Εικ.1. Η Οίτη και η
πεδιάδα της Ηράκλειας Τραχινίας το 1810, όπως φαίνεται από τη Λαμία. Ο πίνακας είναι του William Haygarth και προέρχεται από τη συλλογή του «Collection of 120 original sketches of Greek
landscape made in 1810-1811». (πηγή: Ιστοσελίδα Travelogues).
Τον Μάϊο του 1876 το γερμανικό περιοδικό Das Ausland δημοσίευσε
σε δυο συνέχειες άρθρο με τίτλο «Ein Ausflug auf das Oeta-Gebirge. I
& II Auf den Oeta», δηλαδή «Ένα
ταξίδι στα βουνά της Οίτης. Ι & ΙΙ Στην Οίτη». Το άρθρο υπογράφει ο Στέφανος Στρέιτ, διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Λαμία
(1872-1875). Ο αρθρογράφος καταγράφει τις εμπειρίες του από τη συμμετοχή του σε
πολυήμερη εκδρομή στην Οίτη με πολυπληθή παρέα εκδρομέων. Η παρέα αποτελούνταν
από τον Οθωμανό πρόξενο στη Λαμία Αγκόπ Εράμ Εφφέντη, την κόρη του Ελίζα, το νομάρχη
Φθιωτιδοφωκίδας Πέτρο Βακάλογλου, τον διευθυντή του υποκαταστήματος της Εθνικής
Τράπεζας Λαμίας Στέφανο Στρέιτ και τον δήμαρχο Υπάτης με δέκα ενόπλους
συνοδούς. Οι εκδρομείς ακολούθησαν τη διαδρομή Λαμία-Μεξιάτες-Υπάτη-Λουπάκι-Λιβαδιές-κορυφή
της Οίτης-μισοερειπωμένο Μοναστήρι (Δαμάστας;)-Θερμοπύλες-Λαμία (Εικ.2).
Εικ.2. Χάρτης της
διαδρομής που ακολούθησαν οι εκδρομείς κατά την ανάβασή τους στην Οίτη. Στον
χάρτη, μέσα σε κόκκινο πλαίσιο, σημειώνονται τα ονόματα των χωριών και τα τοπωνύμια
που αναφέρονται στο κείμενο. Δεν σημειώνεται το Λουπάκι που βρίσκεται πάνω από
την Υπάτη. (πηγή: Google maps).
Όπως προκύπτει από αναφορά εντός του κειμένου, η εκδρομή
πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1873, έξι μήνες περίπου μετά το θάνατο της
δεκαοκτάχρονης Αντωνέτας Εράμ, πρώτης κόρης του Οθωμανού προξένου (29 Ιανουαρίου
1873). Το 1876, τρία χρόνια αργότερα, ο Στρέιτ δημοσίευσε τις εμπειρίες του από
την εκδρομή σε δύο τεύχη του γερμανικού περιοδικού Das Ausland (Εικ.5α-στ
& Εικ.6α-η).
Το κείμενο αποδίδεται σε λογοτεχνική μορφή με όλα τα
στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα κείμενα αυτού του είδους. Σκιαγραφούνται οι χαρακτήρες
και παρουσιάζεται το ανθρώπινο πρόσωπο των υψηλών αξιωματούχων που συμμετέχουν
στην εκδρομή, ειδικά του Αγκόπ Εράμ Εφφέντη, της δεύτερης κόρης του Ελίζας, του
διευθυντή του υποκαταστήματος της Εθνικής τράπεζας Λαμίας Στέφανου Στρέιτ και δευτερευόντως
του δημάρχου Υπάτης και του τσέλιγκα στο Λουπάκι. Ο νομάρχης Πέτρος Βακάλογλου
αναφέρεται μόνο σε σημεία του κειμένου που σχετίζονται με τον τρόπο δράσης των
ληστών και αυτό διότι υπήρξε άριστος γνώστης του θέματος και απηνής διώκτης της
ληστείας στη Φθιώτιδα.
Ακολουθεί περιληπτική παρουσίαση της εκδρομής σε
διασκευή-παράφραση από το πρωτότυπο γερμανικό κείμενο. Η παράφραση διαιρέθηκε
σε κεφάλαια για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου:
«Η ιδέα για
την εκδρομή
Ένα ζεστό και πνιγηρό καλοκαιρινό βράδυ του 1873 στο
μπαλκόνι της κατοικίας του Αγκόπ Εράμ Εφφέντη, εκτός από τον ίδιο, βρισκόταν η
κόρη του Ελίζα, ο Στέφανος Στρέιτ και ο Πέτρος Βακάλογλου. Η παρέα αγνάντευε προς
την Οίτη τις φωτιές των βοσκών αναλογιζόμενη τη δροσιά που υπήρχε στο βουνό και
κάπνιζε τσιγάρα από τον περίφημο καπνό του Αλμυρού (…Προϊόν επίσημον του
Αλμυρού είναι ο Καπνός εις φύλλα μεσαίου μεγέθους, και έχοντα πολύ το νιτρώδες,
ώστε καιόμενα εις τάς καπνοσύριγκας εξάπτονται, και σπινθηροβολούν· όλος ο
καπνός ούτος δαπανάται εις την Τουρκίαν…, βλέπε: Νικολάου Παπαδοπούλου, Ερμής ο Κερδώος ήτοι Εμπορική Εγκυκλοπαιδεία, Εν Βενετία 1816, σελίδα 185.).
Ο Στρέιτ, συζητώντας ζωηρά με την Ελίζα, πρότεινε στην
παρέα να επισκεφτούν την Οίτη. Στήριξε το επιχείρημά του λέγοντας ότι ο
Δήμαρχος της Υπάτης του είχε υποσχεθεί συνοδεία δέκα ενόπλων ανδρών, εάν
αποφάσιζε να ανέβει στην Οίτη. Όλοι ξαφνιάστηκαν και δίστασαν λόγω του κινδύνου
των ληστών. Μόνο η Ελίζα παρακαλούσε τον «μπαμπάσκα» της, όπως αποκάλεσε
χαϊδευτικά τον Εράμ, να πάνε στην εκδρομή. Τον αποκάλεσε «μπαμπάσκα»
λόγω της γνώσης της ρωσικής γλώσσας, αφού μεγάλωσε στη Ρωσία, όταν ο πατέρας
της ήταν διπλωμάτης στην Κριμαία και στο Ταγκανρόγκ. Η εκδρομή αποφασίσθηκε, η
Ελίζα χτύπησε τα χέρια της από χαρά και είπε ότι θα έπαιρνε μαζί της κι ένα μεγάλο
περίστροφο (αγγλ. revolver)! Ο Εράμ την παρακάλεσε
να μην πάει μαζί τους, αυτή όμως δεν τον άκουσε. Καληνύχτισε την παρέα και πήγε
να ετοιμαστεί για την εκδρομή. Όλοι πήγαν να ετοιμάσουν τα πράγματά τους και να
κοιμηθούν, αφού πρώτα στάλθηκε τηλεγράφημα-ειδοποίηση στον Δήμαρχο της Υπάτης
να ετοιμαστεί μαζί με τους άντρες του για το ταξίδι.
Η αναχώρηση από τη Λαμία
Πρωΐ-πρωΐ, πριν δύσει το άστρο της αυγής, ο Αυγερινός
ή Εωσφόρος, ο Στρέιτ ξύπνησε από τη φωνή του σκοπού «τις εί;» και το
ποδοβολητό των αλόγων έξω από το σπίτι του. Προφανώς υπήρχε ένοπλος φρουρός έξω
από το σπίτι του Στρέιτ λόγω της θέσης του ως διευθυντή του υποκαταστήματος της
Εθνικής Τράπεζας. O Βακάλογλου καβαλούσε ένα κόκκινο
άλογο και ο κοντόσωμος Εράμ εμφανίστηκε πάνω σε ένα μεγάλο μαύρο άλογο με
κόκκινη τουρκική σέλα και χαλινάρι με φούντα. Φορούσε σπιρούνια, ένα μεγάλο
γαλανόλευκο τουρμπάνι τυλιγμένο γύρω από το πόδι του και στο χέρι κρατούσε μαστίγιο
ιππασίας. Η Ελίζα φορούσε απλή στολή ιππασίας και έφερε δεμένο στη λεπτή της
μέση το μεγάλο περίστροφο, το «μπαμπάσκας», όπως το αποκαλεί ο Στρέιτ.
Στην κεφαλή της πορείας τέθηκαν δύο έφιπποι χωροφύλακες. Τους ακολούθησε η
παρέα των εκδρομέων μαζί με μουλάρια φορτωμένα προμήθειες και χαλιά. Στο τέλος
ακολουθούσαν άλλοι δύο έφιπποι χωροφύλακες.
Το πέρασμα του Σπερχειού και οι Μεξιάτες
Ανέβηκαν στο λόφο του Αγίου Λουκά και κατηφόρισαν νότια.
Στη συνέχεια ακολούθησαν πορεία δυτικά ανάμεσα σε θερισμένα χωράφια. Μετά από
μιάμιση ώρα γρήγορης ιππασίας ξημέρωσε και έφτασαν στον ποταμό Σπερχειό.
Η γέφυρα είχε παρασυρθεί από μία πλημμύρα του. Λόγω της εποχής το ποτάμι ήταν
ρηχό και η παρέα δεν δυσκολεύθηκε να το διαβεί. Το νερό έφτασε μέχρι τα γόνατα
των αλόγων, η Ελίζα σήκωσε λίγο το φόρεμά της για να μην βραχεί. Βράχηκαν όμως
λίγο τα πόδια των υπόλοιπων εκδρομέων εκτός του Εράμ, ο οποίος ήταν μικρόσωμος
και τα πόδια του δεν ακούμπησαν στο νερό. Αφού πέρασαν το ποτάμι, προχώρησαν
δυτικότερα κι έφτασαν στην περιοχή του χωριού Μεξιάτες με τα ασβεστωμένα
σπίτια του και τα καπνοχώραφα. Συνάντησαν άνδρες και γυναίκες που δούλευαν στα
χωράφια. Οι άνδρες φορούσαν τη γνωστή στον Στρέιτ φουστανέλα και οι γυναίκες
λευκό χοντρό μάλλινο φουστάνι χωρίς μανίκια που έφτανε μέχρι το γόνατο. Από
μέσα φορούσαν κόκκινο ή γαλάζιο ριγέ μεσοφόρι. Άνδρες και γυναίκες φορούσαν στα
πόδια στενές κάλτσες μέχρι τα γόνατα, αφήνοντας ακάλυπτο το πόδι για να
εφαρμόζουν τα σανδάλια. Οι μαντήλες και το μπούστο των νεότερων γυναικών
διακοσμούνταν με ασημένια νομίσματα ή μετάλλια. Όλοι απαντούσαν με ευγένεια
στην καλημέρα και μιλούσαν με φιλικότητα στην Ελίζα.
Στα Λουτρά Υπάτης
Προχωρώντας δυτικότερα φάνηκαν τα Λουτρά Υπάτης.
Ο Στρέιτ μπόρεσε να διακρίνει με το κιάλι του ορισμένους λουόμενους και άλλους
να κυκλοφορούν ανάμεσα στις καλύβες, φορώντας μεγάλα ψάθινα καπέλα και ρόμπες.
Ξαφνικά φάνηκε ένα κοπάδι από καμήλες που ερχόταν προς το μέρος τους. Το μαύρο
άλογο του Εράμ τρόμαξε από τις κραυγές τους και ο ίδιος, πριν τον
εκσφενδονίσει, μόλις που πρόλαβε να πηδήσει από τη ράχη του αλόγου και να
προσγειωθεί στη μέση ενός καπνοχώραφου. Λίγο αργότερα ο Εράμ αναλογίσθηκε το
τόλμημά του, προσπαθώντας να καταλάβει πως συνέβη.
Στην Υπάτη
Η πορεία συνεχίσθηκε ψηλότερα μέσα σε ένα δρόμο από
λεύκες, ανθισμένες πικροδάφνες και μυρτιές με τους μαύρους καρπούς τους.
Συζητώντας για τους ληστές ξαφνικά από τους θάμνους ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ο
Εράμ έβγαλε τα πιστόλια του, η Ελίζα χλώμιασε και ο Βακάλογλου και οι χωροφύλακες
κοιτάζονταν μεταξύ τους. Ο Εράμ οπλίζοντας τα πιστόλια του και παίρνοντας
αμυντική θέση προκάλεσε τον Στρέιτ, ως τραπεζικό διευθυντή, ρωτώντας τον ψυχρά
«ποιος θα δώσει τώρα το χρυσάφι σ’ αυτούς τους κυρίους;» νομίζοντας πως
είναι ληστές. Από τους θάμνους ακούστηκε μια φωνή «Καλώς ορίσατε» και
εμφανίστηκε γελαστός ο Δήμαρχος της Υπάτης με τους ενόπλους του, που υποδέχτηκαν
με αυτό τον τρόπο την ταξιδιωτική παρέα. Αστειεύτηκε για το φόβο τους,
καθησυχάζοντάς τους ότι οι ληστές δρουν μόνο τη νύχτα και απευθύνθηκε ιδιαίτερα
στον Βακάλογλου, που ήταν γνωστός διώκτης της ληστείας στη Φθιώτιδα.
