Στο Β Μέρος της αναδημοσίευσης ο Πέτρος Ε. Βρυζάκης σε
γενικές γραμμές καταγράφει:
-τις εντυπώσεις του και τα συμβάντα γεγονότα από την
είσοδό του στην πόλη της Λαμίας και την επικρατούσα εκεί κατάσταση,
-την αναζήτηση και τον εντοπισμό του συντάγματός του
στην Ταράτσα,
-τη συνάντησή του με το Νομάρχη Κωνσταντίνο Έσλιν στην
πλατεία Ελευθερίας «…ιστάμενον εκεί με το όπλον εις την χείρα…»,
-τη μετάβασή του στις προφυλακές, στην Ταράτσα.
Ειδικότερα καταγράφονται:
→Η άσχημη κατάσταση στο νοσοκομείο Λαμίας και η
λεηλασία των αποθηκών του από πολίτες και στρατιώτες. Εγκατάλειψη και λεηλασία
κατοικιών. Κριτική του Πέτρου Βρυζάκη εναντίον των ανδρών της Φθιώτιδας, οι
οποίοι «….είνε ρωμαλέοι και καλοφτιαγμένοι, φημίζονται δε και ως ανδρείοι….»,
εν τούτοις όμως δεν ενίσχυσαν την άμυνα στη Δερβέν Φούρκα, με ολέθρια
αποτελέσματα στην εξέλιξη του πολέμου και την προέλαση του οθωμανικού στρατού.
→Παρέμβαση του υπολοχαγού και εκτελούντος χρέη λοχαγού
Ιωάννη Παπακυριαζή, μετέπειτα ήρωα της μάχης του Λαχανά, κατά των καταχρήσεων
και λεηλασιών των στρατιωτών.
→Η κατάσταση στο σιδηροδρομικό σταθμό Λαμίας.
→Ο εντοπισμός του 2ου Συντάγματος Πεζικού,
από το οποίο είχαν αποκοπεί, στην Ταράτσα. Διαταγή για άμεση μετάβασή του ς
εκεί.
→Συντάντηση με το Νομάρχη Φθιωτιδοφωκίδος Κωνταντίνο
Έσλιν στην πλατεία Ελευθερίας. Πληροφορίες του κ.Έσλιν για την επαφή του με τον
Αμπντουλάχ πασά των προφυλακών (μάλλον πρόκειται για τον Σεϊφουλάχ πασά) και
για το τι διημείφθη μεταξύ τους στις διαπραγματεύσεις που είχαν έξω από την Ταράτσα.
→Διέλευση από κεντρική οδό της πόλης (εννοεί μάλλον τη
σημερινή οδό Υψηλάντους) για να μεταβούν στην Ταράτσα μέσω Πηγαδουλίων.
Περιγραφή λεηλασιών καταστημάτων και της ποτοποιΐας Χρηστίδου.
→Άφιξη στα Πηγαδούλια και λήψη πληροφοριών για τη
στρατιωτική κατάσταση.
→Συνέχιση της πορείας προς την Ταράτσα και συνάντηση
με τον διοικητή του 2ου Συντάγματος πεζικού συνταγματάρχη Λιάσκα.
→Άφιξη στην Ταράτσα και κατάληψη θέσεων προφυλακών. Επεισόδιο
με Γκέκηδες στρατιώτες του οθωμανικού στρατού και σύναψη ανακωχής.
Ακολουθεί το κείμενο:
«........
ΛΑΜΙΑ
Όταν εσταματήσαμεν εις την πρό του Νοσοκομείου μικράν
πλατείαν, εις το άκρον της πόλεως, παρέστημεν πρό θεάματος απαισίως λυπηρού.
Σάκκοι διπυρίτου[1] πλήρεις ήσαν
εσκορπισμένοι κατά γής και οι διαβαίνοντες εκείθεν ήρπαζαν όσους διπυρίτας
ηδύναντο να βαστάσωσι εις τας χείρας των. Σμήνος δε πολιτών και στρατιωτών
κατήρχοντο δρομαίοι, με τον φόβον εζωγραφημένον εις τα πρόσωπα, την μεγάλην
οδόν από της κεντρικής πλατείας της πόλεως προς το Νοσοκομείον· ιππείς δε
καλπάζοντες διά μέσου του πλήθους εκείνου επηύξανον την σύγχισην. Έβλεπε κανείς
αντάρτας μετά στρατιωτών και χωρικών και των εκ των φυλακών εξελθόντων
καταδίκων και υποδίκων, συναγωνιζομένους εις τον αγώνα της φυγής. Η πόλις
παρίστα όψιν απελπιστικήν. Άπασαι αι οικίαι αυτής έρημοι και κεκλεισμέναι
ερμητικώς, ως εάν διήλθε δι’ αυτής το πνεύμα της καταστροφής και της ερημώσεως.
Είχε διαδοθή κατ’ εκείνην την στιγμήν ότι οι Τούρκοι προυχώρουν εις τα πρόθυρα
της Λαμίας. Εις το Νοσοκομείον δε, όπερ εχρησίμευε ως αποθήκη του στρατού,
ελάμβανε χώραν σκηνή απαισία. Όλον εκείνο το πλήθος των κακούργων και των
ανταρτών, είχον εισελάσει εντός της αποθήκης παραβιάσαν τας θύρας και ήρπαζεν
έκαστος ότι ενώπιόν του εύρισκε, έν όπλον, έν ξίφος, ένα κομμάτι τυρί, τρία
ζευγάρια αρβύλαις, έν περίστροφον, μία κουβέρτα, έν σακκίδιον, έν ό,τι δήποτε
τέλος εκ των παντοειδών εξαρτημάτων του υλικού του στρατού του αποθηκευμένου εν
τω Νοσοκομείω. Ήτο θέαμα αξιοθρήνητον η αρπαγή εκείνη, οι αγώνες και η πάλη των
αρπάγων προς αλλήλους· και ενώ έβλεπε κανείς σκορπισμένα όπλα εντός της αυλείας
εισόδου, δύο ή τρείς εκ τούτων ήριζον και εγρονθοκοπούντο δι’ έν όπλον, όπερ
και οι τρείς εκράτουν διά των χειρών, ή δι’ έν στρατιωτικόν υποκάμισον, το
οποίον εγένετο επί τέλους κομμάτια εις τα χέρια των.
Η πένθιμος και απαισία εικών εξηκολούθει επί πολύ. Ο λοχαγός
μου επέτρεψεν εις τους στρατιώτας να πάρουν γαλέτταν, εκ της σκορπισμένης
έξωθεν του Νοσοκομείου. Οι διασκορπισμένοι εκεί έξωθεν, εις το πεδίον αυτό της
αταξίας και της διαρπαγής, από διαφόρων σωμάτων κατασταλάξαντες εκεί
στρατιώται, εβοήθουν εις την ερήμωσιν τους αντάρτας και τους εναπολειφθέντας
χωρικούς, οι οποίοι σωρηδόν κατήρχοντο από της πόλεως. Ήτο η εξακολούθησις του
πανικού του φοβερού, όστις από της νυκτός ελυμαίνετο την ατυχή Λαμίαν. Οι
απολυθέντες των φυλακών κακούργοι, με τα γένεια τα μακρυά, με τα βλοσυρά, τα
άγρια, τα ’ματωμένα από την δίψαν του ελευθέρου αέρος και της διαρπαγής και της
λεηλασίας βλέμματα εισήλαυνον ακάθεκτοι εις την εγκαταλειφθείσαν περιουσίαν του
Δημοσίου, αφού είχον ήδη γυμνώσει πολλάς οικίας της πόλεως. Και εις την ορμήν
των την αγρίαν ουδέν παρενεβάλλετο πρόσκομμα. Έβλεπον ένα, αγριωτάτης,
κακουργοτάτης φυσιογνωμίας, δασύτριχα και υψηλόν, κραδαίνοντα τεραστίαν
μάχαιραν και περιτρέχοντα το κτίριον του Νοσοκομείου διά να φθάση εις την
θύραν. Ιππείς τινες, διαταχθέντες ίσως παρά αξιωματικού τινος, ιστάμενοι έξωθεν
των θυρών, ελάμβανον όσα διπλά ή τριπλά είδη είχον εις χείρας των οι
εξερχόμενοι, αφίνοντες εις αυτούς μόνον ανά έν. Για να πάρουν και οι άλλοι,
καθώς έλεγε ευαγγελικώτατα ένας δεκανεύς.
Με την άδειαν του λοχαγού μου, έσπευσα εις την εκεί
πλησίον οικίαν του συγγενούς μου Γ.Ξηρού. Η θύρα της κυρίας εισόδου ήτο
κλειστή. Εισήλθον από την μεγάλην θύραν του κήπου, ορθάνοικτον εντελώς. Έκαμα
έν βήμα προς τα μέσα και το αίσθημα της νέκρας και της εγκαταλείψεως με κατέλαβον
ολόκληρον. Ποσάκις εις τον κήπον εκείνον άλλοτε, επί έξ μήνας διαμείνας εν
Λαμία, κατά τον χρόνον καθ’ όν υπηρέτουν πρό επταετίας ως κληρωτός εκεί,
ποσάκις δεν εγέλασα και δεν διεσκέδασα με τους συγγενείς μου, ευτυχής μεταξύ
των ιδικών μου! Και τώρα ο κήπος εκείνος έρημος, η οικία, κεκλεισμένη. Δύο
κόττες εκούρνιαζαν επάνω εις ένα σωρόν από κλήματα και παρά πέρα, ένα σκυλάκι
επί των πλακών της αυλής εκάθητο μαζευμένον και μόνον το βλέμμα διηύθυνε προς
εμέ, χωρίς να σηκώση το κεφάλι του. Και εσκέφθην ότι το ωραίο αυτό σπητάκι,
μαζή με τα άλλα εύμορφα σπητάκια τα ευρωπαϊκοφτιασμένα της Λαμίας, θα εγένετο
μετ’ ολίγον βορά του πυρός των Τούρκων, τέφρα της αγριότητος των επιδρομέων.
Και εφούσκωσε το στήθος μου και η συγκίνησίς μου εκορυφώθη και το δάκρυ μου
πύρινο ανέβηκε ’ς τα μάτια μου. Ετράβηξα την πόρτα και μετά δύο λεπτά ήμην
πάλιν εις τον λόχον, με την καρδίαν βεβαρυμένην από την πικρίαν και την λύπην.
Ατυχής Λαμία! Επέπρωτο λοιπόν μετά εβδομήκοντα ετών βίον ελεύθερον,
επικοδομητικόν, βίον ειρήνης και εργασίας, να πατήση το έδαφός σου η πτέρνα του
Τούρκου; Επέπρωτο τάς οικίας και τους ναούς σου να βεβηλώσουν, μετά εβδομήκοντα
ετών βίον αι ορδαί του Χαμίτ; Όχι, τάς ορδάς αυτάς αντικατέστησαν αυτά τα τέκνα
σου, αυτοί οι πολίται και οι στρατιώται της ελευθέρας Ελλάδος! Έπρεπε να
προστεθή εις τα αίσχη των ηττών και των φυγών, το αίσχος της διαρπαγής των
περιουσιών, το αίσχος της λεηλασίας και της καταστροφής από Έλληνας, φέροντας
επί του πίλου το στέμμα το Εθνικόν, το ιερόν Ελληνικόν εθνόσημον.
Δεν δύναμαι εδώ να μην κάμω μίαν παρατήρησιν ήτις
εγένετο από όλον τον κόσμον. Η Φθιώτις είνε πυκνότατα κατωκημένη και οι άνδρες
της είνε ρωμαλέοι και καλοφτιαγμένοι, φημίζονται δε και ως ανδρείοι. Και όμως,
εκτός ευαρίθμων νέων, οι οποίοι ηκολούθησαν ανταρτικά σώματα, ουδείς εξήλθε να
υπερασπίση τα εδάφη της, τάς εστίας της, κινδυνευούσας πλέον. Αν, όταν εγνώσθη
η επίθεσις κατά του Δομοκού, οι Φθιώται και κυρίως οι Λαμιείς, αντί να
εφαρμόσουν το ο σώζων εαυτόν σωθήτω, στέλλοντες τα γυναικόπαιδα πέραν του
Σπερχειού, ερρίπτοντο δισχίλιοι, χίλιοι, πεντακόσιοι επί τέλους εις την γραμμήν
της Δερβέν Φούρκας και κατελάμβανον τα κύρια σημεία, τα οποία καλά εγνώριζον
πόσον ήσαν ισχυρά, θα διέσπα την επομένην ο Τούρκος την γραμμήν; θα ηπείλει την
μεθεπομένην το σπήτι των, την εστίαν των; Ας απαντήσουν αυτοί οι ίδιοι.
Παρήλθον όμως δυστυχώς φαίνεται οι χρόνοι των θυσιών και των ηρωϊσμών, και αυτό
το αίσθημα του υπέρ βωμών και εστιών, και κατά την στενοτάτην του έννοιαν
αγώνος, εξέλιπεν εκ της Ελλάδος. Η δικαιολογία ότι αφού όλος ο στρατός έφευγε,
τι θα έκαμνον οι πολίται, πάς τις εννοεί ότι είνε κενή. Έκαστος έχει τας
ευθύνας του και έκαστος κρίνεται κατά τα έργα του.
-Κύριε Βρυζάκη, μου λέγει ο διοικητής του λόχου μου
μόλις έφθασα εκεί, να συγκεντρώσουμε τους στρατιώτας και να συνεννοηθούμε με
τους άλλους λόχους τι θα κάμωμε. Δεν κατόρθωσα να μάθω πού είνε το σύνταγμά
μας.
-Ούτε εγώ δέν έμαθα τίποτε. Καλόν είνε να περιμένωμε
εδώ.
-Βέβαια εδώ θα περιμένωμε, αλλά να συγκεντρωθούν οι
στρατιώται μας.
Μετά του κ.Ζαφείρη περιήλθομεν και εκαλέσαμεν τους
αποσπαθέντας εκ του λόχου, άλλους διά να πάρουν ψωμί και άλλους για νερό,
στρατιώτας και ωδηγήσαμεν τον λόχον κάτωθεν του Νοσοκομείου, παρά τον σταθμόν
του μικρού σιδηροδρόμου Λαμίας-Αγίας Μαρίνης. Ο κ.Παπακυριαζής αφήρεσε πάν ό,τι
τινές των στρατιωτών είχον λάβει εκ των δημοσίων ειδών και τα έδωκεν εις τους
διερχομένους πολίτας. Πολλάκις μού εδόθη περίστασις να εκτιμήσω την αρετήν
αυτήν του λοχαγού μου, του να θέλη τον στρατιώτην υπέρ πάσαν κατάχρησιν, υπέρ
πάσαν ιδιοποίησιν, έστω και του ελαχίστου πράγματος. Η αυστηρότης του δε η
φυσική περί την διοίκησιν, ήτο εχέγγυον της χρησιμοποιήσεως της αρετής του αυτής, τουλάχιστον εις τους υπ’ αυτόν άνδρας.
Της αρετής του δε αυτής παράδειγμα προεβάλλετο αυτός ο ίδιος, εις άκρον τίμιος
και αυστηρός περί την διαχείρισιν αμείλικτος και εις την υπόνοιαν ακόμη περί
έστω και της ελαχίστης καταχρήσεως. Βδελυγμία με καταλαμβάνει όταν αναλογίζομαι
την αντίθεσιν του χαρακτήρος ενός άλλου διοικητού λόχου, τον οποίον, αν
ηδυνάμην ν’ αποδείξω τάς εις εμέ αναμφισβήτως γνωστάς βδελυράς ιδιοποιήσεως
προστυχωτάτων πραγμάτων πράξεις του, θα έρριπτε ισοβίως εις τάς τρώγλας του
παλαιού στρατώνος, όσην εξ άλλου ανακούφισιν αισθάνομαι αναλογιζόμενος τον
χαρακτήρα τον αδέκαστον, τον αυστηρόν του Παπακυριαζή εις το ζήτημα τούτο. Και
μόνη η άκρα τιμιότης του αξιωματικού τούτου, άνευ των άλλων πλεονεκτημάτων του,
τον αναβιβάζει εις την εκτίμησίν μου και εις την εκτίμησιν παντός, όστις
ηδυνήθη να τον γνωρίση εν τη υπηρεσία του ως στρατιώτην. Αι ολίγαι αυταί λέξεις
είνε η έκφρασις καθαράς αληθείας, ήν αισθάνομαι την υποχρέωσιν να εκφράσω ενταύθα
χάριν της αρετής.
Εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν ήσαν φίρδην-μύγδην εις
σωρούς υπερμεγέθεις, παντός είδους έπιπλα και σκεύη προωρισμένα να μεταφερθώσι
διά του σιδηροδρόμου. Αλλά τι να πρωτομεταφέρη ο μοκροσκοπικός εκείνος
σιδηρόδρομος, εις τον οποίον προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν όσοι ήσαν μαζευμένοι
εκεί; ήτο έτοιμος ο συρμός των 5 ή 6 φορτηγών βαγονίων, άτινα έχει ο
σιδηρόδρομος αυτός, με πύργους επίπλων επ’ αυτών, με πλήθος ανθρώπων κινδυνευόντων
εις την πρώτην κίνησιν αυτού και αποτελούντων μάζας πολυμόρφους εκεί επάνω και
όμως προσεπάθουν οι κάτω μένοντες να ρίψουν τα πράγματά των επ’ αυτού και να
σκαρφαλώσουν και αυτοί, έως ου η κατόπιν συριγμού αναχώρησις του τραίνου έθεσε
τέρμα εις τας αλγεινάς σκηνάς. και ήτο εκείνος φεύ! ο τελευταίος ίσως δρόμος,
τον οποίον θα εξετέλει ο σιδηρόδρομος αυτός. Οι εναπομείναντες έλαβον ό,τι
ηδύνατο εκ των πραγμάτων των εις τάς χείρας και ετράπησαν απέλπιδες προς την
μεγάλην αμαξητήν οδόν προς την Αλαμάναν.
Εμάθομεν μετ’ ολίγον ότι τι σύνταγμά μας ευρίσκετο εις
Ταράτσαν και ο λοχαγός μου έστειλε να ειδοποιήση τον συνταγματάρχην μας, ότι οι
τρείς λόχοι ευρισκόμενοι εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν, ανέμενον τάς διαταγάς
του.
Ήτο ήδη μεσημβρία όταν μας ήλθεν η διαταγή του
Διοικητού μας να ανέλθωμεν αμέσως εις Ταράτσαν.
Η τριλοχία παρατάσσεται και μετ’ ολίγα λεπτά
εκκινούμεν διά της κεντρικής οδού προς την Ταράτσαν.
Όταν εφθάσαμεν εις την κεντρικήν πλατείαν της Λαμίας,
συνήντησα τον νομάρχην κ.Έσλιν, ιστάμενον εκεί με το όπλον εις την χείρα. Ήτο
ψυχρός την όψιν και σοβαρός, με το άλγος εζωγραφημένον εις την ευγενή εκείνην
μορφήν, εις την οποίαν εκχύνεται όλον το μεγαλείον του νου και του πνεύματος,
όλη της ψυχής η ισχύς και όλον το θάρρος το αδάμαστον καρδίας, παλλομένης υπό
αγνού πατριωτισμού! Τι εγκλείει το μικρόν εκείνο, το ασθενές εκ πρώτης όψεως,
σώμα! Είχα την ευτυχίαν να τον πλησιάσω επί μακρόν άλλοτε τον κ.Έσλιν, να τον
εκτιμήσω κατά τας ασθενείς μου προς τούτο δυνάμεις να αντλήσω διδάγματα εκ του
αδαμαντίνου αυτού χαρακτήρος, να αντιληφθώ των αρετών του και να σχηματίσω την
ακράδαντον ιδέαν ότι ο Έσσλιν είνε ο πρώτος της Ελλάδος πολίτης. Και τώρα τον
έβλεπα εκεί, εν τω μέσω της καταστροφής και του κινδύνου, αντιπρόσωπον του
Κράτους εις την απειλουμένην χώραν, τελευταίον μένοντα, προσπαθούντα, εν τη
υπερτάτη γαλήνη της εκπληρώσεως του καθήκοντος, να σώση την χώραν, ν’ αποτρέψη
απ’ αυτής τον κίνδυνον τον αναπόφευκτον. Άχ! να είχε η Πατρίς μας πολλούς
ομοίους προς αυτόν πολίτας!
Τον επλησίασα με τον απεριόριστον εκείνον σεβασμόν, όν
τρέφω εις τον έξοχον αυτόν άνδρα και τον εχαιρέτησα.
-Μπά, εδώ και εσείς, κ.Βρυζάκη;
-Εδώ, κ.Έσσλιν, ειπέτε μας τίποτε, παρηγορήσατέ μας,
τι τρέχει; Εμάθαμε ότι μετέβητε εις το εχθρικόν στρατόπεδον. Τι εκάματε;
-Δυστυχώς φαίνεται ότι η Λαμία θα πέση εις χείρας των
Τούρκων. Την απόφασιν αυτήν μού εδήλωσε κατηγορηματικώς ο Απτουλλάχ πασάς, ο
διοικητής των προφυλακών, με τον οποίον ωμίλησα. Του είπα ότι μεταξύ των
Κυβερνήσεων των δύο κρατών συνωμολογήθη ανακωχή, ήν ως αντιπρόσωπος εγώ της Κυβερνήσεώς
μου τώ εδήλωσα ρητώς και επισήμως, καταστήσας αυτόν υπεύθυνον διά τας
συνεπείας. Ωμίλησα και προς πολλούς των αξιωματικών, ών εθαύμασα την μόρφωσιν.
Ο πασάς μού απήντησεν ότι έχει διαταγήν να καταλάβη την Λαμίαν και θα την
καταλάβη, εκτός αν λάβη αντίθετον διαταγήν. Προσέθεσε δε ο πασάς, ότι δεν θα
τον ημπόδιζεν εις τούτο ο κύριος όστις ίσταται όπισθεν των λόφων μετά ενός
ημιτάγματος (εννούσε τον στρατηγόν Μακρήν). Τούτο μόνον υπεσχέθη, ότι δεν θα
πυροβολήση προχωρών, αν δεν εύρη αντίστασιν.
Ο κ.Έσσλιν κατώρθωσε να τον πείση ότι έπρεπε να ζητήση
νέας διαταγάς και ο Τούρκος πασάς εδέχθη να συνεννοηθή μετά των αντιπροσώπων
του αρχηγού των Ελληνικών στρατευμάτων περί στρατιωτικής εκεχειρίας.
Ηυχαρίστησα τον κ.Έσσλιν διά τας πληροφορίας του και
έσπευσα να φθάσω τον προχωρήσαντα λόχον.
Είνε γνωστόν ότι το θάρρος του κ.Έσσλιν αψηφήσαντος
τάς εχθρικά σφαίρας και ανελθόντος εις το τουρκικόν στρατόπεδον διαρκούσης της
μάχης της Ταράτσας, και η ευθαρσής και άφοβος γλώσσα και η λογική αυτού η
ακαταμάχητος προς τον τούρκον στρατηγόν, εκλόνισαν την απόφασιν του τελευταίου
τούτου και ο φόβος της ευθύνης, δι’ ής ηπείλησεν αυτόν ο κ.Έσσλιν, τον ηνάγκασε
να μεταβάλη την περί καταλήψεως της πόλεως αρχικήν απόφασίν του και να ζητήση
νεωτέρας διαταγάς. Ούτως η Λαμία απέφυγε τον επικρεμάμενον κίνδυνον της
φρικτής, της αποτροπαιοτάτης καταστροφής. Άνευ του Έσσλιν η Λαμία, μ’ όλην την
γενναίαν αντίστασιν του στρατηγού Μακρή, θα έπιπτεν εις χείρας των Τούρκων και
αι συνέπειαι είνε ευνόητοι.
Διήλθομεν άπασαν την πόλιν, ήν διασχίζει από βορρά
προς νότον η κεντρική αυτής οδός. Άπαντα τα ένθεν και ένθεν της οδού
καταστήματα και τα επί της πλατείας ήσαν ανοικτά και πλήρη στρατιωτών και
λεροφορεμένων, διαρπαζόντων πάν το προστυχόν. Ήτο θέαμα άκρως αλγεινόν η
ρεμούλα εκείνη η γενική. Το ωραίον κατάστημα του Χρηστίδου, πλησίον της
πλατείας, πλουσιώτατον εις ποτά ευρωπαϊκά και άλλα είδη παρίστα πεδίον
καταστροφής τελείας. Εις Γήν Μαδιάμ είχε μεταβληθή εις ολίγην ώραν το πλούσιον
εκείνο κατάστημα. Καθ’ ήν στιγμήν διηρχόμεθα εκείθεν στρατιώται καθ’ ομάδας
εξήρχοντο των τεθραυσμένων θυρών και παραθύρων, κρατούντες ο μέν κουτιά
σαρδέλαις, άλλος κονσέρβαις διάφοραις, άλλος μπουκάλι σαρτρέζ ή κακάου ή κίνας,
έκαστος τέλος έν λάφυρον εκ της γενικής εκείνης αρπαγής. Η Λαμία εν γένει
διαθεομένη από τους μεμονωμένους πλέον ανθρώπους, τους ζητούντας εις την φυγήν
την σωτηρίαν, με ερμητικώς κεκλεισμένας τάς οικίας είχεν όψιν απαισίως
τραγικήν. Μόνον τα καταπράσινα δένδρα των κήπων και πρό πάντων εις το προς τα
Πηγαδούλια μέρος της πόλεως, όπου η δενδροφυτεία είνε πυκνοτάτη, εγλύκαιναν την
αγρίαν εντύπωσιν. Μετά ημίσειαν ώραν εφθάσαμεν εις θέσιν Πηγαδούλια, πέντε
λεπτά απέχουσαν της Λαμίας, εις το άνω μέρος αυτής. Εκεί εμείναμεν ολίγα λεπτά,
κατόπιν διαταγής σταλείσης παρά του συντάγματος, υπό την σκιάν των υπερυψήλων
και πυκνοφύλλων λευκών, αι οποίαι στολίζουν το ρομαντικόν εκείνο μέρος. Εκεί
εμάθομεν λεπτομερώς ότι άμα τη πρωΐα, οι τούρκοι ηκολούθησαν κατά πόδας τον
υποχωρούντα στρατόν, επέφερον την σύγχυσιν και την φυγήν και μόνον εις τους
άνωθεν της Ταράτσας λόφους, διά της προσωπικής του πλέον ανδρείας, ο στρατηγός
Μακρής, κατορθώσας να συγκεντρώση τμήματα τινα της Αης ταξιαρχίας, έν τάγμα
δηλ. του 1ου συντάγματος υπό τον Γιάνναρον[2], το 1ον και 2ον τάγμα του
συντάγματός μας και τον 3ον λόχον του τάγματός μας υπό τον
ταγματάρχην μας Πριονιστήν και ένα λόχον ευζώνων υπό τον λοχαγόν Κωνστ.
Πετμεζάν[3], εκράτησε δι’ ερωμένης
αντιστάσεως τον επερχόμενον εχθρόν. Κατά την πρώτην δε παρά την Καμηλόβρυσιν
σύγκρουσιν, εύρεν ηρωϊκόν θάνατον ο διοικητής του 2ου λόχου του 1ου
τάγματος του συντάγματός μας, λοχαγός Τσαλτάκης, καθ’ όλας τας μάχας επιδείξας
καρτεροψυχίαν και γενναιότητα ζηλευτήν.
Εκ των Πηγαδουλίων διήλαυνε σειρά τραυματιών. Μεταξύ
των οπλιτών βλέπω και τον έφεδρον ανθυπολοχαγόν Κωνστ. Κώνσταν με δεδεμένην την
χείρα. Είχε τραύμα διαμπερές εις το άκρον του πήχεως της δεξιάς χειρός, θραύσμα
δε οβίδος του είχε κόψει το κάτω άκρον του δεξιού ωτός, εκ του οποίου το αίμα
έρρεεν επί της μπλούζας του. Ελαφρά ωχρότης εχύνετο εις το πρόσωπόν του και
γλυκύ μειδίαμα ήνθει επί των χειλέων του. Τον συνεχάρην διά τα τραύματά του και
τον αφήκα να κατέλθη υποστηριζόμενος από ένα νοσοκόμον.
Κατ’ εκείνην την στιγμήν λαμβάνομεν διαταγήν να
ανέλθωμεν προς την Ταράτσαν, προς ενίσχυσιν του ταγματάρχου μας. Η τριλοχία μας
(είναι μονάς άγνωστος εις τους στρατιωτικούς κανονισμούς βέβαια) εξεκίνησεν
αμέσως.
Οι εθελονταί του λόχου μου, πλήν του Χρυσάφη,
αποκαμόντες πλέον, εδήλωσαν ότι ηδυνάτουν να ακολουθήσουν και έμειναν εις τα
Πηγαδούλια. Εγώ εθαύμασα μάλιστα πως κατώρθωσαν και ηκολούθησαν έως εκεί
κατόπιν της φοβεράς κοπώσεώς εις την οποίαν και πολλοί άλλοι στρατιώται δεν
αντέσχον. Εν τούτοις άς χρησιμεύση τούτο ως παράδειγμα διά την μαλθακήν
νεολαίαν, η οποία κατατρίβει τας ώρας της σχολής της μακράν των γυμναστηρίων
και των ελευθέρων ασκήσεων. Όσον θέλει ας γεμίζει η καρδία από φιλοπατρίαν και
ενθουσιασμόν. Εάν το σώμα δεν είνε ικανόν να παρακολουθήση παραλλήλως τας ορμάς
της καρδίας, η φιλοπατρία εις την ώραν της δράσεως απομένει λόγος κενός. Και αν
κατά την κρίσιμον εκείνην ώραν συνεκροτείτο μετ’ ολίγον μάχη, οι νέοι ούτοι θα
είχον εις την καρδία των το βάρος της λύπης, ότι κατέστησαν άχρηστοι εις πάσαν
ενέργειαν, όταν ακριβώς επρόκειτο να επιτελέσουν το υπέρτατον καθήκον, διά το
οποίον έσπευσαν να καταταχθούν εθελουσίως εις το στράτευμα.
Κάτωθεν της Ταράτσας εύρομεν τον συνταγματάρχην μας,
κ.Λιάσκαν και άλλους αξιωμταικούς.
Μας διέταξε να μείνωμεν εκεί.
-Τι εγίνατε σείς, κ.Πετρόπουλε, λέγει ο κ.Λιάσκας, που
περιπλανάσθε;
-Μη ρωτάς, κ.συνταγματάρχα.
-Ώχ αδερφέ, επιλέγει ο διοικητής, εδώ βλέπω κάθε ένας
κάνει του κεφαλιού του. Ένα τάγμα ολόκληρο δεν ξεύρομε πού βρισκόσαστε. Ο
λοχαγός δεν απήντησε, διότι δεν είχε τι να απαντήση.
Και όμως περί του συμβάντος αυτού της αποπλανήσεως,
πώς έλαβε χώραν, διατί, κ.λ.π. αν και τόσον σοβαρού, ουδεμία ποτέ εγένετο
εξέτασις επίσημος, ουδείς εζητήθη λόγος, ουδεμία εδόθη προσοχή!
Εσταματήσαμεν παραπλεύρως της οδού διά της οποίας
ακαταπαύστως μετέφερον οι στρατιώται και οι νοσοκόμοι τραυματίας. Εκτός των
οπλιτών μετεφέροντο και όχι ολίγοι αξιωματικοί, κατά διαβολικήν σύμπτωσιν όλοι
έφεδροι ανθυπολοχαγοί. Αι σφαίραι τάς οποίας εδέχθησαν οι φιλότιμοι αυτοί νέοι
εις τάς σάρκας των, είνε η μόνη, αλλά και η τιμιωτάτη αμοιβή της εκτελέσεως του
καθήκοντός των. Ο Καναβαριώτης και ο Εφέσιος μεταφέρονται παρά στρατιωτών εντός
κουβερτών, γαληνιαίοι και ατάραχοι. Νομίζει κανείς ότι αναπαύονται μάλλον ή ότι
είναι τραυματισμένοι. Ο Κυρώζης, σοβαρώτερον πληγωμένος εις τον βραχίονα της
αριστεράς χειρός, μεταφέρεται επί φορείου σχήματος καθέκλας. Η αιμορραγία τον
εξήντλησεν εις τον ύστατον βαθμόν και είνε ωχρός ως σουδάριον. Τον εφίλησα, και
του έδωκα ούζο να σβέση την καίουσαν τα χείλη του δίψαν.
Έρχεται άλλη διαταγή παρά του αρχηγού Μακρή να
ενισχυθή η γραμμή δι’ όλης της δυνάμεως, ήτις θα ευρίσκετο διαθέσιμος. Ο
συνταγματάρχης διατάσσει ημάς να προχωρήσωμεν, αλλά μετά 200 ή 300 βήματα
φθάνει άλλη διαταγή να μείνωμεν, καθόσον είχε σημάνει παύσις του πυρός,
υψωθείσης λευκής σημαίας εξ αμφοτέρων των διαμαχομένων. Ήτο δε 2 1/2
μ.μ. ότε έπαυσε το πύρ και αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού ανήλθον, όπως
πραγματευθώσιν ανακωχήν μετά των Τούρκων.
Αίφνης διαδίδεται εις το στρατόπεδον ότι ο ταγματάρχης
Πριονιστής μετά τινός αξιωματικού συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Ήλθε το αίμα ’ς το
κεφάλι μου. Μήπως ο αξιωματικός αυτός ήτο ο αδελφός μου; Δεν δύναμαι να εκφράσω
τι ησθάνθην κατ’ εκείνην την στιγμήν. Ζητώ άδειαν και ως τρελλός διατρέχω
δρομαίως και δι’ αλμάτων το διάστημα προς τους λόφους. Ουδέν η κόπωσις, η από
της προηγουμένης εσπέρας. Δεν ησθανόμην ότι βαδίζω. Φθάνω εις ολίγα λεπτά εις
την κορυφήν του λόφου και βλέπω μακρόθεν τον Πριονιστήν και γύρω του τους
άλλους αξιωματικούς, αλλά τον αδελφόν μου πουθενά.
-Βρέ καλώς τον, μια φωνή όλοι οι αξιωματικοί.
-Χαίρετε, κ.Ταγματάρχα, ο Κώστας;
-Είνε επάνω ’ς τον άλλον λόφο, με τον Ρεντίναν. Τον
έστειλα εκεί, διότι δεν είχεν αρκετούς αξιωματικούς.
Ανέπνευσα. Η δοκιμασία μου υπήρξε φρικτή. Αναπαυθείς
ολίγον, μετέβην προς τον λόφον όπου ήτον ο αδελφός μου, τον εφώναξα, κατέβη και
αυτός ολίγον και συνηντήθημεν. Μοί διηγήθη και αυτός την αγωνίαν ήν εδοκίμασε,
νομίζων ότι ηχμαλωτίσθημεν όλοι κατά την νύκτα υπό των Τούρκων, αφού ο
ταγματάρχης μας επερίμενε ματαίως μέχρι της πρωΐας εις Φούρκαν. Απεχωρίσθημεν,
και εγώ επέστρεψα εκεί όπου ήτο ο κ.Πριονιστής μετά των άλλων αξιωματικών.
Έμαθον εκεί, ότι κατά την ύψωσιν της λευκής σημαίας και την σήμανσιν της
παύσεως του πυρός οι Τούρκοι, αν και αυτοί ύψωσαν λευκήν σημαίαν και αι
σάλπιγγές των εσήμαναν παύσιν του πυρός, όχι μόνον δεν έπαυσαν το πύρ, αλλά και
ορμήσαντες περιεκύκλωσαν τους πρώτους ακροβολιστάς και αφήρουν παρ’ αυτών τα
όπλα, πολλούς δ’ αυτών απήγαγον προς το στρατόπεδον ως αιχμαλώτους. Κατά την
σύγχισιν εκείνην περιεκύκλωσαν οι θρασύτεροι τον ταγματάρχην Πριονιστήν και
εδοκίμασαν να τον πλησιάσωσι· τούτ’ αυτό δε έκαμον και προς τον υπολοχαγόν
κ.Βλαχάκην. Ευτυχώς ο κ.Βλαχάκης, αντιληφθείς εγκαίρως του πράγματος, διέταξε
τους στρατιώτας να γεμίσωσι. Τούτο ήρκεσε όπως οι Τούρκοι αποχωρήσωσι.
Αξιωματικοί δε Τούρκοι σπεύσαντες επέβαλον την τάξιν εις τους στρατιώτας των,
οίτινες επανήλθον εις το μέρος όθεν είχον εξορμήσει και προελήφθησαν σκηναί
σοβαραί και ίσως νέα συμπλοκή των πρώτων γραμμών. Τα τμήματα εν τούτοις τα
ημέτερα και τα των Τούρκων, μετά την αποκατάστασιν της τάξεως, έμειναν πλησιέστατα
αλλήλων. Επί της αυτής σχεδόν γραμμής του λόφου, όπου εκαθήμεθα και
ωμιλούσαμεν, επί ετέρου λοφίσκου ανεπαύοντο περί τους τριάκοντα Γκέκηδες,
πολλοί δε εκ των αλβανοφώνων στρατιωτών μας συνωμίλουν μετ’ αυτών οικειώτατα……
Εις εκ των Γκέκηδων είχε καταβή χαμηλώτερα των άλλων και εμασούσε τεμάχιον
άρτου εις 15 βημάτων απόστασιν αφ’ ημών. Είχον τόσον θρασυνθή, ώστε είχον
επιβάλει εις τους ιδικούς μας να κάθηνται χαμαί. Εις μίαν δε στιγμήν, καθ’ ήν
ήμην και εγώ εκεί, επειδή πολλοί των στρατιωτών είχον εγερθή, ολόκληρος εκείνη
η ομάς των Γκέκηδων εξηγέρθη και όλοι μαζή διά σχημάτων και φωνών στεντορείων,
με τά όπλα εις τάς χείρας, επέτασσον εις τους ημετέρους να καθήσουν κάτω.
Επειδή δε πολλοί των στρατιωτών έμενον όρθιοι, ηπειλήθη σύγκρουσις, διότι βεβαίως
δεν θα εδίσταζον εκείνοι να πυροβολήσουν κατ’ αυτών. Αλλ’ η διαταγή των
αξιωματικών, όπως οι στρατιώται καθήσωσι, προέλαβε δυσάρεστα επακόλουθα.
Άπαντες εκεί οι αξιωματικοί εξεφράζοντο υπέρ της διαγωγής του εφέδρου
ανθυπιάτρου Β.Παπαδάκου. Το όνομα του λαμπρού τούτου νέου, το είδεν ο
αναγνώστης και εις προηγουμένας σελίδας, αλλά κατά την ομολογίαν των
αξιωματικών, εν Ταράτσα εδείχθη άξιος θαυμασμού. Εν τη γραμμή του πυρός, αψηφών
τον κίνδυνον, προσέφερε εις τους τραυματιζομένους τάς πολυτίμους υπηρεσίας του,
χρησιμεύων πολλάκις και ως ιατρός και ως νοσοκόμος. Αναφέρω μετ’ ευχαριστήσεως
τούτο, διότι δυστυχώς ελάχιστα παραδείγματα τοιαύτης εκπληρώσεως του καθήκοντος
παρουσίασεν ο υγειονομικός κλάδος κατά τον ατυχή αυτόν πόλεμον. Πολλοί δε
αξιωματικοί του κλάδου τούτου από της προηγουμένης είχον φθάσει φεύγοντες εις
…. Άμφισσαν.
Επέστρεψα εις τον τόπον, όπου είχε καταυλισθή το
σύνταγμά μας και μετέδωκα την είδησιν ότι ήτο ψευδής η διάδοσις περί
αιχμαλωσίας του ταγματάρχου μας, προελθούσα εκ του επεισοδίου, το οποίον
ανέφερα. Η χαρά όλων υπήρξε μεγάλη, διότι υπήρχε βεβαιότης περί αιχμαλωσίας. Ο
δε ανθυπασπιστής Σανόπουλος μειδιών μού λέγει.
-Και να ήξευρες ότι είχε διαδοθή ότι ο αδελφός σου ο
Κώστας ήτο ο αιχμαλωτισθείς μετά του κ.Πριονιστού! Αλλά δεν ανέφερα όνομα όταν
το έλεγα, διότι δεν ξεύρω τι ειμπορούσες να πάθης.
Κάτω εν τούτω ελυμαίνοντο την πόλιν οι λησταί και οι
αντάρται, ως μας έλεγον οι στρατιώται οίτινες μείναντες και αυτοί κατόπιν,
ήρχοντο λίγοι λίγοι εις το στρατόπεδον. Έστειλα ένα στρατιώτην του λόχου μου,
Βρούβαν το όνομα, εις το σπήτι του Ξηρού, διά να το προφυλάξη. Μετ’ ολίγον
εγνώσθη ότι μετά των αξιωματικών των ιδικών μας και των τούρκων, εκλείσθη
ανακωχή εικοσιτετράωρος. Εν τούτοις ελήφθησαν τα κατάλληλα μέτρα, διά κάθε
ενδεχόμενον. Καθ’ όλον το εικοσιτετράωρον ουδέν απολύτως συνέβη. Πάσα κατεβλήθη
προσπάθεια όπως συγκεντρωθώσι και τακτοποιηθώσι τα διάφορα σώματα, άτινα ήσαν
εις πλήρη αποσύνθεσιν και αταξίαν. Πανταχού έβλεπε κανείς διεσκορπισμένους τήδε
κακείσε στρατιώτας, αναζητούντας τα σώματά των. Πολλοί τούτων, εκ των αυτών
σωμάτων, συναντώμενοι, επειδή δεν επιτρέπετο εις ουδένα η άνοδος προς τα
αποτελέσαντα τάς προφυλακάς σώματα, συνεκρότησαν αυτοκέφαλα τμήματα παρά τους
λόφους της Λαμίας, ενωθέντα μετά των συνταγμάτων των μετά μίαν ή δύο ημέρας. Εκ
των στρατιωτών του συντάγματός μας και ιδία του τάγματός μας, ελάχιστοι
έλειψαν.
Πρό της παρόδου της εικοσιτετραώρου ανακωχής, την
δείλη της επομένης, 8 Μαΐου, υπεγράφη ανακωχή δεκαπενθήμερος προς διακανόνισιν
των όρων της ειρήνης. Την Κυριακήν, 11 Μαΐου, αξιωματικοί αμφοτέρων των μερών
εκανόνισαν τα όρια της ουδετέρας ζώνης και διέγραψαν την γραμμήν των πρώτων
σκοπών. Αι γραμμαί αύται, εις τα πλησιέστερα αυτών σημεία, απείχον αλλήλων 400-500 μέτρα . Ωρίσθη δε η
δύναμις των προφυλακών αμφοτέρων των μερών εις μίαν ταξιαρχίαν πεζικού, μετά
του αναλόγου πυροβολικού και μηχανικού, η δε λοιπή δύναμις απεσύρθη, του μεν
ελληνικού στρατού εις τάς θέσεις της Οίτης, από της Υπάτης μέχρι του Μώλου,
πλήν μικρών τμημάτων εις τα εν τη πεδιάδι χωρία Ιμήρμπεη, Κόμμα, Μοσχοχώρι
κ.λ.π. του δε τουρκικού εις Δομοκόν, πλήν μικράς δυνάμεως, ήτις παρέμεινεν εις
Δερβέν Φούρκαν. Ωρίσθη δε ως ταξιαρχία των προφυλακών, η ιδική μας ταξιαρχία,
ήτις έμελλε να υποστή μέχρι τέλους τάς ταλαιπωρίας της επιπονωτάτης ταύτης
υπηρεσίας, χωρίς ν’ αντικατασταθή εντελώς. Εκανονίσθη δε η υπηρεσία των
προφυλακών εναλλάξ μεταξύ του 1ου και του 2ου
συντάγματος. Η αλλαγή εγίνετο κατά έξ ημέρας, και το μέν σύνταγμα της εφεδρείας
κατηυλίζετο εις θέσιν Πηγαδούλια, το δε της υπηρεσίας εις την Ταράτσαν, πλήν
της δυνάμεως ήτις απετέλει κατά διήμερον την υπηρεσίαν των προφυλακών…..»
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Διπυρίτης: παρασκεύασμα (φρυγανιά-μπισκότο) από
σιτάλευρο, νερό και αλάτι ψημένο καλά. Χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα από ναυτικούς
σε μακρινά ταξίδια αλλά και από ένοπλες δυνάμεις ως κύρια τροφή. Αν
προστατευθεί από υγρασία διατηρείται για χρόνια. Συνήθως καταναλωνόταν σαν
βούτηγμα σε καφέ νερό ή άλμη (πηγή: Βικιλεξικό).
[2] Γιάνναρος Βασίλειος:
γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1848. Μετείχε του πολέμου 1897. Διετέλεσε διοικητής
συντάγματος πεζικού και Φρούραρχος Αθηνών. Αποστρατεύθηκε στις 22 Ιουνίου 1911
με το βαθμό του υποστρατήγου (πηγή: Μεγάλη Στρατιωτική Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια
2, Λεξικό, σελίδα 313).
[3] Πετμεζάς Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 1852 στα Σουδενά
Καλαβρύτων. Μετείχε του πολέμου 1897. Αποστρατεύθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1899 με
το βαθμό του ταγματάρχη (πηγή: Μεγάλη Στρατιωτική Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια 5,
Λεξικό, σελίδα 487).
ΠΗΓΗ