Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

Ξόρκια και αμποδέματα, του Μπεκιώτη (Αναδημοσίευση)


        [Η παρούσα αναδημοσίευση αφιερώνεται στη μνήμη της γιαγιάς μου Δημητρούλας Δ. Γκέκα (γριάς Γκέκαινας) (1887-1980), το γένος Παπαθανασίου (Εικ.1). Καταγόταν από το Κόμμα Φθιώτιδας με γενεαλογικές ρίζες από Συκά Υπάτης. Στην ανάρτηση Πέμπτη 7 Μαΐου 1897 : Οι Οθωμανοί προ των πυλών (ante portas) της Λαμίας δημοσιεύεται ανάμνησή της από τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Παντρεύτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα το Δημήτριο Αθ. Γκέκα (1877-1942) από το Σταυρό (πρώην Μπεκή) Λαμίας. Το 1904 απέκτησε το πρώτο της παιδί. Είναι η Μαρία Γκέκα (μετέπειτα Βλάχου) (1904-1973). Από τον αρραβώνα της Μαρίας είναι η οικογενειακή φωτογραφία στο παζάρι της Λαμίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1932(Εικ.2). Συνολικά απέκτησε έντεκα τέκνα. Κατά την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων (6 Οκτωβρίου 1912) ο άνδρας της επιστρατεύθηκε αφήνοντάς την έγκυο και με τρία παιδιά. Απεβίωσε το 1980 στο Σταυρό].


Παλιότερα, όταν οι γιατροί και τα φάρμακα ήταν σχεδόν άγνωστα στα χωριά της υπαίθρου, περίσσευαν οι δεισιδαιμονίες και η πίστη σε μάγια και σε ξόρκια. Κάθε χωριό είχε τους πρακτικούς γιατρούς και τις γιάτρισσες, τους γητευτές και τις γητεύτριες, τους μάγους και τις μάγισσες, τις μαμές και τις ξεματιάστρες.
Είχε και το χωριό μας τους δικούς του. Συνήθως οι (γ)ητειές τους έφθαναν στα όρια της γειτονιάς τους, αλλά πολλών η φήμη ξεπερνούσε και τα όρια του χωριού τους.
Αδιαμφισβήτητη, κορυφαία (γ)ητεύτρα της γειτονιάς μας η γριά Γκέκαινα (χήρα του Γκέκα) χωρίς αμοιβές και μπαξίσια. Γριά κυρτωμένη από τα χρόνια, τυφλή, με πρόσωπο σκαμμένο από το χρόνο και τα βάσανα (έχασε δυο παλικάρια και τον άντρα της και την άφησε ο Θεός με πέντε κορίτσια), όπως τη γνώρισα από μικρό παιδί, έτσι την άφησα μετά από 20 χρόνια που έφυγα απ’ το χωριό. Λες κι είχαν ριζώσει τα πόδια της στο παραγώνι. Δεν θυμάμαι να την είχα δει ποτέ όρθια ή σε άλλο μέρος. Πίστευα ότι έτσι όπως τη γνώρισα, έτσι γεννήθηκε.
Άριστη ξεματιάστρα και (γ)ητεύτρα. Είχε τη δική της τεχνική ξεματιάσματος με αλάτι. Κρατώντας με το δείχτη και τον αντίχειρα λίγα σπυριά χοντρό αλάτι, έκανε το σημείο του σταυρού μπροστά στο «ματιασμένο» παιδί που μαραμένο λούφαζε στην αγκαλιά της μάνας του, μουρμούριζε τα ακαταλαβίστικα λόγια της και χασμουριόταν συνέχεια. Έριχνε το αλάτι στη φωτιά που σιγόκαιγε μέρα-νύχτα στο τζάκι της και με γλυκό παράπονο έλεγε ότι ξετσαουλιάστηκε από το χασμούρημα. Τόσο πολύ ματιασμένο ήταν το παιδί. Ανάλογο ήταν βέβαια και το πρατσάλισμα του αλατιού στη φωτιά. Το χασμούρημα και το πρατσάλισμα ήταν τα δυο κριτήρια της γριάς Γκέκαινας για το μέγεθος του ματιάσματος.
Επαναλάμβανε τρεις φορές το ξεμάτιασμα και το μάτι, αλάνθαστα, έφευγε. «Δεν το βλέπεις πώς ξεφλάμπρισε το καημένο; Ήταν πολύ βασκαμένο…».
Η θεοσεβούμενη μάνα μου φαίνεται ότι προτιμούσε το ξεμάτιασμα της γριάς Γκέκαινας από το «διάβασμα» του παπά της ενορίας μας για το μάτιασμα. Για δικαιολογία έλεγε: «Πού να τρέχεις στον παπά τέτοια ώρα στην άλλη άκρη του χωριού!!! Θεέ μου σχώρα με…».
Ο παπάς βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με τις ξεματιάστρες και τις γητεύτρες, έναν ιδιότυπο … επαγγελματικό ανταγωνισμό. Οι γητεύτρες άλλοτε επικαλούνταν τον αφέντη το Χριστό ή την Παναγιά τη Δέσποινα ή τους Αγίους Αναργύρους ή τον Αϊ-Λεφτέρη (οι μαμές, για να λευτερώσει τις ετοιμόγεννες) κι άλλοτε τον «εξαποδώ». «Έπαιζαν» και με τις λέξεις και φράσεις που σήμαιναν το τέλος ή την εξαφάνιση κάποιου πράγματος, π.χ. στη «χάση» του φεγγαριού[1] έπρεπε να πίνει κανείς τα διάφορα μαντζούνια για να φύγουν οι γαρδαβίτσες ή άλλα παθήματα.
Να ήταν όμως μόνο το ξεμάτιασμα! Αμ το ανεμοπύρωμα, τον πονόματο, τις άφτρες;
Όλα τα γιάτρευε η καλή μας γρια-Γκέκαινα. Μεγαλύτερη γητεύτρα απ’ αυτή δε γνώρισα στο μικρόκοσμο του χωριού μας… Και το ανεμοπύρωμα το έπαιρναν τα ξόρκια της «όπως ο ήλιος τη δροσιά της νύχτας» κι άλλα παθήματα τα’ απόδιωχνε «σε μέρη ακατοίκητα σε ριζιμιά λιθάρια». Όμως το δικό μου δράμα ήταν οι άφτρες που έβγαιναν στο στόμα (άφθες). Όσο μπορούσα έκρυβα από τη μάνα μου την ύπαρξή τους. Δεν έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου αν αμφισβητούσα την αποτελεσματικότητα της μεθόδου θεραπείας της ή υπερίσχυε στη σκέψη μου η αναγούλα και η αηδία που μου προκαλούσε, όταν θα έβαζε τα αγκυλωμένα από την ακινησία δάχτυλά της στο στόμα μου για να αλείψει τις άφθες με τη δικής της επινόησης αλοιφή… Θα προτιμούσα άλλο τρόπο θεραπείας-που τον έμαθα όταν μεγάλωσα λίγο-που έπρεπε να κάψεις τρία σπίρτα και να πετάς πίσω σου σ’ ένα τρίστρατο αποβραδίς με την εμφάνιση των πρώτων αστεριών, μουρμουρίζοντας και κάτι μαγικά λόγια[2].
Και τη λούγκα την (γ)ήτευε η γρια-Γκέκαινα με το αδράχτι και πολλά άλλα παθήματα γιάτρευε που δεν τα θυμάμαι όλα…
Υπήρχαν όμως και θεραπείες πολύ γνωστές σε όλους, όπως π.χ. για το κριθαράκι στο μάτι το αλύχτισμά του από πρωτότοκο παιδί. Το αλύχτισμα έπρεπε να γίνει πρωί-πρωί και να είναι άνιφτοι ο παθών και ο θεραπευτής. Ο θεραπευτής έλεγε: «Γαβ, είμαι πρώτος και σε τρώω…» τρεις φορές.
Το (γ)ήτεμα του ανεμοπυρώματος γινόταν και με τον εξής τρόπο[3]. Στο ανεμοπύρωμα τοποθετούνταν ένα κόκκινο πανί, επάνω εναποθέτονταν ένα βαμπακάκι που το άναβε ο (γ)ητευτής και το έσβηνε, μουρμουρίζοντας τα λόγια: «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες, αυτόν». Αυτό με το βαμβάκι και ταλόγια επαναλαμβανόταν τρεις φορές. Κι εδώ οι λέξεις κλειδιά του (γ)ητέματος ήταν το διασκορπισθήτωσαν και φυγέτωσαν (=να φύγει το ανεμοπύρωμα).
Όμως στο χωριό μας διέπρεπαν μεταξύ των άλλων και δύο μαμές. Η γριά Πεπερού και η κυρά-Ρήνα (Μακρή) η Κατσαίισα (από το Χρήστος=Κίτσος). Ξεγέννησαν άγνωστο αριθμό γυναικών κι έκοψαν τους ομφάλιους λώρους όλων των παιδιών που γεννήθηκαν στο μεσοπόλεμο στο χωριό μας.
Αμ η Μήτραινα η Κυροδήμαινα, η πρακτική ορθοπεδικός που «έφτιαχνε» τα χέρια; Ή ο επίσης ορθοπεδικός γερο-Κότσιαλος που «έφτιαχνε» κυρίως τα πόδια;
Γενικά κανένα αερικό πάθημα και καμμιά αρρώστια ανθρώπων και ζώων δεν ήταν αγιάτρευτα για τους γητευτές του χωριού μας.
Βέβαια είχαμε και τα φαντάσματά μας, κυρίως γύρω από το χωριό, που τα έβλεπαν μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι και οι νεραϊδοπαρμένοι. Αυτοί είχαν και το προνόμιο να κουβεντιάζουν και με τα ξωτικά και τα στοιχειά
Μάγους και μάγισσες που «έδεναν» με μάγια τους ανθρώπους δεν είχαμε στο χωριό μας. Αυτά γίνονταν μακριά από μας. Σε μας μόνον «έλυναν» μάγια…

