[Ακολουθεί το τελευταίο μέρος του ημερολογίου. Μετά το κείμενο ακολουθεί το εξώφυλλο σε σχέδιο του κ.Μπούκλα, η χειρόγραφη αφιέρωσή του προς εμένα, η πρώτη και η τελευταία δακτυλογραφημένη σελίδα του ημερολογίου (Εικ.1,2,3,4). Στην τελευταία σελίδα, εκτός της υπογραφής του Ηλία Γ. Κωστή παρατίθεται απόκομμα της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ της 20ης Αυγούστου 1948. Αναφέρεται σε παρασημοφόρηση του Ηλία Γ. Κωστή και άλλων οπλιτών του 42 Συντάγματος Ευζώνων, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Λαμία. Ακολουθεί χάρτης αναδημοσιευμένος από έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού με τις θέσεις των ελληνικών και ιταλικών στρατευμάτων κατά τη μάχη της Ελαίας (Εικ.5). Από το βιβλίο του Ν. Πουρναρόπουλου, 117 μέρες εκείνο το χειμώνα, παρατίθεται κείμενο ανώνυμου τσολιά για τη μάχη της Ρεμπετίστας (Εικ.6).
Εκφράζοντας τις ευχαριστίες μας και προς τιμήν του κ.Μπούκλα αναδημοσιεύουμε μέρος κειμένου του για το Έπος του 1940 (Εικ.7,8). Αναφέρονται τα ονόματα δύο πεσόντων ευζώνων, του Παναγιώτη Φαναρά και του Αθανασίου Μπαλαφούτη. Έπεσαν και ετάφησαν στη Ρεμπετίστα Ιωαννίνων, ιδιαίτερη πατρίδα του κ. Μπούκλα.
Κλείνοντας επισημαίνεται η κοινή μοίρα δύο συνταγμάτων: όπως αναφέρει ο Ηλίας Γ. Κωστής, το 42ο Σύνταγμα Ευζώνων Λαμίας και το «αδελφό» 15ο Σύνταγμα Πεζικού Ιωαννίνων πρώτα άρχισαν τον τιτάνιο αγώνα δεχόμενα την επίθεση των Ιταλών και τελευταία τον τελείωσαν, οπισθοχωρώντας και καλύπτοντας τον υπόλοιπο ελληνικό στρατό λίγο πριν τη συνθηκολόγηση]
ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ
25-4-41 (Παρασκευή)
Το χθεσινό έγγραφο διαταγή διατάσει τον αφοπλισμό μας. Ο μη συμμορφούμενος και συλλαμβανόμενος ένοπλος από σήμερα θα θεωρείτε αιχμάλωτος και με σχετικές επιπτώσεις. Τα όπλα να καθαριστούν καλά και να λιπανθούν και θα αποθηκευθούν εις τον αρχαιολογικόν χώρον. Ανήκουν δε στον Ελληνικό στρατό.
Θα ήταν ποιό έντιμο και παληκαρίσιο, όπως μας αξίζει άλλωστε, να μας πούνε παραδόστε τα όπλα είμεθα ηττημένοι και υπάρχει κίνδυνος να συλληφθείτε και να θεωρηθείτε αιχμάλωτοι πολέμου.
Όσο και να θελήσει κανείς να πιστέψει ότι τα όπλα ανήκουν στον Ελληνικό στρατό είναι απίστευτο. Εκτός εάν η συνθηκολόγηση προβλέπει να συνεχίσομε τον πόλεμο εναντίον των συμμάχων μας δίπλα στον ηττημένο εχθρό μας.
Εν πάσει περιπτώσει μέσα στην ταπείνωση του τρόπου οπισθοχωρίσεως την κακουχία και τον πόνο που αισθάνεται σήμερα ο ένδοξος ηρωικός και νικηφόρος Ελληνικός στρατός προστίθεται και η βαριά λέξις και μεγαλύτερη ακόμα πράξις….. α φ ο π λ ι σ μ ό ς.
Μέσα μας παλεύουν δύο θηριά για το θρόνο της ψυχής μας η Ν ί κ η και η ή τ τ α.
Την πρώτη την ξέρουμε καλά και τη γνωρίσαμε από κοντά μας ήταν και μας είναι αχώριστος σύντροφος, από την πρώτη μέρα της μάχης ως τα χθές το σήμερα και μέσα μας για π ά ν τ α……Η Δεύτερη τι θέλει εδώ; Παράνομα εμπήκε. Δεν είναι εδώ η θέση της σε άλλους πρέπει και ανήκει. Σ’ αυτούς που λέγονται ιταλοί αυτοί είναι οι η τ τ η μ έ ν ο ι. Σ’ αυτούς ταιριάζει η ντροπή η ήττα και η ατιμία.
Η κόρη κ’ αν βιάστηκε την έχει την τιμή της και θα την έχει αιώνια σφιχτά στην αγκαλιά της, μέσα στα βάθη της ψυχής κρυφά θα τη λατρεύει, όσπου να έλθει η ώρα της, να πεταχτεί μια μέρα περίφανη λεβέντησα και να φωνάξει δυνατά από της Ακρόπολις το βράχο, που η φωνή της ν’ ακουστεί στα πέρατα του κόσμου εγώ είμαι η Ν Ι Κ Η πού με λέν Ε Λ Λ Α Δ Α.
Ευτυχισμένοι μας νεκροί που πέσατε ένδοξα και τίμια στου χάρου το πανηγύρι. Τρισευτιχισμένοι σείς που δεν συμμετέχεται στην κακή αυτή μέρα.
Ώρες ολόκληρες συζητούν οι ομάδες των στρατιωτών για τον αφοπλισμό και τον τρόπο του. Γενικός εκνευρισμός επικρατεί και κανείς δεν ενοή να συμορφωθεί με τον καθαρισμό των όπλων και τη λιπανσίν των. Καθυστερούν την παράδοσιν.
Ώρα 9.35. Αρχίζουν να παραδίδονται τα βαρυά όπλα και μερικοί τον ατομικόν τους οπλισμό. Υπάρχουν όμως και τολμηροί πού αρνούνται που μέσα τους κοχλάζει το μίσος και η εκδίκηση πού φιλοδοξούν να πάρουν μια μέρα.
-44-
Ώρα τους καλή και ο Θ ε ό ς μαζί τους. Ο αποχαιρετισμός τους ραγίζει και την ποιό σκληρή καρδιά. Φιλούν το χέρι του Διοικητού, σφίγκουν το χέρι των Αξ/κών και φωναχτά αποχαιρετούν τους συμπολεμιστάς τους και με τρεμάμενη φωνή προφέρουν τη μεγάλη λέξη. ΚΑΛΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΑΔΕΛΦΙΑ.
Περασμένο μεσημέρι. Οι μάγειροι φωνάζουν για συσσίτιο. Πόνος βαρύς έχει πλακώσει τις ψυχές μας. Απρόθυμα πηγαίνουν. Μήπος δεν έχουν την ανάγκη του μπλογουριού μεσοστομπισμένου σιταριού, που προσφέρθηκε ερανικά από τους κατοίκους του Χωριού; Το έχουν και πολύ μάλιστα ύστερα από τη θεριστική πείνα των τελευταίων ημερών. Δικαιολογημένη όμως η απροθυμία, διότι η πρόσκληση του μάγειρα είναι τελείως ασυνήθιστη…. Έφυγε η χαριτωμένη βοηθός του πού με τη φωνούλα της προκαλούσε τη χαρά και τον ενθουσιασμό.
Κείτεται βαρειά και σιοπηλή μεσ’ το ερημοκλήσι, που μόλις πρό ώρας παραδόθηκε μαζί με την τιμή μας. Μένει εκεί σύντροφος αχώριστος του κανονιού του πολυβόλου του όλμου και των τιμημένων όπλων. Βουβή και αυτή όπως και αυτά. Ένα χέρι την έχει αφίσει και νεκρικά στολίσει. Με πλακωμένη την καρδιά όπως και η δική μας, ο νούς της φεύγει απ’ τα παληά και τρέχει στα όνειρα του μέλοντος με ε λ π ί δ α.
Αυτή η τόσο χαρωπή γεμάτη περιφάνεια που σάλπιζε περίφανα κι εμψύχωνε τη μάχη, που έβαζε ψυχή και τόλμη και στους δηλούς ακόμα, αυτή που πρώτη φώναζε στη μάχη π ρ ο χ ω ρ ε ί τ α ι προχωρείται, αυτή που με τη φοβέρα της εσκόρπιζε τον τρόμο στον εχθρό. Σταμάτησε η φωνούλα της… ως πότε ποιος ξέρει; Ας ξεκουραστεί και αυτή και ο Θεός μ ε γ ά λ ο ς.
Ο αντιλαλός της δεν θα ξεχασθεί θα μείνει φωλιασμένος στα κατάβαθα της ψυχής εκείνων πού από κοντά τη γνώρισαν. Θα ξεχασθεί και η κακία της στις ήρεμες ημέρες που τη μισούσαμε καμιά φορά για τον αιφνιδιασμό της και γρήγορα θα την ποθήσομε να μας αιφνιδιάσει.
26-4-41 (Σάββατο)
Τα σχόλια του αφοπλισμού δεν έχουν σταματίσει στις ομαδούλες των συγγενών και φίλων που έχουν γίνει. Και τι δεν ακούς στα σχόλια αυτά. Πολλοί πιστεύουν ότι ο καθαρισμός και λίπανση των όπλων είχε αλληγορικήν ένοιαν. Δηλαδή την καταστροφήν και όχι την συντήρησιν. Γνώμη τους και δεν είναι άσχημη. Κακά ψυχρά και ανάποδα πέρασε και η μέρα τούτη και έχει ο θεός. Πάντος όσπου να πιάσομε τον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων ο φόβος μας είναι μεγάλος. Γιαυτό και κανείς δεν αποχωρίζεται τον κύριο όγκο. Αυτή άλλωστε είναι και η συμβολή του Διοικητού μας.
Δ Ι Α Λ Υ Σ Η Τ Ο Υ Σ Υ Ν Τ Α Γ Μ Α Τ Ο Σ
27-4-41 (ΚΥΡΙΑΚΗ)
Στις 8 το πρωί αναχωρούμε για το χωριό ΑΜΠΕΛΙΑ που βρίσκεται κάπου έξω από τα Γιάννενα και κοντά στο δημόσιο δρόμο ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ-ΑΡΤΑΣ.
Λίγο από τη στενοχώρια του αφοπλισμού, το χωρισμό μας, αλλά και το πώς θα και αν θα φθάσωμε στα σπίτια μας, μας κρατάει αμίλητους και σκεπτικούς. Η πορεία μας μοιάζει με νεκρόσημη ακολουθία.
Βαδίζομε σε ένα πετρώδες βουνό και ανυφορικό μονοπάτι εις φάλαγκα κατ’ άνδρα. Μόλις φτάσαμε στην κορυφή αντικρίζομε το χωρουδάκι ΑΜΠΕΛΙΑ κατακαμπής και καταπράσινο. Το φθάνομε και το προσπερνούμε βαδίζοντας δεξιώτερα σε ένα ανοιχτό χώρο άσπαρτο με άφθονα χορτάρια και ανοιξιάτικα λουλούδια. Εκεί συναντούμε και ένα άλλο Συν/μα ή μάλλον υπολοίματα άλλων Συν/των του τομέος ΚΟΡΥΤΣΑΣ. Προσπερνούμε μετά από 500 περίπου μέτρα καταυλιζόμεθα, σε μια πλαγιά με αραιά μεγάλα δένδρα. Σε απόσταση μικροτέρα του χιλιομέτρου περίπου περνά ο δρόμος ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ-ΑΡΤΑΣ στον οποίο κινούνται εχθρικά οχήματα αραιά όμως. Στην κορυφή του καταυλισμού έχω πιάσει ένα δένδρο μεγάλο που χωράει όλη τη Διμοιρία μου, η οποία έχει αυξηθεί και από άλλους συμπατριώτες. Από τη διμοιρία μου δεν έχει αποχωρίσει κανείς και όλοι σχεδόν είναι από τα γύρο χωριά της Λαμίας. Εκεί κατεβάσαμε τα πραγματά μας από τις σέλες ξεσφίξαμε λίγο τους καταζόστες των αλόγων τους βγάλαμε τα χαλινά και εκείνα ρίχτικαν με λαιμαργία στο χλορό χορτάρι, με σκοπούς όμως γιατί μπορούν να μας τα πάρουν. Πολλοί ξάπλωσαν στον ήλιο να ζεστάνουν τα ταλαιποριμένα τους κορμιά από το κρύο που μάζεψαν στα αγριοβούνια της Αλβανίας.
Κοντά στο μεσημέρι φθάνουν τρία ζώα φορτωμένα προφανώς με τρόφιμα και οι ημιονηγοί ζητούν το Διοικητή που και ξεφόρτωσαν. Γύρο στη Διοίκηση μαζεύτηκαν πολλοί μεταξύ αυτών και δύο δικοί μου. Τα φορτία είχαν τριματισμένη γα-
-45-
λέτα και ότι όλα τα τρόφημα κατεσχέθησαν στα Γιάννενα. Επίσης όσους Έλληνας στρατιώτες κυκλοφορούν τους συλλαμβάνουν και τους οδηγούν σε στρατόπεδα. Η είδηση δεν μας φοβίζει και τόσο διότι τα Τζουμέρκα τα έχομε πλησιάσει και πιστόλια έχουμε σε ανάγκει.
Φαίνεται με τα φορτία ήλθε και διαταγή να καούν και τα αρχεία του Συν/τος διότι βλέπομε να υψώνονται στήλες καπνού και φλόγες. Κατεβαίνω προς τη Διοίκηση. Διαπιστώνω το κάψιμο των αρχείων. Βλέπω το Διοικητή πάνω σε ένα κυβότιο σωστό ράκος. Στηρίζει το κεφάλι του στο ένα χέρι. Γυρίζει και μου ρίχνει μια ματιά και ξανασκύβει το κεφάλι. Θέλει να μου πεί μά η συγκίνηση τον πνήγει. Δεν του μιλώ. Ξέρω καλά το χαρακτήρα του. Έχομε γνωρισθεί τόσο καλά στις δύσκολες μέρες που περάσαμε. Με καλεί κοντά του προετοιμάζει τα χείλη του και με μια φωνή βγαλμένη από τα βάθη της ψυχής του μου λέγει. Λυπάμαι κατάκαρδα γι’ αυτό το τέλος. Δεν το περίμενα. Μα ήταν μοιραίο. Σχίζεται η καρδιά μου όταν σκέπτομαι αυτά τα παιδιά πως θα φθάσουν στα σπίτια τους και σκουπίζει τα δακρυά του. Στέκο βουβός και τον ακούω. Συναισθάνομαι τον πόνο του. Είναι ένας Αξ/κός με στρατιωτική αξία και άριστα ψυχικά χαρίσματα.
Είναι μεσήλιξ αλλά μοιάζει με σεμνό γεροντάκι. Ολιγόλογος ολιγόσωμος με γκρίζα μαλλιά, αλλά το μικρό του σώμα κρίβει γεναία ψυχή. Νευρικός και αυστηρός μα δίκαιος και λογικός. Τύπος σοβαρός ολιγομήλιτος και με μεγάλη προσωπική ανδρεία. Τολμηρός και ακούραστος. Αγαπητός και ικανός στη Διοίκηση. Αψηφούσε το αίμα μα κέρδιζε τη μάχη. Οικογένεια δεν έχει είναι νεοπαντριμένος. Καταγωγή του το Αγρίνιο.
Αφού συνήλθε κάπως μου λέει ψύχραιμα πλέον. Σε λίγο διαλυόμεθα. Θέλης να έλθεις στο Αγρίνιο να ξεκοραστής δύο τρείς ημέρες στο σπήτι μου και μετά φεύγεις για τη Λαμία; Τον ευχαρίστησα για την καλοσύνη του και του λέω προτιμώ να αποφύγω το δημόσιο δρόμο και εκτός τούτου θα συνταυτίσω την τύχη μου με όλη μου τη διμοιρία. Έχεις δίκηο μου λέγει είναι προτιμότερο και σιγουρότερο το ορεινό δρομολόγιο, αλλά θα υποφέρεται από τρόφιμα είναι φτωχά όλα αυτά τα χωριά που θα περάσητε. Έχω πολλά λεπτά του λέγω και πιστεύω να βρίσκο κανένα σφάγιο ν’ αγοράζω. Μετά με ρώτησε για το δρομολόγιο που θα ακολουθήσω. Συγκεκριμένο δρομολόγιο δεν έχω θα περάσω απέναντι στο ΜΠΙΖΑΝΙ και από εκεί θα κανονίσω τη συνέχεια. Να προσέξης πολύ τη διάβαση του δρόμου Ιωαννίνων-Άρτας διότι οι Γερμανοί έχουν φυλάκια και κινητάς περιπόλους και να προτιμήσεις το σουρούπωμα τη διαβασή σου. Όχι του λέγω θα διαβώ μέρα αφού προωθήσω παρατηρητήρια. Άλλωστε μόλις περάσω το δρόμο πιάνω αμέσως τη δασομένη πλαγιά προς ΜΠΙΖΑΝΙ. Ωραία μου απαντά. Καλό ταξείδι και καλή τύχη. Ο θεός να σας βοηθήσει να φθάσητε καλά στα σπίτια σας.
Ύστερα από μισή ώρα είμεθα έτοιμοι προς αναχώρηση. Περνούμε από το Διοικητή και με υγρά μάτια, και κείνος το ίδιο, σφίγκομε τα χέρια και ο ένας στον άλλο ευχόμαστε καλή τύχη και καλή ΛΕΥΤΕΡΙΑ. Ξεκινάμε και ύστερα από 200 περίπου μέτρα σταματάμε. Προωθούμε τρείς πεζούς προφυλακτικά μέσα στα σιτάρια πού μας διευκολύνουν πολύ με εντολή αφού διαπιστώσουν το ελεύθερο του δρόμου με τα μαντίλια να μας δόσουν το σύνθημα διαβάσεως, όπως και εγένετο. Προσπερνούμε το δρόμο γρήγορα και πιάνομε τη δασωμένη πλαγιά. Το έδαφος πολύ ανηφορικό αλλά αφού προχωρήσαμε πλέον των τριακοσίων μέτρων στο δρόμο περνούν Γερμανικές μουτοσυκλέτες. Δεν έχομε όμως φόβο αλλά μείναμε εκεί ακίνητοι όσπου να προσπεράσουν. Στην κορυφή σταματίσαμε αρκετή ώρα να ξεκουραστούμε αλλά και να κατατοπισθούμε προς τα πού πέφτει το Μπιζάνι που προοριζόμεθα. Παίρνουμε ένα μονοπάτι και όπου μας βγάλει. Βαδίζομε αρκετή ώρα και έχει ήδη νυχτώσει. Προχωρούμε οπότε ακούμε γαύγισμα σκυλιού κάπως κοντά. Κατευθυνόμεθα προς τα εκεί. Το γαύγισμα δυναμώνει και ακούγεται και φωνή ανθρώπου. Του φωνάζουμε Έλληνες στρατιώτες είμαστε από πού να έλθουμε. Ήταν ένας τσοπάνος με τα γιδοπροβατά του. Εκείνος μας κατετόπισε και φθάσαμε στο μανδρί του. Τον παρακαλέσαμε να μας κατατοπίσει από πού θα πάμε στο Μπιζάνι και αν θα βρούμε και για φαγητό διότι είμαστε θεονείστικοι. Μας λέγει αδύνατο να βρούμε φαγητό αλλά και κάθε λίγο περνάει Γερμανική περίπολος. Εγώ δεν έχω τίποτα να σας δόσω πέρασε τόσος στρατός και τα εξήντλησα όλα. Και μας λέγει γιατί αργήσατε τόσο πολύ εσείς. Τον παρακαλέσαμε μήπος έχει κανένα σφάγιο να μας πωλήσει. Δυσκολεύτικε λίγο, ίσως αμφέβαλε για την πληρωμή, αλλά μόλις είδε ότι έβγαλα λεπτά μας λέγει είστε και πολλοί θα σας δώσω ένα κριάρι. Να μην πάτε όμως στο Μπιζάνι αλλά στην ΑΕΤΟΡΡΑΧΗ εκεί
-46-
είσθε σίγουροι. Του έδοσα ένα χιλιάρικο και μου λέγει δεν έχω ρέστα. Πόσο κάνει τον ρώτησα και μου λέγει τριακόσιες πενήντα δραχμές του δίνω τετρακόσιες πενήντα να μας οδηγήσει στο Χωριό και πράγματι.
Φθάνομε στο χωριό είναι ολοσκότεινο και τα σκυλιά του έχουν αναστατώσει με τα γαυγισματά τους. Είμαστε στην άκρη του χωριού στο πρώτο σπίτη χτυπούμε την πόρτα και για να μην τρομάξουν τους λέμε Έλληνες στρατιώτες είμαστε. Μας ανοίγουν πρόθυμα. Τους ζητάμε λίγο αλάτι και μια σούβλα για να ψήσομε το κριάρι. Μας έδοσαν και μπόλικα ξύλα. Το σφάζομε στα σβέλτα ανάβομε τη φωτιά και ρίχνομε αμέσως τα εντόσθια στα κάρβουνα, για να πάρωμε μια μεταλαβιά όσπου να ψηθεί το κριάρι. Τίποτε δεν αφίσαμε να πάει χαμένο και τα έντερα ακόμη. Η οικογένεια φαίνεται φτωχή αλλά πολύ φιλότιμη. Η νοικοκυρά μας προσφέρει ένα μπουκάλι ρακί και από χέρι σε χέρι το ρουφίξαμε. Έχουν περάσει μεσάνυχτα και κοντά στα ξημερώματα είμαστε έτοιμοι. Φάγαμε το μισό κρέας και το υπόλοιπο για το δρόμο.
28-4-41 (Δευτέρα)
Άυπνοι ξεκινούμε το πρωί με δρομολόγιο ΑΕΤΟΡΡΑΧΗ-ΓΕΦΥΡΑ ΠΕΤΡΑΣ-ΑΓΝΑΝΤΑ-ΠΡΑΜΑΝΤΑ-ΚΡΕΜΑΣΤΟ-ΚΤΙΣΤΑΔΕΣ-ΒΟΥΛΓΑΡΕΛΙ διανυκτέρευση, αν φυσικά φθάσομε εκεί διότι η απόσταση είναι περίπου 10 ώρες.
Την ημερομηνία και την ώρα ακριβώς αυτή που ξεκινούμε, προ εξαμήνου, γεμάτοι πατριοτική θέρμη δίδαμε τον όρκο και το λόγο της τιμής μας προς την πατρίδα, ανοίγοντας το δρόμο τις δόξας τις χαράς και της Ν Ι Κ Η Σ, σήμερα παίρνουμε τον αντίθετο δρόμο του γυρισμού φορτωμένοι την ταπείνωση και τη σκλαβιά.
Η διαδρομή αρκετά καλή βαδίσαμε σχεδόν όλο το δρόμο έφιπποι. Φθάσαμε στο ΒΟΥΛΓΑΡΕΛΙ. Προχωρίσαμε έξω από το Χωριό σε ένα πλατό μάλλον αλώνια του χωριού που ευτυχώς κοντά μας είναι και μια στάνη. Αγοράσαμε γάλα και μια προβατίνα την οποία ψήσαμε εκεί, αλλά για συσσίτιο της επομένης. Το βράδυ φάγαμε το γάλα και τα εντόσθια. Είμεθα είκοσι δύο άτομα.
Χρήματα έχω πολλά, οι άλλοι δεν ξέρω διότι δεν έγινε κοινό ταμείο. Το κακό είναι ότι τα έχω σε χιλιάρικα. Η προβατίνα και το γάλα έκαναν 700 δραχμές. Ρέστα δεν είχε ο τσοπάνος και μας έδοσε τέσσαρα κοτόπουλα. Εξασφαλίσαμε και το αυριανό και έχει ο Θεός.
29-4-41 (Τετάρτη)
Ξεκινούμε το πρωί στις 5.30 και το απόγευμα φθάνομε στο χωριό ΠΗΓΑΙ κοντά στη γέφυρα ΚΟΡΑΚΟΥ και εκεί κοντά σε στάνη. Πλουσιότερο σήμερα το φαγητό. Το υπόλοιπο κρέας γάλα φρέσκο τυρί και τα εντόσθια του τράγου που αγοράσαμε. Το ψήνομε εκεί και χορτάσαμε και ύπνο.
30-4-41 (Πέμπτη)
Το πρωί αναχωρούμε και ύστερα από μαρτυρικη διαδρομή από την κακοτοπιά αργά το βράδυ φθάνομε στο περίφημο χωριό των ντάλιδων ΠΡΟΣΗΛΙΑ. Εκεί συναντούμε και πολλούς άλλους αργοπορημένους στρατιώτες αρώστους και ταλαιποριμένους νειστικούς ανθρώπινα ράκη. Μας είπαν ότι δεν προχωρούν διότι μπροστά υπάρχουν γερμανικά φυλάκια από πληροφορίας του χωριού και τους αφαιρούν όλα τα στρατιωτικά είδη και τα ζώα που έχουν μερικοί. Ακόμη μας πληροφορούν ότι το χωριό δεν δίδει τίποτε με χρήμα. Μόνο με κουβέρτες χλαίνες και παπούτσια ακόμα για ένα κομάτι μπομπότα. Πάντος οι πληροφορίες μας κλόνισαν λίγο, παρ’ ότι τις θεωρώ υπερβολικές. Ακόμα θυμήθηκα τις κασκαρίκες του περίφημου αυτού χωριού. Τον παππά τον έβαλαν καβάλα στο βόδι, το νωματάρχη που του κρέμασαν χελώνα και το δεσπότη πού έδιοξαν νειστικό και τόσα άλλα.
Συνηθίζομε να μένομε έξω από τα χωριά για να βοσκούν και τα ζώα μας τη νύχτα. Γι’ αυτό προχωρήσαμε και μετά να γυρίσομε να επαληθεύσομε τις πληροφορίες και κυρίως των Γερμανικών φυλακίων.
Στο δρόμο βρίσκομε τον παππά ο οποίος μας υποδέχεται πρόσχαρα και προσφέρεται να μας φιλοξενήσει στο σπίτι του. Τον ευχαρίστησα δια την προσφοράν του, αλλά του λέγω έχομε και τα ζώα όπου πρέπει να βοσκίσουν το βράδυ.
Και γι’ αυτά έχω τροφή μας λέγει. Δεν του φέραμε αντίρηση, αφού θέλαμε να πάρομε και πληροφορίες για το αυριανό μας δρομολόγιο. Μας κατευθύνει στο σπίτη του που μπροστά έχει ένα μεγάλο κήπο. Δένομε τά αλογά μας στα παλούκια της φράχτης, κατεβάζομε τα πραγματά μας και τα αφίνομε σε μια γωνιά του κήπου. Ο παππάς μας παρακολουθεί από κοντά και μας λέγει. Όχι παιδιά δεν θα κοιμηθείτε μέσα στις κοπριές και μας οδηγεί στην πίσω αυλή στρωμένη με πλάκες όπου και μεταφερθήκαμε. Τον παρακαλούμε να μας βρεί και ένα σφάγιο να αγοράσομε.
-47-
Αυτό παιδιά δεν είναι δυνατόν διότι οι στάνες είναι μακρυά από το χωριό. Θα πω όμως στην παππαδιά να σας ψήσει λίγο ψωμάκι, μπομπότα φυσικά διότι εμείς καθάριο δεν έχουμε. Ας είναι είπαμε ότι και να είναι. Όσπου να ψηθεί το ψωμί μας κάνει συντροφιά. Μας ρωτάει για τον πόλεμο σε ποιο τομέα είμασταν κ.λ. Ημείς τον ρωτάμε για τα Γερμανικά φυλάκια που μάθαμε και πού ακριβώς είναι. Ναι υπάρχουν όπως μας είπαν χωριανοί που ήλθαν από κάτω πού ακριβώς δεν ξέρω. Του ζητήσαμε να μας υποδείξει άλλο δρομολόγιο να τους αποφύγουμε. Όχι μας λέγει είναι μακρυά μέσω Αγράφων Καρδίτσας. Μας είδε στενοχωρημένους και άρχισε να μας λέγει διάφορα για το χωριό του, μεταξύ των οποίων και για τα κοκκόρια με τα κέρατα. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον περίεργα. Κατάλαβε ότι αμφιβάλομε. Συκόνεται πηγαίνει στην κούρνια και μας φέρνει ένα μεγάλο κόκκορα με πράγματι κέρατα στο λιρή του και συνέχεια μας εξήγησε για τη μεταμόσχευση που κάνουν. Μας φέρνει το ψωμί η παππαδιά και με το κρεατάκι που είχαμε συμπληρώσαμε το φαγητό μας. Προσφερθήκαμε να τον πληρώσομε αλλά δεν εδέχθη λεπτά. Ετοιμασθήκαμε για ύπνο και κανονίζομε κατά τη συνηθειά μας σκοπό των αλόγων τα οποία δυστυχώς χοροπατούσαν νειστικά. Δε χρειάζεται σκοπός μας λέει ο παππάς κοιμηθείται ήσυχοι και τον πιστεύσαμε. Ένας στρατιώτης που είχε τρομερό βήχα ακούει θόρυβο στα άλογα. Πετάγεται με το όπλο του και τρέχει προς τά εκεί. Βλέπει ότι έλειπαν πολλά άλογα. Φωνάζει συναγερμό και λέγει μας τάκλεψαν τα άλογα συγχρόνως ρίχνει και τρείς πυροβολισμούς στον αέρα. Μας είχαν πάρει τέσσερα άλογα μεταξύ αυτών και τη δική μου Κούλα τη φοβιτσιάρα. Με τους πυροβολισμούς γυρίζει πίσω η δική μου με τη σέλα στην κοιλιά. Τρέχουν προς την κατεύθυνση εκείνη οι στρατιώτες αλλά είχαν γίνει άφαντα. Μας έσωσαν τα δύο όπλα που βρήκαμε πεταμένα στο δρόμο με αρκετά φυσίγγια. Αναστατώθηκε όλο το χωριό από τους πυροβολισμούς και προ πάντων τα γειτονικά σπίτια. Ακούμε μια γρηούλα να λέει. Άχ τον τράγο τάκλεψε τα παιδιά. Ο παππάς όμως άφαντος. Ετοιμαζόμαστε και γρήγορα φεύγομε και μουτζόνομε πίσω μας.
Δεν θα άξιζε ίσως τον κόπο το όλο αυτό ιστορικό δια το αισχρό αυτό και αφιλόξενο χωριό, τελείως αντίθετο από τα τόσα άλλα που περάσαμε και πού έκλεγαν γιατί δεν είχαν μια φέτα ψωμί να μας προσφέρουν, αλλά τα καλά τους λόγια μας χόρταιναν.
1-5-41 (Παρασκευή)
Προχωρούμε όλη την κατηφόρα και ξημερώματα, φθάνομε σε ένα ποτάμι το περνούμε αλλά μετά ο δρόμος διχάζεται δεξιά και αριστερά. Ποιόν να ακολουθήσομε όμως; Μπροστά στην αμηχανία μας πετάγεται ένας στρατιώτης και λέγει. Αριστερά θα βαδίσομε. Γιατί του λέμε; Και μας απαντά. Ο δρόμος αυτός είναι περσότερο πατημένος από δώ πέρασαν και οι άλλοι. Σωστή η παρατηρησή του. Ακολουθούμε το δρόμο αυτό και κοντά μεσημέρι φθάνουμε κοντά στο χωριό ΒΛΑΧΟΚΑΤΟΥΝΑ. Πρό του χωριού βλέπομε μια γυναικούλα να κάνει χοράφι με ένα μουλάρι και ένα γάιδαρο μαυροφορεμένη και δίπλα της τρία μικρά κοριτσάκια. Σε ηλικία δεν υπερβαίνει τα τριάντα της. Σταματάμε και τη ρωτούμε πρώτα για το δρομολόγιο και ύστερα αν στο χωριό θα βρούμε λίγο ψωμί. Αναστενάζει αφίνει το ζευγάρι της και μας πλησιάζει. Παληκάρια μου μας λέει δε θα βρήτε τίποτα. Το χωριό είναι φτωχό και πέρασαν τόσοι άλλοι μπροστά από σας.
Σά να διέγνωσε την απογοητευσή μας και την πείνα μας, μας κοιτάζει καλά καλά όλους σά να ψάχνει να βρεί γνωριμό της ανάμεσά μας και με βαθύ αναστεναγμό μας λέγει. Καθίστε να σας φέρω λίγο γάλα που έχω. Ψωμί δεν έχω το έδοσα στα άλλα παληκάρια που πέρασαν. Ξεζεύη το ζευγάρι της και πηγαίνει στο καλύβη της. Ανάβει αμέσως φωτιά και σε λίγο μας φέρνει 4 έως 5 οκάδες γάλα μέσα σε ένα καρδάρι και 4 κουτάλια. Αρχίσαμε με τη σειρά τα κουτάλια να το καταβροχθίζομε. Χωρίς να την καταλάβουμε στέλνει το μεγαλυτερό της κοριτσάκι κοντά στα 8 χρόνια και μας φέρνει άλλες 3 έως 4 οκάδες φρέσκο τυρί. Την χιλιοευχαριστήσαμε και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Βγάζω ένα χιλιάρικο να τις δόσω. Αδύνατο να το πάρει το πέταξα στο μικρό αλλά και αυτό δεν δέχθηκε. Την αποχαιρετούμε και εκείνη με δάκρυα στα μάτια μας λέγει. Αδέλφια μου ξέρω από πού έρχεσθε. Μακάρι και ο δικός μου άντρας να γύριζε. Ο τελευταίος λόγος της μας ράγισε την καρδιά. Και σκοπίζοντας τα δακρυά της μας λέγει. Να πάτε με το καλό στις μανούλες σας και στα παιδάκια σας όσοι έχουν. Φεύγουμε με καρδιά πλακωμένη στον πόνο.
Τη ρωτάμε για τα γερμανικά φυλάκια που υπάρχουν, με την πληροφορία που πήραμε στο προηγούμενο χωριό. Με πικρό χαμόγελο μας λέγει. Τι γερμανικό φυλάκιο
-48-
λέται αδέλφια μου σας γέλασε αυτό το βρομοχώρι. Εδώ δεν πάτησε ούτε Τούρκος στα χρόνια της σκλαβιάς μας. Πάτε στο καλό άφοβα μέχρι το Καρπενήσι. Εκεί δεν ξέρω το πατάει δημοσιά.
Στις 5.10 φθάνομε στην Ανατολική ΦΡΑΓΚΙΣΤΑ γεμάτη από στρατό. Στο δρόμο αγοράσαμε και ένα αρνί για το βραδυνό μας φαγητό. Καθός βαδίζομε για την έξοδο του χωριού μεταξύ των στρατιωτών βλέπω τον αδελφό μου Τάκη. Έφεδρο Ανθ/γό πάνω σε ένα άλογο. Κατεβήκαμε από τα αλογά μας αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Εκείνος έχει μεγάλη παρέα από Αξ/κούς και γιατρούς που έχουν καλά τον τρόπο τους. Με τα μεταγωγικά τους τα τρόφιμα και τα φαρμακά τους. Προχωρούμε έξω του χωριού και καταυλιζόμεθα, πλησίον οι παρέες κοντά στη δεξαμενή του χωριού, αλλά ο καθένας με τη συντροφιά του και το πρωί θα συνταυτίζαμε το δρομολόγιο αναχωρήσεως.
2-5-41 (Σάββατο)
Το πρωί ξεκινούμε με δρομολόγιο ΦΡΑΓΚΙΣΤΑ-ΚΑΛΕΣΜΙΝΟ-ΚΑΡΠΕΝΗΣΗ. Παίρνω και τα πράγματα του αδελφού μου, διότι το αλογό του όχι μόνο ήταν άχρηστο από την αδυναμία αλλά και επικίνδυνο να πέσει σε καμιά χαράδρα και να χάσει και τα πραγματά του.
Ώρα 12.45 φθάνομε στο Καρπενήση. Λειτουργούν πολλά ξενοδοχεία φαγητού και ταβέρνες. Γευματίζομε όλοι μαζί και μετά χωρίζομε πέρνοντας ο καθένας το δρόμο για το χωριό του. Γερμανοί δεν έχουν πατήσει ακόμα στο Καρπενήση αλλά αποφεύγομε το δημόσιο δρόμο. Με τον αδελφό μου μείναμε στο Καρπενήση. Έχομε πολλούς φίλους και συγγενείς αλλά αποφύγαμε τη φιλοξένηση να μην τους φλουμώσουμε από ψείρες. Εκτός από το ζεστό φαγητό χόρτασα και το τσιγάρο που το είχα μέρες στερηθεί.
3-5-41 (Κυριακή)
Ξεκούραστοι πλέον και καλοφαγομένοι στις 10.15 φεύγομε με δρομολόγιο Καρπενήση-Μορίκη, αποφεύγοντας το δημόσιο δρόμο, και ακολουθούμε την οροσειρά της Οίτης με προορισμό μας το ΛΟΥΠΑΚΙ.
Κοντά στο μεσημέρι φθάνομε στο Μορίκη και περνούμε από το σπίτι του εξαδέλφου μας Ευθυμίου Χινοπόρου με σκοπό να τους χαιρετήσουμε απλώς και να συνεχίσωμε. Αλλά η υποδοχή τους η χαρά τους και η επιμονή τους μας ανάγκασαν να διανυκτερεύσομε εκεί. Φαγοπότι μέχρι σκασμού.
Το βράδυ οι εξαδέλφες μας μας έστρωσαν κρεβάτια με κάτασπρα σεντόνια να κοιμηθούμε. Αρνούμεθα και οι δύο διότι τα καθαρά και κάτασπρα σεντόνια θα άλλαζαν χρώμα από τις ψείρες. Με κλάματα η θεία μας επιμένει οπότε αναγκασθήκαμε να κοιμηθούμε. Το πρωί άς πάρουν τα μέτρα τους για τις ψείρινες στρατιές που αφίσαμε.
4-5-41 (Δευτέρα)
Το πρωί μας καταφόρτωσαν με κοτόπουλα ψητά ζεστό σιταρένιο ψωμί τσίπουρο και κρασί για το δρόμο. Τους ευχαριστούμε και ξεκινούμε δρομολόγιο ΜΟΡΙΚΗ-ΓΑΡΔΙΚΙ-ΚΥΡΙΑΚΟΧΩΡΙ-ΜΟΥΣΤΡΟΒΟ που φθάσαμε βραδάκι και φιλοξενηθήκαμε στο σπίτι του φίλου μας Προέδρου, ο οποίος και μας περιποιήθηκε πολύ.
5-5-41 (Τρίτη)
Ξεκινούμε με δρομολόγιο ΜΟΥΣΤΡΟΒΟ-ΣΕΛΙΑΝΗ-ΛΙΑΣΚΟΒΟ-ΚΑΣΤΑΝΙΑ-ΛΟΥΠΑΚΙ όπου μένει η οικογένειά μας και συγχρόνως τερματίζει η τραγωδία μας.
Τρόφημα έχομε αρκετά και δεν σταματάμε σε κανένα χωριό. Στις 3.05 φθάνομε στο Λουπάκι. Κατά την είσοδό μας μας είδαν τα παιδάκια πού έπαιζαν τρέχουν στους δικούς μας και αναγγέλουν τον ερχομό μας. Τρέχουν όλοι στο δρόμο. Αγκαλιές φιλιά κλάματα χαρές αλλά και λύπες για κείνους που δεν γύρισαν. Εκεί βλέπουμε και τον αδελφό μας Κώστα Έφεδρο Υπολ/γό που και αυτός έφθασε την προηγουμένη.
Όσο για τους άλλους δύο το γαμπρό μας Χρήστο και τον εξαδελφό μας Σπύρο τα πένθιμα ρούχα της οικογενείας μας μας βεβαιώνουν ότι έμειναν αιώνιοι φρουροί της πατρίδος στην ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ.
Μας ετοίμασαν ζεστό νερό και καθαρά ρούχα για μπάνιο και όσπου να τελειώσομε μπήκαν και δύο αρνιά στη σούβλα.
\Με την συναντησή μας αυτή η χαρά και το πένθος κάνουν κοινό γλέντη και το μέλλον της σκλαβιάς άδηλον.
Εδώ κλείνη το ημερολογιό μου αφού συμπλήρωσε τον κύκλο του.
ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ: 20-7-40
ΚΗΡΥΞΗ ΠΟΛΕΜΟΥ: 28-10-40
ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΗ: 16-4-41
ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ: 25-4-41
-49-
ΔΙΑΛΥΣΗ ΣΥΝ/ΤΟΣ: 27-4-41
ΓΥΡΙΣΜΟΣ: 5-5-41
Ημερομηνίες αξέχαστες γεμάτες χαρές και λύπες.
Και τώρα θα δοκημάσομε τη σκληρή σκλαβιά και τη μανία του ηττιμένου μας Ιταλού και του μεγάλου της συμμάχου Γερμανού.
Ο θεός πιστεύω να μην ευλογίσει την αδικία και σύντομα να δικαιώσει τις θυσίες μας και να μας χαρίσει αυτή που χάσαμε άδικα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Στη στεριά δέ ζεί το ψάρι και η Ελλάδα χωρίς τη Λ Ε Υ Τ Ε Ρ Ι Α.
Τον επίλογο αφήνω να συμπληρώσουν τα παιδιά μου καί τα εγγόνια μου. Τους απευθύνω την από τα βάθη της ΨΥΧΗΣ μου ΕΥΧΗ να μη τους δοκημάσει ποτέ η μοίρα και βρεθούν στη δική μου θέση πού το ημερολογιό μου γράφει με κάθε λεπτομέρεια.
Να κρατήσουν το ημερολόγιο αυτό σαν ιερό ευαγγέλιο να τους φωτίζει και να τους θυμίζει τον αγώνα και τας θυσίας αυτών που τους προσέφεραν το μεγαλύτερο αγαθό που λέγεται Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α την οποίαν και εκείνοι από τους προγόνους τους και τους ετίμησαν.
ΗΛΙΑΣ Γ. ΚΩΣΤΗΣ
ΕΙΚΟΝΕΣ
Εικ.1. Εξώφυλλο σχεδιασμένο από τον κ.Μπούκλα.
Εικ.2. Η αφιέρωση του κ.Μπούκλα.
Εικ.3. Η πρώτη σελίδα του Ημερολογίου.
Εικ.4. Η τελευταία σελίδα του Ημερολογίου.
Εικ.5. Χάρτης της μάχης της Ελαίας.
Εικ.6. Κείμενο ανώνυμου τσολιά.
Εικ.7. Η πρώτη σελίδα του κειμένου του κ.Μπούκλα.
Εικ.8. Η τρίτη σελίδα του κειμένου του κ.Μπούκλα.
ΠΗΓΗ
Το κείμενο και οι εικόνες προέρχονται από το αρχείο του κ.Χρήστου Μπούκλα.