Φτάνοντας στην Υπάτη ο Δήμαρχος τους οδήγησε
στο σπίτι του. Ξεπερνώντας τον πανικό τους, κάθισαν σταυροπόδι για πρωϊνό γύρω
από το σοφρά.
Η Ελίζα πλέον χαμογελούσε δείχνοντας τα όμορφα δόντια της. Η Οίτη υψωνόταν
κάθετα πίσω από την Υπάτη και ο Εράμ ισχυρίστηκε ότι και στην Υπάτη είχε αρκετή
θέα και δροσιά. Ετοιμάστηκαν για την αναχώρηση.
Η ανάβαση
Τα άλογα αντικαταστάθηκαν με μουλάρια λόγω της πορείας
σε ανώμαλο έδαφος που θα ακολουθούσε. Η ανάβαση προς το βουνό, πίσω από την
Υπάτη, άρχισε. Η παρέα των εκδρομέων ανέβαινε ο ένας πίσω από τον άλλο
κρατώντας αρκετή απόσταση μεταξύ τους, επειδή τα μουλάρια έχουν την άσχημη
συνήθεια να κλωτσάνε με τα πίσω πόδια τους. Το πευκόφυτο τοπίο ακολούθησαν δάση
από έλατα. Η υπέροχη θέα του κάμπου δημιούργησε επιφωνήματα ενθουσιασμού στους
εκδρομείς. Το τοπίο ήταν εξαιρετικά όμορφο και ο Εράμ το αισθάνθηκε ιδιαιτέρως
λόγω και της καλλιτεχνικής φύσης του ζωγράφου που διέθετε. Η έκφρασή του κάτω από
το γαλανόλευκο τουρμπάνι που φορούσε, πρόδιδε τον ψυχικό του κόσμο. Η Ελίζα
κολυμπούσε σε μία θάλασσα πρωτόγνωρης ευδαιμονίας. Ο Εράμ ανεβαίνοντας είπε ότι
ήταν ανόητη σκέψη να ανέβουν αλλά τελικά αποζημιώθηκαν με το παραπάνω από την
ομορφιά του τοπίου.
Στο Λουπάκι
Μπροστά τους φάνηκε ένα καταπράσινο οροπέδιο, το Λουπάκι.
Τους επιτέθηκαν πολλά αγριεμένα σκυλιά που έμοιαζαν με λύκους. Ρίχτηκαν στους
οδηγούς της παρέας. Αμέσως όμως νεαροί άντρες με φουστανέλες και μακριά ραβδιά
κράτησαν τα σκυλιά μακριά τους.
Στο οροπέδιο έβοσκαν κοπάδια αιγοπροβάτων και υπήρχαν
σαράντα καλύβες (Εικ.3). Οι εκδρομείς φιλοξενήθηκαν από τους βοσκούς.
