Η ίδρυση χωριού σε ορεινό και δυσπρόσιτο έδαφος κατά
την εποχή της τουρκοκρατίας οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες. Κύριος παράγοντας ήταν τα ιστορικά γεγονότα. Οι
αναστατώσεις, που δημιουργούνταν εξαιτίας πολεμικών γεγονότων (επιδρομές,
λεηλασίες, σφαγές αμάχου πληθυσμού), οδήγησαν τους ανθρώπους σε αναζήτηση
ασφαλέστερου τόπου διαμονής στους ορεινούς όγκους. Σύμφωνα με τον καθηγητή Απόστολο Βακαλόπουλο τα βουνά «έγιναν οι
προστάτες των πλησιόχωρων πληθυσμών»[1]. Εκεί αναπτύχθηκε το φιλελεύθερο πνεύμα και το
αίσθημα της ελευθερίας. Οι πληθυσμοί αυτοί έπρεπε να επιβιώσουν κάτω από
αντίξοες συνθήκες. Στα βουνά, μέσα από τη σκληραγωγία και τον ολιγαρκή τρόπο
ζωής, γεννήθηκαν οι κλέφτες και τα πρώτα επαναστατικά κινήματα κατά των Οθωμανών.
Στη Φθιώτιδα ένας επιπλέον παράγοντας για τη
μετακίνηση του πληθυσμού στα ορεινά ήταν το ανθυγιεινό κλίμα του φθιωτικού
κάμπου, εξαιτίας των βάλτων και των ελών, που αφθονούσαν εκείνη την εποχή. Οι
μεταδοτικές αρρώστιες (π.χ. ελονοσία), έπαιρναν συχνά μορφή επιδημίας. Αντίθετα,
στα βουνά το κλίμα ήταν υγιεινό, ο αέρας καθαρός και οι συνθήκες, από άποψη
υγιεινής, πολύ καλύτερες. Οι ορεινοί οικισμοί στον ελλαδικό χώρο άρχισαν να
δημιουργούνται μετά τον 15ο αιώνα.
Στις κορυφές της Όθρυος είχε την έδρα του ένα από τα
αρματολίκια της Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας. Αρκετές φορές η περιοχή υπήρξε
θέατρο συγκρούσεων μεταξύ κλεφτών και οθωμανικών στρατευμάτων. Ενθύμηση
της 23ης Αυγούστου 1526 γραμμένη από μοναχό στο νάρθηκα της Άνω Μονής Ξενιάς διασώζει
την πληροφορία για αιματηρές συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή της Όθρυος: «† Έτους
ζλδ΄ ινδ. Ιδ΄εν Βρύνινα αυγ. Κγ΄. Έγεινε μεγάλο κακό πολύς κόσμος υπόφερε από
των κλεφτών και στρατευμάτων. Οι αγάδες έσφαξαν, έκαψαν, κούρσευσαν και
δραγούμησαν»[2]. Η ενθύμηση υποδηλώνει ταραγμένα χρόνια και σκηνές
αλλοφροσύνης και φρίκης στην περιοχή της Όθρυος: το 1526, επί σουλτάνου Σουλεϊμάν
Α΄ του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566) πραγματοποιήθηκε εξέγερση κατά της οθωμανικής
διοίκησης. Για την καταστολή της ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης (τουρκ. Beylerbeyi=Γενικός Διοικητής, Αρχιστράτηγος) Αγιάζ πασάς (τουρκ. Ayas paşa) κινήθηκε εναντίον των κλεφτών. Η εξέγερση κατεστάλη και οι κάτοικοι υπέφεραν από τις
συγκρούσεις, σφαγές και λεηλασίες.
Άλλη σύγκρουση έλαβε χώρα στην Όθρυ κατά τα τέλη του
18ου αιώνα. Πληροφορίες αντλούνται από δημοτικό τραγούδι του 18ου
αιώνα, το οποίο έχει ως εξής (διατηρείται η ορθογραφία του κειμένου):
«40
Μάχη του
λησταρματωλού Λιάκου προς τους Τουρκαλβανούς του Αλή τυράννου της
Ηπείρου.
Τραγώδι περί τα τέλη της παρελθούσης εκατονταετηρίδος.
Ακόμ’ αυτή την άνοιξι, ’φέτο
το καλοκαίρι,
Θέλω να ‘πάγω αρματωλός, αρματωλός(1) και κλέφτης.
