργότερον έγκλημα
της Δερβέν Φούρκας, της Φούρκας εις την οποίαν ηωρείτο το σχοινί, εις το οποίον
προώρισαν να πνίξουν το έθνος. Και οι αίτιοι; και οι υπεύθυνοι του λάθους
τούτου; Ζήτησέ τους, αναγνώστα, εις την σκέψιν την ψυχράν την οποίαν θα κάμης
λαμβάνων υπ’ όψιν τα πράγματα· τα πράγματα δε είνε αυτά, γυμνά, ακάλυπτα,
τετράγωνα.
Και ήρχισαν αι σπασμωδικαί κινήσεις, αι σπασμωδικαί
διαταγαί και αντιδιαταγαί.
Την 3 ½ ακριβώς ώραν διατάσσεται το τάγμα μας να
καταλάβη τους αριστερά της οδού (καθώς κατερχόμεθα) λόφους.
Μόλις ανήλθομεν είδομεν απέναντι, προς την μονήν της
Αντίνιτσας, τας γραμμάς τάς τουρκικάς ανερχομένας προς κατάληψιν των λόφων και
τοποθέτησίν των επ’ αυτών.
Κατελάβομεν και ημείς τους πρώτους λόφους και επειδή
δεν εθεωρήθησαν κατάλληλοι, διετάχθημεν και κατελάβομεν τους αμέσως
υψηλοτέρους.
Εις το δεξιόν της κορυφογραμμής των λόφων προς την
οδόν ετοποθετήθη ο 4ος λόχος, αριστερά οι δύο άλλοι λόχοι, κατόπιν ο
ιδικός μας και διακοπτομένης εκεί της γραμμής, ήτο τοποθετημένον μάλλον
αριστερά ημών το 2ον τάγμα του συντάγματός μας. Επί της γραμμής του
πυρός είχον ταχθή αι δύο διμοιρίαι εκάστου λόχου, αι δε δύο άλλαι
ετοποθετήθησαν εις εκατόν περίπου μέτρων απόστασιν όπισθεν, εις χαμηλόν μέρος,
προστατευόμενον ασφαλώς από του πυρός. Την 4 μ.μ. ακριβώς ήρξατο του πυρός το
τουρκικόν πυροβολικόν κατά του ημετέρου λόφου από πυροβολείου κατασκευασθέντος
επί λόφου χαμηλωτέρου εκείνου, τον οποίον κατείχε το τουρκικόν πεζικόν, πέραν
της οδού και από αποστάσεως πλέον των 1.500 μ. Κατά του πυροβολείου τούτου ήρξατο πύρ
ο 4ος λόχος του τάγματός μας, ως πλησιέστερος, αλλά δεν ηδύνατο να
το ενοχλήση. Συγχρόνως επιτίθεται κατά της γραμμής ημών μεγάλη δύναμις,
ανερχομένη τους προ ημών και εντεύθεν της οδού λόφους. Τότε ήρξατο τακτικόν πυρ
άπασα η γραμμή. Κατ’ αρχάς το πυρ ήτο αραιόν, διότι εγεννήθη η αμφιβολία αν οι
πυροβολούντες έμπροσθεν ημών ήσαν άπαντες τούρκοι ή μη υπήρχε και τμήμα τι
Ελληνικού στρατού, συμπλακέν μετά των τούρκων εις τους χαμηλοτέρους λόφους. Η
αμφιβολία όμως διεσκεδάσθη όταν οι ακροβολισταί, γκέκηδες[5] ως επί το πλείστον, προυχώρουν εναντίον μας με
σφοδρόν πυρ, καλυπτόμενοι από τα πυκνά δένδρα, από τα οποία ήσαν κατάφυτοι όλοι
οι λόφοι. Η θέσις ημών ήτο πλεονεκτική, διότι ήμεθα εις υψηλότερον λόφον, αλλά
και παραδειγματική ήτο η λύσσα των επιτιθεμένων τουρκαλβανών, τους οποίους
μόλις συνεκράτει η σφοδρότης του πυρός της ημετέρας γραμμής. Ήτο δε συνήθης η
τακτική των, μεθ’ έκαστον πυροβολισμόν να προχωρούν δι’ αλμάτων και να
κρύπτονται όπισθεν των κορμών δια να πυροβολήσωσι πάλιν. Την άμυναν διώκει ο
ταγματάρχης μας μετά θαυμαστής ψυχραιμίας και γενναιότητος. Ήτο μεθ’ ημών επί
της γραμμής του πυρός, απ’ επάνω από τους πυροβολούντας στρατιώτας, δίδων
διαταγάς εις τους αξιωματικούς και επεμβαίνων ενίοτε και εις αυτά των
διμοιρητών τα καθήκοντα, κανονίζων αυτός πολλάκις την πυκνότητα του πυρός,
αψηφών τον περί αυτόν πετώντα κίνδυνον. Δεν γνωρίζω τι έγινε ’ς την Ήπειρον
αλλά εις τον στρατόν της Θεσσαλίας αμφιβάλλω αν εκ των ανωτέρων αξιωματικών,
και ιδία εκ των ταγματαρχών, έδειξεν άλλος μεγαλυτέραν ψυχραιμίαν και
εθελοθυσίαν από τον κ.Πριονιστήν και αν εξετέθη και εκινδύνευσε πλειότερον
αυτού από την βροχήν των σφαιρών εις όλας τας μάχας, πλήν ίσως του ταγματάρχου
Νικολαΐδου, διοικητού του 9ου Ευζων. τάγματος όστις κατά την
ομολογίαν των ιδίων του στρατιωτών και αξιωματικών, εξετέθη εις το πυκνόν πύρ
του εχθρού, εις τον βέβαιον κίνδυνον, κατά την εις Τεκέ πολύωρον μάχην.
Την επίθεσιν του Τουρκικού πεζικού επροστάτευε δια
πυκνού πυρός το τουρκικόν πυροβολείον, το οποίον, ως είπον είχε κατασκευασθή
εις τον εκείθεν της οδού λόφον, εις 1.500 μ. περίπου απόστασιν, βάλλον αδιακόπως
εναντίον μας. Εις τάς άνωθέν μας διερχομένας οβίδας ο ταγματάρχης ενίοτε, υψών
το βλέμμα και την χείρα, με ενδεικτικόν περιφρονήσεως σχήμα, εφώνει:
-Όρσε σου και σένα λοιπόν.
Κατά του πυροβολείου εκείνου διετάχθη μία ορεινή
πυροβολαρχία ιδική μας να βάλη. Παρετάχθη εις το χαμηλόν και ανοικτόν μέρος,
όπου ημείς είχομεν καταυλισθή και ήρξατο σφοδρού πυρός. Το τουρκικόν
πυροβολείον έστρεψε κατ’ αυτής πυκνόν πύρ. μετά τας δύο πρώτας δοκιμαστικάς
βολάς, ών η μέν πρώτη έπεσεν όπισθεν, η δε έμπροσθεν της πυροβολαρχίας, η τρίτη
έπεσεν ακριβώς επί της πυροβολαρχίας, ήτις μετά τινάς βολάς, βλαβείσα προφανώς,
έζευξεν αμέσως και υπεχώρησε. και εθαυμάσαμε την μετά δύο μόνον βολάς επιτυχίαν
των εχθρικών πυροβόλων, άτινα, αφού ηνάγκασαν την ημετέραν πυροβολαρχίαν να
υποχωρήση, έστρεψαν πάλιν το πύρ αυτών καθ’ ημών.
Εκτός του πυροβολείου τούτου οι Τούρκοι επεχείρησαν την
κατασκευήν και ετέρου τοιούτου, εις πλησιέστερον μικρόν λοφίσκον, αλλ’ αι
συμπυροκροτήσεις, άς εξετέλεσε κατά της θέσεως εκείνης η υπό τον Πύργον
διμοιρία του 4ου λόχου, ήσαν τόσον επιτυχείς, ώστε οι ασχολούμενοι
εις την κατασκευήν Τούρκοι διεσκορπίσθησαν, παραιτηθέντες της επιχειρήσεως.
Εις το αντίθετον μέρος της οδού, δεξιά ημών, υψούται
λόφος διπλασίως υψηλός εκείνου, τον οποίον κατείχομεν ημείς. Τον λόφον αυτόν
είχε καταλάβει από της 3 1/2 ώρας τμήμα του ημετέρου πεζικού, το
οποίον παραδόξως μετ’ ολίγην ώραν και πριν ή αρχίση το πύρ, τον είχεν
εγκαταλείψει. Η σπουδαιότης της θέσεως εκείνης ήτο προφανής, διότι ήτο το
υψηλότερον σημείον, το δεσπόζον όλων των πέριξ λόφων και μετ’ ανακουφίσεως
είδομεν περί την 5ην ώραν ισχυρόν τμήμα ευζώνων, βαδίζον εκ της
αντιθέτου κορυφογραμμής προς κατάληψιν αυτού. Παρηκολούθουν διά των διόπτρων
του ταγματάρχου, τα οποία του είχα ζητήσει, τους ευζώνους εκείνους,
προχωρούντας και πλησιάζοντας προς τον λόφον. Προέβλεπον ότι οι τούρκοι εκ του
αντιθέτου μέρους θ’ ανήρχοντο προς τον λόφον ανενόχλητοι και η κατάληψις αυτού
θα εξέθετε ημάς εις πλευρικόν πύρ εκείθεν, θα εξέθετε δε επίσης και την γραμμήν
του στηρίγματος, μη προφυλασσομένου εκείθεν παντελώς. Μετά ημίσειαν ώραν οι
εύζωνοι ήγγιζον την κορυφήν.
-Έφθασαν, κ.ταγματάρχα, εφώνησα μετ’ ανακουφίσεως.
Αλλά μόλις είπα τούτο και πύρ πυκνόν τρέπει εις φυγήν
τους ευζώνους, διασκορπισθέντας διά μέσου των δένδρων. Την αυτήν στιγμήν είχε
προφθάσει δράξ τούρκων και κατέλαβε τον λόφον. Ενισχυθείσα δε κατόπιν ήρξατο
πύρ καθ’ ετέρου τμήματος ευζώνων, εις την προς την οδόν κλιτύν του λόφου
τούτου, το οποίον επυροβόλει κατά του λόφου. Ούτω καθ’ όλην ήδη την γραμμήν το
πύρ εγενικεύθη, αλλ’ η κυρία επίθεσις ήτο κατά της γραμμής ημών, ήτις ακλόνητος
και εντελώς ήρεμος, απέκρουε τους επιτιθεμένους. Καθόσον η ημέρα έκλινε προς
την δύσιν, τοσούτον η επίθεσις καθίστατο σφοδροτέρα. Οι ακροβολισταί,
ενισχυθέντες εκ των αδιακόπως προσερχομένων επικουριών, έβαλλον σφοδρώς καθ’ ημών.
Εξ εκάστου κορμού, εξ εκάστου θάμνου, όπισθεν εκάστης πέτρας ανέθρωσκεν ο
καπνός των πυροβόλων και ο κρότος των πυροβολισμών καθ’ όλην εκείνην την
δίοδον, διά μέσου των διατεμνομένων λόφων, εις την κοιλάδα εκείνην την
μαρτυρικήν, επολλαπλασιάζετο εκ της ηχούς. Και ήτο αγών απηλπισμένος εκ μέρους
ημών, όπως υπερασπίσωμεν το ιερόν πλέον έδαφος, το δι’ αιμάτων και θυσιών και
βασάνων, το διά του ντουφεκιού και του γιαταγανιού κτηθέν. Και ήτο αγών προς
προχώρησιν, προς κατάκτησιν εκ μέρους των επιτιθεμένων, οι οποίοι, αυθάδεις
πλέον εκ των ακόπων και ευκόλων επιτυχιών των, ήθελον να προχωρήσουν, να
καταλάβουν, να πατήσουν έδαφος Ελληνικόν όσω το δυνατόν περισσότερον.
Και η τελευταία φάσις της ατυχούς εκείνης πάλης, η
κατάληψις του απέναντι ημών υψηλού λόφου, αν και αρκετά μεμακρυσμένου, εδείκνυε
πως θα ετελείωνε και η ημέρα αύτη διά το Ελληνικόν στράτευμα, διά το Ελληνικόν
Έθνος!...
