Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Ο κανουνναμές (ķânûnnâme) του καζά Ζητουνίου (İzdin kazası)


Ως κανουναμές (τουρκ. Ķânûnnâme) ορίζεται ο νομοθετικός κώδικας, που ρύθμιζε τα φορολογικά ζητήματα μιας επαρχίας (τουρκ. kaza) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον συμπλήρωνε ο ισλαμικός νόμος (Sharī ah) και η εξουσία του σουλτάνου. Ετυμολογικά προέρχεται από την αραβική λέξη kanun (αραβ. Qānūn,) και αυτή με τη σειρά της από την ελληνική Κανών=νόμος.
Ένας τέτοιος φορολογικός κώδικας της εποχής του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (14941566), (τουρκ. Kanuni Sultan Süleyman, οθωμαν. سليمان‎) αφορά τον καζά Ζητουνίου με έδρα το Ζητούνι, όπως ονομαζόταν η Λαμία μέχρι την 20η Ιουνίου 1836:

 

 Κανουνναμές του Ζητουνίου (τουρκ. İzdin, Zeytun). Άγκυρα-Γενική Διεύθυνση του Κτηματολογίου. Κατάστιχο αριθμ. 157.(Πηγή: Περιοδική Έκδοση ΕΛΛΗΝΙΚΑ 17 (1962), Πίν.2)

Ο φορολογικός κώδικας είναι καταχωρημένος στο κατάστιχο με αριθμό 157, στη Γενική Διεύθυνση του Κτηματολογίου στην Άγκυρα. Στο ίδιο κατάστιχο υπάρχουν και άλλοι κώδικες που αναφέρονται σε γειτονικές περιοχές, επιτρέποντας το σχηματισμό μιας εικόνας για τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην Κεντρική Ελλάδα κατά τον 16ο αιώνα. Στον κανουνναμέ του καζά Ζητουνίου γίνεται για πρώτη φορά αναφορά στη λειτουργία πανηγυριού στο Ζητούνι.
Μελέτη για τον κανουνναμέ του Ζητουνίου πρωτοδημοσιεύθηκε το 1962 από τον Τσεχοσλοβάκο καθηγητή Josef Kabrda (1906-1968). Ολόκληρο το άρθρο του παρατίθεται στο τέλος της παρούσας ανάρτησης σε μορφή αρχείων jpeg. Στο διαδίκτυο είναι προσβάσιμη και σε μορφή αρχείου pdf.
Ο φόρος που κατέβαλαν οι χριστιανοί και μουσουλμάνοι κάτοικοι του καζά Ζητουνίου, υπολογιζόταν σε «άσπρα» (τουρκ. αkçe, οθωμαν. آقچه), εθνικό νόμισμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Καταβαλλόταν στον τιμαριούχο (ιδιοκτήτη τσιφλικιού).
Ακολουθεί αναδημοσίευση νεότερης μελέτης του, καταγομένου από τη Λαμία, ερευνητή της Ακαδημίας Αθηνών Ιωάννη Αθ. Καραχρήστου, το πλήρες κείμενο της οποίας έχει ως εξής:

 