Γλωσσάρι
αλαφροΐσκιωτος (αλαφρός+ισκιώνω)=ο ικανός (σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση) να βλέπει αόρατες δυνάμεις, πνεύματα, ξωτικά κτλ.
αλύχτισμα=γαύγισμα.
αμποδένω=κάνω μάγια, μαγεύω και καθιστώ κάποιον άνδρα ανίκανο για συνουσία.
αμπόδεμα=δέσιμο με μάγια, γήτεμα…
ανεμοπύρωμα (άνεμος+πύρωμα)=δερματική πάθηση, το ερυσίπελας.
άνιφτος=αυτός που δε νίφτηκε, δεν πλύθηκε κυρίως στο πρόσωπο και στα χέρια.
άφθα ή άφτρα=φλεγμονή του βλεννογόνου του στόματος.
γαρδαβίτσα=μερμηγκιά, ακροχορδών, επιδερμική-συνήθως στρογγυλή-επίκτητη εκβλάστηση.
γητεύω (γοητεύω)=κάνω μάγια, γητειές. Από το γητεύω παράγονται: γητευτής, γητεύτρα, γήτεμα, γητειά.
(γ)ήτεμα=η χρησιμοποίηση μαγικών μέσων για την επίτευξη σκοπού ή την αποτροπή κακού. Στο Σταυρό αναφερόταν ως ήτεμα.
γητειά=πρόκληση ή αποτροπή κακού ή επιδίωξη ερωτικού σκοπού με μαγικά μέσα.
εξαποδώ (έξω από εδώ)=ο διάβολος, ο σατανάς.
κριθαράκι (ιατρική)=μικρό φλεγμονώδες οίδημα στο χείλος του βλεφάρου.
λούγκα=το πρήξιμο αδένων ψηλά στο μηρό.
μάγια=κάθε τι που χρησιμοποιείται για μαγικό σκοπό.
μαντζούνι=πολτώδες, πρακτικό φαρμακευτικό παρασκεύασμα.
νεραϊδοπαρμένος (νεράϊδα+παίρνω)=κατά τη λαϊκή δεισιδαιμονία, φρενοπαθής που του πήραν τα συλλογικά οι νεράϊδες.
ξεφλαμπρίζω=συνέρχομαι.
ξόρκια=μαγικά λόγια που, κατά τη λαϊκή φαντασία, αποδιώχνουν το κακό, εξορκισμός.
ξωτικό (και ξουθ’κό)=υπερφυσικό πλάσμα, στοιχειό.
παραγώνι=χώρος κοντά στο τζάκι, κατ’ επέκταση το τζάκι.
πρατσάλισμα (του αλατιού στη φωτιά)=ο κρότος που κάνει το χοντρό αλάτι καθώς «σκάζει» στη φωτιά.
ριζιμιό λιθάρι=πέτρα (βράχος) ριζωμένη, ακλόνητη στη θέση της συνήθως στα βουνά (σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι…).
στοιχειό=αγαθοποιό ή κακοποιό πνεύμα, φάντασμα.
τσαούλια=τα σαγόνια. «Ξετσαουλιάστικα από το χασμούρημα», μου βγήκαν τα σαγόνια από το πολύ χασμούρημα.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

[1] Χάση φεγγαριού, δηλ. χάνεται (σώνεται) το φεγγάρι. Έτσι να χαθούν κι οι αρρώστιες ή να φύγουν μακριά από τους ανθρώπους «στα όρη στ’ άγρια βουνά» ή «σε μέρη ακατοίκητα, σε ριζιμιά λιθάρια…».
[2] Μαρτυρία Ελένης Σερεμέτη το γένος Ευαγ. Μακρή. Το τρίστρατο συνιστούσαν σε πολλές περιπτώσεις, για να μπορεί το «κακό» να φεύγει ανεμπόδιστα προς πολλές κατευθύνσεις.
[3] Μαρτυρία Δημητρίου Αναστ. Καραναστάση, έτος γεν. 1915.



ΕΙΚΟΝΕΣ



 Εικ.1 Δήμητρα Δ. Γκέκα (1887-1980).




Εικ.2 Στο κέντρο καθήμενος ο Δημήτριος Αθ. Γκέκας (1877-1942) και δίπλα του η Δήμητρα Δ. Γκέκα (1887-1980). Πίσω όρθιος ο γιός τους Αθανάσιος Δ. Γκέκας (1910-1933). Η δεσποινίς με την ομπρέλλα είναι η κόρη τους Μαρία Δ. Γκέκα (μετέπειτα Βλάχου) (1904-1973) και δίπλα όρθιος ο αρραβωνιαστικός της Γεώργιος Βλάχος (1902-1972).



ΠΗΓΗ
1)Περιοδική-Ενημερωτική-Πολιτιστική Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Σταυρού Λαμίας: ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ, τεύχος 8 (Αφιέρωμα στο Βασίλη Σίμο), Ιούλιος 2003, σελίδες 97-99.
2)Εικ.1,2: Οικογενειακό φωτογραφικό αρχείο Σωτήρη Γ. Αλεξόπουλου.






Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Για τους νεκρούς της οικογένειας Σακελλάρη από τη Φτέρη Σπερχειάδας



Η οικογένεια Σακελλάρη είναι μία από τις ελληνικές οικογένειες, που προσέφεραν τα παιδιά τους θυσία για την πατρίδα.


 (Εικ.1) Διονύσιος Σακελλάρης.

Στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 6, σελίδα 222, αναγράφεται το ονοματεπώνυμο του Διονυσίου Σακελλάρη (Εικ.1), ο οποίος αποστρατεύθηκε το 1926 «συνεπεία τραυμάτων πολέμου»:
«Σακελλάρης Διονύσιος του Γεωργίου λοχ. πεζ., γεν. το 1886 εν Φτέρη Φθ/κίδος, μετ. πολ. 12-13 και 17-23, μετετ. εις τιμητ. αποστρ. συνεπεία τραυμάτων πολέμου, 8 Ιουλ. 1926».
Ο Διονύσιος Σακελλάρης, ο οποίος έφερε και ο ίδιος τρία τραύματα υπέρ πατρίδος, έγραψε στη μνήμη των πεσόντων το παρακάτω ποίημα:


ΤΑ ΚΟΚΚΑΛΑ ΝΑ ΠΑΤΕ!

-Στη Μάννα μου και στον Πατέρα μου
Που έχασαν τρία παιδιά στον πόλεμο-

Των πόθων ονειροχωριό,
πλαγιές, κρύες βρυσούλες,
έλατα σιγοσάλευτα
βράχια, ψηλές ραχούλες!

Σας πόθησα και έρχομαι
μακρυά από τα ξένα!
Σας ξαναβρίσκω ολόλαμπρα
αγνά, μά! ωϊμένα!

Βρίσκω στον έρμο κήπο μου
δυό δέντρα μαραμένα!

Δέντρα μου βαθυΐσκιωτα!
δέντρα αγαπημένα
του πόνου ποιο σαράκι σας
σάς έχει ρημαγμένα!

Τι έχετε και γέρνετε;
στον ίσκιο σας ωϊμένα
απάντεχα ο άμοιρος!
Μά τώρα μαραμένα
σας βρίσκω στο φτωχόκηπο
βαρειά! βαθειά θλιμμένα!

-Μας πήρε η φλόγα τα κλαδιά!
Ώ! Στα βουνά θαμμένα
τρία βλαστάρια έχουμε!
Αλλοίμονο! το ένα

Απόμενε ’στο Λαχανά!
Στη Τζουμαγιά το άλλο!
κ’ ύστερα ’στο Σαγγάριο
έμενε το μεγάλο!

Τα λείψανα! Τα κόκκαλα!
πού νάναι σκορπισμένα!

΄Ω! του Χωριού μου σείς πουλιά!
Καθώς ψηλά πετάτε,
κυττάξτε για τα κόκκαλα
στα Δέντρα μου να πάτε!


 (Εικ.2) Από τας εκατόμβας της ηρωϊκής Ρούμελης.
Τρείς Νεκροί της Οικογενείας Γ. Σακελλάρη (πατρός του συγγραφέως) εκ Φτέρης Σπερχειάδος.
Εκ δεξιών:
Βασίλειος Σακελλάρης, Ταγματάρχης Πεζικού († Υψώματα Γιλτίζ Ντάγ 1921).
Νικόλαος Σακελλάρης, Ανθυπολοχαγός Πεζικού († Άνω Τζουμαγιά 1913).
Ιωάννης Σκαραφίγκας, Στρατιώτης († Υψώματα Λαχανά 1913).


Διασταύρωση και τεκμηρίωση των πληροφοριών

Βασίλειος Σακελλάρης:
1)Στην έκδοση του Υπουργείου Στρατιωτικών, Αγώνες & νεκροί 1830-1930, τόμος 2, εν Αθήναις 1930, σελίδα 12 αναγράφεται: «Σακελλάρης Βασίλειος του Αναγν. ταγ/χης πεζ., γεν. εις Φτέρην, Φθ/δος, εφον. 1921 Αυγούστου 12 εις Σαγγάριον».
2)Η πληροφορία επιβεβαιώνεται στον Πίνακα πεσόντων αξιωματικών που δημοσιεύεται στην έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού: Εκστρατεία εις Μικράν Ασίαν, τόμος πέμπτος Μέρος –δεύτερον, Επιχειρήσεις προς Άγκυραν 1921, Αθήναι 1963, σελίδα 211: μεταξύ των ονοματεπωνύμων πεσόντων αξιωματικών, με α/α 9 αναγράφεται το ονοματεπώνυμο του Ταγματάρχη Βασιλείου Σακελλάρη:
Παράρτημα (Αρχείον ΔΙΣ Φ. 370/Δ/1)
Φονευθέντες αξιωματικοί κατά τας προς Άγκυραν επιχειρήσεις
Α/Α
Βαθμός
Όπλον
Ονοματεπώνυμον
Μονάς
.
.
.
9
.
.
.
.
.
.
.
.
Tαγματάρχης
.
.
.
.
.
.
.
.
Πεζικού
.
.
.
.
.
.
.
.
Σακελλάρης Βασίλειος
.
.
.
.
.
.
.
.
2/39 Σύνταγμα Ευζώνων
.
.
.

3) Στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 5, σελίδα 631 αναγράφεται: «Σακελλάρης Βασίλειος του Αναγνώστου ταγματ. πεζ. εκ του στρατεύματος, γεν. το 1878 εν Φτέρη Σπερχειάδος Φθ/κίδος, μετ. πολ. 97, 12-13 και 17-21. Εφονεύθη εν Μ. Ασία 12 Αυγ. 1921».
«…κατά την αυτήν ημέραν της 12ης Αυγούστου η ΙΙΙ Μεραρχία μάχεται απεγνωσμένως προς άλωσιν του τρομερού Γιλντίζ. Αι επιθέσεις εναντίον των συρματοπλέκτων οχυρώσεων αποβαίνουν αμέτρητοι και λυσσωδέσταται. Πίπτει πρώτος εξ όλων επιτιθέμενος ο ταγματάρχης Σακελλάρης του 2/39 των Ευζώνων και πλησίον αυτού ο λοχαγός Πετρόπουλος. Πίπτουν ταυτοχρόνως πολλοί εύζωνοι. Ουδείς όμως αποδειλιά και το Γιλντίζ αλίσκεται δι’ αιματηροτάτων μόνων εφόδων».

Ο Βασίλειος Σακελλάρης διοίκησε το III Tάγμα του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων Μεσολογγίου μέχρις τις 12 Αυγούστου 1921. Τη μέρα αυτή φονεύθηκε «επί του Γιλντίζ Ντάγ». Τη διοίκηση του Tάγματος ανέλαβε κατόπιν ο Ταγματάρχης Πατίλης Βασίλειος. Το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων από 11 έως 16 Αυγούστου 1921 έλαβε μέρος στη μάχη της Σαπάντζας καταλαμβάνοντας το Γιλντίζ Ντάγ. Στις μάχες στο Καρακουγιού (από 17 έως 20 Αυγούστου 1921) είχε μεγάλες απώλειες. Έχασε και το διοικητή του Συνταγματάρχη Βλάσιο Καραχρήστο (βλέπε σχετικά: Απομνημονεύματα Δημητρίου Γ. Παπανικολάου. Μέρος Ε΄).
Το Γιλντίζ Ντάγ (τουρκ. Yıldız Dağı=το βουνό του άστρου, υψόμετρο 1.105 μ.) βρίσκεται περίπου 100 χιλιόμετρα δυτικά της Άγκυρας και 23 χιλιόμετρα δυτικά του Πολατλί (τουρκ. Polatlı). Το Πολατλί είναι το ανατολικότερο σημείο, στο οποίο έφτασε ο ελληνικός στρατός το καλοκαίρι του 1921. Στην περιοχή αυτή έχει τοποθετηθεί πλήθος αγαλμάτων, τα οποία υπενθυμίζουν στον επισκέπτη το απώτατο σημείο προώθησης του ελληνικού στρατού προ της Αγκύρας τον Αύγουστο του 1921.


Σακελλάρης Νικόλαος:
1)Στον 1ο τόμο της έκδοσης του Υπουργείου Στρατιωτικών: Αγώνες & νεκροί 1830-1930, τόμοι 1-2, εν Αθήναις 1930, σελίδα 36 αναγράφεται: «Σακελλάρης Νικόλαος του Παπαγ. ανθ/στής, γεννηθείς εις Φτέρην, Φθ/κίδος, εφονεύθη 1913 Ιουλ. 12 εις Ουράνοβον».
2)Ο συντάκτης του συγκινητικού ποιήματος Διονύσιος Σακελλάρης αναφέρει: «Νικόλαος Σακελλάρης, Ανθυπολοχαγός Πεζικού († Άνω Τζουμαγιά 1913)».
3) Στη Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 6, σελίδα 222 αναγράφεται: «Σακελλάρης Νικόλαος του Παπαγεωργίου ανθ/στής. πεζ., γεν. το 1888 εν Φτέρη Φθ/κίδος, μετ. πολ. 12-13, εφονεύθη εν Κρέσνα Μακεδονίας 12 Ιουλ. 1913».
Ως προς το βαθμό οι πηγές της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού αναφέρουν τον Νικόλαο Σακελλάρη ως Ανθυπασπιστή ενώ ο Διονύσιος Σακελλάρης ως Ανθυπολοχαγό.
Ως προς τον τόπο θυσίας οι πηγές της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού αναφέρουν το Ουράνοβο και την Κρέσνα (βουλγ. Креснаενώ ο Διονύσιος Σακελλάρης την Άνω Τζουμαγιά (βουλγ. Горна Джумая) και μετά το 1950 Μπλαγκόεβγκραντ (βουλγ. Благоевград).


Σκαραφίγκος Ιωάννης:
Στον 1ο τόμο της έκδοσης του Υπουργείου Στρατιωτικών: Αγώνες & νεκροί 1830-1930, τόμοι 1-2, εν Αθήναις 1930, σελίδα 132 αναγράφεται: «Σκαραφίγκος Ιωάννης του Λουκά στρατ., γεν. εις Φτέρην, Φθ/κίδος, εφον. 1913 Ιουν. 19 εις Λαχανάν».
Για τη μάχη του Λαχανά βλέπε και την εισαγωγή στην ανάρτηση Φθιώτες νεκροί Βαλκανικών πολέμων 1912-1913.

 

 

ΠΗΓΕΣ
2)Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Εκστρατεία εις Μικράν Ασίαν, τόμος πέμπτος (Μέρος πρώτον-δεύτερον) Επιχειρήσεις προς Άγκυραν 1921, Αθήναι 1963.
3)Διον. Σακελλάρη, Γύρω από τους Αγώνας του Μακεδονικού Μετώπου: Βωμοί Θριάμβων και Θλιμμένες Ψυχές, Εν Αθήναις 1928, σελίδες 107, 108.
5)Υπουργείον Στρατιωτικών, Αγώνες και νεκροί 1830-1930, τόμοι 1 και 2, Εν Αθήναις 1930.


ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

Εικ.1,2: Από το βιβλίο: Διον. Σακελλάρη, Γύρω από τους Αγώνας του Μακεδονικού Μετώπου: Βωμοί Θριάμβων και Θλιμμένες Ψυχές, Εν Αθήναις 1928




Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

Αιχμαλωσία και φόνος δικαστών από ληστές στη Μπεκή (σημ. Σταυρός) το 1894, του Μπεκιώτη (Αναδημοσίευση)


Είναι γνωστό ότι στα τέλη του 19ου αιώνα ανθούσε η ληστεία στην Ελλάδα, ιδιαίτερα όμως στη Φθιώτιδα που ήταν παραμεθόριος περιοχή και οι ληστές περνούσαν εύκολα από το ελληνικό στο τουρκικό, όταν συναντούσαν μεγάλες δυσκολίες.
Ένας από τους τρομερότερους αρχιλήσταρχους της περιοχής μας ήταν ο Θανάσης Παπακυριτσόπουλος από το Αμούρι Φθιώτιδας.
Το καλοκαίρι του 1894 οι αρχές στη Φθιώτιδας έλαβαν δραστήρια μέτρα κατά των ληστών. Ιδιαίτερα δραστηριοποιήθηκε στον τομέα αυτό ο εισαγγελέας Λεωνίδας Ροζάκης που είχε μόλις δυο μήνες νωρίτερα αναλάβει υπηρεσία στη Φθιώτιδα «ανέλαβε μετά πείσματος την καταδίωξιν της ληστείας»[1]. Τόλμησε μάλιστα να πει: «Θα τον πιάσω ζωντανόν τον Παπακυριτσόπουλον».
Ο αρχιληστής, όταν το έμαθε, σχολίασε: «Κι εγώ θα του κόψω τ’ αυτιά του κυρ-εισαγγελέα…».
Η θρασύτητα του Παπακυριτσόπουλου, το ριψοκίνδυνο του χαρακτήρα του και πάθος του να εκδικείται όποιον τον βλάπτει, τον ώθησαν ν’ αποφασίσει να συλλάβει και τιμωρήσει τον εισαγγελέα Ροζάκη. Η ευκαιρία του δόθηκε πολύ γρήγορα στις 8 Σεπτεμβρίου 1894, ως εξής:
Ο εισαγγελέας Ροζάκης και ο ανακριτής Γεώργιος Αγγελής περιόδευαν την περιοχή της Υπάτης διενεργώντας ανακρίσεις. Οι δύο δικαστικοί θα επέστρεφαν στη Λαμία το μεσημέρι της 8ης Σεπτεμβρίου μαζί με τους γραμματείς τους Βλαχογεώργο και Παπαδόπουλο. Της άμαξας των δικαστικών προπορευόταν ένας χωροφύλακας και την ακολουθούσαν δύο έφιπποι χωροφύλακες εντεταλμένοι για τη φύλαξη και ασφάλεια των δικαστικών.
Άγνωστο πως ο Παπακυριτσόπουλος πληροφορήθηκε τα της επιστροφής των δικαστικών και μαζί με τους συντρόφους του Καρακώστα (από τα Καμπιά), Καλτσά και Αρβανίτη έστησαν ενέδρα κάτω από τη γέφυρα του Βαγιονορέματος, στα σύνορα Μπεκής-Καλυβίων, στην περιοχή Καναπίτσα του Σ.Σ. Λιανοκλαδίου. Γύρω στις μιάμιση το μεσημέρι η άμαξα έφτασε στη γέφυρα κι οι τέσσερις ληστές πετάχτηκαν δύο από δεξιά, δυο από αριστερά πυροβολούντες τα άλογακαι τον προπορευόμενο χωροφύλακα και φωνάζοντας «Αλτ! Στον τόπο».
Ο χωροφύλακας ανταποδίδει τα πυρά κατά των ληστών, αλλά τελικά το βάζει στα πόδια καθώς και οι δύο έφιπποι χωροφύλακες που ακολουθούσαν, χωρίς να πυροβολήσουν καθόλου. Δίπλα στον αμαξά καθόταν και συνοδός στρατιώτης που δεν αντέδρασε καθόλου.
Έτσι η ληστοσυμμορία παραλαμβάνει τους δυο δικαστικούς και τους γραμματείς τους και απομακρύνονται από το δημόσιο δρόμο κατά μήκος της ρεματιάς με κατεύθυνση προς βορράν. Μετά από πορεία 20 λεπτών έφτασαν στο λημέρι τους (περίπου στην περιοχή Παρηγόρη ή λίγο πιο πάνω στο Γερεντέ που είχαν λημέρι πολλοί ληστές). Εκεί άφησαν ελεύθερους τους δυο γραμματείς με την εντολή να μεταφέρουν ένα γράμμα προς το Νομάρχη. Το γράμμα έγραψε ο Αγγελής καθ’ υπαγόρευση του Παπακυριτσόπουλου. Στο γράμμα έγραφε να μην καταδιώξουν τους ληστές, γιατί θα σκότωναν τους αιχμαλώτους.
Κι ενώ οι γραμματείς αναχωρούσαν για τη Λαμία, η ληστοσυμμορία, αφού πήρε από το λημέρι της δισάκια με τροφές και πολεμοφόδια, συνέχισε την πορεία της προς βορράν.
Στο μεταξύ ο λοχίας Ανέστης, επικεφαλής ευζωνικού αποσπάσματος από εννιά άνδρες, βρέθηκε τυχαία κατά την ώρα της αιχμαλωσίας των δικαστικών σε απόσταση ενός τετάρτου από το χωριό Μπεκή και ακούγοντας τους πυροβολισμούς έσπευσε προς τα εκεί και τέθηκε στο κατόπι των ληστών. Αλλά και η Κυβέρνηση, απαντώντας σε τηλεγράφημα του Νομάρχη που ζητούσε οδηγίες για τον τρόπο αντιμετώπισης του συγκεκριμένου περιστατικού, έδωσε εντολή να καταδιωχτούν αμείλικτα οι ληστές. Πρώτο μέλημα έπρεπε να είναι η εξόντωση της ληστοσυμμορίας και σε δεύτερη μοίρα ερχόταν η σωτηρία των αιχμαλώτων. Έτσι η εντολή του Νομάρχη προς τους επικεφαλής των μονάδων που ανέλαβαν την καταδίωξη της ληστοσυμμορίας ήταν: «Τα κεφάλια των ληστών ή τα γαλόνια σας…».
Να και η περιγραφή της πρώτης φάσης της καταδίωξης από το απόσπασμα του Ανέστη, που τυχαία βρέθηκε εκεί κοντά:
«…το ρεύμα εξέρχεται πλέον ολοέν υψούμενον προς βορράν των κλιτύων των δύο λόφων, αίτινες ταπεινούνται και σχηματίζουσιν εκατέρωθεν ομαλά οροπέδια, δι’ ών διήκει το ρεύμα, κεκαλυμμένων υπό θάμνων.
Επί του αριστερού οροπεδίου υπάρχει μικρός τις ναΐσκος, ονόματι Άγιος Μάρκος, καταντικρύ δε και η Δευτέρα υψίστη κορυφή όλης της λοφοσειράς “Άγιος Ηλίας Μπεκιώτικος” ονόματι. Προ του ναΐσκου τούτου υπάρχει καλύβη τις μικρά, ποιμαντική, όπου ενήδρευον τρεις εύζωνοι, οίτινες ιδόντες εκεί που δια του ρεύματος τους ληστάς τους επυροβόλησαν, αντιπυροβοληθέντες υπ’ αυτών. Και κατόπιν εις εκάστην εμφάνισιν πυροβολισμοί αντηλλάσσοντο εκατέρωθεν… Ο Ανέστης εκ των όπισθεν ερχόμενος διήλθε το ρεύμα παρακολουθών τους ληστάς εκ της δεξιάς πλευράς, οι δε λοιποί εύζωνοι εκ της αριστεράς έχοντες ούτω εν τω μέσω την ληστοσυμμορίαν…
Ούτω η συμμορία κατά πόδαν καταδιωκόμενη έκαμψε δια του ρεύματος προς τα αριστερά, ανερχομένη προς την κορυφή του οροπεδίου. Οι λησταί μετά των αιχμαλώτων φθάσαντες εις την κορυφήν του οροπεδίου και το άκρον, ήτοι την αρχήν του ρεύματος, επήδησαν επί της επιφανείας και μετά μικρόν, χωρίς να παρατηρηθώσιν υπό των ευζώνων δια το ανώμαλον και θαμνώδες του τόπου, εισέδυσαν εις άλλο ρεύμα[2], κατερχόμενοι δι’ αυτού εις την πεδιάδαν της Δαϊτσάς (σημ. Αγριελιάς)…[3].
Στο μεταξύ «δεκάς χωρικών Μπεκιωτών συνηνώθησαν με το πρώτον τμήμα των ευζώνων του Ανέστη, οι λησταί κατελθόντες εις την πεδιάδα της Δαϊτσάς προχωρούν προς την Όρθρυν, απέχοντες τριακόσια μέτρα των ευζώνων και των χωρικών…».
Έτσι καταδιωκόμενοι οι ληστές μπήκαν στο «Δαϊτσόρεμα», το ρεύμα που είναι δυτικά της Δαϊτσάς και διευθύνονταν προς την Όρθρυ. Από τη Λαμία χωροφύλακες και δύναμη πεζικού από 50 άνδρες και από βορράν το ευζωνικό απόσπασμα υπό τον Παπαδογούλα που κατέβαινε τυχαία από «την μονήν Αντωνίτσης» προς Δαϊτσάν και Αμούρι.
Έτσι οι ληστές περικυκλώθηκαν «εις την κορυφήν της ράχεως Παλαιοκαστράκι[4] καλουμένην, (στην περιοχή Ζούπουρνο) βραχώδη απότομον και κατάφυτον εκ πρίνων…».
Στη λυσσώδη μάχη που επακολούθησε σκοτώνεται πρώτος ο Καρακώστας. Να όμως η λεπτομερής περιγραφή της μάχης.
«Οι πυροβολισμοί έπιπτον βροχηδόν εκ των στρατιωτικών αποσπασμάτων. Ο Παπακυριτσόπουλος, εν μέσω του θορύβου ηκούσθη φωνάζων προς τον εχθρόν του απειλητικώς.
«Μη χτυπάτε, γιατί θα σκοτώσω τους αιχμαλώτους».
Την απειλήν ταύτην συχνά επαναλάμβανεν, αλλ’ οι διευθύνοντες τ’ αποσπάσματα, έχοντες διαταγήν να εξοντώσωσιν αυτούς πάση θυσία αδιαφορούντες περί της ζωής των αιχμαλώτων, συνεμορφούντο προς αυτήν.
Οι λησταί έχοντες εις το μέσον δεδεμένους τους αιχμαλώτους εμάχοντο μετά πείσματος και πάθους υπερβολικού.
Ο δυστυχής εισαγγελεύς Ροζάκης, βλέπων τον κίνδυνον και απελπισθείς εκραύγασε μετά φωνής, εμπεριεχούσης μεγάλην συγκίνησιν και απόγνωσιν προς τους στρατιώτας:
«Μη κτυπάτε βρε παιδιά».
Οι διευθύνοντες τ’ αποσπάσματα είχον καταληφθεί υπό νευρικής ανησυχίας, διά τους αιχμαλώτους, ο προφανής κίνδυνος των οποίων είχε κατασυγκινήσει και καταθλίψει αυτούς, αλλά δεν ηδύναντο άλλως να πράξωσιν ή να εκτελέσουν τας διαταγάς.
Το πολεμικόν μένος είχε κατακυριεύσει τους τε ληστάς και στρατιώτας και η μάχη εκραταιούτο, των ληστών αποκρινομένων εις το πυκνό πυρ των αποσπασμάτων.
Τέλος έπεσε και έτερον ληστρικόν τέρας, βληθέν υπό των σφαιρών των στρατιωτών.
Τα έτερα εναπομείναντα δύο, βλέποντα το αδύνατον της σωτηρίας των και απελπισθέντα, μη εννοούντα δε να μη εκδικηθώσι προ του θανάτου των, ορμώσι κατά των αιχμαλώτων όπως φονεύσωσιν αυτούς.
Αλλά ο εις εξ αυτών πλήσσεται υπό σφαίρας και πίπτει νεκρός.
Έμεινε το μέγα θηρίον, ο αρχιλήσταρχος Παπακυριτσόπουλος όστις ώρμησε κατά του εισαγγελέως με το γιαταγάνι του και ρίπτει αυτόν χαμαί, κατανεγκών δύο σοβαρά κτυπήματα εις την κεφαλήν.
Αλλ’ εν ώ ετοιμάζετο να επιτεθή και κατά του ανακριτού σφαίρα πλήσσει αυτόν και τον ανατρέπει του σκοπού του, πεσόντα νεκρόν.
Εάν όμως το γιαταγάνιον του Παπακυριτσόπουλου δεν εφόνευσε τον ανακριτήν, τον εφόνευσε βολή στρατιώτου.
Άμα το πύρ εσίγησεν εκ του αντιθέτου μέρους, ώρμησαν μετά προφανούς ανυπομονησίας, μετά λαχτάρας, ν’ αρπάξωσι τους αιχμαλώτους οι τε αξιωματικοί και οι στρατιώται.
Αλλ’ οποία έκπληξιν ανέμενεν αυτούς.
Οι αιχμάλωτοι έκειντο μεταξύ των πτωμάτων των ληστών, ών ο μεν εισαγγελεύς νεκρός παρά το πλευρόν του Παπακυριτσόπουλου, ο δε ανακριτής αναπνέων έτι, αλλά καιρίως τετραυματισμένος[5]».
Αυτό ήταν το τέλος των δικαστικών λειτουργών, του εισαγγελέα Ροζάκη και του ανακριτή Αγγελή, που το μόνο τους «φταίξιμο» ήταν ότι ήθελαν να επιτελέσουν σωστά το υπηρσιακό τους καθήκον.
Η πόλη της Λαμίας τους ετίμησε με την ονομασία μιας από τις κεντρικότερες οδούς σε οδό ΡΟΖΑΚΗ-ΑΓΓΕΛΗ, το ελάχιστο που μπορούσε να κάνει.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