Η δράξ εκείνη των Τούρκων, ήτις είχε καταλάβει τον
λόφον, διπλασιασθείσα κατόπιν, προφυλαττομένη δε όπισθεν των δένδρων, κατώρθωσε
διά σφοδρού πυρός να εκδιώξη το τμήμα των ευζώνων το οποίον ήτο εις την πτυχήν
της κλιτύος του λόφου και μετά τούτο ήρξατο να πυροβολή κατά του λόφου τον
οποίον κατείχομεν ημείς. Εκ των πυρών εκείνων εφονεύθη είς στρατιώτης και
επληγώθησαν τρείς ή τέσσαρες και τούτο εντός ελαχίστου χρονικού διαστήματος. Τα
τμήματα του στηρίγματος, προφυλασσόμενα εντελώς μέχρι τούδε από τα κατά μέτωπον
πυρά, ήσαν τώρα εκτεθειμένα εις τα εκ του δεξιού. Αι σφαίραι εσύριζον γύρω ημών
και ο ψυχρός ήχος τον οποίον παρήγον επί των πετρών ή εντός του χώματος
πηγνύμεναι, ηύξανε κατ’ ολίγον. Ήτο ευτύχημα ότι ο ήλιος είχε δύσει και το πύρ
μετ’ ολίγον έπαυσε παντού. Αν ο υψηλός εκείνος λόφος κατελαμβάνετο υπό των
Τούρκων δύο ώρας πρότερον, η θέσις μας θα ήτο κρίσιμος και θα ηναγκαζόμεθα να
εγκαταλείψωμεν τον λόφον, μη δυνάμενοι ως εκ της αποστάσεως ν’ αποκριθώμεν εις
το φονικόν εκείνο πύρ.
Η λυσσώδης αύτη μάχη διήρκεσε μετά πάσης της εντάσεως
τέσσαρας περίπου ώρας.
Είνε ήδη 8η μ.μ. ώρα και ουδείς
πυροβολισμός ακούεται πλέον. Και η προσοχή μας και η σκέψις μας, απορροφημένη
εις της μάχης την ταραχήν, επανήρχετο επί της απαισίας ημών καταστάσεως, επί
της απελπιστικής μας θέσεως. Προφανή πάλιν τα πράγματα. Οι Τούρκοι κατείχον ήδη
τα υψηλότερα σημεία και ήσαν κύριοι της κορυφογραμμής, της αριστερά των
ανερχομένων προς την Δερβέν Φούρκαν, ηδύνατο δε να προχωρήσουν ανενοχλήτως
πλέον και άνευ αντιστάσεως μέχρι της οδού Λαμίας και να φράξουν αυτήν ασφαλώς εις τα εν τη αντιθέτω
κορυφογραμμή ευρισκόμενα τμήματα, δηλ. το ιδικόν μας σύνταγμα, το οποίον
κατείχε τον λόφον τον δεξιά τω ανερχομένω, διότι η μέχρι της οδού απόστασις αφ’
ημών, αν ηθέλομεν να βαδίσωμεν και ημείς επί της κορυφογραμμής μας, ήτο
μεγαλειτέρα ή η από του λόφου, όν είχον καταλάβει οι Τούρκοι. Ώστε εδώ δεν ήτο
πλέον η σκέψις της υποχωρήσεως μόνον της επαισχύντου, ήτις μας κατέτρυχε, αλλά
και ο κίνδυνος κυκλώσεως, οπότε ή θα παρεδιδόμεθα ή θα ερριπτόμεθα εις
απεγνωσμένην πάλην να αποθάνωμεν όλοι. Αλλ’ οι Τούρκοι ουδέποτε επεχείρησαν
νύκτωρ πολεμικήν τινα επιχείρησιν, και κατ’ εκείνην δε την νύκτα έμειναν όπου
ευρέθησαν. Να μείνωμεν λοιπόν εις το μέρος εκείνο μέχρι της αύριον δεν ήτο
δυνατόν, διότι μόνον ανθρωποθυσία θα ετελείτο άνευ αποτελέσματος. Την 9ην
ώραν ήλθε διαταγή υποχωρήσεως. Η διαταγή εδόθη εις τον ταγματάρχην μας. Το
σκότος ήδη ήτο πυκνόν και η συγκέντρωσις των τμημάτων συνετελέσθη δυσκόλως. Το
μέρος ήτο δύσβατον και δρόμος ή ατραπός ουδαμού διεκρίνετο. Η διαταγή ήτο να
κάμψωμεν προς αριστερά, να κατέλθωμεν εις την αμαξιτήν οδόν, εκεί δηλ. όπου
είχομεν από πρωΐας καταυλισθή και εκείθεν ν’ ανέλθωμεν διά της οδού ταύτης εις
Φούρκαν. Δερβέν Φούρκα είνε τα στενά ένθεν κακείθεν των οποίων εκτείνεται η
παλαιά οροθετική γραμμή· Φούρκα δε απλώς λέγεται η θέσις όπου παύει ο ανήφορος
και αρχίζει η κατωφέρεια προς την ετέραν πλευράν της Όθρυος, προς την Λαμίαν.
Προηγήθησαν τα δύο τάγματα και είπετο το ιδικόν μας,
το 3ον τάγμα. Επί κεφαλής του τάγματος εβάδιζεν ο 3ος
λόχος, μετ’ αυτόν ο 1ος, εις όν ανήκον και εγώ, μεθ’ ημάς ο 2ος
και τελευταίον ο 4ος λόχος. Επί κεφαλής του λόχου μου εβάδιζεν ο
διοικητής του λόχου κ.Παπακυριαζής μετά του ανθυπολοχαγού κ.Ζαφείρη, διοικητού
του 1ου ουλαμού, εγώ δε ως διοικητής του 2ου ουλαμού ήμην
εις το αριστερόν του λόχου. Επί κεφαλής του επομένου λόχου ήτο ο διοικητής
αυτού Λάμπρου, υπολοχαγός και ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Καζαντζής Ιω.
Ηκολουθήσαμε την κορυφογραμμήν επί δύο περίπου ώρας. Η σελήνη ανατείλασα
εφώτιζεν ήδη ζωηρώς τα πέριξ, αι δε ακτίνες αυτής αντανακλώντο επί των
υδροδοχείων, γυμνών πλέον του επικαλύμματός των, και επί των θηκών των
ξιφολογχών. Εβαδίζαμεν βραδύτατα, ένεκα της ανωμαλίας του εδάφους και των
πυκνοτάτων θάμνων. Κατά μικρά διαστήματα η φάλαγξ ίστατο επί 2 και 3 λεπτά,
ένεκα των εμποδίων άτινα επεβράδυνον την πορείαν. Ο Καζαντζής, κατατρυχόμενος
εκείνην την εσπέραν υπό σφοδράς κεφαλαλγίας, έπιπτε χαμαί εις εκάστην στάσιν
και τον συνώδευα κρατών αυτόν εκ του βραχίονος, καθόσον εβαδίζομεν, όταν τούτο
επέτρεπε το έδαφος. Μετά δύο ωρών πορείαν, καθ’ ήν διηνύσαμεν διάστημα όχι
μείζον των είκοσι λεπτών της ώρας, εκάμψαμε προς τα αριστερά και κατηρχόμεθα
προς την μεγάλην οδόν, κατά την διαταγήν. Ήτο απελπιστική η κατάβασις εκείνη.
Εκτός του ανωμάλου του εδάφους, διεκόπτετο τούτο και από πλείστους χειμάρρους,
ξηρούς μέν ύδατος, διά την διάβασιν όμως των οποίων εχρειάζετο να θέσωμεν εις
χρήσιν χείρας και πόδας ομού. Φαντασθήτε φάλαγγα, από χιλίους περίπου άνδρας,
διαβαίνουσαν δύο ή τρείς τούτους χειμάρρους. Ανέμενεν ακίνητος όλη η γραμμή,
όπως διέρχεται έκαστος στρατιώτης! Πολλοί τούτων διήρχοντο ευχερώς, άλλοι όμως,
εντελώς άπειροι, μετά πολλής δυσκολίας και βοηθούμενοι από άλλους κατορθώνουν
τούτο. Ενθυμούμαι ότι εις την διάβασιν ενός τοιούτου χειμάρρου, επί δύο ή τρία
μέτρα επατούσαμε επί των κλάδων των εις τας αποτόμους όχθας κρεμαμένων πρίνων
και άλλων δενδρυλλίων, ούτως ώστε μετ’ εκπλήξεως ανελογιζόμην πως εκείθεν
διήλθον όλοι οι πρό εμού και μετά πόσην ώραν θα διήρχοντο οι επόμενοι. Εν τη
καθόδω εκείνη εκάμψαμεν πάλιν προς τα’ αριστερά, προς το μέρος όπου εφαίνοντο
αι πυραί των Τούρκων, επλησιάσαμε δε εις διάστημα το πολύ 200 μέτρων από μιάς
τοιαύτης ασθενούς πυράς και είνε θαύμα πως δεν αντελήφθησαν την διάβασίν μας οι
Τούρκποι σκοποί. Μάλλον επιστεύσαμεν ότι ο φόβος, ο ο ποίος συνείχε και αυτούς
εν τω αγνώστω εδάφει, τους εμπόδισε να πυροβολήσωσι. Ήτο αγωνιώδης η πορεία
εκείνη η βραδυτάτη, η απελπιστική. Ωμοίαζε προς ότι εν ονείρω πολλάκις
συμβαίνει, δηλ. να ευρίσκεται κανείς εις την ανάγκην να τρέξη προς αποφυγήν
κινδύνου και να μη δύναται να περιπατήση. Επειδή δε ήτο πιθανή και σύγκρουσις
κατά την πορείαν, είτε μετά των σκοπών, είτε μετά των περιπολιών των Τούρκων,
προσεπάθουν να εμφυσήσω εις τους στρατιώτας το θάρρος το απαιτούμενον εις την
κρίσιμον εκείνην περίστασιν και την στάσιν ήν έπρεπε να τηρήσουν εις
ενδεχομένην επίθεσιν εκ μέρους του εχθρού. Αλλ’ ενώ επλησιάζομεν ήδη εις την
μεγάλην οδόν, κατελθόντες πλησίον της ανοικτής κοιλάδος, η στάσις ήτις εγένετο
κατά την διάβασιν μικρού χειμάρρου παρετείνετο πλέον του δέοντος. Βλέπω αίφνης
τον διοικητήν του λόχου μου κ.Παπακυριαζήν, όστις διατρέξας κατά μήκος την
γραμμήν του λόχου, ήλθεν εις το αριστερόν και μου λέγει.
-Μα που θέλουν, αδελφέ, να μας πάνε επί τέλους, ούτε
δρόμος είνε ούτε τίποτε. Το χειρότερο είνε ότι εκοπήκαμε από τον άλλον λόχον.
Έχασαν τα ίχνη οι στρατιώται του εμπέδου που ήσαν μεταξύ του δικού μας και του
3ου λόχου. Αλλά εγώ δεν θα προχωρήσω προς τα κάτω. Ξεύρουν οι
στρατιώται δρόμον που θα μας βγάλη γρήγορα επάνω.
Έμεινα εμβρόντητος εις την είδησιν, ήτις ετάραξε και
όλους τους άλλους. Εξέφρασα την ιδέαν ότι έπρεπε να ακολουθήσωμεν τον
προηγηθέντα λόχον, όπου ήτο και ο ταγματάρχης μας, αλλά δεν εισηκούσθην.
Μετέβην μετά του λοχαγού μου επί κεφαλής του λόχου, διά να ίδω πόθεν θα
ανηρχόμεθα. παρετήρησα ότι ουδαμού εφαίνετο ατραπός προς τα άνω, αλλ’ ο λοχαγός
μου πάλιν επέμεινε λέγων ότι ο ανεψιός του ξεύρει δρόμον να ανεβούμε επάνω.
Ήρξατο λοιπόν η επιστροφή προς τα άνω, πορεία έτι βραδυτέρα, έτι επιπονωτέρα,
δι’ ανωμαλωτέρου εδάφους, διά πυκνοτάτων θάμνων και δένδρων, αναγκαζόντων ημάς
πολλάκις να έρπωμεν εις τον αδιέξοδον εκείνον λόγγον, επί ώρας βαδίζοντες,
αναρριχώμενοι, εις έκαστον βήμα πίπτοντες κρημνιζόμενοι’ς της σάρες της
απότομαις, καταξεσχιζόμενοι από τους κλάδους των δένδρων και τους βράχους. Και
όλα αυτά διά μίαν απροσεξίαν. Διότι δεν ηδυνήθην να πείσω ποτέ τον εαυτόν μου,
ότι ο λοχαγός μου εκουσίως ήλλαξε δρόμον, αλλ’ έχω την ιδέαν ότι, αφού κατά
τύχην ίσως εχωρίσθη του προηγουμένου λόχου, αντί να ακολουθήση την αυτήν
διεύθυνσιν μέχρις ού επανεύρη τους προπορευομένους (και θα τους επανεύρισκεν
ασφαλώς, αφού προς το αυτό σημείον διηυθύνοντο τα τμήματα) εθεώρησε καλλίτερον,
προς αποφυγήν προσεγγίσεως προς τον εχθρόν και πιθανής συγκρούσεως, ν’ αλλάξη
δρόμον, αποχωριζόμενος του συντάγματος όπερ προηγείτο ημών. Όσην καλήν θέλησιν
προς προφύλαξιν των υπ’ αυτόν ανδρών και αν αναγνωρίζω εις τον λοχαγόν μου, δεν
δύναμαι να επιδοκιμάσω την πρωτοβουλίαν ταύτην, αντικειμένην εις την γενικήν
διαταγήν, την διαγράφουσαν την οδόν, ήν θα ηκολούθει υποχωρούν το σύνταγμά μας
και αν, ακόμη κατά την εκτέλεσιν της διαταγής ταύτης υπήρχε κίνδυνος καταστροφής
του συντάγματος ολοκλήρου.
Τέλος μετά πορείαν μαρτυρικήν κατωρθώσαμεν και
εφθάσαμεν πλέον την κορυφογραμμήν. Μάρτυς της πορείας εκείνης της απαισίας, της
φοβεράς, η αργυρά σελήνη διέτρεχε βραδέως το στερέωμα και υπό την γλυκείαν
λάμψιν της εκοιμάτο γαλήνιος και ήρεμος η κατάχλωρος φύσις. Οία η αντίθεσις της
ηρεμίας εκείνης της φύσεως, με την ταραχήν ήτις κατείχε τας καρδίας των
ταλαιπώρων ημών, των πλανωμένων και βασανιζομένων κατά την σκληράν εκείνην
περίστασιν. Ο Καζαντζής ήτο πτώμα κυριολεκτικώς εκ της κεφαλαλγίας, ο δε
εθελοντής Χαλκοκονδύλης, όγκος πλέον αδρανής εκ του κόπου, βαδίζων μόλις και
μετά βίας ως νεκρός γαλβανιζόμενος.
-Κύριε ανθυπολοχαγέ, δεν αντέχω πλέον θα μείνω εδώ.
-Δεν είναι καθόλου φρόνιμον, κουράγιο, θα παρέλθη και
αυτή η δοκιμασία.
Προσεπάθουν να δώσω θάρρος εις όλους εν τη απαισία
εκείνη θέσει, εις ήν ευρισκόμεθα. Καθ¨όλον αυτό το χρονικόν διάστημα
αδιαλείπτως ελειτούργουν οι οπτικοί τηλέγραφοι εις τας θέσεις, άς κατείχον οι
Τούρκοι. Το ευκολώτατον αυτό μέσον συνεννοήσεως ημείς το εχρησιμοποιήσαμε μόνον
πρό της ενάρξεως του πολέμου, μεταξύ Λαρίσσης και Μακρυχωρίου και μετά την
ανακωχήν, μεταξύ Λαμίας και Θερμοπυλών! Πάλι καλά.
Όταν εφθάσαμεν εις την κορυφογραμμήν, δισχίλια το πολύ
μέτρα μακράν του σημείου, εξ ού πρό τριών περίπου ωρών εκάμψαμεν προς τα κάτω,
έστημεν διά να αναπαυθώμεν. Ήτο ανάγκη αναπαύσεως τινος διότι η εξάντλησις των
τε σωματικών και των ψυχικών δυνάμεων των ανδρών ήτο μεγίστη. Είχε παρέλθει πρό
πολλού ήδη το μεσονύκτιον και των πρωϊνών ωρών η δρόσος ήτο επαισθητή, μετά
τοσαύτην μάλιστα πορείαν, καθ’ ήν ήμεθα θερμοί εκ της κινήσεως και κάθιδροι. Έπαυσε
εκεί η φρικτή αγωνία του αβεβαίου και του μυστηριώδους. Εφαίνετο προς τα δεξιά
η πεδιάς της Υπάτης και ελεύκαζεν υπό το φώς της σελήνης η τοποθεσία των
Λουτρών. Έπρεπε ήδη να βαδίσωμεν επί της κορυφογραμμής, διά της υπ’ αυτής
ατραπού, έως ού συναντήσωμεν, εις θέσιν Φούρκα, την αμαξητήν οδόν και εκείθεν
βαδίσωμεν εις συνάντησιν των άλλων προηγηθέντων τμημάτων. Ήδη την διοίκησιν των
τριών λόχων, αυτοκεφάλων πλέον και μεμονωμένως ενεργούντων, είχεν ο λοχαγός
Πετρόπουλος ο και διοικητής του 4ου λόχου. Έκρινεν καλόν ούτος να
προηγηθή ο λόχος του, είπετο ο ιδικός μας και ήρχετο κατόπιν ο 2ος,
του υπολοχαγού Λάμπρου. Ετέθημεν εις κίνησιν και εβαδίζομεν εν τάξει και
κανονικώς. Εφθάσαμεν εις μικρόν λοφίσκον πετρώδη, τον οποίον έπρεπε να
παρακάμψωμεν. Ο διοικητής της τριλοχίας εβάδιζεν ήδη εις την κλιτύν του λόφου,
χωρίς να έχη στείλει ανιχνευτάς και προσκόπους διά την εξερεύνησιν του εδάφους
εις μεγάλην απόστασιν, πλήν ολίγων στρατιωτών βαδιζόντων μέτρα τινά πρό του
λόχου του.
Έξαφνα ενώ επλησίαζε το αριστερόν του λόχου μας εις
τον λόφον και ανηρχόμεθα ελαφρόν ανήφορον, ως κύμα ορμητικόν, εν συγχύσει και
συμφυρμώ ώρμησε προς τα οπίσω η μάζα των ανδρών οίτινες προεπορεύοντο και
εκινδύνευσε να μας παρασύρη. Οι όπισθεν άνδρες βλέποντες τους πρό αυτών
ορμώντας προς τα οπίσω έστρεψαν και αυτοί και εσχηματίσθη ρεύμα φυγής
ακράτητον. Είχε πέσει επάνω μου στρέψας όλος ο λόχος μου, ο πρό εμού βαδίζων.
Εν τη ψυχρότητι της σκέψεως, ήτις δεν με εγκατέλιπε, ώρμησα αντιθέτως των
οπισθοχωρούντων, προς το στενόν και σταματών αυτούς εφώνησα.
-Πίσω, πίσω, άλτ! Οι δικοί μου στρατιώται εδώ μη
φοβάστε τι στε, σταθήτε εδώ, μαζή μου.
Πολλοί στρατιώται έστησαν και κατεβίβασαν τα όπλα ως
προς άμυναν. Το ρεύμα ανεχαιτίσθη.
Ο Καζαντζής είχε εξάγει το πιστόλι του.
Δεν έχασα καιρόν. Με την χείρα εις την λαβήν του
πιστολιού μου, προυχώρησα ταχέως προς τα εμπρός, διά να ίδω τι συμβαίνει, ποίον
το αίτιον του συμβάντος τούτου, του νέου τούτου πανικού. Διέσχισα την μάζαν των
στρατιωτών και έφθασα εις την κλιτύν του λόφου όπου μικρός βράχος αποτελεί μετά
του λόφου μικράν στενωπόν. Εκεί αντιμετώπισα τον λοχαγόν Πετρόπουλον ερχόμενον.
