Στο
κέντρο της υδατογραφίας δεσπόζει το «μεγαλοπρεπές
νεόδμητον ξύλινον μέγαρον», που
αναφέρει ο Κουχενράυτερ στη διήγησή του. Το κτίριο, όπως φαίνεται από την
παρουσία Βαυαρών στρατιωτών στο εσωτερικό του και στον προαύλιο χώρο, χρησίμευε
σαν στρατώνας. Φέρει δύο σαχνισιά
με δύο νεοκλασικά τριγωνικά ξύλινα αετώματα, δείγματα λαϊκής βαλκανικής αρχιτεκτονικής.
Θυμίζουν έντονα τα αετώματα του διατηρητέου κτιρίου της οδού Θεοφίλου στη
Θεσσαλονίκη (βλέπε την έβδομη φωτογραφία στην ανάρτηση: Τσινάρι και Κουλέ Καφέ η «καρδιά» της άνω πόλης). Λίγο πίσω από το κτίριο υπάρχει χαγιάτι. Άλλο
ένα κτίριο απλούστερης αρχιτεκτονικής σχεδίασης, λιγότερο ευήλιο με μικρότερα
παράθυρα καταλαμβάνει τον υπόλοιπο χώρο στην πίσω πλευρά προς το λόφο. Ίσως
χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος. Και τα δύο κτίρια φέρουν ψηλές καπνοδόχους για
την καλύτερη διαφυγή του καπνού από τα αντίστοιχα τζάκια.
Το
όλο οικοδομικό συγκρότημα περιβάλλεται από μισογκρεμισμένο αμυντικό τείχος, το
οποίο στηρίζεται εμπρός από τέσσερις αντηρίδες. Κατά μήκος, σε όλη τη διαδρομή
του τείχους διακρίνεται πλήθος πελαργών(?).
Δίπλα
στο μέγαρο διακρίνεται ο μιναρές με την ημισέλινο στην κορυφή του και δύο κεραμοσκεπείς
τρούλοι από το Κουρσούμ Τζαμί. Το συγκεκριμένο τζαμί κτίσθηκε το 1816 από τον Οθωμανό διοικητή του
Ζητουνίου Χαλήλ μπέη δίπλα στο σεράϊ του για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών
του ιδίου και του χαρεμιού του.
Ψηλά
στο Κάστρο κυματίζει η Γαλανόλευκη μετά από αιώνες δουλείας.
Από
αριστερά: ένας ιερέας συζητάει ελαφρά
σκυμμένος με έναν καθιστό άνδρα που φοράει κόκκινο φέσι και πολυτελές κόκκινο
φόρεμα, δείγμα ανωτάτου πολιτικού αξιώματος που κατείχε στη διοίκηση της
νεοαπελευθερωμένης πόλης. Στο δεξί χέρι του κρατάει μάλλον πίπα με τσιγάρο.
Πίσω από τον ιερέα διακρίνεται ένας Βαυαρός στρατιώτης μέσα στην πύλη του
αμυντικού περιτειχίσματος. Δίπλα τους δύο όρθιες γυναίκες ντυμένες με την
παραδοσιακή ρουμελιώτικη φορεσιά συζητούν. Η μία γυναίκα φέρει στο δεξί χέρι
της μαντήλι. Πιο πίσω άλλη μία μισοκαθισμένη γυναίκα κρατάει στα χέρια της ένα
βρέφος ενώ ακριβώς πίσω της διακρίνονται δύο Βαυαροί στρατιώτες μάλλον ιππείς.
Την
παράσταση κλέβουν έξι φουστανελοφόροι με κόκκινα φέσια που χορεύουν (συρτό ή
τσάμικο χορό) με έκδηλο ενθουσιασμό. Δίπλα τους καθισμένος σταυροπόδι, φορώντας
κόκκινο φέσι και φέροντας κάπα στους ώμους, ένας άνδρας παίζει ταμπουρά, όπως
έπαιξε κι ο Μακρυγιάννης το Σεπτέμβριο του 1826 κατά την πολιορκία της Ακρόπολης. Ο
οργανοπαίχτης παρακολουθεί με ενδιαφέρον τους φουστανελοφόρους χορευτές. Τέλος
δίπλα του ένας άλλος καθιστός άνδρας με κόκκινο φέσι καπνίζει ένα μακρύ
τσιμπούκι. [Πηγή εικόνας: History of dance in Greece and Turkey 1300-1850].
Tη Μεγάλη Τρίτη 28 Μαρτίου 1833 (Ιουλιανό ημερολόγιο) αναχώρησαν
οι τελευταίοι Οθωμανοί από τη Λαμία (τότε Ζητούνι). Η πόλη παραλήφθηκε από τον Βαυαρό
Αντισυνταγματάρχη Ντ’ Άλμπερτ και τον «επί των
Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» Γραμματέα της Επικρατείας (Υπουργό) Ιακωβάκη Ρίζο Νερουλό (Εικ.1) [1].
Τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες έγινε η παραλαβή της
Λαμίας και η αναχώρηση των Οθωμανών από αυτή, μεταφέρει ο Βαυαρός Υπολοχαγός Χριστόφορος Νέεζερ (γερμ. Christoph Neeser) (1808-1883) (Εικ.2), παππούς των δύο εξαδέλφων ηθοποιών (α.Χριστόφορος Νέζερ
1887-1970 και β.Χριστόφορος Νέζερ 1902-1995)[2]. Ειδικότερα, στο
βιβλίο των απομνημονευμάτων του, ο αυτόπτης μάρτυρας και υπεύθυνος για την
παραλαβή της Λαμίας Βαυαρός Λοχαγός Κουχενράυτερ περιγράφει στον Χριστόφορο
Νέεζερ τα γεγονότα.
Πριν την περιγραφή του Κουχενράυτερ ο Χριστόφορος
Νέεζερ, παραθέτει ορισμένες πληροφορίες για τους Βαυαρούς στρατιώτες του
Λοχαγού Κουχενράυτερ: οι στρατιώτες του 7ου λόχου έχουν αποκτήσει
αντοχή στις κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας και πειθαρχούν στον τρόπο
σιτισμού τους. Αντίθετα με Βαυαρούς στρατιώτες άλλων λόχων, κάθε πρωΐ τρώνε
ζωμό με αλεύρι. Ο ίδιος ο Λοχαγός Κουχενράυτερ επιθεωρεί τους στρατιώτες
κρατώντας το ραβδί του. Οι παραβάτες αντί λεκτικής παρατήρησης, δέχονται
χτύπημα με το ραβδί.
Πλέκοντας το εγκώμιο του Κουχενράυτερ τον περιγράφει
ως «...πρακτικός ανήρ..... τολμηρότατος και
άφοβος στρατιώτης....».
Στη συνέχεια ακολουθεί η αφήγηση της παραλαβής της
Λαμίας και πως ο Κουχενράυτερ συμπεριφέρθηκε στους Οθωμανούς που κωλυσιεργούσαν
την παράδοσή της.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το Λοχαγό Κουχενράυτερ μαζί με τον
7ο λόχο τάχθηκε υπό τη διοίκησή του ο 8ος λόχος και ο
Υπολοχαγός πυροβολικού κόμης Βόθμερ, επικεφαλής ορειβατικής τηλεβολοστοιχίας[3].
Όμως ο Οθωμανός στρατιωτικός διοικητής της πόλης, αρνήθηκε την παράδοση γιατί ο
Μπέης (Έπαρχος) της Λαμίας, είχε ξύλινο μεγαλοπρεπές νεόδμητο μέγαρο και
ανέμενε εντολές από την Κωνσταντινούπολη, εάν η Λαμία θα περιλαμβάνονταν στο
Ελληνικό Βασίλειο. Προφανώς ο Μπέης ήθελε να κερδίσει χρόνο προκειμένου να μην
εγκαταλείψει το νεόδμητο ξύλινο μέγαρό του.
Ο Λοχαγός Κουχενράυτερ έστειλε αξιωματικό με διερμηνέα
στον Οθωμανό στρατιωτικό διοικητή δίνοντας προθεσμία 24 ωρών να εκκενωθεί η
πόλη. Κατόπιν παρέταξε τους δύο λόχους του σε κατάλληλο ύψωμα, στο οποίο έδωσε
εντολή να ανεβεί η τηλεβολοστοιχία με τα δύο ολμοβόλα της. Οι εναπομείναντες
Οθωμανοί μαζί με το Μπέη και το χαρέμι του είχαν κλειστεί στο κάστρο. Μπροστά
στη σθεναρή στάση του Λοχαγού Κουχενράυτερ, το επόμενο πρωΐ ο Μπέης έστειλε
μήνυμα ότι μετά το μεσημέρι τα βαυαρικά στρατεύματα θα μπορούσαν να εισέλθουν
στο κάστρο.
Η αποχώρηση των Οθωμανών ήταν εσπευσμένη. Έγινε τόσο
βιαστικά ώστε «από των οπισθίων
τοίχων του φρουρίου» έριχναν τα σκεύη
τους, τα προσκεφάλια, δέματα με φορέματα, παπλώματα και διάφορα έπιπλα, που
γέμισαν το περιχαράκωμα γύρω από το κάστρο. Επίσης έριξαν από τα τείχη και
μερικά τηλεβόλα με τους κιλλίβαντες. Όταν αναχώρησαν οι Οθωμανοί, ο
Κουχενράυτερ έστειλε ένα απόσπασμα να μπει στο κάστρο. Αυτός και οι υπόλοιποι
Βαυαροί στρατιώτες κατέλυσαν στο ξύλινο νεόδμητο μέγαρο του Μπέη.
Ακολουθεί το κείμενο από το βιβλίο των
απομνημονευμάτων του Υπολοχαγού Χριστόφορου Νέεζερ:
«...Τουναντίον ο
λοχαγός Κουχενράυτερ
Ήτο μέν αξιωματικός της παλαιάς σχολής, αλλ’ όμως και
πρωτοτύπως πρακτικός ανήρ, ουδέποτε εν ουδενί απορών. Διά τούτο και ο λόχος
αυτού ήκιστα εβλάβη υπό του ελληνικού κλίματος, οι δε στρατιώται χάριν επί
τούτοις ώφειλον αυτώ. Ο έβδομος ούτος λόχος, εξ ανδρών εκατόν πεντήκοντα
απώλεσε μόνον έξ, εν ώ χρόνω οι λοιποί λόχοι απώλεσαν 46, 54, 65 και καθ’ εξής.
Όθεν εξ ενεακοσίων ανδρών, των βαθμοφόρων μη υπολογιζομένων, επανέκαμψαν μόνον
588, των τριακοσίων δέκα του τάγματος εκείνου ταφέντων εν Ελλάδι.
Αλλ’ εις τούτο δεν έπταισε το κλίμα της Ελλάδος, αλλά τα
κατά της υγιεινής διαίτης πλημμελήματα των στρατιωτών ημών. Έτρωγον οπώρας και
έπινον ισχυροτάτους ελληνικούς οίνους, άνευ θερμού τινος γεύματος. Λίχνοι δε
επέπιπτον επί των σικύων, εξέλεγον όμως πάντοτε τα κίτρινα και σπορώδη, καίτοι
ελέγετο αυτοίς ότι πυρετούς προξενούσιν. Ούτως έπαθον πυρετόν, αλλά και κατά
τούτο διήγον ατάκτως, μη υποβαλλόμενοι εις δίαιταν, τρώγοντες δε πάν το
βλαβερόν. Όθεν οι πυρετοί κατήντων νευρικοί και η έκβασις απέληγεν εις θάνατον.
Αλλ’ εν τω εβδόμω λόχω υπήρχεν αυστηρά επιταγή να
τρώγωσιν οι στρατιώται, κατά πάσαν πρωΐαν, έτι και εν καιρώ πορείας, ζωμόν μετ’
αλεύρου. Ο λοχαγός αυτών αυστηρότατα επέβλεπε, πάση δε πρωΐα, φέρων την εαυτού
ράβδον, επεθεώρει πάντας, ίνα πεισθή περί της πληρώσεως των διαταγών αυτού.
Όστις έπραττε ταναντία, ελάμβανε, φιλίως μεν και άνευ κακών λέξεων, ικανήν διά
της ράβδου αμοιβήν.
Ο λοχαγός Κουχενράυτερ ήτο τολμηρότατος και άφοβος
στρατιώτης. Μια των ημερών διηγήσατο ημίν πώς, εν τη παραλαβή της Λαμίας,
προσηνέχθη τοίς Τούρκοις, οίπερ παρείχον αυτώ πράγματα και δυσχερείας.
Ότε επορεύθην εις Λαμίαν μετά του εμού λόχου και του ογδόου,
ταχθέντος και αυτού υπό την διοίκησίν μου, ίνα παραλάβω την πόλιν εκείνην μετά
του αρχαίου αυτής
φρουρίου
παρά των κατεχόντων αυτά Τούρκων, ήλθε μετ’ εμού και ο υπολοχαγός του
πυροβολικού κόμης Βόθμερ, άγων ορειβατικήν τηλεβολοστοιχίαν.
Ο τούρκος στρατιωτικός διοικητής ηρνήσατο την παράδοσιν
της πόλεως, διότι ο εν Λαμία μεγαλοπρεπές νεόδμητον ξύλινον έχων μέγαρον Βέης,
έπαρχος ών, ανέμενεν αμέσως εκ Κωνσταντινουπόλεως οδηγίας, ίνα μάθη εάν και η
Λαμία περιελαμβάνετο εν τη συμβάσει. Ευκόλως κατενόησα ότι ο Βέης δεν ήθελε να
καταλίπη το νεόδμητον ξύλινον μέγαρον αυτού, φρονών βεβαίως ότι ο κερδαίνων
καιρόν κερδαίνει πάντα. Τότε εξέπεμψα αξιωματικόν μετά του ημετέρου διερμηνέως
προς τον στρατιωτικόν διοικητήν, διαμηνύσας αυτώ ότι μόνον 24 ωρών παρέχω προθεσμίαν.
Είτα έστησα τους δύο μου λόχους επί προσφόρου υψώματος, εις ό προσέταξα ν’
αναβή η ορειβατική τηλεβολοστοιχία μετά των δύο ολμοβόλων αυτής. Οι Τούρκοι
διετέλουν αποκεχωρηκότες εν τω αρχαίω ενετικώ φρουρίω, εις ό, ο τε βέης και το
χαρέμιον αυτού είχον μεταβή. Όταν οι Τούρκοι είδον την σταθεράν στάσιν μου, ο
βέης μοί διεμήνυσε, τη επιούση πρωΐα, ότι μετά μεσημβρίαν ηδυνάμην να εισέλθω
εις το φρούριον. Οι Τούρκοι αποχωρούντες τόσον εσπευσμένως κατέλιπον αυτό, ώστε
έρριπτον από των οπισθίων τοίχων του φρουρίου πάντα τα σκεύη αυτών, πολλά
προσκεφάλαια, δέματα φορεμάτων, εφαπλώματα και παντοειδή έπιπλα, άπερ επλήρωσαν
τα περιχαρακώματα. Προς δε έρριψαν υπέρ τα τείχη και τινα τηλεβόλα μετά των
κιλλιβάντων, καίτοι ουδέν εκώλυε την ελευθέραν αυτών αποχώρησιν. Έπεμψα τότε
απόσπασμα εις το κενωθέν φρούριον, εγώ δε και οι λοιποί στρατιώται κατελύσαμεν
εις το ξύλινον κονάκιον, ευρόντες εν αυτώ θέσεις αρκούσας και ικανάς.
Ταύτα είπεν ο λοχαγός Κουχενράυτερ.»
Η παραλαβή της Λαμίας αναφέρεται ως είδηση και στο πρωτοσέλιδο
του φύλλου 102/12-04-1833 της εφημερίδας «Η Αθηνά» (Εικ.3):
«ΕΛΛΑΣ
Ναυπλία 1 Απριλίου
ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ
Από ανθρώπους, ελθόντας από Ζητουνίου μανθάνομεν ότι
παρεδόθη και η ακρόπολις τούτου εις τα Βασιλικά στρατεύματά μας. Λέγουν ότι οι
Οθωμανοί ηθέλησαν να περιπλέξουν τρόπον τινα το πράγμα ως προς την παράδοσιν
της Ακροπόλεως ταύτης, αλλά τα στρατεύματά μας χωρίς να χάσουν καιρόν
επλησίασαν εις την Πύλην της Ακροπόλεως, απαίτησαν αποτόμως την παράδοσίν της.
και παί ούτως εκπλαγέντες οι Οθωμανοί, χωρίς να χάσουν ούτε στιγμήν εσυμφώνησαν
και την παρέδωκαν εις ολίγον διάστημα ωρών.
Οι Οθωμανοί ίσως ενόμισαν ότι ο Σ.Μόναρχός μας ήθελε τους
θεωρήσει με το όμμα εκείνο με το οποίον ούτοι εθεώρουν τους ραγιάδας των, όθεν
και μετά την παράδοσιν της Ακροπόλεως δεν ετολμούσαν να πλησιάζουν ούτε εις
αυτούς τους Ναούς των διά να προσεύχωνται εις τον Θεόν κατά την θρησκείαν των,
αλλ’ ούτε εις τους μιναράδες των να ναβαίνουν, διά να προσκαλούν τους
ομοθρήσκους των εις τάς τελετάς των κατά την συνήθειάν των. Τούτο παρατηρήσας ο
αρχηγός των στρατευμάτων μας επροσκάλεσε τους σημαντικωτέρους Οθωμανούς, προς
τους οποίους εξέφρασε την θρησκευτικήν ελευθερίαν την οποίαν χορηγούν επίσης
εις όλους οι Νόμοι της Ελλάδος, και την διάθεσιν του Σ. Μονάρχου μας εις το να
υπερασπίζη απροσωπολήπτως όλους τους υπηκόους του, και όχι μόνον κατά την
θρησκευτικήν των ελευθερίαν, αλλά και κατά την ασφάλειαν των προσώπων των, της
ιδιοκτησίας και της τιμής (ίρτζι[4]) των κλ.. δικαιώματα τα οποία βέβαια δεν έχαιρον ποτέ
πραγματικώς και αυτοί οι Οθωμανοί υπό την Κυβέρνησίν των· εις ένα λόγον τους
είπεν ότι οποία δικαιώματα έχουν και οι Έλληνες θέλουν έχει και αυτοί, και ούτω
τους παρεκίνησε να εξακολουθούν τάς Θρησκευτικάς των τελετάς κατά τα έθιμά των.
Οι Οθωμανοί λοιπόν του μέρους εκείνου απολαύοντες ήδη δικαιώματα τοιαύτα, είναι
κατά πάντα ευχάριστοι, και ζώντες με άκραν ασφάλειαν και ησυχίαν εύχονται υπέρ
του Σ.Βασιλέως μας. Αι ακρόπολεις λοιπόν των Αθηνών Καραμπαμπά, Ευρίπου
Καρύστου και Ζητουνίου, ευρισκόμεναι μέχρι τούδε εις χείρας Οθωμανών επέρασαν ήδη
υπό την εξουσίαν της Κυβερνήσεώς μας.»
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ήδη η Αντιβασιλεία
είχε απευθύνει στο ΦΕΚ 2/22-02-1833 (σελίδες 8-9) προσρήσεις προς τους
κατοίκους των απελευθερωμένων ελληνικών επαρχιών του Ελληνικού Βασιλείου. Αξίζει
να σημειωθεί ότι στα πρώτα Φύλλα Εφημερίδας της Κυβερνήσεως οι δημοσιεύσεις των
Βασιλικών Διαταγμάτων γινόταν σε δύο γλώσσες: στην αριστερή στήλη δημοσιευόταν
το κείμενο στην ελληνική γλώσσα και στη δεξιά στήλη στη γερμανική. Επίσης,
επειδή τότε στο Ελληνικό Βασίλειο ίσχυε το Ιουλιανό ημερολόγιο, η ημερομηνία 22
Φεβρουαρίου 1833 αναφέρεται σε αυτό. Στη διπλανή στήλη του κειμένου στη
γερμανική γλώσσα αναγράφεται η ημερομηνία 6 Μαρτίου 1833 (Γρηγοριανό
ημερολόγιο).
Το
κείμενο στην ελληνική γλώσσα του παραπάνω ΦΕΚ έχει ως εξής:
«ΟΘΩΝ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Απονέμομεν εις πάντας
και εις ένα έκαστον των όσων ήθελαν αναγνώσει ή ακούσει το παρόν μας, τάς
προσρήσεις μας, και γνωστοποιούμεν εις αυτούς τα εξής·
Επειδή διά της
συνθήκης, ήτις, συμφωνηθείσα κατά την 9/21 Ιουλίου 1832 εις Κωνσταντινούπολιν
μεταξύ των Πληρεξουσίων των τριών Συμμάχων Αυλών Γαλλίας, Μεγάλης Βρεταννίας
και Ρωσίας αφ’ ενός, και της Υψηλής Οθωμανικής Πόρτας αφ’ ετέρου μέρους,
επεκυρώθη διά του υπ’ αρ. 52 Πρωτοκόλλου του εν Λονδίνω Συμβουλίου, κατά την 30
Αυγούστου του αυτού έτους, και διά της κατά συνέπειαν της ρηθείσης συνθήκης
παρά των επιτρόπων των τριών Συμμάχων Δυνάμεων κατά τους μήνας Σεπτέμβριον,
Οκτώβριον και Νοέμβριον του παρελθόντος έτους γενομένης οροθεσίας, προσδιωρίσθησαν
θετικώς και αμεταβλήτως τα σύνορα του Βασιλείου της Ελλάδος, και επειδή η
εκκένωσις όλων εκείνων των επαρχιών και μερών, αι οποίαι εννοούμεναι εντός του
νέου κράτους εδιοικούντο άχρι τούδε από Οθωμανικάς Αρχάς, ή κατείχοντο από
Οθωμανικά στρατεύματα, έπρεπε να ενεργηθή κατά την 31 Δεκεμβρίου 1832
τελευταίαν προθεσμίαν, απεφασίσαμεν, δυνάμει των χορηγηθέντων εις ημάς
δικαιωμάτων διά των 4 και 5 άρθρων της εν Λονδίνω Συνθήκης της 7 Μαΐου 1832, να
διατάξωμεν να κατασχεθώσιν όλαι αι ρηθείσαι επαρχίαι ονομαστί, η της Αττικής,
της Ευβοίας, του Ζητουνίου, και εν γένει όλα τα λοιπά μεταξύ των κόλπων της
Άρτης και του βώλου κείμενα μέρη, τα οποία, διά της συνθήκης της
Κωνσταντινουπόλεως της 9/21 Ιουλίου 1832, και διά της κατά συνέπειαν γενομένης
οροθεσίας, παρεχωρήθησαν ομού με όλας τάς ανηκούσας εις αυτά ιδιοκτησίας, εις
την παντοτεινήν και πλήρη Κυριαρχίαν του Βασιλείου της Ελλάδος, και να
ναδεχθώμεν την διοίκησίν των.
Επιχειρίζομεν λοιπόν,
δυνάμει της παρούσης δηλοποιήσεως, την κατοχήν ταύτην, και απαιτούμεν επομένως
και περιμένομεν από όλους τους κατοίκους και υπηκόους των υπό το σκήπτρον μας
‘ηδη μεταβαινουσών επαρχιών και μερών, ώστε εις το εξής να μας αναγνωρίσωσιν ως
νόμιμον Βασιλέα και ηγεμόνα των, να απονέμωσιν προς ημάς την ανήκουσαν υπακοήν
και πίστιν, να εκπληρώσιν, εν συνειδήσει και καθ’ όλην την έκτασιν τα νόμιμα
προς ημάς καθήκοντά των ως υπήκοοι, και να κάμωσι τον όρκον της πίστεως ότε
προσκληθούν.
Δίδομεν δε εις αυτούς
την υπόσχεσιν, ότι θέλομεν τους υπερασπισθή πάντοτε εις όλα τα νόμια δικαιώματα
και τας ελευθερίας των, και ότι θέλομεν έχει διηνεκή φροντίδα να επαυξήσωμεν την
ευδαιμονίαν των.
Ενταυτώ προσθέτομεν
πανδημεί την υπόσχεσίν μας, ότι θέλομεν εκτελέσει ακριβώς όλας, όσας, διά της
ρηθείσης συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως της 9/21 Ιουλίου 1832 και του 52
Πρωτοκόλλου του εν Λονδίνω Συμβουλίου της 30 Αυγούστου του αυτού έτους,
ανεδέχθημεν υποχρεώσεις, όχι μόνον να μη προξενήσωμεν το παραμικρόν εμπόδιον
εις τους κατοίκους και ιδιοκτήτας των ενσωματονωμένων με την επικράτειάν μας
επαρχιών και μερών, όσοι επιθυμούν να μεταναστεύσουν και να πωλήσουν τάς
ιδιοκτησίας των, ως προς την εκτέλεσιν των διά της ρηθείσης από 9/21 Ιουλίου
1832 συνθήκης περί μεταναστάσεως και εκποιήσεως συμφωνιών και όρων, αλλ’ εκ του
εναντίου να χορηγήσωμεν εις αυτούς πάσαν αντίληψιν· και ότι δεν θέλομεν λείψει
να δώσωμεν και εις τους πρεσβεύοντας την Οθωμανικήν θρησκείαν, όσοι ήθελαν
προτιμήσει να διαμείνουν εις το Βασίλειόν μας, πάσαν υπεράσπισιν, την οποίαν
πρέπει να περιμείνωσιν από ημάς όλοι επίσης οι υπήκοοί μας οποιασδήποτε και αν
ήναι θρησκείας, και ότι θέλομεν απονέμει εις αυτούς την εντελεστάτην, ως προς
τάς θρησκευτικάς των δοξασίας, ελευθερίαν.
Αναθέσαμεν δε την
κατοχήν των ανωτέρω επαρχιών και μερών εις τον ημέτερον επί των Εκκλησιαστικών
και της Δημοσίου Παιδείας Γραμματέα της Επικρατείας Κύριον Ρίζον, και
περιμένομεν, ώστε όλοι οι κάτοικοι και υπήκοοι να υπακούσωσι κατά χρέος εις τάς
εν ονόματί μας εκδοθησομένας παρ’ αυτού διατάξεις.
Προς ένδειξιν
επεθέσαμεν εις την παρούσαν δηλοποίησιν την υπογραφήν μας και την Βασιλικήν
σφραγίδα μας.
Εξεδόθη εν τη
Βασιλική καθέδρα μας, εν Ναυπλίω,
την 10/22 Φεβρουαρίου
1833.
ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΩΣ
Η Αντιβασιλεία
Ο Κόμης ΑΡΜΑΝΣΠΕΡΓ
Πρόεδρος, ΜΑΟΥΡΕΡ, ΕΪΔΕΚ.
Ο επί των Εξωτ. και
του Εμ. Ναυτ. Γραμ. Σ. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ»
[Πηγή: Εθνικό Τυπογραφείο].
[2] Ο Χριστόφορος Νέεζερ
γεννήθηκε στο Rüdenhausen
της Φραγκονίας
το 1808. Η ανατροφή του πραγματοποιήθηκε κάτω από συνθήκες σκληραγωγίας.
Σπούδασε νομικά και κατατάχθηκε στο στρατό. Στην Ελλάδα ήρθε με τα βαυαρικά
στρατεύματα και παρέμεινε έως το 1835. Επέστρεψε στη Γερμανία και απολύθηκε από
το στρατό το 1837.
[3] η πυροβολαρχία της
εποχής.
[4] στα τουρκικά irz.
Σημαίνει τιμή, υπόληψη, αξιοπρέπεια.
ΕΙΚΟΝΕΣ
Εικ.3 Το πρωτοσέλιδο του φύλλου 102/12-04-1833 της εφημερίδας «Η Αθηνά»
[Πηγή: εφημερίδα «Η Αθηνά»].
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
2. Νικ. Ταξ.
Δαβανέλλος-Γεωργ. Παν. Σταυρόπουλος,
Λαμία, με τη γραφίδα των περιηγητών (1159-1940), Λαμία 2005, Εκδόσεις Οιωνός.
3.
Νικ. Ταξ. Δαβανέλλος, Λαμία, το χρονικό μιας πόλης, Αθήνα 1994.