Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

Συνάντηση του βασιλιά Όθωνα και του Οθωμανού διοικητή Θεσσαλίας Χουσνή πασά στον παραμεθόριο στρατώνα του Δερβέν Φούρκα το 1858

Εισαγωγή
Το βασιλικό ζεύγος του Όθωνα και της Αμαλίας επισκέφθηκε τη Φθιώτιδα τον Ιούνιο του 1858. Στο συνοριακό σταθμό του Δερβέν Φούρκα συναντήθηκε με τον Οθωμανό διοικητή της Θεσσαλίας Χουσνή πασά. Η συνάντηση περιγράφεται με λεπτομέρειες από την αθηναϊκή εφημερίδα ΑΙΩΝ. Οι υπόλοιπες αθηναϊκές εφημερίδες την καλύπτουν περιληπτικά. Δυστυχώς δεν σώζονται σε ψηφιακή μορφή τα φύλλα της τοπικής εφημερίδας ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΟΘΡΥΟΣ, η οποία πιθανότατα θα περιέγραφε το γεγονός με περισσότερες λεπτομέρειες.
 
Α. Η συνάντηση
Το Σάββατο 7 Ιουνίου 1858 το βασιλικό ζεύγος προγευμάτισε στο χωριό Δερβέν Καρυά και στη συνέχεια ακολούθησε το δρόμο προς τη Λαμία μέσω Δερβέν Φούρκας.
Ο Χουσνή πασάς, όταν έμαθε ότι το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας επισκέπτεται την περιοχή, θέλησε να αποδώσει τιμές. Έσπευσε αμέσως από τη Λάρισα στα μεθόρια συνοδευόμενος από 200 Αλβανούς οροφύλακες, δύο ίλες Κοζάκων ιππέων με επικεφαλής τον διοικητή τους Σαδίκ πασά, δύο λόχους πεζικού με τη μουσική τους, τον Έλληνα πρόξενο στη Λάρισα και μερικούς αρχιερείς και προκρίτους της Θεσσαλίας. Δυστυχώς όμως, παρά την νυχθημερόν πορεία, δεν πρόφθασε το βασιλικό ζεύγος, το οποίο κατέβαινε από τα άλογά του στον ελληνικό στρατώνα του Δερβέν Φούρκα στις 3.30 μ.μ.. Την ίδια στιγμή η εμπροσθοφυλακή των Αλβανών έφτασε στον οθωμανικό στρατώνα. Όταν μετά από δεκάλεπτη ανάπαυση διατάχθηκε η εκκίνηση, εμφανίσθηκε η έφιππος συνοδεία με τον Χουσνή πασά και τον Έλληνα πρόξενο στη Λάρισα. Οι υπόλοιποι Αλβανοί πεζοί και οι Κοζάκοι ιππείς απείχαν αρκετά από την περιοχή, ενώ ο τακτικός στρατός περιπλανήθηκε γιατί δεν γνώριζε το δρόμο και ήταν αδύνατο να φθάσει μέχρι το βράδυ.
Καθώς έφευγε το βασιλικό ζεύγος, φάνηκαν οι Αλβανοί πεζοί που κατευθυνόταν προς τον ελληνικό στρατώνα με γρήγορο βήμα. Ταυτόχρονα ακούσθηκε φωνή από τη βασιλική συνοδεία ότι έρχεται ο πασάς. Ο Όθωνας σταμάτησε για να δει τι συμβαίνει και έστειλε τον Μοίραρχο Πλέσσα για να πληροφορηθεί [για τον Πλέσσα βλέπε την ιστορική μονογραφία: Χρήστου Κ. Ρέππα, Αναστάσιος Γ. Πλέσσας, Ο Ηπειρώτης αρχηγός Χωροφυλακής και αγωνιστής του ’21, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ 364-365 (1982) σελίδες 510-516]. Στη συνέχεια συνέχισε την πορεία του προχωρώντας τρία τέταρτα της ώρας πέρα από τον ελληνικό στρατώνα. Ο Πλέσσας επέστρεψε και πληροφόρησε τον Όθωνα ότι ο Χουσνή πασάς λυπήθηκε βαθύτατα διότι δεν πρόφτασε να αποδώσει τις ανήκουσες στρατιωτικές τιμές κατά τη διάβαση του βασιλιά και ζήτησε να του δοθεί η άδεια να υποβάλει τα σέβη του στο βασιλικό ζεύγος.
Το βασιλικό ζεύγος σταμάτησε και μετά από λίγα λεπτά φάνηκε ο Χουσνή πασάς με 6-7 ανώτερους αξιωματικούς, σχεδόν όλοι Ευρωπαίοι. Μαζί τους ήταν και ο Έλληνας πρόξενος στη Λάρισα Αναστάσιος Δόσκος (1818-1888), ο οποίος εννέα ημέρες αργότερα μετατέθηκε στο ελληνικό προξενείο Ανδριανούπολης. Κατέβηκαν από τα άλογά τους, ο Χουσνή πασάς προσήλθε με τη συνοδεία του, έπεσε στο έδαφος τρεις φορές και προσκύνησε σύμφωνα με το τουρκικό έθιμο. Οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί χαιρέτισαν στρατιωτικά. Ο Χουσνή πασάς ζήτησε συγγνώμη από τον Όθωνα για την καθυστέρηση των στρατευμάτων του, προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι συνέβη παρά τη θέλησή του. Ο Όθωνας τον ρώτησε για το θέμα της ληστείας και ο Χουσνή πασάς απάντησε στα ελληνικά ότι “ευχαριστεί τον Θεόν, όστις τον έκαμεν καλήτερον από τους άλλους Πασσάδες να συντελέση εις την εξάλειψιν της ληστείας, και να λάβη την τιμήν να προσφέρη αυτοπροσώπως τα σεβάσματά του εις τον Βασιλέα της Ελλάδος”. Σύμφωνα με την εφημερίδα ΑΙΩΝ ο Χουσνή πασάς γνώριζε τα ελληνικά “διότι είναι Πελοποννήσιος”. Πράγματι ο πατέρας του Μεχμέτ Αλή εφέντης υπήρξε πρόκριτος της Πελοποννήσου και ο Χουσνή πασάς γεννήθηκε στην Άμφισσα μεταξύ των ετών 1810-1820 (η βιογραφία του παρατίθεται στο κεφάλαιο Γ. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι Χουσνή πασάς και Σαδίκ πασάς / Ο Χουσνή πασάς). Στη συνέχεια παρουσίασε τους ακολούθους του, οι οποίοι συνομίλησαν με το βασιλικό ζεύγος. Η προσοχή του Όθωνα επικεντρώθηκε σε έναν Πολωνό ταγματάρχη της συνοδείας λόγω της προχωρημένης ηλικίας και του γνήσιου στρατιωτικού του ύφους. Πιθανότατα ήταν ο πολωνικής καταγωγής Σαδίκ πασάς, επικεφαλής των Κοζάκων ιππέων.
Η παρουσίαση και η συνομιλία του Όθωνα με τους Οθωμανούς αξιωματούχους διήρκεσε δέκα λεπτά. Στη συνέχεια το βασιλικό ζεύγος χαιρέτισε, ανέβηκε στα άλογα και αναχώρησε καλπάζοντας, σύμφωνα με τη συνήθειά τους, για τη Λαμία, όπου έφτασαν στις 5.30 μ.μ..
Η είδηση της συνάντησης περιγράφεται από τις εφημερίδες ως εξής:
1.Εφημερίδα ΑΙΩΝ
ΛΑΜΙΑ. 4 Ιουνίου (Ιδ. Αλλ. του Αιώνος). Άμα αφιχθείσης της ειδήσεως, περί της εις την ανατολικήν Ελλάδα περιοδείας των ΑΑ. ΜΜ., αι αρμόδιαι της Λαμίας Αρχαί έσπευσαν τα της προετοιμασίας. Οι Βασιλείς, φθάσαντες εις Υπάτην την παρελθούσαν Παρασκευήν, ανεχώρησαν εκείθεν το Σάββατον, και διευθύνθησαν εις Δερβέν Καρυά, όπου προγευματίσαντες έλαβον την επί των μεθορίων οδόν, κατελθόντες εις Λαμίαν διά του Δερβέν Φούρκα. Ο Χουσνί Πασσάς της Λαρίσσης, συνοδευόμενος υπό 200 Αλβανών οροφυλάκων, δύο ιλών Κοζάκων εφίππων και δύο λόχων πεζικού μετά της μουσικής, και τινων Αρχιερέων και Προκρίτων Θεσσαλίας, ειδοποιηθείς περί της εκ των μεθορίων διαβάσεως των ΑΑ. ΜΜ., έσπευσεν εκ Λαρίσσης, ίνα προσφέρη τάς ανηκούσας τιμάς κατά την διάβασιν· αλλά προς δυστυχίαν του δεν επρόφθασε, διότι ενώ αι ΑΑ. ΜΜ. αφίππευον εις τον Στρατώνα Δερβέν Φούρκας κατά την 3 1[2 ώραν μ.μ., μόλις οι εξ Αλβανών εμπροσθοφυλακή του έφθασεν εις τον Τουρκικόν στρατώνα, όταν δε μετά δεκάλεπτον ανάπαυσιν διετάχθη η εκκίνησις, προέκυψεν η έφιππος συνοδεία μετά του Πασσά και του Ελλην. Προξένου Λαρίσσης. Το υπόλοιπον των πεζών Αλβανών και των ιππέων απείχεν πλέον της 1[2 ώρας, περί δε του τακτικού στρατού έμαθον ακολούθως, ότι επλανήθη, ένεκα αγνοίας των οδών, ως τινές εδικαιολογήθησαν, και ήτον αδύνατον να φθάση ουδέ μέχρι της εσπέρας. Άμα προὐχώρησαν οι Βασιλείς, εφάνησαν οι πεζοί Αλβανοί, διευθυνόμενοι με βήμα δρομαίον προς τον Ελλην. Στρατώνα, συνάμα δε ηκούσθη φωνή εκ της Β. συνοδείας εξελθούσα, ότι έρχεται κατόπιν ο Πασσάς. Τότε ο Βασιλεύς εσταμάτησεν ολίγον, ίνα ίδη τι τρέχει, και απέστειλε τον Μοίραρχον Πλέσσαν να πληροφορηθή. Μετά ταύτα εξηκολούθησε την πορείαν του προχωρήσας 3]4 της ώρας πέραν του Ελληνικού στρατώνος, μεχρις ού, επανακάμψαντος του Μοιράρχου, έμαθεν, ότι ο Πασσάς, λυπηθείς εις άκρον, μη προφθάς ν’ αποδώση τάς ανηκούσας στρατιωτικάς τιμάς κατά την διάβασιν, εζήτει να τώ δοθή η άδεια να προσφέρη τα σεβάσματά του εις τάς ΑΑ. ΜΜ. Οι Βασιλείς εσταμάτησαν, και μετά τινα λεπτά εφάνη ο Πασσάς μετά 6-7 αξιωματικών ανωτέρων, όλων σχεδόν Ευρωπαίων, και του Ελλην. Προξένου Λαρίσσης Κ.Δόσκου· αφιππεύσας δε εις ανάλογον απόστασιν, προσήλθε σύν τη συνοδεία του, και μετά τρείς μέν εκ μέρους αυτού εδαφιαίας προσκυνήσεις, κατά το Τουρκικόν έθιμον, μετά δε τον στρατιωτικόν χαιρετισμόν των Ευρωπαίων ακολούθων του, εζήτησε πρώτον συγγνώμην διά την βραδύτητα των στρατευμάτων του, αποδούς αυτήν εις ανεξάρτητα της θελήσεώς του αίτια, ακολούθως, απαντών εις ερώτησίν τινα του Βασιλέως περί ληστείας, απήντησεν εις Ελληνικήν γλώσσαν, (διότι είναι Πελοποννήσιος) ότι «ευχαριστεί τον Θεόν, όστις τον έκαμεν καλήτερον από τους άλλους Πασσάδες να συντελέση εις την εξάλειψιν της ληστείας, και να λάβη την τιμήν να προσφέρη αυτοπροσώπως τα σεβάσματά του εις τον Βασιλέα της Ελλάδος». Παρουσίασεν έπειτα τούς ακολούθους του, προς ούς απέτειναν οι Βασιλείς διαφόρους ερωτήσεις, εις ένα δε Ταγματάρχην Πολωνόν ενδιέτριψε πλειότερον ο Βασιλεύς, διότι και προβεβηκώς την ηλικία ήτο, και αληθές στρατιωτικόν ύφος είχε. Η συνδιάλεξις και παρουσίασις διήρκεσε δέκα λεπτά, μεθ’ ά χαιρετήσας ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα, εφίππευσαν, και δρομαίοι κατά την συνήθειάν των έλαβον την προς Λαμίαν οδόν, όπου έφθασαν την 5 1]2 ώραν, υποδεχθέντες ζωηρότατα από τάς Αρχάς και τούς πολίτας. Ενταύθα διέμειναν μέχρι της πρωΐας της Δευτέρας, αναχωρήσαντες την 4 ώραν Π.Μ., διά Στυλίδα, και εκείθεν εις Χαλκίδα. Λεπτομερείας περί της υποδοχής δεν τής σημειώ, νομίζων αρκούσαν την περίστασιν ότι οι Βασιλείς εξέφρασαν εις τούς πολίτας Λαμίας την πλήρη ευαρέσκειάν των, επισήμως κοινοποιηθείσαν διά του Κυρίου Δημάρχου.
Δύο λησταί, λείψανα των καταστραφεισών συμμοριών, υποκριπτόμενοι και μαθόντες την άφιξιν του Βασιλέως, απεφάσισαν να παρουσιασθώσιν ενώπιον αυτού εις Μακροκάμπι και να ζητήσωσιν έλεος. Προσήλθον λοιπόν λαθραίως εις το μέρος τούτο, και εζήτουν ευκαιρίαν, ήτις δεν έλειψε, διότι οι Βασιλείς μόνοι, με μόνον τον υπασπιστήν της υπηρεσίας περιεπάτουν εντός των δασών· αλλά φαίνεται ο είς των ληστών εδειλίασε, και ούτω δεν εξετελέσθη η παρουσίασις. Την ακόλουθον της αναχωρήσεως των ΑΑ ΜΜ., ευρόντες αυτούς τ’ αποσπάσματα εφόνευσαν. Κ.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1632/09-06-1858, σελίδες 2 & 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 462).
2.Εφημερίδα ΑΥΓΗ
-Ο διοικητής της Θεσσαλίας Χουσνή Πασάς μαθών ότι ο Βασιλεύς ημών έμελλε να διαβή πλησίον των συνόρων και επιθυμών να προσκυνήση Αυτόν ανεχώρησεν εκ Λαρίσσης μετά του διοικητού των Κοζάκων Σαδίκ Πασά και νυχθημερόν οδεύων έφθασε τάς ΑΑ. ΜΜ. είς τινα πεδιάδα, όπου τάς εχαιρέτησεν. Εκτός του Χουσνή Πασά έσπευσαν εις προσκύνησιν των ορθοδόξων βασιλέως και αρχιερείς τινες της Θεσσαλίας και άπαν το Κοζακικόν ιππικόν, αλλά δυστυχώς η Α.Μ. είχε προπεράσει και ούτω δεν ηδυνήθησαν να ίδωσι τους βασιλείς της Ελλάδος.” (πηγή: εφημερίδα ΑΥΓΗ, φύλλο 226/07-06-1858, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 440).
3.Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ
…Εκ της Υπάτης διευθύνθησαν εις τα μεθόρια, όπου έμελλε να έλθη και ο Χουσνί Πασάς διά να προσφέρη τάς ανηκούσας τιμάς. Συνωδεύετο ο Πασάς υπό 300 ιππέων και άλλων στρατευμάτων, αλλά δυστυχώς δεν επρόφθασαν εις την ωρισμένην ώραν εις το μέρος της συνεντεύξεως. Διά να μή στερηθή δέ ο Πασάς τής ευχαριστήσεως του να ίδη τάς αυτών Μεγαλειότητας, σπεύσας μετά τινων επιτελών έφθασεν αυτάς εις τον στρατώνα Δερβένι Φούρκα, και ούτως ευχαρίστησε την επιθυμίαν του…” (πηγή: εφημερίδα ΑΘΗΝΑ 2672/11-06-1858, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 88).
 
Β. Ο ελληνικός και ο οθωμανικός στρατώνας στο Δερβέν Φούρκα
Δύο εβδομάδες μετά τη συνάντηση του βασιλικού ζεύγους με τον Χουσνή πασά και την ακολουθία του, από την παραμεθόριο περιοχή πέρασε ο Γάλλος περιηγητής και αρχαιολόγος Λεόν Αλεξάντρ Εζέ (γαλλ. Léon Alexandre Heuzey) (1831-1922). Ο Λεόν Εζέ περιγράφει παραστατικά τις εμπειρίες του από τα γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του. Ορισμένες φορές υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που αφορούν πρόσωπα που γνώρισε, όπως τον Χουσνή και τον Σαδίκ πασά.
Ο Λεόν Εζέ ανεβαίνοντας από τη Λαμία έφτασε στον ελληνικό στρατώνα του Δερβέν Φούρκα το Σάββατο 21 Ιουνίου 1858. Εκεί έκανε ένα σύντομο διάλειμμα για ξεκούραση. Ο στρατώνας είναι απλός και περιβάλλεται από μια τάφρο. Διοικείται εδώ και τρία χρόνια από ένα νεαρό ανθυπολοχαγό με καταγωγή από την Ήπειρο. Ο ανθυπολοχαγός είναι νιόπαντρος και κάνει τον μήνα του μέλιτος με τη νεαρή μικρόσωμη, χλωμή και αδύνατη σύζυγό του. Εκτός από τους στρατιώτες, στο φυλάκιο υπηρετούν και δύο δημόσιοι υπάλληλοι, ένας υγειονομικός και ένας τελωνειακός.
Στην άλλη πλευρά των συνόρων υπάρχει ο οθωμανικός στρατώνας. Η εικόνα του σε σχέση με τον αντίστοιχο ελληνικό που διατηρείται σε στρατιωτική τάξη, είναι κακή. Σχεδόν είναι ερειπωμένος. Διοικείται από τον Αλβανό Χασίμ αγά, ο οποίος είναι τυφλός στο ένα μάτι, έχει τριχωτό στήθος και φοράει ατημέλητη την εθνική ενδυμασία του. Είπε στον Εζέ και την ακολουθία του ότι οι Αλβανοί στρατιώτες του είχαν πάει στο Δομοκό για να εισπράξουν το μισθό τους. Παρ’ όλα αυτά προσφέρθηκε από ευγένεια να συνοδέψει ο ίδιος τους ταξιδιώτες μέχρι το Δομοκό αφήνοντας τον οθωμανικό στρατώνα στην τύχη του.
Στην πορεία ο Χασίμ αγάς μιλούσε εναντίον των Ελλήνων και ισχυριζόταν ότι δεν μπορούν να καταλάβουν το κάστρο του Δομοκού: “Είδα τον βασιλιά τους τις προάλλες. Ένας βασιλιάς που φεύγει καλπάζοντας με είκοσι πέντε άνδρες στο πέρασμά του! Ο πασάς μας είχε διακόσιους. Πες μου για τον σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη, όταν φεύγει αργά από το παλάτι του, με το άλογό του να κρατιέται από το χαλινάρι!”. Προφανώς ο Χασίμ αγάς ήταν παρών στη συνάντηση του βασιλικού ζεύγους με τον Χουσνή πασά και την ακολουθία του. Η συζήτηση με τον Χασίμ αγά καταλήγει συγκρίνοντας τους Έλληνες με τις γάτες: “Είναι μικροί, αλλά σηκώνουν την ουρά τους ψηλά”. Ωστόσο, συμφωνεί ότι είναι γενναίοι (pallikaria γράφει στο κείμενο ο Εζέ).
Ο Χασίμ αγάς πριν τρία χρόνια πολέμησε με τους Μαυροβούνιους. Επικρίνει τη μαζική επίθεσή τους κατά του εχθρού. Αντίθετα επικροτεί τον αλβανικό τρόπο μάχης. Λέει ότι οι συμπατριώτες του διασκορπίζονται, κρύβονται πίσω από τα βράχια, χαμηλώνουν τα κεφάλια τους και πυροβολούν ξαφνικά. Ο Χασίμ αγάς μιλώντας αναπαριστά τον αλβανικό τρόπο μάχης: ρίχνεται στο πλάι, πηδάει, σχεδόν πέφτει στο έδαφος μιμούμενος τον ήχο των πυροβολισμών με χειρονομίες.
Μετά από όλη αυτή τη διαδρομή οι ταξιδιώτες έφτασαν στο Δομοκό. Η ομάδα σταμάτησε μπροστά σε ένα μικρόσωμο άνδρα που φορούσε φέσι και την τουρκική σταμπολίνα, ένα είδος παλτού με κουμπιά. Ήταν ο υγειονόμος. Παρά το ότι οι ταξιδιώτες είχαν εφοδιασθεί με τα κατάλληλα πιστοποιητικά υγείας, υπογεγραμμένα από τον Οθωμανό πρόξενο της Λαμίας, ο υγειονόμος τους διέταξε με μία επιτακτική χειρονομία να κατέβουν από τα άλογα για να τους μετρήσει το ύψος. Οι ταξιδιώτες αρνήθηκαν και ο υγειονόμος τους απαγόρευσε την ελεύθερη διέλευση και τους διέταξε να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πάρουν το δρόμο της επιστροφής προς τα ελληνικά σύνορα που απείχαν ένα μίλι.
Στην επιστροφή τους συνόδευσαν δώδεκα Αλβανοί στρατιώτες του Χασίμ αγά, οι οποίοι επέστρεφαν στο στρατώνα τους. Στο δρόμο ένας από αυτούς προσπάθησε αρκετές φορές να πάρει το κυνηγετικό όπλο του Εζέ με την πρόφαση ότι το έκανε για να τον ξεκουράσει από το βάρος του. Ο Εζέ όμως αρνήθηκε να του το δώσει και αντιστάθηκε στην πίεση του Αλβανού στρατιώτη που το τραβούσε από το κοντάκι. Όταν έφτασαν στον οθωμανικό στρατώνα του Δερβέν Φούρκα οι Αλβανοί στρατιώτες έμειναν εκεί και οι ταξιδιώτες ανακουφισμένοι συνέχισαν προς τον ελληνικό στρατώνα.
Στον ελληνικό στρατώνα οι Έλληνες αρνήθηκαν να τους επιτρέψουν την είσοδο διότι, όπως τους είπαν, σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς, οι πύλες κλείνουν με τη δύση του ηλίου και ανοίγουν την ανατολή της επόμενης ημέρας. Έτσι αναγκάστηκαν να τυλιχτούν στις κουβέρτες τους και να κοιμηθούν έξω.
Την άλλη ημέρα αναχώρησαν για τη Λαμία και από εκεί πήγαν στη Λάρισα μέσω του λιμανιού του Βόλου.
 
Γ. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι Χουσνή πασάς και Σαδίκ πασάς
Για τις προσωπικότητες των Χουσνή πασά και Σαδίκ πασά αντλούνται πληροφορίες από τη μαρτυρία του Λεόν Εζέ, ο οποίος το καλοκαίρι του 1858 επισκέφτηκε τη Λάρισα (Εικ.1,2,3,4). Πλήρης βιογραφία του Χουσνή πασά δημοσιεύθηκε το 1877, έτος του θανάτου του, στην εφημερίδα ΙΩΑΝΝΙΝΑ, επίσημο όργανο του Βιλαετίου Ιωαννίνων και εκφραστή των θέσεων της Οθωμανικής κυβέρνησης.
Ο Χουσνή πασάς
Ο Λεόν Εζέ επισκέφτηκε το σπίτι του Χουσνή πασά, το οποίο ήταν ένας τεράστιος στρατώνας με δωμάτια γεμάτα αξιωματικούς και έμοιαζε περισσότερο με χάνι, όπως αναφέρει. Ο πασάς ήταν κοντόσωμος, ντυμένος με αστικά ρούχα, είχε ανεπιτήδευτους τρόπους, ήταν αρκετά διπλωμάτης και αντιμετώπισε με οικειότητα τους ξένους. Είχε τη φήμη αξιωματούχου, ο οποίος ήταν δίκαιος, δραστήριος και εκδίκαζε έγκαιρα τις υποθέσεις. Ο ίδιος περιέγραψε αναλυτικά και με υπερηφάνεια στον Εζέ τις φυλακές της Λάρισας που έκτισε, όπως διαβεβαίωσε, με δικά του έξοδα. Μάλιστα ξενάγησε τον φιλοξενούμενό του στο χώρο των ανδρικών και γυναικείων φυλακών. Στη θέα του πασά Έλληνες και Τούρκοι φυλακισμένοι σηκωνόταν όρθιοι και χαιρετούσαν στα τουρκικά.
Ο Εζέ, όταν βρέθηκε στο χάνι του Μαλακασίου, αναφέρει ότι συνάντησε και συνομίλησε με τον πρώην μουδίρη (αντινομάρχη) Τρικάλων. Ο μουδίρης απολύθηκε από τη θέση του από τον Χουσνή πασά, μετά από καταγγελία του Έλληνα προξένου της Λάρισας για προσβολή του βασιλιά της Ελλάδας: σε μία συζήτηση είχε αποκαλέσει τον Όθωνα ψεύτη.
Ο Χουσνή πασάς υποστήριζε με θέρμη την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Χατ-ι Χουμαγιούν. Ο Λεόν Εζέ αναφέρει ότι παρά το ότι υπήρξε μεταρρυθμιστής, εν τούτοις διατηρούσε την ανατολίτικη δεισιδαιμονία και πίστευε σε σειρήνες και γοργόνες.
Η πλήρης βιογραφία του, όπως προαναφέρθηκε, δημοσιεύθηκε στο φύλλο 399/29-06-1877 της εφημερίδας ΙΩΑΝΝΙΝΑ. Η διπλωματική του σταδιοδρομία ακολούθησε πολυκύμαντη διαδρομή. Ανεβαίνοντας την διπλωματική ιεραρχία στην Οθωμανική αυτοκρατορία υπηρέτησε σε πολλά μέρη και πολλές θέσεις.
Γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1810-1820 στην Άμφισσα (τότε Σάλωνα). Ο πατέρας του Μεχμέτ Αλή εφέντης υπήρξε πρόκριτος στην Πελοπόννησο. Σε παιδική ηλικία, κατά την επανάσταση του 1821, έφυγε στην οθωμανική αυτοκρατορία όπου προσκολλήθηκε στον εξ αγχιστείας συγγενή του Ισούφ Μουχλή πασά Σερραίο. Αυτός τον μεγάλωσε και τον σπούδασε σαν παιδί του.
Το 1839 διορίσθηκε έπαρχος στο προάστιο της Σμύρνης Τουρμπαλί. Μετά από ένα έτος διορίσθηκε αρχιγραμματέας στη Νικομήδεια. Ο διοικητής Βιθυνίου και Παφλαγονίας Μεχμέτ Εμίν πασάς, εκτιμώντας την παιδεία, την ανατροφή και την ικανότητά του τον μετέθεσε ως γραμματέα του στη Νομαρχία. Ο Μεχμέτ Εμίν πασάς μετατέθηκε στην Τρίπολη της Αφρικής και ο Χουσνή τον ακολούθησε ως ιδιαίτερος γραμματέας του. Προήχθη στο βαθμό Χοτζακιάν και έλαβε παράσημο ε΄ βαθμού. Στη συνέχεια ο Μεχμέτ Εμίν πασάς διορίσθηκε υπουργός της αστυνομίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χουσνή τον ακολούθησε κι εκεί ως ιδιαίτερος γραμματέας του και προβιβάσθηκε σε Ραμπιά δ΄ βαθμού. Διορίσθηκε αρχιγραμματέας του συμβουλίου του υπουργείου της αστυνομίας και στη συνέχεια διευθυντής του νεοσύστατου ανακριτικού τμήματος. Εκεί υπηρέτησε τέσσερα χρόνια και προβιβάσθηκε στο βαθμό Σαλισέ. Στη συνέχεια ο Μεχμέτ Εμίν πασάς διορίσθηκε διοικητής στη Βηρυττό. Ο Χουσνή τον ακολούθησε και πάλι ως ιδιαίτερος γραμματέας και κεχαγιάς ταυτόχρονα. Μετά από ένα έτος ο Μεχμέτ Εμίν πασάς μετατέθηκε στην Κρήτη ακολουθούμενος από τον Χουσνή. Ο Χουσνή πασάς κατέστειλε εξέγερση στο Ηράκλειο και προβιβάσθηκε στο βαθμό Σανιεσίν φισανί και στη συνέχεια στο βαθμό Σανιέ μουτεμαΐζ.
Το 1856 ο Μεχμέτ Εμίν πασάς διορίσθηκε ως διοικητής (βαλής) Ηπείρου και Θεσσαλίας. Το 1857, μετά από πρόταση του Μεχμέτ Εμίν πασά στην Υψηλή Πύλη, ο Χουσνή πασάς διορίσθηκε τοποτηρητής του με το βαθμό Μιρίμιράν. Ανέλαβε να τον αντιπροσωπεύει στη Θεσσαλία, όταν ο ίδιος βρισκόταν στα Ιωάννινα και αντίστοιχα στην Ήπειρο όταν απουσίαζε στη Θεσσαλία. Από τη θέση αυτή ο Χουσνή πασάς, λόγω της εμπειρίας που είχε αποκτήσει όταν υπηρέτησε στην αστυνομία, κατάφερε να εξαλείψει τη ληστεία στη Θεσσαλία.
Μετά την επιτυχία του αυτή ο Μεχμέτ Εμίν πασάς προσκάλεσε τον Χουσνή πασά στα Ιωάννινα από όπου μετέβη στο Κουρβελέσι. Εκεί συνέλαβε τους αρχιληστές Μπιρμπίλη και Ρεσούλη και τους οδήγησε στα Ιωάννινα. Για την επιτυχία του αυτή προήχθη από την Υψηλή Πύλη σε Μπεηλέρμπεη της Ρούμελης.
Τον Αύγουστο του 1858, ο Χουσνή πασάς προήχθη στο βαθμό του Βεζύρη και ορίσθηκε γενικός διοικητής Ιωαννίνων. Η διοίκηση της Θεσσαλίας ανατέθηκε στον Αζίζ πασά. Γράφει σχετικά η ελληνική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ: “Ο Χουσνή Πασσάς πρώην διοικητής Τρικκάλων, διωρίσθη γενικός διοικητής Ιωαννίνων με τίτλον Βεζύρου. Ο δε Αζίζ Πασσάς, διωρίσθη διοικητής Τρικκάλων» και “Ο διοικητής Τρικκάλων Χουσνή Πασσάς προεβιβάσθη εις βαθμόν Βεζύρου και γενικός διοικητής εις Ιωάννινα, αντικατασταθείς εις Τρίκκαλα υπό του Αζίζ Πασσά.” (πηγή: εφημερίδα ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ, φύλλο 188/09-08-1858, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 214).
Στις 29 Ιανουαρίου 1859 ο Χουσνή πασάς, λόγω και της σύγκρουσής του με τους μπέηδες και ειδικά με τον Σελίμ μπέη Βλιώρα, στάλθηκε από την Υψηλή Πύλη να αντιμετωπίσει την επανάσταση της Κρήτης. Τον διαδέχτηκε ο Μεχμέτ Ακίφ πασάς που έμεινε στη θέση αυτή για τέσσερα χρόνια. Γράφει η εφημερίδα ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ: “Διορισθέντος ως γνωστόν του Γ. Διοικητού των Ιωαννίνων Χουσνή Πασσά εις την διοίκησιν της Κρήτης, διά Β. διατάγματος διωρίσθη εις ιωάννινα ο Γενικός Διοικητής Θεσσαλονίκης Ακήφ Πασσάς, αντικατασταθείς εις την διοίκησιν Θεσσαλονίκης υπό του Σαήδ Πασσά.
Την παρελθούσαν Δευτέραν ανεχώρησεν εντεύθεν η Οθωμανική φρεγάτα Φεϊζή Βαχρή όπως παραλάβη και μεταφέρη εις Κρήτην τον Χουσνή Πασσά, και εκείθεν τον Σαμή Πασσά διά την πρωτεύουσαν.” (πηγή: εφημερίδα ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ, φύλλο 238/04-02-1859, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 312).
Η είδηση της αποστολής του Χουσνή πασά στην Κρήτη δημοσιεύθηκε και στην εφημερίδα ΑΙΩΝ ως εξής: “-Εις Κρήτην στέλλεται Διοικητής ο Χουσνή Πασσάς, Πελοποννήσιος Τούρκος και ούτος, Διοικητής Ηπείρου. Έσεται άρα γε ευτυχέστερος του Σαμή Πασσά; Ο Χουσνή Πασσάς λέγεται βιαίου χαρακτήρος. Η Πόρτα, συγκεντρώσασα ήδη περί της 10,000 τακτικού στρατού, έκρινεν, ως φαίνεται, πρόσφορον την αποστολήν ανδρός επιθετικωτέρου....” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1700/02-02-1859, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 20).
Τον Μάρτιο του 1859 η ίδια εφημερίδα μεταφέρει τους χαρακτηρισμούς των Κερκυραίων και Ηπειρωτών για τον Χουσνή πασά ως εξής: “Τον νύν Διοικητήν της δυστυχούς Κρήτης, ότε ήτο εν Ηπείρω, οι Κερκυραίοι μετά των λοιπών Ηπειρωτών εχαρακτήρισαν σκληρόν και μαινόμενον εκ θρησκομανίας και καταχρηστικόν. Διατί λοιπόν διώρισε τοιούτον άνθρωπον η Κυβέρνησις του Σουλτάνου εις την διοίκησιν εκείνης της μεγαλονήσου;...” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1713/23-03-1859, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 45).
Παρόμοιους χαρακτηρισμούς κατά του Χουσνή πασά, σύμφωνα με την εφημερίδα ΑΙΩΝ, εκφέρουν και οι Οθωμανοί της Σμύρνης: “Οι Οθωμανοί της Σμύρνης λέγουσιν, ότι ο Χουσνή Πασσάς είναι Μωραΐτης διάβολος και η νύν πραγματική αιτία των εν Κρήτη δυσαρεσκειών και ανωμαλιών.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1845/17-12-1859, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 311).
Στα τέλη του 1859 στην Κρήτη πραγματοποιήθηκε προσπάθεια προσηλυτισμού των ορθοδόξων Κρητών στον καθολικισμό μέσα από δράση του Γάλλου καθολικού καπουτσίνου ιεραποστόλου Σεραφίνο. Ο ιερωμένος αυτός παραπλανητικά διέδιδε ότι αν ασπαστούν τον καθολικισμό, θα λάβουν την γαλλική υπηκοότητα. Ο Χουσνή πασάς και ο μητροπολίτης Κρήτης Διονύσιος Χαριτωνίδης καταδίκασαν με ανακοίνωσή τους την κίνηση αυτή.
Ακολούθησε αίτηση παραίτησης του Χουσνή πασά προς την Υψηλή Πύλη, η οποία έγινε δεκτή σύμφωνα με επιστολή στην εφημερίδα ΑΙΩΝ:
ΡΕΘΥΜΝΗ την 12 Ιανουαρίου 1860.
Κύριε Συντάκτα του Αιώνος!
Ο Χουσνή Πασάς ειδοποίησε το ενταύθα Συμβούλιον, ότι εζήτησε την παραίτησίν του παρά της Υ.Πύλης, γενομένην δεκτήν, και κατά συνέπειαν αναχωρεί προσεχώς. Αγνοούμεν, τίς ο διάδοχος αυτού. Ευχόμεθα δέ, όπως η Υ.Πύλη, έχουσα υπ' όψιν της την κατάστασιν της νήσου, φροντίση κατάλληλον εκλογήν Διοικητού, εγνωσμένου επί αμεροληψία και συνέσει. Α.Ω.
Σ.Σ. Λέγεται, ότι ο μέν Χουσνή Πασσάς μετετέθη εις Θεσσαλονίκην· ο δέ μέχρι τούδε Πασσάς Θεσσαλονίκης εις Κρήτην.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1850/16-01-1860, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 324).
Τα αίτια της ανάκλησης ήταν: “Η κακή διοίκησις του Χουσνή Πασά εν Κρήτη, τα παράπονα των κατοίκων και η δημιουργηθείσα εκ του προσυλητισμού κατάστασις είχεν ως αποτέλεσμα την ανάκλησιν του Τούρκου διοικητού και την αντικατάστασίν του υπό του Ισμαήλ Ραχμή πασά.” (πηγή: Ζαμπετάκης Εμμ., Προσπάθεια προσηλυτισμού των Κρητών εις τον καθολικισμόν κατά τον ΙΘ΄ αιώνα, σελίδα 251. Άρθρο στην περιοδική έκδοση ΚΡΗΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 1957, τόμος ΙΑ΄, τεύχος Ι-ΙΙΙ, σελίδες 244-258). Στη θέση του τοποθετήθηκε ο Ισμαήλ Ραχμή πασάς (1860-1866).
Στις αρχές Φεβρουαρίου 1860 ο Χουσνή πασάς αναχωρούσε από την Κρήτη: “Ο διοικητής της νήσου ήτον έτοιμος να αναχωρήση, αλλ’ εισέτι δεν είχε φθάσει ο διάδοχός του. Εκ ετέρας όμως εκ Σύρου επιστολής μανθάνομεν, ότι την 30 π.μ. διέβη εκείθεν ο διάδοχός του, ώστε βεβαίως σήμερον ο Χουσνής δεν υπάρχει πλέον εν Κρήτη. Ευχόμεθα, όπως ο νέος διοικητής μή ακολουθείση την διαγωγήν του προκατόχου του.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1856/06-02-1860, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 337).
Ακολούθησε ο διορισμός του τον Μάϊο του 1860 ως Γενικού Διοικητή Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Γράφει η εφημερίδα ΑΙΩΝ: “...Εις Λάρισσαν περιεμένετο ο Χουσνή πασσάς· και προς τούτο παρεσκευάζοντο τά της υποδοχής του...” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1884/14-05-1860, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 403) και “...Ο Χουσνή Πασιάς άφευκτα περιμένεται εις Λάρισσαν.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1887/25-05-1860, σελίδα 3, ψηφιακόςσελιδοδείκτης 408).
Μετά το διορισμό του αφίχθηκε στο Βόλο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Λάρισα: “ΛΑΜΙΑ 1 Ιουνίου (ιδ. αλλ. του Αιώνος.) Ο γνωστός Χουσνή Πασσάς, αφιχθείς πρό ημερών εις Βώλον, δι’ επί τούτω ατμοκινήτου, συνεκάλεσεν αμέσως τους προκρίτους Θετταλομαγνησίας, αφ’ ών, μετά τάς συνήθεις του δημηγορίας, εν αίς διά πρώτην φοράν παρενέβαλεν εις το Χάτ Χουμαγιούν, εζήτησεν ευχαριστηρίους αναφοράς προς την Υ.Μ. εκφραζούσας την πλήρη ευχαρίστησιν των Χριστιανών διά την ευνομίαν, εις ήν διατελούσιν υπό το σκήπτρον του Αγαθού Σουλτάνου... Μετά τούτο αναχωρήσας εις Λάρισσαν έπραξε τα αυτά, και όμοια θέλει πράξει βεβαίως εις όλας τάς υπό την εποπτείαν του επαρχίας της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας, προς άς τούτω εστάλη·...” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1890/04-06-1860, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 415).
Κατά τη δεύτερη θητεία του στην Ήπειρο ο Χουσνή πασάς κατάφερε να συλλάβει τον αρχιληστή Σέμο. Την Πέμπτη 29 Αυγούστου 1863 ο Ιμπραήμ Δερβίς πασάς αντικατέστησε στα Ιωάννινα τον Χουσνή πασά: “-Την προπαρελθούσαν Πέμπτην απήλθε της πρωτευούσης ο αρχηγός των παρά τοίς Ελληνικοίς μεθορίοις εστρατοπεδευμένων οθωμανικών στρατευμάτων και διοικητής Ιωαννίνων, εξ. Δερβίς πασσάς, κατευθυνόμενος εις την θέσιν του.” (πηγή: εφημερίδα ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ, φύλλο 705/07-09-1863, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 552). Ο Χουσνή πασάς μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου παρέμεινε εννέα μήνες.
Το 1864 διορίσθηκε για δύο χρόνια ως διοικητής της νέας γενικής διοίκησης Βιτωλίων.
Το 1866 διορίσθηκε γενικός διοικητής των νήσων του αρχιπελάγους και στη συνέχεια γενικός διοικητής Προύσας.
Το 1868 ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και διορίσθηκε υπουργός της αστυνομίας, θέση την οποία παρέμεινε για τρία έτη.
Το 1871 απεβίωσε ο μεγάλος Βεζύρης Ααλή πασάς. Ο Χουσνή πασάς απολύθηκε από τη θέση του, καταδικάσθηκε “εις υπεροψίαν” και στάλθηκε στην Κύπρο αφού πρώτα στερήθηκε όλους τούς βαθμούς. Εκεί παρέμεινε ένδεκα μήνες και το 1872 ανακλήθηκε με Ιραδέ στην Κωνσταντινούπολη σαν απλός ιδιώτης. Μετά από έξι μήνες του αποδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πάλι ο βαθμός του Βεζύρη. Ακολούθησε ο διορισμός του ως γενικού διοικητή Πρισρένης (Πρίζρεν Κοσσυφοπεδίου). Εκεί παρέμεινε εννέα μήνες και στη συνέχεια διορίσθηκε για δεύτερη φορά υπουργός της αστυνομίας. Μετά από ένα έτος διορίσθηκε γενικός διοικητής του Ικονίου. Εκεί παρέμεινε δύο μήνες και ακολούθησε ο διορισμός του για δεύτερη φορά ως γενικού διοικητή της Προύσας.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1875 μετατέθηκε για τρίτη και τελευταία φορά στη γενική διοίκηση της Ηπειροθεσσαλίας στα Ιωάννινα (εφημερίδα ΙΩΑΝΝΙΝΑ, φύλλο 326/07-01-1876).
Στις 9 Ιουνίου 1877 απεβίωσε στα Ιωάννινα (εφημερίδα ΙΩΑΝΝΙΝΑ, φύλλο 397/13-06-1877) αφήνοντας δύο τέκνα, ένα κορίτσι και ένα αγόρι.
Τιμήθηκε με τα εξής παράσημα:
Στην Κρήτη με το παράσημο Μετζιτιέ β΄ τάξεως.
Στη Θεσσαλονίκη με το παράσημο Μετζιτιέ α΄ τάξεως.
Ως υπουργός της αστυνομίας τιμήθηκε με την ταινία Οσμανιέ α΄ τάξεως. Η ελληνική κυβέρνηση, λόγω της καταπολέμησης της ληστείας, του απένειμε τον Σταυρόν του Σωτήρος. Η γαλλική κυβέρνηση, τιμώντας την ικανότητά του ως υπουργού της αστυνομίας, του απένειμε το παράσημο της Λεγεώνος της τιμής. Η περσική κυβέρνηση του απένειμε το μέγα παράσημο του Λέοντος και Ηλίου και η αυστριακή το παράσημο του Σιδερού Στέμματος.
Η βιογραφία του παρουσιάζεται στο πρωτοσέλιδο και τη δεύτερη σελίδα του φύλλου 399/29-06-1877 της εφημερίδας «ΙΩΑΝΝΙΝΑ» ως εξής:
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΣΝΗ ΠΑΣΣΑ.
-
Εις το υπ’ αριθμόν 397 φύλλον της ημετέρας εφημερίδος της προπαρελθούσης εβδομάδος ανηγγείλομεν τον θάνατον του Γενικού Διοικητού του Βιλαετίου ημών Χουσνή Πασσά, υποσχεθέντες να δώσωμεν εν τώ προσεχεί φύλλω ημών εκ των ενόντων βιογραφικάς τινας σημειώσεις περί του ανωτέρου τούτου και διακεκριμένου υπαλλήλου της Αυτοκρατορικής Κυβερνήσεως, όστις τρίς διωρίσθη διοικητής και της πατρίδος ημών, ήτις επί πολύ θα διατηρή την μνήμην του ανδρός, και ουδέποτε επιλησθήσεται της προς αυτόν οφειλομένης ευγνωμοσύνης ανθ’ ών υπέρ αυτής έπραξεν.
Ο αείμνηστος Χουσνή πασσάς υιός του προκρίτου Πελοποννησίου Μεχμέτ Αλή εφέντη εγεννήθη εις Άμφισαν κατά την δευτέραν δεκάδα του παρόντος αιώνος. Κατά την Ελληνικήν επανάστασιν του 1821 παίς έτι ών μετηνάστευσεν εν τη οθωμ. Αυτοκρατορία προσκολληθείς εις την οικογένειαν του εξ αγχιστίας συγγενούς του Ισούφ Μουχλής πασσά Σερραίου, όστις περιεποιήθη και εξεπαίδευσεν αυτόν ως ίδιον αυτού υιόν. Μετά την αποπεράτωσιν των σπουδών του επί τη ανακηρύξει του τανζιματίου, ήτοι περί τα τέλη του 1255 έτους από Εγείρας (1839) διωρίσθη έπαρχος Τουρμπαλί, και μετά έν έτος μεταβληθείσης της θέσεως ταύτης διωρίσθη αρχιγραμματεύς της επαρχίας Ισμήτ (Νικομηδείας). Μόλις δε παρήλθον επτά μήνες αφού διωρίσθη εν τη θέσει ταύτη, και ο τότε διοικητής Βιθυνίου και Παφλαγονίας (Βόλης1)[1 Βόλης (Κλαυδιούπολις) πρωτεύουσα αυτού εξ ής και η διοίκησις] Μεχμέτ Ιμίν πασσάς περιοδεύων την επαρχίαν αυτού διέβη εκ Νικομηδείας, ένθα ιδών τον νέον Χουσνή και εκτιμήσας την παιδείαν, ανατροφήν και ικανότητα αυτού, παρέλαβε τούτον ως γραμματέα της Νομαρχίας ήν διώκει. Ακολούθως ο Μεχμέτ Ιμίν πασσάς μετετέθη εις Τρίπολιν της Αφρικής, εν ή συμπαρέλαβε και τον νέον Χουσνή ως ιδιαίτερον αυτού γραμματέα, και εκεί προήχθη ούτος εις τον βαθμόν Χοτζιακιάν και έλαβε και παράσημον ε΄ βαθμού. Ότε δε ο Μεχμέτ Ιμίν πασσάς διωρίσθη υπουργός της αστυνομίας, μετέβη μετ’ αυτού εις Κ)πολιν και ο Χουσνής, όπου διετέλεσεν ως ιδιαίτερος γραμματεύς του υπουργού τούτου επί έν έτος, προβιβασθείς εις Ραμπιά δ΄ βαθμού. Μετά τούτο διωρίσθη αρχιγραμματεύς του συμβουλίου, του υπουργείου της αστυνομίας, και μετ’ ολίγον διευθυντής του αρτισυστάτου ανακριτικού τμήματος, εν ώ έθετο εις ενέργειαν το νύν επικρατούν σύστημα της ανακρίσεως. Εν τη θέσει ταύτη υπερέτησεν επί τέσσερα όλα έτη, προεβιβάσθη εις τον βαθμόν Σαλισέ, και ανέπτυξε κατά την εκτέλεσιν των καθηκόοντων του μεγίστην ικανότητα και δραστηριότητα. Ακολούθως διορισθέντος του Μεχμέτ Ιμίν πασσά διοικητού του Βηρυττού (Συρίας), ο Χουσνής ευγνωμονών εις τον προστάτην του ουδόλως εδίστασε να εγκαταλίψη την θέσιν αυτού και ακολουθήση αυτόν ως ιδιαίτερος γραμματεύς και κεχαγιάς συνάμα.
Μετά παρέλευσιν ενός έτους μετατεθέντος του Μεχμέτ Ιμίν πασσά εις την διοίκησιν Κρήτης ηκολούθησεν αυτόν και ο Χουσνής, όστις απεστάλη και ως εξελεγκτής αταξίας τινός επισυμβάσης εν Ηρακλείω, ένθα εξεπλήρωσε την αποστολήν του μετά μεγίστης ακριβείας και ικανότητος, και προς ανταμοιβήν προεβιβάσθη εις τον βαθμόν Σανιεσίν φισανί. Μετά παρέλευσιν ενός έτους εκραγέντος του Κριμαϊκού πολέμου απεστάλη αύθις εις Ηράκλειαν προς συλλογήν συνδρομών, εξεπλήρωσε μετά μεγίστης επιτυχίας την αποστολήν του, και η Αυτοκρ. Κυβέρνησις προς αμοιβήν προήγαγεν αυτόν εις τον βαθμόν Σανιέ μουτεμαΐζ.
Ότε μετά παρέλευσιν εννέα μηνών ο Μεχμέτ Ιμίν πασσάς μετετέθη εις την διοίκησιν Θεσσαλίας και μετά δύο μήνας διωρίσθη γενικός διοικητής Ηπείρου και Θεσσαλίας, (διότι αι δύο αύται επαρχίαι ηνώθησαν τότε υπό μίαν γενικήν διοίκησιν), περιέβαλε τον Χουσνή πασσάν δι’ εκτάκτου πληρεξουσιότητος, όπως δε αντιπροσωπεύη αυτόν εν Θεσσαλία ότε ούτος ευρίσκετο εις Ιωάννινα, εν Ηπείρω δε, ότε μετέβαινεν εις Θεσσαλίαν, προτάσει αυτού η Υ. Πύλη διώρισε τον Χουσνή πασσάν τοποτηρητήν του γενικού διοικητού με τον βαθμόν Μιρίμιράν.
Κατά την εποχήν ταύτην η μάστιξ της ληστείας ελυμαίνετο τάς δύο ταύτας επαρχίας. Ο Χουσνή πασσάς διά της ικανότητος και ειδικότητος, ήν εκέκτητο εις την καταδίωξιν της ληστείας, εν ολίγω χρόνω εκαθάρισεν άπασαν την Θεσσαλίαν εκ των ληστών. Αφού δε ούτως η Θεσσαλία απήλαυσε πλήρους δημοσίας ασφαλείας, ο Μεχμέτ Ιμίν πασσάς προσεκάλεσε τον Χουσνή πασσάν εις Ιωάννινα, οπόθεν μετέβη εις Κορβελέσιον, όπου εντός είκοσι και πέντε ημερών συνέλαβε ζώντας τούς διαβόητους αρχιληστάς Μπιρμπίλην και Ρεσούλην, οίτινες από δέκα και τριών ετών εν είδει ανταρτών ελυμαίνοντο τα μέρη εκείνα, μετά των εξήκοντα και τριών οπαδών των, τούς οποίους ωδήγησε δεσμίους εις Ιωάννινα όπου έλαβον τα επίχειρα της κακίας των, η δε Αυτοκρ. Κυβέρνησις ανταμείβουσα τον Χουσνή πασσάν διά την υπηρεσίαν του ταύτην προήγαγεν αυτόν εις Ρούμελη Βεϋλέρβεη. Μετά παρέλευσιν δε ενός και ημίσεος έτους ο Χουσνή πασσάς διωρίσθη γενικός διοικητής Ιωαννίνων προαχθείς εις τον υψηλόν βαθμόν Βεζίρου·μετά δε έξ μήνας επειδή, συνέβησαν εις Κρήτην ταραχαί τινες ο Χουσνή πασσάς ένεκα της εγνωσμένης αυτού ικανότητος και των περί Κρήτης γνώσεων αυτού μετετέθη εις Κρήτην, όπως καθησυχάση τάς ταραχάς ταύτας, όπερ και κατώρθωσε, εγκαρδία τη Αυτοκρ. βουλήσει. Μετά δε ενός έτους διαμονήν εν Κρήτη ένεκα εξωτερικών πολιτικών λόγων μετετέθη εις Θεσσαλονίκην και μετά τρία και ήμισυ έτη η Αυτοκρ. Κυβέρνησις, όπως επενέγκη βελτιώσεις τινας εις Ήπειρον διώρισε πάλιν τον Χουσνή πασσάν διοικητήν Ιωαννίνων, όπου διέμεινεν επί έξ και ήμισυ μήνας, καθ’ ούς πλείστας όσας ωφελείας είδεν η πατρίς ημών εκ της δραστηρίας αυτού διοικήσεως και συνέλαβε τον λυμαινόμενον τότε την Θεσσαλίαν διαβόητον αρχιληστήν Σέμον. Μεταβάς τότε ο Χουσνή πασσάς εις Κ)πολιν μετά εννεάμηνον εκεί διαμονήν διωρίσθη διοικητής της αρτισυστάτου γενικής διοικήσεως Βιτωλίων, όπου υπηρέτησεν επί δύο έτη. Παυθείς τότε μετέβη εις Κ)πουλιν και μετά παρέλευσιν τριάκοντα και οκτώ ημερών διωρίσθη γενικός διοικητής των νήσων του αρχιπελάγους, και μετά έξ μήνας κατά την σύστασιν των Βιλαετίων διωρίσθη γενικός διοικητής Προύσης. Μετά δε έξ μήνας ανακληθείς εις Κ)πολιν διωρίσθη υπουργός της αστυνομίας, διευθύνας το υπουργείον τούτο επί τρία και ήμισυ έτη, καθ’ ά ανέπτυξε εξιδιασμένην ικανότητα και δραστηριότητα. Αποθανόντος τότε του Μεγάλου Βεζίρου Ααλή πασσά ο Χουσνή πασσάς επέπρωτο ου μόνον να παυθή της υψηλής ταύτης θέσεως, αλλά και εις υπεροψίαν να καταδικασθή αποσταλείς εις Κύπρον, όπου μετ’ ολίγον εστερήθη και των βαθμών αυτού και μετά ένδεκα μηνών διαμονήν εις Κύπρον ανεκλήθη δι’ Υψηλού Ιραδέ εις Κ)πολιν ως απλούς ιδιώτης. Αλλά μετά έξ μήνας εδόθη εις αυτόν αύθις ο αφαιρεθείς βαθμός του Βεζίρου και μετά δύο μήνας διωρίσθη γενικός διοικητής Πρισρένης και μετά εννέα μήνας υπουργός το δεύτερον της αστυνομίας. Μετά δε έν έτος διωρίσθη γενικός διοικητής Ικονίου και μετά δύο μήνας το δεύτερον γενικός διοικητής Προύσης, οπόθεν μετά δύο μετετέθη διά τρίτην και τελευταίαν φοράν εις την γενικήν διοίκησιν της Ηπειροθεσσαλίας.
Ο αείμνηστος Χουσνή πασσάς διοικητής ών Κρήτης ετιμήθη δια του παρασήμου Μετζιτιέ β΄ τάξεως, εν δε τη Θεσσαλονίκη διά του αυτού παρασήμου α΄ τάξεως. Υπουργός δε της αστυνομίας διατελών ετιμήθη διά της ταινίας Οσμανιέ α΄ τάξεως. Προς τούτοις η ελλ. Κυβέρνησις ένεκα των μόχθων αυτού προς εξόντωσιν της ληστείας απένειμεν αυτώ τον Σταυρόν του Σωτήρος, η δε γαλλική Κυβέρνησις τιμώσα την ικανότητα του ανδρός ως υπουργού της αστυνομίας απένειμεν αυτώ το παράσημον της Λεγεώνος της τιμής, η Περσική το μέγα παράσημον του Λέοντος και Ηλίου και η αυστριακή το παράσημον του Σιδερού Στέμματος.
Πας τις κρίνων αμερολήπτως περί του ανδρός τούτου ευρίσκει αυτόν ένα των ικανοτέρων και των μάλλον αφοσιομένων ανωτέρων λειτουργών της Αυτοκρατορίας. Πανταχού όπου και αν υπηρέτησεν εφιλεύσατο εις αυτόν το σέβας και την υπόληψιν πάντων, οίτινες ευλογούσι το όνομά του, ιδία δε η πατρίς ημών μεγίστην ευγνομωσύνην οφείλει εις τον άνδρα τούτον δια την ακριβή εφαρμογήν των νόμων και των κανονισμών, οίτινες εξασφαλίζουσι τα αστικά και πολιτικά διακιώματα εκάστου, άτινα παρά πολλού εποιείτο και κατά τάς τρείς εποχάς, καθ’ άς η πατρίς ημών έσχε την ευτυχίαν να έχη αυτόν διοικητήν διά τής επιδεξίου και φιλοδικαίου αυτού διοικήσεως και διά των γνώσεων, άς είχε περί το διοικείν ένεκα των οποίων η διοικητική μηχανή εκινείτο απροσκόπτως, και διά την εντελή απαλλαγήν αυτής εκ της ένεκα της γεωγραφικής και πολιτικής αυτής θέσεως ανέκαθεν μαστιζούσης και λυμαινομένης ταύτην ληστείας, και διά την τελείαν ησυχίαν και ασφάλειαν, ής απολαύει σήμερον η ημετέρα πατρίς.
Τούτος εν συνόψει υπήρξεν ο βίος του αειμνήστου Χουσνή πασσά, όστις αποθανών εγκατέλιπε δύο νήπια τέκνα έν θήλυ και έν άρρεν. Έχομεν δε δι’ ελπίδος ότι η Αυτοκρατ. Κυβέρνησις εν τη πατρική αυτής μερίμνη θέλει λάβει την τε οικογένειαν και τα ορφανά τέκνα του Χουσνή πασσά υπό την προστασίαν αυτής και αναδείξη αυτά άξια τέκνα τοιούτου διακεκριμένου πατρός.” [πηγή: εφημερίδα ΙΩΑΝΝΙΝΑ, φύλλο 399/29-06-1877, σελίδες 1 και 2. (Εικ.5αβ) Ευχαριστούμε θερμά την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων για την αποστολή σε ηλεκτρονική μορφή του φύλλου της εφημερίδας.].
Ο Σαδίκ πασάς
Ο Σαδίκ πασάς ήταν ο διοικητής των Κοζάκων ιππέων. Το σώμα αυτό σχηματίσθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο της Κριμαίας από τον Πολωνό Τσαϊκόφσκι. Ο Τσαϊκόφσκι έγινε Οθωμανός και άλλαξε το όνομά του σε Σαδίκ πασάς. Προφανώς αυτός είναι ο Πολωνός αξιωματικός, ο οποίος τράβηξε την προσοχή του Όθωνα κατά τη συνάντηση στο Δερβέν Φούρκα. Μάζεψε διάφορους λιποτάκτες, πρόσφυγες και τυχοδιώκτες από διάφορες εθνότητες, κυρίως όμως Πολωνούς και σχημάτισε το σώμα των Κοζάκων ή Καζάκων στα τουρκικά. Μεταξύ των αξιωματικών υπήρξαν πολλοί ευρωπαίοι, ειδικά Πολωνοί. Με το τουρκικό όνομά του αναφέρεται ο νεαρός Πολωνός ταγματάρχης Μεχμέτ Χιλμή μπέης. Το στρατόπεδό τους ήταν στις όχθες του Σαλαβριά (Πηνειού) ποταμού.
Ο Λεόν Εζέ επισκέφτηκε το στρατόπεδο των Κοζάκων και καταγράφει τις εμπειρίες του. Περιγράφει τον Σαδίκ πασά ως ψηλό, αδύνατο δραστήριο άντρα με έξυπνο πρόσωπο. Φορούσε την οθωμανική στολή που καθιέρωσε η μεταρρύθμιση του Χατ-ι Χουμαγιούν και ακολουθούσε τις οθωμανικές συνήθειες. Ο τρόπος που διέταζε φανέρωνε ότι ήταν ο αρχηγός.
Το βράδυ συμμετείχε σε δείπνο με τον Σαδίκ πασά, ο οποίος εκείνη την ημέρα είχε γιορτάσει τη γιορτή του Αγίου Λαδισλάου με τα πολωνικά έθιμα. Μετά το δείπνο ακολούθησε συζήτηση για τους Κοζάκους. Παρά τις προτάσεις των Ρώσων και των Αυστριακών, ο Σαδίκ πασάς (Τσαϊκόφσκι) προτίμησε τους Οθωμανούς γιατί θεώρησε ότι θα απολάμβανε μεγαλύτερες τιμές. Έγραψε και βιβλίο για τους Κοζάκους. Η σύζυγός του, επίσης πολωνικής καταγωγής, διεκπεραίωνε υποθέσεις του συζύγου της στην Κωνσταντινούπολη. Η ενδυμασία της ήταν γαλλική και τουρκική, κάλυπτε το πρόσωπό της με φερετζέ.
Την επόμενη ημέρα, σε νέα επίσκεψη και συνομιλία τους, ο Σαδίκ πασάς παραπονέθηκε κατά της πολιτικής διοίκησης των Οθωμανών για την καθυστέρηση ανεφοδιασμού των στρατευμάτων του και την καθυστέρηση καταβολής των χρημάτων. Παρά την αποδέσμευση των ποσών, οι πασάδες και οι οικονομικοί υπάλληλοι καθυστερούσαν για να κερδίσουν τους τόκους.
Τέλος, όταν ο Λεόν Εζέ βρέθηκε στα Τρίκαλα, πήγε να επισκεφτεί την αποσπασμένη δύναμη των Κοζάκων, η οποία βρισκόταν εκεί, όπως τον είχε ενημερώσει ο Σαδίκ πασάς. Οι αξιωματικοί τους τον προσκάλεσαν ευγενικά στο μεσημεριανό τους γεύμα και ήπιαν μαζί του κρασί Μπορντώ.
 
 
ΕΙΚΟΝΕΣ
 
Εικ. 1. Άποψη της Λάρισας και στο βάθος ο Όλυμπος το 1853. (πηγή: περιοδική έκδοση ΠΑΝΔΩΡΑ, τεύχος 83/01-09-1853, σελίδες 274-275).
 
 
Εικ. 2. Ο Πηνειός και η Όσσα το 1853. (πηγή: περιοδική έκδοση ΠΑΝΔΩΡΑ, τεύχος 83/01-09-1853, σελίδες 274-275).
 
 
Εικ. 3. Η είσοδος των οθωμανικών στρατευμάτων στη Λάρισα την Κυριακή του Πάσχα 13 Απριλίου 1897 σε πρωτοσέλιδο της οθωμανικής περιοδικής έκδοσης Servet-i Fünun. Ο τίτλος μεταφράζεται από τα γαλλικά «Η θριαμβευτική είσοδος των στρατευμάτων μας στη Λάρισα». (πηγή: περιοδική έκδοση Servet-i Fünun, τεύχος 322/01-05-1897, πρωτοσέλιδο).
 
Εικ. 4. Περιπολία των οθωμανικών στρατευμάτων στη Λάρισα μετά την κατάληψή της το 1897. Ο τίτλος μεταφράζεται από τα γαλλικά «Η κεντρική οδός της Λάρισας και ομάδα στρατιωτών μας σε περιπολία». (πηγή: περιοδική έκδοση Servet-i Fünun, τεύχος 322/01-05-1897, σελίδα 9).
 
 
α
β
Εικ. 5αβ. Εφημερίδα «ΙΩΑΝΝΙΝΑ», φύλλο 399/29-06-1877, σελίδες 1 & 2. (προέλευση και δικαιώματα: Υπουργείο Πολιτισμού/Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων).
 
 
 
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ.
2. Εφημερίδα ΑΙΩΝ.
3. Εφημερίδα ΑΥΓΗ.
4. Εφημερίδα «ΙΩΑΝΝΙΝΑ» (προέλευση και δικαιώματα: Υπουργείο Πολιτισμού/Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων).
5. Léon Heuzey, Excursion dans la Thessalie Turque en 1858, Paris 1927, pages 10-13, 15, 16, 18-22, 68-70, 83, 103, 119 & 171.
6. Πολεζέ Χριστίνα (Διδακτορική διατριβή), Ετερότητα και Περιηγητική Γραμματεία. Η περίπτωση της Λάρισας κατά τον 19ον αιώνα μέσα από τα κείμενα Ευρωπαίων περιηγητών, Θεσσαλονίκη 2006, σελίδες 251, 252, 254-257, 259, 260 & 262.
 
 
 
 
 

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Εορταστικές εκδηλώσεις στη Λαμία του 1843 για την απονομή του Συντάγματος

 
 (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, Παράρτημα έκτακτον του φύλλου 467/01-09-1843, ψηφιακός σελιδοδείκτης 315).

Μετά την επιτυχία της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, με την οποία το πολίτευμα του νεοσύστατου Ελληνικού Βασιλείου μεταβλήθηκε από Απόλυτη σε Συνταγματική Μοναρχία, στις περισσότερες πόλεις του κράτους πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις και εκδόθηκαν ψηφίσματα υποστήριξης.
Η επιτυχία της επανάστασης γιορτάσθηκε και στη Λαμία. Πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις, εκδόθηκε τιμητικό ψήφισμα από το Δημοτικό Συμβούλιο Λαμίας και στάλθηκε επιστολή προς τον Όθωνα. Τα συμβάντα στη Λαμία παρουσιάζονται αναλυτικά στις στήλες της αθηναϊκής εφημερίδας ΑΙΩΝ, η οποία στήριξε την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου.
Α. Οι εκδηλώσεις
Στις 8 το πρωί της 5ης Σεπτεμβρίου 1843 έφτασε από την Αθήνα στο ταχυδρομικό κατάστημα της Λαμίας έκτακτος ταχυδρόμος φέρνοντας την είδηση της επανάστασης. Αμέσως η διοίκηση έδωσε εντολή για τυμπανοκρουσία και εξέδωσε διακήρυξη με την είδηση προς το λαό, η οποία διαβάστηκε ενώπιον όλων. Μετά από δύο ώρες η δημοτική αρχή συγκάλεσε όλους τους ιερείς και εψάλη δοξολογία υπέρ του βασιλιά Όθωνα και του Συντάγματος στην σημερινή πλατεία Ελευθερίας. Στη δοξολογία παρέστησαν όλοι οι πολίτες, οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Μετά το τέλος της δοξολογίας οι πολίτες ζητωκραύγασαν και όταν εκόπασαν οι θερμές αυτές εκδηλώσεις ο Νικόλαος Χρυσοβέργης, προηγούμενος πρώτος δήμαρχος της ελεύθερης Λαμίας και τωρινό μέλος του δημοτικού συμβουλίου, εκφώνησε λόγο υπέρ του Συντάγματος. Ο λόγος του συνοδευόταν από ζητωκραυγές του πλήθους, το οποίο, σύμφωνα με την εφημερίδα, από τον μεγάλο ενθουσιασμό πετούσε στον αέρα τα φέσια του. Μετά το τέλος της ομιλίας οι Αρχές και οι πρόκριτοι των πολιτών επισκέφτηκαν τον Διοικητή Φθιώτιδας, ο οποίος τους παρέδωσε και ανέγνωσαν τα Βασιλικά διατάγματα που δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ 31/Α/03-09-1843 (Εικ.1αβγδ).
Ο δήμαρχος Λαμίας Γεώργιος Παν. Χαλμούκος ή Χαλμουκόπουλος (1798-1878) [α΄ περίοδος 1841-1846, β΄ περίοδος 1850-1854] (Εικ.2) έδωσε εντολή για ανέγερση τετραγώνου θριαμβικού τόξου στο κέντρο της σημερινής πλατείας Ελευθερίας, το οποίο διακοσμήθηκε με κλαδιά δάφνης, ελιάς και πολλά άνθη. Το θριαμβικό τόξο, τα καταστήματα της πόλης και τα σπίτια των πολιτών φωταγωγήθηκαν αμέσως μετά τη δύση του ηλίου. Στη μέση του θριαμβικού τόξου κρεμόταν στεφάνι στολισμένο με διάφορα άνθη. Οι τέσσερις πλευρές του διακοσμούνταν με εικόνες και επιγραφές ως εξής:
-Στην πρώτη πλευρά τοποθετήθηκε εικόνα της Ελλάδας και το κείμενο του Συντάγματος με την επιγραφή «Ζήτω το Σύνταγμα» και «Νόμος κυρίως εγένετο ανθρώπων Βασιλεύς, αλλ’ ουκ άνθρωποι τύραννοι Νόμων». Η φράση «νόμος ἐπειδὴ κύριος ἐγένετο βασιλεὺς τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ οὐκ ἄνθρωποι τύραννοι νόμων» προέρχεται από τον Πλάτωνα (Η΄ Επιστολή, στίχος 354γ). Οι στίχοι 354α-δ της συγκεκριμένης επιστολής συγκρίνουν την τυραννίδα με τη βασιλεία. Η ίδια φράση τοποθετήθηκε ως προμετωπίδα στο κείμενο «Νομική διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος», ένα από τα πρώτα συνταγματικά κείμενα των εξεγερμένων Ελλήνων, τον Νοέμβριο του 1821.
-Στη δεύτερη πλευρά τοποθετήθηκε εικόνα του Όθωνα με φουστανέλλα και την επιγραφή «Ζήτω Όθων ο Συνταγματικός Βασιλεύς της Ελλάδος. Ω λαοί επιτετράφαται, και τόσα μέμηλεν». Η φράση «ᾧ λαοί τ᾽ ἐπιτετράφαται καὶ τόσσα μέμηλε» προέρχεται από την Ιλιάδα (ραψωδία Β, στίχος 25).
-Στην τρίτη πλευρά τοποθετήθηκε εικόνα του Ρήγα Φεραίου με την επιγραφή «Εις οιωνός άριστος αμείνεσθαι περί Πάτρης» και τους στίχους «Ο Νόμος να ’ναι πρώτος και μόνος οδηγός, και της Πατρίδος ένας να ήναι Αρχηγός». Η φράση «εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» προέρχεται από την Ιλιάδα (ραψωδία Μ, στίχος 243). Η φράση «Οἱ νόμοι νἆν᾿ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός, καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένῃ ἀρχηγός.» προέρχεται από το Θούριο του Ρήγα.
-Στην τέταρτη πλευρά τοποθετήθηκε εικόνα του Αθανασίου Διάκου και η επιγραφή «Εις τον Σπερχειόν, ώ Διάκε! έπεσας ηρώων κλέος, Πλήν στην πτώσιν σου ηγέρθη της Πατρίδος σου το κλέος».
Όταν άρχισαν οι φωταψίες, οι πολίτες άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία Ελευθερίας, η οποία φεγγοβολούσε από το φως του θριαμβικού τόξου και άλλες καυστικές ύλες που διέθεσε η δημοτική αρχή. Ακολούθησε μεγάλος χορός με τη συμμετοχή λαϊκής ορχήστρας. Το γλέντι κράτησε έως τις 2 μετά τα μεσάνυχτα.
Το γεγονός της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ανησύχησε τις γειτονικές οθωμανικές αρχές, τις οποίες έσπευσε να καθησυχάσει ο διοικητής Φθιώτιδας Παναγιώτης Λιδωρίκης.
Τα παραπάνω γεγονότα περιγράφονται από την εφημερίδα ΑΙΩΝ ως εξής:
1.ΛΑΜΙΑ, 6 7μβρίου.
«Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου!»
Περί την ώραν 9 π.μ. της 5 του ισταμένου έφθασεν εξ Αθηνών έκτακτος Ταχυδρόμος, φέρων προς την Διοίκησιν Φθιώτιδος την Εθνοσωτήριον αγγελίαν «Ο Σεβαστός Βασιλεύς ηυδόκησε να δώση το Σύνταγμα». Εν ακαρεί η Βασιλ. Διοίκησις εξέδωκεν αρμοδιωτάτην προς τον Λαόν διακήρυξιν, ήτις αναγνωσθείσα εις επήκοον πάντων, συνεκίνησε το ευγενές υπέρ των ελευθεριών των αίσθημα των πολιτών. Μετά δύω ώρας εψάλη δοξολογία εν τη πλατεία προς τον Ύψιστον υπέρ της Α.Μ. και του Συντάγματος. Το εσπέρας εφωτίσθη η Πόλις άπασα, και ο Λαός, ο ευγενής Ελληνικός Λαός, με φρόνησιν παραδειγματικήν διεσκέδασεν αγαλλόμενος καθ’ όλην την νύκτα της 5 προς την 6 του ισταμένου.
Καθά ήδη πληροφορούμεθα, οι γείτονές μας Τούρκοι μαθόντες την ένδοξον πράξιν των Αθηνών της 3 7μβρίου υπό άλλην όψιν, επλήσθησαν φόβου και τρόμου. Τους βεβαιούμεν ότι οι Έλληνες δεν είναι Γιενίτζαροι· είναι Έθνος ευγενές και ανδρείον, άξιον τύχης λαμπράς. Σέβεται τον Βασιλέα τους και εζήτησε παρ’ αυτού διά του λόγου, ό,τι οι Τούρκοι διά της μαχαίρας ήθελον απαιτήσει από τον Βασιλέα των. Εντοσούτω η Διοίκησις έσπευσε να καθησυχάση την ταραχήν των γειτόνων μας. Έπαινος εγκάρδιος εις σε, Γηραιέ Π.Λιδορίκη, Διοικητά! διά την όσην έδειξας φρόνησιν εις την παρούσαν περίστασιν· και προς υμάς, κάτοικοι Λαμίας, απονέμομεν πλήρη ευχαρίστησιν διά την φρόνησιν περί την ασφάλειαν και ησυχίαν του τόπου. «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου.»” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 469/11-09-1843, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 320).
2.Ζήτω το Σύνταγμα!
Εκ Λαμίας, την 6 7βρίου, 1843.
Χθές περί την 8 ώραν π.μ. έφθασεν εσπευσμένως εις το ενταύθα Ταχυδρομικόν κατάστημα έκτακτος Ταχυδρόμος, φέρων την γλυκυτάτην, λαμπροτάτην, και ενδοξοτάτην επίσημον αγγελίαν διά την καθιέρωσιν του κλεινού και επιζητήτου Συντάγματος, του ακρογωνιαίου τούτου λίθου της Ελληνικής Παλιγγενεσίας.
Η είδησις αύτη αστραπηδόν διαδοθείσα, ενέπλησεν ανεκλαλήτου χαράς και αγαλλιάσεως τα πρόσωπα όλων εν γένει των πολιτών, άνευ εξαιρέσεως χρωμάτων και πολιτικών φρονημάτων. Ενθουσιώδεις παλμοί εκίνουν τάς καρδίας όλων, και οι οφθαλμοί των έχεον δάκρυα χαράς, ήτις εφαίνετο εζωγραφισμένη εις τα φαιδρά και περιχαρή πρόσωπά των, διεξιουμένων αλλήλοις και περιπτυσσομένων απαραλλάκτως, καθώς εις την ημέραν του Αγίου Πάσχα, με μόνην την διαφοράν ότι η πρόσρησίς των αντί του Χριστός Ανέστη ήτο το Ζήτω το Σύνταγμα!
Η Β.Διοίκησις Φθιώτιδος, κατά τάς οποίας έλαβε διαταγάς, έσπευσε διά προηγηθείσης τυμπανοκρούσεως να κοινοποιήση διά διακηρύξεώς της την διαληφθείσαν χαρμόσυνον αγγελίαν, μετά την ανάγνωσιν της οποίας εβρόντισαν αναμίξ επανανειλεημμέναι Ζητωκραυγαί υπέρ του Συντάγματος και του αγαπητού ημών Άνακτος.
Η Δημοτική Αρχή Λαμίας έσπευσε να συγκαλέση όλους τους Ιερείς, εις την πλατείαν της πόλεως, όπου εψάλη λαμπρότατα δοξολογία εις τον Ύψιστον υπέρ της στερεώσεως του Συντάγματος και του Συνταγματικού Θρόνου, εις την οποίαν παρευρέθησαν όλοι οι πολίται, ως και όλαι αι πολιτικαί, και Στρατιωτικαί Αρχαί ανεξαιρέτως, εις το τέλος της οποίας αι υπέρ του Συντάγματος και του Συνταγματικού Θρόνου ζωηρόταται Ζητωκραυγαί και ανευφημίαι των πολιτών εγέμισαν όλην την πόλιν. Μόλις δε κατεπραΰνθησαν αι ανευφημίαι, και ευθύς ο αξιότιμος Κ.Β.Χρυσοβέργης εξεφώνησεν ενθουσιαστικόν και καταλληλότατον λόγον υπέρ τής επί τα κρείττω μεταβολής των καθεστώτων, εις το τέλος του οποίου αι ενθουσιώδεις Ζητωκραυγαί και ανευφημίαι, εκφωνούμεναι αναμίξ, υπέρ του Συντάγματος και του Συνταγματικού Βασιλέως μας, ηχολόγησαν διά πολλήν ώραν, εις την οποίαν ερρίπτοντο ενθουσιωδώς πλήθος φεσίων εις τον αέρα.
Επομένως όλαι αι Αρχαί και οι Πρόκριτοι των πολιτών επεσκέφθησαν τον αξιότιμον Διοικητήν Φθιώτιδος, όπου ιδόντες τα εις τον τριακοστόν πρώτον Αριθμόν της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εμπεριεχόμενα Εθνοσωτήρια Β. Διατάγματα της τρίτης Σεπτεμβρίου 1843, έκραζον ενθουσιώντες. «Μέγας εί Κύριε, και θαμαστά τα έργα Σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων Σου».
Ο δε αξιότιμος Δήμαρχος Λαμίας Κ.Γ.Π.Χαλμουκόπουλος διέταξεν ευθύς την ανέγερσιν τετραγώνου θριαμβευτικού τόξου, εις το κέντρον της πλατείας, το οποίον κοσμηθέν με κλάδους δάφνης, ελαίας και διαφόρων ανθέων, εφωτίσθη το εσπέρας λαμπρότατα. Επίσης εφωτίσθησαν όλα τα καταστήματα και αι οικίαι των πολιτών. Αι τέσσαρες πλευραί του τόξου (εις το μέσον του οποίου εκρέματο στέφανος πεποικιλμένος από διάφορα άνθη), εκοσμούντο με τάς εξής εικόνας και επιγραφάς. Εις την μίαν εφαίνετο η Ελλάς και το Σύνταγμα με την επιγραφήν, Ζήτω το Σύνταγμα· και, «Νόμος κυρίως εγένετο ανθρώπων Βασιλεύς, αλλ’ ουκ άνθρωποι τύραννοι Νόμων». Εις την άλλην ο Βασιλεύς με την Ελληνικήν στολήν και με την επιγραφήν, «Ζήτω Όθων ο Συνταγματικός Βασιλεύς της Ελλάδος. Ω λαοί επιτετράφαται, και τόσα μέμηλεν»· εις δε την τρίτην η εικών του πρωτομάρτυρος και πρωταρχηγού Ρήγα Φεραίου με την επιγραφήν, «Εις οιωνός άριστος αμείνεσθαι περί Πάτρης»· και εκ των ιδίων του στίχων, «Ο Νόμος να ’ναι πρώτος και μόνος οδηγός, και της Πατρίδος ένας να ήναι Αρχηγός». Και εις την τετάρτην η εικών του πρωταγωνιστού Αθανασίου Διάκου με την επιγραφήν·
Εις τον Σπερχειόν, ώ Διάκε! έπεσας ηρώων κλέος, Πλήν στην πτώσιν σου ηγέρθη της Πατρίδος σου το κλέος.
Αρξαμένης της φωταψίας, όλοι οι πολίται συνέρευσαν εις την πλατείαν φεγγοβολούσαν εκ τε του θριαμβευτικού τόξου και άλλων καυστικών υλών, όπου εκ διαταγής της Δημ. Αρχής εφέρθησαν όργανα και εσυστήθη μέγας χορός, εις τον οποίον έλαβον μέρος, ευθυμούντες και χορεύοντες έως τάς δύω ώρας μετά το μεσονύκτιον. Τοσαύτη εν συντόμω υπήρχεν η χαρμόσυνος και ζωηροτάτη συναίσθησις και χαρά των πολιτών Λαμίας, εις την οποίαν διετηρήθη άκρα ευταξία.
Αλλ’ ούτε γλώσσα, ούτε κάλαμος, δύναται επαξίως να επαινέση την εθνοσωτήριον και πανένδοξον Ελληνικήν πράξιν της τρίτης Σεπτεμβρίου 1843, ήτις αναντιρρήτως υπάρχει το μοναδικόν παράδειγμα εις όλον τον κόσμον. Όλοι ήδη οι Έλληνες επιστηρίζουσι τάς ελπίδας των εις λαμπρόν και ευτυχές μέλλον. Όλη η Ευρώπη πείθεται ήδη εκ της εξαισίου ταύτης πράξεως τελειωθείσης αναιμωτί και εντός ολιγωτάτων ωρών, ότι οι Έλληνες αδιαφιλονεικήτως κρίνονται να κατέχωσι μεταξύ των πεφωτισμένων εθνών λαμπράν θέσιν όχι εντός στενοτάτων ορίων μικρού Βασιλείου, αλλ’ εκτεταμένης Συνταγματικής Βασιλείας, απαρτιζομένης από όλον το ορθόδοξον πλήρωμα. Αναμφιβόλως όλη η Χριστιανική Ευρώπη θέλει συντελέσει εις τούτο δραστηρίως αναγνωρίζουσα εις τον Έλληνα μεγάλην ηθικήν βαρύτητα και απαραδειγμάτιστον φρόνησιν, όστις διά της μοναδικής και εθνοσωτηρίου ταύτης πράξεώς του ανέβη εις την υψηλοτέραν βαθμίδα του πολιτισμού και της πολιτικής περιωπής, ότι ο ΙΘ΄.Αιών διά των Ελληνικών χειρών ανέδειξε δύω μεγάλα θαύματα, το μέν την 25 Μαρτίου 1821, το δε την 3 Σεπτεμβρίου 1843. Όλος ο Χριστιανικός Κόσμος πιστεύει ήδη αδιστάκτως, ότι εναργώς η θεία Πρόνοια κήδεται της ενδόξου και ευκλεούς Ελλάδος, και μη ανευρίσκων καταλλήλους επαίνους, ως εκ τού μεγέθους των Ελληνικών πράξεων αναβοά, Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου! Γ.Γ.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 471/20-09-1843, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 324).
Β. Το ψήφισμα και η επιστολή του Δήμου Λαμιέων
Το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Λαμιέων σε έκτακτη συνεδρίασή του στις 5 Σεπτεμβρίου στο δημαρχιακό κατάστημα, παρουσία του Δημάρχου Λαμίας Γεωργίου Παν. Χαλμούκου ή Χαλμουκόπουλου, εξέδωσε τιμητικό ψήφισμα εκφράζοντας έπαινο σε όσους έλαβαν μέρος στην επανάσταση και ευγνωμοσύνη στους συνταγματάρχες Δημήτριο Καλλέργη, Ιωάννη Μακρυγιάννη και τους λοιπούς αξιωματικούς και κατοίκους της Αθήνας.
Το δημοτικό συμβούλιο σε επιστολή προς τον βασιλιά Όθωνα εκφράζει τη βαθύτατη ευγνωμοσύνη και ευχαριστία του για την παραχώρηση του Συντάγματος.
Η σύνθεσή του ήταν η εξής:
Πρόεδρος: Αναγνώστης Π. Ζητρουνιάτης,
Σύμβουλοι: Νικόλαος Χρυσοβέργης, Γεώργιος Μαμωνάς, Χ.Ζηγούρης, Νικόλαος Παπαγιάννης, Θ.Χ.Κωστόπουλος, Θεόδωρος Περραιβός, Νικόλαος Κωλέττης και Ρίζος Εμμανουήλ.
Το ψήφισμα και η επιστολή δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα ΑΙΩΝ ως εξής:
1.ΛΑΜΙΑ
Αριθ. 107
Το Δημ. Συμβούλιον του Δήμου Λαμίας.
Συγκείμενον από τους Συμβούλους Αναγνώστην Π. Ζητρουνιάτην Πρόεδρον, Ν.Χρυσοβέργην, Γ.Μαμουνάν, Χ.Ζηγούρην, Ν.Παπαγιάννην, Θ.Χ.Κωστόπουλον, Θ.Περραιβόν, Ν.Κωλλέττην, και Ρίζον Εμμανουήλ.
Συνελθόν εις έκτακτον συνεδρίασιν σήμερον την πέμπτην 7βρίου 1843, εις το σύνηθες κατάστημα των διασκέψεών του το Δημαρχικόν κατάστημα, επί παρουσία και του Δημάρχου Λαμίας Γ.Π.Χαλμουκοπούλου, εκφράζει τον οφειλόμενον έπαινον εις τους λαβόντας μέρος εις την κατά την τρίτην 7βρίου 1843 εθνοσωτήριον εν Αθήναις μεταβολήν υπέρ της εγκαθυδρίσεως του Συντάγματος, του ακρογονιαίου λίθου της Ελληνικής παλιγγενεσίας, και ιδίως ν’ απονείμη βαθυτάτην ευγνωμοσύνην εις τούς ενδόξους άνδρας τούς Συνταγματάρχας Κυρίους Δ.Καλλέργην και Ιω.Μακρυγιάννην και λοιπούς αξιωματικούς της φρουράς, τον Ελληνικόν στρατόν και όλους τούς λαβόντας μέρος κατοίκους Αθηνών διά τάς ευγενείς και γενναίας πράξεις των υπέρ του Συντάγματος.
Η διά της Εφημερίδος δημοσίευσις της παρούσης πράξεως, ως και η προς την Α.Μ. τον Συνταγματικόν Βασιλέα της Ελλάδος ευγνωμοσύνης και σεβασμού εκφραστική αναφορά του ανατίθεται εις τον Κ.Δήμαρχον Λαμίας δι’ εξόδων του Δημ. Ταμείου.
Το Δημοτικόν Συμβούλιον.
Αναγ.Π.Ζητουνιάτης Πρόεδρος, Ν.Χρυσοβέργης, Γ.Μαμουνάς, διά τον αγράμματον Χ.Ζηγούρην Ν.Παπαϊωάννου, Θ.Χ.Κωστόπουλος, Θ.Περραιβός, Ν.Κωλέττης, Ρίζος Εμμανουήλ.
Διά το ακριβές της αντιγραφής.
Εν Λαμία, την 8 7βρίου 1843.
Ο Δήμαρχος Λαμίας
Π.ΧΑΛΜΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ”.
2.Αριθ. 108.
Μεγαλειότατε!
Αντιπροσωπεύοντες τον λαόν του Δήμου Λαμίας οι υποφαινόμενοι Δημοτικοί Σύμβουλοι του Δήμου Λαμίας, τολμώμεν να γίνωμεν πιστοί διερμηνείς της προς τον Συνταγματικόν σου Θρόνον βαθυτάτης ευγνωμοσύνης και αφοσιώσεώς του ένεκα των λαοσώων πράξεων της Υ.Μ. των κατά την τρίτην 7βρίου τ.ε. εν Αθήναις γεννηθέντων υπέρ της εγκαθιδρύσεως του Συντάγματος, του ακρογωνιαίου λίθου της Ελληνικής παλιγγενεσίας.
Βασιλεύ! Ευαρεστηθείς να δώσης το Σύνταγμα εις το Ελληνικόν Έθνος είλκυσας των Ελλήνων όλων την προς τον Συνταγματικόν σου Θρόνον απόλυτον αφοσίωσιν, και ο Έλλην ήδη βλέπει το αίσιον αποτέλεσμα των πολλών θυσιών και αγώνων του υπέρ της ελευθερίας.
Οι ξένοι κόλακες ιστάμενοι μεσότοιχον μεταξύ του αγαπητού σου λαού και της Υ.Μ. παρεμόρφωνον την αληθή των πραγμάτων κατάστασιν και ώθουν το Έθνος και τον αγαπητόν Βασιλέα του εις τα χείλη της αβύσσου.
Ευγνωμοσύνη βαθυτάτη Συνταγματικέ Βασιλεύ! Από τον Δήμον Λαμίας διά την παραδοχήν των ευχών του Ελληνικού λαού διότι ευηρεστήθης να σώσης αυτόν από τα πολυχρόνια δεινά του διά του μόνου φαρμάκου του Συντάγματος.
Ζήθι ενδόξως και μακροχρονίως Συνταγματικέ Βασιλεύ! διά την ευδαιμονίαν του αγαπητού και πιστού Λαού σου! Ζήτω το Σύνταγμα!
Λαμία. την 5 7βρίου 1843.
Της Υ.Μ. ευπειθέστατοι και πιστοί υπήκοοι οι Δημοτικοί Σύμβουλοι του Δήμου Λαμίας.
(Έπονται αι αυταί υπογραφαί.)” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 475/03-10-1843, σελίδα 4 ψηφιακός σελιδοδείκτης 332).
 
 
ΕΙΚΟΝΕΣ
 
α
β
γ
δ
Εικ.1αβγδ. Το ΦΕΚ 31 της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 (πηγή: Εθνικό τυπογραφείο).
 
 
Εικ.2. Το έγγραφο διορισμού του δημάρχου Γεωργίου Παν. Χαλμούκου ή Χαλμουκόπουλου το 1842 [πηγή: Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος, Λαμία–τα πρόσωπα (1760-1967), Λαμία 2003, σελίδα 24].
 
ΠΗΓΕΣ
1. Εφημερίδα ΑΙΩΝ.
2. Εθνικό τυπογραφείο.
 
 
 
 
  

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Εκδρομή στην Οίτη του Οθωμανού προξένου Λαμίας και της κόρης του το 1873

  
 
Εικ.1. Η Οίτη και η πεδιάδα της Ηράκλειας Τραχινίας το 1810, όπως φαίνεται από τη Λαμία. Ο πίνακας είναι του William Haygarth και προέρχεται από τη συλλογή του «Collection of 120 original sketches of Greek landscape made in 1810-1811». (πηγή: Ιστοσελίδα Travelogues).
  
Τον Μάϊο του 1876 το γερμανικό περιοδικό Das Ausland δημοσίευσε σε δυο συνέχειες άρθρο με τίτλο «Ein Ausflug auf das Oeta-Gebirge. I & II Auf den Oeta», δηλαδή «Ένα ταξίδι στα βουνά της Οίτης. Ι & ΙΙ Στην Οίτη». Το άρθρο υπογράφει ο Στέφανος Στρέιτ, διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Λαμία (1872-1875). Ο αρθρογράφος καταγράφει τις εμπειρίες του από τη συμμετοχή του σε πολυήμερη εκδρομή στην Οίτη με πολυπληθή παρέα εκδρομέων. Η παρέα αποτελούνταν από τον Οθωμανό πρόξενο στη Λαμία Αγκόπ Εράμ Εφφέντη, την κόρη του Ελίζα, το νομάρχη Φθιωτιδοφωκίδας Πέτρο Βακάλογλου, τον διευθυντή του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας Λαμίας Στέφανο Στρέιτ και τον δήμαρχο Υπάτης με δέκα ενόπλους συνοδούς. Οι εκδρομείς ακολούθησαν τη διαδρομή Λαμία-Μεξιάτες-Υπάτη-Λουπάκι-Λιβαδιές-κορυφή της Οίτης-μισοερειπωμένο Μοναστήρι (Δαμάστας;)-Θερμοπύλες-Λαμία (Εικ.2).
  
Εικ.2. Χάρτης της διαδρομής που ακολούθησαν οι εκδρομείς κατά την ανάβασή τους στην Οίτη. Στον χάρτη, μέσα σε κόκκινο πλαίσιο, σημειώνονται τα ονόματα των χωριών και τα τοπωνύμια που αναφέρονται στο κείμενο. Δεν σημειώνεται το Λουπάκι που βρίσκεται πάνω από την Υπάτη. (πηγή: Google maps).
 
