Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848

Edward Lear-Thermopylae-Greece-1848
Το ιστολόγιο αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό την προβολή της τοπικής ιστορίας της Φθιώτιδας. Παρουσιάζονται ιστορικά γεγονότα λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρατίθενται μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι συμμετείχαν και βίωσαν γεγονότα του 19ου και 20ου αιώνα. Προτιμάται ο επώνυμος σχολιασμός των αναρτήσεων. Στις αναδημοσιεύσεις παρακαλούμε για την αναφορά της πηγής προέλευσης. © Σωτήριος Γ. Αλεξόπουλος.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΘΙΩΤΙΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΘΙΩΤΙΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

Συνάντηση του βασιλιά Όθωνα και του Οθωμανού διοικητή Θεσσαλίας Χουσνή πασά στον παραμεθόριο στρατώνα του Δερβέν Φούρκα το 1858

Εισαγωγή
Το βασιλικό ζεύγος του Όθωνα και της Αμαλίας επισκέφθηκε τη Φθιώτιδα τον Ιούνιο του 1858. Στο συνοριακό σταθμό του Δερβέν Φούρκα συναντήθηκε με τον Οθωμανό διοικητή της Θεσσαλίας Χουσνή πασά. Η συνάντηση περιγράφεται με λεπτομέρειες από την αθηναϊκή εφημερίδα ΑΙΩΝ. Οι υπόλοιπες αθηναϊκές εφημερίδες την καλύπτουν περιληπτικά. Δυστυχώς δεν σώζονται σε ψηφιακή μορφή τα φύλλα της τοπικής εφημερίδας ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΟΘΡΥΟΣ, η οποία πιθανότατα θα περιέγραφε το γεγονός με περισσότερες λεπτομέρειες.
 
Α. Η συνάντηση
Το Σάββατο 7 Ιουνίου 1858 το βασιλικό ζεύγος προγευμάτισε στο χωριό Δερβέν Καρυά και στη συνέχεια ακολούθησε το δρόμο προς τη Λαμία μέσω Δερβέν Φούρκας.
Ο Χουσνή πασάς, όταν έμαθε ότι το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας επισκέπτεται την περιοχή, θέλησε να αποδώσει τιμές. Έσπευσε αμέσως από τη Λάρισα στα μεθόρια συνοδευόμενος από 200 Αλβανούς οροφύλακες, δύο ίλες Κοζάκων ιππέων με επικεφαλής τον διοικητή τους Σαδίκ πασά, δύο λόχους πεζικού με τη μουσική τους, τον Έλληνα πρόξενο στη Λάρισα και μερικούς αρχιερείς και προκρίτους της Θεσσαλίας. Δυστυχώς όμως, παρά την νυχθημερόν πορεία, δεν πρόφθασε το βασιλικό ζεύγος, το οποίο κατέβαινε από τα άλογά του στον ελληνικό στρατώνα του Δερβέν Φούρκα στις 3.30 μ.μ.. Την ίδια στιγμή η εμπροσθοφυλακή των Αλβανών έφτασε στον οθωμανικό στρατώνα. Όταν μετά από δεκάλεπτη ανάπαυση διατάχθηκε η εκκίνηση, εμφανίσθηκε η έφιππος συνοδεία με τον Χουσνή πασά και τον Έλληνα πρόξενο στη Λάρισα. Οι υπόλοιποι Αλβανοί πεζοί και οι Κοζάκοι ιππείς απείχαν αρκετά από την περιοχή, ενώ ο τακτικός στρατός περιπλανήθηκε γιατί δεν γνώριζε το δρόμο και ήταν αδύνατο να φθάσει μέχρι το βράδυ.