(1)Το
ορεσίβιον τούτο σύστημα των αρματωλών, κατασταθέν υπό της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας, ελογίζετο κατ’ εκείνους τους καιρούς το αξιολογώτερον σώμα, όπερ
αποκλειστικώς υποχρεούτο εις καταδίωξιν της ληστείας, και εφύλατταν τας εις
διάφορα μέρη στενωπούς, και ορεινά απεράσματα. Συνίστατο δε εις 17 αρματωλίκια,
εκ του Αξιού ποταμού μέχρι του Ισθμού∙ τουτέστι, δέκα ήσαν εις Θεσσαλίαν και
Λεβαδείαν τέσσερα εις Αιτωλίαν, Ακαρνανίαν και Ήπειρον και τρία εις Νότιον
Μακεδονίαν. Ο δε βαθμός του Αρματωλουκαπετάνου ήτο ισόβιος και διαδοχικός. Μετά
δε την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως, η Μουσουλμανική ακάθεκτος λύσσα,
υποβλέπουσα μετ’ ανησυχίας το σύστημα τούτο, μη υποτασσόμενον εις τους νόμους
των κατακτητών, εν διαφόροις δε περιστάσεσιν επιβούλως αποπειραθείσα την
καταστροφήν αυτού, αν και επετύγχανε δυστυχώς
ενίοτε διά μηχανορραφιών και διαιρέσεων, διαφθείρουσα εν μέρει τους
αρματωλούς τούτους, ούχ ήττον όμως οι αρειμάνιοι ούτοι άνδρες, επί των ορέων
αυτών ευρίσκοντες προτείχισμα αποχρών, εις αντίστασιν τη των Οθωμανών δυνάμει,
προς καιρόν ησύχως διετέλουν αυτόθι. Αείποτε όμως επάγρυπνοι φύλακες της
ελευθερίας των, αντέχοντες και κρατούντες τα όπλα μετά στιβαράς χειρός, κατά των
σατραπών του Σουλτάνου και των ορδών αυτών, εξερχόμενοι αθρόοι εκείθεν,
απείρους καταστροφάς επέφερον ου μόνον επ’ αυτών, αλλά και επί διαφόρων χωρών
υπ’ Οθωμανών κατωκημένων μέχρι των ημερών μας∙ εντεύθεν το Τουρκικόν Διβάνιον
υποκρινόμενον, και την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενον ηναγκάζετο εκόν άκον ίνα
διατηρή το σύστημα τούτο προς ησυχίαν των επαρχιών, και προσλαμβάνη υπομίσθια
εις τους πολέμους του, διάφορα σώματα εκ των μαχιτών τούτων.
41
Ν’ αύγω ς της Γούρας τα
βουνά,κι’ εις τα παλαιά λημέρια.
Τρία πουλάκια κάθονταν, μέσ’
’ς το Γερακοβούνι∙(1)
Το ’να τηράει τον Αρμυρό,
τ’ άλλο κατ’ το Ζητούνι.
Το τρίτο το καλήτερο,
μοιρολογά, και λέγει.
-Προσκύνα Λιάκο τον Πασά
προσκύνα το Βεζύρη.
Να σου χαρίση την ζωή,
δερβέναγας να γένης.
-Όσ’ είν’ ο Λιάκος ζωντανός,
Πασά δεν προσκυνάει.
Πασά ’χει ο Λιάκος τ’
άρματα, βεζύρη το σπαθί του∙
Και παληκάρια ’μάζωνεν, όλο
λιονταροπαίδια.
Κ’ η παγανιαίς(2)
επλάκωσαν, κονιάροι κι αρβανίταις.
(1) Μία
κορυφή των ορέων της Γούρας, (όρη της Όθρυος). Επί της κορυφής δε ταύτης βρύει
ύδωρ ψυχρότατον και γλυκύ∙ σώζονται δε αυτόθι ταμπούρια (προμαχώνες) μέχρι
τούδε, των κλεπτών.
(2) Παγάνα,
παγανιά∙ ίσως εκ του Λατιν. Paganales
σημαινούσης πανήγυριν εθνικών, πληθύν κόσμου εις κίνησιν.
42
Κι ο πόλεμος εβάσταξε, δυό ‘μέραις
και δυό νύχταις.
Πέφτουν τουφέκια ‘σαν
βροχή, πιστόλια ‘σαν χαλάζι,
Φεύγουν κονιάροι ’π’
εμπροσθά, φεύγουν κι’ οι αρβανίταις,
Κτυπά κι’ ο Λιάκος(1) πίσω τους με το σπαθί στο χέρι.
(1)
Ο Λιάκος ούτος ήν Αλβανός, από τινος χωρίου, Παναρίτη, καλουμένου.