Υπό το ωχρόν φώς της σελήνης, το πρόσωπόν του μοί εφάνη και αυτό ωχρόν και
τεταραγμένον.
-Τι τρέχει, κ.λοχαγές; γιατί αυτή η φυγή, αυτό το
κακό;
-Ποιος φώναξε άλτ; μού λέγει αντί απαντήσεως.
-Εγώ φώναξα άλτ, διότι οι στρατιώται ώρμησαν προς τα
οπίσω. Τι τρέχει, σας παρακαλώ;
-Βρέ αδερφέ, οι στρατιώται είδαν δύο ιππείς και
ενόμισαν ότι ήσαν τούρκοι. Δεν ξεύρω και εγώ τι να ειπώ.
-Να στείλωμε μία περιπολία να ιδούμε τι τρέχει και να
προχωρήωμε, μετά πέντε λεπτά θα φθάσωμε ’ς τον αμαξητό δρόμο.
-Για να ιδούμε τι θα ειπούνε και οι άλλοι. Μπορεί να
κατεβούμε και από ’δω κάτω.
Συναντηθήκαμεν και με τους διοικητάς των άλλων λόχων,
τον Παπακυριαζήν και τον Λάμπρου. Εσυμφώνησαν και οι τρείς με την ιδέαν του
κ.Πετροπούλου.
-Γιατί να πάμε από τη Φούρκα, να μας συμβή και τίποτε;
Εγώ λέω να τραβήξωμε από ’δώ κάτω, να πέσωμε ’ς το Δαϊτσόρεμμα και να στρίψωμε
για τη Λαμία, λέγει ο κ.Πετρόπουλος.
-Το καλύτερο είνε αυτό, λέγει ο υπολοχαγός κ.Λάμπρου.
Τι μ’ έκανες έως εδώ από ’δώ και κάτω ξέρω τον τόπον με την πιθαμή.
-Αυτό είνε το καλλίτερο, απαντά και ο κ.Παπακυριαζής.
Η πρότασίς μου, να προχωρήση εις την κορυφογραμμήν
μικρά περίπολος και, εν περιπτώσει καθ’ ήν υπήρχεν ελευθέρα η οδός, να
ακολουθήσωμεν την περίπολον μέχρι της αμαξητής οδού, δεν εισηκούσθη. Δεν
απείχομεν δε βεβαίως πλέον των δέκα λεπτών από την οδόν αυτήν. Η απόφασις των
τριών διοικητών των λόχων, ευρεθέντων εν πληρεστάτη συμφωνία, ετέθη εις
εκτέλεσιν αμέσως.
Και ήρχισεν άλλο μαρτύριον, η κάθοδος από του
αντιθέτου μέρους της Όθρυος προς την πεδιάδα της Υπάτης, δι’ ατραπών
στενοτάτων, διά μερών πάλιν αποκρήμνων, εις τα οποία εκουτρουβάλιζαν κάθε λίγο
οι στρατιώται.
Οι λόχοι όμως εβάδιζον χωριστά αλλήλων, άνευ
συγχύσεως, άνευ αναμίξεως, άνευ θορύβου, καθ’ όλην αυτήν οικτράν περιπλάνησιν
της νυκτός εκείνης, της ιστορικής δια την καϋμένην την τριλοχίαν μας. Όταν
είχαμε πλησιάσει προς την πεδιάδα, κατερχόμενοι εν τάξει, βλέπω τον λοχαγόν
κ.Πετρόπουλον παραπλεύρως της οδού καθήμενον.
-Βρέ αδερφέ, μου λέγει οργίλως, τι κατάστασις είνε
αύτη; έτσι βαδίζει το στράτευμα; δεν σταματάτε και λιγάκι;
Μα, κ.Λοχαγέ, του απαντώ, εδώ δεν είνε θέσις να
σταματήσωμε· να μείνωμε μέσα στη σάρα; Να βρούμε κανέν μέρος ανοικτό να
συνταχθούμε. Άλλως τε εμένα ευρίκατε να μου τα ειπήτε αυτά; Εγώ είμαι εις το
αριστερόν του λόχου μου και δεν ειμπορώ παρά να προχωρήσω, αφού ο λόχος μου
προχωρεί.
Και επροχώρησα με την σκέψιν ότι ο διοικητής της
τριλοχίας μας πολύ αργά ήρχισε να θυμάται τους στρατιωτικούς κανονισμούς· ίσως
διότι ενόμιζε ότι ευρισκόμεθα πλέον εν ασφαλεία.
Εν τοσούτω διελθόντες μικρόν χείμαρρον με αρκετόν
ύδωρ, από το οποίον έπιον και εγέμισαν τας υδρίας των οι στρατιώται,
προυχωρήσαμεν προς τα κάτω και επί μικρού αγρού, τον οποίον εύρομεν εις το
άκρον της οδού, εσταματήσαμεν να περιμένωμεν τον κ.Πετρόπουλον με τον λόχον
του, αφού εγώ μετεβίβασα τας παρατηρήσεις του προς τον λοχαγόν μου.
Η κλιτύς την οποίαν διήλθομεν ήτον εξόχως ωραία.
Κατάφυτος και αγρία, απετέλει εικόνα εκτάκτως θαυμασίαν. Όταν δε, με το
γλυκοχάραγμα τα πουλιά ήρχισαν να χαιρετούν το επανερχόμενον φως της ημέρας και
πρό πάντων οι κόσσυφοι να κελαηδούν με το γλυκύ σφύριγμά των, που έμοιαζαν με
αναρίθμητα φλάουτα, η γλυκεία εντύπωσις εγένετο έτι γλυκυτέρα. Και εν τη πικρία
εκείνη και τή λύπη, ως βάλσαμον παρηγορίας εγλύκαινε την ψυχήν μου της φύσεως η
καλλονή, του πτηνού το αθώον κελάδημα. Και διήλθον από τον νούν μου χρόνοι
άλλοι και εποχαί άλλαι, οπότε της φύσεως η αρμονία συμφωνούσε με την αρμονίαν
των αισθημάτων μου, των σκέψεών μου, που ενόμιζα ότι η φύσις ήτο της ψυχής μου
η εικών, η έκπαγλος, η κατάχλωρος, η γλυκυτάτη φύσις, την οποίαν τώρα
διετρέχομεν κυνηγημένοι και φεύγοντες, την οποίαν τώρα την εγκαταλείπομεν
απεγνωσμένοι, απέλπιδες!!
