Στη μνήμη των Ανδρέα και Μπίλιου Γκέκα
«Αυτοί οι στρατιώτες των ορέων φορούν άσπρες σφιχτές περισκελίδες κι ένα μπλε χιτώνα που τονίζει τη μέση τους και καλύπτει την κομψή φουστανέλλα τους. Στο κεφάλι τους φορούν ένα είδος κόκκινου σκούφου και στα πόδια κάτι παράξενα παπούτσια με γυριστή μύτη, στολισμένα με μια φούντα από μαύρο μαλλί. Αυτοί οι άνδρες διαθέτουν καταπληκτική ευκινησία. Περνούν από μονοπάτια, όπου μόνο κατσίκια θα κατάφερναν να σκαρφαλώσουν και αναρριχώνται σ’ ένα βουνό, με ντουφέκι στο χέρι, σακίδιο στον ώμο και ιλιγγιώδη ταχύτητα»
Ε. Τιρό, ανταποκριτής γαλλικού περιοδικού “Le Tour de Monde” 1898.
Εισαγωγή
Αφορμή για την παρούσα ιστορική μελέτη υπήρξε η αναζήτηση στοιχείων για τη σύνταξη του γενεαλογικού δένδρου της οικογένειάς μου.
Κατά την τρυφερή ηλικία των παιδικών μου χρόνων, την δεκαετία του 1970, επισκεπτόμουν τακτικά με τη μητέρα μου τη μάνα της Δημητρούλα Δ. Γκέκα στον Σταυρό (πρώην Μπεκή) Λαμίας. Εκεί τα βράδια άκουγα τις συζητήσεις των αδελφών και της γιαγιάς. Εκεί λοιπόν πρωτοάκουσα ότι δύο από τα επτά αδέλφια του ράφτη παππού τους Αθανασίου Κ. Γκέκα ήταν εύζωνοι και έμειναν στην Υπάτη. Ήταν ο Ανδρέας και ο Μπίλιος (Σπύρος) Γκέκας. Ο δεύτερος μάλιστα ήταν αρκετά ατίθασος, ήταν ψηλός, ξανθός με γαλανά μάτια και κυκλοφορούσε πάντα καβάλα στο άλογό του. Η φαντασία μου οργίασε όταν η γιαγιά διηγήθηκε ότι ο Μπίλιος από ευθιξία και πείσμα δημιούργησε κάποιο επεισόδιο. Ο κάτοικος του Σταυρού Σούλιος πάντρευε το παιδί του και δεν τον κάλεσε στο γάμο. Αυτός παρεξηγήθηκε πολύ. Πέρασε έξω από το σπίτι καβάλα στο άλογό του, πυροβόλησε την καμινάδα του σπιτιού, τρομοκράτησε τους καλεσμένους και εξαφανίσθηκε! Την άλλη μέρα που φεύγαμε η μητέρα μου, μου έδειξε από κοντά το σπίτι…θύμα του προπάππου μου. Σε μαρμάρινη πινακίδα πάνω από την είσοδό του αναγραφόταν: «Έτος ανεγέρσεως 10 Ιουνίου 1875» (εικ.1). Δυστυχώς γκρεμίστηκε κατά την δεκαετία του 1980.
Τα χρόνια πέρασαν και κάποια στιγμή κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γιάννη Μακρή, Σταυρός (Μπεκή) Λαμίας. Η Ιστορία του, Λαμία 1998. Αμέσως έσπευσα να το αγοράσω. Εκεί είδα δημοσιευμένο έναν εκλογικό κατάλογο με ονόματα εκλογέων, που ψήφισαν στις βουλευτικές εκλογές της 23ης Σεπτεμβρίου 1879, τις οποίες διεξήγαγε η κυβέρνηση Κουμουνδούρου. Με συγκίνηση ανέγνωσα και τα ονόματα των Ανδρίτσου (Ανδρέα) και Σπύρου (Μπίλιου) Γκέκα γεννηθέντων το 1845 και 1852 αντίστοιχα, επαγγέλματος ευζώνων και με ενεστώτα τόπο διαμονής την Υπάτη (για την Υπάτη βλέπε στο ιστολόγιο ΥΠΑΤΗ ΣΧΟΛΙΑ-ΙΣΤΟΡΙΑ-ΑΝΑΦΟΡΕΣ). Η προφορική οικογενειακή παράδοση λοιπόν επιβεβαιώθηκε και με γραπτό ντοκουμέντο!
Ο στρατώνας της Υπάτης
Στην Υπάτη είχε την έδρα του το 3ο Τάγμα Ευζώνων. Χώρος ευθύνης του ήταν οι δήμοι Υπάτης, Μακρακώμης (τότε Βαρυμπόμπης) και Σπερχειάδας (τότε Αγά). Ειδικότερα δύο λόχοι ήταν
τοποθετημένοι στην Υπάτη, ένας λόχος στη Μοσχοκαρυά, ένας στη Δραμπάλα και ένας
στη Σπερχειάδα με την υποχρέωση να διαθέτει απόσπασμα στη Μακρακώμη [πηγή: εφημερίδα ΦΑΡΟΣ
ΤΗΣ ΟΘΡΥΟΣ, φύλλο 862/23-8-1875, σελ. 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 159]. Στεγαζόταν στο λεγόμενο «Καποδιστριακό» στρατώνα (εικ.2). Κατασκευάσθηκε το 1836, χρονιά όμως που ο Καποδίστριας είχε δολοφονηθεί. Από άλλους αναφέρεται ορθότερα ως «Οθωνικός».
Από αρχιτεκτονική άποψη είναι ένα διώροφο ορθογώνιο κτίσμα, με ανοίγματα συμμετρικά διατεταγμένα. Στη νότια στενή πλευρά του υπάρχει στενή διπλή σκάλα ανόδου στον όροφο (εικ.3). Η τοιχοδομία αποτελείται από γκρίζο ασβεστόλιθο και καλοπελεκημένους γωνιόλιθους. Προσδίδεται έτσι στο κτίριο αυστηρή εμφάνιση. Σε συνομιλία που είχα με κάτοικο της περιοχής μου ανέφερε, όπως άκουσε από τους «παλιούς», ότι οι στρατιώτες που έκτισαν το κτίριο, σχημάτισαν μια μακριά αλυσίδα δίνοντας ο ένας στον άλλο τους λίθους χέρι-χέρι.
Παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με τον Οθωνικό στρατώνα, που βρίσκεται μέσα στο Κάστρο της Λαμίας (σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο), κτίσμα της ίδιας εποχής. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η Λαμία την εποχή αυτή είναι παραμεθόρια πόλη και μάλιστα λειτουργούσε και τουρκικό προξενείο! Γι’ αυτό η Φθιώτιδα ήταν έδρα αρκετών στρατιωτικών μονάδων.
Για την κατασκευή του στρατώνα της Υπάτης παρατίθεται μία πολύτιμη μαρτυρία που δημοσιεύει ο Θ.Λαϊνάς, την οποία αντλεί από Κώστα Γαλλή. Συγκεκριμένα σε φύλλο Αθηναϊκής εφημερίδας της εποχής (Δεκέμβριος 1836) περιγράφεται ένα σύντομο χρονικό της κατασκευής του:
«Ο ΣΤΡΑΤΩΝ ΤΗΣ ΥΠΑΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
Το λαμπρότερον Δημόσιον κατάστημα, κατά την Στερεάν Ελλάδα, μετά το Νοσοκομείον των Αθηνών, είναι ο Στρατών της Υπάτης˙ η ωραιότης του, η ευρυχωρία του και η στερεότης του είναι παντός επαίνου˙ και προ πάντων η μετριότης των δια την οικοδομήν του καταναλωθέντων χρημάτων, διότι εν ώ χωρεί έως 200 τακτικούς, ή 500 ελαφρούς, μόλις εξωδεύθησαν 27 χιλ. δραχμών˙αρκετοί νομίζομεν έπαινοι είναι τα ρηθέντα δια τον ενάρετον και Άξιον Λοχαγόν του Μηχανικού Μανιτάκην, τον αγαθόν Υπολοχαγόν Πετμεζά, και τον άοκνον Ανθυπολοχαγόν Τριγγέτα, όστις και ιδιαιτέρως επιστάτησεν εις την οικοδομήν του Στρατώνος˙ είθε να είχομεν πολλούς τοιούτους αξιωματικούς, ή μάλλον να τους εμιμώντο οι συνάδελφοί των˙ και μ’ όλα τούτα είμεθα περίεργοι να ηξεύραμεν πόσας μυριάδας δραχμών έμελλε να χρειασθώσιν δια την κατασκευήν του αν εγίνετο από μηχανικούς ξένους.
Αθήναι, τη 9 Δεκεμβρίου 1836 Χ.(2)
(οφείλονται ευχαριστίες στους υπαλλήλους της ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΛΑΜΙΑΣ για την αποστολή του σχετικού άρθρου του Θ.Λαϊνά).
Κατά την αντιοθωνική εξέγερση του 1848 διαδραματίσθηκαν στην Υπάτη και στο στρατώνα της αιματηρά γεγονότα. Την 1 Μαΐου η Υπάτη πολιορκήθηκε και κατελήφθη από τους αντιοθωνικούς επαναστάτες-στασιαστές Κοντογιάννη και Βελέντζα. Τα κυβερνητικά στρατεύματα με επικεφαλής τους Γαρδικιώτη και Mαμούρη στις 8 και 9 Mαΐου την ανακατέλαβαν κατόπιν πολιορκίας.
Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881) έχασε τη σημασία του ως στρατώνας και γνώρισε διάφορες χρήσεις. Τελευταία χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το κτίριο χαρακτηρίσθηκε το 1982 ως ιστορικό μνημείο. Το 1998 παραχωρήθηκε από το Δήμο Υπάτης στο Υπουργείο Πολιτισμού για να στεγασθεί εκεί το Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας. Αφού συντηρήθηκε και αναστηλώθηκε, από τον Ιανουάριο του 2007 λειτουργεί ως Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας. Αξίζει κανείς να επισκεφτεί και να θαυμάσει τον πλούτο των εκθεμάτων του (βλέπε: Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας).
Ιστορία των ευζωνικών ταγμάτων κατά τα τέλη του 19ου αιώνα
Με το Βασιλικό Διάταγμα της 12ης Δεκεμβρίου 1867 «Περί σχηματισμού τεσσάρων ταγμάτων των Ευζώνων» σχηματίσθηκαν τέσσερα ευζωνικά τάγματα των πέντε λόχων για τη φύλαξη των συνόρων. Η δύναμη του κάθε τάγματος ανερχόταν σε 644 άνδρες. Οι άνδρες τους έφεραν στολή βασισμένη στην ελληνική εθνική ενδυμασία. Ήταν η πρώτη φορά που οι εύζωνοι εμφανίσθηκαν με τη γνώριμη μορφή τους σ’ όλο τον κόσμο (εικ.4).
Με την αναδιοργάνωση του στρατού το 1877 υπάρχουν επίσης τέσσερα τάγματα ευζώνων. Το κάθε τάγμα είχε δύναμη 1.009 ανδρών, 4 κτηνών και αποτελούνταν από 4 λόχους. Τον Ιανουάριο του 1878 η δύναμη του τάγματος ευζώνων σε ειρηνική περίοδο ανέρχεται σε 1.968 άνδρες και 12 ίππους, ενώ σε πολεμική περίοδο 4.160 άνδρες, 16 ίππους και 200 ημιόνους (μουλάρια).
Το 1880 συγκροτούνται έντεκα αυθύπαρκτα τάγματα ευζώνων των τεσσάρων λόχων το καθένα. Το 1881 η δύναμη μειώνεται σε εννέα αυθύπαρκτα τάγματα και το 1885 σε οκτώ.
Το 1900 έχουμε δύο ευζωνικά συντάγματα των τεσσάρων ταγμάτων, ενώ το 3ο τάγμα παρέμεινε ανεξάρτητο. Τέλος το 1904 το 3ο τάγμα ανήκει στην ΙΙΙ Μεραρχία Μεσολογγίου.
Η ευζωνική στολή
Το φάριο (σκούφια ή φέσι) ήταν κατασκευασμένο από κόκκινη τσόχα. Είχε πλούσια μαύρη μεταξωτή φούντα, που έπεφτε στον δεξιό ώμο. Στο μπροστινό μέρος του έφερε χρυσοκέντητη τη βασιλική κορώνα και το εθνόσημο.
Η φέρμελη (γιλέκο) ήταν κατασκευασμένη από λευκό μάλλινο ύφασμα (τσουκνί) και είχε μάλλινα γαϊτάνια, σκούρου μπλε χρώματος. Τα μανίκια της ήταν «άρραφα», δηλαδή ανοικτά. Ψηλά προς τον ώμο κεντημένο με κόκκινο μάλλινο νήμα είχαν τον αριθμό του τάγματος. Στο κάτω άκρο κάθε μανικιού υπήρχε μία σειρά από έξι μικρά λεία σφαιροειδή κουμπιά. Στο στήθος έκλεινε με μία σειρά από κόπτσες. Δεξιά και αριστερά του στήθους είχε μία τοξοειδή σειρά από 12 μικρά λεία σφαιροειδή χρυσά κουμπιά. Το κολάρο της φέρμελης, ύψους 3 εκατοστών ήταν τσόχινο. Από το χρώμα του κολάρου ξεχώριζαν οι άνδρες κάθε τάγματος:
→ 1ο Τάγμα (Αγρίνιο, τότε Καρβασαράς) κόκκινο κολάρο
→ 2ο Τάγμα (Καρπενήσι) πράσινο κολάρο
→ 3ο Τάγμα (Υπάτη) πορτοκαλί κολάρο[1]
→ 4ο Τάγμα (Γαρδίκι, σήμερα Πελασγία) γαλάζιο κολάρο
Τα διακριτικά των βαθμών των υπαξιωματικών ήταν χρυσά γαλόνια. Τοποθετούνταν διαγώνια χαμηλά στα μανίκια της φέρμελης, σύμφωνα με το γαλλικό σύστημα. Έδειχναν τους βαθμούς ως εξής:
→ 1 γαλόνι πλάτους 7 χιλιοστών έφερε ο Υποδεκανέας.
→ 2 γαλόνια πλάτους 20 χιλιοστών έφερε ο Δεκανέας
→ 3 γαλόνια πλάτους 20 χιλιοστών έφερε ο Λοχίας
→ 4 γαλόνια πλάτους 20 χιλιοστών έφερε ο Επιλοχίας
Το υποκάμισο ήταν κατασκευασμένο από λευκό ύφασμα και είχε φαρδιά μανίκια.
Η φουστανέλα κατασκευαζόταν επίσης από λευκό ύφασμα, δεν είχε περισσότερες από 150 πτυχές. Το μήκος της έφτανε μέχρι το γόνατο.
Η ζώνη κατασκευαζόταν από βαμβακερό ύφασμα. Έφερε λευκές και γαλάζιες ρίγες.
Τα τσαρούχια ήταν κατασκευασμένα από κοκκινόξανθο δέρμα. Έφεραν μαύρες φούντες.
Οι εύζωνοι έφεραν και τη χαρακτηριστική βαριά κάπα των ορεσίβιων βοσκών μέχρι το γόνατο (εικ. 5,11,12). Η κάπα ήταν κατασκευασμένη από μαλλί γιδιών (τραγόμαλλο) και καταργήθηκε το 1888. Αντικαταστάθηκε από τη χαρακτηριστική γαλάζια χλαίνη των ευζώνων, γνωστή ως ντουλαμάς (Δ.Υ. 61991/17-10-1888).
Το 1888 οι εύζωνοι φόρεσαν μια φέρμελη πιο απλή σε κεντήματα, που είχε κολάρο από κόκκινη τσόχα, όπως ήταν τα χιτώνια των ανδρών του πεζικού. Τα άλλα χρώματα στα κολάρα καταργήθηκαν με το Δ.Υ. 182/7 της 27-1-1888. Η υπόλοιπη στολή παρέμεινε ως είχε. Με αυτήν πολέμησαν γενναία στον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 (εικ.7).
Οι εξαρτήσεις ήταν ίδιες με αυτές των ανδρών του πεζικού, γαλλικού τύπου Μ 1845/68[2]. Κατασκευαζόταν από μαύρο δέρμα. Δεν έφεραν γυλιό παρά μόνο σακίδιο από μάλλινο ύφασμα.
Ο οπλισμός των ευζώνων
→ Γαλλικό εμπροσθογεμές ντουφέκι (εικ.8): με την ίδρυση των τεσσάρων ευζωνικών ταγμάτων ο εξοπλισμός των ανδρών έγινε με γαλλικά εμπροσθογεμή κρουστικά ντουφέκια ραβδωτής κάνης Μ 1857 με μακριά ξιφολόγχη. Τα όπλα αυτά όμως ήταν ήδη δεκαετίας. Γι’ αυτό αργότερα αντικαταστάθηκαν με νεώτερα.
→ Το ντουφέκι Chassepot (εικ.5): ο εύζωνας του σκίτσου ανήκει στο 2ο Τάγμα Ευζώνων (Καρπενήσι). Φέρει γαλλικό ντουφέκι πεζικού Chassepot Μ 1866 διαμετρήματος 11 χιλιοστών και μηχανισμό με κινητό ουραίο, που τροφοδοτούνταν με ένα φυσίγγιο. Οι εύζωνοι ήταν εξοπλισμένοι με τα ντουφέκια αυτά από το 1866 έως το 1878. Με το Chassepot έφεραν και την ανάλογη ξιφολόγχη Μ 1866.
→ Το ντουφέκι Μυλωνάς (εικ.9): το 1876 ο ελληνικός στρατός εξοπλίσθηκε με 8.000 ντουφέκια και αραβίδες Μυλωνάς Μ 1872 ελληνικής σχεδίασης και βελγικής κατασκευής. Το ντουφέκι αυτό, το μόνο μέχρι σήμερα ελληνικής σχεδίασης, ήταν έργο του Υδραίου αξιωματικού του Υλικού Πυροβολικού (Τεχνικό Σώμα, όπως θα το λέγαμε σήμερα) Ευσταθίου Μυλωνά. Κατασκευάσθηκε στη Λιέγη Βελγίου, στο εργοστάσιο των Emile και Leon Nagant[3]. Είχε πρωτότυπο σύστημα οπισθογεμούς τροφοδοσίας με ένα μεταλλικό φυσίγγιο, διαμετρήματος 11 χιλιοστών. Στη δεξιά πλευρά της κάννης προσαρμοζόταν ξιφολόγχη ίδια με αυτήν του Chassepot M 1866. Επάνω στο μηχανισμό ήταν χαραγμένη η φράση «ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΜΥΛΩΝΑ ΕΠΙΝΟΗΜΑ». Κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη: μακρύκαννο ντουφέκι πεζικού, μεσαίου μεγέθους καραμπίνα ιππικού και κοντή καραμπίνα πυροβολικού.
→ Το ντουφέκι Gras (εικ.10): το 1877 που ξέσπασε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο ελληνικός στρατός εξοπλίσθηκε επειγόντως με 120.000 γαλλικά ντουφέκια και αραβίδες Gras Μ 1874[4]. Μεγάλο μέρος από τα Gras Μ 1874 του ελληνικού στρατού κατασκευάσθηκαν από την αυστριακή εταιρεία Steyr. Επρόκειτο για ένα μεγάλου μήκους (1,30μ.) οπισθογεμές όπλο με μηχανισμό κινητού ουραίου. Είχε διαμέτρημα 11 χιλιοστών και βάρος 4,2 κιλά. Η τροφοδοσία του γινόταν με ένα μεταλλικό φυσίγγιο τη φορά. Στη δεξιά πλευρά της κάννης προσαρμοζόταν μακριά ξιφολόγχη μήκους 45 εκατοστών. Ο «γκράς», όπως έμεινε γνωστό στους Έλληνες, ήταν για την εποχή του ένα από τα καλύτερα ντουφέκια στον κόσμο. Η ποιότητά του φαίνεται από το ότι παρέμεινε σε χρήση στον ελληνικό στρατό μέχρι το 1941. Όμως κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ήταν κατώτερο του επαναληπτικού ντουφεκιού Mauser των 9,5 και 7,65 χιλιοστών, που έφερε ο οθωμανικό στρατός. Με το νέο όπλο τους οι εύζωνοι έφεραν τις νέες εξαρτήσεις γαλλικού τύπου Μ 1875, κατασκευασμένες από μαύρο δέρμα (Δ.Υ. 5267/4-2-1878). Δεν έφεραν γυλιό αλλά μόνο σακίδιο. Μία μπαλάσκα υπήρχε στη ζώνη τους εμπρός δεξιά και μία πίσω στο κέντρο της μέσης. Επιπλέον έφεραν δερμάτινες φυσιγγιοθήκες ελληνικής κατασκευής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
[1] Οι Ανδρέας και Μπίλιος Γκέκας, επειδή ανήκαν στο 3ο Τάγμα Υπάτης, έφεραν πορτοκαλί κολάρο.
[2] Το Μ δηλώνει τη λέξη μοντέλο ενώ η χρονολογία που ακολουθεί δηλώνει το έτος παραγωγής του συγκεκριμένου όπλου.
[3] Στο ίδιο εργοστάσιο κατασκευαζόταν και τα εξάσφαιρα περίστροφα Nagant Μ 1894. Περίστροφο Nagant είχε στην κατοχή του αργότερα ο ανιψιός των Ανδρέα και Μπίλιου, Δημήτριος Α. Γκέκας.
[4] Ντουφέκι Gras είχε στην κατοχή του και ο Δημήτριος Α. Γκέκας. Αργότερα προμηθεύθηκε αραβίδα Mannlicher-Schoenauer και έδωσε τον «γκρά» στη γυναίκα του Δημητρούλα. Αυτή πυροβολούσε με αυτόν από το παράθυρο του σπιτιού τους στα γλέντια, που έκαναν εκείνα τα χρόνια, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1)Βασιλικού Ν.-Δούμα Ε., Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας. Υπάτη, Αθήνα 2007.
2)Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821-1997, Αθήνα 1997.
3)Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, Αθήνα 1993.
4)Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ΄, Αθήνα 2000.
5)Καρύκας Π., Ελληνικός Στρατός 1821-1922, Αθήνα 2003.
6)Λαϊνάς Θ., Ο Στρατώνας της Υπάτης και ο χρόνος κατασκευής του. Μία πολύτιμη ιστορική μαρτυρία από εφημερίδα του 1836. Περιοδική έκδοση ΥΠΑΤΗ 11 (1986), σελίδες 4-7.
7)Μακρής Ι., Σταυρός (Μπεκή) Λαμίας. Η Ιστορία του, Λαμία 1998.
8)Μυλωνάς Ι., Οι Εύζωνοι, Αθήνα 1997.
ΕΙΚΟΝΕΣ
Εικ.1: Το σπίτι του Σούλιου λίγο πριν γκρεμιστεί.
Εικ.2: Γενική άποψη του στρατώνα της Υπάτης.
Εικ.3: Είσοδος του ισογείου.
Εικ.4: Σκίτσο εύζωνα (1868-1888) του 4ου Τάγματος Ευζώνων (Πελασγία).
Εικ.5: Σκίτσο εύζωνα με κάπα (1868-1888) του 2ου Τάγματος Ευζώνων (Καρπενήσι).
Εικ.6: Σκίτσο εύζωνα (λοχίας) (1874-1877) του 1ου Τάγματος Ευζώνων (Αγρίνιο) οπλισμένου με το ντουφέκι «Μυλωνάς».
Εικ.7: Σκίτσο εύζωνα (δεκανέας, 1897) με πλήρη εξάρτυση μάχης.
Εικ.8: Εμπροσθογεμές γαλλικό ντουφέκι πεζικού Μ 1857 με τη σπάθη ξιφολόγχη του και με τη θήκη της.
Εικ.9: Οπισθογεμές ντουφέκι πεζικού ΜΥΛΩΝΑΣ Μ 1872 με τη σπάθη-ξιφολόγχη του και με τη θήκη της.
Εικ.10: Γαλλικό ντουφέκι πεζικού Gras M 1874 με την ξιφολόγχη και τη θήκη της.
Εικ.11: Εύζωνας με κάπα γύρω στο 1880. Το κολάρο της φέρμελής του πιθανόν έχει το γαλάζιο χρώμα που χαρακτήριζε τους άνδρες του 4ου Τάγματος Ευζώνων (Πελασγία). Είναι οπλισμένος με το γαλλικό ντουφέκι Gras M 1874 και φέρει την ανάλογη εξάρτηση Μ 1875. Χαρακτηριστικός τύπος εύζωνα την εποχή που υπηρετούσαν στο ευζωνικό οι Ανδρέας και Μπίλιος Γκέκας.
Εικ.12: Εύζωνοι το 1880. Οι δύο αριστερά φέρουν τα γαλόνια του λοχία στα μανίκια της φέρμελής τους. Ο όρθιος δεξιά είναι δεκανέας. Είναι οπλισμένοι με τα γαλλικά ντουφέκια Gras M 1874 και φέρουν γαλλικές εξαρτήσεις Μ 1875.
ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ
Εικ.1: Από το βιβλίο: Μακρής Ι., Σταυρός (Μπεκή) Λαμίας. Η Ιστορία του, Λαμία 1998.
Εικ.2,3: Φωτογραφικό αρχείο Σωτήρη Γ. Αλεξόπουλου.
Εικ.4-12: Από το βιβλίο: Μυλωνάς Ι., Οι Εύζωνοι, Αθήνα 1997.