Συνεκρότησε δε διαφόρους μάχας, μετά των εις καταδίωξιν αυτού πεμπομένων
σωματαρχών παρά του τυράννου Αλή, οίον εις Άγραφα και εις Πέτραν της περιφερίας
του Καρπενησίου, κατά το 1795 και πάντοτε εθριάμβευεν.»
Άλλη παραλλαγή αυτού του δημοτικού τραγουδιού είναι η
εξής:
« ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ
[Ο Παναγιώτης
Λιάκος ήτο αλβανόφωνος κλέφτης εκ του χωρίου Παναρήτη. Δημοτικά τινα άσματα
αφηγούνται μάχην αυτού προς τον Γιουσούφ Αράπην, πιθανώς κατά το 1806, ότε κατ'
εντολήν του Αλή πασά εξεστράτευσεν ούτος προς καθυπόταξιν των κλεφτών της
Στερεάς και της Θεσσαλίας. Η προς τον Βεληγκέκαν μάχη, την οποίαν αφηγείται το
επόμενον άσμα, ίσως έγινε χρόνον τινά πρότερον, πιθανώς κατά τα τέλη του ΙΗ'
αιώνος, διότι έν τισι παραλλαγαίς πλην του Βεληγκέκα μνημονεύεται και ο Βελή
πασάς, ο νεαρός δηλ. υιός του Αλή, τον οποίον είχεν εγκαταστήση ούτος γενόμενος
κύριος των Ιωαννίνων (1788) εν Θεσσαλία.].
Τρία πουλάκια κάθονται μέσ' 'ς το Γερακοβούνι,
το να τηράει τον Αρμυρό, τάλλο κατ' τό Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
"Ο Λιάκος τι να γίνηκε φέτο το καλοκαίρι,
να βγή 'ς της Γούρας τα βουνά, να βγη κατ' τό Ζητούνι,
να χαρατζώση τα χωριά κι' όλο το βιλαέτι;"
Ο Λιάκος αποκλείστηκε 'ς το Μπούμηλο 'ς τη ράχη.
Πολλή Τουρκιά τον πλάκωσε, Κονιάροι κι' Αρβανίταις.
"Προσκύνα, Λιάκο τον πασά, προσκύνα το βεζίρη,
να σου χαρίση τη ζωή, δερβέναγας να γίνης.
-Όσο 'ν' ο Λιάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει,
πασά έχει ο Λιάκος το σπαθί, βεζίρη το ντουφέκι."
Κι' αρχίσανε τον πόλεμο τα βροντερά ντουφέκια.
Μέρα και νύχτα πολεμούν, τρεις μέραις και τρεις
νύχταις
κι' ο Λιάκος έτρεξεν ομπρός με το σπαθί 'ς το στόμα.
Φεύγουν Κονιάροι από μπροστά, φεύγουν κ' οι
Αρβανίταις.
Κλαίουν οι Αρβανίτισσαις 'ς τα μαύρα φορεμέναις,
κι' ο Βεληγκέκας γύρισε 'ς το αίμα του πνιμένος,
κι' ο Μουσταφάς λαβώθηκε 'ς το γόνα και 'ς το χέρι.
Πρωταγωνιστής των συγκρούσεων που περιγράφονται στο
παραπάνω δημοτικό τραγούδι είναι ο λησταρματωλός Λιάκος καταγόμενος από το
χωριό Παναρίτη Κορυτσάς (για το χωριό βλέπε Panarit και γενίτσαρος İmrahorlu İlyas Bey).
Εναντίον του κινήθηκαν οι αλβανικής καταγωγής (μουσουλμάνοι) στρατιώτες του Αλή
Πασά με επικεφαλής το Βεληγκέκα και οι τουρκικής καταγωγής Κονιάροι του
Μουσταφά. Ο προσδιορισμός Κονιάροι υποδηλώνει τον τόπο καταγωγής τους, το
Ικόνιο (τουρκ. Konya) της Μικράς Ασίας. Ο όρος προσδιορίζει γενικότερα
τους Τούρκους με καταγωγή την Ανατολή. Αντίθετα οι μουσουλμάνοι Αλβανοί
στρατιώτες του οθωμανικού στρατού προσδιορίζονται στο τραγούδι ως Αρβανίτες. Την
εποχή αυτή η Όθρυς ανήκει στην «επικράτεια» του Αλή πασά.
Στην περιοχή της Όθρυος, κοντά στα Τρία Ποτάμια
υπάρχει τοπωνύμιο «στ’ Κοντοβά τα ταμπούρια». Το επώνυμο Κοντοβάς απαντάται και
σήμερα στην Ανατολική Φθιώτιδα. Εδώ πρόκειται για κάποιον κλέφτη, πρόγονο των
σημερινών Κοντοβαίων.
Το Παλιχώρι
Η πρώτη ένδειξη για ύπαρξη χωριού, στην ορεινή περιοχή
της σημερινής Παλαιοκερασιάς είναι το τοπωνύμιο Παλιχώρι.
Βρίσκεται σε υψόμετρο μεγαλύτερο από αυτό του Τσερνοβιτίου. Ο οικισμός Παλιχώρι
εγκαταλείφθηκε άγνωστο γιατί και οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν χαμηλότερα στη
θέση Τσερνοβίτι. Παρόμοιες μετεγκαταστάσεις οικισμών συναντώνται σε πολλές
περιοχές του ελληνικού χώρου. Ο γεωγράφος Ι.Λινάρδος αναφέρει ένα Παλιοχώρι σε
απόσταση μισής ώρας ψηλότερα και βορειότερα του ιστορικού χωριού Αμπελακίων Θεσσαλίας.
Το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν
χαμηλότερα και σχημάτισαν τα Αμπελάκια[3]. Οι λόγοι της εγκατάλειψης του οικισμού οφείλονται
στο ότι εξέλειπαν τα αίτια της εγκατάστασης εκεί των κατοίκων.
Ίδρυση Τσερνοβιτίου-Πληθυσμιακή Εξέλιξη
Η πρώτη γραπτή αναφορά για το Τσερνοβίτι καταγράφεται
το 1506. Στο αναλυτικό οθωμανικό
φορολογικό κατάστιχο TD 35 του έτους 1506 καταγράφεται ως τιμάριο δύο Οθωμανών σπαχήδων με το όνομα Μεχμέτ. Ανήκε
στον καζά Ζητουνίου που τότε υπαγόταν στο σαντζάκι του Ευρίπου. Ο πληθυσμός του
αποτελούνταν από 48 εστίες (οικογένειες), 2 αγάμους και 7 χήρες. Στο κατάστιχο αυτό καταγράφονται τα ονοματεπώνυμα των κατοίκων της
εποχής εκείνης (αναλυτικά βλέπε: Τσερνοβίτι: η απογραφή και η φορολογία των κατοίκων του σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1506). Ακολουθούν γραπτές αναφορές στα οθωμανικά
φορολογικά κατάστιχα TD 367 (TD 367/99) και TD 420 (TD 420/111).
Στο φορολογικό κατάστιχο TD 367 του έτους 1530 (Εικ.1) καταγράφονται μόνο οι εστίες (οικογένειες), οι
άγαμοι και οι χήρες. Ο ιστορικός Δημήτρης Λούπης,
συνεργάτης του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, ανταποκρινόμενος άμεσα σε
αίτημά μας μέσω ηλεκτρονικής επικοινωνίας, μας μετέφρασε τα εξής: «η αναφορά στο χωριό Çerni-viti βρίσκεται
στην σελίδα 99, 8η σειρά, μεσαία εγγραφή:
Χωριό
Τσερνιβίτι/Karye-i Çerni-viti
Εστίες/Hane
54
Άγαμοι/Mücerred
9
Χήρες/Bive 4
Παραγωγή/Hasıl
5045 (φορολογία χωριού σε ακτσέδες)»(Εικ.2).
[Ευχαριστούμε θερμά τον ιστορικό Δημήτρη Λούπη για τη
μετάφραση των οθωμανικών τουρκικών. Ο όρος παλαιοτουρκικά είναι αδόκιμος.
Σύμφωνα με το Δημήτρη Λούπη «Παλαιά Τουρκικά (αγγλ. Old Turkic) είναι η γλώσσα των Τούρκων, όσο
βρίσκονται στην Κεντρική Ασία και διαρκεί μεταξύ 7ου και 13ου αιώνα. Οι Δυτικοί
Ογούζ Τούρκοι που έρχονται στην Μικρά Ασία μετά το Ματζικέρτ το 1071 ομιλούν
αυτή την γλώσσα, ωστόσο δεν έχουν βρεθεί σήμερα κείμενα αυτής, τα οποία έχουν
παραχθεί στην Μικρά Ασία. Το κράτος των Σελτζούκων προτιμούσε την περσική
γλώσσα στην διοίκηση, την ιστοριογραφία και την ποίηση. Το παλαιότερο
χρονολογημένο τουρκικό κείμενο που παρήχθη στην Μικρά Ασία τοποθετείται στο
1273. Στην φάση αυτή η τουρκική γλώσσα που έχει διαμορφωθεί ονομάζεται “Παλαιά
Τουρκικά της Ανατολίας (Old Anatolian Turkish)”. Αυτή διαρκεί από τα μέσα του
13ου αι. έως περίπου το 1500. Ψήγματά της διατηρήθηκαν έως τις αρχές του 19ου
αιώνα. Η γλώσσα αυτή εμπλουτίζεται με στοιχεία της περσικής και αραβικής και
σχηματίζει την οθωμανική γλώσσα από τον ύστερο 15ο έως το 1928, οπότε ξεκίνησε η
Γλωσσική Μεταρρύθμιση με τον Μουσταφά Κεμάλ»].