Μετ’ ολίγων λεπτών διαμονήν εκεί, κατά την οποίαν οι
στρατιώται διεμαρτύροντο, διότι κάθιδροι όντες δεν αντείχον εις το
διαπεραστικόν ψύχος της πρωΐας, μόλις έφθασεν ο λοχαγός κ.Πετρόπουλος,
εβαδίσαμεν συντεταγμένοι πλέον και κατά τετράδας, διότι το έδαφος ήτο ομαλόν
και γυμνόν, προς το χωρίον Δαϊτσά. Είχε πλέον ξημερώσει η 7η Μαΐου,
ημέρα Τετάρτη, και ιδού ημείς πλησίον της Λαμίας! Ποίον αίσχος και ποίον
όνειδος. Ποία σελίς του μέλλοντος θα εξαλείψη την σελίδα ταύτην; Ποία τρόπαια
του μέλλοντος θα καταρρίψουν την στήλην αυτήν του αναθέματος, η οποία ηγέρθη
σήμερον επί του έθνους μας; Ημείς; Είθε!!
Πλησίον της Δαϊτσάς, όπου εμείναμε να ξεκουρασθούμε
λιγάκι, ηκούσαμε πυροβολισμούς εις τους άνωθεν ημών λόφους. Τι έτρεχε λοιπόν;
Τόσω γρήγορα ου Τούρκοι ξύπνησαν διά να μας καταδιώξουν; Και η παλαιά τακτική
των; Το γιαβάς-γιαβάς που εφήρμοσαν μέχρι τούδε;
Επρότεινα να μη μείνωμε περισσότερον και να βαδίσωμεν
όσω ηδυνάμεθα ταχύτερον, διά να ενωθώμεν με το Σύνταγμά μας, διότι αν οι
Τούρκοι προυχώρουν, θα απεκοπτόμεθα οριστικώς από το λοιπόν στράτευμα και ήτο
πιθανόν να προσβληθώμεν ούτω μεμονωμένοι. Άλλως τε η θέσις του ταγματάρχου μας,
απομείναντος μεθ’ ενός μόνον λόχου, δεν ήτο βέβαια ευχάριστος, αν και καθώς
είδομεν, κάθε άλλο παρά να ευθύνετο αυτός διά την τοιαύτην κατάστασιν των
πραγμάτων.
-Φαντάσου, Γιάννη, έλεγα ’ς τον Καζαντζή, τι πίκρα θα
έχη ο καϋμένος ο ταγματάρχης μας, που έγινε αυτό το πράγμα ’ς το τάγμα του.
-Αλήθεια, Πέτρο, θα σκάση από την πίκρα του. Θα μας
νομίζει όλους αιχμαλώτους.
Η πρότασίς μου ν’ αναχωρήσωμεν αμέσως, εγένετο δεκτή
και ετέθημεν αμέσως εις κίνησιν. Διήλθομεν διά μέσου του χωρίου Δαϊτσάς, ερήμου
εντελώς κατοίκων και εβαδίσαμεν αριστερώτερα προς την Λαμίαν. Ο λόχος ο ιδικός
μας προηγείτο και είποντο οι λοιποί δύο λόχοι. Ο 4ος λόχος
υπελείπετο 200 περίπου μ. ημών, καθόσον ο λοχαγός κ.Πετρόπουλος είχε πολύ
κουρασθή και δεν ηδύνατο να βαδίση ταχέως, ως έλεγε ο λοχαγός μου.
Εις την καμπήν εμός λόφου ανεφάνη ο λόχος ερχόμενος.
Τινές των στρατιωτών ενόμισαν ότι ήσαν Τούρκοι! Την ιδέαν συνεμερίσθη εις
λοχίας, ο οποίος σπεύσας εις εμέ μοί λέγει.
-Δεν είναι τούρκοι αυτοί κ.ανθυπολοχαγέ;
-Μα τι από τη γή θα φυτρώσουν οι Τούρκοι;
-Σιωπή, Λοχία, του ψωνάζει αποτόμως ο λοχαγός μου. Δεν
βλέπεις τον λόχον του κ.Πετρόπουλου;
Εν αρχή, άμα τω ακούσματι οι στρατιώται εδοκίμασαν να
τραπούν εις φυγήν, αλλ’ αντελήφθησαν ταχέως του πράγματος. Το οποίον σημαίνει
ότι αν πράγματι μας επετίθετο εκεί, έστω και μικρά δύναμις του εχθρού, οι
στρατιώται θα διεσκορπίζοντο και θα κατεκοπτόμεθα μεμονωμένοι και ανίκανοι προς
άμυναν. Είχε πλέον αναπτυχθή εις βαθμόν απίστευτον το αίσθημα της τουρκοφοβίας
και εις τίποτε δεν ίσχυον αι θεωρίαι μας ότι ο κίνδυνος και η καταστροφή είνε
της φυγής τα άφευκτα επακόλουθα, εν ώ η άμυνα του συμπαγούς στρατεύματος και,
εν ανάγκη υποχωρήσεως, η κανονική και τακτική τοιαύτη σώζει.
Πικρώς επεπλήξαμε αυτούς και εγώ και οι λοιποί
αξιωματικοί, αλλά ενόουν ότι εις μάτην απέβαινον οι λόγοι μας. Οι στρατιώται
μας είχον πολύ μεταβληθή ένεκα των περιστάσεων και των ατυχιών και της
αδιακόπου φυγής.
Βαδίσαντες επί αρκετόν έτι, ευρέθημεν πρό διλήμματος.
Να στρίψωμεν αριστερά προς την Λαμίαν ή να προχωρήσωμεν προς την πεδιάδα;
Συνηντήσαμεν πολίτας τινάς φεύγοντες, οίτινες μας έδωκαν αντιφατικάς
πληροφορίας. Οι μέν μας έλεγον ότι οι τούρκοι προυχώρησαν προς την Λαμίαν και
ότι όλος ο στρατός έφευγε προς την Αλαμάναν, οι δε, ότι υπάρχη ακόμη όλος ο
στρατός εντός της Λαμίας. Προφανώς όμως θα ήτο παράτολμον να στρίψωμεν αριστερά
προς την Λαμίαν, διότι μας ήτο εντελώς άγνωστον, μέχρι ποίου σημείου είχον προχωρήσει
οι τούρκοι· ηκούοντο δε πάντοτε υπόκωφοι οι πυροβολισμοί. Επί τέλους απεφασίσθη
να προχωρήσωμεν προς την πεδιάδα να κάμψωμεν αριστερά από το χωρίον Μπεκή και
να βαδίσωμεν προς την Λαμίαν, αν εμανθάναμεν ότι οι τούρκοι είχον προχωρήσει
και μας έκοπτον τον δρόμον.