Καθώς έφευγε το βασιλικό ζεύγος, φάνηκαν οι Αλβανοί πεζοί που κατευθυνόταν προς τον ελληνικό στρατώνα με γρήγορο βήμα. Ταυτόχρονα ακούσθηκε φωνή από τη βασιλική συνοδεία ότι έρχεται ο πασάς. Ο Όθωνας σταμάτησε για να δει τι συμβαίνει και έστειλε τον Μοίραρχο Πλέσσα για να πληροφορηθεί [για τον Πλέσσα βλέπε την ιστορική μονογραφία: Χρήστου Κ. Ρέππα, Αναστάσιος Γ. Πλέσσας, Ο Ηπειρώτης αρχηγός Χωροφυλακής και αγωνιστής του ’21, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ 364-365 (1982) σελίδες 510-516]. Στη συνέχεια συνέχισε την πορεία του προχωρώντας τρία τέταρτα της ώρας πέρα από τον ελληνικό στρατώνα. Ο Πλέσσας επέστρεψε και πληροφόρησε τον Όθωνα ότι ο Χουσνή πασάς λυπήθηκε βαθύτατα διότι δεν πρόφτασε να αποδώσει τις ανήκουσες στρατιωτικές τιμές κατά τη διάβαση του βασιλιά και ζήτησε να του δοθεί η άδεια να υποβάλει τα σέβη του στο βασιλικό ζεύγος.
Το βασιλικό ζεύγος σταμάτησε και μετά από λίγα λεπτά φάνηκε ο Χουσνή πασάς με 6-7 ανώτερους αξιωματικούς, σχεδόν όλοι Ευρωπαίοι. Μαζί τους ήταν και ο Έλληνας πρόξενος στη Λάρισα Αναστάσιος Δόσκος (1818-1888), ο οποίος εννέα ημέρες αργότερα μετατέθηκε στο ελληνικό προξενείο Ανδριανούπολης. Κατέβηκαν από τα άλογά τους, ο Χουσνή πασάς προσήλθε με τη συνοδεία του, έπεσε στο έδαφος τρεις φορές και προσκύνησε σύμφωνα με το τουρκικό έθιμο. Οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί χαιρέτισαν στρατιωτικά. Ο Χουσνή πασάς ζήτησε συγγνώμη από τον Όθωνα για την καθυστέρηση των στρατευμάτων του, προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι συνέβη παρά τη θέλησή του. Ο Όθωνας τον ρώτησε για το θέμα της ληστείας και ο Χουσνή πασάς απάντησε στα ελληνικά ότι “ευχαριστεί τον Θεόν, όστις τον έκαμεν καλήτερον από τους άλλους Πασσάδες να συντελέση εις την εξάλειψιν της ληστείας, και να λάβη την τιμήν να προσφέρη αυτοπροσώπως τα σεβάσματά του εις τον Βασιλέα της Ελλάδος”. Σύμφωνα με την εφημερίδα ΑΙΩΝ ο Χουσνή πασάς γνώριζε τα ελληνικά “διότι είναι Πελοποννήσιος”. Πράγματι ο πατέρας του Μεχμέτ Αλή εφέντης υπήρξε πρόκριτος της Πελοποννήσου και ο Χουσνή πασάς γεννήθηκε στην Άμφισσα μεταξύ των ετών 1810-1820 (η βιογραφία του παρατίθεται στο κεφάλαιο Γ. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι Χουσνή πασάς και Σαδίκ πασάς / Ο Χουσνή πασάς). Στη συνέχεια παρουσίασε τους ακολούθους του, οι οποίοι συνομίλησαν με το βασιλικό ζεύγος. Η προσοχή του Όθωνα επικεντρώθηκε σε έναν Πολωνό ταγματάρχη της συνοδείας λόγω της προχωρημένης ηλικίας και του γνήσιου στρατιωτικού του ύφους. Πιθανότατα ήταν ο πολωνικής καταγωγής Σαδίκ πασάς, επικεφαλής των Κοζάκων ιππέων.
Η παρουσίαση και η συνομιλία του Όθωνα με τους Οθωμανούς αξιωματούχους διήρκεσε δέκα λεπτά. Στη συνέχεια το βασιλικό ζεύγος χαιρέτισε, ανέβηκε στα άλογα και αναχώρησε καλπάζοντας, σύμφωνα με τη συνήθειά τους, για τη Λαμία, όπου έφτασαν στις 5.30 μ.μ..
Η είδηση της συνάντησης περιγράφεται από τις εφημερίδες ως εξής:
1.Εφημερίδα ΑΙΩΝ
ΛΑΜΙΑ. 4 Ιουνίου (Ιδ. Αλλ. του Αιώνος). Άμα αφιχθείσης της ειδήσεως, περί της εις την ανατολικήν Ελλάδα περιοδείας των ΑΑ. ΜΜ., αι αρμόδιαι της Λαμίας Αρχαί έσπευσαν τα της προετοιμασίας. Οι Βασιλείς, φθάσαντες εις Υπάτην την παρελθούσαν Παρασκευήν, ανεχώρησαν εκείθεν το Σάββατον, και διευθύνθησαν εις Δερβέν Καρυά, όπου προγευματίσαντες έλαβον την επί των μεθορίων οδόν, κατελθόντες εις Λαμίαν διά του Δερβέν Φούρκα. Ο Χουσνί Πασσάς της Λαρίσσης, συνοδευόμενος υπό 200 Αλβανών οροφυλάκων, δύο ιλών Κοζάκων εφίππων και δύο λόχων πεζικού μετά της μουσικής, και τινων Αρχιερέων και Προκρίτων Θεσσαλίας, ειδοποιηθείς περί της εκ των μεθορίων διαβάσεως των ΑΑ. ΜΜ., έσπευσεν εκ Λαρίσσης, ίνα προσφέρη τάς ανηκούσας τιμάς κατά την διάβασιν· αλλά προς δυστυχίαν του δεν επρόφθασε, διότι ενώ αι ΑΑ. ΜΜ. αφίππευον εις τον Στρατώνα Δερβέν Φούρκας κατά την 3 1[2 ώραν μ.μ., μόλις οι εξ Αλβανών εμπροσθοφυλακή του έφθασεν εις τον Τουρκικόν στρατώνα, όταν δε μετά δεκάλεπτον ανάπαυσιν διετάχθη η εκκίνησις, προέκυψεν η έφιππος συνοδεία μετά του Πασσά και του Ελλην. Προξένου Λαρίσσης. Το υπόλοιπον των πεζών Αλβανών και των ιππέων απείχεν πλέον της 1[2 ώρας, περί δε του τακτικού στρατού έμαθον ακολούθως, ότι επλανήθη, ένεκα αγνοίας των οδών, ως τινές εδικαιολογήθησαν, και ήτον αδύνατον να φθάση ουδέ μέχρι της εσπέρας. Άμα προὐχώρησαν οι Βασιλείς, εφάνησαν οι πεζοί Αλβανοί, διευθυνόμενοι με βήμα δρομαίον προς τον Ελλην. Στρατώνα, συνάμα δε ηκούσθη φωνή εκ της Β. συνοδείας εξελθούσα, ότι έρχεται κατόπιν ο Πασσάς. Τότε ο Βασιλεύς εσταμάτησεν ολίγον, ίνα ίδη τι τρέχει, και απέστειλε τον Μοίραρχον Πλέσσαν να πληροφορηθή. Μετά ταύτα εξηκολούθησε την πορείαν του προχωρήσας 3]4 της ώρας πέραν του Ελληνικού στρατώνος, μεχρις ού, επανακάμψαντος του Μοιράρχου, έμαθεν, ότι ο Πασσάς, λυπηθείς εις άκρον, μη προφθάς ν’ αποδώση τάς ανηκούσας στρατιωτικάς τιμάς κατά την διάβασιν, εζήτει να τώ δοθή η άδεια να προσφέρη τα σεβάσματά του εις τάς ΑΑ. ΜΜ. Οι Βασιλείς εσταμάτησαν, και μετά τινα λεπτά εφάνη ο Πασσάς μετά 6-7 αξιωματικών ανωτέρων, όλων σχεδόν Ευρωπαίων, και του Ελλην. Προξένου Λαρίσσης Κ.Δόσκου· αφιππεύσας δε εις ανάλογον απόστασιν, προσήλθε σύν τη συνοδεία του, και μετά τρείς μέν εκ μέρους αυτού εδαφιαίας προσκυνήσεις, κατά το Τουρκικόν έθιμον, μετά δε τον στρατιωτικόν χαιρετισμόν των Ευρωπαίων ακολούθων του, εζήτησε πρώτον συγγνώμην διά την βραδύτητα των στρατευμάτων του, αποδούς αυτήν εις ανεξάρτητα της θελήσεώς του αίτια, ακολούθως, απαντών εις ερώτησίν τινα του Βασιλέως περί ληστείας, απήντησεν εις Ελληνικήν γλώσσαν, (διότι είναι Πελοποννήσιος) ότι «ευχαριστεί τον Θεόν, όστις τον έκαμεν καλήτερον από τους άλλους Πασσάδες να συντελέση εις την εξάλειψιν της ληστείας, και να λάβη την τιμήν να προσφέρη αυτοπροσώπως τα σεβάσματά του εις τον Βασιλέα της Ελλάδος». Παρουσίασεν έπειτα τούς ακολούθους του, προς ούς απέτειναν οι Βασιλείς διαφόρους ερωτήσεις, εις ένα δε Ταγματάρχην Πολωνόν ενδιέτριψε πλειότερον ο Βασιλεύς, διότι και προβεβηκώς την ηλικία ήτο, και αληθές στρατιωτικόν ύφος είχε. Η συνδιάλεξις και παρουσίασις διήρκεσε δέκα λεπτά, μεθ’ ά χαιρετήσας ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα, εφίππευσαν, και δρομαίοι κατά την συνήθειάν των έλαβον την προς Λαμίαν οδόν, όπου έφθασαν την 5 1]2 ώραν, υποδεχθέντες ζωηρότατα από τάς Αρχάς και τούς πολίτας. Ενταύθα διέμειναν μέχρι της πρωΐας της Δευτέρας, αναχωρήσαντες την 4 ώραν Π.Μ., διά Στυλίδα, και εκείθεν εις Χαλκίδα. Λεπτομερείας περί της υποδοχής δεν τής σημειώ, νομίζων αρκούσαν την περίστασιν ότι οι Βασιλείς εξέφρασαν εις τούς πολίτας Λαμίας την πλήρη ευαρέσκειάν των, επισήμως κοινοποιηθείσαν διά του Κυρίου Δημάρχου.
Δύο λησταί, λείψανα των καταστραφεισών συμμοριών, υποκριπτόμενοι και μαθόντες την άφιξιν του Βασιλέως, απεφάσισαν να παρουσιασθώσιν ενώπιον αυτού εις Μακροκάμπι και να ζητήσωσιν έλεος. Προσήλθον λοιπόν λαθραίως εις το μέρος τούτο, και εζήτουν ευκαιρίαν, ήτις δεν έλειψε, διότι οι Βασιλείς μόνοι, με μόνον τον υπασπιστήν της υπηρεσίας περιεπάτουν εντός των δασών· αλλά φαίνεται ο είς των ληστών εδειλίασε, και ούτω δεν εξετελέσθη η παρουσίασις. Την ακόλουθον της αναχωρήσεως των ΑΑ ΜΜ., ευρόντες αυτούς τ’ αποσπάσματα εφόνευσαν. Κ.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1632/09-06-1858, σελίδες 2 & 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 462).
2.Εφημερίδα ΑΥΓΗ
-Ο διοικητής της Θεσσαλίας Χουσνή Πασάς μαθών ότι ο Βασιλεύς ημών έμελλε να διαβή πλησίον των συνόρων και επιθυμών να προσκυνήση Αυτόν ανεχώρησεν εκ Λαρίσσης μετά του διοικητού των Κοζάκων Σαδίκ Πασά και νυχθημερόν οδεύων έφθασε τάς ΑΑ. ΜΜ. είς τινα πεδιάδα, όπου τάς εχαιρέτησεν. Εκτός του Χουσνή Πασά έσπευσαν εις προσκύνησιν των ορθοδόξων βασιλέως και αρχιερείς τινες της Θεσσαλίας και άπαν το Κοζακικόν ιππικόν, αλλά δυστυχώς η Α.Μ. είχε προπεράσει και ούτω δεν ηδυνήθησαν να ίδωσι τους βασιλείς της Ελλάδος.” (πηγή: εφημερίδα ΑΥΓΗ, φύλλο 226/07-06-1858, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 440).
3.Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ
…Εκ της Υπάτης διευθύνθησαν εις τα μεθόρια, όπου έμελλε να έλθη και ο Χουσνί Πασάς διά να προσφέρη τάς ανηκούσας τιμάς. Συνωδεύετο ο Πασάς υπό 300 ιππέων και άλλων στρατευμάτων, αλλά δυστυχώς δεν επρόφθασαν εις την ωρισμένην ώραν εις το μέρος της συνεντεύξεως. Διά να μή στερηθή δέ ο Πασάς τής ευχαριστήσεως του να ίδη τάς αυτών Μεγαλειότητας, σπεύσας μετά τινων επιτελών έφθασεν αυτάς εις τον στρατώνα Δερβένι Φούρκα, και ούτως ευχαρίστησε την επιθυμίαν του…” (πηγή: εφημερίδα ΑΘΗΝΑ 2672/11-06-1858, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 88).