«Το κείμενο που είναι γνωστό ως κανουνναμές του Ζητουνίου έχει πιθανότατα συνταχθεί κατά την εποχή της κωδικοποιητικής δραστηριότητας του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄ (1520-1566)[1]. Ανήκει στην κατηγορία των περιφερειακών επαρχιακών κανουνναμέδων, στα κείμενα δηλαδή εκείνα που περιέχουν ρυθμίσεις που αφορούσαν στο σύνολο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο κείμενο εκδόθηκε στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Εκείνη την εποχή παρατηρήθηκε μια σημαντική άνθιση της κωδικοποιητικής δραστηριότητας και διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό ένα corpus  κειμένων, που ρύθμιζαν κυρίως τις φορολογικές υποχρεώσεις των υπηκόων της αυτοκρατορίας, αλλά και γενικότερα ζητήματα που αφορούσαν στις σχέσεις τους με την κεντρική εξουσία, καθώς και με τους κατά τόπους εκπροσώπους της[2]. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνοντας σε αυτά τα κείμενα δεν περιορίζονταν στους μη μουσουλμάνους, αλλά αφορούσαν στο σύνολο των ραγιάδων (reaya)[3] της οθωμανικής αυτοκρατορίας, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη το διαφορετικό status της κάθε ομάδας, όπως αυτό υπαγορευόταν από μία σειρά παραγόντων, όπως το θρήσκευμα, ο τόπος κατοικίας, προνομιακοί ορισμοί, παροχή υπηρεσιών προς το κράτος.
Η ανάλυση τέτοιου είδους πηγών επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με τους διοικητικούς και φορολογικούς μηχανισμούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την ένταξη των διαφόρων ομάδων, θρησκευτικών, επαγγελματικών και άλλων σε αυτούς και τις σχέσεις μεταξύ των παραπάνω ομάδων. Τέλος επιτρέπει την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για την οικονομία και τις κοινωνικές δομές των τοπικών κοινωνιών στις οποίες κάθε φορά αναφέρονται.
Ο κανουνναμές αφορά στον καζά του Ζητουνίου[4] και περιγράφει σχεδόν αποκλειστικά τις φορολογικού χαρακτήρα υποχρεώσεις των υπηκόων προς τους τιμαριούχους. Ανάλογα με το είδος τους οι οφειλόμενοι φόροι είναι δυνατό να χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Τους φόρους που καταβάλλονταν σε είδος και εκείνους που ήταν πληρωτέοι σε χρήμα. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι δεκάτες επί της αγροτικής παραγωγής: Στο κείμενο γίνεται λόγος για δεκάτη των δημητριακών, με διαβαθμίσεις ως προς το ύψος της ανάλογα με το θρήσκευμα και τον τόπο κατοικίας. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Ζητουνίου πλήρωναν ακριβώς το 1/10 της παραγωγής τους σε δημητριακά, ενώ η δεκάτη επί των δημητριακών για τους μουσουλμάνους της υπαίθρου ανερχόταν στο 12,5%. Η μεγαλύτερη επιβάρυνση όμως αφορούσε στους χριστιανούς ραγιάδες, οι οποίοι ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας τους κατέβαλαν στον τιμαριούχο το 13,3% της παραγωγής τους.
Εκτός από τα δημητριακά με δεκάτη επιβαρύνονταν και μία σειρά άλλα προϊόντα, όπως το βαμβάκι, ο μούστος, τα μελίσσια, το λινάρι και το γλυκάνισο[5]. Για το βαμβάκι οι μουσουλμάνοι πλήρωναν 1 μέρος στα 10 ως δεκάτη και οι μη μουσουλμάνοι 2 μέρη στα 15, δηλαδή περίπου 13%. Οι μη μουσουλμάνοι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στον τιμαριούχο 2 μέρη μούστου μούστου στα 15 ως δεκάτη. Οι μουσουλμάνοι πλήρωναν για τα αμπέλια τους χρηματικό φόρο (resm-i dönüm) ύψους 4 άσπρων ανά dönüm (μονάδα μέτρησης επιφανείας, ίση περίπου με 920 m2)[6].
Αναφορικά με τη δεκάτη των μελισσιών δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ μουσουλμάνων και μη. Και οι μεν και οι δε επιβαρύνονταν με 1 κυψέλη στις 10. Σε αυτό το σημείο παρουσιάζει ενδιαφέρον η σύγκριση με τον κανουνναμέ των Τρικάλων. Εκεί προβλεπόταν η εναλλακτική δυνατότητα πληρωμής της δεκάτης των μελισσιών σε χρήμα, ένα άσπρο για κάθε κυψέλη[7], πρακτική που μαρτυρείται και σε άλλες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας εκείνη την περίοδο[8]. Πιθανώς η διαδικασία εκχρηματισμού της φορολογίας δεν είχε προχωρήσει τόσο πολύ όσο αλλού. Οι μη μουσουλμάνοι τέλος πλήρωναν και 2 μέρη στα 15 ως δεκάτη του λιναριού και του γλυκάνισου.
Οι χρηματικοί φόροι είναι δυνατόν να χωριστούν περαιτέρω σε 2 κατηγορίες: στην πρώτη ανήκουν οι έγγειοι φόροι, το δικαίωμα βοσκής και ο φόρος αρραβώνων, και στην δεύτερη εκείνοι που συνοδεύονται με συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες. Ξεκινάμε με την παρουσίαση της πρώτης ομάδας. Κάθε ενήλικος[9], ικανός προς εργασία πλήρωνε έγγειο φόρο. Για τους μη μουσουλμάνους ο φόρος αυτός ονομαζόταν ispence και ανερχόταν σε 25 άσπρα ετησίως. Εξαίρεση αποτελούσαν οι χήρες. Πλήρωναν μόνο 6 άσπρα[10]. Οι μουσουλμάνοι πλήρωναν έγγειο φόρο, resm-i cift, ύψους 22 άσπρων ετησίως, εφόσον κατείχαν ολόκληρο cift[11] και 11 αν κατείχαν μισό. Οι παντρεμένοι, οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους λιγότερο από μισό cift, καθώς και οι άκληροι, πλήρωναν 11 άσπρα ως resm-i bennak. Οι ανύπαντροι υποβάλλονταν σε καταβολή 6 άσπρων ετησίως ως resm-i mussered[12].
Οι ενήλικες μη μουσουλμάνοι πλήρωναν 6 άσπρα ετησίως ως δικαίωμα βοσκής (resm-i otluk)[13]. Οι ανύπαντροι και οι χήρες εξαιρούνταν από το φόρο αυτόν.
Ο φόρος των αρραβώνων (resm-i arus) βάρυνε μουσουλμάνους και μη εξίσου. Η διαφοροποίηση που καταγράφεται σε αυτό το σημείο σχετίζεται με την προηγούμενη οικογενειακή κατάσταση της νύφης. Για τις γυναίκες που παντρεύονταν για πρώτη φορά ο φόρος ήταν 30 άσπρα, ενώ για τις χήρες 15. Σύμφωνα με στοιχεία από άλλες περιοχές το φόρο κατέβαλε στον τιμαριούχο ο πατέρας της νύφης[14].
Όλοι οι ραγιάδες πλήρωναν 4 άσπρα ανά dönüm για φόρο λαχανόκηπων (resm-i bostan). Πρόκειται προφανώς για μετεξέλιξη της δεκάτης των λαχανόκηπων σε χρηματικό φόρο. Ο μούστος των μη μουσουλμάνων επιβαρυνόταν όταν έμπαινε σε βαρέλια, και με δικαίωμα σπιθαμής, (resm-i karis), το οποίο ανερχόταν σε 2 άσπρα τη σπιθαμή.
Όλοι οι ραγιάδες πλήρωναν φόρο για τα πρόβατα (adet-i agnam) ένα άσπρο ανά δύο πρόβατα[15]. Ο ίδιος φόρος βάρυνε και τα κατσίκια. Οι μη μουσουλμάνοι κατέβαλλαν επίσης και ένα άσπρο ανά δύο χοιρίδια (resm-i hinzir). Αν επρόκειτο για οικόσιτα χοιρίδια ο φόρος ήταν υψηλότερος, δηλαδή ένα άσπρο για καθένα από αυτά[16].
Οι βοσκοί, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα βοσκοτόπια ενός χωριού που ανήκε σε τιμάριο, πλήρωναν στον τιμαριούχο 25 άσπρα ανά κοπάδι ως δικαίωμα νομής χειμαδιού (resm-i otlak ve kislak)[17]. Από την καταβολή αυτού του φόρου εξαιρούνταν οι κτηνοτρόφοι που ήταν κάτοικοι του συγκεκριμένου χωριού. Σε αυτό το σημείο προβάλλει το χωριό, ως μονάδα οργάνωσης του χώρου, τα όρια της οποίας όμως δε συμπίπτουν με το χωριό ως οικιστικό χώρο. Επίσης είναι δυνατό να υποθέσουμε ότι το χωριό λειτουργούσε ως κοινωνικό μόρφωμα, τα μέλη του οποίου είχαν συγκεκριμένα δικαιώματα στη χρήση του χώρου[18].
Οι τιμαριούχοι εισέπρατταν επίσης φόρο για τους μύλους (resm-i asyab) που βρίσκονταν στις εκτάσεις που τους είχαν παραχωρηθεί. Ο φόρος ήταν ανάλογος με τον τύπο του μύλου, αλλά και με το χρόνο λειτουργίας του μύλου στη διάρκεια του έτους. Για ένα νερόμυλο που λειτουργούσε ολόκληρο το έτος ο φόρος που έπρεπε να καταβληθεί ανερχόταν σε 30 άσπρα. Αντιστοίχως, αν ο μύλος λειτουργούσε μόνο έξι μήνες, ο φόρος που αναλογούσε ήταν 15 άσπρα. Όπως 15 άσπρα ήταν και ο φόρος που πληρωνόταν για τα μαντάνια[19].
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς τις σχέσεις εξάρτησης μεταξύ του τιμαριούχου και των χωρικών παρουσιάζει ένα είδος αποζημίωσης (cift bozan akcesi) που οι χωρικοί ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στον τιμαριούχο σε περίπτωση που εγκατέλειπαν τα κτήματά τους. Σύμφωνα με το κείμενο του κανουνναμέ το ποσό αυτό ανερχόταν σε 75 άσπρα. Το ποσό αυτό βέβαια έπρεπε να πληρωθεί εφόσον ο ενδιαφερόμενος πρώην τιμαριούχος ανακάλυπτε τον εν λόγω χωρικό εγκατεστημένο κάπου αλλού. Σε περίπτωση που ο χωρικός είχε εγκατασταθεί σε άλλο τιμάριο, κατέβαλε την αποζημίωση στον πρώην τιμαριούχο και τη δεκάτη επί της αγροτικής του παραγωγής στο νέο τιμαριούχο. Αν στο νέο τόπο εγκατάστασής του δεν ασχολούνταν με την γεωργία, τότε πλήρωνε στο νέο τιμαριούχο το λεγόμενο φόρο της εστίας (resm-i duhan). Όπως προκύπτει από το συγκεκριμένο κανουνναμέ, αλλά και από αντίστοιχα κείμενα από άλλες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η πληρωμή της αποζημίωσης αποτελούσε διπλό στόχο. Αφενός εξισορροπούσε κάπως την απώλεια εισοδήματος που διαφορετικά θα έπρεπε να υποστεί ο πρώην τιμαριούχος μέχρι να δώσει τη γη σε κάποιον άλλο χωρικό. Αφετέρου λειτουργούσε και αποτρεπτικά προς τους χωρικούς, ώστε να μην εγκαταλείψουν τη γη τους, αφού φεύγοντας, εκτός από τους φόρους προς το νέο τιμαριούχο, διακινδύνευαν και την καταβολή της συγκεκριμένης αποζημίωσης[20]. Παρόλα αυτά όμως η δυνατότητα του χωρικού να εγκαταλείψει τη γη που του είχε παραχωρηθεί, αν έκρινε ότι μια τέτοια κίνηση θα απέβαινε τελικά προς το συμφέρον του, παρέμεινε πάντα ανοιχτή και εξισορροπούσε πιθανές εντάσεις που είχαν δημιουργηθεί σε τοπικό επίπεδο μεταξύ των χωρικών και εκπροσώπων της διοίκησης[21].
Κλείνοντας την περιγραφή των ρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο κείμενο του κανουνναμέ του Ζητουνίου θα πρέπει να αναφερθούμε στην προνομιακή πρόσβαση των τιμαριούχων της περιοχής στην αγορά του μούστου. Είχαν το δικαίωμα να μονοπωλούν για διάστημα δύο μηνών το μούστο που συνέλεγαν από τους χωρικούς με τη μορφή της δεκάτης. Στους χωρικούς επιτρεπόταν να πουλήσουν το δικό τους μούστο μετά την παρέλευση του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος των δύο μηνών. Οριζόταν επίσης ότι ο μούστος κατά τη διάρκεια του μονοπωλίου θα πωλείται κατά 2 άσπρα ακριβότερα από τις τρέχουσες τιμές. Αντίστοιχες πρακτικές εφαρμόστηκαν και σε άλλες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας[22]. Προβλέπεται επίσης φόρος της αγοράς (bac) για τα προϊόντα που διακινούνταν στην αγορά του Ζητουνίου[23]. Τα προϊόντα που φαίνεται ότι διακινούνταν στην αγορά της πόλης ήταν κυρίως είδη διατροφής και ιματισμού. Προέρχονταν από τη γύρω περιοχή, αλλά και από μακρινούς προορισμούς όπως Προύσα και Ευρώπη. Αναφορά γίνεται και στην λειτουργία πανηγυριού στο Ζητούνι.
Συνοψίζοντας μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο κανουνναμές του Ζητουνίου, εκτός από τους προσωπικούς φόρους, δίνει έμφαση σε αγροτικού και κτηνοτροφικού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει σε αυτό το σημείο η σύγκριση με κανουνναμέ του Μοριά, ο οποίος εκδόθηκε επίσης στην εποχή της βασιλείας του Σουλεϊμάν Α΄. Εκεί εκτός από φόρους παρόμοιους με αυτούς που περιγράφονται και στον κανουνναμέ του Ζητουνίου, ρυθμίζεται και η είσπραξη μιας σειράς φόρων που αφορούν σε αστικού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες, όπως φόρος αγοράς (bac-i pazar). Των σφαγείων (salhane), του niyabet, λιμενικά τέλη, φόροι που πληρώνονταν στον αγορανόμο (ihtisab)[24]. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το ύψος του φόρου των μύλων στην Πελοπόννησο ήταν ακριβώς το διπλάσιο, απ’ ότι στον καζά του Ζητουνίου. Για ένα μύλο που λειτουργούσε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους οφείλονταν 60 άσπρα στην Πελοπόννησο και μόλις 30 στον καζά του Ζητουνίου[25]. Η μεγάλη αυτή διαφορά οφείλεται προφανώς σε διαφορά στην παραγωγή.
Ενδεικτική για τη λειτουργία της αγοράς είναι η διάρκεια του μονοπωλίου του μούστου από τους τιμαριούχους. Το μονοπώλιο αυτό στην Πελοπόννησο διαρκούσε μόλις 7 ημέρες[26]. Αντίθετα διαρκούσε 2 μήνες στις περιοχές των σαντζακίων Τρικάλων και Ευρίπου[27]. Η σημαντικά μικρότερη διάρκεια του μονοπωλίου αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη μιας αρτιότερα οργανωμένης αγοράς. Τα παραπάνω συντείνουν στην υπόθεση ότι η λειτουργία της αγοράς στην περιοχή του καζά του Ζητουνίου ήταν μάλλον περιορισμένη και εξυπηρετούσε κυρίως τοπικές ανάγκες, ενώ η περιοχή διατηρούσε τον κατεξοχήν αγροτικό της χαρακτήρα. Άλλωστε τον χαρακτήρα αυτό διατήρησε και αργότερα, αφού ξ κύρια εμπορική δραστηριότητα της πόλης είχε περιορισμένη χρονική διάρκεια. Αναφερόμαστε στο πανηγύρι που διεξαγόταν εκεί[28].
Από το κείμενο του κανουνναμέ προκύπτουν κάποιες διαφοροποιήσεις σχετικά με τις διάφορες ομάδες των φορολογουμένων. Η μια αφορά το θρήσκευμα, αφού σε κάποια σημεία διαφαίνεται μια ευνοϊκή μεταχείριση των μουσουλμάνων φορολογουμένων έναντι των υπολοίπων. Η άλλη διάκριση αφορά τον τόπο κατοικίας σε συνδυασμό με το θρήσκευμα. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης αντιμετωπίζονται ευνοϊκά σε σχέση με τους μουσουλμάνους κατοίκους της υπαίθρου. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα συνδυασμό θεσμών που προέρχονται από δύο διαφορετικά συστήματα οργάνωσης του κράτους, Ο πρώτος είναι συμβατός με τη λογική του οθωμανικού κράτους, όπου η θρησκεία αποτελεί μια από τις βασικές αρχές οργάνωσής του και κριτήριο για την ενσωμάτωση των υπηκόων σε αυτό. Ο δεύτερος θεσμός, ο διαχωρισμός των υπηκόων ανάλογα με τον τόπο κατοικίας τους, παραπέμπει σε πρακτικές φεουδαλικού τύπου.
Σε αυτό το σημείο θεωρούμε σκόπιμο να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις, σχετικά με την εικόνα που είχε διαμορφωθεί από την πλευρά του κράτους για την πλήρη φορολογική μονάδα. Η παράμετρος αυτή, σε συνδυασμό με τις προηγούμενες, επηρέαζε σαφώς το status των υπηκόων. Όπως προκύπτει από τη μελέτη του κειμένου του κανουνναμέ, ως πλήρης φορολογική μονάδα καταγραφόταν στα φορολογικά κατάστιχα ο ενήλικος, έγγαμος, ικανός προς εργασία άνδρας, ο οποίος κατείχε ένα ολόκληρο cift. Πρόκειται για ένα συνδυασμό μιας σειράς παραγόντων, όπως το φύλο, η ηλικία, η οικογενειακή κατάσταση και έγγεια ιδιοκτησία, Οι χήρες, τουλάχιστον οι μη μουσουλμάνες, υποκαθιστούσαν στη λογική του συστήματος τον εκλιπόντα αρχηγό του νοικοκυριού, τύχαιναν όμως ευνοϊκών ρυθμίσεων, τόσο όσον αφορά τον έγγειο φόρο, όσο και το δικαίωμα βοσκής. Ευνοϊκής μεταχείρισης τύχαιναν επίσης όσοι κατείχαν μικρότερη έγγεια ιδιοκτησία, οι άκληροι και τέλος οι ανύπαντροι, με περισσότερο ευνοημένους τους τελευταίους, όπως αποδεικνύεται από τον έγγειο φόρο των μη μουσουλμάνων ραγιάδων.
Από τη συνολική εξέταση των ρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στον κανουνναμέ του Ζητουνίου προκύπτει μεγαλύτερη συνάφεια με αντίστοιχα κείμενα από κοντινές περιοχές, όπως τα Τρίκαλα, η Εύβοια, η Λειβαδειά και η Αθήνα[29]. Όλες οι παραπάνω περιοχές είναι κατά κύριο λόγο αγροτικές, ενώ σε καμία δεν είχαν αποδοθεί προνόμια. Πέρα λοιπόν από την παραγωγή γνώσης που αφορά στις συγκεκριμένες περιοχές, η μελέτη της εν λόγω γεωγραφικής ενότητας μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για την έρευνα της ένταξης στο διοικητικό μηχανισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας αγροτικών περιοχών, χωρίς προνόμια. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι από τη μελέτη των συγκεκριμένων πηγών αναδεικνύεται μια μόνο πτυχή του θέματος. Η μελέτη του κανονιστικού λόγου της κεντρικής διοίκησης, προβάλλει την εικόνα που αυτή είχε διαμορφώσει για τις συγκεκριμένες περιοχές, καθώς και τις προθέσεις της σχετικά με τον επιβεβλημένο τρόπο διευθέτησης των ζητημάτων που θίγονται στα κείμενα. Σε ποιο βαθμό όμως η νομοθεσία επηρέασε την πρακτική; Υπήρχαν αποκλίσεις από το γράμμα του νόμου και αν ναι πότε και κάτω από ποιες συνθήκες προέκυψαν; Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αρκεστούμε στην επισήμανση των ερωτημάτων. Για τη διερεύνησή τους άλλωστε είναι απαραίτητη η ανάλυση άλλου είδους πηγών, όπως φορολογικά κατάστιχα, ενώ διαφωτιστικές πληροφορίες είναι δυνατό να προκύψουν και από ιεροδικαστικούς κώδικες.

Παραπομπές

[1] Kabrda J.:“Ο τουρκικός κώδικας (kanunname) της Λαμίας: Συμβολή στη μελέτη των τουρκικών ιστορικών πηγών των σχετικών με την ιστορία της Ελλάδας”. Ελληνικά 17 (1962) 205.
[2] Inalcik H., “Suleiman the Lawgiver and Ottoman Law”. Archivum Ottomanicum 1 (1969) 105-138. Encyclopedic de l’ Islam IV 584-590 Kanunname (H.Fischer). Για κείμενα κανουνναμέδων Akgunduz A., Osmanli Kanunnameleri, Κωνσταντινούπολη 1990. Για κείμενα κανουνναμέδων από τον ελλαδικό χώρο Alexander J., Toward a History of post-Byzantine Greece: Thw Ottoman Kanunnames for the Greek Lands, circa 1500-circa 1600, Athens 1985, Μπαλτά Ε, “Οι κανουνναμέδες του Μοριά” Ίστωρ 6 (1993) 29-70.
[3] Οι Οθωμανοί χώριζαν τους υπηκόους τους σε δύο ομάδες, τους reaya και τους askeri. Στην πρώτη ανήκαν όσοι ασχολούνταν με τη γεωργία και το εμπόριο. Πρόκειται για αυτούς που πλήρωναν φόρους. Η δεύτερη ομάδα περιελάμβανε όλους εκείνους που βρίσκονταν στην άμεση υπηρεσία του σουλτάνου, στρατιωτικές ομάδες που δεν ασχολούνταν με την παραγωγή, γραφειοκράτες, θρησκευτικούς λειτουργούς, καθώς και τις οικογένειές τους, συγγενείς και δούλους. Υπήρχε και μια ομάδα των “απαλλαγμένων reaya”, οι οποίοι απολάμβαναν κάποιων φοροαπαλλαγών και κάποιων προνομίων, σε αντάλλαγμα για συγκεκριμένες υπηρεσίες που προσέφεραν στο κράτος, Οι reaya (ο όρος σημαίνει κοπάδι) μουσουλμάνοι και μη, θεωρούνταν προστατευόμενοι, τους οποίους ο Θεός είχε εμπιστευτεί στο σουλτάνο, του οποίου καθήκον, ως αρχηγού της οθωμανικής θρησκευτικής κοινότητας, ήταν να τους οδηγήσει στο δρόμο του Θεού. Inalcik H., The Ottoman State: Economy and Society, 1300-1600” στο Halil-Inalcik-David Quatacrt (εκδ.) An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Cambridge 1994, σελ.16-17. Farochi S., “Crisis and Change, 1590-1699” στο Halil-Inalcik-David Quatacrt (εκδ.) An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Cambridge 1994, σελ.550-551.
[4] Kabrda J., ό.π. σελ. 211.
[5] Η δεκάτη αποτελούσε τον πυρήνα των φόρων που οι χωρικοί ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στον τιμαριούχο σε είδος. Ταυτόχρονα πρόκειται για τους κατεξοχήν φόρους, τους οποίους καρπωνόταν ο τιμαριούχος. Συνήθως ονομαζόταν ósór και σπανιότερα harac-I mukaseme. Η καταβολή της δεκάτης βάρυνε μια σειρά αγροτικών προϊόντων, όπως τα σιτηρά, όσπρια, φυτικές ίνες, ελιές, κηπευτικά, φρούτα, περιβόλια. Η δεκάτη των δημητριακών, των οσπρίων και των ελιών πληρωνόταν πάντα σε είδος, ενώ αυτή των υπολοίπων προϊόντων, μετά από κάποιο χρονικό σημείο, ήτων δυνατό να πληρωθεί και σε χρήμα. Αυτή η δυνατότητα, εφόσον προβλεπόταν για τη συγκεκριμένη κάθε φορά περιοχή, αναφερόταν στους αντίστοιχους κανουνναμέδες ή στα σχετικά κατάστιχα. Μουταφτσίεβα Β., Αγροτικές σχέσεις στην οθωμανική αυτοκρατορία, 15ος-16ος αιώνας (μετάφραση Ουρανία Αστρινάκη-Ευαγγελία Μπαλτά), Αθήνα 1990, σελ. 268-270.
[6] Με τη νομοθεσία του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄ υιοθετήθηκε ο διττός τύπος φορολογίας, σε χρήμα ή σε είδος, για τη δεκάτη των αμπελιών. Αυτή η πρακτική μαρτυρείται από κανουνναμέδες περιοχών της σημερινής Βουλγαρίας, όπου οι χριστιανοί είχαν τη δυνατότητα είτε να καταβάλουν τη δεκάτη των αμπελιών σε είδος, είτε να πληρώνουν στον τιμαριούχο την αξία της σε μετρητά. Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ. 255-256 και 268-270.
[7] Kabrda J., ό.π. σελ. 215.
[8] Η φορολογία των μελισσιών επί Μεχμέτ Β΄ καταβαλλόταν σε είδος. Ο Σουλεϊμάν Α΄ επέτρεψε την πληρωμή του συγκεκριμένου φόρου σε μετρητά. Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ. 268-270.
[9] Στο κείμενο του κανουνναμέ αναφέρεται η φράση «που έφτασε στην εφηβική ηλικία» Kabrda J., ό.π. σελ. 212. Η ενηλικίωση ήταν συνδεδεμένη με την εφηβεία. Παρουσιάζονται όμως σημαντικές τοπικές διαφοροποιήσεις ως προς την ακριβή ηλικία εισόδου στην εφηβεία.
[10] Σύμφωνα με τον κανουνναμέ της Αθήνας οι χήρες δεν διαφοροποιούνταν από τους υπόλοιπους χωρικούς. Kabrda J., ό.π. σελ. 212.
[11] Πρόκειται για έκταση γης, η οποία ανήκε σε ένα νοικοκυριό (hane) και ήταν δυνατό να καλλιεργηθεί από ένα ζευγάρι βοδιών. Ανάλογα με την ποιότητα του εδάφους η έκτασή της διαφοροποιούνταν ανά περιοχή και κυμαινόταν από 5-15 εκτάρια. Inalcik H., The Ottoman State: Economy and Society, 1300-1600” στο Halil-Inalcik-David Quatacrt (εκδ.) An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Cambridge 1994, σελ. 146-147.
[12] Μαζί με την δεκάτη οι έγγειοι φόροι αποτελούσαν τον πυρήνα των εισοδημάτων των τιμαριούχων. Οι διάφορες ονομασίες, ispence, resm-i cift, resm-i bennak, resm-i mucerred, αποτελούν διαφορετικές κατά περίπτωση ονομασίες του έγγειου φόρου που ήταν γνωστός ως harac-i muvazzaf. Ουσιαστικά πρόκειται για φόρο που κατέβαλαν οι ραγιάδες σε αντάλλαγμα για την κατοχή και καλλιέργεια δημόσιας γης. Σε κάποιες περιπτώσεις, κάποια σαντζάκια της Μικράς Ασίας, ο έγγειος φόρος κατανέμονταν ανάμεσα στον τιμαριούχο, το ζαΐμη, το σούμπαση ή το σαντζακμπέη. Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ. 272-273. Ενδιαφέρον προκαλεί η απουσία του resm-i cift από τους κανουνναμέδες του σαντζακίου του Ευρίπου, με εξαίρεση αυτόν του Ζητουνίου. Alexander J., ό. π. σελ. 304-332.
[13] Ως προς το ύψος του φόρου έχουν καταγραφεί σημαντικές τοπικές διαφοροποιήσεις. Στα Τρίκαλα εισέπρατταν 5 άσπρα ως δικαίωμα βοσκής, ενώ στην Αθήνα 2. Kabrda J., ό.π. σελ. 212.
[14] Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ. 277. Συχνά ο σπαχής μοιραζόταν το δικαίωμα των αρραβώνων με το διοικητή του σαντζακίου. Κάποτε μάλιστα ο φόρος αυτός κατέληγε στο κρατικό ταμείο ή σε ταμεία βακουφίων. Kabrda J., ό.π. σελ. 217. Διαφωτιστική ως προς τις επικρατούσες πολιτισμικές πρακτικές αναφορικά με το γάμο και τη σεξουαλικότητα είναι η επισήμανση ότι σε περιοχές του σημερινού ελλαδικού χώρου εφαρμοζόταν ήδη από τη βυζαντινή περίοδο μία σειρά γαμήλιων δώρων, γνωστών με διάφορα ονόματα όπως θεώρητρα, αγριλίκι, παληκαριάτικο, όπου υπάρχει επίσης μία σαφής διαφοροποίηση μεταξύ εκείνων των γυναικών που παντρεύονταν για πρώτη φορά και των υπολοίπων. Ενώ είναι θεμιτό να πιθανολογήσει κανείς μια πολιτισμική όσμωση ως προς αυτό το θέμα, θα ήταν επικίνδυνο στη βάση των υπαρχόντων στοιχείων να υποστηρίξει κάτι τέτοιο με σιγουριά.
[15] Στην εποχή του Μεχμέτ Β΄ ο φόρος των προβάτων είχε διττό χαρακτήρα: Χρηματικός, οπότε ανερχόταν σε ένα άσπρο ανά τρία πρόβατα ή σε είδος. Σε αυτή την περίπτωση καταβαλλόταν ένα πρόβατο ανά πενήντα. Στη νομοθεσία του Σουλεϊμάν Α΄ ο φόρος των προβάτων προβλέπεται ρητά ως χρηματικός και μάλιστα αυξάνεται το πληρωτέο ποσό σε ένα άσπρο ανά δύο πρόβατα. Ο δικαιούχος του φόρου δεν είναι σαφώς καθορισμένος. Τον εισέπραττε ή ο τιμαριούχος ή το κρατικό ταμείο. Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ. 273-274.
[16] Ήδη από την εποχή του Μεχμέτ Β΄ ο φόρος αυτός ήταν πάντα χρηματικός και το ύψος του αμετάβλητο. Ο δικαιούχος παρέμεινε επίσης σταθερός και ήταν πάντα ο τιμαριούχος. Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ. 275.
[17] Ουσιαστικά πρόκειται για μια ομάδα φόρων που αφορούν στη χρήση των βοσκοτόπων ενός τιμαριούχου από κτηνοτρόφους, οι οποίοι δεν διέμεναν μόνιμα από τιμάριο: Πρόκειται για το φόρο του χόρτου (resmi-i otlak), το φόρο για τα θερινά βοσκοτόπια (resmi-i yaylak) και το φόρο για τα χειμερινά βοσκοτόπια (resmi-i kislak). Και οι τρείς φόροι ήτων πληρωτέοι σε χρήμα και τους καρπωνόταν πάντα ο τιμαριούχος. Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ. 274-275. Ως προς το είδος του φόρου όμως έχουν καταγραφεί εξαιρέσεις. Έτσι στον κανουνναμέ της Ναυπάκτου προβλέπεται εναλλακτική δυνατότητα καταβολής του φόρου σε είδος ή σε χρήμα. Kabrda J., ό.π. σελ. 217.
[18] Inalcik H., The Ottoman State: Economy and Society, 1300-1600” στο Halil-Inalcik-David Quatacrt (εκδ.) An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Cambridge 1994, σελ.173-174.
[19] Κατά την εποχή του Μεχμέτ Β΄ ο φόρος των μύλων πληρωνόταν σε είδος. Επρόκειτο για κάποια ποσότητα σιτηρών, ανάλογη με το χρονικό διάστημα λειτουργίας του μύλου κατά τη διάρκεια του έτους. Ο γενικός κανουνναμές του Σουλεϊμάν Α΄ όριζε σχετικά επίσης τη φορολογία σε είδος. Σε επαρχιακούς κανουνναμέδες όμως της ίδιας περιόδου προβλεπόταν η πληρωμή σε χρήμα. Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ. 276. Και ως προς το ύψος του συγκεκριμένου φόρου παρατηρούνται σημαντικές τοπικές διαφοροποιήσεις. Kabrda J., ό.π. σελ. 216, Μπαλτά Ε., ό.π. σελ. 44.
[20] Μουταφτσίεβα Β., ο.π., σελ. 228-233.
[21] Furoqhi S., «Politics and socio-economic change in the Ottoman Empire of the sixteenth century” στο Metin Kunt and Christine Woodhead (εκδ,) Suleyman the Magnificent and his Age: The Ottoman Empire in the Early Modern World, σελ. 109-110.
[22] Στη Ναύπακτο ο διοικητής του σαντζακιού είχε δικαίωμα να πουλήσει το μούστο του στη διάρκεια του μονοπωλίου κατά τέσσερα άσπρα ακριβότερα από τις τρέχουσες τιμές. Kabrda J., ό.π. σελ. 216. Για τις ρυθμίσεις που αφορούσαν σε περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας και συγκεκριμένα στα σαντζάκια Τρικάλων και Ευρίπου Alexander J., ό.π. σελ. 268-340.
[23] Για το τμήμα που αναφέρεται στο φόρο της αγοράς Alexander J., ό.π. σελ. 328-332. Οι ρυθμίσεις αυτές απουσιάζουν από την έκδοση του Kabrda.
[24] Μπαλτά Ε., ό.π. σελ. 42-43.
[25] Μπαλτά Ε., ό.π. σελ. 44.
[26] Μπαλτά Ε., ό.π. σελ. 45.
[27] Alexander J., ό.π. σελ. 268-332.
[28] Καραχρήστος Ι., “Συμβολή στη μελέτη της ιστορίας της Φθιώτιδας κατά την ύστερη τουρκοκρατία: Μέσα του 18ου αιώνα-Δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου”. Φθιωτικά Χρονικά 13 (1992) σελ. 52.
[29] Alexander J., ό.π. σελ. 268-332.»

ΕΙΚΟΝΕΣ

 





















ΠΗΓΕΣ


1. Ιωάννης Αθ. Καραχρήστος, «Η ένταξη της Φθιώτιδας στο διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Ο κανουνναμές του Ζητουνίου», Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας 3-4 Νοεμβρίου 2001, Λαμία 2002, σελίδες 38-44.
2. Josef Kabrda: Ο τουρκικός κώδικας (kanunname) της Λαμίας (Συμβολή στη μελέτη των τουρκικών ιστορικών πηγών των σχετικών με την ιστορία της Ελλάδας). Περιοδική έκδοση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ΕΛΛΗΝΙΚΑ 17 (1962), Θεσσαλονίκη 1962, σελίδες 202-518.






Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Τσερνοβίτι: Μεταλλοφόρος περιοχή Νικελίου (Ni) στην περιοχή Τσερνοβιτίου-Αχινού. Το Mélange της Παλαιοκερασιάς

Η Όθρυς από γεωλογική άποψη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον [1]. Τα οφιολιθικά πετρώματά της συνιστούν ένα από τα γνωστότερα και πληρέστερα μελετημένα οφιολιθικά συμπλέγματα σε παγκόσμια κλίμακα.
Στο προσωπικό μας αρχείο περιήλθε μετά από ευγενή υπόδειξη του κ.Πέτρου Μεχτίδη:
►Α) “Έκθεσις μεταλλευτικών ερευνών επί μεταλλιούχου χώρου κειμένου εν τη περιφερεία χωρίων Τσιρνοβιτίου και Αχινού, Δήμου Φαλάρων, Νομού Φθιωτιδοφωκίδος” (Εικ.1αβ). 
►Β) δισέλιδο έγγραφο με οψιόν (option=δικαιώματα προαίρεσης) (Εικ.2αβ).
►Γ) χάρτης στον οποίο προσδιορίζεται σε τραπεζοειδές σχήμα η θέση της περιοχής με εμφανίσεις Νικελίου (Ni) (γαλλικά Apparitions de Nickel) στο γεωγραφικό χώρο της Ανατολικής Φθιώτιδας (Χάρτης Α).
►Γ) χάρτης σε κλίμακα 1:10.000, ο οποίος επιγράφεται “Τοπογραφικόν Σχεδιάγραμμα εμφαίνον την περιοχήν των δηλωθέντων εκτάσεων μεταλλευμάτων των κ.κ. Σ.Τράκα, Γεωρ.Βαρβιτσιώτη, Ν.Σφήκα” (Χάρτης Β).
Τα όρια της περιοχής “Εμφανίσεως Νικελίου” στο Χάρτη Β προσδιορίζονται λεπτομερέστερα δυτικά του 48ου παραλλήλου (556) ως εξής:
Η γραμμή χάραξης αρχίζει λίγο βορειότερα από το εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου Τσερνοβιτίου (Εικ.3) (819, νότια Αρσαλής), διέρχεται από την Κανάλα (Μ, νότια του Βαθύλακου, Εικ.4) μέχρι το τοπωνύμιο Βίγλα. Στη συνέχεια κατέρχεται νότια σε ευθεία μέχρι το λόφο Πάδη (Εικ.5) (318, Γριάς Σπηλιά), ανεβαίνει και πάλι βόρεια αφήνοντας δεξιά τη θέση Αλογάκαντρος (Αλαγόμαντρες στην καθομιλουμένη του χωριού), διέρχεται πάνω ακριβώς από το εξωκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου Παλαιοκερασιάς (Εικ.6), τις θέσεις Πλακωτό και Κατή χωράφι (798) καταλήγοντας στην αρχική θέση (819, νότια Αρσαλής). Ανατολικά του Αγίου Κωνσταντίνου, ως 550, προσδιορίζεται άλλη μεταλλοφόρος περιοχή.
Τα σημεία του Χάρτη Β με την έντονη σκίαση παριστούν τον ποταμό Βελλά και τα ρυάκια που καταλήγουν σε αυτόν. Η διπλή γραμμή παριστά το δρόμο που χρησίμευε για τη μετάβαση των κατοίκων του Τσερνοβιτίου στον Αχινό. Διακρίνεται η γέφυρα στη Λιναριά και το τοπωνύμιο Καληγέρη (Καλοέρα στην καθομιλουμένη του χωριού, Εικ.7). Το τοπωνύμιο Πλατάνια βρύσες αναφέρεται στην Πλατάνα.
Η συνολική έκταση της μεταλλοφόρου περιοχής, όπως αναγράφεται στο Χάρτη Β, ανέρχεται σε 4.865 στρέμματα. Μέρος της απεικονίζεται στην Εικ.8..

◄►

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο των δύο εγγράφων:

ΕΚΘΕΣΙΣ
Μεταλλευτικών ερευνών (δι’ επιτοπίου απλής επισκέψεως) επί μεταλλιούχου χώρου κειμένου εν τη περιφερεία χωρίων Τσιρνοβιτίου και Αχινού, Δήμου Φαλάρων, Νομού Φθιωτιδοφωκίδος εκδοθείσης της υπ’ αριθ. 631 αδείας προσωρινών μεταλλευτικών ερευνών υπό του Νομάρχου Λαμίας.
Υπό
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Δ. ΣΦΗΚΑ Χημικού – Ορυκτολόγου

─ ─ ─ ─ ─

Βορειοανατολικώς της κωμοπόλεως Στυλίδος και επί της οδού της αγούσης υπό του μύλου του Τσερνοβιτίου εις χωρίον Τσιρνοβίτιον και επί της θέσεως Πλατάνα, έχομεν εμφανίσεις μαγγανίου μορφής πυρολουσίτου μετά χειροπλινθών εγκλεισμάτων αργίλου εις κοντάκτ σχιστολίθου και ασβεστολίθου. Αι εμφανίσεις αύται πάχους 1 μέτρου και μήκους 3 μέτρων φρονούμεν ότι από εμπορικής απόψεως ουδεμίαν σημασίαν έχουν αλλά λόγω της μεταλλογενείας της περιοχής ταύτης αναφέρομεν αυτάς. Νοτιοανατολικότερον της θέσεως Πλατάνα παρουσιάζεται η ακόλουθος γεωλογική μορφή του εδάφους : υπερκείμενος ασβεστόλιθος, ακολουθεί στρώμα εις έκτασιν 2 χιλιομέτρων συμπαγούς ερυθρού ψαμμίτου κροκαλοπαγούς υπό δε τον ασβεστόλιθον εμφανίζεται βορειοανατολικώς του Αστακού, οφίτης.
Επειδή η γεωλογική μορφή του εδάφους παρουσιάζει σχεδόν τας αυτάς ομοιότητας προς τα νικελιοφόρα στρώματα Λαρίμνης άτινα έχουν την αυτήν κατεύθυνσιν, προϋπεθέσομεν την ύπαρξιν νικελιούχων στρωμάτων. Και τω όντι ανατολικότερον του σημείου τούτου, παρουσιάζεται φαιολιθικός ψαμμίτης ήτοι θραυσιματογενή πετρώματα εκ ψαμμίτου και οφίτου. Εντός των πετρωμάτων της μορφής ταύτης παρε-
¾
τηρήθησαν πράσινα εγκλείσματα (στίγματα)·αρχικώς υπετέθη ότι ταύτα οφείλονται εις αιγίτην, γενομένης όμως χημικής αναλύσεως εν τω γεωλογικώ εργαστηρίω του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ευρέθησαν ίχνη νικελίου (περίπου 1%) άρα τα πράσινα ταύτα εγκλείσματα δεν οφείλονται εις αιγίτην αλλά εις γαρνιερίτην τουτέστιν πολυπυριτικόν νικέλιον.
Αι ομοιότητες ούτοι των πετρωμάτων τούτων παρουσιάζονται υπό τας αυτάς συνθήκας υφ’ άς ανευρέθησαν τα νικελιούχα μεταλλεύματα Λαρίμνης. Βορειοανατολικώς του σημείου τούτου εκτείνονται κροκαλοπαγή ασβεστολιθικά πετρώματα ως και περιδοτιτικά. Πάντα τα πετρώματα ταύτα ενέχουσιν εν ισομόρφω παραμίξει 3-8% πεντοξείδιον του φωσφόρου (Ρ2Ο5).
Δέον ν’ αναφέρωμεν ότι ουδεμία συστηματική έρευνα εγένετο επί του μεταλλούχου τούτου χώρου.
Εν Αθήναις τη 21 Οκτωβρίου 1935



Ν. Δ. ΣΦΗΚΑΣ
Χημικός-Ορυκτολόγος


ΟΨΙΟΝ
Το περί ού ο λόγος μεταλλείον, ΤΣΕΡΝΟΒΙΤΙΟΥ και ΑΧΙΝΟΥ νικελίου κ.λ.π., εκχωρείται υπό τους εξής όρους:
(διάρκεια αδείας ερεύνης μέχρι 19 Φεβρουαρίου 1937 με δικαίωμα παραστάσεως μέχρι 19 Φεβρουαρίου 1938)

─ ─ ─ ─ ─

1) Προθεσμίαν 8 μηνών από σήμερον δι’ επίσκεψιν και μελέτην του μεταλλείου.
2) Προθεσμίαν 6 μηνών (έξ) από της λήξεως της πρώτης δι’ ενέργειαν έργων ερεύνης, μετά δε την λήξιν των έξ (6) μηνών και εντός το πολύ ενός (1) μηνός, δήλωσις έγγραφος εκ μέρους της Εταιρίας ότι κρατά οριστικώς ή μη το μεταλλείον.
3) Μίσθωσις μέχρι εξαντλήσεως των μεταλλευμάτων παντός είδους της μισθώσεως ταύτης ανανεουμένης ανά διετή χρονικά διαστήματα προαιρετικώς διά την Εταιρείαν και υποχρεωτικώς διά τους ιδιοκτήτας.
4)Μίσθωμα οκτώ επί τοις εκατόν (8%) επί της αξίας των μεταλλευμάτων ΦΟΜΠ λιμένα φορτώσεως.
5) Από της οριστικής μισθώσεως πάντες οι στρεμματικοί φόροι δαπάναι ανανεώσεως αδείας ερεύνης ως και οι προς οριστικήν παραχώρησιν του μεταλλείου, καταβάλλονται υποχρεωτικώς υπό της μισθωτρίας Εταιρίας διά λογαριασμόν των Ιδιοκτητών και επί χρεώσει των, δύνανται δε να κρατούνται από την Εταιρείαν μέχρι πεντήκοντα τοις εκατόν (50%) εκ του πρώτου ως κατωτέρω καταβαλλομένου αυτοίς μίνιμουμ ετησίου μισθώματος και το υπόλοιπον επί του δευτέρου ετησίου μισθώματος.
6)καταβολή εις τους ιδιοκτήτας Δολλάρια πεντακόσια (500) διά το πρώτον έτος μισθώσεως, Δολλάρια χίλια (1000) διά το δεύτερον, και Δολλάρια χίλια πεντακόσια (1500) διά τα υπόλοιπα έτη προκο-
-2-
βαλλόμενα κατά τριμηνίαν. Τα μισθώματα δε ταύτα ορίζονται ως μίνιμουμ υποχρεωτικόν της Εταιρείας δικαιουμένης να εξαγάγη τα ανάλογα καθυστερηθέντα τυχόν μεταλλεύματα κατά το επόμενον έτος εκμεταλλεύσεως.
7) Εν περιπτώσει εγκαταλείψεως της εκμεταλλεύσεως του μεταλλείου υπό της μισθωτρίας Εταιρείας ουδέν ποσόν καταβληθέν τοις ιδιοκτήτες επιστρέφεται, πάντα δε τα έργα ερεύνης εκμεταλλεύσεως, οικήματα και άλλοι μόνιμοι και ακίνητοι εγκαταστάσεις παραμένουσιν εις όφελος των ιδιοκτητών. Της Εταιρείας δικαιουμένης μόνον να παραλάβη τας κινητάς αυτής εγκαταστάσεις ήτοι, εργαλεία, γραμμάς ντεκοβίλ, εναερίους και συναφή ως και τα τυχόν εξωρυγμένα μεταλλεύματα, πάντα δε ταύτα εντός τριών μηνών το πολύ από της ημέρας της οριστικής παραιτήσεως.
ΙΔΙΟΚΤΗΤΑΙ
1) Σπυρίδων Τράκας διά 35%
2) Γεώργιος Βαρβιτσιώτης διά 30%
3) Νικόλαος Σφήκας          »     35%

Εν Αθήναις τη 24η Οκτωβρίου 1935


Εκ μέρους εαυτού και κ.Anthony Miller
της Νέας Υόρκης

◄►


Ακολουθεί γλωσσάρι για την κατανόηση ορισμένων όρων των εγγράφων:
1.     Πυρολουσίτης : ορυκτό του Μαγγανίου.
  1. Ψαμμίτης Κροκαλοπαγής.
  2. Οφίτης ή οφιόλιθος.
  3. Πολυπυριτικόν νικέλιον ή Γαρνιερίτης: μικτό πυριτικό άλας Νικελίου.
  4. Γραμμές Ντεκοβίλ (Decauville): τύπος σιδηροδρόμου με φορητά στοιχεία, ο οποίος λύνεται, μεταφέρεται εύκολα και επανασυναρμολογείται. Η ονομασία προέρχεται από το Γάλλο κατασκευαστή του Πολ Ντεκοβίλ (Paul Decauville, Πτι-Μπουρ, Εσόν 1846 – Νεϊγί 1922).


Το Mélagne της Παλαιοκερασιάς
Στη διδακτορική διατριβή του κ.Πέτρου Κουτσοβίτη δημοσιεύεται Γεωλογικό σκαρίφημα της Κεντρικής και Ανατολικής Όθρυος (Εικ.9), στο οποίο προσδιορίζονται επακριβώς τα πετρώματα και οι γεωλογικοί σχηματισμοί.
Στην περιοχή της Παλαιοκερασιάς εντοπίσθηκε Ηφαιστειοιζηματογενής σχηματισμός (Εικ.10) και πυροκλαστικά πετρώματα (Εικ.11).
Ιδαίτερο γεωλογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο σχηματισμός Mélange. (συνοθύλευμα πετρωμάτων) (Εικ.12,13), ο οποίος εντοπίσθηκε στην περιοχή της Παλαιοκερασιάς (στην ανατολική Όθρυ υπάρχουν σε πέντε περιοχές: Παλαιοκερασιά, Άγιος Γεώργιος, Γαβριανή, Βρύναινα και Ερέτρια).
Σχετικά ο κ. Πέτρος Κουτσοβίτης γράφει τα εξής (σελίδες 62,63):
«…Στην Παλαιοκερασιά η έκταση του mélange είναι μικρή (2 km2 περίπου). Βρίσκεται τεκτονικά τοποθετημένη πάνω από την τριαδική ακολουθία Πυργάκι όπως ορίστηκε από τον Ferriere (1982){Ferriere J. (1982) Paleogeographie et tectoniques superposes dans les Hellénides internes: les massifs de lOthrys et du Pelion (Grece septentrional). Thése, siences Univ. Lille-Soc. Géol. Mord. Publ. 8, pp 970} η οποία αποτελείται από pillow λάβες, πηλίτες και ραδιολαρίτες. Η τεκτονική τοποθέτηση πάνω από τους υποκείμενους Τριαδικούς σχηματισμούς, πιθανολογείται από την παρουσίας γνευσιοσχιστόλιθων στην μεταξύ τους επαφή στο δυτικό τμήμα της εμφάνισης. Οι λάβες που βρίσκονται στο mélange Παλαιοκερασιάς είναι έντονα εξαλλοιωμένες και παραμορφωμένες αλλοιώνοντας τις προγενέστερες pillow μορφές. Παρουσιάζουν οκταμύγδαλα ασβεστίτη μεγέθους μέχρι 3 mm και διασχίζονται από δευτερογενείς ασβεστιτικές φλέβες. Γεωχημικές αναλύσεις δείχνουν ότι αυτές έχουν ασβεσταλκαλικούς χαρακτήρες (Κεφ. 6.4). Κατά θέσεις εντός των ασβεσταλκαλικών λαβών βρέθηκαν ρυολιθικά πετρώματα. Μεταμορφική σόλα βρέθηκε εντός των ασβεσταλκαλικών λαβών…. Οι λάβες οι οποίες βρίσκονται πάνω από την μεταμορφική σόλα είναι λιγότερο τεκτονισμένες και εξαλλοιωμένες από αυτές που βρίσκονται στο κάτω μέρος της μεταμορφικής σόλας. Λίγο πιο ανατολικά εμφανίζεται ένα δίκτυο διορατικών φλεβών το οποίο έχει διεισδύσει εντός των ασβεσταλκαλικών βασαλτών. Στη μία θέση παρατηρήθηκε διαφοροποίηση από την σύσταση του διορίτη προς πιο φελσική και το πέτρωμα χαρακτηρίζεται ως πλαγιογρανίτης. Λίγα μέτρα πιο ανατολικά, ….βρέθηκαν λάβες με συμπαγή μορφή οι οποίες μακροσκοπικά διαφέρουν από τις υπόλοιπες λάβες που εμφανίζονται στα δυτικά τμήματα του mélange. ….Το πέτρωμα αυτό έχει τραχιανδεσιτική σύσταση. Αμφιβολίτες από μεταμορφική σόλα βρέθηκαν στα όρια της επαφής του σχηματισμού mélange με αργιλοπυριτικούς σχηματισμούς της βάσης. Περίπου 50 m ανατολικά εμφανίζονται ασβεστολιθικά πετρώματα της υποκείμενης Τριαδικής σειράς. Ιζηματογενή πετρώματα του σχηματισμού. Ο Ferriere (1982) παρατήρησε ότι τα στρώματα κλίνουν γενικά προς ΒΑ. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις παρατηρήσεις υπαίθρου, ενώ φαίνεται και από τη φορά κλίσης της μεταμορφικής σόλας. Στη συγκεκριμμένη περίπτωση τα πετρώματα από τα ανατολικά δείχνουν να έχουν εφιππεύσει των πετρωμάτων από τα δυτικά, τα οποία εμφανίζονται τεκτονικά καταπονημένα…..»
Το κείμενο οπωσδήποτε βρίθει επιστημονικών γεωλογικών όρων και είναι εξαιρετικά δυσνόητο για τους μη Γεωλόγους. Αποτελεί όμως μία εμπεριστατωμένη μελέτη για την περιοχή με επιτόπια έρευνα, η οποία αναδεικνύει τη γεωμορφολογία της Ανατολικής Όθρυος.


ΣΧΟΛΙΑ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

[1] ─Για τη λιθοστρωματογραφική-τεκτονική της Όθρυος βλέπε:
─Για τα πετρώματα της Ανατολικής Όθρυος βλέπε τη διδακτορική διατριβή:
Μεταφέρεται εδώ μικρή περίληψη της διατριβής:
«Η ανατολική Όθρυ γεωλογικά αποτελείται από ζώνες οι οποίες χαρακτηρίζονται ως εσωτερικές στις οποίες περιλαμβάνονται η Yποπελαγονική (ή Μαλιακή), η Πελαγονική και η ζώνη της Ανατολικής Ελλάδας. Οι δύο πρώτες ζώνες περιλαμβάνουν μαγματικά πετρώματα τα οποία βάση στρωματογραφικών δεδομένων διακρίνονται σε εκείνα που ανήκουν στην Τριαδική μαγματική και ιζηματογενή ακολουθία, στους σχηματισμούς melange, στα οφιολιθικά πετρώματα Ιουρασικής ηλικίας και στους οφιόλιθους του μετα-ανωκρητιδικού καλύμματος. Τα Τριαδικά μαγματικά πετρώματα αποτελούνται κυρίως από pillow λάβες μέσα στις οποίες εμφανίζονται σχετικά μικρής έκτασης σερπεντινιωμένα υπερβασικά πετρώματα, συνοδευόμενα από φλεβικά και πυροκλαστικά πετρώματα βασικής έως όξινης σύστασης. Οι pillow λάβες συχνά εναλλάσσονται με ιζηματογενή πετρώματα (πηλίτες, ραδιολαρίτες και ασβεστόλιθους). Τα μαγματικά αυτά πετρώματα εμφανίζονται στις περιοχές Λογγίτσι, Αγία Μαρίνα, Παλαιονεράιδα, Σπαρτιά και Μύλοι. Τα οφιολιθικά πετρώματα στην ανατολική Όθρυ εμφανίζονται συνήθως ως διάσπαρτα τμήματα διαμελισμένου οφιολιθικού συμπλέγματος, εκτός από την εμφάνιση τους στα Βρύναινα όπου τα οφιολιθικά πετρώματα συνιστούν μία σχεδόν πλήρη οφιολιθική ακολουθία ανεπτυγμένη σε μικρή περιοχή. Οι Ιουρασικοί οφιολιθικοί σχηματισμοί βρίσκονται στις περιοχές Καραβόμυλος, Πελασγία και Βρύναινα, ενώ οι οφιολιθικοί σχηματισμοί του μετα-ανωκρητιδικού καλύμματος βρίσκονται στις περιοχές Ερέτρια, Βελεστίνο και Αερινό. Στα οφιολιθικά πετρώματα οι πετρολογικοί τύποι που αναγνωρίστηκαν είναι: περιδοτίτες, πυροξενίτες, σερπεντινίτες, γάββροι, διορίτες, πλαγιογρανίτες-ρυοδακίτες, ροδιγκίτες, ηφαιστειακά και φλεβικά πετρώματα βασικής έως ενδιάμεσης σύστασης και πετρώματα τύπου ‘Skarn’. Οι σχηματισμοί melange αποτελούνται από μαγματικά, μεταμορφωμένα και ιζηματογενή πετρώματα σε χαοτικές μορφές. Τα μαγματικά πετρώματα είναι κυρίως ηφαιστειακά, με σαφείς ενδείξεις ότι τουλάχιστον μέρος από αυτά συνδέονται στην Τριαδική ηφαιστειακή δραστηριότητα. Αναγνωρίστηκαν οι εξής λιθότυποι: Σερπεντινίτες, ασβεσταλκαλικές pillow λάβες, ροδιγκίτες, διορίτες, πλαγιογρανίτες, μεταμορφικές σόλες (αμφιβολίτες, πρασινοσχιστόλιθοι), λιστβανίτες, ψαμμίτες, ασβεστόλιθοι και κερατόλιθοι-ραδιολαρίτες. Οι σερπεντινίτες προήλθαν από μεταμόρφωση υπερβασικών πετρωμάτων (χαρτζβουργιτών, λερζόλιθων και βερλιτών), ενώ οι ροδιγκίτες από μετασωματικές διεργασίες σε γαββρικά πετρώματα και δολερίτες. Η ροδιγκιτίωση έχει επηρεάσει και Τριαδικούς βερλίτες. Εμφανίσεις skarn παρατηρήθηκαν στο οφιολιθικό σύμπλεγμα στα Βρύναινα, ανάμεσα σε μάρμαρα, δολερίτες και ρυοδακίτες. Τα μεταμορφικά πέλματα που βρέθηκαν συμμετέχουν στο σχηματισμό melange της Παλαιοκερασιάς και προήλθαν από μεταμόρφωση βασαλτικών πετρωμάτων με χαρακτήρες N-MORB αλλά και ασβεσταλκαλικούς. Οι λιστβανίτες προέρχονται από την περαιτέρω μετασωμάτωση σερπεντινιτών με ρευστά πλούσια σε Si και Ca. ...................................................................»



ΕΙΚΟΝΕΣ



 Eικ.1α: Η πρώτη σελίδα της Έκθεσης.





Eικ.1β: Η δεύτερη σελίδα της Έκθεσης.



 Eικ.2α: Η πρώτη σελίδα της Οψιόν.




 Eικ.2β: Η δεύτερη σελίδα της Οψιόν.






Eικ.3α: Το εξωκκλήσι του Αγίου Αθανασίου, βόρεια του Τσερνοβιτίου. Η φωτογραφία ελήφθη το 1995. Ανήκει στον κ.Κωνσταντίνο Αθ. Αλεξόπουλο, τον οποίο και ευχαριστούμε για την παραχώρησή της. Απεικονίζεται το εξωκκλήσι πριν τη ριζική ανακαίνιση, η οποία αλλοίωσε την αρχική του μορφή που απεικονίζεται εδώ.




 Eικ.3β: Η επιγραφή με το έτος κτίσης του εξωκκλησίου του Αγίου Αθανασίου: 1943, Ιουλίου 4, Χ.Κ.. Είναι εντοιχισμένη πάνω από τη θύρα εισόδου (Eικ.3α).





 Eικ.4: Η χαράδρα της Κανάλας. Το τοπωνύμιο Βαθύλακκος διακρίνεται σε λευκό φόντο. Το τοπωνύμιο Βίγλα, το οποίο ανήκει στην Κοινότητα Ανύδρου και αγνοούμε, εντοπίζεται σε σημείο αριστερά της Κανάλας.





 Eικ.5: Ο λόφος Πάδη. Δεξιά της φωτογραφίας μέσα στο βραχώδες τοπίο διακρίνεται η μεγάλη σπηλιά που ονομάζεται «Γριάς σπηλιά».






Eικ.6: Το εξωκκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Παλαιοκερασιάς.







Eικ.7: Ο λόφος της Καλοέρας. Πρόκειται για το τοπωνύμιο Καληγέρη που αναφέρεται στο Χάρτη Β.







Eικ.8: Μέρος της μεταλλοφόρου περιοχής. Η φωτογραφία ελήφθη από τη θέση Παλιοκάλυβα, νότια της Πλατάνας. Η γραμμή χάραξης διέρχεται στη βάση του λόφου Κούμαρος, δίπλα στον ποταμό Βελλά.







Eικ.9: Γεωλογικό σκαρίφημα της κεντρικής και Ανατολικής Όθρυος.





 Eικ.10: Ηφαιστειοιζηματογενής σχηματισμός στην περιοχή Παλαιοκερασιάς.







Eικ.11: Πυροκλαστικά πετρώματα στην Παλαιοκερασιά.







Eικ.12: Εικόνες από το Mélange της Παλαιοκερασιάς. Αριστερά μεταμορφική σόλα εντός λοβών και δεξιά πλαγιογρανίτης.







Eικ.13: Γεωλογική τομή δυτικά-ανατολικά στο Mélange της Παλαιοκερασιάς:
1.Αργιλοπυριτικοί σχηματισμοί,
2.Γνευσιοσχιστόλιθοι,
3.Pillow λάβες παραμορφωμένες,
4.Ψαμμίτες και πηλίτες,
5.Διορίτες,
6.Πλαγιογρανίτες,
7.Αμφιβολίτες,
8.Ασβεστόλιθοι Τριαδικής ηλικίας.




ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ


Eικ.1αβ,2αβ,3β,4,6,7,8: Αρχείο Σωτήρη Γ. Αλεξόπουλου.
Eικ 3α: Αρχείο Κωνσταντίνου Αθ. Αλεξόπουλου.



ΧΑΡΤΕΣ


 Χάρτης Α.








Χάρτης Β.




ΠΗΓΗ ΧΑΡΤΩΝ


Χάρτης Α & Β: Αρχείο Σωτήρη Γ. Αλεξόπουλου.



ΠΗΓΕΣ


  1. Αρχείο Σωτήρη Γ. Αλεξόπουλου.
  2. Κουτσοβίτης Πέτρος, Πετρολογική και ορυκτολογική μελέτη οφιολιθικών πετρωμάτων στην περιοχή της Ανατολικής Όθρυος, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Αθήνα 2009.