Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Τσερνοβίτι: Ο Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας. Τσερνοβιώτες αγωνιστές του 1821

Στη Στερεά Ελλάδα η ισχυρή κλεφταρματολική παράδοση και η ύπαρξη οπλαρχηγών με τόλμη και υψηλό φρόνημα (Οδυσσέας Ανδρούτσος, Δήμος Σκαλτσάς, Πανουργιάς, Βασίλης Μπούσγος, Δυοβουνιώτης, Αθανάσιος Διάκος, Κομνάς Τράκας, Παπαντρέας, κ.ά.) επέτρεψαν την εξέγερση και επιτυχία της Επανάστασης του 1821. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου (22 Μαρτίου 1821) προς τους Γαλαξιδιώτες: «Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου».
Η τεκμηρίωση για την ατομική συμμετοχή στον αγώνα πραγματοποιείται μέσα από το Αρχείο Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία, τη Βιβλιοθήκη της Βουλής και τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Οι κατάλογοι των αγωνιστών δημιουργήθηκαν μετά το τέλος της επανάστασης. Εκεί αναγράφονται τα ονόματα των αγωνιστών και τα σώματα των οπλαρχηγών, με τα οποία πολέμησαν.
Στην έρευνα για ανεύρεση αγωνιστών του 1821 με καταγωγή από το Τσερνοβίτι, καθοριστικό ρόλο έπαιξε η αποστολή του «Ονομαστικού Καταλόγου αριστούχων προς χρήσιν της διανομής των αριστείων» από το διαχειριστή του Ιστολογίου ΑΡΧΑΝΙ, τον οποίο και ευχαριστούμε ιδιαίτερα. Ο κατάλογος προέρχεται από την ψηφιοποιημένη συλλογή των Γενικών Αρχείων του Κράτους.
Στον κατάλογο περιέχονται 217 ονοματεπώνυμα κατοίκων της Φθιώτιδας, όπως αναφέρεται στο διαβιβαστικό έγγραφο του Υπουργείου Στρατιωτικών προς τον Δρόσο Μανσόλα. Αποτελούν μέρος των χιλιάδων Φθιωτών που συμμετείχαν στην Επανάσταση του 1821. Σ’ αυτούς απονέμεται «Αριστείον» για τη συμμετοχή τους στον Αγώνα[1]. Φέρει ημερομηνία «Αθήναι την 18 Μαΐου 1844» και υπογράφεται από τον Υπουργό Στρατιωτικών Π. Ρόδιο[2]. Κάτω από την υπογραφή του Υπουργού υπάρχει η στρογγυλή κρατική σφραγίδα, η οποία περιέχει το εθνόσημο. Το εθνόσημο περιβάλλει η επιγραφή Η ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜ[ΑΤΕΙΑ] ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤ[ΕΙΑΣ]. Μεταξύ των Φθιωτών περιλαμβάνονται και τα ονοματεπώνυμα οκτώ κατοίκων του Τσερνοβιτίου (Εικ.1-4):

Α/Α

Είδος αριστείου

Ονοματεπώνυμο

Διαμονή

Χωρίον

Δήμος

Επαρχία

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

160

Σιδηρούν

Παππαδημήτρης Ιερεύς

Τσερνοβίτι

Φαλάρων

Φαλάρων

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

163

Σιδηρούν

Αναγνώστης Σπαρτιώτης

Τσερνοβίτι

Φαλάρων

Φαλάρων

164

Σιδηρούν

Δημήτριος Βασόπουλος

Τσερνοβίτι

Φαλάρων

Φαλάρων

165

Σιδηρούν

Δημήτριος Τσατσούλας

Τσερνοβίτι

Φαλάρων

Φαλάρων

166

Σιδηρούν

Αναγνώστης Μπακαλιανός

Τσερνοβίτι

Φαλάρων

Φαλάρων

167

Σιδηρούν

Κωνσταντής Μπαλδάς

Τσερνοβίτι

Φαλάρων

Φαλάρων

168

Σιδηρούν

Γιάννης Κωνσταντίνου

Τσερνοβίτι

Φαλάρων

Φαλάρων

169

Σιδηρούν

Αντώνιος Νικολάου

Τσερνοβίτι

Φαλάρων

Φαλάρων

.

.

 

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.


Για τα αναγραφόμενα ονοματεπώνυμα πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
-Τα Αναγνώστης Σπαρτιώτης, Δημήτριος Βασόπουλος, Δημήτριος Τσατσούλας, Γιάννης Κωνσταντίνου και Αντώνιος Νικολάου σήμερα είναι άγνωστα. Ο Παππα-Δημήτρης ήταν ο ιερέας του χωριού. Δεν αναφέρεται το επώνυμό του παρά μόνο η ιερατική του ιδιότητα. Το επώνυμο Σπαρτιώτης φανερώνει τόπο καταγωγής τη γειτονική Σπαρτιά. Τα Κωνσταντίνου και Νικολάου είναι πατρώνυμα, τα οποία καθιερώθηκαν αργότερα ως επώνυμα κατά τη συνήθεια της εποχής.
-Από λάθος του γραφέα αντί του ορθού Μπακαλιάνος αναγράφεται Μπακαλιανός. Επίσης Μπαλδάς αντί Μπαλτάς.
Ο Αναγνώστης Ιωάννου Μπακαλιάνος γεννήθηκε το 1799 ή το 1801. Το 1821 ήταν 22 ή 20 ετών. Ψήφισε στις εκλογές το 1856 και 1865. Το 1879 δεν ψηφίζει, προφανώς, ως αποβιώσας.
Ο Κωνσταντής Μπαλτάς γεννήθηκε το 1790. Το 1821 ήταν 30 ετών. Ψήφισε στις εκλογές του 1856. Έκτοτε δεν εμφανίζεται στους εκλογικούς καταλόγους.
Εκτός από τα ονοματεπώνυμα αυτά, από έρευνα στην ιστοσελίδα των Γενικών Αρχείων του Κράτους εντοπίσθηκε «Ονομαστικός κατάλογος στρατιωτών του Σώματος Εθνοφυλακής του τμήματος Λαμίας που έχουν δικαίωμα απονομής των σιδηρών εθνοσήμων». Ανάμεσα στα 115 ονοματεπώνυμα εντοπίσθηκε ένα ονοματεπώνυμο στρατιώτη κατοίκου Ραχών με καταγωγή το Τζιρνοβίτι. Ο ενδιαφερόμενος είναι υποψήφιος προς απονομή σιδηρού αριστείου για τη συμμετοχή του στον Αγώνα (Εικ.5):

Ονομαστικός κατάλογος στρατιωτών του Σώματος Εθνοφυλακής του τμήματος Λαμίας που έχουν δικαίωμα απονομής των σιδηρών εθνοσήμων

Α/Α

Αριθμός ανά Σώμα

Στρατιώτες των Σωμάτων

Όνομα και Επώνυμον

Βαθμολογία

Παρατηρήσεις: Πατρίς και Διαμονή

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

30

30

........

Τριαντάφυλλος Χορμάζος

Στρατιώτης

Τζιρνοβίτι, διαμονή Ράχες

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

Ο Τριαντάφυλλος Χορμάζος [Κορμάζος] κατάγεται από το Τσερνοβίτι αλλά το 1844 διαμένει στις Ράχες.

