Στο φύλλο 849/29-03-1875 της εφημερίδας «Φάρος της
Όθρυος» δημοσιεύεται η είδηση του εορτασμού της εθνικής επετείου της 25ης
Μαρτίου στη Λαμία του 1875.
Η είδηση δημοσιεύεται στη στήλη «ΔΙΑΦΟΡΑ» και έχει ως εξής:
« -Και εν Λαμία εορτάσθη η εθνική εορτή της 25ης
Μαρτίου, ως ημέρα της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους διά του Ευαγγελισμού της
Θεοτόκου, και ως ημέρας της ανεξαρτησίας κ΄ ελευθερίας του Ελληνικού έθνους. Εν
τω Ιερώ ναώ του Αγίου Νικολάου εψάλλη δοξολογία κατά το ειοθώς, και ο αξιότιμος
και ευπαίδευτος Λοχαγός του Μηχανικού Κύριος Ρίζος απήγγηλε τον πανυγυρικόν της
ημέρας όστις μετά δακύρων συνεκίνησε τους εν τω Ναώ παρευρεθέντας· και οι υπάλληλοι,
πολιτικοί και στρατιωτικοί, κ΄ πολίται πάσης τάξεως συνεχάρησαν τον πολλών
επαίνων άξιον Λοχαγόν του Μηχανικού Κύριον Ρίζον· Άλλοτε εξεφώνησε τοιούτον
λόγον κ΄ ο Γυμνασιάρχης Κύριος Καππώτας όστις, δεν είναι εφευρετής της
πυρίτιδος, διό και ο λόγος αυτού ήν ασυνάρτητος, σόλικος, και ενί λόγω
τοιούτος, ώστε οι πλείστοι των πολιτών βαρυνθέντες να τον ακούωσι, λέγοντα,
άρητα θέματα, κουκιά μαγηρευμένα, ανεχώρησαν εκ της Εκκλησίας.».
Η δοξολογία πραγματοποιήθηκε στον τότε μητροπολιτικό
ναό του Αγίου Νικολάου. Ο πανηγυρικός
της ημέρας εκφωνήθηκε από το λοχαγό του Μηχανικού Ρίζο, ο οποίος εκείνη την
εποχή υπηρετούσε στην παραμεθόρια Λαμία και ήταν υπεύθυνος για την κατασκευή
δημοσίων έργων (δρόμοι κ.λ.π.). Στη Μεγάλη Στρατιωτική & Ναυτική
Εγκυκλοπαιδεία αναφέρεται: «Ρίζος Αλέξανδρος, λοχ. μηχ., γεν. το 1818 εν Κων]πόλει, απεστρ. 7 Φεβρ. 1878 και απεβ.
4 Οκτ. 1879»[1].
Ο συντάκτης της εφημερίδας Ευθύμιος Οικονομίδης
δράττεται της ευκαιρίας στο τέλος της είδησης, να ειρωνευθεί τον Γυμνασιάρχη
Άγγελο Καππώτα για την ποιότητα πανηγυρικού λόγου, που εκφώνησε παλαιότερα στην
εθνική επέτειο[2]. Η πρόκληση δεν έμεινε
αναπάντητη από τον Γυμνασιάρχη, ο οποίος έστειλε επιστολή προς το συντάκτη της
ημερησίας αθηναϊκής εφημερίδας «Παλιγγενεσία», κατακεραυνώνοντας τον Ευθύμιο
Οικονομίδη:
«Προς τον κύριον συντάκτην της Παλιγγενεσίας
Ο εν Λαμία διαβόητος
ψεύστης και συκοφάντης Ευθύμιος Οικονομίδης, συντάκτης του «Φάρου της Όθρυος,»
ο αποζών εκ των ύβρεων του μεν και του δε, καθάπτεταί μου και πάλιν κατά τρόπον
βλακικόν και γελοίον.
Επειδή εν τω υπ’
αριθμόν 849 φύλλω του «Φάρου της Όθρυος» λέγει, ότι «άλλοτε εξεφώνησε τοιούτον
λόγον και ο γυμνασιάρχης κύριος Καππώτας, όςτις δεν είναι εφευρετής της
πυρίτιδος, διό και ο λόγος αυτού ήν ασυνάρτητος, σόλοικος, και εν ενί λόγω
τοιούτος, ώστε οι πλείστοι των πολιτών βαρυνθέντες να τον ακούωσι λέγοντα,
ανεχώρησαν εκ της εκκλησίας», δηλοποιώ, ότι καθ’ άπαν το πολυχρόνιον διάστημα
της εν Λαμία υπηρεσίας μου άπαξ μόνον εξεφώνησα λόγον πανηγυρικόν κατά την
χαρμόσυνον εθνικήν εορτήν της 25 μαρτίου του έτους 1866 εν τη εκκλησία του
αγίου Νικολάου, και ότι ο πανηγυρικός ούτος, τυπωθείς το αυτό έτος εν τη
τυπογραφία του αυτού Ευθυμίου Οικονομίδου, περιέχει σελίδας 29 και υπόκειται
εις την επίκρισιν παντός λογίου.
Εκ των ειρημένων
γίνεται δήλον, ότι ο Ευθύμιος Οικονομίδης, εάν μη ή φρενοβλαβής, ψεύδεται, και
συκοφαντεί, και διασύρει και εμέ δωρεάν και βαναύσως.
Εν Λαμία τη 31
μαρτίου 1875.
Άγγελος Δ. Καππώτας.»[3].
Ο Ευθύμιος Οικονομίδης, όταν έλαβε γνώση της
δημοσίευσης του Άγγελου Καππώτα στην «Παλιγγενεσία», επανήλθε δριμύτερος με
άρθρο του στο φύλλο 853/07-05-1875 του «Φάρου της Όθρυος»:
«Ο Σοφός καθηγητής
και Γυμνασιάρχης Λαμίας Α. Καππώτας
Επανελθών ο Κύριος
Καππώτας διά του υπ’ αριθ. 3,170 φύλλου της Παλιγγενεσίας μας υβρίζει βαναύσως,
ως συκοφάντας, διότι είπομεν ότι «άλλοτε και ο Κύριος Καππώτας έκαμε λόγον την
ημέραν του Ε υ α γ γ ε λ ι σ μ ο ύ, αλλά διά το άκαιρον και ασυνάρτητον των ιδεών
του, οι εν τω ναώ τον εγκατέλειπον, κ.λ.π.» διά δε της τελευταίας ταύτης
διατριβής του διϊσχερίζεται «έτι άπαξ μόνον το 1866 έκαμε τοιούτον λόγον, κ΄
τον ετύπωσε μάλιστα εις το τυπογραφείον μας· λοιπόν τι είπομεν ημείς ή ότι ά λ λ ο τ ε έκαμε λόγον; διά της λέξεως «ά λ λ ο τ ε» μήπως επροσδιωρίσαμεν τον χρόνον; μήπως δεν
εμπεριέχεται εις το ά λ λ ο τ ε, κ΄ το έτος 1866; Άρα είπομεν αλήθειαν, ότι ο
Κύριος Καππώτας έκαμε λόγον, και ότι δεν τον εσυκοφαντήσαμεν. Ήδη άς
προσθέσωμεν χωρία τινα του ειρημένου λόγου, όπως πεισθή πάς λόγιος άνθρωπος, αν
είπωμεν αλήθειαν περί της ποιότητος αυτού, ή εκ χαιρεκακίας τον κατεκρίναμεν.
(Σελ. 4. στοιχ. 12-13) «Τοιούτον τον σκοπόν έχει, ε ν δ ο ξ ο τ ά τ η ο μ ή γ υ ρ ι ς! η ετησίως τελουμένη αύτη ιερά «και μ ε γ α λ ο υ ρ γ ό ς π α ν ή γ υ ρ ι ς». » Όστις θέλει άς είπη, αν
δεν ήναι χονδροειδέστατη ακυρολεξία η λέξις «ε ν δ ο ξ ο τ ά τ η» διότι, κατά τι και διατί υπήρξε έ ν δ ο ξ ο ς
και μάλιστα ε ν δ ο ξ ο τ ά τ η η των κατοίκων Λαμίας ο μ ή γ υ ρ ι ς; εκ ποίων μεγάλων και ενδόξων τροπαίων ευτύχησε
να ονομασθή ε ν δ ο ξ ο τ ά τ η; αλλ’ ωνόμασε πιά την πανήγυριν μ ε γ α λ ο υ ρ γ ό ν. Είναι η λέξις αύτη κατάλληλος ενταύθα, ή
μαρτυρεί την μεγάλην ακρισίαν του διδασκάλου; Η πανήγυρις Καθηγητά κ΄
Γυμνασιάρχα, δεν μεγαλουργεί, διότι δεν πράττει έργα μεγάλα, ή μικρά· μόνον η
Επανάστασις, της οποίας την έναρξιν εορτάζει η πανήγυρις, δύναται να ονομασθή
μεγαλουργός, διότι εξετέλεσε έργα μεγάλα, ένδοξα και σχεδόν υπεράνθρωπα.
Ακυρολεξία άρα και αύτη, ίνα μη τι άλλον χείρον είπωμεν. Αλλ’ άς προχωρήσωμεν,
(Σελ. 4. στοιχ. 27-42) «Οι έλληνες ου δύνανται σώζεσθαι εν τω σημερινώ
Οικονομικώ πολιτισμώ, εάν μη αποτελέσωσιν έν έθνος, και ουδεμίαν προσδοκώσιν
δόξαν έν τε της τέχναις και ταίς επιστήμαις, εάν μη τηρώσιν ως κόρην οφθαλμού
την ελευθερίαναυτών. Αλλ’ όσοι παραγγέλουσι τοιαύτας παραγγελίας, οφείλουσι
παρέχειν και τα προς απόκτησιν και τήρησιν αυτών ανάλογα μέσα. Ζητούμεν
πανελληνισμόν. Θέλομεν Ελευθερίαν. Πού εισί ταύτα; Ουκ έχομεν αυτά; Πώς
γενήσεται η απόκτησις αυτών; Τούτο το πρόβλημα έχει α γ ν ώ σ τ ο υ ς ο ρ ο ύ ς,
ών η λύσις έργον εστίν απάντων των Ελλήνων. Πάντες δε οφείλομεν
συνεισφέρειν κατά δύναμιν και καθ’ ικανότητα, οι μεν χρήματα, οι δε όπλα, άλλοι
βραχίονας, και άλλοι πάντα, όσα προσφέρει το
ε ν ό ν, υποβαλλόμενα υπό μίαν
και την αυτήν εξουσίαν, ήτις ονομάζεται ομόνοια. Ταύτης δε πιστός και αναπόσπαστος υ π α σ π ι σ τ ή ς εστίν ετέρα δύναμις, ήτις επικαλείται σ υ γ κ έ ν τ ρ ω σ ι ς των δ
υ ν ά μ ε ω ν ».
Είμεθα βέβαιοι ότι
ουχί μόνον πάς λόγιος, αλλά και πάς πολίτης υγιά έχων τον νούν, και ανάλογον
κρίσιν, και αναγινώσκων το ανωτέρω χωρίον, θέλει εκφωνήσει «φέρετέ με λεκάνην»!
διότι τι πρώτον, τι ύστατον να θαυμάση; τάς λαμπράς πολιτικάς ιδέας, την
αρμονίαν ή την συνάρτησιν αυτών; ή την κρίσιν του ρήτορος;
Εάν σοφέ διδάσκαλε,
είχες υπ’ όψιν σου τα δύω αρχαία παραγγέλματα, ήτοι το «γ ν ώ θ ι
σ’ α υ τ ό ν» και το «ο υ π
α ν τ ό ς π λ ε ί ν ε ι ς
Κ ό ρ ι ν θ ο ν» βεβαίως δεν
ήθελες εκτεθή και δεν ήθελες δείξει εις άπασαν την Ελληνικήν κοινωνίαν την
αγραμματοσύνην κ΄ την ακρισίαν σου!
Αλλ’ ο ελέους και
οικτηρμού ανάξιος ούτος δάσκαλος, λησμονήσας ότι ευρίσκετο ενώπιον «Ε ν δ ο ξ ο τ ά τ η ς ο μ η γ ύ ρ ε ω ς», ως την ονομάζει, και εν
«μ ε γ α λ ο υ ρ γ ώ π α ν η γ ύ ρ ε ι» ένθα κατά καθήκον έμελλε να εξυμνήση τάς
αρετάς και τα τρόπαια των ημιθέων εκείνων
η ρ ώ ω ν, και νομίζων ότι
ευρίσκεται εν τη ενδόξω αυτού καθηγητική καθέδρα, κ΄ ενώπιον των κατά θείαν
παραχώρησιν ακροωμένων αυτού φοιτητών άρχεται να διδάξη την ρητορικήν. (Σελλ. 5
Στοιχ. 15.-25) «Εν πάσει δε πανηγύρει» λέγει ο σοφός διδάσκαλος «ο
αναδειξάμενος ομιλήσαι τούτο λήψεται του λόγου θέμα, όπερ έχει σχετικήν
αναφοράν. Το δε στάδιον της διεξαγωγής της ύλης αφίεται τω δημιγόρω ελεύθερον.
Τρία δε εισί τα είδη του λόγου, οία οι προπάτορες ημών παρέδωκαν τοίς
πεπαιδευμένοις λαοίς. Και το μέν συμβουλευτικόν και δικανικόν στρέφονται
περί σ κ ό π ι μ ό ν τ ι σ
υ μ π έ ρ α σ μ α ή πράξιν έ χ ο υ σ α
ω ρ ι σ μ έ ν η ν τ ά σ ι ν, ήτις ο
υ δ έ π ο τ ε α π ο τ υ γ χ ά ν ε
ι, α ρ κ ε ί μ ό ν ο ν
τ η ν ε ξ ά σ κ η σ ι ν κ α ι
τ η ν ε φ α ρ μ ο γ ή ν τ ω ν
σ κ ο π ί μ ω ν επιχειρημάτων
εγκαίρως ρ η θ ή ν α ι». ενταύθα έχομεν και σολικισμούς και
ασυνανταξίας, διότι ο διδάσκαλος εκρέμασε το απαρέμφατον «ρηθήναι» από το
επίρρημα «αρκεί»διά τούτο εξακολουθεί ο διδάσκαλος τα μόνα κατάλληλα προς
ελυθέραν ενέργεια, εισί εκ του προχείρου επιλαμβανόμενα παντός μέσου της
σωματικής λεγομένης ρητορικής προς παραγωγήν πειθούς και πάθους».
Αλλά πόθεν άρξομαί σε
κήρειν σοφέ καθηγητά; αλλ’ όχι· επί του παρόντος μένομεν έως εδώ, επιφυλαττόμενοι
να εξακολουθήσωμεν την δημοσίευσιν του λαμπρού πανηγυρικού λόγου του Σοφού
Καθηγητού, ένθεν μέν ίνα ποιήσωμεν γνωστόν τον … φέροντα κ΄ περιβεβλημμένον με
όντα με δοράν λέοντος, ήτοι καθηγητού κ΄ Γυμνασιάρχου ένθεν δε να ραπίσωμεν τάς
κατά καιρούς Κυβερνήσεις, κ΄ αυτήν του Κυρίου Βούλγαρη, αίτινες διετήρησαν
αδιαφορούσαι τον αγράμματον και όλως άκριτον τούτον άνθρωπον εις θέσιν
καθηγητού κ΄ δή κ΄ Γυμνασιάρχου προς μεγίστην βλάβην της σπουδαζούσης νεολαίας.
Εκ των ανωτέρω
ολίγων, ας κρίνη πάς αμερόληπτος αν ημείς εσυκοφαντήσαμεν τον άνθρωπον αυτόν
ειπόντες, «ότι άλλοτε ο Καππώτας έκαμε λόγον πανηγυρικόν, αλλ’ ο λόγος αυτού
υπήρξεν τόσον ασυνάρτητος, τόσον άκριτος, ώστε οι εν τω ναώ μη δυνάμενοι να τον
υποφέρωσιν, απήλθον», και δεν είχον άρα δίκαιον ν’ απέλθωσιν τοιαύτα ληρήματα
ακούοντες;.»
Ο πανηγυρικός λόγος του Γυμνασιάρχη Άγγελου Καππώτα εντοπίσθηκε
στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης «Ανέμη»: «Λόγος πανηγυρικός: απαγγελθείς εν τω ιερώ ναώ του αγίου Νικολάου τη εικοστή πέμπτη Μαρτίου./Υπό Αγγέλου Δ. Καππώτου.Εν Λαμία :Τύποις Ευθ. Οικονομίδου,1867».
Παρότι είναι αρκετά μακροσκελής παρατίθεται πλήρης προς εξαγωγή αντικειμενικών
συμπερασμάτων (Εικ.1).Δυστυχώς δεν περιλαμβάνονται οι σελίδες 24 και 25 λόγω απώλειας.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
[1] Μεγάλη Στρατιωτική & Ναυτική Εγκυκλοπαιδεία, τόμος 5, σελίδα 572.
[2]. Ο Γυμνασιάρχης
Άγγελος Καπώττας γεννήθηκε το 1825 στην Τρίπολη. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και
τη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας (τετραετής φοίτηση). Γνώστης της Αγγλικής,
Γερμανικής, Γαλλικής και «ολιγον της
Εβραϊκής», με εισήγηση του υπουργού των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας
Εκπαιδεύσεως προς τον Όθωνα, απεστάλη το 1850 στο Βερολίνο για τρία έτη με
υποτροφία. Ο ίδιος υπουργός το 1853 αιτείται και πάλι προς το βασιλιά την
παράταση της υποτροφίας «επί δύο έτη
ακόμη». Τελικά ο Άγγελος Καππώτας παρέμεινε στο Βερολίνο οκτώ έτη και
επέστρεψε το 1858.
Στις
2 Απριλίου διορίσθηκε στη Λαμία και το ίδιο έτος προηχθη σε Γυμνασιάρχη του
Γυμνασίου Τρίπολης. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του υπηρέτησε για δύο έτη κάτω από
αντίξοες συνθήκες δεχόμενος αρνητικά σχόλια από την τοπική εφημερίδα «Αρκαδία». Το
1860 μετατέθηκε στο Ναύπλιο ως απλός καθηγητής. Αμέσως υπέβαλλε παραίτηση, η
οποία έγινε δεκτή. Το 1861 επαναδιορίσθηκε ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Πατρών.
Στη συνέχεια, ως καθηγητής, υπηρέτησε σε διάφορα γυμνάσια, μεταξύ αυτών και της
Λαμίας.
Το
1865 μετατίθεται ως Γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο Λαμίας. Εκεί θα μείνει οκτώ
χρόνια έχοντας να αντιμετωπίσει τον πόλεμο διαφόρων τοπικών παραγόντων και
κυρίως του δικηγόρου και εκδότη του «Φάρου της Όθρυος» Ευθυμίου Οικονομίδη. Ο
πόλεμος έληξε το 1875 με την απόλυση του Άγγελου Καππώτα και την αντικατάστασή
του από τον Γ.Ν.Τσεράπη, όπως έγραψε η εφημερίδα «Αυγή»
στο φύλλο 3970/26-08-1875, στήλη Διδασκαλικοί
προβιβασμοί, σελίδα 3: « Μετετέθησαν ή διωρίσθησαν γυμνασιάρχαι οι κ.κ. …….. Γ.Ν.Τσερέπης
γυμνασιάρχης εν Λαμία αντί του Α.Καππώτα απολυθέντος…..». Μην κρύβοντας την ικανοποίησηή του ο Ευθύμιος
Οικονομίδης έγραψε στο φύλλο 863/30-08-1875 του «Φάρου της Όθρυος»: «Ευχάριστον είδησιν
αναγγέλομεν εις τους συμπολίτας ημών και ιδίως εις την νεολαίαν της επαρχίας
την παύσιν του μέχρι τούδε, κατά θείαν παραχώρησιν, διευθύνοντος του Γυμνασίου
Λαμίας ως Γυμνασιάρχου, του απαιδεύτου Αγγέλου Καππώτα…».
Επαναπροσλήφθηκε
και τοποθετήθηκε στο Αίγιο. Το 1878 υπηρετούσε ως Γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο
Λευκάδας και μετατέθηκε ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Χαλκίδας. Δεν εκτέλεσε όμως
αυτή την απόφαση και «απηλλάγη της
υπηρεσίας ως μη μεταβάς εις την θέσιν του».
Συγγραφικό
του έργο:
[3] Εφημερίδα «Παλιγγενεσία», φύλλο 3170/07-04-1875,
σελίδα 3 (μετάβαση σε σελίδα α/α 137).
ΕΙΚΟΝΕΣ
Εικ.1 Ο πανηγυρικός λόγος της 25ης Μαρτίου 1866
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ
1) Εφημερίδα
«Φάρος της Όθρυος»
2) Εφημερίδα
«Παλιγγενεσία»
3)
Γαλλής Κ., Τα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου Λαμίας (1846-1875). Συμβολή στην
ιστορία των Σχολείων της Φθιώτιδας. Άρθρο στην περιοδική έκδοση ΦΘΙΩΤΙΚΑ
ΧΡΟΝΙΚΑ 9
(1988), Λαμία 1988, σελίδες 5-77.