[1] Οι πληροφορίες καθώς και τα εντός εισαγωγικών αποσπάσματα είναι παρμένα από το βιβλίο του Όμηρου Αθηναίου «Ιστορία των ληστών», έκδοση 1900.
[2] Προφανώς το ρέμα της Συκιάς ή Συκόρευμα, όπως αναφέρεται σε παλαιά έγγραφα.
[3] Όποιος γνωρίζει καλά την περιοχή θα παραδεχθεί ότι ο συγγραφέας κάνει πιστή περιγραφή της τοπογραφίας της (ίσως και στη συνέχεια), πράγμα που φανερώνει ότι έχει επισκεφθεί τα μέρη που περιγράφει κι έχει συνομιλήσει με κάποιους που έλαβαν μέρος στην καταδίωξη.
[4] Σε μικρή απόσταση βορειοανατολικά της φάρμας Γεωργίου Ηλία Μπαλαφούτη, στην περιοχή της Λυγαριάς.
[5] Τελικά πέθανε κι αυτός στη Λαμία όπου μεταφέρθηκε.



ΠΗΓΗ
Περιοδική-Ενημερωτική-Πολιτιστική Έκδοση Πνευματικού Κέντρου Σταυρού Λαμίας: ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ, τεύχος 8 (Αφιέρωμα στο Βασίλη Σίμο), Ιούλιος 2003, σελίδες 71-74.



Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Φθιώτες νεκροί στην Εκστρατεία της Ουκρανίας

Η ΡΟΣΙΑ
Τα βάσανα της Ροσίας
Τας 28 Φεβρουαρίου αναχωρίσαμι από Μακιδονήας Ελεφτεράς και βαδίσαμι 2 μιρόνηκτα.
Και στας 2 Μαρτίου ευτάσαμι μέσα εις την Πόλυν Κωσταντινώπολιν. Και σταματήσαμι μίαν υμέραν εκύ. Κε κιτάζαμι κε εμίς την Πόλυν από μέσα από τα καράβια. Κιτάζου, βλέπου γίρου όλιν την Πόλιν. Βλέπου κε την Αγιά Σουφιάν με τες υξίντα διό καμπάνες 62.
Σιμένι ο Θεός σιμέν η γή, σιμένον τα οράνια
σιμένι κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μαναστήρι
με τετρακόσια 400 σίμαντρα, μ’ εξίντα διό καμπάνες
που ύχε 300 καλογρές και χίλιους καλογέρους…
Τότες κ’ εγώ στάθικα κε σκέπτηκα και λέγω:
-Τούτην ύνε η Πόλυ κε υ Αγία Σοφιά, απού ύχα ακουστά από τα μικρά μου χρόνηα κε από τους παλυούς γερόντους!
Τότες εφθής κε εγώ καθόμι, γράφου μίαν επιστολύν και στέλνω εις το σπίτι μου, πος βρίσκομι στην Πόλυν.
Κε τας 3 υ όρα απόγιβμα πάλιν αναχωρίσαμι κι που βαδίζαμι δεν γνορίζαμι, όσου που πίραμι την Μάβριν Θάλασαν. Διό μέρες κε διό νίκτες μέσα στην Μάβριν Θάλασαν. Κιτάζω γίρο για βωνά, ούτε βωνά βλέπου πουθενάς, ούτε και κάμπον! Κιτάζαμι των ουρανόν και όλον την Μάβριν Θάλασαν και τ’ άγρια θηρίαν, που γιρνούσαν μες την Μάβριν Θάλασαν. Κ’ εκί στην Μάβριν Θάλασαν κάνε πσίχους, κάνη μηγάλιν τιρκιμίαν. Τότες τα κίματα εβαρούσαν από πάνω από το πλίον. Βαρούσαν τα φουγάρα!
Τότες κ’ ένας καραβογέρις[καραβοκύρης] σκέδια κάνι το πλίον να γιρίσι, εμάς τα ευζωνάκια στην θάλασα για να μας ρίξι, για να μας πνήξι όλους! Τότες κινά[κι ένα] καλό ναφτάκι, ερχέτε και το λέγι. Τότες εφθής όλυ υ αξιματηκί σικόθησαν κε τρέξαν και τον πιάσανε. Ξίλο πολύ τον ρίξανε και φιλακί των βάλανε, όσον που βγίκαμι στηργιάν στιν γιν μέσα στων Οδισόν.
Στας 6 από το πλίον βγίκαμι και μες την πόλυν Οδισόν εμπίκαμι. Παρέλασιν εκάναμι επ’ όμου με τα όπλα. 3 όρες εβαδίσαμι βαρώντας μι της σάλπιγες, όσου να μπούμε μέσα στες στρατώνες. Και οχτό μιρούλες κάτσαμι. Κε για μας [η υγεία μας] δεν μας ύρθεν από την Μάβριν Θάλασαν. Και ο τόπος δεν μας ύχε από τα βάσανά μας. Γιατή μπροστά μας ύχαμι το 3 σύνταγμα και το πουλιμούσαν Μπολσοβίκι με τάνξ κε πολιβώλαν. (Από την εισαγωγή του Πολεμικού Ημερολογίου του Χρήστου Δ. Αλεξόπουλου).
Έτσι περιγράφεται η αναχώρηση και άφιξη στην Οδησσό μιας μονάδας του ελληνικού στρατού, του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων από έναν οπλίτη του. Για την αποστολή και δράση του 2ου Συντάγματος πεζικού στην Κριμαία υπάρχει ανάλογη περιγραφή στο Πολεμικό Ημερολόγιο του εφέδρου λοχία Βασιλείου Δημ. Σούλιου.
Στις αρχές του 1919 απεστάλησαν στην Ουκρανία δύο ελληνικές μεραρχίες, η ΙΙ Μεραρχία Αθηνών και η ΧΙΙΙ Μεραρχία Στερεάς Ελλάδας. Σκοπός της αποστολής ήταν η καταστολή του μπολσεβικικού κινήματος μαζί με τις άλλες δυνάμεις της ΑΝΤΑΤ. Το σύνολο της δύναμης των δύο μεραρχιών ανέρχονταν σε 23.351 άνδρες και η κατανομή τους ήταν η εξής:
Δύναμη ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στις 6 Μαΐου 1919
ΜΟΝΑΔΕΣ
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ
ΟΠΛΙΤΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΙΙ Μεραρχία
379
10.430
10.809
ΧΙΙΙ Μεραρχία
380
10.500
10.880
Βάση Γαλατσίου & Υπηρεσιακών Αυτοκινήτων
83
1.579
1.662
Άθροιση
842
22.509
23.351
[Τα στοιχεία ελήφθησαν από την έκδοση: Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Το ελληνικόν εκστρατευτικόν σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919), Αθήναι 1955, σελίδα 261].
Η εκστρατεία αυτή απέτυχε για πολλούς λόγους, κυρίως όμως εξαιτίας της υπεροχής των μπολσεβίκων σε οπλισμό και αριθμό στρατιωτών.
Ενδεικτικά παρατίθεται περιγραφή της άνισης μάχης της Κουμπάνκα (23 Μαρτίου 1919) (Χάρτης 1) και της άτακτης οπισθοχώρησης-φυγής του ελληνικού στρατού μπροστά στη συντριπτική υπεροπλία των μπολσεβίκων:
Κι μόλυς χάραξι, κυτάζομι κ’ ερχόνταν από κίνο το χωργίον. Να κατεβένον τσούχτρα! Άμος! Πεζικόν, περοβολικόν, υπικόν, τάνξ με πολιβόλα θορακιασμέναν [θωρακισμένα]! Να έχον τρένα και απάνω στο τρένω να έχων πιρόβολαν. Να έχουν όλα τα μέσα τους! Και ’μίς να έχομι μόνον ένα όπλον, το οπίον βαστούσαμι στα χέρια μας μοναχά!
Αφόσον επλισίασαν επί χίλια οκτακόσια μέτρα, μας ύδα{ν}. Εμίς ύμασταν ακροβολιζμένη μέσα στον κάμπον κε τως περιμέναμι να πλισιάσον κοντά μας δια να τους βάλομι. Αλά εκίνη μας ύδαν και μας άρχισαν με τα πιρόβολαν! Κε σκάζαν υ οβίδες εις το μέρος όπου ευρισκόμασταν εμίς. Αλά εφτηχός ύτων όλον κάμπος κε δεν μας κάνανι τήποτας με αφτές. Μετά εδιαταχτήκαμη εμίς να βαδίσομι προς τα εμπρός πεντακόσια μέτραν, δια να βλέπομι των εχτρόν καλίτεραν και ν’ αρχίσομι κε εμίς να τους βάλομι. Ενό εσικοθήκαμι, εκάναμι ένα μεγάλον τροχάδεν μέσα στων κάμπον κε πέσαμι πιρκιδόν [πρηνηδόν]. Και αφτή ερίχναν διαρκός εις το διάστημα αφτόν! Κι μιτά αρχίσαμι κι εμίς δια να βένωμι πιρά διαρκός κατά αφνούς [αυτούς]! Αλά από το πιζικό τσου [τους] δεν μας βαράγαν τόσις πολές σφέρις, όσου μας βάργγι το τάνξ τους με τα πολιβόλα τους. Αφόσον εμπίκαμι όλι σι μίαν γραμίν κι αρχίσαμι να ρίχνομι κι εμίς διαρκός.
Αλά σι ολίγων φτάνι ένα τάνξ με 4 πολιβόλα μέσα. Κι φτάνη ύσια απάν’ υμάς [απάνω μας]! Και χιμάγι μέσα εις των λόχον! Κι μας αλόνησε σάμπος [όπως] αλονήζη ο λίκος τα πρόβατα! Όταν πίδαγι μέσα η αξιματική μας εφονάζαν όλι κε λέγαν:
-Ρίξετε όλι απάνω εις αφτό το τάνξ!
Κι ρίχναμι! Όλος ο λόχος μου έριχνε εις αφτό! Αλά το κολάνι το σίδερον σφέρες; Αφόσον ύνε όλον από σίδερον μπραζέρνηον [μπρούτζινον;]. Τέλος την ημέραν αφτήν, τας 23, μας ύρθεν 7 φορές ενώλον. Κι μόλις το βλέπαμι κι έρχονταν φονάζαν όλι, στρατιώτης κι αξιοματηκί:
-Ερίξετε όλι εις αφτό!
Κι ρίχναμι, κι ρίχναμι… Κι αφτό δεν υμπουρούσαμι τήποτας να το κάνουμι! Όλιν την υμέραν δε δεν σικόσαμι κιφάλυ καθόλον. Μάλον [Μόνον] μι τα νήχια, όταν μας δίνονταν κιρός, σκάβαμι κε βγάζαμι χόμα δια το κεφάλι μας, να ηπιφιλατόμιθα [προφυλασόμαστε] από τις σφέρες. Ο κιρός πολί ψιχρός. Φίσαγι αγρίος ένας ψιλός άννεμος. Κε μίαν ψιλίν βροχίν έριχνη από όραν εις όραν. Και εμίς πεσμένη της κιλιάς μέσα εις τα {ο}ργώματα! Κε νηστηκί από τιν άλυν ημέραν! Και διψαζμένη! Αλά τή ύταν να γιρέψη ένας πσουμί εκίνην την υμέραν κε νερόν; Κανένας δεν ύπεν ότη πινάγο κε διψάγω. Παρά φονάζαν όλι, τρανά-μιγάλα για φισίγγια.
-Φισίγγια! Όλι σκούζαν τότες για φισίγγια…
Όσον από μας πίρεν το βασίλιμα του ύλιου. Κε σόσαμι τότες τα φισίγγια όλι! Κε ανακαγαζόμινε [αναγκαζόμενοι] τότες διά να οπιστοχορέσομι, διότη φισίγγια δεν ήχαμι. Κε ύταν υ όραν απάνω, απού κόντεβε να μας πιάσονε, από σόσαμι τα φυσίγγια. Κε λαβένομι τότες μίαν διαταγίν να οπιστοχορέσομι, όπως και αν υμπορέσομι! Διότη από διξιά μας ύχαν οπιστοχορέσι όλα τα στρατέματα, χορίς εμίς όμος να γνορίζομι. Κε μίναμι εμίς μόνον το 3 τάγμα. Μίναμι σαν μισαργιάν [καταμεσίς] στον κάμπον. Κι μιτά, όταν λάβαμι διαταγίν να οπιστοχορέσομι, όπως κι αν υμπορέσομι, διότη μας κλίσαν και θαλα [θα] μας πιάσον. Και αρχίσαμι αμέσος τότες να πιστοχορούμε λίγιν-λίγιν [λίγοι-λίγοι].
Τότε συνέτεχι [έτυχε] εγώ με μιρικούς άλους να διαταχτούμι να βαστήξουμι πιρά να φίγων η άλι! Κι τη πιρά να κάνομι από ήχα 10 φισίγγια τότες! Κι έριξα τα 8. Κε βάστακξα και 2 δια λογαριαζμό μου διότη δεν ύξεβρα το τη θαλα μ’ σινέβι [θα μού συνέβαινε]! Να μι με πιάσον ζουντανόν εις τα χέρια! Κε έπιτα από διαταχτήκαμι να φίγομι κε εμίς, πιός να εκτηλέσι πιρά να φίγωμι κε εμίς, απού έρχονταν υ σφέρες όλες απάνο μας σαν βροχί;
Κε σικόνομε τότες δια να φίγομι κε τα πόδια μας ύταν μοδιαζμένα! Ύχιν ξιλόσι [ξυλιάσει] όλον το σόμα μας από το κρίον κι πισμένη μέσα στην λάκαν ολομιρίς. Κε δεν υμπορούσα να φίγω καθόλον! Παρά σικονόμαν κι έπιφτα επί 3 φορές! Όχι μόνον εγώ αλά όλος ο κόζμος.
Κε τρέχαμι…! Και τρέχαμι…! Κε τρέχομι, να φτάσομι τους άλους! Κε εβάρεσα{ν} μιρικούς στρατιώτες τότες κι υ οποίη μίναν αδικί [επιτόπου]. Κε ένας των έπηασι ποδάγρια, κε έμινεν αδικί, εις την γραμίν όπου οπιστοχωρέσαμι
Κε εμίς τρέχομι, τρέχομι! Όρες 8 ύτων οι Οδισός κε των πίραμι διά 4ρις όρας! Κι μόλις φτάσαμι απέξο από των Οδισόν ύβραμι κι το υπόλιπον σύνταγμά μας. Κε ύβραμμε κε το 3 σύνταγμα. Κε υ όραν ύτων 11 νήκταν. Κι μίναμι εκί δια να κιμιθόμι. Κι ο κιρός έβριχι, κοβέρτες δεν ύχαμι, αντήσκινα δεν ύχαμι, ούτε κι μαντήες ύχαν όλι, καθός της ύχαν πιτάξι υ περισότηριν. Kι κρίον μι ροτάς, πολί έκανεν.
Τότες, εγώ μι μιρικά πεδιά απού ύμασταν μαζή, με 2 πεδιά από την Νεράϊδαν, ένα από το Λογγίτσι, πιγένωμι πιο κάτου από τους άλους, αφόσον κριόναμι τόσον πουλύ κι πέφτομι μέσα σ’ ένα χαντάκιν δια να απανγγιάζομι [προφυλαχτούμε από το κρύο].
Καμιάν φοράν τέλος απουκιμιθήκαμι καμίαν όρα, όπου ύμασταν κε από τ’ άλον βράδι αήπνοτη. Φτάνον πάλι κοντά υ φίλι μας μολσοβίκοι! Αμέσος τότε σικόνοντε υ άλι να φίγων. Κι άρχισαν να φέβγον. Τότις εμάς πιός να μας εξιπνήσι; Εφτηχός δε σι ολίγον διάστημα σικόνομι εγώ κι άκουσα φονές μεγάλες να φονάζον εκίνι από φέβγαν μέσα την πολιτήαν. Κιτάζου γίρου, κανένας! Εφίγαν όλι! Αμέσος τότες εξίπνισα κε τους άλους κε το στρόνομι στην φίβγαν [τρέχομε στα τυφλά]! Κε τρέχαμι… Κε τρέχομι μέσα στα σουκάκια κε μέσα στους δρόμους!
Κι φτάσαμι καμιάν φοράν μιάν φάλαγγαν από διαφόρον σκιματισμόν στρατιώτης. Κι ακουλοθήσαμι κε εμίς κοντά εκί χορίς στρατηώτην το σύνταγμά μας [στρατιώτες του συντάγματός μας] εκί καθόλον. Αλά ευτιχός δεν εχάσαμι, σαν νίκταν όπου ύταν, καθός χάσαν πολί κι μίναν εκί. Κε τους πιάσαν αφτή, διότη έφτασαν αμέσος κοντά μας. Κε βαδίζομι και βαδίζομι όλιν την νίκταν 1 και όλιν την υμέραν 2 και όλιν την νίκταν 3 και όλην την υμέραν 4 και όλιν την νίκταν 5 κι ένα γιόμα. Κε νηστικί ύχαμι από τας 22 κι δο τόρα έχομι 27! 5 υμέρας νηστήαν, πορία, αγριπνήαν! Βαδίζαμι κε τα μάτια μας ύτων κλεζμένα [κλεισμένα]. Πότε πέφταμι, πότε σικονόμασταν.
Πολί εχαθήκαν στρατιώτης από των νίπνο [ύπνο] κι από την πίναν. Άλι κιμόνταν κι μέναν.Κι άλι πίγιναν μέ{σα} εις τα χωργιά για πψομί κι τους σκοτόναν! (Πολεμικό Ημερολόγιο του Χρήστου Δ. Αλεξόπουλου).
Οι απώλειες του εκστρατευτικού σώματος αναλυτικά ήταν:

 

Νεκροί

Αποβιώσαντες

Εξαφαν.

Σύνολο

Τραυμ.

Σύνολο

Αξιωματικοί

9

2

7

18

30

48

Οπλίτες

170

44

166

380

627

1.007

Σύνολο

179

46

173

398

657

1.055

[Τα στοιχεία προέρχονται από την έκδοση: Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Το ελληνικόν εκστρατευτικόν σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919), Αθήναι 1955, σελίδα 261].
Ακολουθούν τα ονόματα των νεκρών με τόπο καταγωγής τη Φθιώτιδα:

ΕΠΙΛΟΧΙΕΣ
-Λιαραμάντζας ή Μαραμάντζας Χρήστος του Χαραλάμπους, Επιλοχίας από Αργύρια, φονεύθηκε 17 Μαρτίου 1919 στην Ανδρέϊφσκα.
 
ΔΕΚΑΝΕΙΣ
-Καραγκούνης Ιωάννης, Δεκανέας από Γιαννιτσού, φονεύθηκε 18 Μαρτίου 1919 στην Ανδρέϊφσκα.
-Κοτρώτσος Σπυρίδων του Κωνσταντίνου, Δεκανέας 2ου λόχου του 2ου Συντάγματος Πεζικού από Ιμίρμπεη (σήμερα Ανθήλη) Λαμίας, φονεύθηκε 25 Μαρτίου 1919 στο Εσκήκιοϊ Ζάμα Ουκρανίας.
 
ΥΠΟΔΕΚΑΝΕΙΣ
-Δρίβας Ιωάννης του Δημητρίου, Υποδεκανέας από Λαμία, φονεύθηκε 18 Μαρτίου 1919 στην Ανδρέϊφσκα.
 
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ

Α
-Αντωνόπουλος Κωνσταντίνος του Σταύρου, Στρατιώτης από Βελίτσα (σήμερα Τιθορέα), φονεύθηκε 23 Μαρτίου 1919 στην Κρεμιδόφσκα.
 
Β
-Βαΐτσος Λουκάς του Δημητρίου, Στρατιώτης από Βελίτσα (σήμερα Τιθορέα), φονεύθηκε 23 Μαρτίου 1919 στο Γιουσούν Κριμαίας.
-Βαΐτσος Λουκάς του Στάμου, Στρατιώτης από Κηφισσοχώρι, φονεύθηκε 23 Μαρτίου 1919 στο Γιουσούν Κριμαίας.
-Βαλατσός Ιωάννης του Ευσταθίου, Στρατιώτης από Φάλαρα (σήμερα Στυλίδα), απεβίωσε από μηνιγγίτιδα 15 Μαρτίου 1919 στο Β΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Διακομιδής.
 
Γ
-Γιαννέλος Κωνσταντίνος του Δημητρίου, Στρατιώτης από Λεύκα (σήμερα Λευκάδα), φονεύθηκε 15 Φεβρουαρίου 1919 στην Οδησσό.
 
Δ
-Δημόπουλος Φώτιος του Ευθυμίου, Στρατιώτης από Κάμπο, εξαφανίσθηκε 18 Μαρτίου 1919.
 
Ζ
-Ζαφείρης Ιωάννης του Βασιλείου, Στρατιώτης από Τσούκα, φονεύθηκε 15 Μαρτίου 1919 στη Σέρπκα.
 
Κ
-Καρατσέλος Δημήτριος του Ευθυμίου, Στρατιώτης από Δερβένι (σήμερα Καλαμάκι), φονεύθηκε 17 Μαρτίου 1919 στην Ανδρέϊφσκα.
-Κιούσης Γεώργιος του Νικολάου, Στρατιώτης από Μαυρίλλο, εξαφανίσθηκε 15 Μαρτίου 1919 στη Ρωσία.
-Κομματάς Γεώργιος του Δημητρίου, Στρατιώτης από Κόμμα, φονεύθηκε 16 Μαρτίου 1919 στη Σεβαστούπολη.
-Κοντός Γεώργιος του Αθανασίου, Στρατιώτης από Στυλίδα, εξαφανίσθηκε Μάρτιο 1919 στην Ουκρανία.
-Κουσαράς(;) Αθανάσιος του Αποστόλου, Στρατιώτης από Στυλίδα, φονεύθηκε 29 Μαρτίου 1919 στην Κρεμιδόφσκα.
 
Μ
-Μαγκίνης Κωνσταντίνος του Ιωάννου, Στρατιώτης 1ου λόχου του 2ου Συντάγματος Πεζικού από Δερνίτσα (σήμερα Καλοθρόνιο), φονεύθηκε 23 Μαρτίου 1919 εις Γιουσούν Κριμαίας.
-Μαΐτσος Λουκάς του Ιωάννου, Στρατιώτης 1ου λόχου του 2ου Συντάγματος Πεζικού από Δερνίτσα (σήμερα Καλοθρόνιο), φονεύθηκε 23 Μαρτίου 1919 στο Γιουσούν Κριμαίας.
-Μελάκος Βασίλειος του Τριανταφύλλου, Στρατιώτης από Καρυά, απεβίωσε 20 Ιουνίου 1919 στο Πρόσκαιρο Νοσοκομείο Βραΐλας.
-Μπέκος Παναγιώτης του Κωνσταντίνου, Στρατιώτης από Μαυρίλλο, εξαφανίσθηκε Μάρτιο 1919 στην Ουκρανία.
-Μπίτος Ιωάννης του Παναγιώτου, Στρατιώτης από Αργύρια, φονεύθηκε 12 Μαρτίου 1919 στην Ανδρέϊφσκα.
 
Ν
-Ντζίνης Ηλίας του Κωνσταντίνου, Στρατιώτης από Αρχάνι, απεβίωσε 20 Μαρτίου 1919 στο Β΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Οδησσού.
-Ντόβας Κωνσταντίνος του Θεοδώρου, Στρατιώτης από Συκά Υπάτης, απεβίωσε Μάρτιο 1919 στη Ρωσία.
 
Π
-Παναγιώτου Αθανάσιος του Δημητρίου, Στρατιώτης από Αταλάντη, φονεύθηκε 15 Μαρτίου 1919 στη Σέρπκα.
-Παναγόπουλος Αθανάσιος του Δημητρίου, Στρατιώτης από Αταλάντη, φονεύθηκε 20 Μαρτίου 1919 στο Μπογιαλίκ.
-Πανός Αθανάσιος του Κωνσταντίνου, Στρατιώτης από Λειβανάτες, φονεύθηκε 23 Μαρτίου 1919 στο Γιουσούν Κριμαίας.
-Παπαγεωργίου Γεώργιος, Στρατιώτης από Δραχμάνι (σήμερα Ελάτεια), φονεύθηκε 23 Μαρτίου 1919 στο Γιουσούν Κριμαίας.
-Παπαγεωργίου Σεραφείμ του Ιωάννου, Στρατιώτης από Ελάτεια, φονεύθηκε 23 Μαρτίου 1919 στο Γιουσούν Κριμαίας.
-Παπαστεργίου Ιωάννης του Θεοδώρου, Στρατιώτης από Φθιώτιδα, φονεύθηκε 13 Μαρτίου 1919 στην Ανδρέϊφσκα.
-Πάσσας Αθανάσιος, Στρατιώτης 1ου λόχου του 2ου Συντάγματος Πεζικού από Λειβανάτες, φονεύθηκε 23 Μαρτίου 1919 στο Γιουσούν Κριμαίας.
-Πελίτης Δημήτριος του Ε., Στρατιώτης από Νεοχώρι, φονεύθηκε 25 Μαρτίου 1919 στην Κρεμιδόφσκα.
 
Σ
-Σαρίκας Ιωάννης του Χαραλάμπους, Στρατιώτης από Δυό Βουνά, απεβίωσε 1 Απριλίου 1919 σε Ρουμανικό Νοσοκομείο.
-Σιδέρης Κωνσταντίνος του Σιδ., Στρατιώτης από Μαρτίνο, φονεύθηκε 23 Μαρτίου 1919 στην Κρεμιδόφσκα.
-Σούλιος Δημήτριος του Κωνσταντίνου, Στρατιώτης από Δραχμάνι (σήμερα Ελάτεια), φονεύθηκε το 1919 στη Χερσώνα.
 
Τ
-Τζινιώτης Αθανάσιος του Χαριλάου, Τραυματιοφορέας από Καλλιθέα, εξαφανίσθηκε 21 Μαρτίου 1919.
-Τσαγκάλης Βασίλειος του Νικολάου, Στρατιώτης από Γραμμένη, φονεύθηκε 18 Μαρτίου 1919 στην Οδησσό.
 
Ψ
-Ψωρομύτας Γεώργιος, Στρατιώτης 1ου λόχου του 2ου Συντάγματος Πεζικού από Μαλεσίνα, φονεύθηκε 23 Μαρτίου 1919 στο Γιουσούν Κριμαίας.
 
Οι τόποι θυσίας των νεκρών παρουσιάζονται παρακάτω. Τα τοπωνύμια τουρανικής προέλευσης οφείλονται στην ταταρική παρουσία στην Κριμαία. Τα περισσότερα μετονομάσθηκαν μετά το 1945.
-Ανδρέϊεβκα (σήμερα Hudevycheve, ουκραν. Гудевичево) (Χάρτης 1):. Βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα δυτικά της Σέρπκα. Εδώ πολέμησαν τάγματα των 34ου και 3ου Συντάγματος πεζικού.
-Βραΐλα (ρουμαν. Brăila): πόλη της Ρουμανίας με σημαντικό ελληνικό πληθυσμό το 1919.
-Γιουσούν (Ishun, ουκραν. Ишунь) (Χάρτης 2): χωριό της Κριμαίας. Εδώ στις 23 Μαρτίου 1919 διεξήχθη σφοδρή μάχη μεταξύ του 1ου λόχου του 2ου Συντάγματος πεζικού με τους μπολσεβίκους του Αταμάν (οπλαρχηγού) Βασίλιεφ. Οι απώλειες του λόχου ανήλθαν σε 12 νεκρούς και 24 τραυματίες. Μεταξύ των νεκρών ήταν ο διοικητής του Υπολοχαγός Παλάσκας Κωνσταντίνος και ο Ανθυπολοχαγός Χαλκιαδάκης.
-Εσκήκιοϊ Ζάμα (Χάρτης 2): χωριό της Κριμαίας. Βρίσκεται 50 χλμ. Ν. του ισθμού Περεκόπ και 25 ανατολικά του Γιουσούν. Σήμερα είναι δύσκολο να προσδιορισθεί ακριβώς η θέση του. Στο χωριό αυτό έδωσε μάχη στις 25 Μαρτίου 1919 ο 2ος λόχος του 2ου Συντάγματος Πεζικού. Οι απώλειές του ανήλθαν σε 2 νεκρούς και 12 τραυματίες.
-Κρεμιδόφσκα (ουκραν. Кремидовка) (Χάρτης 1): χωριό με σιδηροδρομικό σταθμό, 40 χιλιόμετρα βόρεια της Οδησσού.
-Μπογιαλίκ (ουκρ. Ъуяльк, σήμερα Большой Буялык) (Χάρτης 1): βρίσκεται 50 χιλιόμετρα βόρεια της Οδησσού. Διαθέτει σιδηροδρομικό σταθμό Ιδρύθηκε το 1801 από 47 βουλγαρικές οικογένειες, οι οποίες κατέφυγαν εδώ για να αποφύγουν τους Οθωμανούς διώκτες τους. Εδώ πολέμησε στις 20 Μαρτίου 1919 το Απόσπασμα Μανέτα.
-Σεβαστούπολη (ουκραν. Севастополь) (Χάρτης 2): παραθαλάσσια πόλη της Κριμαίας με 100.000 κατοίκους το 1919.
-Σέρπκα (ουκραν. Сербка) (Χάρτης 1): χωριό της Ουκρανίας με σιδηροδρομικό σταθμό. Ιδρύθηκε από Σέρβους μετανάστες το 1804. Εδώ έλαβαν χώρα σκληρές μάχες με το 3ο Σύνταγμα πεζικού και απόσπασμα του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων. Οι ελληνικές δυνάμεις ανατίναξαν τη σιδηροδρομική γέφυρα για να σταματήσουν την προέλαση των μπολσεβίκων. Οι κάτοικοι του χωριού κάτω από τα ελληνικά πυρά, ανακατασκεύασαν τη γέφυρα, βοηθώντας έτσι τους μπολσεβίκους.
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: οι ημερομηνίες αναφέρονται με το Ιουλιανό (παλαιό) ημερολόγιο που ίσχυε τότε επίσημα.
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Το ελληνικόν εκστρατευτικόν σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919), Αθήναι 1955.
3. Υπουργείον Στρατιωτικών-Επιτροπή Εορτασμού Εκατονταετηρίδος, Αγώνες και νεκροί 1830-1930, τόμος 2, Εν Αθήναις 1930.

 
ΧΑΡΤΕΣ

  
Χάρτης 1: Επιχειρήσεις βόρεια της Οδησσού.
 
 
Χάρτης 2: Επιχειρήσεις στην Κριμαία.
 
 
ΠΗΓΗ ΧΑΡΤΩΝ

Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Το ελληνικόν εκστρατευτικόν σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919), Αθήναι 1955.