Εβαδίσαμεν λοιπόν προς την πεδιάδα, δεξιά των λόφων
όπισθεν των οποίων κείται η πόλις της Λαμίας. Όταν εφθάσαμεν έξωθεν του χωρίου
Μπεκή, εμείναμεν ολίγον να αναπαυθώμεν. Μας είχεν εξαντλήσει πλέον ο κάματος
και η πορεία η περιπετειώδης της νυκτός εκείνης, ήτις ως εκ των περιστάσεων των
μοναδικών θα μείνη ανεξάλειπτος εκ της μνήμης μου.
Εκείθεν εβλέπαμεν εν τη πεδιάδι τους εναπολειφθέντας
κατοίκους της Λαμίας και των χωρίων, φεύγοντας μετά των υποζυγίων και των
ποιμνίων των προς τον Σπερχειόν και την Οίτην. Μετά μικράν ανάπαυσιν, εκάμψαμεν
αριστερά επί της αμαξητής οδού προς την Λαμίαν. Εκάμαμεν όλον τον γύρον των
λόφων εκείνων και εφθάσαμεν προς το βόρειον μέρος αυτών όπισθεν του λόφου του
Αγίου Λουκά, παρά το χωρίον Καλύβια. Εκείθεν εφαίνετο κατάλευκος η ευθεία και
πλατεία αμαξητή οδός Λαμίας-Αμφίσσης, επίτης οποίας νέφη κονιορτού υψούμενα
εδείκνυον ότι επί ταύτης εβάδιζε πλήθος πολύ.
-Ξέρεις τι μού είπαν εδώ ’ς το δρόμο; λέγει ο
υπολοχαγός κ.Λάμπρου προς τον υπολοχαγόν κ.Παπακυριαζήν, ότι είνε διαταγή να
υποχωρούν τα σώματα όπως μπορούν ’ς την Αλαμάνα.
-Για να ιδούμε, αδελφέ, τι γίνεται πρώτα εδώ και
έπειτα σκεπτόμεθα τι θα κάμωμε, του απαντά ο λοχαγός μου.
Μου έκαμεν έκπληξιν αυτό το οποίον ο κ.Λάμπρου
εξεστόμισε, αλλά δεν εμίλησα καθόλου.
Μετ’ ολίγα βήματα με πλησιάζει και μου λέγει.
-Βρέ αδερφέ Βρυζάκη, δεν κυττάς τι γίνεται; όλος ο
στρατός επέρασε την Αλαμάνα και ’μείς πάμε ’ς τη Λαμία; Εγώ λέω να τραβήξουμε
για την Αλαμάνα. Δε λές του Παπακυριαζή να σκεφθούμε εδώ γι’ αυτό το ζήτημα;
Μου ανέβηκε το αίμα ’ς το κεφάλι με την ιδέα που του
ήλθε αυτού του χριστιανού.
-Να σου ’πώ, κύριε υπολοχαγέ, του απαντώ μετά
δυσαρεσκείας. Αρκετό είνε που εφύγαμε από το σύνταγμά μας και περπατάμε σαν
χαμένα πρόβατα από τα μεσάνυκτα. Δεν μας λείπει άλλο παρά να φύγωμε ’ς την
Αλαμάνα, ενώ το σύνταγμά μας ίσως μάχεται με τους τούρκους. Θα πάμε ’ς τη Λαμία
να μάθωμε που είνε το Σύνταγμα. Και ο Παπακυριαζής αν θέλη ν’ ακούση τη γνώμη
σου, εγώ θα πάω να εύρω μόνος μου τον ταγματάρχη. Γιατί αυτό το ρεζιλίκι που
παθαίναμε σήμερα με φέρνει έξω από τον εαυτό μου.
Εμουρμούρισε μερικά λόγια ακόμη που δεν τα ήκουσα και
επαύσαμε την κουβέντα.
Εκάμψαμε μετά τινα λεπτά προς αριστερά και εφθάσαμεν
κάτωθι της Λαμίας έξωθεν του Νοσοκομείου τη 91/2 π.μ. ώρα.
Είχομεν δηλ. βαδίσει 12 και πλέον ώρας, πλήν των
μικρών παύσεων, άς εκάμαμε καθ’ όλην την πορείαν, κατά την οποίαν εκ του κόπου
και της πείνης αι δυνάμεις μας ήσαν πλέον εντελώς εξηντλημέναι.....»
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βουλγαράκης Αλέξανδρος: γεννήθηκε το 1842 στη Λαμία.
Μετείχε του πολέμου 1897. Αποστρατεύθηκε με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη στις
31 Ιουλίου 1907 (πηγή: Μεγάλη Στρατιωτική
Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια 2, Λεξικό, σελίδα 426).
[2] Παπακυριαζής Ιωάννης:
πρόκειται για το γνωστό ήρωα Συνταγματάρχη από την Υπάτη (γεννήθηκε το 1857).
Μετείχε του πολέμου 1897 με το βαθμό του Υπολοχαγού. Φονεύθηκε στις 21 Ιουνίου
1913 στη μάχη του Λαχανά ως διοικητής του 4ου Συντάγματος Πεζικού
Λαρίσης (πηγή: Μεγάλη Στρατιωτική Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια 5, Λεξικό, σελίδα 253).
Βλέπε φωτογραφίες (Εικ. 5, 6 και 7) στο: Φθιώτες νεκροί 1912-13 (Βαλκανικοί πόλεμοι).
[3] Πριονιστής
Στυλιανός: γεννήθηκε το 1840 στη Σκόπελο. Μετείχε του πολέμου 1897.
Αποστρατεύθηκε ως Αντισυνταγματάρχης στις 3 Ιανουαρίου 1906 (πηγή: Μεγάλη
Στρατιωτική Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια 5, Λεξικό, σελίδα 493)
[4] Λιάσκας Δημήτριος: γεννήθηκε το 1857 στο Παλαιοαξάριο
Δωρίδας. Μετείχε του πολέμου 1897. Απεβίωσε στη Λάρισσα στις 29 οκτωβρίου 1911 (πηγή:
Μεγάλη Στρατιωτική Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια 4, Λεξικό, σελίδα 415).
[5] Γκέκηδες: αλβανική φυλή, βλέπε: Γκέκηδες.
ΠΗΓΗ