Επομένως, τα στοιχεία που προκύπτουν από το TD 367/99 είναι ότι στο
Τσερνοβίτι το 1530 κατοικούσαν 54
οικογένειες, 9 άγαμοι και 4 χήρες. Κάθε οικογένεια εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τους ιστορικούς, αποτελούνταν από πέντε μέλη. Επομένως το
χωριό είχε τότε πληθυσμό περίπου 283 κατοίκους. Το ποσό των φόρων που
κατέβαλλαν οι κάτοικοι στην οθωμανική αρχή (σπαχής) ήταν 5.045 άσπρα (ακτσέδες,
akçe). Στο φορολογικό κατάστιχο TD 420 καταγράφεται μόνο το εισόδημα των τιμαριούχων.
Η καταγραφή του Τσερνοβιτίου στο κατάστιχο αυτό, τεκμηριώνει την παραχώρησή του ως τιμαρίου σε Οθωμανούς σπαχήδες. Άλλα χωριά
της περιοχής που καταγράφονται ως τιμάρια στο ίδιο φορολογικό κατάστιχο είναι ο
Άγιος Ιωάννης, σήμερα στο νομό Μαγνησίας, η Οίτη (έως το 1930 Γαρδικάκι), οι
Θερμοπύλες (έως το 1955 Δρακοσπηλιά), το Λογγίτσι, η Παύλιανη, το Παλαιοχώρι
Δωριέων και ο Μπράλος. Άλλη γραπτή αναφορά για το Τσερνοβίτι καταγράφεται στο συνοπτικό (İcmal) φορολογικό κατάστιχο TD 196 (TD 196/110).
Το Τσερνοβίτι στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα αναφέρεται ως Çernovit
και Çerni-virit
[4].
Η ετυμολογία της λέξης Τσερνοβίτι είναι αρκετά
δύσκολη. Πρόκειται για σλαβωνύμιο, κατάλοιπο των σλαβικών εγκαταστάσεων στον
ελληνικό χώρο τον 7ο αι. μ.Χ.. Τα σλαβικά φύλα εγκαταστάθηκαν
ειρηνικά, ασχολήθηκαν με την γεωργία και κτηνοτροφία και αφομοιώθηκαν από τον
ντόπιο πληθυσμό. Σήμερα έμειναν μόνο μερικά τοπωνύμια για να θυμίζουν την
παρουσία τους. Στην περιοχή της Μαγνησίας και Φθιώτιδας εγκαταστάθηκε το
σλαβικό φύλο των Βελεγεζητών,
το οποίο ανήκε στη νότια ομάδα των σλαβικών φυλών.
Ο Γερμανός σλαβολόγος Max Vasmer κατέγραψε
παλαιότερα όλα τα σλαβωνύμια του ελληνικού χώρου, με αρκετές όμως παρερμηνείες.
Κάποια ονόματα με ελληνική ρίζα τα παρουσίασε ως σλαβικά. Στο βιβλίο του
αναφέρει 55 χωριά στη Φθιώτιδα. Μεταξύ αυτών και το Τσερνοβίτι ως εξής:
«51. Τσερνοβίτι ON, Kr. Phalara
(Nuch., Stat. Ap., Lex.). Et steckt in dem Namen das
slav. *čьrnъ
»schwarz«, skr. cȓnī, bulg. cъrn, čъrn. Zur
Bildung vgl. skr. goròvit »gebirgig« (Vuk) u. dgl.».
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Τσερνοβίτι Δήμου Φαλάρων. Προέρχεται από το σλαβικό
όνομα .*čьrnъ(τσέρνι)=schwarz=μαύρος (στα
Γερμανικά schwarz=μαύρος), ρίζα cȓnī(τσρνι), βουλγαρικά cъrn(τσερν), čъrn(τσερν). Για τη διαμόρφωσή του
σύγκρινε goròvit (γκοροβίτ)=gebirgig=ορεινός (στα Γερμανικά gebirgig=ορεινός) και παρόμοια» [5].