*        *        *
Η γεωγραφική θέση της Φθιώτιδας αποτελούσε το φυσικό πέρασμα των σουλτανικών στρατευμάτων, που κατέβαιναν από τη Θεσσαλία με προορισμό την Αττικοβοιωτία, την Εύβοια και την Πελοπόννησο. Η περιοχή δοκιμάσθηκε από σκληρές πολεμικές αναμετρήσεις. Οι τοπικοί οπλαρχηγοί έδωσαν αρκετές μάχες με σκοπό την ανάσχεση των τουρκικών δυνάμεων και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη φθορά τους.
Στις αρχές του 1821 πραγματοποιείται η επέλαση των Ομέρ Βρυώνη (Τουρκαλβανός) και Κιοσέ Μεχμέτ (Τούρκος). Ακολουθεί ο ηρωϊκός και οδυνηρός θάνατος του Αθανασίου Διάκου στη Λαμία (τότε Ζητούνι, τουρκ. Zeitun ή Izdin).
Αποτέλεσμα της αναστάτωσης που προκλήθηκε από τα πολεμικά γεγονότα του πρώτου έτους, είναι η αιχμαλωσία άμαχου πληθυσμού της Φθιώτιδας. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν κι ένα επτάχρονο παιδί από το Τσερνοβίτι: ο Πανταζής Σαζενογεωργάκης. Σε πίνακα Ελλήνων αιχμαλώτων των επαρχιών Φθιώτιδος και Λοκρίδος (Εικ.6), που συντάχθηκε το 1837 από το Διοικητή Φθιώτιδος Αδάμ Δούκα, σε σύνολο 119 αιχμαλώτων αναφέρεται με αύξοντα αριθμό 101 ο Πανταζής Σαζενογεωργάκης ετών 7 από το Τσερνοβίτι[3]. Αιχμαλωτίσθηκε το 1821 και το 1837 βρισκόταν στο γειτονικό Αλμυρό στη δούλεψη του υιού του Σαΐταγα (Εικ.7). Ο Σαΐταγας ήταν ο Αγάς του Αλμυρού την εποχή αυτή. Ο μικρός Πανταζής από το Τσερνοβίτι πουλήθηκε από τους Οθωμανούς στρατιώτες στο Σαΐταγα από τον οποίο δόθηκε ως υπηρέτης στο γιό του, πιθανότατα λόγω του νεαρού της ηλικίας. Το 1837 ο Αλμυρός ανήκε στην Οθωμανική επικράτεια. Τα σύνορα του νεότευκτου ελληνικού κράτους βρισκόταν λίγο βορειότερα της Σούρπης. Το όνομα Πανταζής είναι βαπτιστικό. Απαντά σε ψηφοφόρο του Τσερνοβιτίου στον εκλογικό κατάλογο του 1879 (Κούτρας Πανταζής). Το Σαζενογεωργάκης ίσως ήταν Σαϊνογεωργάκης. Το Σαΐταγας μεταγράφεται ως Σαΐντ ο Αγάς. Το όνομα Σαΐντ είναι αραβικό (στα αραβικά سيد). Στα ελληνικά σημαίνει Κύριος, Άρχοντας. Οι Οθωμανοί το δανείσθηκαν από τους Άραβες.
Την άνοιξη του 1822 ο Μαχμούτ πασάς (Δράμαλης, καταγόμενος δηλαδή από τη Δράμα), ξεκινώντας από τη Λάρισα με σκοπό την κατάπνιξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο, πέρασε από τη Φθιώτιδα. Ο στρατός του ήταν πολυπληθέστατος: 30.000 άνδρες με 18.000 άλογα, 30.000 μουλάρια ως μεταγωγικά, 500 καμήλες και 6 κανόνια. Η στρατιωτική αυτή δύναμη ήταν πρωτόγνωρη για την εποχή της. Οι Έλληνες με τις λιγοστές δυνάμεις τους αδυνατούσαν να τον αντιμετωπίσουν. Στη Ρούμελη περιορίσθηκαν σε κλεφτοπόλεμο και αγώνα φθοράς. Το Μάϊο του 1822 έγινε μάχη κοντά στο Τσερνοβίτι με τμήμα της στρατιάς του Δράμαλη, που είχε επικεφαλής τους Τουρκαλβανούς Χατζημουχταραίους. Ο καπετάνιος Φίλων Δούκας τους πολέμησε γενναία και τους συνέλαβε όλους αιχμαλώτους[4]. Ο Φίλων Δούκας ήταν τοπικός οπλαρχηγός. Το 1842 τον συναντούμε υπολοχαγό της Βασιλικής φάλαγγας με τόπο μόνιμης κατοικίας τη Στυλίδα. Τότε αιχμαλωτίσθηκαν τρεις κάτοικοι του Αχινού (αύξοντες αριθμοί στον πίνακα: 29, 30, 31) και ένας από τους Μύλους (αύξων αριθμός στον πίνακα: 32) (Εικ.8).
Τέλη Μαΐου 1823 πραγματοποιείται η εισβολή του Γιουσούφ πασά Περκόφτσαλη με 6.000 στρατό και του Σαλίχ πασά της Ανδριανουπόλεως με 4.000. Ο Γιουσούφ πασάς Περκόφτσαλης, φρούραρχος της Δοβρουτσάς, ήταν Τουρκαλβανός. Ορίσθηκε την 1η Φεβρουαρίου 1823 σερασκέρης (τουρκ. Serasker), για την κατάκτηση του Μοριά στη θέση του Δράμαλη. Μπρος στην επέλασή τους, μεγάλο μέρος των γυναικοπαίδων της Φθιώτιδας μετακινήθηκε προς τα ορεινά. Ειδικά ο Περκόφτσαλης απ’ όπου περνούσε, σκορπούσε την καταστροφή. Τη χρονιά αυτή έχουμε και τους περισσότερους αιχμαλώτους από την Ανατολική Φθιώτιδα. Από τους Μύλους αιχμαλωτίσθηκαν τέσσερεις κάτοικοι (αύξοντες αριθμοί στον πίνακα: 68, 69, 70, 72), από τον Αχινό ένας (αύξων αριθμός στον πίνακα: 71), από το Γαρδίκι (σήμερα Πελασγία) δύο (αύξοντες αριθμοί στον πίνακα: 74 και 75) και από τη Βρύνενα δύο (αύξοντες αριθμοί στον πίνακα: 76 και 78) (Εικ.7).
Το Τσερνοβίτι, όπως και τα περισσότερα χωριά της περιοχής, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 ερήμωσε.
Σύμφωνα με μαρτυρία του Αλέξανδρου Δ. Αλεξόπουλου «οι Τούρκοι ανέβαιναν προς τα βουνά μέσα από το ποτάμι (Βελλάς). Οι κάτοικοι των χωριών, και του δικού μας, είχαν κρυφτεί σε σπηλιές και σε γκρεμούς για να γλυτώσουν τη σφαγή. Οι Τούρκοι, όποιον έβρισκαν τον σκότωναν. Κάποιος Αλεξόπουλος δεν ήξερε για τους Τούρκους και κατέβαινε προς τα κάτω. Οι χωριανοί του φώναζαν να γυρίσει πίσω αλλά αυτός δεν άκουσε. Οι Τούρκοι όταν τον βρήκαν τον σκότωσαν. Πήγαν στο παλιό χωριό (Τσερνοβίτι) και έκαψαν όλα τα σπίτια, εκτός από ένα σπίτι Χαδέϊκο». Η μαρτυρία μεταφέρθηκε από τον παππού του Αλέξανδρο Δ. Αλεξόπουλο (1892-1984), όπως την άκουσε από το δικό του παππού Αλέξανδρο Δ. Αλεξόπουλο (1845-;). Συμπληρώνεται από άλλη μαρτυρία των αδελφών Μαρίας Γ. Αρμυριώτη (1922-2007) και Δέσποινας Δ. Αλεξοπούλου (1914-1997), όπως τις άκουσαν από τη γιαγιά τους: «οι Τούρκοι ανέβαιναν προς το παλιό χωριό. Στο δρόμο φώναζαν γυναικεία ονόματα για να ξεγελαστούν οι γυναίκες και να βγουν από τις κρυψώνες τους: –Έλα Μαρία, έλα Ελένη, φώναζαν. Κάποιος Τούρκος είχε σουβλίσει με το σπαθί ένα μωρό. Το σήκωνε ψηλά και φώναζε κι αυτός γυναικεία ονόματα για να βγεί από την κρυψώνα η μάνα του παιδιού. Οι γυναίκες όμως φοβόταν πάρα πολύ και δεν έβγαιναν». Διαπιστώνεται ότι οι Οθωμανοί επιδρομείς γνώριζαν ελληνικά. Αυτό σημαίνει ότι ήταν μουσουλμάνοι αλβανικής καταγωγής (Τουρκαλβανοί), οι οποίοι γνώριζαν και την ελληνική γλώσσα.
Τα φρικιαστικά αυτά γεγονότα, συνέβησαν κατά την επαναστατική περίοδο. Οι συγκλονιστικές αυτές μαρτυρίες τεκμηριώνονται:
1)από την εποχή που έζησε ο Αλέξανδρος Δ. Αλεξόπουλος (1845-;). Τα γεγονότα της επανάστασης ήταν ακόμη πολύ νωπά.
2)η ορεινή περιοχή της Ανατολικής Φθιώτιδας δεν κατακτήθηκε κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Επομένως επιδρομή οθωμανικών στρατευμάτων πραγματοποιήθηκε μόνο κατά διάρκεια της επανάστασης. Εξάλλου η περιοχή το 1897 εκκενώθηκε από τον άμαχο πληθυσμό (βλέπε: Πέμπτη 7 Μαΐου 1897: οι Οθωμανοί προ των πυλών (ante portas) της Λαμίας) και
3)από την αιχμαλωσία του επτάχρονου Πανταζή Σαζενογεωργάκη από το Τσερνοβίτι το 1821.
Επιδρομή Οθωμανών στρατιωτών στην Ανατολική Φθιώτιδα (Πελασγία) το 1821 και σφαγή αμάχου πληθυσμού στις εκβολές του Βελά ποταμού στον Αχινό αναφέρεται και στη διεύθυνση: http://gov.exnet.gr/el/nomo-fthiotida/dimo-pelasgia/472-istoria-politismo.html.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
[1] Μετά το πέρας των πολεμικών επιχειρήσεων, η ελληνική κυβέρνηση με νομοθετική ρύθμιση, θεσπίζει τα Αριστεία προς τιμήν των αγωνιστών. Η χορήγησή τους συνοδευόταν και από προνόμια (τιμητικές θέσεις στις επίσημες τελετές, ελευθερία οπλοφορίας, κ.λ.π.).
Στις 20 Μαΐου 1834, με Βασιλικό Διάταγμα «Προς αναγνώρισιν των εκδουλεύσεων προς την Πατρίδα όλων των αξιωματικών, υπαξιωματικών και στρατιωτών των κατά ξηρά και θάλασσα Ελληνικών στρατευμάτων» απονεμήθηκε στον καθένα από αυτούς «αριστείον» (μετάλλιο). Στη μία όψη το μετάλλιο έφερε τον ελληνικό θυρεό με το σταυρό ενώ στην άλλη την επιγραφή: «Όθων Βασιλεύς της Ελλάδος τοις γενναίοις της πατρίδος προμάχοις» (Eικ. 9)Το αριστείο (μετάλλιο) ήταν ασημένιο για τους αξιωματικούς, χάλκινο για τους υπαξιωματικούς και σιδερένιο για τους στρατιώτες. Κρεμόταν στο αριστερό μέρος του στήθους με κυανή ταινία. Το διάταγμα καθόριζε επίσης τους δικαιούχους, τους περιορισμούς ως προς την απονομή, τα προνόμια των κατόχων αλλά και τις περιπτώσεις αφαίρεσής του. Το μετάλλιο που συνόδευε το αριστείο, χαρακτηρίζεται άλλοτε ως εθνόσημο και άλλοτε ως νομισματόσημο σε συνάρτηση με τη χρονική περίοδο και το σχετικό διάταγμα που προσδιόριζε τις λεπτομέρειες της απονομής του.
Το 1835 θεσπίζεται νέο διάταγμα, συμπληρωματικό του προηγουμένου, με το οποίο καθορίζεται ο τρόπος σύνταξης και αποστολής στη Γραμματεία των Στρατιωτικών των ονομαστικών καταστάσεων των αγωνιστών για να προωθηθούν στη συνέχεια στην αρμόδια επί των Αριστείων επιτροπή. Ακολουθούν συμπληρωματικά διατάγματα με τροποποιήσεις ως προς το σχήμα και τη μορφή του Αριστείου (διάταγμα 18/30.9.1835) καθώς και αποφάσεις ως προς τα αργυρά (17.2.1835), τα χάλκινα (16.5.1836),τα σιδερένια (19.11.1836), τη χορήγηση συνοδευτικών διπλωμάτων (5.4.1836) και τέλος νέο διάταγμα με ορισμό Αναθεωρητικής Επιτροπής επί των Αριστείων για επανεξέταση των αργυρών μεταλλίων. Η επί των Αριστείων Επιτροπή καταργήθηκε (8/20.5.1836) με την ανάληψη δράσης από την Αναθεωρητική Επιτροπή και την επί των Στρατιωτικών Γραμματεία–ολοκλήρωση της διαδικασίας έγκρισης και αποστολής των Αριστείων στους δικαιούχους.
Το 1838, αποφασίστηκε να διατηρούν το μετάλλιο αυτό τα μέλη της οικογένειας εκείνου στον οποίο είχε απονεμηθεί, μετά τον θάνατό του, χωρίς όμως να έχουν το δικαίωμα να το φέρουν ούτε και να απολαμβάνουν τα αντίστοιχα προβλεπόμενα προνόμια.
Μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, η σχετική αρμοδιότητα μεταφέρθηκε στο Υπουργείο (πρώην Γραμματεία Στρατιωτικών) χωρίς τη μεσολάβηση Επιτροπών.
[2] Ο Παναγιώτης Ρόδιος διορίσθηκε Υπουργός Στρατιωτικός με διάταγμα που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 9/Α/11-4-1844:

«ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Περί διορισμού Υπουργού επί των Στρατιωτικών

ΟΘΩΝ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

            Λαβόντες υπ’ όψιν το άρθρον 24 του Συντάγματος, διορίζομεν τον υποστράτηγον Κ.Π.Γ.Ρόδιον Πέτρον Ημέτερον Υπουργόν επί των Στρατιωτικών.
Ο Πρόεδρος του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου να ενεργήση το παρόν Διάταγμα.

Εν Αθήναις, την 30 Μαρτίου 1844.
ΟΘΩΝ

                                                                                    Α. ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΣ»
[3] Νικολάου Γ., Ανέκδοτος «Πίναξ των εν αιχμαλωσία στεναζόντων ελλήνων των επαρχιών Φθιώτιδος και Λοκρίδος» του 1837, Φθιωτικά Χρονικά 15 (1994), σελίδα 22.
[4] Σκούρας Γ., Η νίλα του Δράμαλη άρχισε από τη Φθιώτιδα. Ο Δράμαλης δεν πέρασε «αντουφέκηγος». Α΄ Συνέδριο Φθιωτικών Ερευνών. Γλώσσα-Ιστορία-Λαογραφία. Λουτρά Υπάτης 27-29 Απριλίου 1990. Πρακτικά, Λαμία 1993, σελίδα 218.


ΕΙΚΟΝΕΣ

 Εικ.1: Η αρχή του καταλόγου (πηγή: http://arxeiomnimon.gak.gr/cache/image/7bcddf2e0d9a28f6/1253574.w.1200.jpg)


 Εικ.2: Τμήμα του καταλόγου με ονόματα κατοίκων του Τσερνοβιτίου (πηγή: http://arxeiomnimon.gak.gr/cache/image/7bcddf2e0d9a28f6/1253581.w.1200.jpg)


 Εικ.3: Τμήμα του καταλόγου με ονόματα κατοίκων του Τσερνοβιτίου (πηγή: http://arxeiomnimon.gak.gr/cache/image/7bcddf2e0d9a28f6/1253582.w.1200.jpg)


Εικ.4: Το τέλος του καταλόγου με την υπογραφή του Υπουργού Στρατιωτικών Παναγιώτη Ρόδιου (πηγή: http://arxeiomnimon.gak.gr/cache/image/7bcddf2e0d9a28f6/1253583.w.1200.jpg)


 Εικ.5: Ονομαστικός κατάλογος με τον Τριαντάφυλλο Κορμάζο (πηγή: http://arxeiomnimon.gak.gr/storage/files/image/cache/image/1652569bafa26f65/7717126.w.1200.jpg)


 Εικ.6: «Πίναξ των εν αιχμαλωσία στεναζόντων ελλήνων των επαρχιών Φθιώτιδος και Λοκρίδος»: η αρχή και το τέλος του πίνακα (Από: Νικολάου Γ., Ανέκδοτος «Πίναξ των εν αιχμαλωσία στεναζόντων ελλήνων των επαρχιών Φθιώτιδος και Λοκρίδος» του 1837, Φθιωτικά Χρονικά 15 (1994), σελίδα 24).


 Εικ.7: Πίνακας με αιχμαλώτους από Ανατολική Φθιώτιδα [Τσερνοβίτι, Μύλους, Αχινό, Γαρδίκι (σήμερα Πελασγία) και Βρύνενα]. (Από: Νικολάου Γ., Ανέκδοτος «Πίναξ των εν αιχμαλωσία στεναζόντων ελλήνων των επαρχιών Φθιώτιδος και Λοκρίδος» του 1837, Φθιωτικά Χρονικά 15 (1994), σελίδα 22).


 Εικ.8: Πίνακας με αιχμαλώτους από Ανατολική Φθιώτιδα (Αχινό, Μύλους).(Από: Νικολάου Γ., Ανέκδοτος «Πίναξ των εν αιχμαλωσία στεναζόντων ελλήνων των επαρχιών Φθιώτιδος και Λοκρίδος» του 1837, Φθιωτικά Χρονικά 15 (1994), σελίδα 20).


 Εικ.9: Αριστείο του Αγώνα του 1821. (Από: Μεγάλη Στρατιωτική Ναυτική Εγκυκλοπαιδεία, τόμος 4, σελίδα 515).


ΠΗΓΗ

Γενικά Αρχεία του Κράτους/Αρχειομνήμων/φάκελος 284.




Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

Τσερνοβίτι: Ίδρυση–προεπαναστατικοί χρόνοι

 
Η ίδρυση χωριού σε ορεινό και δυσπρόσιτο έδαφος κατά την εποχή της τουρκοκρατίας οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες. Κύριος παράγοντας ήταν τα ιστορικά γεγονότα. Οι αναστατώσεις, που δημιουργούνταν εξαιτίας πολεμικών γεγονότων (επιδρομές, λεηλασίες, σφαγές αμάχου πληθυσμού), οδήγησαν τους ανθρώπους σε αναζήτηση ασφαλέστερου τόπου διαμονής στους ορεινούς όγκους. Σύμφωνα με τον καθηγητή Απόστολο Βακαλόπουλο τα βουνά «έγιναν οι προστάτες των πλησιόχωρων πληθυσμών»[1]. Εκεί αναπτύχθηκε το φιλελεύθερο πνεύμα και το αίσθημα της ελευθερίας. Οι πληθυσμοί αυτοί έπρεπε να επιβιώσουν κάτω από αντίξοες συνθήκες. Στα βουνά, μέσα από τη σκληραγωγία και τον ολιγαρκή τρόπο ζωής, γεννήθηκαν οι κλέφτες και τα πρώτα επαναστατικά κινήματα κατά των Οθωμανών.
Στη Φθιώτιδα ένας επιπλέον παράγοντας για τη μετακίνηση του πληθυσμού στα ορεινά ήταν το ανθυγιεινό κλίμα του φθιωτικού κάμπου, εξαιτίας των βάλτων και των ελών, που αφθονούσαν εκείνη την εποχή. Οι μεταδοτικές αρρώστιες (π.χ. ελονοσία), έπαιρναν συχνά μορφή επιδημίας. Αντίθετα, στα βουνά το κλίμα ήταν υγιεινό, ο αέρας καθαρός και οι συνθήκες, από άποψη υγιεινής, πολύ καλύτερες. Οι ορεινοί οικισμοί στον ελλαδικό χώρο άρχισαν να δημιουργούνται μετά τον 15ο αιώνα.
Στις κορυφές της Όθρυος είχε την έδρα του ένα από τα αρματολίκια της Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας. Αρκετές φορές η περιοχή υπήρξε θέατρο συγκρούσεων μεταξύ κλεφτών και οθωμανικών στρατευμάτων. Ενθύμηση της 23ης Αυγούστου 1526 γραμμένη από μοναχό στο νάρθηκα της Άνω Μονής Ξενιάς διασώζει την πληροφορία για αιματηρές συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή της Όθρυος: «† Έτους ζλδ΄ ινδ. Ιδ΄εν Βρύνινα αυγ. Κγ΄. Έγεινε μεγάλο κακό πολύς κόσμος υπόφερε από των κλεφτών και στρατευμάτων. Οι αγάδες έσφαξαν, έκαψαν, κούρσευσαν και δραγούμησαν»[2]. Η ενθύμηση υποδηλώνει ταραγμένα χρόνια και σκηνές αλλοφροσύνης και φρίκης στην περιοχή της Όθρυος: το 1526, επί σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄ του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566) πραγματοποιήθηκε εξέγερση κατά της οθωμανικής διοίκησης. Για την καταστολή της ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης (τουρκ. Beylerbeyi=Γενικός Διοικητής, Αρχιστράτηγος) Αγιάζ πασάς (τουρκ. Ayas paşa) κινήθηκε εναντίον των κλεφτών. Η εξέγερση κατεστάλη και οι κάτοικοι υπέφεραν από τις συγκρούσεις, σφαγές και λεηλασίες.
Άλλη σύγκρουση έλαβε χώρα στην Όθρυ κατά τα τέλη του 18ου αιώνα. Πληροφορίες αντλούνται από δημοτικό τραγούδι του 18ου αιώνα, το οποίο έχει ως εξής (διατηρείται η ορθογραφία του κειμένου):
«40

Μάχη του λησταρματωλού Λιάκου προς τους Τουρκαλβανούς του Αλή τυράννου της
Ηπείρου.
Τραγώδι περί τα τέλη της παρελθούσης εκατονταετηρίδος.

Ακόμ’ αυτή την άνοιξι, ’φέτο το καλοκαίρι,
Θέλω να ‘πάγω αρματωλός, αρματωλός(1) και κλέφτης.
(1)Το ορεσίβιον τούτο σύστημα των αρματωλών, κατασταθέν υπό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ελογίζετο κατ’ εκείνους τους καιρούς το αξιολογώτερον σώμα, όπερ αποκλειστικώς υποχρεούτο εις καταδίωξιν της ληστείας, και εφύλατταν τας εις διάφορα μέρη στενωπούς, και ορεινά απεράσματα. Συνίστατο δε εις 17 αρματωλίκια, εκ του Αξιού ποταμού μέχρι του Ισθμού∙ τουτέστι, δέκα ήσαν εις Θεσσαλίαν και Λεβαδείαν τέσσερα εις Αιτωλίαν, Ακαρνανίαν και Ήπειρον και τρία εις Νότιον Μακεδονίαν. Ο δε βαθμός του Αρματωλουκαπετάνου ήτο ισόβιος και διαδοχικός. Μετά δε την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως, η Μουσουλμανική ακάθεκτος λύσσα, υποβλέπουσα μετ’ ανησυχίας το σύστημα τούτο, μη υποτασσόμενον εις τους νόμους των κατακτητών, εν διαφόροις δε περιστάσεσιν επιβούλως αποπειραθείσα την καταστροφήν αυτού, αν και επετύγχανε δυστυχώς  ενίοτε διά μηχανορραφιών και διαιρέσεων, διαφθείρουσα εν μέρει τους αρματωλούς τούτους, ούχ ήττον όμως οι αρειμάνιοι ούτοι άνδρες, επί των ορέων αυτών ευρίσκοντες προτείχισμα αποχρών, εις αντίστασιν τη των Οθωμανών δυνάμει, προς καιρόν ησύχως διετέλουν αυτόθι. Αείποτε όμως επάγρυπνοι φύλακες της ελευθερίας των, αντέχοντες και κρατούντες τα όπλα μετά στιβαράς χειρός, κατά των σατραπών του Σουλτάνου και των ορδών αυτών, εξερχόμενοι αθρόοι εκείθεν, απείρους καταστροφάς επέφερον ου μόνον επ’ αυτών, αλλά και επί διαφόρων χωρών υπ’ Οθωμανών κατωκημένων μέχρι των ημερών μας∙ εντεύθεν το Τουρκικόν Διβάνιον υποκρινόμενον, και την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενον ηναγκάζετο εκόν άκον ίνα διατηρή το σύστημα τούτο προς ησυχίαν των επαρχιών, και προσλαμβάνη υπομίσθια εις τους πολέμους του, διάφορα σώματα εκ των μαχιτών τούτων.
41
Ν’ αύγω ς της Γούρας τα βουνά,κι’ εις τα παλαιά λημέρια.
Τρία πουλάκια κάθονταν, μέσ’ ’ς το Γερακοβούνι∙(1)
Το ’να τηράει τον Αρμυρό, τ’ άλλο κατ’ το Ζητούνι.
Το τρίτο το καλήτερο, μοιρολογά, και λέγει.
-Προσκύνα Λιάκο τον Πασά προσκύνα το Βεζύρη.
Να σου χαρίση την ζωή, δερβέναγας να γένης.
-Όσ’ είν’ ο Λιάκος ζωντανός, Πασά δεν προσκυνάει.
Πασά ’χει ο Λιάκος τ’ άρματα, βεζύρη το σπαθί του∙
Και παληκάρια ’μάζωνεν, όλο λιονταροπαίδια.
Κ’ η παγανιαίς(2) επλάκωσαν, κονιάροι κι αρβανίταις.
(1) Μία κορυφή των ορέων της Γούρας, (όρη της Όθρυος). Επί της κορυφής δε ταύτης βρύει ύδωρ ψυχρότατον και γλυκύ∙ σώζονται δε αυτόθι ταμπούρια (προμαχώνες) μέχρι τούδε, των κλεπτών.
(2) Παγάνα, παγανιά∙ ίσως εκ του Λατιν. Paganales σημαινούσης πανήγυριν εθνικών, πληθύν κόσμου εις κίνησιν.
 
42
Κι ο πόλεμος εβάσταξε, δυό ‘μέραις και δυό νύχταις.
Πέφτουν τουφέκια ‘σαν βροχή, πιστόλια ‘σαν χαλάζι,
Φεύγουν κονιάροι ’π’ εμπροσθά, φεύγουν κι’ οι αρβανίταις,
Κτυπά κι’ ο Λιάκος(1) πίσω τους με το σπαθί στο χέρι.
(1) Ο Λιάκος ούτος ήν Αλβανός, από τινος χωρίου, Παναρίτη, καλουμένου. Συνεκρότησε δε διαφόρους μάχας, μετά των εις καταδίωξιν αυτού πεμπομένων σωματαρχών παρά του τυράννου Αλή, οίον εις Άγραφα και εις Πέτραν της περιφερίας του Καρπενησίου, κατά το 1795 και πάντοτε εθριάμβευεν.»
Άλλη παραλλαγή αυτού του δημοτικού τραγουδιού είναι η εξής:
« ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ
[Ο Παναγιώτης Λιάκος ήτο αλβανόφωνος κλέφτης εκ του χωρίου Παναρήτη. Δημοτικά τινα άσματα αφηγούνται μάχην αυτού προς τον Γιουσούφ Αράπην, πιθανώς κατά το 1806, ότε κατ' εντολήν του Αλή πασά εξεστράτευσεν ούτος προς καθυπόταξιν των κλεφτών της Στερεάς και της Θεσσαλίας. Η προς τον Βεληγκέκαν μάχη, την οποίαν αφηγείται το επόμενον άσμα, ίσως έγινε χρόνον τινά πρότερον, πιθανώς κατά τα τέλη του ΙΗ' αιώνος, διότι έν τισι παραλλαγαίς πλην του Βεληγκέκα μνημονεύεται και ο Βελή πασάς, ο νεαρός δηλ. υιός του Αλή, τον οποίον είχεν εγκαταστήση ούτος γενόμενος κύριος των Ιωαννίνων (1788) εν Θεσσαλία.].
Τρία πουλάκια κάθονται μέσ' 'ς το Γερακοβούνι,
το να τηράει τον Αρμυρό, τάλλο κατ' τό Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
"Ο Λιάκος τι να γίνηκε φέτο το καλοκαίρι,
να βγή 'ς της Γούρας τα βουνά, να βγη κατ' τό Ζητούνι,
να χαρατζώση τα χωριά κι' όλο το βιλαέτι;"
Ο Λιάκος αποκλείστηκε 'ς το Μπούμηλο 'ς τη ράχη.
Πολλή Τουρκιά τον πλάκωσε, Κονιάροι κι' Αρβανίταις.
"Προσκύνα, Λιάκο τον πασά, προσκύνα το βεζίρη,
να σου χαρίση τη ζωή, δερβέναγας να γίνης.
-Όσο 'ν' ο Λιάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει,
πασά έχει ο Λιάκος το σπαθί, βεζίρη το ντουφέκι."
Κι' αρχίσανε τον πόλεμο τα βροντερά ντουφέκια.
Μέρα και νύχτα πολεμούν, τρεις μέραις και τρεις νύχταις
κι' ο Λιάκος έτρεξεν ομπρός με το σπαθί 'ς το στόμα.
Φεύγουν Κονιάροι από μπροστά, φεύγουν κ' οι Αρβανίταις.
Κλαίουν οι Αρβανίτισσαις 'ς τα μαύρα φορεμέναις,
κι' ο Βεληγκέκας γύρισε 'ς το αίμα του πνιμένος,
κι' ο Μουσταφάς λαβώθηκε 'ς το γόνα και 'ς το χέρι.
Πρωταγωνιστής των συγκρούσεων που περιγράφονται στο παραπάνω δημοτικό τραγούδι είναι ο λησταρματωλός Λιάκος καταγόμενος από το χωριό Παναρίτη Κορυτσάς (για το χωριό βλέπε Panarit και γενίτσαρος İmrahorlu İlyas Bey). Εναντίον του κινήθηκαν οι αλβανικής καταγωγής (μουσουλμάνοι) στρατιώτες του Αλή Πασά με επικεφαλής το Βεληγκέκα και οι τουρκικής καταγωγής Κονιάροι του Μουσταφά. Ο προσδιορισμός Κονιάροι υποδηλώνει τον τόπο καταγωγής τους, το Ικόνιο (τουρκ. Konya) της Μικράς Ασίας. Ο όρος προσδιορίζει γενικότερα τους Τούρκους με καταγωγή την Ανατολή. Αντίθετα οι μουσουλμάνοι Αλβανοί στρατιώτες του οθωμανικού στρατού προσδιορίζονται στο τραγούδι ως Αρβανίτες. Την εποχή αυτή η Όθρυς ανήκει στην «επικράτεια» του Αλή πασά.
Στην περιοχή της Όθρυος, κοντά στα Τρία Ποτάμια υπάρχει τοπωνύμιο «στ’ Κοντοβά τα ταμπούρια». Το επώνυμο Κοντοβάς απαντάται και σήμερα στην Ανατολική Φθιώτιδα. Εδώ πρόκειται για κάποιον κλέφτη, πρόγονο των σημερινών Κοντοβαίων.
 
Το Παλιχώρι
Η πρώτη ένδειξη για ύπαρξη χωριού, στην ορεινή περιοχή της σημερινής  Παλαιοκερασιάς είναι το τοπωνύμιο Παλιχώρι. Βρίσκεται σε υψόμετρο μεγαλύτερο από αυτό του Τσερνοβιτίου. Ο οικισμός Παλιχώρι εγκαταλείφθηκε άγνωστο γιατί και οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν χαμηλότερα στη θέση Τσερνοβίτι. Παρόμοιες μετεγκαταστάσεις οικισμών συναντώνται σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου. Ο γεωγράφος Ι.Λινάρδος αναφέρει ένα Παλιοχώρι σε απόσταση μισής ώρας ψηλότερα και βορειότερα του ιστορικού χωριού Αμπελακίων Θεσσαλίας. Το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν χαμηλότερα και σχημάτισαν τα Αμπελάκια[3]. Οι λόγοι της εγκατάλειψης του οικισμού οφείλονται στο ότι εξέλειπαν τα αίτια της εγκατάστασης εκεί των κατοίκων.
 
Ίδρυση Τσερνοβιτίου-Πληθυσμιακή Εξέλιξη
Η πρώτη γραπτή αναφορά για το Τσερνοβίτι καταγράφεται το 1506. Στο αναλυτικό οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο TD 35 του έτους 1506 καταγράφεται ως τιμάριο δύο Οθωμανών σπαχήδων με το όνομα Μεχμέτ. Ανήκε στον καζά Ζητουνίου που τότε υπαγόταν στο σαντζάκι του Ευρίπου. Ο πληθυσμός του αποτελούνταν από 48 εστίες (οικογένειες), 2 αγάμους και 7 χήρες. Στο κατάστιχο αυτό καταγράφονται τα ονοματεπώνυμα των κατοίκων της εποχής εκείνης (αναλυτικά βλέπε: Τσερνοβίτι: η απογραφή και η φορολογία των κατοίκων του σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1506).
Ακολουθούν γραπτές αναφορές στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα TD 367 (TD 367/99) και TD 420 (TD 420/111).
Στο φορολογικό κατάστιχο TD 367 του έτους 1530 (Εικ.1) καταγράφονται μόνο οι εστίες (οικογένειες), οι άγαμοι και οι χήρες. Ο ιστορικός Δημήτρης Λούπης, συνεργάτης του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, ανταποκρινόμενος άμεσα σε αίτημά μας μέσω ηλεκτρονικής επικοινωνίας, μας μετέφρασε τα εξής: «η αναφορά στο χωριό Çerni-viti βρίσκεται στην σελίδα 99, 8η σειρά, μεσαία εγγραφή:
Χωριό Τσερνιβίτι/Karye-i Çerni-viti
Εστίες/Hane 54
Άγαμοι/Mücerred 9
Χήρες/Bive 4
Παραγωγή/Hasıl 5045 (φορολογία χωριού σε ακτσέδες)»(Εικ.2).
[Ευχαριστούμε θερμά τον ιστορικό Δημήτρη Λούπη για τη μετάφραση των οθωμανικών τουρκικών. Ο όρος παλαιοτουρκικά είναι αδόκιμος. Σύμφωνα με το Δημήτρη Λούπη «Παλαιά Τουρκικά (αγγλ. Old Turkic) είναι η γλώσσα των Τούρκων, όσο βρίσκονται στην Κεντρική Ασία και διαρκεί μεταξύ 7ου και 13ου αιώνα. Οι Δυτικοί Ογούζ Τούρκοι που έρχονται στην Μικρά Ασία μετά το Ματζικέρτ το 1071 ομιλούν αυτή την γλώσσα, ωστόσο δεν έχουν βρεθεί σήμερα κείμενα αυτής, τα οποία έχουν παραχθεί στην Μικρά Ασία. Το κράτος των Σελτζούκων προτιμούσε την περσική γλώσσα στην διοίκηση, την ιστοριογραφία και την ποίηση. Το παλαιότερο χρονολογημένο τουρκικό κείμενο που παρήχθη στην Μικρά Ασία τοποθετείται στο 1273. Στην φάση αυτή η τουρκική γλώσσα που έχει διαμορφωθεί ονομάζεται “Παλαιά Τουρκικά της Ανατολίας (Old Anatolian Turkish)”. Αυτή διαρκεί από τα μέσα του 13ου αι. έως περίπου το 1500. Ψήγματά της διατηρήθηκαν έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Η γλώσσα αυτή εμπλουτίζεται με στοιχεία της περσικής και αραβικής και σχηματίζει την οθωμανική γλώσσα από τον ύστερο 15ο έως το 1928, οπότε ξεκίνησε η Γλωσσική Μεταρρύθμιση με τον Μουσταφά Κεμάλ»].
Επομένως, τα στοιχεία που προκύπτουν από το TD 367/99 είναι ότι στο Τσερνοβίτι το 1530 κατοικούσαν 54 οικογένειες, 9 άγαμοι και 4 χήρες. Κάθε οικογένεια εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τους ιστορικούς, αποτελούνταν από πέντε μέλη. Επομένως το χωριό είχε τότε πληθυσμό περίπου 283 κατοίκους. Το ποσό των φόρων που κατέβαλλαν οι κάτοικοι στην οθωμανική αρχή (σπαχής) ήταν 5.045 άσπρα (ακτσέδες, akçe).
Στο φορολογικό κατάστιχο TD 420 καταγράφεται μόνο το εισόδημα των τιμαριούχων. Η καταγραφή του Τσερνοβιτίου στο κατάστιχο αυτό, τεκμηριώνει την παραχώρησή του ως τιμαρίου σε Οθωμανούς σπαχήδες. Άλλα χωριά της περιοχής που καταγράφονται ως τιμάρια στο ίδιο φορολογικό κατάστιχο είναι ο Άγιος Ιωάννης, σήμερα στο νομό Μαγνησίας, η Οίτη (έως το 1930 Γαρδικάκι), οι Θερμοπύλες (έως το 1955 Δρακοσπηλιά), το Λογγίτσι, η Παύλιανη, το Παλαιοχώρι Δωριέων και ο Μπράλος. Άλλη γραπτή αναφορά για το Τσερνοβίτι καταγράφεται στο συνοπτικό (İcmal) φορολογικό κατάστιχο TD 196 (TD 196/110).
 Στο αναλυτικό οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο TD 431 του έτους 1539 καταγράφεται ως τιμάριο των Οθωμανών σπαχήδων Χουσεΐν και Ισά. Ο πληθυσμός του αποτελούνταν από 75 εστίες (οικογένειες), 20 αγάμους και 4 χήρες. Στο κατάστιχο αυτό καταγράφονται τα ονοματεπώνυμα των κατοίκων της εποχής εκείνης (αναλυτικά βλέπε: Τσερνοβίτι: η απογραφή και η φορολογία των κατοίκων του σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1539).
Στο αναλυτικό οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο TKGM 9 του έτους 1641 καταγράφεται ως τιμάριο των Οθωμανών σπαχήδων Μουσταφά και Μεχμέτ. Ο πληθυσμός του αποτελούνταν από 78 εστίες (οικογένειες), 15 αγάμους και 10 χήρες. Στο κατάστιχο αυτό καταγράφονται τα ονοματεπώνυμα των κατοίκων του χωριού την εποχή εκείνη (αναλυτικά βλέπε: Τσερνοβίτι: Τσερνοβίτι: η απογραφή και η φορολογία των κατοίκων του σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1641).
Το Τσερνοβίτι στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα αναφέρεται ως Çernovit και Çerni-virit [4].
Η ετυμολογία της λέξης Τσερνοβίτι είναι αρκετά δύσκολη. Πρόκειται για σλαβωνύμιο, κατάλοιπο των σλαβικών εγκαταστάσεων στον ελληνικό χώρο τον 7ο αι. μ.Χ.. Τα σλαβικά φύλα εγκαταστάθηκαν ειρηνικά, ασχολήθηκαν με την γεωργία και κτηνοτροφία και αφομοιώθηκαν από τον ντόπιο πληθυσμό. Σήμερα έμειναν μόνο μερικά τοπωνύμια για να θυμίζουν την παρουσία τους. Στην περιοχή της Μαγνησίας και Φθιώτιδας εγκαταστάθηκε το σλαβικό φύλο των Βελεγεζητών, το οποίο ανήκε στη νότια ομάδα των σλαβικών φυλών.
Ο Γερμανός σλαβολόγος Max Vasmer κατέγραψε παλαιότερα όλα τα σλαβωνύμια του ελληνικού χώρου, με αρκετές όμως παρερμηνείες. Κάποια ονόματα με ελληνική ρίζα τα παρουσίασε ως σλαβικά. Στο βιβλίο του αναφέρει 55 χωριά στη Φθιώτιδα. Μεταξύ αυτών και το Τσερνοβίτι ως εξής:
«51. Τσερνοβτι ON, Kr. Phalara (Nuch., Stat. Ap., Lex.). Et steckt in dem Namen das slav. *čьrnъ »schwarz«, skr. cȓnī, bulg. cъrn, čъrn. Zur Bildung vgl. skr. goròvit »gebirgig« (Vuk) u. dgl.».
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Τσερνοβίτι Δήμου Φαλάρων. Προέρχεται από το σλαβικό όνομα .*čьrnъ(τσέρνι)=schwarz=μαύρος (στα Γερμανικά schwarz=μαύρος), ρίζα cȓnī(τσρνι), βουλγαρικά cъrn(τσερν), čъrn(τσερν). Για τη διαμόρφωσή του σύγκρινε goròvit (γκοροβίτ)=gebirgig=ορεινός (στα Γερμανικά gebirgig=ορεινός) και παρόμοια» [5].
Δηλαδή ο Vasmer μεταφράζει στα γερμανικά το čьrnъ=schwarz=μαύρος. Η λέξη Čьrnovitъ (Τσερνοβίτ) ισχυρίζεται ότι σχηματίζεται, όπως το goròvit (γκοροβίτ)=ορεινός από το gora (γκόρα)=όρος. Δηλαδή, όπως gora→goròvit έτσι čьrnъ→Čьrnovitъ. Αφήνει να εννοηθεί δηλαδή ότι, όπως goròvit σημαίνει ορεινός, Čьrnovitъ σημαίνει μαυριδερός.
Σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου του δίπλα στην ελληνική παραθέτει τη σλαβική γραφή (Τσερνοβτι:* Čьrnovitъ)[6] [στην ετυμολογική προσέγγιση βοήθησε η Alexandra Trifonova, γνώστρια σλαβικών γλωσσών ενώ η μετάφραση των γερμανικών έγινε από το Νίκο Μπονόβα].
Η ενδιαφέρουσα ετυμολογική προσέγγιση που ακολουθεί προτείνεται από τον κ.Νικόλαο Σωκράτους:
«το παλιό χωριό ονομαζόταν Τσερνοβίτι, πιθανότατα κατά το Σλάβικο τοπωνύμιο Chernovtsi, (UKR) Чернівці, όπου Cherno= μαύρο. vtsi, αναγραμματισμός: vitsi, (SLO) Vič, αναγραμματισμός: Viče, που σημαίνει "δάκρυ". "Cernoviče". (τα σύμφωνα "β" και "τσ" δεν συνδυάζονται φωνολογικά στην Ελληνική Γλώσσα), βλ:http://en.wikipedia.org/wiki/Chernivtsi και www.mindat.org/min-992.html (μαύρο, κρυσταλλικό, σχιστολιθικό πέτρωμα όμοιο με τους μαύρους βράχους εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγεί στο χωριό)».
Γεγονός είναι ότι το πρώτο συνθετικό του τοπωνυμίου είναι το čьrnъ (σλαβικά) ή Çerno και Çerni (τουρκικά). Το 1530 με το όνομα Çerni καταγράφεται και μουσουλμανική συνοικία στη Λαμία. Ερμηνεύεται μαύρος, αντίστοιχο του τουρκικού kara. Η δυσκολία εμφανίζεται στην αναζήτηση της ερμηνείας του δευτέρου συνθετικού. Στα λατινικά vir σημαίνει άνδρας και κατ’ επέκταση στρατιώτης. Ο πληθυντικός του είναι viri οι άνδρες, οι στρατιώτες.
Σχετική με την ίδρυση του χωριού είναι η παράδοση για το γκίνιασμα (εγκαινιασμός). Όταν αποφασίσθηκε η εγκατάσταση του χωριού στη συγκεκριμένη θέση, έζεψαν δύο μοσχάρια που δεν είχαν ξαναζευτεί σε αλέτρι και όργωσαν γύρω-γύρω με μία αυλακιά το μέρος, όπου θα γινόταν το χωριό. Κατόπιν τα έθαψαν σε λάκκο στην είσοδο του χωριού από το δρόμο της Πλατάνας. Παρόμοια τελετή εγκαινίων περιγράφεται αναλυτικά από τον Γιάννη Μακρή στο χωριό Σταυρός. Ακολουθεί η περιγραφή της τελετής όπως τη διηγήθηκε κάτοικος του Σταυρού, γεννηθείς το 1867: «...παίρναν δυό διπλάρκα (δίδυμα) μ’σκαράκια, τσόφκιαναν ζυγό κι αλετράκι κι έφιρναν ένα γίρου του χουργιό απ’ έξου. Μπρουστά πήγαιν’ ου παπάς μι λαμπάδις κι δγιάβαζι, κουντά τ’ τα μ’σκαράκια κι ούλου του χουριό, κι όταν έφταναν στη Βουρλιά (τοπωνύμιο), εκεί άνοιγαν έναν λάκκου κι τ’ άρ’χναν μέσα ζωντανά τα μ’σκαράκια κι έτσι τάχουναν. Απού κεί κι πέρα δεν ξανάπαθι ζημιά του χουριό. Αυτά τα μουλόγαϊ ου μακαρίτ’ς ου πατέρας μ’ έτσι τά ’χι ακούσ’ απ' τουν πατέρα τ’ .....».[7]. Με τον ίδιο τρόπο εγκαινιαζόταν και τα χωριά της Ηπείρου (Καπέσοβο)[8]. Ο εγκαινιασμός επιβαλλόταν για την πρόοδο του χωριού και την προστασία του από διάφορες επιδημίες.
Το Τσερνοβίτι επί ύστερης τουρκοκρατίας ήταν ένα από τα κεφαλοχώρια του καζά Ζητουνίου (τουρκ. İzdin kazasi). Τα κεφαλοχώρια ήταν χωριά που κατοικούνταν από ελεύθερους καλλιεργητές μικροϊδιοκτήτες γης. Βρισκόταν σε ορεινές και άγονες περιοχές γι’ αυτό δεν ενδιέφεραν άμεσα τον κατακτητή[9]. Αντίθετα με τα τσιφλίκια, εδώ υπήρχαν περιθώρια ανάπτυξης του κοινοτικού θεσμού, επειδή υπήρχε μια μορφή αυτοδιοίκησης και περισσότερης ελευθερίας. Γι’ αυτό ο πληθυσμός των κεφαλοχωρίων (αμιγώς ελληνικός) ήταν πολυπληθέστερος του πληθυσμού των τσιφλικιών.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση της περιοχής κατά την ύστερη τουρκοκρατία το Τσερνοβίτι υπήρξε έδρα Οθωμανού Αγά. Σκοπός της παρουσίας του ήταν η είσπραξη και απόδοση των φόρων στην οθωμανική διοίκηση. Η παράδοση αποτελεί αντικείμενο έρευνας για την τεκμηρίωσή της μέσα από γραπτές πηγές των οθωμανικών αρχείων.
Το 1782 τρεις κάτοικοι του Τσερνοβιτίου υπογράφουν ως μάρτυρες σε έγγραφο με τίτλο «Οθωμανικός τίτλος του χωρίου Βρυνίνης υπό το όνομα Αγόριανης της επαρχίας Αλμυρού (Θεσσαλίας)» (Εικ.3)[10]. Το έγγραφο προσδιορίζει τα σύνορα του χωριού Βρύναινα Μαγνησίας την εποχή αυτή. Υπογράφουν οι Γεώργιος Καπρίγος, Μήτσιος Τόλιου και … Παπακωνσταντή. Μετά από κάθε όνομα υπάρχει το δηλωτικό του τόπου καταγωγής Τσιρνοβιτλής, δηλαδή αυτός που κατάγεται από το Τσιρνοβίτι. Ως προς τα ονοματεπώνυμα παρατηρούνται τα εξής:
Το επώνυμο Καπρίγος είναι εντελώς δυσερμήνευτο και μάλλον ο Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος διάβασε λάθος κατά την ελληνική μετάφραση του οθωμανικού χειρογράφου. Στον εκλογικό κατάλογο του 1856 (βλέπε: Εκλογικός Κατάλογος Δήμου Φαλάρων του 1856. Οι εκλογείς του Τσερνοβιτίου.) είναι εγγεγραμμένος με α/α 857 ο Καραπλιός Κωνσταντίνος του Γεωργίου, γεννηθείς το 1827. Ενδέχεται ο υπογράφων Καπρίγος Γεώργιος να είναι ο Καραπλιός Γεώργιος, πατέρας του Κωνσταντίνου.
Το ονοματεπώνυμο Μήτσιος Τόλιου δεν είναι δυνατόν να συσχετισθεί με άλλη γραπτή πηγή. Το Τόλιου προέρχεται από το Αποστόλου (Τόλιας είναι ο Αποστόλης στην καθομιλουμένη της περιοχής).
Το επώνυμο Παπακωνσταντής συσχετίζεται στον εκλογικό κατάλογο του 1856 (βλέπε: Εκλογικός Κατάλογος Δήμου Φαλάρων του 1856. Οι εκλογείς του Τσερνοβιτίου.): με α/α 839 εγγεγραμμένος είναι ο Παπακωνσταντής Αλέξιος, γεννηθείς το 1816. Ο υπογράφων ίσως είναι ο πατέρας ή συγγενής του εκλογέα. Δυστυχώς δεν αναγνώσθηκε το όνομά του από τον Νικόλαο Ι. Γιαννόπουλο.
Το 1810 το Τσερνοβίτι ανήκε στην «επικράτεια» του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Καταγράφεται στον Πίνακα του κτηματολογίου του Βοεβοδελικίου (καζά) Ζητουνίου που συνέταξε ο Πουκεβίλ (Pouqueville), πρόξενος και γιατρός του Αλή Πασά. Ο Πουκεβίλ αναφέρει ότι στο χωριό υπήρχαν 40 οικογένειες (Εικ.4)[11]. Την εποχή αυτή βοεβόδας (διοικητής) Ζητουνίου ήταν ο γαμπρός του Βελή πασά Χαλήλ μπέης, σύζυγος της Σαϊδέ χανούμ. Ο Ιωάννης Βορτσέλας, υπολογίζοντας σε κάθε νοικοκυριό πενταμελή οικογένεια, ανεβάζει τον πληθυσμό του χωριού το 1810 σε 200 κατοίκους περίπου[12]. Δυστυχώς ο Πουκεβίλ δεν αναφέρει τον πληθυσμό όλων των χωριών της περιοχής. Ορισμένοι ερευνητές προβάλλουν την άποψη ότι κατέγραψε μόνο τα χωριά, από τα οποία ο Αλή πασάς εισέπραττε φόρους.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1812, κτίσθηκε ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Το έτος κτίσεως αναγράφεται σε εντοιχισμένη λίθινη πλάκα, που βρίσκεται πάνω από την είσοδο. Το μέγεθος του ναού, τρίκλιτη βασιλική της τουρκοκρατίας με γυναικωνίτη, είναι αρκετά μεγάλο για το γεωγραφικό χώρο και την εποχή. Αυτό φανερώνει ότι το Τσερνοβίτι ήταν πολυάνθρωπο χωριό, γι’ αυτό χρειαζόταν μεγάλη εκκλησία για την ικανοποίηση των θρησκευτικών αναγκών των κατοίκων του. (Για τον Άγιο Ιωάννη βλέπε τις επιμέρους αναρτήσεις στο κεφάλαιο II. Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην ανάρτηση «Τσερνοβίτι,το κεφαλοχώρι της Όθρυος. Η ιστορία της Παλαιοκερασιάς Φθιώτιδας»).
Λίγο πριν την είσοδο του χωριού, αριστερά από το μονοπάτι υπάρχει ένας μεγάλος σωρός από πέτρες. Η τοποθεσία ονομάζεται Ανάθεμα. Από την προφορική παράδοση είναι γνωστό ότι όποιος ξένος περνούσε από εκεί, για το καλό του χωριού, έπρεπε να ρίχνει μία πέτρα στο σωρό και να λέει «ανάθεμα».
Το Ανάθεμα συσχετίζεται με την εποχή του Εθνικού Διχασμού (1916-1917) και τον αναθεματισμό του Ελευθερίου Βενιζέλου (βλέπε: Το κατά Βενιζέλου «Ανάθεμα»). Ο αναθεματισμός ξεκίνησε πρώτα από την Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 1916. Πραγματοποιήθηκε στο Πεδίο του Άρεως. Ο πρώτος λίθος ρίχτηκε από τον αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο και επεκτάθηκε σε όλη την Παλαιά Ελλάδα. Ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή του αναθέματος στο Γαρδίκι Ομιλαίων (βλέπε: Δεκέμβριος 1916….ανάθεμα έστω).