Όπως προκύπτει από αναφορά εντός του κειμένου, η εκδρομή πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1873, έξι μήνες περίπου μετά το θάνατο της δεκαοκτάχρονης Αντωνέτας Εράμ, πρώτης κόρης του Οθωμανού προξένου (29 Ιανουαρίου 1873). Το 1876, τρία χρόνια αργότερα, ο Στρέιτ δημοσίευσε τις εμπειρίες του από την εκδρομή σε δύο τεύχη του γερμανικού περιοδικού Das Ausland (Εικ.5α-στ & Εικ.6α-η).
Το κείμενο αποδίδεται σε λογοτεχνική μορφή με όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα κείμενα αυτού του είδους. Σκιαγραφούνται οι χαρακτήρες και παρουσιάζεται το ανθρώπινο πρόσωπο των υψηλών αξιωματούχων που συμμετέχουν στην εκδρομή, ειδικά του Αγκόπ Εράμ Εφφέντη, της δεύτερης κόρης του Ελίζας, του διευθυντή του υποκαταστήματος της Εθνικής τράπεζας Λαμίας Στέφανου Στρέιτ και δευτερευόντως του δημάρχου Υπάτης και του τσέλιγκα στο Λουπάκι. Ο νομάρχης Πέτρος Βακάλογλου αναφέρεται μόνο σε σημεία του κειμένου που σχετίζονται με τον τρόπο δράσης των ληστών και αυτό διότι υπήρξε άριστος γνώστης του θέματος και απηνής διώκτης της ληστείας στη Φθιώτιδα.
Ακολουθεί περιληπτική παρουσίαση της εκδρομής σε διασκευή-παράφραση από το πρωτότυπο γερμανικό κείμενο. Η παράφραση διαιρέθηκε σε κεφάλαια για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου:
«Η ιδέα για την εκδρομή
Ένα ζεστό και πνιγηρό καλοκαιρινό βράδυ του 1873 στο μπαλκόνι της κατοικίας του Αγκόπ Εράμ Εφφέντη, εκτός από τον ίδιο, βρισκόταν η κόρη του Ελίζα, ο Στέφανος Στρέιτ και ο Πέτρος Βακάλογλου. Η παρέα αγνάντευε προς την Οίτη τις φωτιές των βοσκών αναλογιζόμενη τη δροσιά που υπήρχε στο βουνό και κάπνιζε τσιγάρα από τον περίφημο καπνό του Αλμυρού (…Προϊόν επίσημον του Αλμυρού είναι ο Καπνός εις φύλλα μεσαίου μεγέθους, και έχοντα πολύ το νιτρώδες, ώστε καιόμενα εις τάς καπνοσύριγκας εξάπτονται, και σπινθηροβολούν· όλος ο καπνός ούτος δαπανάται εις την Τουρκίαν…, βλέπε: Νικολάου Παπαδοπούλου, Ερμής ο Κερδώος ήτοι Εμπορική Εγκυκλοπαιδεία, Εν Βενετία 1816, σελίδα 185.).
Ο Στρέιτ, συζητώντας ζωηρά με την Ελίζα, πρότεινε στην παρέα να επισκεφτούν την Οίτη. Στήριξε το επιχείρημά του λέγοντας ότι ο Δήμαρχος της Υπάτης του είχε υποσχεθεί συνοδεία δέκα ενόπλων ανδρών, εάν αποφάσιζε να ανέβει στην Οίτη. Όλοι ξαφνιάστηκαν και δίστασαν λόγω του κινδύνου των ληστών. Μόνο η Ελίζα παρακαλούσε τον «μπαμπάσκα» της, όπως αποκάλεσε χαϊδευτικά τον Εράμ, να πάνε στην εκδρομή. Τον αποκάλεσε «μπαμπάσκα» λόγω της γνώσης της ρωσικής γλώσσας, αφού μεγάλωσε στη Ρωσία, όταν ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης στην Κριμαία και στο Ταγκανρόγκ. Η εκδρομή αποφασίσθηκε, η Ελίζα χτύπησε τα χέρια της από χαρά και είπε ότι θα έπαιρνε μαζί της κι ένα μεγάλο περίστροφο (αγγλ. revolver)! Ο Εράμ την παρακάλεσε να μην πάει μαζί τους, αυτή όμως δεν τον άκουσε. Καληνύχτισε την παρέα και πήγε να ετοιμαστεί για την εκδρομή. Όλοι πήγαν να ετοιμάσουν τα πράγματά τους και να κοιμηθούν, αφού πρώτα στάλθηκε τηλεγράφημα-ειδοποίηση στον Δήμαρχο της Υπάτης να ετοιμαστεί μαζί με τους άντρες του για το ταξίδι.
Η αναχώρηση από τη Λαμία
Πρωΐ-πρωΐ, πριν δύσει το άστρο της αυγής, ο Αυγερινός ή Εωσφόρος, ο Στρέιτ ξύπνησε από τη φωνή του σκοπού «τις εί;» και το ποδοβολητό των αλόγων έξω από το σπίτι του. Προφανώς υπήρχε ένοπλος φρουρός έξω από το σπίτι του Στρέιτ λόγω της θέσης του ως διευθυντή του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας. O Βακάλογλου καβαλούσε ένα κόκκινο άλογο και ο κοντόσωμος Εράμ εμφανίστηκε πάνω σε ένα μεγάλο μαύρο άλογο με κόκκινη τουρκική σέλα και χαλινάρι με φούντα. Φορούσε σπιρούνια, ένα μεγάλο γαλανόλευκο τουρμπάνι τυλιγμένο γύρω από το πόδι του και στο χέρι κρατούσε μαστίγιο ιππασίας. Η Ελίζα φορούσε απλή στολή ιππασίας και έφερε δεμένο στη λεπτή της μέση το μεγάλο περίστροφο, το «μπαμπάσκας», όπως το αποκαλεί ο Στρέιτ. Στην κεφαλή της πορείας τέθηκαν δύο έφιπποι χωροφύλακες. Τους ακολούθησε η παρέα των εκδρομέων μαζί με μουλάρια φορτωμένα προμήθειες και χαλιά. Στο τέλος ακολουθούσαν άλλοι δύο έφιπποι χωροφύλακες.
Το πέρασμα του Σπερχειού και οι Μεξιάτες
Ανέβηκαν στο λόφο του Αγίου Λουκά και κατηφόρισαν νότια. Στη συνέχεια ακολούθησαν πορεία δυτικά ανάμεσα σε θερισμένα χωράφια. Μετά από μιάμιση ώρα γρήγορης ιππασίας ξημέρωσε και έφτασαν στον ποταμό Σπερχειό. Η γέφυρα είχε παρασυρθεί από μία πλημμύρα του. Λόγω της εποχής το ποτάμι ήταν ρηχό και η παρέα δεν δυσκολεύθηκε να το διαβεί. Το νερό έφτασε μέχρι τα γόνατα των αλόγων, η Ελίζα σήκωσε λίγο το φόρεμά της για να μην βραχεί. Βράχηκαν όμως λίγο τα πόδια των υπόλοιπων εκδρομέων εκτός του Εράμ, ο οποίος ήταν μικρόσωμος και τα πόδια του δεν ακούμπησαν στο νερό. Αφού πέρασαν το ποτάμι, προχώρησαν δυτικότερα κι έφτασαν στην περιοχή του χωριού Μεξιάτες με τα ασβεστωμένα σπίτια του και τα καπνοχώραφα. Συνάντησαν άνδρες και γυναίκες που δούλευαν στα χωράφια. Οι άνδρες φορούσαν τη γνωστή στον Στρέιτ φουστανέλα και οι γυναίκες λευκό χοντρό μάλλινο φουστάνι χωρίς μανίκια που έφτανε μέχρι το γόνατο. Από μέσα φορούσαν κόκκινο ή γαλάζιο ριγέ μεσοφόρι. Άνδρες και γυναίκες φορούσαν στα πόδια στενές κάλτσες μέχρι τα γόνατα, αφήνοντας ακάλυπτο το πόδι για να εφαρμόζουν τα σανδάλια. Οι μαντήλες και το μπούστο των νεότερων γυναικών διακοσμούνταν με ασημένια νομίσματα ή μετάλλια. Όλοι απαντούσαν με ευγένεια στην καλημέρα και μιλούσαν με φιλικότητα στην Ελίζα.
Στα Λουτρά Υπάτης
Προχωρώντας δυτικότερα φάνηκαν τα Λουτρά Υπάτης. Ο Στρέιτ μπόρεσε να διακρίνει με το κιάλι του ορισμένους λουόμενους και άλλους να κυκλοφορούν ανάμεσα στις καλύβες, φορώντας μεγάλα ψάθινα καπέλα και ρόμπες. Ξαφνικά φάνηκε ένα κοπάδι από καμήλες που ερχόταν προς το μέρος τους. Το μαύρο άλογο του Εράμ τρόμαξε από τις κραυγές τους και ο ίδιος, πριν τον εκσφενδονίσει, μόλις που πρόλαβε να πηδήσει από τη ράχη του αλόγου και να προσγειωθεί στη μέση ενός καπνοχώραφου. Λίγο αργότερα ο Εράμ αναλογίσθηκε το τόλμημά του, προσπαθώντας να καταλάβει πως συνέβη.
Στην Υπάτη
Η πορεία συνεχίσθηκε ψηλότερα μέσα σε ένα δρόμο από λεύκες, ανθισμένες πικροδάφνες και μυρτιές με τους μαύρους καρπούς τους. Συζητώντας για τους ληστές ξαφνικά από τους θάμνους ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ο Εράμ έβγαλε τα πιστόλια του, η Ελίζα χλώμιασε και ο Βακάλογλου και οι χωροφύλακες κοιτάζονταν μεταξύ τους. Ο Εράμ οπλίζοντας τα πιστόλια του και παίρνοντας αμυντική θέση προκάλεσε τον Στρέιτ, ως τραπεζικό διευθυντή, ρωτώντας τον ψυχρά «ποιος θα δώσει τώρα το χρυσάφι σ’ αυτούς τους κυρίους;» νομίζοντας πως είναι ληστές. Από τους θάμνους ακούστηκε μια φωνή «Καλώς ορίσατε» και εμφανίστηκε γελαστός ο Δήμαρχος της Υπάτης με τους ενόπλους του, που υποδέχτηκαν με αυτό τον τρόπο την ταξιδιωτική παρέα. Αστειεύτηκε για το φόβο τους, καθησυχάζοντάς τους ότι οι ληστές δρουν μόνο τη νύχτα και απευθύνθηκε ιδιαίτερα στον Βακάλογλου, που ήταν γνωστός διώκτης της ληστείας στη Φθιώτιδα.
Φτάνοντας στην Υπάτη ο Δήμαρχος τους οδήγησε στο σπίτι του. Ξεπερνώντας τον πανικό τους, κάθισαν σταυροπόδι για πρωϊνό γύρω από το σοφρά. Η Ελίζα πλέον χαμογελούσε δείχνοντας τα όμορφα δόντια της. Η Οίτη υψωνόταν κάθετα πίσω από την Υπάτη και ο Εράμ ισχυρίστηκε ότι και στην Υπάτη είχε αρκετή θέα και δροσιά. Ετοιμάστηκαν για την αναχώρηση.
Η ανάβαση
Τα άλογα αντικαταστάθηκαν με μουλάρια λόγω της πορείας σε ανώμαλο έδαφος που θα ακολουθούσε. Η ανάβαση προς το βουνό, πίσω από την Υπάτη, άρχισε. Η παρέα των εκδρομέων ανέβαινε ο ένας πίσω από τον άλλο κρατώντας αρκετή απόσταση μεταξύ τους, επειδή τα μουλάρια έχουν την άσχημη συνήθεια να κλωτσάνε με τα πίσω πόδια τους. Το πευκόφυτο τοπίο ακολούθησαν δάση από έλατα. Η υπέροχη θέα του κάμπου δημιούργησε επιφωνήματα ενθουσιασμού στους εκδρομείς. Το τοπίο ήταν εξαιρετικά όμορφο και ο Εράμ το αισθάνθηκε ιδιαιτέρως λόγω και της καλλιτεχνικής φύσης του ζωγράφου που διέθετε. Η έκφρασή του κάτω από το γαλανόλευκο τουρμπάνι που φορούσε, πρόδιδε τον ψυχικό του κόσμο. Η Ελίζα κολυμπούσε σε μία θάλασσα πρωτόγνωρης ευδαιμονίας. Ο Εράμ ανεβαίνοντας είπε ότι ήταν ανόητη σκέψη να ανέβουν αλλά τελικά αποζημιώθηκαν με το παραπάνω από την ομορφιά του τοπίου.
Στο Λουπάκι
Μπροστά τους φάνηκε ένα καταπράσινο οροπέδιο, το Λουπάκι. Τους επιτέθηκαν πολλά αγριεμένα σκυλιά που έμοιαζαν με λύκους. Ρίχτηκαν στους οδηγούς της παρέας. Αμέσως όμως νεαροί άντρες με φουστανέλες και μακριά ραβδιά κράτησαν τα σκυλιά μακριά τους.
 
 Εικ.3. Καλύβες στο Λουπάκι το 1935 (επιχρωματισμένη φωτογραφία). (πηγή: από το βιβλίο Μαρία Τζιβελέκη-Πολυμεροπούλου, Με τους “δικούς” μας στα Βουνά και τα Χειμαδιά–Σαρακατσαναίοι, Λαμία 1999, σελίδα 45).

Στο οροπέδιο έβοσκαν κοπάδια αιγοπροβάτων και υπήρχαν σαράντα καλύβες (Εικ.3). Οι εκδρομείς φιλοξενήθηκαν από τους βοσκούς. Παρόλο που ήταν καλοκαίρι, η βραδιά ήταν κρύα. Οι βοσκοί είχαν ανάψει φωτιά και έψησαν αρνί στη σούβλα. Οι φιλοξενούμενοι, ντυμένοι καλά λόγω του κρύου, είχαν ξαπλώσει αναπαυτικά και παρακολουθούσαν. Οι βοσκοί τοποθέτησαν το ψητό αρνί μπροστά τους μαζί με ψημένες πίτες από καλαμποκάλευρο, που έσπαγαν σε κομμάτια με το χέρι, λευκό φρέσκο πρόβειο τυρί, ένα πιάτο με καλαμποκάλευρο και μαλακό τυρί σιγομαγειρεμένο με βούτυρο, κοκορέτσι και γιαούρτι (στο κείμενο γράφει Diagourti, δγιαούρτ στην τοπική ντοπιολαλιά). Οι εικόνες αυτές ήταν πρωτόγνωρες για τους εκδρομείς. Λίγο πιο πέρα οι ένοπλοι συνοδοί (παλληκάρια) του Δημάρχου της Υπάτης, ντυμένοι με τις στολές τους και οπλισμένοι μέχρι τα δόντια άρχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν κάτω από τη λάμψη των φωτιών που είχαν αναφτεί. Ο Στρέιτ αναφέρει εδώ ότι ο επικεφαλής των βοσκών, ο Τσέλιγκας, είχε έναν ιερέα για να μαθαίνει γράμματα στα παιδιά του και ο ένας γιος του σπούδαζε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Ο Εράμ αστειευόταν συνεχώς στη συζήτησή τους. Ξαφνικά σηκώθηκε πάνω παρασύροντας και τους υπολοίπους. Η Ελίζα έπιασε το χέρι του γέρο-Τσέλιγκα, ο Εράμ το χέρι μιας νεαρής βοσκοπούλας και μαζί με τα παλληκάρια άρχισαν όλοι το χορό γύρω από τη φωτιά. Ο Εράμ είπε στους άλλους ότι ο χορός ήταν το καλύτερο μέσο χώνεψης της τροφής που έφαγαν. Τα κορίτσια των βοσκών, το ένα μετά το άλλο, προστέθηκαν στο χορό και ακολούθησαν τα αγόρια. Τα κορίτσια σχημάτισαν μια χορωδία που τραγουδούσε ένα λυπητερό κλέφτικο τραγούδι. Ο ρυθμός του τραγουδιού έγινε εντονότερος και τα βήματα του χορού έγιναν πιο γρήγορα. Μετά το χορό ακολούθησε συζήτηση που κράτησε μέχρι αργά το βράδυ.
Όταν έσβησαν οι φλόγες της φωτιάς και απέμειναν μόνο τα κάρβουνα, η παρέα αποσύρθηκε κουρασμένη. Οι φιλοξενούμενοι είχαν στη διάθεσή τους μερικές καλύβες. Μία καλύβα χωρίσθηκε σε δύο δωμάτια με μία μάλλινη κουβέρτα για να δημιουργηθεί ένα αυτοσχέδιο διαμέρισμα για την Ελίζα. Τα αυτοσχέδια κρεββάτια τους ήταν από φρέσκα κλαδιά ελάτου σκεπασμένα με χαλιά. Ο Δήμαρχος καθησύχασε τον Στρέιτ ότι είναι ασφαλείς από τους ληστές γιατί τους φιλοξενεί ο Τσέλιγκας. Ο Εράμ δύσπιστος είπε «να το δούμε» και γύρισε πλευρό για να κοιμηθεί καληνυχτίζοντας τους υπολοίπους.
Οι εκδρομείς έζησαν λίγες μέρες μαζί με τους βοσκούς στο Λουπάκι. Παρακολούθησαν το άρμεγμα των κοπαδιών, την παρασκευή τυριού και βουτύρου και περιηγήθηκαν το οροπέδιο για να προσανατολισθούν. Οι όμορφες αυτές στιγμές όμως, το «Dolce far niente», έπρεπε να τελειώσει. Ο Εράμ τους θύμισε ότι την αυγή θα ανέβουν στην κορυφή. Σε ερώτηση για την ασφάλειά τους από τους ληστές ο Τσέλιγκας τους εγγυήθηκε μόνο για «σήμερα και αύριο».
Στις Λιβαδιές
Η ομάδα ξεκίνησε την πορεία. Ανεβαίνοντας θαύμαζαν το φυσικό περιβάλλον και τα αγριόγιδα της Οίτης. Σταμάτησαν για πρωϊνό σε μία βρύση που κάποτε ήπιε νερό ο βασιλιάς Όθωνας. Ο βοσκός οδηγός τους βρήκε ίχνη αγριογούρουνου κι έστησαν καρτέρι. Όταν φάνηκε το αγριογούρουνο δέχτηκε τέσσερις σφαίρες από οκτώ κάνες. Εξασφάλισαν έτσι το κυνήγι τους. Η πορεία συνεχίσθηκε και η Ελίζα τραγούδησε έναν τουρκικό αμανέ.
 
 
Εικ.4. Οι Λειβαδιές (επιχρωματισμένη φωτογραφία). (πηγή: από το βιβλίο Μαρία Τζιβελέκη-Πολυμεροπούλου, Με τους “δικούς” μας στα Βουνά και τα Χειμαδιά–Σαρακατσαναίοι, Λαμία 1999, σελίδα 86).

Το απόγευμα έφτασαν στις Λιβαδιές (Εικ.4). Εκεί κατέλυσαν για να διανυκτερεύσουν. Οι βοσκοί και ορισμένοι σύντροφοι της παρέας από την Υπάτη ετοίμασαν μια καλύβα με κλαδιά, τοποθετώντας εξωτερικά κουβέρτες για προστασία από τον αέρα. Άλλοι έσφαξαν τα αρνιά που είχαν μαζί τους και άναψαν μια μεγάλη φωτιά για να τα ψήσουν. Οι υπόλοιποι θα φύλαγαν σκοποί τη νύχτα. Η Ελίζα μάζεψε λουλούδια με χαρούμενα επιφωνήματα έκπληξης και ο Στρέιτ διάβαζε το βιβλίο με τα ποιήματα του Γερμανού ποιητή Ferdinand Freiligrath που έφερε μαζί του. Ο Εράμ έδινε συμβουλές μαγειρικής στους μάγειρες. Κάθισαν για φαγητό με την Ελίζα να έχει την τιμητική της. Το κρύο δυνάμωσε και ο αέρας έφερνε χιόνι που είχε απομείνει στην κορυφή. Η παρέα τυλίχτηκε στις κουβέρτες της και στριμώχτηκε γύρω από τη φωτιά. Όταν έσβησαν οι φωτιές, έπεσαν για ύπνο. Ξύπνησαν λίγο μετά τα μεσάνυχτα από το κρύο. Σε μια μεγάλη φωτιά ετοίμασαν καφέ. Κάθισαν πίνοντας καφέ, καπνίζοντας και κουβεντιάζοντας.
Στην κορυφή
Την αυγή ξεκίνησαν για την κορυφή κρατώντας μεγάλα ξύλα. Ανεβαίνοντας, τα παπούτσια τους σκίστηκαν από τις κοφτερές πέτρες. Αναρριχήθηκαν μία ώρα και έφτασαν στην κορυφή, όπου δεν υπήρχε ομίχλη. Στο βάθος ανατολικά φάνηκε να ανεβαίνει ο ήλιος, πολύ χλωμά φωτισμένος. Ακολουθούν λεπτομερείς περιγραφές από τον Στρέιτ των βουνών αλλά και των νησιών του Αιγαίου, τα οποία ήταν ορατά από την κορυφή της Οίτης σε όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα (νοτιοδυτικό τμήμα της Πίνδου, Τυμφρηστός, Κόρακας ή Βαρδούσια, Γκιώνα, Παρνασσός, Καλλίδρομο, Ελικώνας, Κιθαιρώνας, Πάρνηθα, Όθρυς, Όλυμπος, Όσσα, Άθωνας, Πήλιο, Σκόπελος ή Πεπάρηθος, Σκιάθος, Σκύρος, Χίος, Εύβοια και Κυκλάδες). Ο Δήμαρχος της Υπάτης πληροφόρησε τους εκδρομείς ότι η κολώνα που ακουμπούσαν κατασκευάσθηκε για να τιμήσει την ανάβαση στην κορυφή του Όθωνα και της Αμαλίας το καλοκαίρι του 1858. Επειδή ο ήλιος άρχισε να καίει και η ζέστη δυνάμωνε, η παρέα των εκδρομέων αποφάσισε να αρχίσει την κατάβαση. Με μεγάλη χαρά ο Εράμ σχολίασε «Δόξα τω Θεώ, τώρα όλα είναι κατηφορικά προς Λαμία».
Η κατάβαση
Κατέβηκαν από την πλευρά της Πυράς για να δουν τις πηγές του Δύρα (Γοργοπόταμος). Στην καθοδική πορεία τους έκαναν στάσεις. Ακολουθώντας νοτιοανατολική κατεύθυνση σε ένα πολύ δύσκολο μονοπάτι, πλησίασαν στην παλιά Τραχίνα. Κατεβαίνοντας, για διευκόλυνσή τους, χρησιμοποίησαν ως οδηγό την κοίτη ενός μικρού ποταμού και άφησαν δεξιά τους την άλλη διαδρομή που οδηγούσε προς το Καλλίδρομο. Με τη δύση του ηλίου, οι εκδρομείς θα έφταναν στα ερείπια ενός μοναστηριού δίπλα σε ένα φαράγγι. Ο Στρέιτ αναφέρει ότι ήταν αφιερωμένο στην Αγία Ειρήνη. Η πορεία των εκδρομέων όμως δείχνει ότι μάλλον βρέθηκαν στη σημερινή Ιερά Μονή Δαμάστας. Πριν τους εκδρομείς θα έφταναν στο μοναστήρι οι συνοδοί τους, οι οποίοι θα ετοίμαζαν το δείπνο και την πρόχειρη διαμονή για τη νύχτα των εκδρομέων σε καλύβα από κλαδιά δένδρων. Σε λίγο πλησίασε την ομάδα των εκδρομέων ένας κατακουρασμένος αγγελιοφόρος του Τσέλιγκα. Έδωσε ένα γράμμα στον Δήμαρχο της Υπάτης. Το μήνυμα του Τσέλιγκα έλεγε ότι μία ληστρική συμμορία πέρασε τα σύνορα τη νύχτα και βρισκόταν στη βορειοδυτική Οίτη. Πιθανώς οι ληστές γνώριζαν για την εκδρομή των επισήμων στην Οίτη. Η κατάστασή τους ήταν δύσκολη και ο κίνδυνος μεγάλος. Θα έπρεπε να φτάσουν στις Θερμοπύλες, όπου το πρωί θα τους περίμενε μια περίπολος εφίππων χωροφυλάκων μαζί με τα άλογά τους.
Στο μισοερειπωμένο μοναστήρι (της Δαμάστας;)
Ξεκίνησαν σιωπηλοί με μεγάλα βήματα. Οι υπόλοιποι της παρέας έριχναν επιτιμητικές ματιές στον Στρέιτ που πρότεινε την εκδρομή χωρίς να υπολογίσει τον κίνδυνο και, όπως ο ίδιος αναφέρει, θεωρούσαν ότι «τους πήρε στο λαιμό του». Μετά από μιάμιση ώρα έφτασαν ασφαλείς στον προορισμό τους, στο παλιό μοναστήρι. Εκεί οι συνοδοί τους είχαν στήσει μία καλύβα στη μέση των ερειπωμένων τειχών του μοναστηριού, είχαν ψήσει το αρνί και είχαν ανάψει μια μεγάλη φωτιά από ξύλα πεύκου, η οποία όμως σβήστηκε αμέσως μετά για να μην γίνει αντιληπτή από πιθανούς εχθρούς. Το μοναστήρι χρονολογείται από τον Στρέιτ στη βυζαντινή περίοδο. Τα κελιά που ήταν κτισμένα σε τετράγωνο σχήμα γύρω από την αυλή, ήταν ερειπωμένα. Κάτω από τα κελιά υπήρχαν ημιυπόγεια θολωτά κελάρια. Σε μία γωνία υπήρχε ένα μικρό ξεροπήγαδο με πρόχειρη διακόσμηση σκαλισμένων μορφών αγγέλων και δίπλα του μία μισόξερη συκιά. Στη μέση της αυλής υψωνόταν η μικρή εκκλησία. Στο εσωτερικό της, το δάπεδο ήταν καλυμμένο με φθαρμένες πλάκες ψαμμίτη. Υπήρχαν μερικά αναλόγια και κηροπήγια πρόσφατης χρονολογίας. Στο τέμπλο ήταν τοποθετημένες εικόνες αγίων και καντήλες που έκαιγαν.
Η Ελίζα είχε μπει μέσα στη σκοτεινή εκκλησία, γρήγορα όμως άφησε μια κραυγή αγωνίας και βγήκε έξω. Στις ερωτήσεις των υπολοίπων της παρέας είπε ότι ένας ηλικιωμένος άγιος με χιτώνα και λευκή γενειάδα είχε κινηθεί προς το μέρος της και ότι οι εικόνες των αγίων ήταν στοιχειωμένες! Ο Στρέιτ και ο Εράμ μπήκαν στην εκκλησία, αφού πρώτα άναψαν ένα κερί για να δουν. Μια σκοτεινή φιγούρα με άσπρο-γκρι γένι, λίγο πιο ρεαλιστική από τις σεβάσμιες εικόνες εμφανίστηκε. Ο Εράμ φώναξε στην κόρη του «Ελίζα, πού είχες τη μύτη σου; μυρίζουν σκόρδο τα φαντάσματα;». Ήταν ένας γέρος ερημίτης που, από το έτος 1823, όταν το μοναστήρι καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, είχε μείνει μόνος ανάμεσα στα ερείπια για να ανάβει τις κανδήλες, όπως τους είπε. Βγαίνοντας έξω ο Εράμ είπε ότι δεν υπήρχε τίποτα, προφανώς για να καθησυχάσει την Ελίζα.
Όταν σκοτείνιασε εντελώς γευμάτισαν και προσπάθησαν να αναπαυθούν στην καλύβα. Μερικοί με γεμάτα τα περίστροφα έκαναν παρέα στους φρουρούς τους, που είχαν τοποθετηθεί στα τείχη μπροστά από την ερειπωμένη πύλη. Η νύχτα ήταν απόκοσμη λόγω των ουρλιαχτών των λύκων και των κρωγμών από τα νυχτοπούλια που σύχναζαν στους τοίχους των ερειπωμένων κελιών. Ο Εράμ προσπαθούσε να δώσει θάρρος με τα αστεία του.
Επιστροφή στη Λαμία
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα ξεκίνησαν την απότομη κατάβαση μέσα από χαμηλή βλάστηση. Τα ξημερώματα έφτασαν χαμηλά στους πρόποδες του βουνού κοντά στις Θερμοπύλες. Σύμφωνα με τον Στρέιτ λίγο βορειοδυτικότερα πρέπει να ήταν η αρχαία Ανθήλη. Ακούστηκε το χλιμίντρισμα ενός αλόγου και φάνηκε η ομάδα των εφίππων χωροφυλάκων που τους περίμενε με τα σελωμένα άλογά τους. Η παρέα πήρε ένα ελαφρύ πρωϊνό, αστειεύτηκαν από τη χαρά τους που επέζησαν και μετά καβάλησαν τα άλογα. Κάλπασαν μέσω της γέφυρας της Αλαμάνας και χαρούμενοι απόλαυσαν τη θέα των χωριών Μοσχοχώρι, Ομέρμπεη (η σημερινή Ανθήλη) και Κόμμα μετά από τόσες ημέρες αναρρίχησης στις ανώμαλες πλαγιές. Μπήκαν στη Λαμία με τα άλογά τους σε βηματισμό.
Ο Στρέιτ άδραξε την ευκαιρία να πειράξει τον Εράμ λέγοντας «Λοιπόν, επιστρέψατε σώος και αβλαβής, κύριε πρόξενε!» και ο Εράμ απάντησε ευχαριστώντας το Θεό και λέγοντας ότι το κισμέτ (η τύχη) τους βοήθησε και ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ στη ζωή του αυτό το ταξίδι. «Ούτε κι εγώ» είπε και η Ελίζα.
Κλείνοντας, ο Στρέιτ απευθύνθηκε προς την Ελίζα λέγοντας «Δεσποινίς Ελίζα, εδώ είναι τα λουλούδια από την Οίτη που μου δώσατε να φυλάξω. Ξέρετε πως λέγεται αυτό το μπλέ λουλούδι; Μη με λησμόνει
Stefan von Streit.».
Ακολουθεί η παράθεση των πρωτοτύπων σελίδων του γερμανικού περιοδικού:
 
 
α
β
γ
δ
ε
στ
Εικ.5α-στ. Το πρώτο μέρος του άρθρου του Στρέιτ: Das Ausland, Nr. 21. Stuttgart, 22. Mai 1876. Ein Ausflug auf das Oeta-Gebirge. I. Auf den Oeta, seiten 401-406.
 
 
α
β
γ
δ
ε
στ
ζ
η
Εικ.6α-η. Το δεύτερο μέρος του άρθρου του Στρέιτ: Das Ausland, Nr. 22. Stuttgart, 29. Mai 1876. Ein Ausflug auf das Oeta-Gebirge. II. Auf den Oeta, seiten 429-435.
 
 
ΠΗΓΗ
Περιοδική έκδοση Das Ausland 1876.