Δηλαδή ο Vasmer
μεταφράζει στα γερμανικά το čьrnъ=schwarz=μαύρος. Η λέξη Čьrnovitъ (Τσερνοβίτ) ισχυρίζεται
ότι σχηματίζεται, όπως το goròvit (γκοροβίτ)=ορεινός από το gora (γκόρα)=όρος.
Δηλαδή, όπως gora→goròvit έτσι čьrnъ→Čьrnovitъ.
Αφήνει να εννοηθεί δηλαδή ότι, όπως goròvit σημαίνει ορεινός, Čьrnovitъ σημαίνει
μαυριδερός.
Σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου του δίπλα στην ελληνική
παραθέτει τη σλαβική γραφή (Τσερνοβίτι:* Čьrnovitъ)[6] [στην
ετυμολογική προσέγγιση βοήθησε η Alexandra Trifonova, γνώστρια σλαβικών
γλωσσών ενώ η μετάφραση των γερμανικών έγινε από το Νίκο Μπονόβα].
Η ενδιαφέρουσα ετυμολογική προσέγγιση που
ακολουθεί προτείνεται από τον κ.Νικόλαο Σωκράτους:
«το παλιό χωριό ονομαζόταν Τσερνοβίτι, πιθανότατα κατά το
Σλάβικο τοπωνύμιο Chernovtsi, (UKR) Чернівці, όπου Cherno= μαύρο. vtsi, αναγραμματισμός: vitsi, (SLO) Vič, αναγραμματισμός: Viče, που σημαίνει
"δάκρυ". "Cernoviče". (τα σύμφωνα "β" και
"τσ" δεν συνδυάζονται φωνολογικά στην Ελληνική Γλώσσα), βλ:http://en.wikipedia.org/wiki/Chernivtsi
και www.mindat.org/min-992.html (μαύρο, κρυσταλλικό,
σχιστολιθικό πέτρωμα όμοιο με τους μαύρους βράχους εκατέρωθεν του δρόμου που
οδηγεί στο χωριό)».
Γεγονός είναι ότι το πρώτο συνθετικό του
τοπωνυμίου είναι το čьrnъ (σλαβικά) ή Çerno και Çerni
(τουρκικά). Το 1530 με το όνομα Çerni
καταγράφεται και μουσουλμανική συνοικία στη Λαμία. Ερμηνεύεται μαύρος,
αντίστοιχο του τουρκικού kara. Η
δυσκολία εμφανίζεται στην αναζήτηση της ερμηνείας του δευτέρου συνθετικού. Στα
λατινικά vir σημαίνει
άνδρας και κατ’ επέκταση στρατιώτης. Ο πληθυντικός του είναι viri οι άνδρες, οι στρατιώτες.
Σχετική με την ίδρυση του χωριού είναι η παράδοση για το γκίνιασμα (εγκαινιασμός).
Όταν αποφασίσθηκε η εγκατάσταση του χωριού στη συγκεκριμένη θέση, έζεψαν δύο
μοσχάρια που δεν είχαν ξαναζευτεί σε αλέτρι και όργωσαν γύρω-γύρω με μία αυλακιά
το μέρος, όπου θα γινόταν το χωριό. Κατόπιν τα έθαψαν σε λάκκο στην είσοδο του
χωριού από το δρόμο της Πλατάνας. Παρόμοια τελετή εγκαινίων περιγράφεται
αναλυτικά από τον Γιάννη Μακρή στο χωριό Σταυρός. Ακολουθεί η περιγραφή της
τελετής όπως τη διηγήθηκε κάτοικος του Σταυρού, γεννηθείς το 1867: «...παίρναν
δυό διπλάρκα (δίδυμα) μ’σκαράκια, τσόφκιαναν ζυγό κι αλετράκι κι έφιρναν ένα
γίρου του χουργιό απ’ έξου. Μπρουστά πήγαιν’ ου παπάς μι λαμπάδις κι δγιάβαζι,
κουντά τ’ τα μ’σκαράκια κι ούλου του χουριό, κι όταν έφταναν στη Βουρλιά
(τοπωνύμιο), εκεί άνοιγαν έναν λάκκου κι τ’ άρ’χναν μέσα ζωντανά τα μ’σκαράκια
κι έτσι τάχουναν. Απού κεί κι πέρα δεν ξανάπαθι ζημιά του χουριό. Αυτά τα
μουλόγαϊ ου μακαρίτ’ς ου πατέρας μ’ έτσι τά ’χι ακούσ’ απ' τουν πατέρα τ’ .....».[7]. Με τον ίδιο τρόπο εγκαινιαζόταν και τα χωριά της Ηπείρου (Καπέσοβο)[8]. Ο εγκαινιασμός επιβαλλόταν για την πρόοδο του χωριού και την προστασία
του από διάφορες επιδημίες.
Το Τσερνοβίτι επί ύστερης τουρκοκρατίας ήταν ένα από τα
κεφαλοχώρια του καζά Ζητουνίου (τουρκ. İzdin kazasi). Τα
κεφαλοχώρια ήταν χωριά που κατοικούνταν από ελεύθερους καλλιεργητές μικροϊδιοκτήτες
γης. Βρισκόταν σε ορεινές και άγονες περιοχές γι’ αυτό δεν ενδιέφεραν άμεσα τον
κατακτητή[9]. Αντίθετα με τα
τσιφλίκια, εδώ υπήρχαν περιθώρια ανάπτυξης του κοινοτικού θεσμού, επειδή υπήρχε
μια μορφή αυτοδιοίκησης και περισσότερης ελευθερίας. Γι’ αυτό ο πληθυσμός των
κεφαλοχωρίων (αμιγώς ελληνικός) ήταν πολυπληθέστερος του πληθυσμού των
τσιφλικιών.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση της περιοχής κατά
την ύστερη τουρκοκρατία το Τσερνοβίτι υπήρξε έδρα Οθωμανού Αγά. Σκοπός της
παρουσίας του ήταν η είσπραξη και απόδοση των φόρων στην οθωμανική διοίκηση. Η
παράδοση αποτελεί αντικείμενο έρευνας για την τεκμηρίωσή της μέσα από γραπτές
πηγές των οθωμανικών αρχείων.
Το 1782
τρεις κάτοικοι του Τσερνοβιτίου υπογράφουν ως μάρτυρες σε έγγραφο με τίτλο «Οθωμανικός τίτλος του χωρίου Βρυνίνης υπό το
όνομα Αγόριανης της επαρχίας Αλμυρού (Θεσσαλίας)» (Εικ.3)[10]. Το έγγραφο
προσδιορίζει τα σύνορα του χωριού Βρύναινα Μαγνησίας την εποχή αυτή. Υπογράφουν
οι Γεώργιος Καπρίγος, Μήτσιος Τόλιου και … Παπακωνσταντή. Μετά από κάθε όνομα
υπάρχει το δηλωτικό του τόπου καταγωγής Τσιρνοβιτλής, δηλαδή αυτός που κατάγεται από το
Τσιρνοβίτι. Ως προς τα ονοματεπώνυμα παρατηρούνται τα εξής:
Το επώνυμο Καπρίγος
είναι εντελώς δυσερμήνευτο και μάλλον ο Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος διάβασε λάθος κατά την ελληνική μετάφραση του οθωμανικού χειρογράφου. Στον εκλογικό κατάλογο του 1856
(βλέπε: Εκλογικός Κατάλογος Δήμου Φαλάρων του 1856. Οι εκλογείς του Τσερνοβιτίου.) είναι
εγγεγραμμένος με α/α 857 ο Καραπλιός Κωνσταντίνος του Γεωργίου, γεννηθείς το
1827. Ενδέχεται ο υπογράφων Καπρίγος Γεώργιος να είναι ο Καραπλιός Γεώργιος,
πατέρας του Κωνσταντίνου.
Το ονοματεπώνυμο Μήτσιος
Τόλιου δεν είναι δυνατόν να
συσχετισθεί με άλλη γραπτή πηγή. Το Τόλιου προέρχεται από το Αποστόλου (Τόλιας
είναι ο Αποστόλης στην καθομιλουμένη της περιοχής).