 
Β. Ο ελληνικός και ο οθωμανικός στρατώνας στο Δερβέν Φούρκα
Δύο εβδομάδες μετά τη συνάντηση του βασιλικού ζεύγους με τον Χουσνή πασά και την ακολουθία του, από την παραμεθόριο περιοχή πέρασε ο Γάλλος περιηγητής και αρχαιολόγος Λεόν Αλεξάντρ Εζέ (γαλλ. Léon Alexandre Heuzey) (1831-1922). Ο Λεόν Εζέ περιγράφει παραστατικά τις εμπειρίες του από τα γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του. Ορισμένες φορές υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες που αφορούν πρόσωπα που γνώρισε, όπως τον Χουσνή και τον Σαδίκ πασά.
Ο Λεόν Εζέ ανεβαίνοντας από τη Λαμία έφτασε στον ελληνικό στρατώνα του Δερβέν Φούρκα το Σάββατο 21 Ιουνίου 1858. Εκεί έκανε ένα σύντομο διάλειμμα για ξεκούραση. Ο στρατώνας είναι απλός και περιβάλλεται από μια τάφρο. Διοικείται εδώ και τρία χρόνια από ένα νεαρό ανθυπολοχαγό με καταγωγή από την Ήπειρο. Ο ανθυπολοχαγός είναι νιόπαντρος και κάνει τον μήνα του μέλιτος με τη νεαρή μικρόσωμη, χλωμή και αδύνατη σύζυγό του. Εκτός από τους στρατιώτες, στο φυλάκιο υπηρετούν και δύο δημόσιοι υπάλληλοι, ένας υγειονομικός και ένας τελωνειακός.
Στην άλλη πλευρά των συνόρων υπάρχει ο οθωμανικός στρατώνας. Η εικόνα του σε σχέση με τον αντίστοιχο ελληνικό που διατηρείται σε στρατιωτική τάξη, είναι κακή. Σχεδόν είναι ερειπωμένος. Διοικείται από τον Αλβανό Χασίμ αγά, ο οποίος είναι τυφλός στο ένα μάτι, έχει τριχωτό στήθος και φοράει ατημέλητη την εθνική ενδυμασία του. Είπε στον Εζέ και την ακολουθία του ότι οι Αλβανοί στρατιώτες του είχαν πάει στο Δομοκό για να εισπράξουν το μισθό τους. Παρ’ όλα αυτά προσφέρθηκε από ευγένεια να συνοδέψει ο ίδιος τους ταξιδιώτες μέχρι το Δομοκό αφήνοντας τον οθωμανικό στρατώνα στην τύχη του.
Στην πορεία ο Χασίμ αγάς μιλούσε εναντίον των Ελλήνων και ισχυριζόταν ότι δεν μπορούν να καταλάβουν το κάστρο του Δομοκού: “Είδα τον βασιλιά τους τις προάλλες. Ένας βασιλιάς που φεύγει καλπάζοντας με είκοσι πέντε άνδρες στο πέρασμά του! Ο πασάς μας είχε διακόσιους. Πες μου για τον σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη, όταν φεύγει αργά από το παλάτι του, με το άλογό του να κρατιέται από το χαλινάρι!”. Προφανώς ο Χασίμ αγάς ήταν παρών στη συνάντηση του βασιλικού ζεύγους με τον Χουσνή πασά και την ακολουθία του. Η συζήτηση με τον Χασίμ αγά καταλήγει συγκρίνοντας τους Έλληνες με τις γάτες: “Είναι μικροί, αλλά σηκώνουν την ουρά τους ψηλά”. Ωστόσο, συμφωνεί ότι είναι γενναίοι (pallikaria γράφει στο κείμενο ο Εζέ).
Ο Χασίμ αγάς πριν τρία χρόνια πολέμησε με τους Μαυροβούνιους. Επικρίνει τη μαζική επίθεσή τους κατά του εχθρού. Αντίθετα επικροτεί τον αλβανικό τρόπο μάχης. Λέει ότι οι συμπατριώτες του διασκορπίζονται, κρύβονται πίσω από τα βράχια, χαμηλώνουν τα κεφάλια τους και πυροβολούν ξαφνικά. Ο Χασίμ αγάς μιλώντας αναπαριστά τον αλβανικό τρόπο μάχης: ρίχνεται στο πλάι, πηδάει, σχεδόν πέφτει στο έδαφος μιμούμενος τον ήχο των πυροβολισμών με χειρονομίες.
Μετά από όλη αυτή τη διαδρομή οι ταξιδιώτες έφτασαν στο Δομοκό. Η ομάδα σταμάτησε μπροστά σε ένα μικρόσωμο άνδρα που φορούσε φέσι και την τουρκική σταμπολίνα, ένα είδος παλτού με κουμπιά. Ήταν ο υγειονόμος. Παρά το ότι οι ταξιδιώτες είχαν εφοδιασθεί με τα κατάλληλα πιστοποιητικά υγείας, υπογεγραμμένα από τον Οθωμανό πρόξενο της Λαμίας, ο υγειονόμος τους διέταξε με μία επιτακτική χειρονομία να κατέβουν από τα άλογα για να τους μετρήσει το ύψος. Οι ταξιδιώτες αρνήθηκαν και ο υγειονόμος τους απαγόρευσε την ελεύθερη διέλευση και τους διέταξε να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πάρουν το δρόμο της επιστροφής προς τα ελληνικά σύνορα που απείχαν ένα μίλι.
Στην επιστροφή τους συνόδευσαν δώδεκα Αλβανοί στρατιώτες του Χασίμ αγά, οι οποίοι επέστρεφαν στο στρατώνα τους. Στο δρόμο ένας από αυτούς προσπάθησε αρκετές φορές να πάρει το κυνηγετικό όπλο του Εζέ με την πρόφαση ότι το έκανε για να τον ξεκουράσει από το βάρος του. Ο Εζέ όμως αρνήθηκε να του το δώσει και αντιστάθηκε στην πίεση του Αλβανού στρατιώτη που το τραβούσε από το κοντάκι. Όταν έφτασαν στον οθωμανικό στρατώνα του Δερβέν Φούρκα οι Αλβανοί στρατιώτες έμειναν εκεί και οι ταξιδιώτες ανακουφισμένοι συνέχισαν προς τον ελληνικό στρατώνα.
Στον ελληνικό στρατώνα οι Έλληνες αρνήθηκαν να τους επιτρέψουν την είσοδο διότι, όπως τους είπαν, σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς, οι πύλες κλείνουν με τη δύση του ηλίου και ανοίγουν την ανατολή της επόμενης ημέρας. Έτσι αναγκάστηκαν να τυλιχτούν στις κουβέρτες τους και να κοιμηθούν έξω.
Την άλλη ημέρα αναχώρησαν για τη Λαμία και από εκεί πήγαν στη Λάρισα μέσω του λιμανιού του Βόλου.
 
Γ. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι Χουσνή πασάς και Σαδίκ πασάς
Για τις προσωπικότητες των Χουσνή πασά και Σαδίκ πασά αντλούνται πληροφορίες από τη μαρτυρία του Λεόν Εζέ, ο οποίος το καλοκαίρι του 1858 επισκέφτηκε τη Λάρισα (Εικ.1,2,3,4). Πλήρης βιογραφία του Χουσνή πασά δημοσιεύθηκε το 1877, έτος του θανάτου του, στην εφημερίδα ΙΩΑΝΝΙΝΑ, επίσημο όργανο του Βιλαετίου Ιωαννίνων και εκφραστή των θέσεων της Οθωμανικής κυβέρνησης.
Ο Χουσνή πασάς
Ο Λεόν Εζέ επισκέφτηκε το σπίτι του Χουσνή πασά, το οποίο ήταν ένας τεράστιος στρατώνας με δωμάτια γεμάτα αξιωματικούς και έμοιαζε περισσότερο με χάνι, όπως αναφέρει. Ο πασάς ήταν κοντόσωμος, ντυμένος με αστικά ρούχα, είχε ανεπιτήδευτους τρόπους, ήταν αρκετά διπλωμάτης και αντιμετώπισε με οικειότητα τους ξένους. Είχε τη φήμη αξιωματούχου, ο οποίος ήταν δίκαιος, δραστήριος και εκδίκαζε έγκαιρα τις υποθέσεις. Ο ίδιος περιέγραψε αναλυτικά και με υπερηφάνεια στον Εζέ τις φυλακές της Λάρισας που έκτισε, όπως διαβεβαίωσε, με δικά του έξοδα. Μάλιστα ξενάγησε τον φιλοξενούμενό του στο χώρο των ανδρικών και γυναικείων φυλακών. Στη θέα του πασά Έλληνες και Τούρκοι φυλακισμένοι σηκωνόταν όρθιοι και χαιρετούσαν στα τουρκικά.
Ο Εζέ, όταν βρέθηκε στο χάνι του Μαλακασίου, αναφέρει ότι συνάντησε και συνομίλησε με τον πρώην μουδίρη (αντινομάρχη) Τρικάλων. Ο μουδίρης απολύθηκε από τη θέση του από τον Χουσνή πασά, μετά από καταγγελία του Έλληνα προξένου της Λάρισας για προσβολή του βασιλιά της Ελλάδας: σε μία συζήτηση είχε αποκαλέσει τον Όθωνα ψεύτη.
Ο Χουσνή πασάς υποστήριζε με θέρμη την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Χατ-ι Χουμαγιούν. Ο Λεόν Εζέ αναφέρει ότι παρά το ότι υπήρξε μεταρρυθμιστής, εν τούτοις διατηρούσε την ανατολίτικη δεισιδαιμονία και πίστευε σε σειρήνες και γοργόνες.
Η πλήρης βιογραφία του, όπως προαναφέρθηκε, δημοσιεύθηκε στο φύλλο 399/29-06-1877 της εφημερίδας ΙΩΑΝΝΙΝΑ. Η διπλωματική του σταδιοδρομία ακολούθησε πολυκύμαντη διαδρομή. Ανεβαίνοντας την διπλωματική ιεραρχία στην Οθωμανική αυτοκρατορία υπηρέτησε σε πολλά μέρη και πολλές θέσεις.
Γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1810-1820 στην Άμφισσα (τότε Σάλωνα). Ο πατέρας του Μεχμέτ Αλή εφέντης υπήρξε πρόκριτος στην Πελοπόννησο. Σε παιδική ηλικία, κατά την επανάσταση του 1821, έφυγε στην οθωμανική αυτοκρατορία όπου προσκολλήθηκε στον εξ αγχιστείας συγγενή του Ισούφ Μουχλή πασά Σερραίο. Αυτός τον μεγάλωσε και τον σπούδασε σαν παιδί του.
Το 1839 διορίσθηκε έπαρχος στο προάστιο της Σμύρνης Τουρμπαλί. Μετά από ένα έτος διορίσθηκε αρχιγραμματέας στη Νικομήδεια. Ο διοικητής Βιθυνίου και Παφλαγονίας Μεχμέτ Εμίν πασάς, εκτιμώντας την παιδεία, την ανατροφή και την ικανότητά του τον μετέθεσε ως γραμματέα του στη Νομαρχία. Ο Μεχμέτ Εμίν πασάς μετατέθηκε στην Τρίπολη της Αφρικής και ο Χουσνή τον ακολούθησε ως ιδιαίτερος γραμματέας του. Προήχθη στο βαθμό Χοτζακιάν και έλαβε παράσημο ε΄ βαθμού. Στη συνέχεια ο Μεχμέτ Εμίν πασάς διορίσθηκε υπουργός της αστυνομίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χουσνή τον ακολούθησε κι εκεί ως ιδιαίτερος γραμματέας του και προβιβάσθηκε σε Ραμπιά δ΄ βαθμού. Διορίσθηκε αρχιγραμματέας του συμβουλίου του υπουργείου της αστυνομίας και στη συνέχεια διευθυντής του νεοσύστατου ανακριτικού τμήματος. Εκεί υπηρέτησε τέσσερα χρόνια και προβιβάσθηκε στο βαθμό Σαλισέ. Στη συνέχεια ο Μεχμέτ Εμίν πασάς διορίσθηκε διοικητής στη Βηρυττό. Ο Χουσνή τον ακολούθησε και πάλι ως ιδιαίτερος γραμματέας και κεχαγιάς ταυτόχρονα. Μετά από ένα έτος ο Μεχμέτ Εμίν πασάς μετατέθηκε στην Κρήτη ακολουθούμενος από τον Χουσνή. Ο Χουσνή πασάς κατέστειλε εξέγερση στο Ηράκλειο και προβιβάσθηκε στο βαθμό Σανιεσίν φισανί και στη συνέχεια στο βαθμό Σανιέ μουτεμαΐζ.