ΣΧΟΛΙΑ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
 [1] Βακαλόπουλος Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού Β1, Τουρκοκρατία 1453-1669. Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, Θεσσαλονίκη 1964, σελίδα 81.
Ο Απόστολος Βακαλόπουλος δίνει χρονολογία έναρξης της εγκατάστασης των ελληνικών πληθυσμών στα ορεινά μετά τον 14ο αιώνα. Βλέπε: Βακαλόπουλος Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού Β1, Τουρκοκρατία 1453-1669. Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, Θεσσαλονίκη 1964, σελίδα 92.
[2] Γιαννόπουλος Ν., Ιστορία και έγγραφα της Μονής Ξενιάς, ΔΙΕΕ 4 (1892-1895), σελίδα 684. Το έτος της επιγραφής ζλδ΄ από κτίσεως κόσμου αντιστοιχεί στο 1526 μ.Χ. (7034-5508=1526).
[3] Αντωνιάδη-Μπιμπίκου Ε., Ερημωμένα χωριά στην Ελλάδα· ένας προσωρινός απολογισμός. Συλλογικός Τόμος: Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ιε΄-ιθ΄αι., Αθήνα 1979, σελίδα 216.
[5] Vasmer M., Die Slaven in Griechenland, Berlin 1941, σελίδα 108.
[6] Vasmer M., Die Slaven in Griechenland, Berlin 1941, σελίδα 283.
[7] Μακρής Ι., Σταυρός(Μπεκή)-Φθιώτιδας, Η Ιστορία του, Λαμία 1998, σελίδα 47.
[9] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΑ΄, σελίδα 135.
[10] Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος, Έγγραφα Μονής Ξενιάς και των χωρίων Βρυνίνης και Κωφών του Αλμυρού. Άρθρο στην περιοδική έκδοση Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος 9 (1926), σελίδες 130-144.
[11] F.-C.-H.-L. Pouqueville, Voyage de la Grèce, avec kartes, vues et figures, tome quatrième, Paris MDCCCXXVI (1826), page 82.




 ΕΙΚΟΝΕΣ

 

Εικ.1. Ένα από τα χωριά του καταλόγου της στήλης 99 του οθωμανικού φορολογικού κατάστιχου TD 367 είναι το Τσερνοβίτι. (Πηγή: Başbakanlık Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü / Osmanlı Arşivi Daire Başkanlığı / Defter-i Hâkânî Dizisi: XI, 370 numaralı Muhâsebe-i Vilâyet-i Rum-ili defteri ile. 101, 114 ve 390 numaralı (920-937 / 1514-1530), II. Karlı-ili, Agrıboz, Mora, Rodos ve Tırhala Livâları. Tipkibasim, Ankara 2007).





  


 Εικ.2. Τμήμα της σελίδας 99 του οθωμανικού φορολογικού κατάστιχου TD 367 με τις πληροφορίες για το Τσερνοβίτι.(ΠηγήBaşbakanlık Devlet Arşivleri Genel Müdürlüğü / Osmanlı Arşivi Daire Başkanlığı / Defter-i Hâkânî DizisiXI370 numaralı Muhâsebe-i Vilâyet-i Rum-ili defteri ile. 101, 114 ve 390 numaralı (920-937 / 1514-1530)IIKarlı-iliAgrıbozMoraRodos ve Tırhala Livâları. TipkibasimAnkara 2007).








Εικ.3. Το μεταφρασμένο στα ελληνικά οθωμανικό έγγραφο. [Πηγή: Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος, Έγγραφα Μονής Ξενιάς και των χωρίων Βρυνίνης και Κωφών του Αλμυρού. Άρθρο στην περιοδική έκδοση Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος 9 (1926), σελίδα 136.].







 

Εικ.4. Πίνακας με χωριά του Βοεβοδελικίου (καζά) Ζητουνίου. Τελευταίο το Τσερνοβίτι (Tzirnoviti) με 40 οικογένειες. (Πηγή: F.-C.-H.-L. Pouqueville, Voyage de la Grèce, avec kartes, vues et figures, tome quatrième, Paris MDCCCXXVI (1826), page 82.).