Το 1810 το
Τσερνοβίτι ανήκε στην «επικράτεια» του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Καταγράφεται στον
Πίνακα του κτηματολογίου του Βοεβοδελικίου (καζά) Ζητουνίου που συνέταξε ο Πουκεβίλ
(Pouqueville), πρόξενος και γιατρός του Αλή Πασά. Ο Πουκεβίλ αναφέρει
ότι στο χωριό υπήρχαν 40 οικογένειες (Εικ.4)[11]. Την εποχή αυτή βοεβόδας (διοικητής) Ζητουνίου ήταν ο
γαμπρός του Βελή πασά Χαλήλ μπέης,
σύζυγος της Σαϊδέ χανούμ. Ο Ιωάννης Βορτσέλας, υπολογίζοντας σε κάθε νοικοκυριό
πενταμελή οικογένεια, ανεβάζει τον πληθυσμό του χωριού το 1810 σε 200 κατοίκους
περίπου[12]. Δυστυχώς ο Πουκεβίλ
δεν αναφέρει τον πληθυσμό όλων των χωριών της περιοχής. Ορισμένοι ερευνητές
προβάλλουν την άποψη ότι κατέγραψε μόνο τα χωριά, από τα οποία ο Αλή πασάς
εισέπραττε φόρους.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1812, κτίσθηκε ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Το έτος
κτίσεως αναγράφεται σε εντοιχισμένη λίθινη πλάκα, που βρίσκεται πάνω από την
είσοδο. Το μέγεθος του ναού, τρίκλιτη βασιλική της τουρκοκρατίας με
γυναικωνίτη, είναι αρκετά μεγάλο για το γεωγραφικό χώρο και την εποχή. Αυτό φανερώνει
ότι το Τσερνοβίτι ήταν πολυάνθρωπο χωριό, γι’ αυτό χρειαζόταν μεγάλη εκκλησία
για την ικανοποίηση των θρησκευτικών αναγκών των κατοίκων του. (Για τον Άγιο
Ιωάννη βλέπε τις επιμέρους αναρτήσεις στο κεφάλαιο II. Ο ναός του
Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην
ανάρτηση «Τσερνοβίτι,το κεφαλοχώρι της Όθρυος. Η ιστορία της Παλαιοκερασιάς Φθιώτιδας»).
Λίγο πριν την είσοδο του χωριού, αριστερά από το
μονοπάτι υπάρχει ένας μεγάλος σωρός από πέτρες. Η τοποθεσία ονομάζεται Ανάθεμα. Από την προφορική παράδοση
είναι γνωστό ότι όποιος ξένος περνούσε από εκεί, για το καλό του χωριού, έπρεπε
να ρίχνει μία πέτρα στο σωρό και να λέει «ανάθεμα».
Το Ανάθεμα συσχετίζεται με την εποχή του
Εθνικού Διχασμού (1916-1917) και τον αναθεματισμό του Ελευθερίου Βενιζέλου (βλέπε:
Το κατά Βενιζέλου «Ανάθεμα»).
Ο αναθεματισμός ξεκίνησε πρώτα από την Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 1916.
Πραγματοποιήθηκε στο Πεδίο του Άρεως. Ο πρώτος λίθος ρίχτηκε από τον
αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο και επεκτάθηκε σε όλη την Παλαιά Ελλάδα. Ενδιαφέρουσα
είναι η περιγραφή του αναθέματος στο Γαρδίκι Ομιλαίων (βλέπε: Δεκέμβριος 1916….ανάθεμα έστω).
ΣΧΟΛΙΑ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
[1] Βακαλόπουλος Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού Β1,
Τουρκοκρατία 1453-1669. Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και
οικονομίας, Θεσσαλονίκη 1964, σελίδα 81.
Ο Απόστολος
Βακαλόπουλος δίνει χρονολογία έναρξης της εγκατάστασης των ελληνικών πληθυσμών
στα ορεινά μετά τον 14ο αιώνα. Βλέπε: Βακαλόπουλος Α.,
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού Β1, Τουρκοκρατία 1453-1669. Οι ιστορικές βάσεις της
νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, Θεσσαλονίκη 1964, σελίδα 92.
[2] Γιαννόπουλος Ν.,
Ιστορία και έγγραφα της Μονής Ξενιάς, ΔΙΕΕ 4 (1892-1895), σελίδα 684. Το έτος της
επιγραφής ζλδ΄ από κτίσεως κόσμου αντιστοιχεί στο 1526 μ.Χ. (7034-5508=1526).
[3] Αντωνιάδη-Μπιμπίκου Ε., Ερημωμένα χωριά στην Ελλάδα·
ένας προσωρινός απολογισμός. Συλλογικός Τόμος: Η οικονομική δομή των βαλκανικών
χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ιε΄-ιθ΄αι., Αθήνα 1979, σελίδα 216.
[5] Vasmer M., Die Slaven in Griechenland, Berlin 1941, σελίδα 108.
[6] Vasmer M., Die Slaven in Griechenland, Berlin 1941, σελίδα 283.
[9] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΑ΄, σελίδα 135.
ΕΙΚΟΝΕΣ