Από την περιοδική, ενημερωτική και πολιτιστική έκδοση
του Πνευματικού Κέντρου Σταυρού Λαμίας Σταυροδρόμι, η οποία δυστυχώς σταμάτησε πλέον να εκδίδεται λόγω
οικονομικής ένδειας, αναδημοσιεύεται εδώ άρθρο του Κώστα Π. Τσούτσικα με τίτλο «Οι παππούδες μου».
Ο αρθρογράφος, μέσα από την οικογενειακή του ιστορία, παραθέτει
τα χαρακτηριστικά, την τύχη και πορεία των περισσοτέρων φθιωτικών οικογενειών
των αρχών του 20ου αιώνα (αγραμματοσύνη, λαϊκή θρησκευτικότητα,
ορφάνια, συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες, κατοχή).
Ακολουθεί το άρθρο:
ΟΙ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ ΜΟΥ
του Κώστα Π. Τσούτσικα
Γ
|
εννήθηκαν το 1901. Η γιαγιά μου ήταν το μεγαλύτερο από τα παιδιά της οικογένειας
κι αναγκαστικά έπρεπε (όπως συνήθιζαν τότε) να συμμετέχει ενεργά στο μεγάλωμα
και των μικρότερων, αλλά και στις δουλειές του σπιτιού. Που καιρός για σχολείο
και μαθήματα. Ούτε τα’ όνομά της δεν ήξερε να γράφει, κι όταν εγώ μικρός
προσπαθούσα να τη μάθω να το γράφει, μου έλεγε: “μάθε γέρο γράμματα τώρα στα
γεράματα”.
Παρά την αγραμματοσύνη της όμως είχε μεγαλείο ψυχής. Δεν
άκουσα από το στόμα της κακιά κουβέντα για κάποιον. Οι συμβουλές της μου
έμειναν χαραγμένες στο μυαλό. Δεν έλειψε ποτέ από την εκκλησία ούτε ακόμα και
σε εσπερινό. ήξερε όλη τη λειτουργία απ’ έξω και τη σιγοψιθύριζε μαζί με τον
παπά και τους ψάλτες. Εξομολογούνταν τακτικά και νήστευε (“κράταγε”, όπως έλεγε).
Θυμάμαι, όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, τη ρώτησα: “πες μου γιαγιά,
τι έ\είναι ο Θεός; Και με αφοπλιστική ειλικρίνεια μου απάντησε: “Δεν ξέρεις, παιδάκι
μου, τι είναι ο Θεός; Μα, Θεός είναι ο … Θεός!”. Και το εννοούσε αυτό που
έλεγε, γιατί έβγαινε μέσα από την ψυχή της. Έτσι το καταλάβαινε, έτσι το
ένιωθε. Έτσι απλά, χωρίς αμφισβήτηση, απόλυτα.
Ο παππούς μου έμεινε ορφανός από πατέρα (από στήριγμα, όπως συνήθιζε
να λέει) και τον μεγάλωσαν οι θείοι του, για τους οποίους έτρεφε πάντα
απεριόριστη ευγνωμοσύνη και σεβασμό. Πήγε μέχρι την Τετάρτη του Δημοτικού, γι’ αυτό
ήξερε ανάγνωση και γραφή. Διάβαζε συνεχώς.
Η ορφάνια του τον ανάγκασε να τα βγάζει πέρα μόνος του σε όλες
τις δυσκολίες της ζωής, που ήταν πράγματι πολλές. όπως έλεγε ο ίδιος, “ένα σπρί
καλαμπόκι στην αυλακιά, ένα στου στόμα”. Τέτοια ανέχεια.
Το 1920 τον πήραν στο στρατό και πήγε κατευθείαν στη Μικρά
Ασία, όπου συνάντησε και πολλούς άλλους χωριανούς και κοντοχωριανούς.
Έλαβε μέρος στις μάχες του Σαγγάριου, στο Εσκί Σεχίρ και
έφτασε να βλέπει από μακριά τα φώτα της Άγκυρας. Αν και λαβώθηκε στο πόδι από
εχθρικό βόλι, δεν εγκατέλειψε, συνέχισε μέχρι τέλους.
Έτσι ήταν και στην οπισθοχώρηση, στη μεγάλη και τραγική
μικρασιατική καταστροφή, που την έζησε από κοντά για πολλές ημέρες. ίσα που
πρόλαβε και μπήκε σ’ ένα σαπιοκάραβο (στο οποίο οι άνθρωποι κρέμονταν από
παντού σαν σταφύλια, τόσοι πολλοί ήταν) και βγήκε στο Βόλο αφήνοντας πίσω του
τη Σμύρνη να καίγεται και τους “Τουρκαλάδες” να σφάζουν, να λεηλατούν και να
καταστρέφουν τα ιερά και τα Όσια.
Στην πείνα της κατοχής δεν πείνασε η οικογένειά του, γιατί ως
πολυμήχανος και παμπόνηρος, πρόβλεψε κι έκρυψε ένα βαρέλι καλαμπόκι “για να
τρώνε τα παιδιά μπομπότα” κι από αυτό έδινε και σε κάνα συγγενή ή γείτονα που πεινούσε.
Πέθαναν και οι δυο το 1989 πλήρεις ημερών και σε διάστημα 33
ημερών ο ένας από τον άλλο. Τους αγαπούσα πολύ. Ο Θεός να τους αναπαύσει.»
ΠΗΓΗ
Σταυροδρόμι, Περιοδική ενημερωτική & πολιτιστική έκδοση
Πνευματικού Κέντρου Σταυρού Λαμίας, Τεύχος 2, Λαμία Δεκέμβριος 2000 σελίδες 94-95.
[Ευχαριστούμε τον υπεύθυνο σύνταξης του
περιοδικού κ. Ιωάννη Ευαγγ. Μακρή για την άδεια αναδημοσίευσης άρθρων της περιοδικής
έκδοσης].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου