Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Οι παππούδες μου, του Κώστα Π. Τσούτσικα

Από την περιοδική, ενημερωτική και πολιτιστική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Σταυρού Λαμίας Σταυροδρόμι, η οποία δυστυχώς σταμάτησε πλέον να εκδίδεται λόγω οικονομικής ένδειας, αναδημοσιεύεται εδώ άρθρο του Κώστα Π. Τσούτσικα με τίτλο «Οι παππούδες μου».
Ο αρθρογράφος, μέσα από την οικογενειακή του ιστορία, παραθέτει τα χαρακτηριστικά, την τύχη και πορεία των περισσοτέρων φθιωτικών οικογενειών των αρχών του 20ου αιώνα (αγραμματοσύνη, λαϊκή θρησκευτικότητα, ορφάνια, συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες, κατοχή).
Ακολουθεί το άρθρο:


ΟΙ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ ΜΟΥ

του Κώστα Π. Τσούτσικα
Γ

εννήθηκαν το 1901. Η γιαγιά μου ήταν το μεγαλύτερο από τα παιδιά της οικογένειας κι αναγκαστικά έπρεπε (όπως συνήθιζαν τότε) να συμμετέχει ενεργά στο μεγάλωμα και των μικρότερων, αλλά και στις δουλειές του σπιτιού. Που καιρός για σχολείο και μαθήματα. Ούτε τα’ όνομά της δεν ήξερε να γράφει, κι όταν εγώ μικρός προσπαθούσα να τη μάθω να το γράφει, μου έλεγε: “μάθε γέρο γράμματα τώρα στα γεράματα”.
Παρά την αγραμματοσύνη της όμως είχε μεγαλείο ψυχής. Δεν άκουσα από το στόμα της κακιά κουβέντα για κάποιον. Οι συμβουλές της μου έμειναν χαραγμένες στο μυαλό. Δεν έλειψε ποτέ από την εκκλησία ούτε ακόμα και σε εσπερινό. ήξερε όλη τη λειτουργία απ’ έξω και τη σιγοψιθύριζε μαζί με τον παπά και τους ψάλτες. Εξομολογούνταν τακτικά και νήστευε (“κράταγε”, όπως έλεγε).
Θυμάμαι, όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, τη ρώτησα: “πες μου γιαγιά, τι έ\είναι ο Θεός; Και με αφοπλιστική ειλικρίνεια μου απάντησε: “Δεν ξέρεις, παιδάκι μου, τι είναι ο Θεός; Μα, Θεός είναι ο … Θεός!”. Και το εννοούσε αυτό που έλεγε, γιατί έβγαινε μέσα από την ψυχή της. Έτσι το καταλάβαινε, έτσι το ένιωθε. Έτσι απλά, χωρίς αμφισβήτηση, απόλυτα.
Ο παππούς μου έμεινε ορφανός από πατέρα (από στήριγμα, όπως συνήθιζε να λέει) και τον μεγάλωσαν οι θείοι του, για τους οποίους έτρεφε πάντα απεριόριστη ευγνωμοσύνη και σεβασμό. Πήγε μέχρι την Τετάρτη του Δημοτικού, γι’ αυτό ήξερε ανάγνωση και γραφή. Διάβαζε συνεχώς.
Η ορφάνια του τον ανάγκασε να τα βγάζει πέρα μόνος του σε όλες τις δυσκολίες της ζωής, που ήταν πράγματι πολλές. όπως έλεγε ο ίδιος, “ένα σπρί καλαμπόκι στην αυλακιά, ένα στου στόμα”. Τέτοια ανέχεια.
Το 1920 τον πήραν στο στρατό και πήγε κατευθείαν στη Μικρά Ασία, όπου συνάντησε και πολλούς άλλους χωριανούς και κοντοχωριανούς.
Έλαβε μέρος στις μάχες του Σαγγάριου, στο Εσκί Σεχίρ και έφτασε να βλέπει από μακριά τα φώτα της Άγκυρας. Αν και λαβώθηκε στο πόδι από εχθρικό βόλι, δεν εγκατέλειψε, συνέχισε μέχρι τέλους.
Έτσι ήταν και στην οπισθοχώρηση, στη μεγάλη και τραγική μικρασιατική καταστροφή, που την έζησε από κοντά για πολλές ημέρες. ίσα που πρόλαβε και μπήκε σ’ ένα σαπιοκάραβο (στο οποίο οι άνθρωποι κρέμονταν από παντού σαν σταφύλια, τόσοι πολλοί ήταν) και βγήκε στο Βόλο αφήνοντας πίσω του τη Σμύρνη να καίγεται και τους “Τουρκαλάδες” να σφάζουν, να λεηλατούν και να καταστρέφουν τα ιερά και τα Όσια.
Στην πείνα της κατοχής δεν πείνασε η οικογένειά του, γιατί ως πολυμήχανος και παμπόνηρος, πρόβλεψε κι έκρυψε ένα βαρέλι καλαμπόκι “για να τρώνε τα παιδιά μπομπότα” κι από αυτό έδινε και σε κάνα συγγενή ή γείτονα που πεινούσε.
Πέθαναν και οι δυο το 1989 πλήρεις ημερών και σε διάστημα 33 ημερών ο ένας από τον άλλο. Τους αγαπούσα πολύ. Ο Θεός να τους αναπαύσει.»



ΠΗΓΗ


Σταυροδρόμι, Περιοδική ενημερωτική & πολιτιστική έκδοση Πνευματικού Κέντρου Σταυρού Λαμίας, Τεύχος 2, Λαμία Δεκέμβριος 2000 σελίδες 94-95. [Ευχαριστούμε τον υπεύθυνο σύνταξης του περιοδικού κ. Ιωάννη Ευαγγ. Μακρή για την άδεια αναδημοσίευσης άρθρων της περιοδικής έκδοσης].





Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Η Λαμία και οι Θερμοπύλες το 1882

Από την έρευνα στο διαδίκτυο προέκυψαν στοιχεία για την πόλη της Λαμίας και την περιοχή των Θερμοπυλών αμέσως μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας (1881) στο ελληνικό βασίλειο. Η Λαμία πλέον έπαψε να είναι παραμεθόρια πόλη, εφόσον τα σύνορα μετατοπίσθηκαν βορειότερα.
Πραγματοποιείται αναδρομή στην ιστορία της Λαμίας από την κλασσική εποχή μέχρι τη μάχη της Αλαμάνας καθώς και περιγραφή της Λαμίας του 1882 (Εικ.1). Παρατίθενται πληροφορίες για την πόλη εκείνης της εποχής αλλά και για την εμπορική δραστηριότητα στην περιοχή. Η αναφορά κλείνει με πληροφορίες για τις Θερμοπύλες και τον Σπερχειό ποταμό (Εικ.2).
Ακολουθεί το κείμενο:

«ΛΑΜΙΑ (ΖΗΤΟΥΝΙ)

Υπό τας μεσημβρινάς υπωρείας της Όθρυος και υπεράνω πεδίου, καθικνουμένου μέχρι του Μαλιακού κόλπου, και τεμνομένου εκ δυσμών προς ανατολάς υπό του Σπερχειού ποταμού, κείται η Λαμία, πόλις οχυρά και πρωτεύουσα του Νομού της Φθιώτιδος και Φωκίδος, απέχουσα από των Θερμοπυλών 2 ½ ταχυδρομικάς ώρας, από της Υπάτης (Πεντρατζίκι) 4, από του χωρίου Δερβέν Φούρκα 3 ½, από του Δομοκού 7, και 3 περίπου από Στυλίδος (αρχαία Φάλαρα,) παραλίου πόλεως, κειμένης εις την βόρειον ακτήν του Λαμιακού Κόλπου, και συγκολινωνούσης μετά της Λαμίας δι’ αμαξιτής οδού, ήτις φέρει μέχρι του λιμένος της Στυλίδος.

Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΙΣ
Η αρχαία ομώνυμος πόλις απείχεν ολίγον της σημερινής Λαμίας προς ανατολάς, παρά τους πρόποδας λόφου, υπερκειμένου κατά το άκρον αυτής, λέγεται δε, ότι εκτίσθη υπό Λαμίου, υιού του Ηρακλέους, ή υπό Λαμίας θυγατρός του Ποσειδώνος, εκ της οποίας ο Ζεύς εγέννησε την Σιβύλλαν Ιεροφίλην.
Ο περιηγητής Παύλος Λουκάς επισκεφθείς την Λαμίαν, εύρε την εξής επιγραφήν, εξ ής αποδεικνύεται η ταυτότης της θέσεως αυτής.
«ΠΟΛΙΣ ΣΕΒΑΣΤΙΩΝ ΛΑΜΙΕΩΝ ΜΝΑΣΙΛΑΪΔΑΝ ΠΑΡΑΜΟΝΟΥ ΑΡΕΤΗΣ ΕΝΕΚΕΝ ΚΑΙ ΕΥΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΕΙΣ ΑΥΤΗΝ».
Η πόλις αύτη ήτο επίσημος παρά τοις αρχαίοις διά τά αργυρά αυτής νομίσματα. Τα μόνα διασωθέντα μνημεία της αρχαίας λαμίας εισίν ερείπιά τινα των τειχών της Ακροπόλεως, καθιστώντα μέρος του νεωτέρου, τετραγώνου το σχήμα φρουρίου Ακρολαμίας καλουμένου, και τινα θραύσματα των τειχών της πόλεως, προς τούτοις δε και λείψανα ερειπωμένων τζαμίων και μιναρέδων. Κατέστη δε περίφημος διά την μεταξύ Αθηναίων και Μακεδόνων μάχην, συγκροτηθείσαν ευθύς μετά τον θάνατον του Αλεξάνδρου τώ 323 π.Χ. κατά προτροπήν του Δημοσθένους, καθ’ ήν ο Αντίπατρος κατεκλείσθη πολορκούμενος εν τη πόλει ταύτη· αλλά μετ’ ολίγον φονευθέντος του στρατηγού των Αθηναίων Λεωσθένους, οι Μακεδόνες εισβαλόντες εις την πόλιν, ετρόπωσαν τους Αθηναίους και τους συμμαχούντας αυτοίς Αιτωλούς. Ο πόλεμος δε ούτος ωνομάσθη Λαμιακός.
Ο Παυσανίας διηγούμενος την μάχην ταύτην, αποδίδει την ήτταν των Αθηναίων εις την επίβουλον προς τον Αντίπατρον προτροπήν του ρήτορος Δημάδου και των άλλων εν Αθήναις προδοτών. Εν έτει 191 π.Χ. η Λαμία επολιορκήθη υπό του βασιλέως της Μακεδονίας Φιλίππου του Δημητρίου, κατά δε το επιόν έτος οι Ρωμαίοι είλον την Λαμίαν δια του στρατηγού αυτών Μανίου Ακιλίου Γλαβρίου.
Κατά την ΙΔ΄ εκατονταετηρίδα μ.Χ. εκυριεύθη υπό των Καταλανών, και απετέλεσε μέρος του Δουκάτου των Αθηνών υπό τους βασιλείς της Σικελίας, έως ού της Ελλάδος πάσης κατακτηθείσης υπό των Οθωμανών, συγκατεκτήθη και αύτη.

ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΦΥΡΑΝ ΤΟΥ ΣΠΕΡΧΕΙΟΥ (1821)
Επί της Ελληνικής επαναστάσεως ουδέν αξιοσημείωτον γεγονός έλαβε χώραν εντός της Λαμίας, καθ’ ό κειμένης παρά την Θεσσαλίαν, ήτις εχρησίμευε τότε ως κέντρον των Τουρκικών στρατειών, και επομένοις παρείχε εις τον εχθρόν πάσαν δυνατήν ευκολίαν προς μεταβίβασιν ισχυρών δυνάμεων εναντίον παντός κινήματος των Λαμιέων· άλλως τε της πόλεως κατεχομένης υπό πολυαρίθμων Τούρκων και Αλβανών, ών προΐστατο ο πανίσχυρος Χαλίλ Βέης, και κατοπτευομένης υπό δυσπορθήτου Ακροπόλεως, κειμένης επί λόφου υψηλού και καλώς φρουρουμένης, πάσα θυσία εκ μέρους των Ελλήνων προς εκπόρθησιν αυτής θα απέβαινε ματαία.
Εν τούτοις οσημέραι ενισχυομένου του Ελληνικού αγώνος, και των εχθρών πανταχού της Ελλάδος καταβληθέντων, επέκειτο άφευκτος η καταστροφή των εν τοις φρουρίοις κεκλεισμένων Τούρκων· υπό ταύτης δ’ ελπίδος αναπτερούμενοι οι στρατηγοί των Ελλήνων, καρεδόκουν κατάλληλον ευκαιρίαν, ίνα επιτεθώσι κατά των εν τω φρουρίω της Λαμίας εχθρών. Κατόπιν δε της εν Λεβαδεία μάχης και της αλώσεως του φρουρίου αυτής υπό των ημετέρων, συμβάσης τη 5 Απριλίου 1821, και μετά την ήτταν των εν Πατρατζικίω Τούρκων και την πυρπόλησιν αυτού, ο ατρόμητος Αθανάσιος Διάκος, πληροφορηθείς, ότι ο Κιοσσέ Μεχμέτ Πασσάς και ο Ομέρ Βρυώνης μετά 8.000 στρατιωτών διαβάντες την Πίνδον, εισήλθον διά της Θεσσαλίας εις Λαμίαν, και συνεννοηθείς μετά του Επισκόπου Σαλώνων Ησαΐου και των οπλαρχηγών Δυοβουνιώτου και Πανουργιά, την 22 Απριλίου του 1821 κατέλαβε μετά 500 περίπου λεβαδιτών και Σαλωνιτών την παρά την Λαμίαν θέσιν των Θερμοπυλών, ένθεν έμελλε να διαβή ο εχθρός, ίνα εισβάλη εις τας επαρχίας, τας εντεύθεν των Θερμοπυλών.
Τούτο μαθόντες οι ρηθέντες δύο στρατηγοί Τούρκοι, και άνευ βραδύτητος τινός εξωρμήσαντες εκ Λαμίας μετά 8.000 Αλβανών πεζών και ιππέων διέβησαν διά της θέσεως Λιανοκλάδι τον Σπερχειόν· διαιρεθέντες δε του στρατού εις δύο σώματα, το μεν υπό τον Κιοσσέ μεχμέτ Πασσάν επετέθη κατά των εις θέσιν Χαλκομάτα και το χωρίον Μουσταφάμπεη, παρά τας όχθας του Σπερχειού περικεχαρακωθέντων Επισκόπου Ησαΐου και των δύο προρρηθέντων οπλαρχηγών, το δε άλλο υπό τον Ομέρ Βρυώνην διηυθύνθη κατά του Αθ.  Διάκου, τοποθετημένου όντος επί της Γεφύρας του Σπερχειού. Αρξαμένης δε της μάχης οι Έλληνες επολέμησαν με απαραδειγμάτιστον ηρωϊσμόν, καίτοι περιεζωσμένοι όντες υπό οκταπλασίων εχθρών, στρατηγουμένων υπό των επισημοτέρων Πασσάδων της Τουρκίας. Εν τη συμπλοκή ταύτη ο μεν Επίσκοπος Σαλώνων έπεσε κατά την αρχήν της μάχης, ο δε εφάμιλλος του αρχαίου Λεωνίδου ήρως Αθ. Διάκος ηγωνίσθη γενναίως επί πολλάς ώρας, αλλά τινών μεν των στρατιωτών του φονευθέντων, τινών δε διασκορπισθέντων, εγκατελείφθη μετά 15 μόνον ανδρών επί του εδάφους εκείνου του ηγιασμένου υπό του αθανάτου Λεωνίδου, και παρακινούμενος υπ’ αυτών να υποχωρήση, απεκρίθη ως άλλος Σπαρτιάτης Λεωνίδας «ο Διάκος εδώ θα αποθάνη» και ως μαινόμενος ριφθείς, πυροβολών και σφάζων, διέσπειρε τρόμον εις τον εχθρόν, αλλ’ επί τέλους θραυσθέντος του αιματοφύρτου ξίφους του κατά των επί της γεφύρας συνωθουμένων εχθρών, και πληγωθείς καιρίως κατά τον δεξιόν ώμον, συνελήφθη ζών υπ’ αυτών, οίτινες απαγαγόντες αυτόν αιμάσοντα εις Λαμίαν, αθανάτωσαν διά του βαρβαρικωτάτου θανάτου του ανασκολοπισμού, περί την δείλην της 23 Απριλίου.

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΟΛΙΣ
Διεξαχθέντος δε του εθνικού αγώνος, και παγιωθείσης της ελευθερίας των Ελλήνων, η Λαμία απετέλεσε μέρος του Ελληνικού βασιλείου· διά την θέσιν δε, ήν κατέχει επί της Φθιώτιδος, και ως όμορος των τέως Τουρκικών συνόρων, κατέστη μία των οχυρωτέρων πόλεων της Ελλάδος, αριθμούσα περί τας 7 χιλιάδας κατοίκων. Εκτισμένη δε ως προείρηται, εις τους πρόποδας της Όθρυος, έχει μέγαν και λαμπρόν ορίζοντα και προ αυτής το Φθιωτικόν πεδίον με άφθονα και διαυγέστατα ύδατα. Αι οικοδομαί της εισίν άπασαι σχεδόν νεόδμητοι, ωραίαι και μετά φιλοκαλίας εσωτερικής διεσκευασμέναι, αι πλείσται των οποίων έχουσι κήπους, τούθ’ όπερ μαγευτικήν την θέαν καθίστησι.
Η πόλις αύτη είναι έδρα Μητροπολίτου υπό τον τίτλον «Φθιώτιδος και Φωκίδος» και Αρχηγείου της Ανατολικής Ελλάδος·διατέμνεται δε υπό κανονικών οδών, ών αι κεντρικώτεραί εισίν η του Διάκου, η του Υψηλάντου. η του αγίου Νικολάου, η του Αχιλλέως, η του Καποδιστρίου και η της Δεσποίνης· άπασαι δε εισίν αμμολιθόστρωτοι, μετά πεζοδρομίων πλακοστρώτων. Κοσμείται δε υπό δύο ωραίων και δενδροφύτων πλατειών της του Διάκου και της Ελευθερίας, συνεχομένων εις το κέντρον της πόλεως, πέριξ των οποίων υπάρχουσι κομψόταται οικοδομαί, Ξενοδοχεία, Καφφεπωλεία καλώς διεσκευασμένα, και διάφορα εμπορικά Καταστήματα. Την πόλιν επίσης κοσμούσιν αξιόλογοι ιεροί Ναοί, ών ο μεγαλοπρεπέστερος είναι ο τιμώμενος επ’ ονόματι της Ευαγγελιστρίας, παρά τη ετέρα των δύο πλατειών, εφεξής δε ο του αγίου Νικολάου, ο των αγίων Θεοδώρων και ο της Δεσποίνης. Β.Δ. της πόλεως υπέρκειται λόφος, εφ’ ού κείται το φρούριον, Ενετικόν κτίσμα, και εν αυτώ μέγας Στρατών μετ’  αποθήκης υλικού του στρατού.
Κτιρίων δημοσίων και δημοτικών στερείται η πόλις· υπάρχουσιν όμως εν αυτή Γυμνάσιον, 3 Ελληνικά σχολεία, Δημοτικά αρρένων τε και θηλέων, Πρωτοδικείον, Ειρηνοδικείον, Τηλεγραφείον, Ταχυδρομείον, υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης και Τουρκικόν προξενείον. Παρά δε την πόλιν δεικνύεται το μέρος, ένθα κατά την παράδοσιν ανεσκολοπίσθη ο εκ των πρωτομαρτύρων της Ελλ. Επαναστάσεως Αθ. Διάκος· ο χώρος ούτος μέχρι πρό μικρού ήτο εντελώς παρημελημένος (κοινός κοπρών) αλλ’ ο Διοικητής του εν Λαμία συντάγματος Χ. Κατσικογιάννης τιμών την μνήμην του ήρωος, εκκαθάρισε και ηυπρέπισε τον χώρον τούτον υψώσας επ’ αυτού λευκόν τεχνητόν βράχον, εφ’ ού υπάρχει ήδη εγκεχαραγμένον το περίφημον δίστιχον του ήρωος.
          Για δές καιρόν που διάλεξεν ο χάρος να με πάρη,
          Τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάνει η γή χορτάρι.
Εκεί, ένθα νυν εκτείνεται μοσχοβόλον κηπάριον και περί τον βράχον τούτον υπάρχει λευκός σταυρός, κατά πάσαν 25 Μαρτίου τελείται η δοξολογία της επετείου εθνικής εορτής.

ΕΜΠΟΡΙΟΝ-ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Η Λαμία υπό εμπορικήν έποψιν είναι μία των δευτερευουσών πόλεων της Ελλάδος, διότι δι’ αυτής, ως εκ της τοποθεσίας της, γίνεται αδιάκοπος εις το κράτος εισαγωγή διαφόρων προϊόντων και εμπορευσίμων ειδών της ευφορωτάτης Θεσσαλίας, μεθ’ ής η Λαμία, καθώς και μετ’ άλλων επαρχιών και των Αθηνών, όσον ούπω συνδεομένη διά σιδηροδρομικής γραμμής, θέλει έτι μάλλον ευρύνει τον εμπορικόν αυτής κύκλον.
Η Επαρχία της Λαμίας διατρέφει πάμπολλα ποίμνια βοών και προβάτων, ών γίνεται μεγάλη εξαγωγή. τα κυριώτερα προϊόντα της εισίν, καπνός, αραβόσιτος, σίτος, κριθή, σισάμιον, βάμβαξ, μαλλία, αρνοδέρματα και άλλα διάφορα, άπερ παράγει το εύφορον, και παχύγαιον Φθιωτικόν πεδίον, το οποίον άλλοτε κατά τον χειμώνα κατεκλύζεταο υπό του πλημμυρούντος Σπερχειού.
Οι κάτοικοι ασχολούνται και εις μικράν τινα βιομηχανίαν, οίον την σιδηρουργίαν, βυρσοδεψίαν, σαπωνοποιΐαν και οινοπνευματοποιΐαν, δι’ ής παράγεται μεγάλη ποσότης ποτών καταναλισκομένων καθ’ άπασαν την Ελλάδα.
Ατμοκίνητα βιομηχανικά καταστήματα υπάρχουσι δύο, το μέν εκκοκιστικόν βάμβακος εν Λαμία υπό του κ. Α.Γιαννοπούλου ιδρυθέν, το δε εν Στυλίδι, ιδρυθέν υπό του κ. Κ.Αγαθοκλέους, η υποστήριξις του οποίου οφείλεται εν μέρει εις την συνδρομήν της Κυβερνήσεως και της Εθν. Τραπέζης της Ελλάδος. Το εργοστάσιον τούτο είναι ωκοδομημένον εντός της θαλάσσης μεταξύ προκυμαίας, λιμένος και της πόλεως της Στυλίδος· καταλαμβάνει δε επιφάνειαν 8.500 □ πήχεων, και περιέχει Νηματουργείον μετά 40 εκκοκιστικών του βάμβακος μηχανών, Πιεστήριον υδραυλικόν, Αλευρομύλους, Κλιβάνους κατά Ευρωπαϊκόν σύστημα προς κατασκευήν άρτων, Μανεστροποιείον και Σιδηρουργείον, είς ό κατασκευάζονται τα χρειώδη εργαλεία και αι μηχαναί του εργοστασίου, φέρει δε την επωνυμίαν «Φθιώτις» και εργάζονται εν αυτώ 100 περίπου εργάται και εργάτριαι.
Τα εξαγόμενα εκ του καταστήματος τούτου είδη καθώς και τα λοιπά προϊόντα του τόπου καταναλίσκονται είς τε το εσωτερικόν και το εξωτερικόν. τελούνται δε εν Λαμία δύο εμπορικαί κατ’ έτος πανηγύρεις, η μέν την 23 Απριλίου, διαρκούσα ημέρας 3, η δε την 27ην Αυγούστου, διαρκούσα ημέρας 4, καθ’ άς γίνεται μεγάλη κατανάλωσις παντός είδους προϊόντων. Επί της κατωφερείας λόφου, κατέναντι της πόλεως κειμένου, υπάρχουσι πολλοί κατά σειράν υδρόμυλοι, οι οποίοι φαίνονται ως να κείνται ο είς υπεράνω του άλλου αμφιθεατρικώς, και τους οποίους στρέφει μικρός ποταμός.

ΑΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΑΙ
Από της πόλεως άγει αμαξιτή οδός προς την Όθρυν, υπό την οποίαν κείται η μονή Αντινίτσα· από δε της κορυφής του όρους τούτου κατοπτεύεται, ως εν πανοράματι, άπειρος χώρος από του Ολύμπου μέχρι του Παρνασσού.
Κατ’ αρχάς η οδός διέρχεται διά χειμάρρου καταφύτου υπό ροδοδαφνών· κατόπιν εισέρχεται εις το Φθιωτικόν πεδίον τέμνουσα τα δύο τειχώματα των ορέων Όρθρυος και Οίτης. Η άποψις του χλοάζοντος πεδίου μετά των υπ’ αυτού διαφόρων χωρίων είναι θαυμασία· πλούσιαι δε φυτείαι αραβοσίτων καλύπτουσιν αυτό. μετά πορείαν ¾ της ώρας αφικνείταί τις παρά τας όχθας του ποταμού Σπερχειού, ού η κοίτη περιεβλήθη πρό τινος αδρά δαπάνη υπό επιχώσεων τεχνικών προς περιστολήν των πλημμυρών.
Τάς δύο όχθας του ποταμού τούτου ζευγνύει γέφυρα φέρουσα, τις οίδεν εκ ποίας αιτίας, το όνομα της Αλαμάνας, υπό τα τόξα της οποίας ήρεμα ρέουσι τα θολά ύδατα του Σπερχειού, και την οποίαν η δημοτική ποίησις αρρήκτως συνέδεσε μετά του ηρωϊκού δράματος του Διάκου. Από της Γεφύρας ταύτης και πέραν άρχεται η περιλάλητος γή των Θερμοπυλών, εν ή τ’ άναδρα στίφη των εξ Ασίας επιδρομέων εθραύσθησαν πρό του αθανάτου Σπαρτιάτου Λεωνίδου και των 300 εκείνων γενναίων υπερασπιστών της αειμνήστου διόδου, αποτελουμένης νύν εκ του μεταξύ του όρους Καλλιδρόμου και της αβαθούς θαλάσσης παρά το χωρίον Κουτσέκι. Υπεράνω της τοποθεσίας ταύτης υψούται ο Κολοσσός της οίτης, το απόκρημνον και βραχώδες αυτό τείχωμα το τεθέν εκεί υπό του Δημιουργού ως προπύργιον της ελευθερίας της τότε Ελλάδος κατά των επιδρομέων, ών την δίψαν, ως διηγείται ο πατήρ της ιστορίας Ηρόδοτος, δεν ηδυνήθησαν να κατευνάσωσιν οι Θεσσαλικοί ποταμοί «των εν Αχαΐα ποταμών ρεόντων, ουδέ ώσπερ μέγιστος αυτών εστίν Απιδανός, ουδέ ούτος αντέσχεν ειμή φλαύρος.» Αλλ’ ο χρόνος πόσας μεταλλαγάς δεν επήνεγκεν επί της διόδου ταύτης.
Το μέρος τούτο, ένθα πρό είκοσι πέντε αιώνων το μέγα δράμα της ιστορίας διεξήχθη, ενώ άλλοτε ήτο τόσον στενόν, ώστε πολλαχού μόλις διέβαινεν άμαξα, παραπλεύρως δε χαράδραι και φοβερά βάραθρα ηνοίγοντο με αποκρήμνους κλιτύας ορέων και γιγαντωδών βράχων, όπισθεν των οποίων ωχυρωμένοι οι υπέρμαχοι αυτής ηκόντιζον και ετόξευον τους εχθρούς, τανύν ένεκα των χωματώσεων, των από των ορέων ρεόντων ποταμίων υδάτων και της αποχωρήσεως της θαλάσσης έχει 1800 ποδών πλάτος.
Κατά την εξήγησιν του Ηροδότου το στενόν τούτο κατ’ αρχάς ωνομάζετο «Αι Πύλαι» κατόπιν δε υπό των εγχωρίων μετωνομάσθη «Θερμοπύλαι» ως εκ των εις απόστασιν 500 μέτρων από τας υπωρείας της Οίτης αναβλυζουσών εκ συμπαγούς ασβεστολίθου θειοπηγών, ών τα θερμά ύδατα ετιμώντο το πάλαι ως Ηρακλέους ιερά. Επ’ αυτών ήγειρεν Ηρώδης ο Αττικός θεραπευτικά λουτρά, ών πάν ίχνος εξηφανίσθη. Διά της συγκεράσεως των λιμναζόντων υδάτων μετά των θαλασσίων σχηματίζονται έλη, εκπέμποντα εν ώρα θέρους νοσώδεις αναθυμιάσεις, διό μόνον εν μηνί Αυγούστω επισκέπτονται αυτά οι ασθενείς. Επί δε της οδού της αγούσης από Λαμίαν εις Υπάτην, κειμένην πέραν της δεξιάς όχθης του Σπερχειού, επί στρογγύλου λοφίσκου αναβλύζουσαν απίσης αξιόλογοι θειοπηγαί, αι λεγόμεναι της Υπάτης, εις τας οποίας συρρέουσι πολλοί ασθενείς κατά τους μήνας Μάϊον και Αύγουστον. Τα ύδατα ταύτα εισί μέν διαυγή αλλ’ αντλούμενα αποσυντίθενται και αμέσως θολούνται. Επί της κορυφής του λόφου υπάρχει μεγάλη δεξαμενή, χρησιμεύουσα ως κοινός λουτήρ. Η εν τη δεξαμενή ταύτη και τοις οχετοίς κατακαθιζομένη βρωμιούχος και ιωδιούχος ιλύς έχει ωσαύτως θεραπευτικήν ιδιότητα».



ΕΙΚΟΝΕΣ




 Εικ.1: Άποψη της Λαμίας του 1880. Φωτογραφία τραβηγμένη απ’ το σημερινό Στρατόπεδο Λοχαγού Τσαλτάκη. Εκείνη την εποχή και μέχρι το μεσοπόλεμο εδώ ήταν καπνοχώραφα και το Γυμναστήριο της πόλης. Στην περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου σε τούτα τα χωράφια στεγάστηκαν οι “ανταρτόπληκτοι”. Γυμνοί από δέντρα οι λόφοι της Ακρολαμίας και του Αγίου Λουκά. Διακρίνονται οι εκκλησίες της Αρχοντικής στην πλαγιά του Κάστρου, των Αγίων Θεοδώρων και του Αγίου Νικολάου, άκτιστο ακόμα το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία, που σήμερα βρίσκεται στη δυτική ψηλότερη κορφή του λόφου. (Από το βιβλίο: Νικ.Ταξ.Δαβανέλλος, Λαμία: Το χρονικό μιας πόλης, Αθήνα 1994, σελίδα 84).





Εικ.2: “Η Γέφυρα του Σπερχειού. Δρόμος προς τις Θερμοπύλες”. Το μεγαλόπρεπο πετρόχτιστο γεφύρι και δεξιά το χάνι, όπου ταμπουρώθηκαν τα πρωτοπαλήκαρα του Διάκου, Καλύβας και Μπακογιάννης, σε κείνη τη φονική μάχη του ’21. Λιθογραφία του E.Rey στα 1834. (Από το βιβλίο: Νικ.Ταξ.Δαβανέλλος, Λαμία: Το χρονικό μιας πόλης, Αθήνα 1994, σελίδα 49).



ΠΗΓΕΣ







Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Φόνος του ιερέα Ροβολιαρίου Παπανικόλα Γιαννιτσιώτη από ληστή το 1853

Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, όπως είναι γνωστό, η παραμεθόρια Φθιώτιδα υπέφερε από επιδρομές ληστών. Από την έρευνα ταυτίσθηκε περιστατικό φόνου του ιερέα Ροβολιαρίου Φθιώτιδας από το ληστή Μήτρο Κροκίδα.
Συγκεκριμένα, ο ληστής σε απολογία του το Σεπτέμβριο του 1853 ενώπιον των κρατικών αρχών στη Λαμία αναφέρει : «…Εγώ κατά τον θεριστήν, Ιούνιον δηλαδή μήνα, εφόνευσα τον Παπανικόλα (αγνοώ το επίθετόν του) από το χωρίον Ροβολιάρι, και φοβούμενος την ένεκα της πράξεως ταύτης καταδίωξίν μου, ανεχώρησα από το χωρίον μου και υπήγα κατά το χωρίον Σμόκοβον, εις την εκεί στάνην του Τσάπαβα, από το χωρίον τούτο Σμόκοβον, και ηνώθην τότε με τους ληστάς Τσούμαν και Γρίβαν κατά τον αυτόν μήνα Ιούνιον, μετά τέσσερας ημέρας αφ’ ής εφόνευσα τον ειρημένον ιερέα...»
Το ατυχές αυτό περιστατικό του φόνου διασταυρώθηκε από τον απόγονο του ιερέα κ. Αναστάσιο Παπανικολάου. Συγκεκριμένα ο κ. Παπανικολάου μας ανέφερε τα εξής :
«Ο Παπανικόλας είναι ο Νικόλαος Γιαννιτσιώτης. Καταγόταν από τη Γιανντσού και, επειδή ήταν εγγράμματος και θρησκευόμενος, έγινε ιερέας και λειτουργούσε στο Λιτόσελο, αν και έμενε στο Ροβολιάρι, όπου παντρεύτηκε ντόπια (το γένος Σουσούλια). Το 1853 δολοφονήθηκε από το σγκεκριμμένο ληστή για ασήμαντη αφορμή (διαμάχη για το ποιος ήρθε πρώτος να ποτίσει τα ζώα του). Στις απειλές του ληστή ότι θα τον πυροβολήσει, του είπε ότι αν έχεις δίκαιο ρίξε, αλλιώς ο Θεός θα σε τιμωρήσει.
Είχε τέσσερα παιδιά, ο μεγαλύτερος δόθηκε για υιοθεσία σε κάποιον Αποστολόπουλο από τον Ασβέστη. Οι δύο κόρες στάλθηκαν υπηρέτριες στη Λαμία και έμεινε ο μικρότερος, ο Γεώργιος, με τη μητέρα του στο Ροβολιάρι. Η πρεσβυτέρα για να ζήσει το παιδί της (τριών χρονών περίπου) έπλενε τα ρούχα των στρατιωτών στο Ροβολιάρι, μιας και τότε ήταν παραμεθόριο χωριό.
Ο Μήτρος Κροκίδας αμνηστεύτηκε γι’ αυτόν το φόνο αλλά όπως διηγούνται οι παλαιότεροι στο Ροβολιάρι, τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε βάλει φωτιά στο σπίτι του, είχε υποστεί εγκαύματα και ζούσε με ανοιχτές πληγές και με ψυχολογικά προβλήματα».
Η πλήρης απολογία του ληστή Μήτρου Κροκίδα έχει ως εξής:
«Εν Λαμία σήμερον την δεκάτην πέμπτην Σεπτεμβρίου 1853, πεντήκοντα τρία, ενεφανίσθη ενώπιον ημών του παρά τοις Πρωτοδίκαις Αντεισαγγελέως Ν. Παρασκευοπούλου, επί παρουσία και του Δικαστ. Υπογραμματέως Ιω. Κυριμοπούλου, ο διά του υπ’ αριθ. 618 εγγράφου του ενταύθα Αρχηγού της στρατιωτικής Δυνάμεως αποσταλείς υπό συνοδείαν χωροφυλάκων Μήτρος Κροκίδας, και εξητάσθη ως ακολούθως.
Ερ. Πως ονομάζεσαι κλπ.;
Απ. Μήτρος Κροκίδας, εγεννήθην και κατοικώ εις το χωρίον Ροβολιάρι του Δήμου Μακρακώμης, ειμί ετών 22, γεωργός και χριστιανός.
Ερ. Γνωρίζεις αν ζή ο λήσταρχος Αναστάσιος Καλαμάτας, ή εφονεύθη, υπό τινος, πότε και εις ποίαν θέσιν;
Απ. Εφονεύθη πρό δέκα οκτώ ημερών, ήτοι την 29 Αυγούστου ε.έ. εις το χωρίον Δρανίστα του Οθωμανικού, τον εφόνευσα δε εγώ, και ιδού τίνα τρόπον. Εγώ κατά τον θεριστήν, Ιούνιον δηλαδή μήνα, εφόνευσα τον Παπανικόλα (αγνοώ το επίθετόν του) από το χωρίον Ροβολιάρι, και φοβούμενος την ένεκα της πράξεως ταύτης καταδίωξίν μου, ανεχώρησα από το χωρίον μου και υπήγα κατά το χωρίον Σμόκοβον, εις την εκεί στάνην του Τσάπαβα, από το χωρίον τούτο Σμόκοβον, και ηνώθην τότε με τους ληστάς Τσούμαν και Γρίβαν κατά τον αυτόν μήνα Ιούνιον, μετά τέσσερας ημέρας αφ’ ής εφόνευσα τον ειρημένον ιερέα. Έμεινα λοιπόν μαζί με αυτούς έως δέκα ημέρας, και ακολούθως εγώ καθώς και οι άλλοι λησταί Τσούμας και Γρίβας ανταμώθημεν μαζύ με τον Καλαμάταν, και εγεινήκαμεν όλοι έν Ασκέρι. Μετά δύο ημέρας πάλιν ανταμώσαμεν με τον άλλον ληστήν Μήχον από την Λιάκουραν, και ηνώθημεν όλοι ομού, έχοντες αρχηγόν μας τον Καλαμάταν. Υπήγαμεν όθεν όλοι μαζύ εις διάφορα χωριά και μέρη εντός του Τουρκικού, και ελαμβάνομεν διαφόρους τροφάς και ειδήσεις από τους χωρικούς, τους οποίους εγνωρίζαμεν· και ούτως όλοι μαζύ υπήγαμεν κατ’ αρχάς εις την θέσιν Τσουρνά, όπου υπάρχουσι διάφορα βλαχοκόνακα, ένθα εμείναμεν μίαν μόνην ημέραν· ακολούθως ετραβήξαμεν τρείς ολοκλήρους νύκτας και απεράσαμεν διά τον Βώλον, αλλά επειδή επροδοθήκαμεν δεν υπήγαμεν εκεί, αλλ’ εφθάσαμεν μόνον εις το χωρίον Δέδκουλα, και εμείναμεν απ’ έξω διά να πάρωμεν ψωμί. Επειδή δε δεν ήτον δυνατόν διά να λάβωμεν ψωμί, διότι το χωρίον εκείνο το είχον κατλάβει οι Αλβανοί στρατιώται, ανεχωρήσαμεν απ’ εκεί, κυνηγηθέντες μάλιστα από τους Αλβανούς, διότι μας εκατάλαβαν,  και υπήγαμεν πάλιν εις την θέσιν Τσουρνά όπου εμείναμεν δύο ημέρας·αναχωρήσαντες εκείθεν υπήγαμεν εις το χωρίον Γκούρα, όπου ελάβαμεν τροφάς και εμείναμεν μίαν μόνην ημέραν· την άλλην ετραβήξαμεν και υπήγαμεν εις το Νεοχώρι, χωρίον, όπου εμείναμεν μίαν άλλην ημέραν· την επιούσαν αναχωρήσαντες εκείθεν υπήγαμεν εις το χωρίον Παλαμά, και εκείθεν εις την Αβαρίτσαν, χωρίον, και ακολούθως εις το χωρίον Νταουκλί, όπου εμείναμεν  δέκα ημέρας, περιμέναντες όλον αυτό το διάστημα διά ν’ απεράση εκείθεν ένας πραγματευτής να τον συλλάβωμεν. Αλλ’ επειδή δεν ηδυνήθημεν να πράξωμεν τούτο, καθόσον ο πραγματευτής εκείνος το έμαθεν και επέστρεψεν οπίσω εις τον Δομοκόν όθεν είχεν αναχωρήσει, απεράσαμεν εις διάφορα άλλα μέρη, όθεν τέλος πάντων την 29 Αυγούστου εφθάσαμεν εις το χωρίον Δρανίστα, όπου εμείναμεν εκεί έξω. Το εσπέρας εκείνης της ημέρας μ’ είπεν ο αρχιληστής Καλαμάτας να υπάγωμεν εις το χωρίον μας να το ληστεύσωμεν, διά να πάρωμεν χρήματα και άλλα πράγματα από τους κατοίκους· εγώ τω είπα τότε, ότι δεν είναι καλόν να κάμωμεν τούτο, διότι έχω πολλούς συγγενείς και φίλους εκεί και δεν πρέπει να πάθωσιν ούτοι εξ αιτίας μου· εκείνος θυμώσας τότε, με είπε, και τι διά το χωρίο σου σε μέλλει, και δια το Μπουλούκι, εννοών τους συντρόφους μου, δε σε μέλλει; Μ’ ύβρισε λοιπόν και με είπε τότε, παληοβρώμα, εγώ έχω τόσα χρόνια κλέφτης, και δεν με αντεστάθη κανείς, και θα μου αντισταθείς εσύ τώρα. Διέταξε λοιπόν τους άλλους συντρόφους και μ’ έπιασαν και με εξαρμάτωσαν, χωρίς να μου αφήσουν τίποτε, και μάλιστα με προσείχον πολύ, φοβούμενοι μη πάθουν τίποτε εξ αιτίας μου. Αφού λοιπόν με εξαρμάτωσαν, έμεινα εγώ μόνος, και επήγα να πέσω να κοιμηθώ εκεί πλησίον, όπου ήτον και ο Καλαμάτας εγειρμένος· τότε ένας από τους συντρόφους μου ο Κώστας Δάλλης από το χωρίον Σεγγρέλου του Ελληνικού, έχων την κομπούραν μου παρμένην, μου την επέταξε και μου είπε, Να ωρέ την κομπούρα σου διότι εγώ δεν ημπορώ να υποφέρω τα δικά μου άρματα και θα κρατώ και τα ιδικά σου; Επήρα λοιπόν εγώ την κομπούραν μου και την έβαλα εις το Σιλάχι μου, ήτον δε γεμάτη και με βόλι, και ακολούθως επειδή ο Ζελιναίος ο ληστής εκοιμάτο πλησίον με τον Καλαμάταν και είχε το σπαθί μου, επήγα και του το πήρα, διότι το είχε μαζύ με το τουφέκι του ακουμβήσει εις ένα ντούσκο το δε εδικόν του σπαθί το είχε ζωσμένο κοιμώμενος· επήρα συγχρόνως και το τουφέκι του Ζελιναίου, το οποίον, ως είπα, είχεν ακουμβήσει εις τον Ντούσκον. Ιδών λοιπόν εγώ τον Καλαμάταν κοιμώμενον με τον Ζελιναίον, εσκέφτηκα μόνος μου και είπα· ο ληστής ούτος ο Καλαμάτας έχει ληστεύσει τόσους συγγενείς μου, να υπάγη τώρα να ληστεύσει και το χωριό μου ολόκληρον, και να είμαι και εγώ μαζύ του τούτο είναι μεγάλη αμαρτία. απεφάσισα λοιπόν να τον φονεύσω και διά τούτο σηκώσας την πιστόλαν, υπήγα γάλι γάλι εκεί όπου εκοιμάτο, διότι ήμην πλησίον του, και ιδών αυτόν κοιμώμενον ανάσκελα, το στήθος δηλονότι εις τα άνω, και έχοντα το χέρι εις το στήθος του, τον πυροβολώ με την κομπούραν εμπρός εις το στήθος, και αναχωρώ. Τότε ακούσαντες οι σύντροφοί του όπλον, εσηκώθησαν άπαντες, και βλέποντες εμέ φεύγοντα, διότι, άμα επυροβόλησα, ανεχώρησα, με κυνηγούν και με ρίπτουν πέντε έξ τουφέκια, αλλά δεν με επέτυχον. Επειδή όμως εγώ δεν ήξευρα αν τον εφόνευσα, ή όχι, υπήγα ολίγον παρακάτω, και εκρύφθηκα εις έν μέρος, διά να ακούσω και μάθω τι εγίνετο. Κεκρυμμένος λοιπόν βλέπω τον Χαρμπήν ερχόμενον μαζύ με ένα άλλον Αναγνώστην το όνομα (αγνοώ το επώνυμόν του) οίτινες ακούσαντες εις το χωρίον Δρανίστα, όπερ ήτο πλησίον, τον πυροβολισμόν έτρεχον να μάθουν τι έτρεχε, επληροφορήθη λοιπόν από τους άλλους κλέφτες ότι εσκοτώθη ο αρχηγός Καλαμάτας από εμένα· και επήγεν εκεί όπου ήτο φονευμένος διά να τον ιδή· κατόπιν λοιπόν, ήτοι την πρωΐαν, ίδα εκεί όπου ήμην κρυμμένος δύο παππάδες, τον ένα έμπροσθεν, και τον άλλον όπισθεν, και τέσσαρας άλλους κλέφτας, φέροντας εν κραββάτι, εντός του οποίου ήτον, σαβανωμένος μάλιστα ο Καλαμάτας. Τον υπήγον λοιπόν όλοι οι κλέφταις, και μάλιστα και τινες Αρβανήται, οίτινες έλαβον γνώσιν του θανάτου του, ιδόντες αυτόν ιδίοις όμμασιν, εις το χωρίον Δρανίστα, όθεν εγώ δεν ηδυνάμην πλέον να διακρίνω. Την ημέραν λοιπόν εκείνην, ήτοι την Κυριακήν, αναχωρήσας εγώ από την θέσιν εκείνην, υπήγα εις το χωρίον μου και ανταμώσας τον πατέρα μου εντός του χωρίου, τω είπον ταύτα πάντα· ούτος δε ο πατέρας μου τ’ ανέφερεν εις τον Βουλευτήν Καλαμάραν, όστις μοί παρήγγειλε και υπήγα εις το Βαρυμπόπι, και εκείθεν χθές το πρωΐ απέρασα εις την Δραμπάλαν, όπου ανέφερον ταύτα πάντα εις τον Λοχαγόν Πετμεζάν, και εκείθεν ήλθον σήμερον εδώ συνοδευόμενος μ’ ένα στρατιώτην και έναν Λοχίαν εις τον ενταύθα Αρχηγόν.
Ερ. Τίνες ήσαν μαζύ με τον Καλαμάταν λησταί, αφ’ ότου ηνώθης σύ μετ’ αυτού;
Απ. Ήσαν, εγώ, 2) ο Μήτσος από την Λιάκουρα, 3) ο Κόρακας από το Κλονί, 4) Δίπλας από το Γαρδίκι, 5) Νικόλαος Τσούμας από την Αρτοτίναν,  6) Μήτρος Αλεξίου Γρίβα από την Αρτοτίναν, 7) Νίκος και 8) Κώστας Ντάλιδες από Σεγγρέλου, 9) ένας εξάδελφος αυτών Αθανάσιος Τσουμαλάγας, 10) Βασίλειος Χουλιαράς, δεν ηξεύρω πόθεν είναι, 11) Κώστας από το Καρπενήσι, αγνώστου επιθέτου, 12) ο γυναικάδελφος του Καλαμάτα, Τριαντάφυλλος Χουσμερής, από το Δομοκόν, 13) ένας Παναγιώτης Πατούκης ψυχογυιός του Καλαμάτα, από Αταλάντην, 14) Νικόλας, όπου έχει ένα αδελφόν εις τας φυλακάς, από το χωρίον Μακρολείβαδον, ήτοι Ματσούκας, 15) έν παιδί Γιοβάνης το όνομά του από το Νεοχώριον του Τουρκικού, ήτοι Βαενάς, 16) Γιάννης Ζεληναίος αρχιληστής, 17) ένα παιδί, Μήτρος το όνομά του από τον Δομοκόν, 18) ένα παιδί Χρήστος από το Βώλο, τον οποίον ημείς ελέγαμεν Τσιγαρίδα, 19) ένας Χρήστος Κακατάς, πρώην στρατιώτης, λιποτακτήσας από το Καρπενήσι, διότι ήθελε να κόψη ένα αξιωματικόν του, 20) Γεώργιος Τρέλλας Βλαχόπουλος, 21) Αθανάσιος, δεν ηξεύρω πόθεν ήτον, ευρίσκετο όμως πάντοτε μαζύ με τον Τρέλλαν, 22) ένας άλλος Μήτρος, όστις δεν ημπορούσε να ομιλήση παστρικά τα Ρωμαίϊκα, 23) ένας Παναγιώτης Ανδρέου από τα χωρία των Αθηνών, 24) ένα άλλο παιδί από το Καρπενήσι, ονόματι Μήτρος, 25) έν άλλο παιδί, Γιαννιός τούνομα, όμως είναι Βλάχος και από την επαρχίαν ταύτην της Φθιώτιδος, 26) ένας πατέρας από το Καρπενήσι, 27) ένας σπανός, του οποίου ούτε το όνομα ούτε το επίθετον γνωρίζω· άλλοι δύο από το Τουρκικόν ήτοι 28) ο ένας ελέγετο Γεώργιος, και ο άλλος 29) Αθανάσιος, 30) έν άλλο παιδί Μήτρος Μπαρμπατσάκης, ψυχογυιός του ληστού Μήτρου, 31) ένα άλλο παιδί Μήτρος από τον Βώλον 32) ένας άλλος βασίλειος Αρτεμένος από το Καρπενήσι, 33) και ένας άλλος Αθανάσιος από το Πλατύστομον.
Ερ. Τίνες εξ αυτών εκοιμώντο μετά του Καλαμάτα, όταν τον εφόνευσες, και οι άλλοι που ήτο τότε;
Απ. Εκοιμώντο ο Τσούμας, ο Γρίβας ήτοι Δημ. Γριβαλέξης, ο Δίπλας, ο γυναικάδελφος του Καλαμάτα Τριαντάφυλλος και ο Ζεληναίος, και εγώ, και οι λοιποί ήσαν εσκορπισμένοι και κοιμώμενοι.
Ερ. Εκοιμάσο σύ πάντοτε μαζύ με τον Καλαμάταν, ή μόνον εκείνην την εσπέραν, ότε εφονεύθη;
Απ. Οσάκις εκοιμώμεθα, είμεθα όλοι μαζύ, και διεσκορπισμένοι, εκεί κοντά.
Ερ.. Όταν σ’ εξαρμάτωσεν ο Καλαμάτας δεν σου είπεν ν’ απομακρυνθής από αυτόν και τους συντρόφους του;
Απ. Δεν μου είπε τίποτε, και επερίμενε την πρωΐαν να με δείρη, και να με σκοτώση.
Ερ. Αφού σε εξαρμάτωσε, πως σου έδωκεν ο σύντροφός σου την κομπούραν σου;
Απ. Διότι είχον φιλίαν με αυτόν, και εκτός τούτου δεν ημπορούσεν εκείνος να φέρη και την ιδικήν μου κουμπούραν.
Ερ. Πόσον μακράν σε κατεδίωξαν οι άλλοι λησταί, όταν εφόνευσες τον Καλαμάταν;
Απ. Ήτον έως μίαν τουφεκιάν τόπον, και ήτον μάλιστα και λάκκα, επίπεδον.
Ερ. Εφ’ όσον καιρόν ήσουν με την συμμορίαν ταύτην, τίνας ληστείας επράξατε;
Απ. Δεν εκάμαμεν τίποτε, διότι υπήγαμεν εις την Ομβριακήν διά να πάρωμεν κανένα να βγάλωμεν χρήματα, και δεν ημπορέσαμεν, ωσαύτως υπήγαμεν και εις το χωρίον Νταουκλί διά να πιάσωμεν δύο Παππαδόπουλα, αλλά και εκεί δεν ημπορέσαμεν να κάμωμεν τίποτε· ύστερον υπήγαν ο Ζεληναίος με τον γυναικάδελφον του Καλαμάτα και ένα άλλον ακόμη να συλλάβουν ένα έμπορον από τον Δομοκόν, αλλ’ αντί τούτου εκτύπησαν ένα άλλον Δομοκίτην.
Ερ. Κάποιος Χαρμπής, τι ήτον, και αν είχε φίλον τον Καλαμάταν.
Απ. Αυτός ήτο πρότερον ληστής, και είχε μεγάλας φιλίας με τον Καλαμάταν.
Ερ. Κατηγορείσαι ότι από του Ιουνίου ε.ε. ενωθείς, ως εξέθεσες ανωτέρω, μετά του ληστάρχου Καλαμάτα και της συμμορίας αυτού, επράξατε από της εποχής εκείνης διαφόρους ληστείας, τι απολογείσαι;
Απ. Ημείς καθ’ όλον αυτόν τον χρόνον δεν επράξαμεν κανένα, επομένως ουδέ ληστείαν καμμίαν επράξαμεν.
Ερ. Ηξεύρεις άλλο τι και γράμματα;
Απ. Όχι.
Αναγνωσθείσα η παρούσα, υπεγράφη παρ’ ημών μόνον, ως αγραμμάτου του εξετασθέντος.

Ο Αντεισαγγελεύς
Ν.Παρασκευόπουλος
Ο Δικαστ. Υπογραμματεύς
Ιω. Κυριμόπουλος

Αυθωρεί εξετάσθη κατά προσθήκην ως ακολούθως.
Ερ. Οποία ήτον η θέσις όπου εκοιμάτο ο φονευθείς Καλαμάτας, λάκκα, δηλονότι, λόγγος, κλαδιά, ή άλλο τι;
Απ. Ήτο λόγγος με Ντούσκα*.
Ερ. Ήτο δρόμος πλησίον ή απόκεντρον;
Απ. Ήτο πλησίον εις τον δρόμον έως έξ αδρασκελιαίς.
Ερ. Πώς ετολμήσατε σείς λησταί καταδιωκόμενοι, να κοιμηθήτε εις τοιαύτην θέσιν;
Απ. Δεν είχαμε φόβον, διότι εκαθήσαμεν εκεί προσωρινώς διά να ξαναποστάσωμεν, περιμένοντες τους άλλους συντρόφους μας, οίτινες υπήγον να πάρουν σφακτά.
Ερ. Οποία ώρα ήτον, όταν εφόνευσες τον Καλαμάταν;
Απ. Έως τρείς ώρας νύκτα Τουρκιστί, ήτοι μετά την δύσιν του ηλίου, αλλά εις τας δύο ώρας Τουρκιστί υπήγαμεν εις την θέσιν εκείνην· εγνωρίζαμεν δε και την ώραν, διότι πολλοί των συντρόφων μας είχον ωρολόγια.
Ερ. Πώς ήτο δυνατόν σείς να υπάγετε εις τας δύο ώρας εις το μέρος εκείνο, και μετά μίαν ώραν να κοιμηθήτε και να φονεύσης συγχρόνως τον Καλαμάταν;
Απ. Εκοιμηθήκαμεν ολίγον περιμένοντες τους άλλους συντρόφους.

Ο Αντεισαγγελεύς
Ν.Παρασκευόπουλος
Ο Δικαστ. Υπογραμματεύς
Ιω. Ζ. Κυριμόπουλος

[ΑΥΕ, 1853/4/1, αντίγραφο από τα πρακτικά της ανακρίσεως, λαμία, 8 Νοεμ. 1853] »

* Ντούσκα σημαίνει δάσος με βελανιδιές.

ΠΗΓΕΣ


1) Προφορική μαρτυρία κ. Αναστασίου Παπανικολάου.
2) ΙωάννουΕ. Κολιόπουλου, Περί λύχνων αφάς. Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.) Θεσσαλονίκη 1994, Εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ (σελίδες 396-403).






Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Απονομή Πολεμικού Σταυρού Γ΄ τάξεως στο Στυλιδιώτη Λοχία του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων Λαμίας Σπύρο Μωράτη

Σε έρευνά μας παλαιότερα εντοπίσθηκε στην περιοδική έκδοση ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ 15 (2008), σελίδα 110 και προστέθηκε στην ανάρτηση Το 5/42 ΣύνταγμαΕυζώνων Λαμίας και ο Νικόλαος Πλαστήρας η Εικ.3 με τον υπότιτλο: «Απονομή Πολεμικού Σταυρού Γ΄ τάξεως σε Λοχία του Συντάγματος».
Στην Ομάδα «ΣΤΥΛΙΔΟΣ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» την 10η Φεβρουαρίου 2014 δημοσιεύθηκαν τα δύο έγγραφα-ντοκουμέντα σε έγχρωμη μορφή. Σύμφωνα με τον κ.Κώστα Αλπόγλου «τις φωτογραφίες έδωσε ο Μάκης Τσανσίζης».
Αναλυτικότερα:
●Πρώτο έγγραφο
  
Πηγή εγγράφου: «ΣΤΥΛΙΔΟΣ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ».

Υπογράφεται από το Διοικητή του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων Συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα. Αναφέρει τα εξής:

«5/42 Σύνταγμα Ευζώνων                                                                  ΙΙΙ Πολυβολαρχία
Απόσπασμα
Ημερησίας Διαταγής Συντάγματος 12ης Ιουλίου 1920
«Προσωπικόν»
          Ποιούμαι εύφημον μνείαν του κάτωθι οπλίτου
διότι, καθόλην την διάρκειαν των επιχειρήσεων
επεδείξατο διαγωγήν εξαίρετον, γενναιότητα και τόλμην
διακριθείς των λοιπών συναδέλφων του.-
          Λοχίας Μωράτης Σπύρος
Διά τούτον επρότεινα όπως απονεμηθή αυτώ
ο πολεμικός Σταυρός Γ΄ τάξεως.
Δια την ακρίβειαν
Ο υπασ/της του Συν/τος
Ο
Διοικητής του Συντάγματος


●Δεύτερο έγγραφο

 Πηγή εγγράφου: «ΣΤΥΛΙΔΟΣ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ».

Με το δεύτερο έγγραφο απονέμεται στο Λοχία Σπυρίδωνα Μωράτη της ΙΙΙης Πολυβολαρχίας του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων ο Πολεμικός Σταυρός Γ΄ Τάξεως από το Μέραρχο της ΧΙΙΙης Μεραρχίας Στερεάς Ελλάδας Κωνσταντίνο Μανέτα. Το κείμενο του εγγράφου έχει ως εξής:

«ΧΙΙΙ Μεραρχία                                                              5/42 Σύνταγμα Ευζώνων
Απόσπασμα
Ημερησίας Διαταγής Συντάγματος 12η Αυγούστου 1920
Κατωτέρω κοινοποιώ ως έχει την από 29ην Ιουλίου ε.ε.
Ημερησίαν Διαταγήν ΧΙΙΙ Μεραρχίας έχουσαν ούτω.
Λαβών υπ’ όψει τας διατάξεις του από 31ης Οκτωβρίου 1917
ΒΔ «περί απονομής ηθικών αμοιβών διά πράξεις διακεκριμέ-
νας επί του πεδίου της μάχης» ως τούτο ετροποποιήθη υπό
σχετικών μεταγενεστέρων ΒΔ ως και τας υποβληθείσας μοι
σχετικάς προτάσεις υπό του Διοικητού του 5/42 Συν/τος Ευζώ-
νων Συνταγματάρχου Πλαστήρα Νικολάου.
Ποιούμαι εύφημον μνείαν των κάτωθι οπλιτών εις ούς
απονέμω τας εξής ηθικάς αμοιβάς. Τον
Πολεμικόν Σταυρόν Γ΄ τάξεως εις τον
Λοχίαν Μωράτην Σπυρίδωνα.
Διότι κατά τας λαβούσας χώραν επιχειρήσεις
κατά Ιούνιον ε.ε. εν Μ.Ασία επεδείξατο τόλμην και
ψυχραιμίαν και αυτοθυσίαν παρέχων διά του εαυτού του
αξιόζηλον παράδειγμα διά τους συναδέλφους του.

Δια την ακρίβειαν
ο
υπασπ/τής του Συν/τος
Κ.Μανέτας
Ν.Πλαστήρας
Συντρχης»

Τα πολεμικά γεγονότα, στα οποία συμμετείχε με ηρωϊσμό ο Λοχίας Σπυρίδων Μωράτης, έλαβαν χώρα κατά τη συμμετοχή του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων στις Επιχειρήσεις Φιλαδελφείας-Προύσης-Ουσάκ (Ιούνιος-Νοέμβριος 1920).
Συγκεκριμμένα:
«β. 1η Ιανουαρίου-22α Ιουνίου 1920: Την 8ην Ιανουαρίου 1920, Λόχος του Συντάγματος ενεργεί μετά του Ι/30 Τάγματος επίθεσιν εναντίον Τουρκικών δυνάμεων τας οποίας και συντρίβει. Μέχρι του Ιουνίου η δραστηριότης επιχειρήσεων εις τον τομέα του Συντάγματος είναι περιωρισμένη. Την 9ην Ιουνίου 1920 ο Ελληνικός Στρατός ήρχισε νέαν προέλασιν. Το 5/42 ΣΕ ως μικτόν Απόσπασμα ενεργεί σφοδροτάτην επίθεσιν κατά των Τουρκικών αντιστάσεων και αφού ανατρέπει πολλάς εξ αυτών διά της λόγχης καταλαμβάνει την πόλιν του Αξαρίου, συλλαμβάνει πολλούς αιχμαλώτους και κυριεύει δύο πυροβόλα, πολυβόλα και παντοειδές υλικόν. Κατά τας 11-12 Ιουνίου προελαύνει ταχέως προς Γκελεμπέ. Την 16ην Ιουνίου προελαύνει αμαχητί μέχρις Ομέρκιοϊ όπου επιτυγχάνει τον σύνδεσμον με Τμήματα της Μικτής Ταξιαρχίας της Μεραρχίας Ξάνθης η οποία είχεν αποβιβασθεί την αυτήν ημέραν εις Πάνορμον.
γ. 23 Ιουνίου-23 Αυγούστου 1920: Το Σύνταγμα ευρίσκεται εις την περιοχήν Σουζουρλού-Κεπσούτ κατέχον τα κέντρα αντιστάσεως Κρεμαστής και Κεπσούτ.
δ. 24 Αυγούστου-5 Νοεμβρίου 1920: Την 24ην Αυγούστου το Σύνταγμα μετακινείται εις Ελβαντάρ Φιλαδελφείας». Πηγή: Συνοπτική Ιστορία του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων Λαμίας.
Ίσως λοιπόν ο Σπύρος Μωράτης να πολέμησε ηρωϊκά κατά την κατάληψη των Θυατείρων (Αξαρίου, τουρκ. Akhisar) στις 9 Ιουνίου 1920.
Ο βραβευθείς Λοχίας Σπυρίδων Μωράτης καταγόταν από τη Στυλίδα. Σύμφωνα με τον κ. Κώστα Αλπόγλου «Από πληροφορίες που πήρα από παλαιότερους κατοίκους, ο Σπύρος Μωράτης με την σύζυγό του και τις κόρες τους Αλίκη και Ελένη, κατοικούσαν στο σημερινό σπίτι του Βασίλη Αναστασίου. Ήταν μεγάλος ιχθυέμπορος και είχε το γρι-γρι «Νικηφόρος Ουρανός» με καπετάνιο τον Μπούρτσικα και μηχανικό τον Καλκάνη. Το γραφείο του ήταν στην πλατεία, στη θέση της σημερινής πιτσαρίας….. Με το σχέδιο Marshall πήρε μεγάλο δάνειο προκειμένου να κατασκευάσει εργοστάσιο αλιπάστων. Δεν κατασκευάστηκε ποτέ το εργοστάσιο (ίσως τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν αλλού), δεν αποπλήρωσε το δάνειο και πτώχευσε. Πέθανε γύρω στο 1955 και η σύζυγος του πούλησε το καΐκι.»..



ΠΗΓΗ
Ομάδα δικτύου κοινωνικής δικτύωσης «ΣΤΥΛΙΔΟΣ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ»