Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΤΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΤΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025

Οι αναβάσεις του βασιλικού ζεύγους Όθωνα και Αμαλίας στην Οίτη τα έτη 1845 και 1858

Εικ.1. Χάρτης του Βασιλείου της Ελλάδας του Λουδοβίκου Ρος. Η συνοριακή γραμμή απεικονίζεται με πράσινο χρώμα. Με κόκκινο χρώμα οι ταξιδιωτικές διαδρομές του Λουδοβίκου Ρος με το βασιλικό ζεύγος του Όθωνα και της Αμαλίας. (πηγή: ένθετος στο βιβλίο Ludwig Ross, Reisen des Königs Otto und der Königinn Amalia in Griechenland, δεύτερος τόμος, Halle 1848).

Το βασιλικό ζεύγος του Όθωνα και της Αμαλίας περιόδευε τακτικά στις επαρχίες του Ελληνικού Βασιλείου, με σκοπό την απευθείας επικοινωνία με τον πληθυσμό για τη διευκόλυνση της διακυβέρνησής του (Εικ.1). Μεταξύ των επαρχιών που επισκεπτόταν ήταν και η Φθιώτιδα. Από την έρευνα σε φύλλα εφημερίδων της περιόδου της βασιλείας του Όθωνα (1835-1862) διαπιστώθηκε ότι ο Όθωνας, είτε μόνος του, είτε με τη βασίλισσα Αμαλία, επισκέφθηκαν αρκετές φορές τη Φθιώτιδα και ειδικότερα την Υπάτη. Σε δύο από τις επισκέψεις τους, το βασιλικό ζεύγος ανέβηκε στην Οίτη.
Η πρώτη επίσκεψη του Όθωνα στην Υπάτη πραγματοποιήθηκε το χρονικό διάστημα 24-29 Σεπτεμβρίου 1834, ένα μόλις χρόνο μετά την άφιξή του στην Ελλάδα και πριν την ενηλικίωσή του. Το ταξίδι του νεαρού βασιλιά διοργάνωσε ο Λουδοβίκος Ρος (γερμ. Ludwig Ross), ο οποίος περιέγραψε με λεπτομέρειες τη διαδρομή και τα μέρη που επισκέφθηκαν (βλέπε: Ludwig Ross, «Reisen des Königs Otto und der Königinn Amalia in Griechenland», πρώτος τόμος, Halle 1848, σελίδες 80-88).
Το 1836 τελέσθηκε ο γάμος του Όθωνα με την Αμαλία.
Το 1838 η εφημερίδα «Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» δημοσιεύει την είδηση για επίσκεψή του στη Φθιώτιδα και την Υπάτη, χωρίς τη συνοδεία της Αμαλίας, η οποία απουσίαζε στο εξωτερικό. Η επίσκεψη αυτή αναβλήθηκε για 10 ημέρες γιατί ο βασιλιάς παρουσίασε καταρροή. Σύμφωνα με την εφημερίδα «...Την 3 Οκτωβρίου το πρωΐ η Α.Μ. απέβη εις την ξηράν, διέμεινεν εις Γαρδίκι (από το 1927 Πελασγία) ένεκα κακοκαιρίας, όλην την ημέραν. Την 4 Οκτωβρίου η Α.Μ. έφθασε διά της Στυλίδος εις Λαμίαν, όπου έμεινε μέχρι της 6. Την 6 Οκτωβρίου περί την 7 ώραν της πρωΐας η Α.Μ. απήλθεν εις Υπάτην, και εκείθεν έμελλε ν’ απέλθη εις την Ευρυτανίαν, αφ’ ού αναπαυθή καθ’ οδόν εις το Μοναστήριον του Προυσσού. Εκ της Ευρυτανίας η Α.Μ. εσκόπευε να μεταβή εις το Αγρίνιον, και Την 11 Οκτωβρίου να φθάση εις Μεσολόγγιον.» (εφημερίδα Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, φύλλο 73/09-10-1838, πρωτοσέλιδο, ψηφιακός σελιδοδείκτης 500).
 
1. Η ανάβαση στην Οίτη το 1845.
Το 1845 το βασιλικό ζεύγος επισκέπτεται την Υπάτη. Οι βασιλείς διέμειναν στην Υπάτη μία ημέρα. Την επομένη αναχώρησαν με προορισμό τη Φωκίδα μέσω της Οίτης. Οι εφημερίδες δημοσιεύουν την είδηση του ταξιδιού στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, χωρίς να αναφέρουν λεπτομέρειες. Για την επιστροφή τους στην Αθήνα γράφουν τα εξής:
Η «ΑΘΗΝΆ»: «...ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα επέστρεψαν φαιδροί, και φαίνεται ότι έμειναν ευχαριστημένοι εις την περιοδείαν των, διότι παντού τους υπεδέχθησαν οι λαοί με ευλογίας και ανευφημίας και παντού έδειξαν την απαιτουμένην προς τάς Μεγαλειότητάς των αφοσίωσίν των...» (εφημερίδα ΑΘΗΝΑ, φύλλο 1222/03-06-1845, σελίδα 3).
Ο «ΑΙΩΝ»: «Αι ΑΑ. ΜΜ. Επέστρεψαν σήμερον εις την Καθέδραν υγιείς χάριτι θεία εκ της μικράς κατά την Ανατολικήν Ελλάδα περιοδείας των....» (εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 627/02-06-1845, σελίδα 2).
Η «ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΣ»: «...Λέγεται ότι ήκουσαν πλείστα και πικρά παράπονα κατά την οδοιπορείαν των» (εφημερίδα ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΣ, φύλλο 92 και 93/03-06-1845, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 165).
Ο «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ»: «Αι ΑΑ. ΜΜ. την 25 τρέχοντος έφθασαν εις Λαμίαν και τάς 26 ανεχώρησαν δι’ Υπάτην, όθεν είχον σκοπόν να αναχωρήσωσι δια τον Παρνασσόν. Παντού όθεν διέβαινον έδιδαν άφθονα ελέη εις τούς πτωχούς και ηκροάζοντο ευμενώς τα παράπονα όλων των αδικημένων....» (εφημερίδα ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ, φύλλο 148/31-05-1845, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 307).
Ο «ΠΡΩΪΝΟΣ ΚΗΡΥΞ»: «Προχθές περί την 6 ώραν μ.μ. επέστρεψαν εις Αθήνας εκ της περιοδείας των αι ΑΑ. ΜΜ. Υγιείς. Λέγεται ότι εις κανέν μέρος δεν απήντησαν ληστάς και ευχαριστήθησαν σφόδρα.» (εφημερίδα Ο ΠΡΩΪΝΟΣ ΚΗΡΥΞ, φύλλο 148/04-06-1845, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 223).
Η περιγραφή της ανάβασης στην Οίτη από τον Λουδοβίκο Ρος
Λεπτομέρειες της επίσκεψης στην Υπάτη και της ανάβασης στην Οίτη δημοσιεύονται από τον Λουδοβίκο Ρος (βλέπε: Ludwig Ross, «Reisen des Königs Otto und der Königinn Amalia in Griechenland», δεύτερος τόμος, Halle 1848, σελίδες 182-188). Οι ημερομηνίες στο βιβλίο καταγράφονται με το Γρηγοριανό ημερολόγιο, ενώ αυτές των ελληνικών εφημερίδων με το Ιουλιανό (παλαιό) ημερολόγιο που τότε χρησιμοποιούνταν στο Ελληνικό Βασίλειο. Ακολουθεί σε μετάφραση το κείμενο από το βιβλίο του Ρος με την περιγραφή της ανάβασης στην Οίτη:
«Η 7η Ιουνίου καθορίστηκε ως ημέρα για την ανάβαση της Οίτης. Ξεκινήσαμε κάτω από άριστες συνθήκες και σύντομα φτάσαμε στο μέρος που αρχίζει η περιοχή των ελάτων, τα οποία συνήθως φυτρώνουν από ένα μέσο ύψος 2.200 ποδών.
Επί μία συνεχή ώρα διασχίσαμε το πυκνό ελατοδάσος με τις πολλές πηγές, που τριγύρω τους φυτρώνουν πάμπολλα όμορφα και ίδια με τα δικά μας βόρεια αγριολούλουδα.
Επιτέλους φθάσαμε στο ξέφωτο και βρεθήκαμε πια στην πιο ψηλή, σχεδόν φαρακλή πλαγιά του βουνού. Δεξιά και αριστερά μας υπήρχαν ακόμη μερικές λωρίδες χιονιού ενώ πιο πέρα τα λιβάδια ήταν γεμάτα από μεγαλοπρεπείς και μυρωδάτους νάρκισσους.
Σταματήσαμε σχεδόν κάτω από την κορυφή Γρεβενό*(*σημ. Συγγραφέα: Το όνομα δεν είναι σλάβικο αλλά μια μορφή παραποιημένης προφοράς αντί του «Κρημνός») και σε λίγο είχαμε πια ανέβει στο ψηλότερο σημείο της. Το ύψος της κορυφής υπολογίζεται στα 6.000 πόδια και η θέα που έχει κανείς από εκεί ομοιάζει μ’ αυτή της Όθρης, μόνο που το σημείο ήταν διαφορετικό και βρίσκεται υψηλότερα.
Κοιτάζοντας προς τα νοτιοδυτικά το πανόραμα της θέας γινόταν ομορφότερο με τη μεγαλοπρεπή οροσειρά των Αιτωλικών βουνών (Βαρδούσια), η κορυφή των οποίων είναι 100 πόδια υψηλότερη απ’ αυτή του Παρνασσού ενώ οι αντικατοπτρισμοί των χιονισμένων πλαγιών, που τις έζωναν τα ελατοδάση, πρόσφεραν μια υπέροχη θέα.
Σιγά – σιγά όμως, και όπως ο ήλιος γινόταν εντονότερος, άρχισαν να σχηματίζονται και να αναδύονται, εξαιτίας της χθεσινής βροχής, πέπλα ομίχλης που έφταναν με καταπληκτική ταχύτητα ζώνοντας την κορυφή, έτσι ώστε μας εξανάγκασαν να αρχίσουμε την κατάβαση μέσα από τα γεμάτα με νάρκισσους λιβάδια και σε μισή ώρα είμασταν στο προκαθορισμένο σημείο όπου θα κατασκηνώναμε για φαγητό.
Ο αέρας ήταν κρύος και υγρός έτσι ώστε τυλιχτήκαμε μέσα στα παλτά μας και καθίσαμε ευχάριστα γύρω από τη φωτιά.
..............................................................................» [πηγή: Κων. Ι. Κοτσίλη, Οι βασιλείς Όθων και Αμαλία στην Υπάτη (Όπως περιέγραψε τα δύο ταξίδια ο Ludwig Ross). Άρθρο στην περιοδική έκδοση ΥΠΑΤΗ 25-27 (1991-1992), σελίδες 87-101].
Η πορεία συνεχίσθηκε με σκοπό οι επισκέπτες τη νύχτα να έχουν φθάσει στο οροπέδιο Μακρυκάμπι. Οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες λόγω της πυκνής ομίχλης. Για να μην χαθούν στο δρόμο, οι ιππεύοντες επικεφαλής της πορείας και οι τελευταίοι, πυροβολούσαν τακτικά. Σε χαμηλότερο υψόμετρο διαλύθηκε η ομίχλη για μισή ώρα και ακολούθησε δυνατή βροχή. Στις τέσσερεις το απόγευμα έφτασαν βρεγμένοι στο Μακρυκάμπι. Όταν έδυσε ο ήλιος σταμάτησε και η βροχή. Οι επισκέπτες διανυκτέρευσαν στο οροπέδιο και την άλλη ημέρα συνέχισαν το ταξίδι τους για την Άμφισσα.
Η ανάμνηση της επίσκεψης στην τοπική παράδοση
Από το γεγονός της επίσκεψης του βασιλικού ζεύγους στην Υπάτη και την ανάβασή τους στην Οίτη, διασώθηκαν στην τοπική παράδοση ορισμένα περιστατικά με πρωταγωνιστές απλούς πολίτες και τους βασιλείς. Έχουν καταγραφεί από τοπικούς ερευνητές σε δύο άρθρα τους, τα οποία δημοσιεύθηκαν στις περιοδικές εκδόσεις «ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» και «ΥΠΑΤΗ» και αναδημοσιεύονται στη συνέχεια:
α. Απόσπασμα από τα «ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ»:
Η ψηλότερη κορυφή της επιβλητικής και περήφανης Οίτης λέγεται «Πύργος» ή Πυραμίδα 2152 μ. Εκεί που ο πανάρχαιος και μυθικός ήρωας Ηρακλής, διάλεξε να θυσιασθή, ίσως κατά Θείαν πρόνοια, απ’ εκεί αντίκρυζε το θρόνο του Δία στον Όλυμπο και επικοινωνούσε πρός το Θείον, συντομώτερα, θα απεθεώνετο. Από το σημείον αυτό, το ψηλότερο και περίβλεπτο της Οίτης κατά την μυθολογίαν, ο Διγενής και ημίθεος Ηρακλής, άρπαξε και πέταξε το δράκο Λίχα περί τα 60 χ.μ. μακρυά μέσα στον Ευβοϊκό κόλπο, όπου βρίσκονται τα Λιχαδονήσια. Και την ώρα του θανάτου του, πάλι θεία εμπνεύσει, δώρησε στον ομηρικό Φιλοκτήτη, τα περίφημα και φαρμακερά βέλη του, με τα οποία κυριεύθηκε η Τροία, στον Τρωϊκό πόλεμο, το 1284 π.Χ. Και ενώ απ’ το σημείο αυτό θαυμάζουμε όλην την Φθιώτιδα, μας έρχεται στη μνήμη μία ανέκδοτος λαϊκή παράδοση, που αναφέρεται σε ευτράπελα κἄπως επεισόδια γύρω στην Οίτη. Όταν ο Βασιλιάς Όθων με την Βασίλισσα Αμαλία έκαναν περιοδεία σ’ όλη την Ελλάδα καβάλλα στα σιδηρόψαρα άλογα διότι δεν υπήρχε άλλο μέσον συγκοινωνίας την εποχή εκείνη, ήρθαν κι εδώ. Πήγαν στην Υπάτη, που μαζεύτηκαν όλα τα χωριά της δυτικής Φθιώτιδας να δούν τους Βασιλείς.
Μέσα στο πλήθος γύρω στους Βασιλείς, ήταν κι’ ένας πού τον λέγαν Κουκλάρα, απ’ τα Πουγκάκια. Ήταν πολύ ψηλός και ξερακιανός με δαχτυλιδένια μέση, με μια μισότριβη στολή αγωνιστού και αρματωμένος. Όταν τον είδε ο Βασιλιάς τον κάλεσε να πάει κοντά του. Τον σύστησαν οι παριστάμενοι, ότι ήταν αγωνιστής του εικοσιένα και έλαβε μέρος στην έξοδο του Μεσολογγίου, υπό τον αξιωματικόν της φάλαγγας Κατσόγιαννον απ’ τα Πουγκάκια πού ήταν με το σώμα του αρματωλού της Υπάτης Μήτσου Κοντογιάννη. Ο Βασιληάς τον ρώτησε αν ήθελε να τον βοηθήση, δίνοντάς του μερικά χωράφια.
Ο Κουκλάρας, στρίβοντας το μουστάκι του περήφανα, απάντησε:
-Μεγαλειότατε ευχαριστώ! Δε θέλω τίποτ’ χωράφια κι άλλα πράματα. Θέλω να δώσητε διαταγή να μπορώ, να κυκλοφορώ, όσο ζώ, ελεύθερα, όπως είμαι με τη φορεσιά μου και την αρματουσιά μου.
Περιφρόνησε ο μερακλής Κουκλάρας τα πλούτη. Ο Βασιληάς χαμογέλασε, άπλωσε το χέρι του και τον χάϊδεψε στον ώμο και του έδωσε το παράσημο του Αγώνος. Με τη στολή του αγωνιστού, το παράσημο του Αγώνος και αρματωμένος με την έγκριση του Όθωνα, γλέντησε την ζωή του κι’ ας μην είχε από περιουσία στον «ήλιο μοίρα» που λέει η παροιμία.
Απ’ την Υπάτη οι Βασιλείς ανέβηκαν έφιπποι στην κορυφή της Οίτης. Τους συνόδευσε για ασφάλεια, εκτός της ακολουθίας των, και το στρατιωτικό απόσπασμα της περιοχής με επικεφαλής έναν ανθυπασπιστή πού ήταν για την καταδίωξη της ληστείας. Σε μια στιγμή ο Βασιληάς ρώτησε τον Ρουμελιώτη ανθυπασπιστή, που τους συνόδευε, αν ήξερε από πού ακριβώς ο Ηρακλής ξεσφενδόνισε τον Λίχα. Κόκκαλο ο ανθυπασπιστής! Με το χέρι κλαρίνο στον τύπο του χαιρετισμού, με τρεμουλιαστή φωνή, νομίζοντας ότι πρόκειται για πρόσφατο έγκλημα, απάντησε στη Ρουμελιώτικη γλώσσα:
-«Μοί συγχουρείτι, Μεγαλειότατι! Πρέπει να ιριβνήσου του φάκελλου, γιατί πρίν ήταν αστυνόμους στη Πάτρα (Υπάτη) ου συνάδιρφους μ’ ου Κ’νούπ’ς!…».
-Πολύ καλά, πηγαίνετε! του λέει ο Βασιληάς.
Με το χέρι πάντα κλαρίνο έκανε κανονική μεταβολή ο ανθυπασπιστής και πήγε στη θέση του, σοβαρός και περήφανος, γιατί μίλησε με το Βασιληά. Γέλασαν με την ψυχή τους όσοι παρεβρίσκονταν εκεί….”. [πηγή: Δημ. Α. Μηνογιάννη, Λαογραφικά Σκαριφήματα Υπάτης, ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 6 (1985), σελίδες 149-157, Λαμία 1985].
Από έρευνα στον εκλογικό κατάλογο του 1865 του Δήμου Υπάτης, καταγράφεται ως κάτοικος Υπάτης με α/α 373 ο αξιωματικός Κουνούπης Νικόλαος του Γεωργίου ετών 50. Είναι «ου Κ’νούπ’ς» που αναφέρει ο ανθυπασπιστής. Στον κατάλογο δυστυχώς δεν καταγράφονται οι εκλογείς των Πουγκακίων για να διασταυρωθεί και το επώνυμο του αγωνιστή Κουκλάρα. Όμως σε κατάλογο της Διοίκησης Φθιώτιδος του 1842, που διασώθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, καταγράφονται ονοματεπώνυμα 20 αγωνιστών, οι οποίοι προτείνονται για απονομή αριστείου. Μεταξύ αυτών καταγράφεται με α/α 9 ο Κουκλάρης Αθανάσιος από τα Πουγκάκια, στον οποίο προτείνεται η απονομή σιδηρού αριστείου (βλέπε στην ανάρτηση Πουγκάκια Αγωνιστές 1821). Ο Κουκλάρης ίσως τότε δεν έλαβε το αριστείο, η μοίρα όμως θέλησε να του το αποδώσει ο ίδιος ο Όθωνας.
β. Απόσπασμα από την «ΥΠΑΤΗ»:
Όταν οι Βασιλείς, Όθωνας και Αμαλία, έκαναν τίς περιοδείες τους για να γνωρίσουν από κοντά, την εξαίσια Ελληνική ύπαιθρο και το σκληροτράχηλο λαό που θα κυβερνούσαν πέρασαν και από την Υπάτη. Είχαν μαζί τους μεγάλη κουστωδία Ελλήνων και Βαυαρών επισήμων πού τα ονόματά τους γράφονται στη μαρμάρινη πλάκα που είναι στην κορυφή της Οίτης, στο Γρεβενό. Εδώ στην Υπάτη διανυκτέρεψαν στον Πύργο του Πετράκη, στρατηγού τιμής. Ο Πύργος αυτός ήταν, απέναντι από το σημερινό Δημαρχείο εκεί πού ήταν το σπίτι του Κωτσιούλα (Θεοδωρόπουλου).
Όταν ανέβαιναν οι βασιλείς προς τον Πύργο, βγήκαν στις αυλόπορτες και στο δρόμο από τα σπίτια τους όλες οι νοικοκυράδες για να ιδούν και να χαιρετίσουν τούς βασιλείς. Εκεί που είναι σήμερα το Δημαρχείο τότε ήταν σπίτι και η νοικοκυρά του σπιτιού βγήκε στο δρόμο να χαιρετίσει την Βασίλισσα, αλλά στα χέρια της αφηρημένη από τη βιασύνη της, κρατούσε το ψωμομάχαιρο που έκοβε τα χόρτα για την πίττα.
-«Καλωσόρισες κυρά Βασίλισσα».
Αλλά η Βασίλισσα έντρομη έβαλε τις φωνές.
-«Βοήθεια θα με δολοφονήσει».
Ο φόβος της ήταν ίσως δικαιολογημένος όχι διότι κινδύνευε από την αφελή νοικοκυρά, αλλά διότι ήξερε ότι εδώ ήταν η πατρίδα του πιο φανατικού αντιοθωνικού γερουσιαστού, του Δημητρίου Αινιάνος. Το επεισόδιο βεβαίως έληξε ομαλά και δόθηκαν οι δέουσες εξηγήσεις προς την Βασίλισσα Αμαλία και ησύχασε.
Πρίν φέξει καλά-καλά το άλλο πρωΐ ξεκίνησαν για ν’ ανεβούν στο Γρεβενό. Έκαναν στάση και κολάτσισαν στην Αμαλιόβρυση, που βρίσκεται καμιά εκατοστί μέτρα, πρίν φτάσουμε στις Αμαλιές, που προς τιμή της βασίλισσας Αμαλίας έδωσαν και στη λάκκα και στη βρύση το όνομά της Αμαλιόβρυση και Αμαλιόλακκα. Μαζί τους ήταν και ο αποσπασματάρχης της Υπάτης. Όταν ανέβηκαν στην κορυφή στάθηκαν όλοι κατάπληκτοι μπροστά στο μεγαλείο της φύσεως. Άφησαν το βλέμμα τους ν’ απλωθεί ως πέρα μακρυά στο πέλαγος. Έκθαμβοι ατένιζαν τις μικρότερες βουνοκορφές ως τη θάλασσα κλιμακωμένες. Από την κορυφή αυτή, λέγεται, κατά τη μυθολογία, ότι ο Ηρακλής εξεσφενδόνισε το Λύχα, στη θάλασσα και έγιναν οι Λυχάδες νήσοι. Γυρίζει η Βασίλισσα προς τον αποσπασματάρχη και τον ρωτάει:
-«Από δώ πέταξε ο Ηρακλής το Λύχα στη θάλασσα;».
Και ο αποσπασματάρχης σε στάση προσοχής της απάντησε απταίστως Ρουμελιώτικα.
-«Δεν ξέρου κυρά Βασίλισσα. Δεν ήμαν ιγώ απουσπασματάρχς ήταν ου Μήτρους απ’ τ’ Μπρούφλιαν».
Και έστριψε τον αριμάνειον και τσιγκελωτόν μύστακα, ικανοποιημένος που αντέκρουσε την άδικο απόπειρα σπηλώσεως της εντίμου σταδιοδρομίας του.
Κατεβαίνοντας απ’ το Γρεβενό είχαν προγραμματίσει να φάνε το μεσημέρι στο κονάκι ενός γέρου αγωνιστή που είχε τη στάνη του εκείθε κατά του Αλούμπεη. Ο γέρος τούτος σε ηλικία 65 χρονών είχε παντρευτεί μια όμορφη και κοτσανάτη τριαντάρα βλάχα. Η Αμαλία ήταν ενημερωμένη για τον αταίριαστο αυτό γάμο.
Όταν έφτασαν στο κονάκι χαιρέτησε πρώτη η βλάχα τη βασίλισσα και ύστερα ο άντρας της. Η βασίλισσα που υποτίμησε και την εξυπνάδα και την ετοιμολογία του γέρου αγωνιστή του λέει χαιρετώντας τον:
-«Χαριτωμένη είναι η κόρη σου γερο-τσέλιγκα».
Και έκλεισε το μάτι πονηρά σέ ένα Βαυαρό αξιωματικό, υπονοώντας τα επακόλουθα ενός αταίριαστου σε ηλικία γάμου. Πανέξυπνος όμως και ετοιμόλογος ο γερο-αγωνιστής της είπε:
-«Να σ’ πώ κυρά Βασίλσα. Κάλλιο να τρώς αρνάκ κί μί παρέα, παρά να τρώς παλιοπράτνα κί νάσαι μοναχός».
Κόκκαλο η Βασίλισσα δεν ξαναμίλησε, ώσπου έφυγαν....”. (πηγή: Νίκου Βλαχογιώργου, Πολλά και διάφορα από το θησαυροφυλάκιο της μνήμης, περιοδική έκδοση ΥΠΑΤΗ 13, Ιούνιος 1985, σελίδες 82-86, Αθήνα 1985).
 
[πηγή φωτογραφίας: από το άρθρο του Δημ. Α. Μηνογιάννη, Λαογραφικά Σκαριφήματα Υπάτης, ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 6 (1985), σελίδα 157, Λαμία 1985].

2. Η ανάβαση στην Οίτη το 1858.
Το χρονικό διάστημα από το Σάββατο 24 Μαΐου έως την Τετάρτη 4 Ιουνίου 1858 το βασιλικό ζεύγος του Όθωνα και της Αμαλίας περιόδευσε στην ανατολική Στερεά Ελλάδα.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «ΑΥΓΗ» «Αι Α.Α. Μ.Μ αναχωρούσι το Σάββατον, εξερχόμεναι εις περιοδείαν κατά την Ανατολικήν Ελλάδα. Θέλουν δε ακολουθήσει την εξής γραμμήν· από Αθηνών θέλουν διευθυνθή εις Θήβας, από Θηβών εις Λεβαδίαν, από Λεβαδίας εις Βαρικάμπι, πλησίον της Άμπλιανης, Άμφισσαν και εκείθεν εις Υπάτην, από Υπάτης εις Λαμίαν, Στυλίδα, Χαλκίδα και Αθήνας. Η εκ της πρωτευούσης απουσία των Α.Α. Μ.Μ. θέλει διαρκέσει δέκα ημέρας. Μετά την εκ της περιοδείας ταύτης επιστροφήν, ο βασιλεύς αναχωρεί εις Γερμανίαν.» (εφημερίδα ΑΥΓΗ, φύλλο 217/22-05-1858, πρωτοσέλιδο, ψηφιακός σελιδοδείκτης 421). Η εφημερίδα γράφει εσφαλμένα Βαρικάμπι αντί του ορθού Μακρυκάμπι. Στην περιοδεία αυτή ακολουθήθηκε η αντίστροφη διαδρομή από αυτήν του 1845.
Η άφιξη και η υποδοχή στην Υπάτη
Στην Υπάτη έφτασαν το απόγευμα της Πέμπτης 29 Μαΐου 1858. Τους επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή από τις δημοτικές αρχές, τους κατοίκους της πόλης και των γειτονικών χωριών. Να σημειωθεί εδώ ότι με Βασιλικό διάταγμα της 16ης Μαρτίου 1856 «...διωρίσθη δήμαρχος του δήμου Υπάτης ο Κ. Παναγ. Ξηροτύρης, και δημαρχικοί πάρεδροι οι ΚΚ. Ιω. Λαλιωτόπουλος, Χρήστος Τσακνιάς, Γεώργ. Σκούρας και Κώστας Παππακώστα Πιστόλης.» (πηγή: ΦΕΚ 9/Α/27-03-1856).
Για την υποδοχή των βασιλέων, μαθητές και μαθήτριες του δημοτικού σχολείου και του ελληνικού σχολείου (σχολαρχείου) Υπάτης συγκεντρώθηκαν σε αψίδα στημένη απέναντι από το βασιλικό στρατώνα, το σημερινό Βυζαντινό μουσείο Φθιώτιδας. Οι μαθήτριες ήταν ντυμένες στα λευκά.
Στις 5 το απόγευμα φάνηκε το βασιλικό ζεύγος και η ακολουθία του να κατεβαίνουν από την Οίτη. Έγιναν δεκτοί με ζητωκραυγές. Ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο Υπάτης, οι δήμαρχοι και οι δημοτικοί σύμβουλοι των δήμων της Φθιώτιδας, καθώς και οι αξιωματικοί του στρατού είχαν σταθεί λίγα βήματα μακριά από την αψίδα. Εκεί σταμάτησε η βασιλική συνοδεία και άκουσε με ευχαρίστηση την εκφώνηση λόγου υποδοχής από τον ελληνοδιδάσκαλο Υπάτης Παπαγεωργίου. Όταν τελείωσε ο λόγος προσφέρθηκαν στους βασιλείς από τα παιδιά δύο στεφάνια με την προσφώνηση «Δεχθήτε Μεγαλειότατοι παρ’ ημών των παίδων τούτους τούς στεφάνους, αλλ’ ούτοι μέν μαρανθήσονται, το δε προς τάς Υ.Μ σέβας ημών διαμενεί αμάραντον». Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς την άλλη αψίδα στην πλατεία Αμαλίας, που ήταν στρωμένη με κόκκινη τσόχα. Η πλατεία της Υπάτης είχε μετονομασθεί σε πλατεία Αμαλίας με βασιλικό διάταγμα της 4ης Οκτωβρίου 1857, που υπογράφει ο τότε υπουργός εσωτερικών και μετέπειτα πρωθυπουργός Δημήτριος Γ. Βούλγαρης:
«ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Περί μετονομασίας της εν Υπάτη κεντρικής πλατείας.
ΟΘΩΝ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Επί τη προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, εγκρίνομεν ίνα η εν Υπάτη κεντρική πλατεία καλήται του λοιπού διά του ονόματος της αγαπητής Ημών συζύγου και Βασιλίσσης Αμαλίας, κατά την περί τούτου πρότασιν του δημοτικού συμβουλίου.
Η εκτέλεσις του παρόντος Διατάγματος ανατίθεται εις τον Ημέτερον επί των Εσωτερικών Υπουργόν.
Εν Κηφισία, την 4 Οκτωβρίου 1857.
ΟΘΩΝ
Δ.Γ.ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ» (πηγή: ΦΕΚ 40/Α/20-11-1857)
Μετά τη δοξολογία, το βασιλικό ζεύγος φιλοξενήθηκε στο σπίτι του βουλευτή Πέτρου Χατζηπέτρου. Στο σπίτι αυτό είχε φιλοξενηθεί ο Όθωνας πέντε φορές και η Αμαλία τρείς. Αφού έφαγαν, ξεκουράστηκαν στον ευρύχωρο και σκιερό κήπο του σπιτιού έως τις 10 το βράδυ. Εκεί δέχτηκαν επισκέψεις πολλών κατοίκων.
Η εφημερίδα χρησιμοποιεί, έστω και ανορθόγραφα, φράση από το έργο του Σοφοκλή «Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ», για να περιγράψει την ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος του κήπου του Χατζηπέτρου:
«ένθα λέγεια μενύρεται θαμίζουσιν αηδών συχναίς υποβάσσαις».
Η ορθή φράση είναι:
«ἔνθ᾽ ἁ λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ᾽ ἀηδὼν χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις»,
δηλαδή σε νεοελληνική μετάφραση
«όπου μελωδικά το αηδόνι κελαηδεί, φωλιάζοντας σε καταπράσινες βαθιές κοιλάδες»
(πηγή: Μνημοσύνη, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας: ΣΟΦΟΚΛΗΣ: Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχοι 670-673».
Η άφιξη και η υποδοχή του βασιλικού ζεύγους στην Υπάτη περιγράφεται από την εφημερίδα «ΑΘΗΝΆ» ως εξής:
«Έκθεσις της εις Υπάτην υποδοχής των Α.Μ.
Η εις Υπάτην υποδοχή των βασιλέων εγένετο συγκινητικωτάτη· πρό μιάς ώρας της ελεύσεως των Α.Μ. άπας ο λαός της πόλεως και των πέριξ χωρίων, αι μαθήτριαι εν λευκοίς ενδεδυμέναι, οι μαθηταί του δημοτικού και ελληνικού σχολείου συνήχθησαν εις την απέναντι του βασιλικού στρατώνος αψίδα· άμα δε περί 5 μ.μ. εφάνησαν οι βασιλείς καταβαίνοντες τούς πρόποδας της Οίτης ήρξαντο αι ζητωκραυγαί, ολίγα δε βήματα μακράν της αψίδος όπου ίσταντο ο δήμαρχος, το δημοτικόν συμβούλιον Υπάτης, και πολλοί δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι των δήμων Φθιώτιδος, και πάντες οι αξιωματικοί, ήκουσαν οι βασιλείς με πολλήν ευχαρίστησιν διαφαινομένην εις τα αγλαά αυτών πρόσωπα το καταχωρούμενον λογίδριον απαγγελθέν επιτυχώς υπό του ελληνοδιδασκάλου Υπάτης Κ.Παπαγεωργίου. Μετά το τέλος αυτού το βασιλικόν ζεύγος εδέχθη εν μέσω των ζητοκραυγών δύω στεφάνους προσφερθέντας υπό επιτροπής των κορασίων και παίδων διά της εξής προσφωνήσεως. «Δεχθήτε Μεγαλειότατοι παρ’ ημών των παίδων τούτους τούς στεφάνους, αλλ’ ούτοι μέν μαρανθήσονται, το δε προς τάς Υ.Μ σέβας ημών διαμενεί αμάραντον·» εκείθεν διευθύνθησαν αι Α.Μ. εις την εν τη πλατεία της Αμαλίας ετέραν υπό ερυθρόχρου τζόχας εστρωμένην αψίδα, οπόθεν μετά την δοξολογίαν διευθύνθησαν εις την οικίαν του βουλευτού Κ.Πετράκη Χ.Πέτρου, πέμπτην ήδη φοράν αξιωθείσαν να δεχθή τον Μ. Βασιλέα, και τρίτην την Βασίλισσαν, αναπαυθέντες δε μικρόν, και δειπνήσαντες εν τώ ευρυχώρω και κατασκίω κήπω «ένθα λέγεια μενύρεται θαμίζουσιν αηδών συχναίς υποβάσσαις» εδέχθησαν εκεί τάς επισκέψεις πολλών μετά πολλής ευμενείας μέχρι της 10 μ.μ..
Έπεται ο απαγγελθείς υπό του ελληνοδιδασκάλου λόγος, τον οποίον η Α.Μ. ευηρεστήθη να ονομάση πατριωτικόν.
Μεγαλειότατοι! Η χαρά, ο ενθουσιασμός, η ευγνωμοσύνη, και τα λοιπά του σεβασμού και της αγάπης αισθήματα, υφ’ ών κατέχεται ο περί την Υ.Μ. συνωθούμενος λαός, είναι εζωγραφημένα εις τα πρόσωπα των υποδεχομένων με ζωηρότερα χρώματα, παρά τα οποία δύνανται να ελπίσωσιν υπό την αδύνατον φωνήν μου.
Αλλά ποία είναι αύτη η χαρά, εφ’ ής μεθύει πάς ελληνικός λαός, καθωραϊζόμενος από την παρουσίαν των βασιλέων του; Η χαρά αύτη είναι χαρά τέκνων ευγνωμόνων υποδεχομένων γονείς φιλοστόργους, οίτινες και μακράν όντες εργάζονται λεπτομερίμνως υπέρ της ευημερίας αυτών.
Και πώς να μην χαίρη ο έλλην δεξιούμενος βασιλείς, ών το γλυκύ μέλημα είναι η ευημερία αυτού και ο διακαέστατος πόθος, η εύκλεια της ελληνικής φυλής; ή μήπως αι εις την χώραν αυτού, εισελεύσεις των ατάκτων έχουν τι κοινόν προς τάς επί των δουλικών εκείνων χρόνων επιδρομάς των τυράννων; Τότε τρόμος μέν προηγείτο εκείνων επερχομένων, οδυρμός δε και κατήφεια ηκολούθει την αποχώρησίν των· διότι ζωή, πλούτος και τιμή των δεδουλωμένων, ήτον έρμαιον της απληστίας των βδελυρών τυράννων του. Ήδη όμως η προαγγέλουσα την έλευσιν των Βασιλέων φήμη φέρει μεθ’ εαυτής την χαράν, διότι δίδεται ευκαιρία εις τούς πατρικώς κυβερνωμένους λαούς να δείξωσιν εις Αυτούς την ευγνωμοσύνην των, διά τά αίσια και λαοσωτήρια αποτελέσματα της πατρικής Αυτών Κυβερνήσεως. Αναχωρούντες δε αφίνουσι την πεποίθησιν, ότι η πατρική αύτη επίσκεψις θέλει συντελέσει εις την πραγματοποίησιν παντός ό,τι είναι ευκταίον εις την κοινωνίαν εκείνην, και συντελεστικόν εις την προαγωγήν της.
Χαίρει λοιπόν ο Έλλην διά την επί το κρείττον μεταβολήν της κοινωνικής αυτού καταστάσεως, και όσον περισσότερον χαίρει, τοσούτον και θερμοτέρας αναπέμπει ευχάς προς τον Ύψιστον υπέρ υγείας μακροβιότητος και κραταιώσεως των Σ αυτού Ανάκτων. Μη δυνάμενος δε να λησμονήση ότι έχει δεδουλωμένους αδελφούς μοχθήσαντας μετ’ αυτού υπέρ των αγαθών τούτων, εύχεται, όταν ο Όλυμπος αποβάλη την αισχύνην της δουλείας, και μετ’ αυτού η Ίδη και η Πιερία, να ίδη και αυτούς ευτυχούντας και βοώντας μετ’ αυτού· «Ζήτω ο Βασιλεύς Όθων, ζήτω η Βασίλισσα Αμαλία, ζήτωσαν οι μεγάλοι της ελληνικής φυλής ευεργέται.».» (εφημερίδα ΑΘΗΝΆ, φύλλο 2671/07-06-1858, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 86).
Στο επόμενο φύλλο της, η εφημερίδα συνεχίζει τη δημοσίευση άλλων λεπτομερειών της επίσκεψης του βασιλικού ζεύγους στην περιοχή: στο Μακρυκάμπι της Οίτης, οι βασιλείς ευχαριστήθηκαν από την ομορφιά του τοπίου. Λυπήθηκαν όμως πολύ, ιδιαίτερα η Αμαλία, για τα καμένα δάση που αντίκρυσαν. Έκαναν παρατηρήσεις για τους εμπρηστές και τους δασοφύλακες γιατί δεν φρόντιζαν την προστασία των δασών. Προφανώς στην προηγούμενη επίσκεψή τους το 1845 δεν υπήρχαν καμένες δασικές εκτάσεις. Ακολούθησε υποδοχή των επισκεπτών από τους δημάρχους, δημαρχιακούς συμβούλους και στρατιωτικούς. Προς τιμήν τους κάτοικοι χόρεψαν τοπικούς χορούς. Το ενδιαφέρον προσέλκυσε ένας γέροντας, σχεδόν εκατό χρονών, για τη ζωντάνια του στο χορό καθώς και μία γυναίκα, η οποία έσερνε πρώτη το χορό, τραγουδώντας αυτοσχέδιο τραγούδι για τους βασιλείς.
Ακολούθησε η μετάβασή τους στο Λουπάκι, από όπου, όπως υπήρχε η φήμη, μπορούσε κάποιος να δει μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Αυτό όμως αποδείχτηκε ανακριβές και οι ταξιδιώτες συνέχισαν την πορεία τους προς την Υπάτη.
Εκεί έφτασαν το απόγευμα της 29ης Μαΐου 1858. Τους επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή, η οποία περιγράφεται στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας. Όπως σημειώνει η εφημερίδα, οι κάτοικοι της Υπάτης με τη θερμή υποδοχή που επεφύλαξαν, ανέμεναν να υλοποιηθεί το αίτημά τους προς τους βασιλείς για να γίνει η Υπάτη ιδιαίτερη επαρχία. Το πρωΐ της επομένης αναχώρησαν.
Γράφει η εφημερίδα:
«Εκ Λαμίας, την 1 Ιουνίου 1858.
Ενταύθα καθ’ όλην την παρούσαν εβδομάδα δεν γίνεται λόγος, ειμή μόνον περί της αφίξεως του Βασιλέως και της Βασιλίσσης εις Λαμίαν· άς σας εκθέσω εν συνόψει τα λεγόμενα από της εις Μακρυκάμπι (επί της Οίτης) αφίξεως των αυτών μεγαλειοτήτων.
Όσον η θέσις ευηρέστησεν εις τάς αυτών μεγαλειότητας, τοσούτον ελύπησεν αυτούς και εξόχως την βασίλισσαν η πυρπόλησις των κατά την θέσιν ταύτην και τα πέριξ αυτής δασών, και τώ όντι ήτον λυπηρόν θέαμα να βλέπη τις ουρανομήκεις ελάτους αποξηρανθείσας εκ της πυρπολήσεως, και κειμένας ως πτώματα κατά γής· διότι και αυτό το πύρ δεν ηδυνήθη εντελώς να τάς καταστρέψη· Απέτειναν πικράς παρατηρήσεις περί των καταστροφέων, και των υπερασπιζομένων τους τοιούτους, αλλά το κακόν εγένετο και θεραπεία δεν υπάρχει.
Την αδημονίαν της αυτού Μεγαλειότητος εμετρίασεν η συρροή των κατοίκων των πέριξ χωρίων, και η αγαλλίασις μεθ’ ής υπεδέχοντο αυτάς εν τη απλότητι της φύσεως. Όλοι οι δήμαρχοι, πολλοί των δημοτικών συμβούλων, οι στρατιωτικοί άπαντες, έδραμον να υποδεχθώσιν εκεί τάς αυτών μεγαλειότητας· χοροί ελληνικοί συνεκροτήθησαν ενώπιον των αυτών Μεγαλειοτήτων· εκ των χορευσάντων εκίνησαν την περιέργειαν είς εκατοντούτης σχεδόν γέρων, όστις σύρων τον χορόν έκαμε κινήματα, οποία νέοι δυσκόλως ηδύναντο να εκτελέσωσι, και γυνή τις, ήτις σύρουσα τον χορόν ετραγώδησεν άσμα αυτοσχέδιον περί των βασιλέων.
Από της θέσεως ταύτης μετέβησαν εις Λουπάκη, άλλην κορυφήν της Οίτης, εξ ής, ως έλεγόν τινες, ηδύναντο να ίδωσι μέχρι Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά τούτο δεν απεδείχθη αληθές, και ο κόπος τον οποίον ως εκ των δυσχερειών υπέστησαν δεν αντήμειψε τάς προσδοκίας των.
Εις Υπάτην έφθασαν την προπαρασκευήν προς το εσπέρας της 29 του παρόντος, και το πρωΐ ανεχώρησαν. Αι προς υποδοχήν προπαρασκευαί αναλόγως υπήρξαν όχι ευκαταφρόνητοι, και αι Α.Μ. έδειξαν ικανήν ευαρέσκειαν. Οι Υπατείς κολακεύονται ότι θέλει ήδη γένει παραδεκτή η αίτησίς των του να κατασταθή Επαρχία η Υπάτη.» (εφημερίδα ΑΘΗΝΆ, φύλλο 2672/11-06-1858, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 88).
Και σε επόμενο άρθρο της η εφημερίδα συνεχίζει την αναφορά της στην καταστροφή των δασών της Οίτης από πυρκαγιές, καθώς και στη λύπη που προξένησε το γεγονός αυτό στο βασιλικό ζεύγος. Στηλιτεύει τους καταστροφείς του δάσους και προτρέπει να ληφθούν μέτρα κατά των πυρκαγιών.
Ειδικότερα γράφει:
«ΑΥΤΟΘΕΝ, την 7 Ιουνίου 1858.
Παρά πολλών επαναλαμβάνεται ενταύθα η δυσαρέσκεια την οποίαν επροξένησεν εις τον Βασιλέα και μάλιστα εις την Βασίλισσαν η ανηλεής καταστροφή των δασών· αλλ’ οποίαν ακόμη ήθελον αισθανθή αν προώδευον επί της κορυφής της Οίτης μέχρι Τυμφρηστού! Το κακόν έγεινεν ήδη, αλλά πρέπει να ανευρεθή η αιτία, και επομένως η θεραπεία του κακού διά το μέλλον.
Η δασονομική υπηρεσία καταδιώκει και συλλαμβάνει εις τα δίκτυά της τους δυστυχείς γεωργούς, οίτινες φράζουσι τους κήπους των και τα παρά τάς οδούς σπαρτά των με παλούκια κοπτόμενα από λιγύας (καναπίτζας), τάς οποίας εκριζόνουσιν εκχερσούντες τους αγρούς των από ιτέας, τάς οποίας έβαλαν άλλοτε ως παλούκια και επίασαν, και τάς οποίας πρέπει να περιτέμνωσι (κλαρίζωσι) διά να μη σκιάζονται τα παρά τον φράκτην φυτευόμενα φυτά από πλατάνους, τους οποίους διατηρούσιν εις τους αγρούς των σποράδην διά σκιάν και τους οποίους κλαρίζωσιν, όταν σπέρνωσι τον αγρόν, διά να μη προξενώσι βλάβην διά της σκιάς αυτών. Καταμηνύεται ακόμη ο γεωργός και διότι κόπτει τα εν τώ κήπω του ξηρά οπωροφόρα δένδρα, και τους υπερτραφείς κλώνους των χλωρών οπωροφόρων αν μεταχειρισθή τα ξύλα αυτών εις παλούκια ή φούρκας ή στωπίνας προς κατασκευήν της καλύβης του, και καταδικάζεται μάλιστα αν δεν σπεύση να κάμη την θεραπείαν πρίν τεθή η υπογραφή του δασοφύλακος εις την έκθεσιν της καταμηνύσεως!
Αλλ’ ο ζήλος των περιορίζεται μόνον έως εδώ· τά δε επί ημέρας ολοκλήρους πυρπολούμενα δάση δεν τα βλέπουσι, μολονότι ο καπνός αυτών υψούται μέχρι τρίτου ουρανού, οι δε κορμοί των δένδρων κατάμαυροι κείνται εκτάδην ως πτώματα επικαλούμενα τον έλον των θεατών· αλλά ποία είναι η αιτία της τυφλώσεως ταύτης; Δεν απόκειται εις ημάς να την είπωμεν.
Ό,τι όμως προξενεί φρίκην είναι η διηνεκής ανησυχία, την οποίαν φέρουσιν οι δασοφύλακες εις τους κατασκευάζοντας καλύβας, και μικράς κατά τα χωρία οικίας. Καταμηνύουσιν ως παρανόμως υλοτομήσαντα τον κύριον της νέας οικοδομής και αν ούτος ηγόρασε παρ’ άλλου την ξυλείαν, και αν η επίσκεψις του δασοφύλακος γένη μετά έν ή μετά δύω έτη. Η ανακάλυψις της λαθραίας υλοτομίας πρέπει να κανονισθή πώς να γίνεται. Είναι δυνατόν να επισκεφθώσι τάς αποθήκας και τα εργαστήρια των εμπόρων διά να ανακαλύψωσι λαθρεμπόρια; πώς λοιπόν επισκέπτονται την οικίαν του γεωργού διά ν’ ανακαλύψωσι λαθραίαν δήθεν υλοτομίαν; ας κανονισθώσι τα πράγματα καλήτερον, διά να μην χορηγώσι μέσα μέν καταπιέσεων και διαφθοράς εις τους δασοφύλακας, αιτίας δε γογγυσμού είς τον λαόν.
Αι κοινότητες επί των εν ταίς περιφερείαις αυτών λειβαδίων και δασών είχον χρήσιν αιωνίαν, η Κυβέρνησις αφήρεσεν αυτήν απ’ αυτάς αδίκως, και την μέν νομήν απέδωκεν εις ετέρους χωρίς κάν να ωφελείται και το δημόσιον, διά δε τα δάση υποχρεοί έκαστον να πληρώνη φόρον ξυλείας, οποίον ποτέ δεν επλήρωνεν διά να ανεγείρη την επί του αγώνος πυρποληθείσαν ή καταστραφείσαν οικίαν του. Άφες ελεύθερον φόρου την κοινότητα διά την προς ιδίαν της χρήσιν ξυλικήν, προσδιόρισον μόνον το μέρος όπου πρέπει να υλοτομήση, ανάθες εις αυτήν την φύλαξιν των εν τη περιφερεία της δασών, και δεν θέλεις λάβει ανάγκην δασοφυλάκων. Οι κάτοικοι της κοινότητος και ο προϊστάμενος αυτής δεν είναι δυνατόν να μην ανεύρωσι τον βλάψοντα, αλλά την σήμερον οι κάτοικοι των κοινοτήτων δυσαρεστημένοι διά την αρπαγήν των δικαιωμάτων των παρά της εξουσίας όχι μόνον αδιαφορούν διά τάς πραττομένας εις τα δάση ζημίας, αλλά και τάς αποκρύπτουσι καταντώντες και εις το αυτό της ψευδορκίας το μέσον· η βία εύρε πάντοτε την αντίκρουσιν εις τον δόλον, ας παύση η βία, και ο δόλος εκλείπει οίκοθεν.» (εφημερίδα ΑΘΗΝΆ, φύλλο 2672/11-06-1858, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 88).
Ο θάνατος των δύο ληστών
Με τη διέλευση των βασιλέων από τη Φθιώτιδα, συνδέεται ο φόνος δύο ληστών της περιοχής. Γράφει η «ΑΘΗΝΆ»:
«-Εις Φθιώτιδα εφονεύθησαν έτεροι δύω αρχιλησταί, ο Ξηρόγιαννης και ο Μάρκος Χειμάρρας. Οι λήσταρχοι ούτοι μαθόντες ότι ο Βασιλεύς περιοδεύει εις Φθιώτιδα απεφάσισαν να προσέλθωση και να επικαλεσθώσι την επιείκειάν Του. Όθεν εμπιστευθέντες την ζωήν των εις τινα, όστις τούς υπέθαλπεν, ως ηκούσαμεν, επερίμενον να διαβή ο Βασιλεύς διά να προσέλθωσιν ενώπιόν Του· αλλ’ ο χωρικός κρίνας συμφερώτερον να μην υπάρχωσιν, εφόνευσεν αμφοτέρους διά να λάβη, ως λέγουσι, και την αμοιβήν και τα χρήματά των, τα οποία τώ είχον μαρτυρήσει ότι έχουν κρυμμένα εις το τουρκικόν.» (εφημερίδα ΑΘΗΝΆ, φύλλο 2671/07-06-1858, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 86).
Η συνάντηση με τον Χουσνή πασά
Το πρωΐ της Παρασκευής 30 Μαΐου 1858 το βασιλικό ζεύγος αναχώρησε από την Υπάτη με προορισμό τον στρατώνα Δερβέν Φούρκα, στη γραμμή των συνόρων με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Εκεί θα πραγματοποιούνταν συνάντηση με τον Οθωμανό διοικητή της Θεσσαλίας Χουσνή πασά.
Γράφει η «ΑΘΗΝΆ»:
«Εκ της Υπάτης διευθύνθησαν εις τα μεθόρια, όπου έμελλε να έλθη και ο Χουσνί Πασάς διά να προσφέρη τάς ανηκούσας τιμάς. Συνωδεύετο ο Πασάς υπό 300 ιππέων και άλλων στρατευμάτων, αλλά δυστυχώς δεν επρόφθασαν εις την ωρισμένην ώραν εις το μέρος της συνεντεύξεως. Διά να μη στερηθή δε ο Πασάς της ευχαριστήσεως του να ίδη τάς αυτών Μεγαλειότητας, σπεύσας μετά τινων επιτελών έφθασεν αυτάς εις τον στρατώνα Δερβένι Φούρκα, και ούτως ευχαρίστησε την επιθυμίαν του.
Εκ Λαμίας τα προς υποδοχήν παρασκευασθέντα ήσαν (ημπορεί να είπη τις) πολυτελέστερα του δέοντος, και (ως λέγουν τινές) της προσδοκίας των Α.Μ. ανώτερα. Ίσως η προθυμία των κατοίκων ανταμειφθή διά της συστάσεως του υποκαταστήματος της τραπέζης και της τελειοποιήσεως της μέχρι Στυλίδος αμαξωτής οδού, της οποίας μένει ατελής ό,τι οφείλει να πράξη η Κυβέρνησις.» (εφημερίδα ΑΘΗΝΆ, φύλλο 2672/11-06-1858, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 88).
 
 
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΟΓΡΑΦΙΑ
-Εφημερίδες: ΑΘΗΝΑ, ΑΙΩΝ, ΑΥΓΗ, ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΙΣ, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ, Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, Ο ΠΡΩΪΝΟΣ ΚΗΡΥΞ.
-Νίκου Βλαχογιώργου, Πολλά και διάφορα από το θησαυροφυλάκιο της μνήμης, περιοδική έκδοση ΥΠΑΤΗ 13, Ιούνιος 1985, σελίδες 82-86, Αθήνα 1985.
-Κων. Ι. Κοτσίλη, Οι βασιλείς Όθων και Αμαλία στην Υπάτη (Όπως περιέγραψε τα δύο ταξίδια ο Ludwig Ross). Άρθρο στην περιοδική έκδοση ΥΠΑΤΗ 25-27 (1991-1992), σελίδες 87-101).
-Δημ. Α. Μηνογιάννη, Λαογραφικά Σκαριφήματα Υπάτης, ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 6 (1985), σελίδες 149-157, Λαμία 1985].
-Ludwig Ross, «Reisen des Königs Otto und der Königinn Amalia in Griechenland», τόμοι 1 & 2, Halle 1848.
  


 

 




 























Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

«Από της κορυφής της Οίτης», του Νικολάου Δ. Χατζίσκου

Στην ετήσια περιοδική έκδοση «ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ» του έτους 1899 δημοσιεύθηκε λογοτεχνικό κείμενο του Νικολάου Δ. Χατζίσκου (1850-1917) με τίτλο «Από της κορυφής της Οίτης». Το κείμενο αποτελεί τρόπον τινά συνέχεια άλλου κειμένου του αυτού λογοτέχνη και πολιτικού με τίτλο «Από της κορυφής του Ελικώνος», το οποίο δημοσιεύθηκε στον τόμο της ίδιας σειράς «ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ» του έτους 1881 (βλέπε ΠΟΚΙΛΗ ΣΤΟΑ, έτος 1881, σελίδες 107-116).
Ο Νικόλαος Δ. Χατζίσκος έγραψε το κείμενο στη Λαμία τον Αύγουστο του 1891 και περιγράφει την εμπειρία του από επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Οίτη.
Ξεκινώντας από την Υπάτη και μετά από τρίωρη πορεία με τα άλογά τους, ο Χατζίσκος και η συνοδεία του έφτασαν σε ένα οροπέδιο της Οίτης. Εκεί κατέβηκαν από τα άλογα και προετοίμασαν τη νυκτερινή τους διαμονή. Ενώ ο Χατζίσκος ρέμβαζε το τοπίο και τη θέα, ορισμένοι συνοδοί του έκοψαν κλαδιά ελάτων και κατασκεύασαν γιατάκια. Άλλοι προετοίμασαν το δείπνο τους από ψημένο αρνί.
Μετά το δείπνο ακολούθησε κουβέντα γύρω από τη φωτιά με διηγήσεις κατορθωμάτων αρματολών και διάφορες άλλες ιστορίες. Από μακρυά κουδουνίσματα και ανθρώπινο σφύριγμα, πρόδωσαν την παρουσία ενός νεαρού βοσκού και του κοπαδιού του. Το είχε βγάλει για νυχτερινή βοσκή. Ο βοσκός πλησίασε, κάθισε οκλαδόν δίπλα στη φωτιά, έβγαλε από το σελάχι του ένα μικρό μαχαίρι και άρχισε να ξύνει ένα μικρό κομμάτι ξύλου που βρήκε μπροστά του. Όταν αναγνώρισε τον Χατζίσκο τον ρώτησε για την πολιτική κατάσταση και για τα μέτρα του κράτους εναντίον της ζωοκλοπής, παραπονούμενος για τη μάστιγα αυτή που ταλάνιζε την περιοχή της Φθιώτιδας καθώς και για τη φυγοδικία των κλεπτών.
Όταν τελείωσε η κουβέντα η παρέα έπεσε για ύπνο, με τον άνεμο που κατέβαινε από τις κορυφές του βουνού να νανουρίζει τους επισκέπτες. Μετά από δύο ώρες ο Χατζίσκος ξύπνησε ξεκούραστος. Όπως ομολογεί ο ίδιος δύο ώρες ύπνου στο βουνό ισοδυναμεί με τον πολύωρο ύπνο των πόλεων. Ξύπνησε τον οδηγό του, σέλωσαν τα άλογά τους και υπό το φως της σελήνης ξεκίνησαν για την κορυφή της Οίτης, όπου και έφτασαν μετά από λίγο.
Η θέα από εκεί πάνω είναι μοναδική. Ο Χατζίσκος, βλέποντας τις πρώτες ακτίνες του ηλίου, θυμάται το μύθο του γιού του Ήλιου Φαέθοντα. Εντυπωσιασμένος γράφει «Ιδού πρό εμού ο χάρτης της Στερεάς Ελλάδος...» και προβαίνει σε λεπτομερείς περιγραφές των βουνών, των κοιλάδων και των θαλασσίων κόλπων, που είναι ορατά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Μία ξαφνική κακοκαιρία όμως με νέφη, βροντές και ψιλόβροχο τον διακόπτουν. Πριν την αναχώρηση, μάζεψε μερικά σπασμένα κομμάτια από τη μαρμάρινη στήλη που στήθηκε προς τιμήν του βασιλικού ζεύγους του Όθωνα και της Αμαλίας, που είχαν ανέβει παλαιότερα στην κορυφή. Όπως σημειώνει «Η κοινωνική θύελλα κατέρριψε του θρόνου τούς βασιλείς εκείνους, η θύελλα των υετών συνέτριψεν εις τεμάχια την μαρμαρίνην στήλην. Το συντετριμμένον στέμμα επηκολούθησεν η συντριβείσα στήλη.». Με συγκίνηση και δάκρυα στα μάτια διάβασε στα κομμάτια της στήλης, εκτός των ονομάτων του βασιλικού ζεύγους, και το όνομα του πατέρα του Δημητρίου Χατζίσκου, ο οποίος συνόδευε τούς βασιλείς.
Το κείμενο του Νικολάου Δ. Χατζίσκου έχει ως εξής:

 
«Τέλος εφθάσαμεν μετά πορείαν τρίωρον από της κωμοπόλεως Υπάτης, οδεύοντες επί ίππων δι’ ατραπών βατών εν μέσω βραχώδους εδάφους και βραδύτερον υπό τάς μακράς σκιάς πελωρίων ελατών εις θέσιν ομαλήν εν είδει οροπεδίου, ένθα αφιππεύσαμεν. Ο ήλιος εχρύσου έτι τάς πετρώδεις κορυφάς της πολυσχιδούς Οίτης. Διά μέσου αποκρήμνου μακράς χαράδρας διεφαίνετο κάτωθεν ημών τμήμα της γραφικής πεδιάδος της Φθίας και άντικρυς εξηπλούτο όπισθεν της ολοσειράς της Όθρυος ως λιμήν προς νέας κτήσεις η λίμνη Νεζερός. Κεκμηκώς εξηπλώθην υπό γηραιάν ελάτην παρά κελαρίζοντα εκεί που κρυσταλλώδη ρύακα, αφιέμενος εις την ρέμβην των σκέψεων, αίτινες κατείχον το πνεύμα μου ιπτάμενον ακράτητον εις τάς διαυγείς του κενού εκτάσεις, ενώ οι ακολουθούντες με ετράπησαν εις την σύμπηξιν νυκτερινής κατοικίας και προπαρασκευήν τροφής· ο μέν κόπτων θαλερούς ελάτης κλώνους συνεπήγνυεν αρωματώδη στρωμνήν, απολήγουσαν εις χλοερόν ερεισίνωτον, (γιατάκι καλούμενον υπό του λαού) την στρωμνήν των αρματωλών και κλεπτών, ο δε απέξεεν οβελίσκον διατρυπών τεμάχιον αμνού, και άλλοι σύροντες απεξηραμένον ογκώδη κορμόν, ετοποθέτουν αυτόν πρό των κρασπέδων της ετοίμου ήδη απαλής στρωμνής μας ανάπτοντες πυράν. Οία αφελής παρασκευή αναμιμνήσκουσα εμοί τάς τύχας του Ροβινσώνος. Δεν παρήλθεν πολύς χρόνος ότε με αφύπνισεν είς των συνοδοιπόρων μου εκ του κατέχοντός με διηνεκούς ονείρου καλών με εις δείπνον. Και εκαθέσθημεν περί την φυσικήν εκείνην τράπεζαν. Οπόσοι εκ των δειπνούντων εις πολυτελείς τραπέζας θα επεθύμουν ν’ ανταλλάξωσι τα πολυτελή αυτών εδέσματα προς το απέριττον των βουνών δείπνον· οπόσοι ροφώντες το αρόφητον νάμα των ρυάκων της Οίτης, θα εμίσουν κατά το θέρος και αυτόν τον οίνον της Καμπανίας!
Το δείπνον διεδέχθησαν αι αφελείς εκείναι διηγήσεις των ορεσιβίων τέκνων της πατρίδος μας, οι άθλοι των αρματωλών, των όφεων και των αγρίων θηρίων τα μυθεύματα, ενώ της νυκτερινής αύρας η προσέγγισις διέχεε μέσω του αρμονικού θρού της ελάτης ευχάριστον τινα φρικίασιν εις τα σώματα ημών προσεγγιζόντων έτι μάλλον τάς λαμπεράς φλόγας του καιομένου κορμού. Τ’ άστρα υπέφωσκον άνω δειλά και ωχρά ως δάκρυα υποτρέμοντα αγνώστου θεότητος, εγχύνοντα εις την ψυχήν μας την γαλήνην της ερήμου. Σιγή διεδέχθη τάς αφελείς ημών διηγήσεις και μόνον η ελάτη εψιθύριζε την άγνωστον τοίς συνοδοιπόροις μου γλώσσαν της εσπέρας. Κωδωνίσκων αμφίβολος και αραιός ήχος έφθανε μέχρις ημών εντεινόμενος υπό συριγμούς ανθρωπίνους. Δεν εδίστασα να κατανοήσω ότι ήτο αιπόλος τις άγων εις νυκτερινήν βοσκήν το ποίμνιον αυτού. Και ιδού μετ’ ού πολύ νεανίας επλησίασεν ημάς. Ζωηρός την όψιν, ευσταλής το σώμα εκάθισεν οκλάδην παρά την πυράν και εξαγαγών εκ του σελαχίου του μαχαιρίδιον ήρξατο αποξέων τεμάχιον ξύλου εκεί που ερριμένον, αποκρινόμενος λακωνικώς εις τάς ερωτήσεις ημών. Μόλις μ’ εγνώρισεν ηθέλησεν ο μικρός εκείνος αιπόλος να πληροφορηθή οποία μέτρα ελήφθησαν παρ’ ημών των αντιπροσώπων του έθνους περί δημοσίου ασφαλείας και ιδία περί ζωοκλοπής. Δεν μοι παρεπονέθη περί της βαρείας φορολογίας, ουδέ περί της κακής απονομής της δικαιοσύνης μας ελάλησεν, αλλ’ ήρξατο αφηγούμενος περί των γενομένων ζωοκλοπών, περί της λυμαινομένης την χώραν μας φυγοδικίας! «Μέσα σαυτούς τούς δρόλαπας και τα χιόνια που μάς έριξεν ο Θεός δόστε μας τουλάχιστον την ασφάλεια της ζωής μας και της μικράς αυτής αγέλης μας, και προσπαθήσατε να μη ξαναγίνη το κακόν που ήτανε άλλοτε της κλεφτουριάς στον τόπο μας». Οίον μάθημα μοί έδωκεν ο μικρός εκείνος αιπόλος, ή μάλλον οποίον μάθημα δίδει εις τους κυβερνήτας της χώρας το τέκνον των βουνών, το προωρισμένον να ποδηγετήται υπ’ εκείνων και να τυγχάνη της αγρύπνου προστασίας αυτών.
Και ύστερον ζητούμεν να επιτελέσωμεν το προς τούς υποδούλους αδελφούς κληροδοτηθέν ημίν καθήκον διά της αιματοβαφούς διαθήκης των προγόνων μας, συντάττοντες την χώραν διά της ανοργανώσεως των στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων αυτής, και ύστερον ζητούμεν ν’ ανορθώσωμεν την εν τώ εξωτερικώ δημοσίαν πίστιν, κανονίζοντες τα οικονομικά της χώρας ούτως ώστε να εμπνεύσωμεν πεποίθησιν εις τα ξένα κεφάλαια και ύστερον συζητούμεν περί αυτοδιοικήσεως των δήμων, και αμεριμνώμεν περί του σπουδαιοτάτου ερείσματος της πολιτείας, άνευ του οποίου αποσυντίθεται ο οργανισμός παντός ευνομουμένου κράτους. Στερούμεθα δημοσίας τάξεως, στερούμεθα δημοσίας ασφαλείας. Εγείρομεν όθεν πάντες οι αντιπρόσωποι του λαού και του τύπου οι εργάται την φωνήν ημών υπέρ της επικρατήσεως της ασφαλείας και της τάξεως, εργασθώμεν προς εμπέδωσιν του ασφαλούς αυτού θεμέθλου της πολιτείας, υψούμενοι υπεράνω του πολιτικού ανταγωνισμού, κατά πατούντες το ερπετόν του ειδεχθούς φατριασμού.
… Ήδη η νύξ βασιλεύει πανταχού, ο είς κατόπιν του άλλου κλίνομεν εις ύπνον, βαυκαλιζόμενοι υπό του κελαρύσματος του αεννάως κυλινδουμένου ρύακος και της ελάτης ψιθυριζούσης το υπναλέον αυτής άσμα. Από της κορυφής του βουνού κατέρχεται ριγηλός ο άνεμος αναγκάζων ημάς να συσπειρώμεθα υπό τα εγχώρια καλύμματα των ορεσιβίων. Και ο γηραιός κορμός καίεται θερμαίνων ημάς ως άγρυπνος φύλαξ διά των φλογών αυτού· ομολογώ ότι δίωρος ύπνος ανεπλήρωσεν εν εμοί τον μακρόν ύπνον των νυκτών των πόλεων. Εμεσουράνει η πλειάς ότ’ εγερθείς αφύπνισα τον πρόθυμον οδηγόν μου τον μέλλοντα να με οδηγήση εις την υψηλοτέραν ακρώρειαν της Οίτης. Παρεμείναμεν επ’ ολίγον την ανατολήν της φθινούσης σελήνης, και επισάξαντες τον ίππον ηρξάμεθα οδεύοντες εν μέσω του σκότους συγκιρνομένου υπό τάς ωχράς ακτίνας αυτής. Ηκολούθουν τον ακαταπόνητον εκείνον οδηγόν μου, ως ο Δάντης την αιθερίαν αυτού οδηγόν, αγνοών που βαίνω. Εδώ ανυψούντο πελώριοι ελάται, μαύραι ως άλλου γίγαντος σκιαί, εκεί προέβαλον απόκρημνοι βράχοι λευκαινόμενοι υπό της φοίβης ως ωχρά φάσματα του ασφοδελούς λειμώνος, ένθεν ηκούοντο καταρρέοντα ύδατα, και εις τα βάθη αντελάλει η κραυγή ποιμενικού τινος κυνός ως άλλη υλακή του κερβέρου, εικών τελεία του αρχαίου άδου, ενώ άνωθεν εσελάγει το στερέωμα του ουρανού αναπαριστών κατ’ αντίθεσιν του κάτω σκοτεινού κόσμου το φωτεινόν μέλλον της αθανάτου ψυχής. Λεπτή αρωματώδης αύρα διέπνεεν ωσεί κατερχομένη εκ των άστρων, ίν’ ασπασθή τά βλέφαρα ημών, φίλημα αοράτου προσφιλούς ψυχής εκεί που περιϊπταμένης, μεθ’ ής άλλοτε εν τη ζωή ανήλθον την κορυφήν του Ελικώνος. Προς βορράν εξετείνετο λαμπρά η μεγάλη άρκτος, άνωθεν των κεφαλών μας εσπινθήριζε το σύμπλεγμα της πλειάδος, ενώ φωτοβόλος ο μεγαλοπρεπής αστερισμός του Ωρίωνος διηυλάκου ως άλλη ομηρική άμαξα τα κυανά του άνω πόντου πελάγη, και πέραν προς την Δύσιν τηλαυγής ο αστήρ της Αφροδίτης διεχάραττεν ως ειδήμων οδηγός της αναμενομένης ηούς την αιθερίαν τροχιάν. Έν προς έν εσβέννυντο τ’ άστρα ως άλλα ωχρά άνθη δρεπόμενα υπό της νυκτός διά της σεληνιαίας αυτής δρεπάνης ήν επί τέλει απέκρυπτε και αυτήν όπισθεν της ακρωρείας του Τυμφρηστού, ζηλότυπος μη δι’ αυτών κοσμήση το άρμα της η υποφώσκουσα ηώς... Ολίγα έτι βήματα και φθάνομεν επί της κορυφής τής Οίτης.
Επάτησε τέλος ο πούς μου τα παρθενικά αυτής εδάφη.
Χαίρε πεφιλημένη της Οίτης κορυφή. Χαίρε των ανέμων και των υετών η κατοικία. Χαίρε της βροντής και των χιόνων η στρωμνή. Χαίρε αιώνιε τάφε του Ηρακλέους.
Οίον απερίγραπτον θέαμα εκτυλίσσεται κάτωθεν ημών. Εν μέσω φωτεινής ομίχλης διαδοχικώς προβάλλουσιν αι κορυφαί των κύκλω ορέων, αι άκραι των αιγιαλών, η πλάξ της θαλάσσης και τέλος τα πλάτη των κοιλάδων. Νομίζει τις ότι την στιγμήν εκείνην συμπαρίσταται μάρτυς του υπερτάτου όντος δημιουργούντος διά της πνοής αυτού την πλαττομένην φύσιν. Και μετ’ ού πολύ γιγαντιαίαι ακτίνες εξαπλούμεναι ανά τον ορίζοντα, εγχύνουσι προς ανατολάς ατελεύτητον υπέρυθρον λάμψιν· ούτως ως άλλη πυρκαϊά λυμαίνεται την φύσιν ολοκληρον.
Πρώτην φοράν καθ’ ήν συνέλαβον ακριβή ιδέαν του μύθου του Φαέθοντος. Ενόμιζέ τις ότι την στιγμήν εκείνην επιβαίνων του άρματος του πατρός αυτού ο τολμηρός υιός παρασύρεται υπό των θυμοειδών εκείνων ίππων και αδεξίως ηνιοχών ολίγου δείν να πυρπολήση τον κόσμον όλον, ότε κεραυνούμενος παρά του Διός υποκαθίσταται υπό του αθύμονος αυτού πατρός, όστις μεγαλοπρεπής ανέρχεται εκ του πόντου επί του άρματος αυτού καταπόρφυρος εκ της καταλαβούσης αυτόν οργής. Δυνάμεθα προς στιγμήν να τον ατενίσωμεν νεύοντα χαμαί, ότε πρό του καθήκοντος λησμονών την κατέχουσαν οργήν ρίπτει το βλέμμα του ανά την υπ’ αυτόν φωτιζομένην φύσιν αναγκάζων ημάς τούς θνητούς να μη τολμώμεν ν’ ατενίσωμεν αυτόν. Εγγύς μου διακρίνω επί λιθίνου βάθρου πυραμίδα εκ λίθου Πεντελικού, αλλ’ αφήνω να περιεργασθώ την διαρκή αυτήν ανάμνησιν φιλομούσου ηγεμόνος βραδύτερον, θαμβούμενος πρό του κύκλω μου εκτυλισσομένου μεγαλοπρεπούς θεάματος. Το χειροποίητον έργον υποχωρεί πρό του έργου του Δημιουργού.
Ιδού πρό εμού ο χάρτης της Στερεάς Ελλάδος και πέραν αυτής ιχνογραφούμενος υπό των χειρών του Δημιουργού. Κάτωθεν ο Λαμιακός κόλπος ως μικροσκοπικός λιμήν περισφηνούμενος υπό των ορέων της Λοκρίδος, εις τάς αμμώδεις του οποίου ακτάς διακλαδούται ως εις ράκη εσχισμένα ο τελμογόνος Σπερχειός. Και κύκλω αυτού ομαλή, χρυσίζουσα η πεδιάς της Φθιώτιδος, πεποικιλμένη υπό χωρίων προσομοιαζόντων αγέλην περιστερών, άνω των οποίων υπέρκειται η προσφιλής μοι πόλις της Λαμίας. Παρ’ αυτόν εξαπλούται νωχελώς ως άλλη Τιτανίς τανύουσα τούς βραχίονας αυτής, μόλις αφυπνισθείσα, η νήσος Εύβοια, διήκουσα μέχρι των ορέων της Καρυστίας, επί των ώμων της οποίας επικάθηται νεφύδριον ομοιάζον προς κροσσωτόν επωμίδιον περιχρυσωμένον υπό του ηλίου, πέραν γαλανός ο Ευβοϊκός κόλπος ηρεμεί στιζόμενος υπό των λιχάδων, αίτινες ανέδυσαν επ’ αυτού κατά την εκσφενδόνισιν του γίγαντος Λίχα εντεύθεν εκ μιάς ακρωρείας της Οίτης υπό του ημιθέου Ηρακλέους, όστις μετά τοιαύτης ορμής ετίναξε μακράν εκεί τον σφοδρόν αυτού αντίπαλον, ώστε υπό τους πόδας αυτού διεσχίσθη εις απόκρημνον χαράδραν το έδαφος εφ’ ού έστη.
Ώ δεν είναι μύθος της αρχαίας ημών πατρίδος όστις να μη υποκρύπτη εν αυτώ σοφήν τινα αλληγορίαν, ακριβή παρατήρησιν, αλήθειαν. Δεν διαβλέπει τις εν τώ μύθω αυτώ του Ηρακλέους το αποτέλεσμα μεγάλου σεισμού διασχίσαντος μίαν των κορυφών της Οίτης εις μέγα χάσμα, ούτινος ο αντίκτυπος εδόνησε τα βάθη του Ευβοϊκού κόλπου, εκ των σπλάχνων του οποίου ανέδυσαν ως τμήματα διαμελισθέντος σώματος αι νήσοι Λιχάδες;
Όπισθεν της Ευβοίας ο απέραντος πόντος και εν μέσω αυτού η νήσος Σκύρος, διακρινομένη ως μελανόν νέφος, και πέραν αυτής το αχανές συνυφαινόμενον μετά του ομιχλώδους ορίζοντος. Δυστυχώς δεν ήτο τόσω διαυγής η ατμόσφαιρα, ώστε να φθάση ο οφθαλμός μας πέραν ακόμη μέχρις εκεί, ένθα η παράδοσις λέγει, μέχρι των ακτών του Ελλησπόντου. Εντεύθεν εκτείνεται η πεδιάς της Λοκρίδος και όπισθεν αυτής διαβλέπομεν ως ομιχλώδη θάλασσαν την απέραντον της Κωπαΐδος πεδιάδα· ουχί μακράν αυτής διαγράφεται εις το κενόν η κορυφή του Ελικώνος. Μέλαν νέφος αιωρείται άνωθεν αυτού ως άλλος πένθιμος πέπλος, όστις απέπτη των νενφελών των φυγαδευθεισών υπό των ατελευτήτων πυρκαϊών του δάσους ερατεινών Μουσών. Αναφαντάζομαι το ιερόν εκείνο τέμενος των Μουσών υπό τάς υπωρείας του οποίου εδιδάχθη την γλώσσαν αυτών ο πολύς Ησίοδος, έρμαιον ήδη του πυρός και της ασυγγνώστου αμελείας ημών. Βλέπω του Κιθαιρώνος τάς πετρώδεις κορυφάς και διά των πευκοστεφών κρημνών αναπλάττω βαδίζοντα επί της βακτηρίας του τον τυφλόν Οιδίποδα υπό την οδηγίαν της εγκαρτερούσης Αντιγόνης. Εντεύθεν ανυψούνται ωσεί αλληλοκρατούμεναι αι ολοσειραί (sic!) του Κόρακος (των Βαρδουσίων και της Γκιώνας) και έναντι αυτών εγείρεται ως γίγας ο νεφοστρίμμων Παρνασσός. Ώ, αν ήτο δυνατόν να ποτισθώ τα νάματα της Κασταλίας, όπως μέλψω τον Απόλλωνα εν μέσω των νυμφών ορχουμένων περί αυτόν, και σκιαγραφήσω το ιερόν αυτού τέμενος, το άδυτον των Δελφών. Δυτικώς τυπούται επί του ουρανίου χάρτου η κωνοειδής του Τυμφρηστού ακρώρεια και όπισθεν αυτής τ’ απόκρημνα της Ευρυτανίας βουνά. Πέραν εκεί διαγράφεται το σύδενδρον Πήλιον, αναμιμνήσκον μοι την αρχαίαν Ιωλκόν, τούς άθλους της Αργοναυτικής εκστρατείας, την Κολχίδα και της Μηδείας το φοβερόν πάθος της ζηλοτυπίας, και επί των πτερύγων της αύρας φέρονται εις το ούς μου οι στίχοι του πρωτομάρτυρος της ελευθερίας Ρήγα Φερραίου. Απώτερον εκτείνεται του Πίνδου η μακρά σειρά, αφ’ ής ακούεται υπόκωφος ο κρότος των επιπολαζόντων εκεί κεραυνών. Χαιρετίζων μετά σεβασμού τα εδάφη εφ’ ών το πρώτον ανεφάνησαν τα στίφη των αρματωλών και κλεφτών, των προαγγέλων αυτών της αναγεννηθείσης εκ της τέφρας μητρός Ελλάδος, στρέφω ένδακρυ το όμμα προς την γραφικήν όασιν, ήτις ενέπνευσε τόσω θαυμασίως την δημώδη ποίησιν εις το να εξυμνήση τα κάλλη αυτής και του γηραιού Ολύμπου, όστις εις το βάθος ανυψούται θίγων τον ουράνιον θόλον. Ένθουν το πνεύμα μου ίπταται εις τούς χρόνους της μυθολογίας και μοί παρίσταται ωσεί πρό των ομμάτων μου η έδρα των Θεών.
Αναφαντάζομαι τούς Ολυμπίους ευωχουμένους. Την Αφροδίτην φιλαρέσκως κρατούσαν το μήλον του κάλλους, την Αθηνά σωφρόνως διαλεγομένην μετά του Απόλλωνος, την Ήβην τείνουσαν τώ πατρί ανδρών τε θεών τε κύπελλον νέκταρος, την Ήραν οργίλως ατενίζουσαν αυτόν, τον Ήφαιστον σκώπτοντα και τον Ερμήν φέροντα τα πέδηλα αυτού, και μετ’ ού πολύ ιπτάμενον τον άγγελον αυτόν του Διός ανά του Καυκάσου τα πάγη, κομίζοντα, τίς οίδεν, οίαν αγγελίαν εις τον εκεί προσπεπασσαλευμένον Προμηθέα, και εν τώ άμα βλέπω τον Όλυμπον καλυπτόμενον υπό νεφελών, άς συνεσώρευσεν η μήνις του νεφεληγερέτου Διός...
.....Τα νέφη πολλαπλασιαζόμενα καλύπτωσι το πλείστον του ορίζοντος...βρονταί ακούονται...ψεκάδες πίπτουσι. Και πρίν ή αποχαιρετίσω την κύκλω μου εκτυλισσομένην μεγαλοπρεπή φύσιν, ίσταμαι προς της εκεί υψουμένης πυραμίδος. Κύψας συνέλεξα τεμάχιά τινα τεθραυσμένα εις ανάμνησιν και της επί του όρους αναβάσεώς μου, και της αναμνήσεως της επί της Οίτης αναβάσεως των φιλομούσων εκείνων ηγεμόνων, του Όθωνος και της Αμαλίας, οίτινες κατά το θέρος περιερχόμενοι την Ελλάδα πάσαν δεν άφινον αξιοθέατον μέρος, δεν άφινον κορυφήν βουνού όσω και απόκρημνον, ήν να μη επεσκέπτοντο, λάτρεις του καλού, τέκνα της ποιητικής οικογενείας των Βιτελσβάχων. Η κοινωνική θύελλα κατέρριψε του θρόνου τούς βασιλείς εκείνους, η θύελλα των υετών συνέτριψεν εις τεμάχια την μαρμαρίνην στήλην. Το συντετριμμένον στέμμα επηκολούθησεν η συντριβείσα στήλη. Και μόνον ο οδοιπόρος διακρίνει επί των μαρμαρίνων τεμαχίων τα ονόματα των σεπτών της πατρίδος μας πρώτων βασιλέων. Δεν τα εξήλειψεν ο χρόνος, ως δεν εξηλήφθη η αγαθή αυτών ανάμνησις από τάς καρδίας των Ελλήνων. Παρά τα ονόματα αυτά τα τετιμημένα αναγινώσκω και τ’ όνομα του σεβαστού μοι πατρός, ακολουθήσαντος τους ηγεμόνας εκείνους και εν τη ευτυχία και εν τη δυστυχία. Δάκρυ κατέβλυσε των ομμάτων μου. Δεν ήτο μόνον το δάκρυ υιού επί τη θλιβερά αναμνήσει της στερήσεως πολυτίμου πατρός, ήτο το δάκρυ, όπερ χύνει η ανθρωπότης αναφανταζομένη ότι η τόση έμπνευσις η κατέχουσα επί τώ εκτυλισσομένω θεάματι της μάγου φύσεως τα στήθη εκείνων, υφ’ ής εξάρσεως κατέχομαι και εγώ την στιγμήν αυτήν, μετεβλήθη εις σποδόν...
Και κύπτων την κεφαλήν κατέρχομαι βαρυαλγής τάς πλευράς του όρους, ανακράζων προς την κύκλω μου αποχαιρετιζομένην φύσιν: «Ώ φύσις πόσον είσαι ωραία αλλά και πόσον σκληρά εις τα τέκνα σου».
(Έγραφον εν Λαμία κατ’ Αύγουστον του 1891)

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Δ. ΧΑΤΖΙΣΚΟΣ

❁❁❁»
 
ΠΗΓΗ
  
Περιοδική έκδοση ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ, Περίοδος Β΄, έτος 1899, σελίδες 451-456.