Παρόλο που ήταν καλοκαίρι, η βραδιά ήταν κρύα. Οι βοσκοί είχαν ανάψει φωτιά και
έψησαν αρνί στη σούβλα. Οι φιλοξενούμενοι, ντυμένοι καλά λόγω του κρύου, είχαν
ξαπλώσει αναπαυτικά και παρακολουθούσαν. Οι βοσκοί τοποθέτησαν το ψητό αρνί
μπροστά τους μαζί με ψημένες πίτες από καλαμποκάλευρο, που έσπαγαν σε κομμάτια
με το χέρι, λευκό φρέσκο πρόβειο τυρί, ένα πιάτο με καλαμποκάλευρο και μαλακό
τυρί σιγομαγειρεμένο με βούτυρο, κοκορέτσι και γιαούρτι (στο κείμενο γράφει
Diagourti, δγιαούρτ’ στην τοπική ντοπιολαλιά). Οι εικόνες αυτές ήταν
πρωτόγνωρες για τους εκδρομείς. Λίγο πιο πέρα οι ένοπλοι συνοδοί (παλληκάρια)
του Δημάρχου της Υπάτης, ντυμένοι με τις στολές τους και οπλισμένοι μέχρι τα
δόντια άρχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν κάτω από τη λάμψη των φωτιών που
είχαν αναφτεί. Ο Στρέιτ αναφέρει εδώ ότι ο επικεφαλής των βοσκών, ο Τσέλιγκας,
είχε έναν ιερέα για να μαθαίνει γράμματα στα παιδιά του και ο ένας γιος του
σπούδαζε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Ο Εράμ αστειευόταν συνεχώς στη συζήτησή τους. Ξαφνικά
σηκώθηκε πάνω παρασύροντας και τους υπολοίπους. Η Ελίζα έπιασε το χέρι του
γέρο-Τσέλιγκα, ο Εράμ το χέρι μιας νεαρής βοσκοπούλας και μαζί με τα παλληκάρια
άρχισαν όλοι το χορό γύρω από τη φωτιά. Ο Εράμ είπε στους άλλους ότι ο χορός
ήταν το καλύτερο μέσο χώνεψης της τροφής που έφαγαν. Τα κορίτσια των βοσκών, το
ένα μετά το άλλο, προστέθηκαν στο χορό και ακολούθησαν τα αγόρια. Τα κορίτσια
σχημάτισαν μια χορωδία που τραγουδούσε ένα λυπητερό κλέφτικο τραγούδι. Ο ρυθμός
του τραγουδιού έγινε εντονότερος και τα βήματα του χορού έγιναν πιο γρήγορα.
Μετά το χορό ακολούθησε συζήτηση που κράτησε μέχρι αργά το βράδυ.
Όταν έσβησαν οι φλόγες της φωτιάς και απέμειναν μόνο
τα κάρβουνα, η παρέα αποσύρθηκε κουρασμένη. Οι φιλοξενούμενοι είχαν στη διάθεσή
τους μερικές καλύβες. Μία καλύβα χωρίσθηκε σε δύο δωμάτια με μία μάλλινη
κουβέρτα για να δημιουργηθεί ένα αυτοσχέδιο διαμέρισμα για την Ελίζα. Τα
αυτοσχέδια κρεββάτια τους ήταν από φρέσκα κλαδιά ελάτου σκεπασμένα με χαλιά. Ο
Δήμαρχος καθησύχασε τον Στρέιτ ότι είναι ασφαλείς από τους ληστές γιατί τους
φιλοξενεί ο Τσέλιγκας. Ο Εράμ δύσπιστος είπε «να το δούμε» και γύρισε
πλευρό για να κοιμηθεί καληνυχτίζοντας τους υπολοίπους.
Οι εκδρομείς έζησαν λίγες μέρες μαζί με τους βοσκούς
στο Λουπάκι. Παρακολούθησαν το άρμεγμα των κοπαδιών, την παρασκευή τυριού και
βουτύρου και περιηγήθηκαν το οροπέδιο για να προσανατολισθούν. Οι όμορφες αυτές
στιγμές όμως, το «Dolce far niente», έπρεπε να τελειώσει. Ο Εράμ τους θύμισε ότι την αυγή θα
ανέβουν στην κορυφή. Σε ερώτηση για την ασφάλειά τους από τους ληστές ο
Τσέλιγκας τους εγγυήθηκε μόνο για «σήμερα και αύριο».
Στις Λιβαδιές
Η ομάδα ξεκίνησε την πορεία. Ανεβαίνοντας θαύμαζαν το
φυσικό περιβάλλον και τα αγριόγιδα της Οίτης. Σταμάτησαν για πρωϊνό σε μία βρύση που κάποτε ήπιε νερό ο
βασιλιάς Όθωνας. Ο βοσκός οδηγός τους βρήκε ίχνη αγριογούρουνου κι έστησαν καρτέρι.
Όταν φάνηκε το αγριογούρουνο δέχτηκε τέσσερις σφαίρες από οκτώ κάνες. Εξασφάλισαν
έτσι το κυνήγι τους. Η πορεία συνεχίσθηκε και η Ελίζα τραγούδησε έναν τουρκικό
αμανέ.
Εικ.4. Οι Λειβαδιές
(επιχρωματισμένη φωτογραφία). (πηγή: από το βιβλίο Μαρία Τζιβελέκη-Πολυμεροπούλου, Με τους “δικούς” μας στα Βουνά και τα
Χειμαδιά–Σαρακατσαναίοι, Λαμία 1999, σελίδα 86).
Το απόγευμα έφτασαν στις Λιβαδιές (Εικ.4).
Εκεί κατέλυσαν για να διανυκτερεύσουν. Οι βοσκοί και ορισμένοι σύντροφοι της
παρέας από την Υπάτη ετοίμασαν μια καλύβα με κλαδιά, τοποθετώντας εξωτερικά
κουβέρτες για προστασία από τον αέρα. Άλλοι έσφαξαν τα αρνιά που είχαν μαζί
τους και άναψαν μια μεγάλη φωτιά για να τα ψήσουν. Οι υπόλοιποι θα φύλαγαν σκοποί
τη νύχτα. Η Ελίζα μάζεψε λουλούδια με χαρούμενα επιφωνήματα έκπληξης και ο
Στρέιτ διάβαζε το βιβλίο με τα ποιήματα του Γερμανού ποιητή Ferdinand Freiligrath που έφερε μαζί του. Ο Εράμ έδινε συμβουλές μαγειρικής στους
μάγειρες. Κάθισαν για φαγητό με την Ελίζα να έχει την τιμητική της. Το κρύο
δυνάμωσε και ο αέρας έφερνε χιόνι που είχε απομείνει στην κορυφή. Η παρέα τυλίχτηκε
στις κουβέρτες της και στριμώχτηκε γύρω από τη φωτιά. Όταν έσβησαν οι φωτιές, έπεσαν
για ύπνο. Ξύπνησαν λίγο μετά τα μεσάνυχτα από το κρύο. Σε μια μεγάλη φωτιά
ετοίμασαν καφέ. Κάθισαν πίνοντας καφέ, καπνίζοντας και κουβεντιάζοντας.
Στην κορυφή
Την αυγή ξεκίνησαν για την κορυφή κρατώντας μεγάλα
ξύλα. Ανεβαίνοντας, τα παπούτσια τους σκίστηκαν από τις κοφτερές πέτρες.
Αναρριχήθηκαν μία ώρα και έφτασαν στην κορυφή, όπου δεν υπήρχε ομίχλη. Στο
βάθος ανατολικά φάνηκε να ανεβαίνει ο ήλιος, πολύ χλωμά φωτισμένος. Ακολουθούν
λεπτομερείς περιγραφές από τον Στρέιτ των βουνών αλλά και των νησιών του
Αιγαίου, τα οποία ήταν ορατά από την κορυφή της Οίτης σε όλες τις κατευθύνσεις
του ορίζοντα (νοτιοδυτικό τμήμα της Πίνδου, Τυμφρηστός, Κόρακας ή Βαρδούσια,
Γκιώνα, Παρνασσός, Καλλίδρομο, Ελικώνας, Κιθαιρώνας, Πάρνηθα, Όθρυς, Όλυμπος,
Όσσα, Άθωνας, Πήλιο, Σκόπελος ή Πεπάρηθος, Σκιάθος, Σκύρος, Χίος, Εύβοια και
Κυκλάδες). Ο Δήμαρχος της Υπάτης πληροφόρησε τους εκδρομείς ότι η κολώνα που
ακουμπούσαν κατασκευάσθηκε για να τιμήσει την ανάβαση στην κορυφή του Όθωνα και
της Αμαλίας το καλοκαίρι του 1858. Επειδή ο ήλιος άρχισε να καίει και η ζέστη
δυνάμωνε, η παρέα των εκδρομέων αποφάσισε να αρχίσει την κατάβαση. Με μεγάλη
χαρά ο Εράμ σχολίασε «Δόξα τω Θεώ, τώρα όλα είναι κατηφορικά προς Λαμία».
Η κατάβαση
Κατέβηκαν από την πλευρά της Πυράς για να δουν τις
πηγές του Δύρα (Γοργοπόταμος). Στην καθοδική πορεία τους έκαναν στάσεις. Ακολουθώντας
νοτιοανατολική κατεύθυνση σε ένα πολύ δύσκολο μονοπάτι, πλησίασαν στην παλιά Τραχίνα.
Κατεβαίνοντας, για διευκόλυνσή τους, χρησιμοποίησαν ως οδηγό την κοίτη ενός μικρού
ποταμού και άφησαν δεξιά τους την άλλη διαδρομή που οδηγούσε προς το
Καλλίδρομο. Με τη δύση του ηλίου, οι εκδρομείς θα έφταναν στα ερείπια ενός
μοναστηριού δίπλα σε ένα φαράγγι. Ο Στρέιτ αναφέρει ότι ήταν αφιερωμένο στην
Αγία Ειρήνη. Η πορεία των εκδρομέων όμως δείχνει ότι μάλλον βρέθηκαν στη
σημερινή Ιερά Μονή Δαμάστας. Πριν τους εκδρομείς θα έφταναν στο μοναστήρι οι συνοδοί
τους, οι οποίοι θα ετοίμαζαν το δείπνο και την πρόχειρη διαμονή για τη νύχτα
των εκδρομέων σε καλύβα από κλαδιά δένδρων. Σε λίγο πλησίασε την ομάδα των
εκδρομέων ένας κατακουρασμένος αγγελιοφόρος του Τσέλιγκα. Έδωσε ένα γράμμα στον
Δήμαρχο της Υπάτης. Το μήνυμα του Τσέλιγκα έλεγε ότι μία ληστρική συμμορία
πέρασε τα σύνορα τη νύχτα και βρισκόταν στη βορειοδυτική Οίτη. Πιθανώς οι
ληστές γνώριζαν για την εκδρομή των επισήμων στην Οίτη. Η κατάστασή τους ήταν
δύσκολη και ο κίνδυνος μεγάλος. Θα έπρεπε να φτάσουν στις Θερμοπύλες, όπου το πρωί
θα τους περίμενε μια περίπολος εφίππων χωροφυλάκων μαζί με τα άλογά τους.
Στο μισοερειπωμένο μοναστήρι (της Δαμάστας;)
Ξεκίνησαν σιωπηλοί με μεγάλα βήματα. Οι υπόλοιποι της
παρέας έριχναν επιτιμητικές ματιές στον Στρέιτ που πρότεινε την εκδρομή χωρίς
να υπολογίσει τον κίνδυνο και, όπως ο ίδιος αναφέρει, θεωρούσαν ότι «τους
πήρε στο λαιμό του». Μετά από μιάμιση ώρα έφτασαν ασφαλείς στον προορισμό
τους, στο παλιό μοναστήρι. Εκεί οι συνοδοί τους είχαν στήσει μία καλύβα στη
μέση των ερειπωμένων τειχών του μοναστηριού, είχαν ψήσει το αρνί και είχαν ανάψει
μια μεγάλη φωτιά από ξύλα πεύκου, η οποία όμως σβήστηκε αμέσως μετά για να μην
γίνει αντιληπτή από πιθανούς εχθρούς. Το μοναστήρι χρονολογείται από τον Στρέιτ
στη βυζαντινή περίοδο. Τα κελιά που ήταν κτισμένα σε τετράγωνο σχήμα γύρω από
την αυλή, ήταν ερειπωμένα. Κάτω από τα κελιά υπήρχαν ημιυπόγεια θολωτά κελάρια.
Σε μία γωνία υπήρχε ένα μικρό ξεροπήγαδο με πρόχειρη διακόσμηση σκαλισμένων
μορφών αγγέλων και δίπλα του μία μισόξερη συκιά. Στη μέση της αυλής υψωνόταν η
μικρή εκκλησία. Στο εσωτερικό της, το δάπεδο ήταν καλυμμένο με φθαρμένες πλάκες
ψαμμίτη. Υπήρχαν μερικά αναλόγια και κηροπήγια πρόσφατης χρονολογίας. Στο τέμπλο
ήταν τοποθετημένες εικόνες αγίων και καντήλες που έκαιγαν.
Η Ελίζα είχε μπει μέσα στη σκοτεινή εκκλησία, γρήγορα
όμως άφησε μια κραυγή αγωνίας και βγήκε έξω. Στις ερωτήσεις των υπολοίπων της
παρέας είπε ότι ένας ηλικιωμένος άγιος με χιτώνα και λευκή γενειάδα είχε
κινηθεί προς το μέρος της και ότι οι εικόνες των αγίων ήταν στοιχειωμένες! Ο
Στρέιτ και ο Εράμ μπήκαν στην εκκλησία, αφού πρώτα άναψαν ένα κερί για να δουν.
Μια σκοτεινή φιγούρα με άσπρο-γκρι γένι, λίγο πιο ρεαλιστική από τις σεβάσμιες
εικόνες εμφανίστηκε. Ο Εράμ φώναξε στην κόρη του «Ελίζα, πού είχες τη μύτη
σου; μυρίζουν σκόρδο τα φαντάσματα;». Ήταν ένας γέρος ερημίτης που, από το
έτος 1823, όταν το μοναστήρι καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Πολέμου της
Ανεξαρτησίας, είχε μείνει μόνος ανάμεσα στα ερείπια για να ανάβει τις κανδήλες,
όπως τους είπε. Βγαίνοντας έξω ο Εράμ είπε ότι δεν υπήρχε τίποτα, προφανώς για
να καθησυχάσει την Ελίζα.
Όταν σκοτείνιασε εντελώς γευμάτισαν και προσπάθησαν να
αναπαυθούν στην καλύβα. Μερικοί με γεμάτα τα περίστροφα έκαναν παρέα στους
φρουρούς τους, που είχαν τοποθετηθεί στα τείχη μπροστά από την ερειπωμένη πύλη.
Η νύχτα ήταν απόκοσμη λόγω των ουρλιαχτών των λύκων και των κρωγμών από τα
νυχτοπούλια που σύχναζαν στους τοίχους των ερειπωμένων κελιών. Ο Εράμ
προσπαθούσε να δώσει θάρρος με τα αστεία του.
Επιστροφή στη Λαμία
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα ξεκίνησαν την απότομη κατάβαση
μέσα από χαμηλή βλάστηση. Τα ξημερώματα έφτασαν χαμηλά στους πρόποδες του
βουνού κοντά στις Θερμοπύλες. Σύμφωνα με τον Στρέιτ λίγο
βορειοδυτικότερα πρέπει να ήταν η αρχαία Ανθήλη. Ακούστηκε το χλιμίντρισμα ενός
αλόγου και φάνηκε η ομάδα των εφίππων χωροφυλάκων που τους περίμενε με τα σελωμένα
άλογά τους. Η παρέα πήρε ένα ελαφρύ πρωϊνό, αστειεύτηκαν από τη χαρά τους που
επέζησαν και μετά καβάλησαν τα άλογα. Κάλπασαν μέσω της γέφυρας της Αλαμάνας
και χαρούμενοι απόλαυσαν τη θέα των χωριών Μοσχοχώρι, Ομέρμπεη (η
σημερινή Ανθήλη) και Κόμμα μετά από τόσες ημέρες αναρρίχησης στις
ανώμαλες πλαγιές. Μπήκαν στη Λαμία με τα άλογά τους σε βηματισμό.
Ο Στρέιτ άδραξε την ευκαιρία να πειράξει τον Εράμ
λέγοντας «Λοιπόν, επιστρέψατε σώος και αβλαβής, κύριε πρόξενε!» και ο
Εράμ απάντησε ευχαριστώντας το Θεό και λέγοντας ότι το κισμέτ (η τύχη) τους
βοήθησε και ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ στη ζωή του αυτό το ταξίδι. «Ούτε κι εγώ»
είπε και η Ελίζα.
Κλείνοντας, ο Στρέιτ απευθύνθηκε προς την Ελίζα
λέγοντας «Δεσποινίς Ελίζα, εδώ είναι τα λουλούδια από την Οίτη που μου δώσατε
να φυλάξω. Ξέρετε πως λέγεται αυτό το μπλέ λουλούδι; Μη με λησμόνει.»
Stefan von Streit.».
Ακολουθεί η παράθεση των πρωτοτύπων σελίδων του γερμανικού
περιοδικού:
Εικ.5α-στ. Το πρώτο μέρος του άρθρου του Στρέιτ: Das Ausland, Nr. 21. Stuttgart, 22. Mai 1876. Ein Ausflug auf das
Oeta-Gebirge. I. Auf den Oeta, seiten 401-406.
Εικ.6α-η. Το δεύτερο μέρος του άρθρου του Στρέιτ: Das Ausland, Nr. 22. Stuttgart, 29. Mai 1876. Ein Ausflug auf das
Oeta-Gebirge. II. Auf den Oeta, seiten 429-435.
ΠΗΓΗ
Πολύ σημαντικό ντοκουμέντο !
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο για την ανακάλυψη και τη μετάφραση ! Δεν αναφέρεται το όνομα του Δημάρχου Υπάτης;
Θανάσης Αδάμος
adamos-d@otenet.gr
Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια! Δυστυχώς το κείμενο δεν αναφέρει το όνομα του Δημάρχου.
Διαγραφή