Το 1856 ο Μεχμέτ Εμίν πασάς διορίσθηκε ως διοικητής (βαλής) Ηπείρου και Θεσσαλίας. Το 1857, μετά από πρόταση του Μεχμέτ Εμίν πασά στην Υψηλή Πύλη, ο Χουσνή πασάς διορίσθηκε τοποτηρητής του με το βαθμό Μιρίμιράν. Ανέλαβε να τον αντιπροσωπεύει στη Θεσσαλία, όταν ο ίδιος βρισκόταν στα Ιωάννινα και αντίστοιχα στην Ήπειρο όταν απουσίαζε στη Θεσσαλία. Από τη θέση αυτή ο Χουσνή πασάς, λόγω της εμπειρίας που είχε αποκτήσει όταν υπηρέτησε στην αστυνομία, κατάφερε να εξαλείψει τη ληστεία στη Θεσσαλία.
Μετά την επιτυχία του αυτή ο Μεχμέτ Εμίν πασάς προσκάλεσε τον Χουσνή πασά στα Ιωάννινα από όπου μετέβη στο Κουρβελέσι. Εκεί συνέλαβε τους αρχιληστές Μπιρμπίλη και Ρεσούλη και τους οδήγησε στα Ιωάννινα. Για την επιτυχία του αυτή προήχθη από την Υψηλή Πύλη σε Μπεηλέρμπεη της Ρούμελης.
Τον Αύγουστο του 1858, ο Χουσνή πασάς προήχθη στο βαθμό του Βεζύρη και ορίσθηκε γενικός διοικητής Ιωαννίνων. Η διοίκηση της Θεσσαλίας ανατέθηκε στον Αζίζ πασά. Γράφει σχετικά η ελληνική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ: “Ο Χουσνή Πασσάς πρώην διοικητής Τρικκάλων, διωρίσθη γενικός διοικητής Ιωαννίνων με τίτλον Βεζύρου. Ο δε Αζίζ Πασσάς, διωρίσθη διοικητής Τρικκάλων» και “Ο διοικητής Τρικκάλων Χουσνή Πασσάς προεβιβάσθη εις βαθμόν Βεζύρου και γενικός διοικητής εις Ιωάννινα, αντικατασταθείς εις Τρίκκαλα υπό του Αζίζ Πασσά.” (πηγή: εφημερίδα ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ, φύλλο 188/09-08-1858, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 214).
Στις 29 Ιανουαρίου 1859 ο Χουσνή πασάς, λόγω και της σύγκρουσής του με τους μπέηδες και ειδικά με τον Σελίμ μπέη Βλιώρα, στάλθηκε από την Υψηλή Πύλη να αντιμετωπίσει την επανάσταση της Κρήτης. Τον διαδέχτηκε ο Μεχμέτ Ακίφ πασάς που έμεινε στη θέση αυτή για τέσσερα χρόνια. Γράφει η εφημερίδα ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ: “Διορισθέντος ως γνωστόν του Γ. Διοικητού των Ιωαννίνων Χουσνή Πασσά εις την διοίκησιν της Κρήτης, διά Β. διατάγματος διωρίσθη εις ιωάννινα ο Γενικός Διοικητής Θεσσαλονίκης Ακήφ Πασσάς, αντικατασταθείς εις την διοίκησιν Θεσσαλονίκης υπό του Σαήδ Πασσά.
Την παρελθούσαν Δευτέραν ανεχώρησεν εντεύθεν η Οθωμανική φρεγάτα Φεϊζή Βαχρή όπως παραλάβη και μεταφέρη εις Κρήτην τον Χουσνή Πασσά, και εκείθεν τον Σαμή Πασσά διά την πρωτεύουσαν.” (πηγή: εφημερίδα ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ, φύλλο 238/04-02-1859, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 312).
Η είδηση της αποστολής του Χουσνή πασά στην Κρήτη δημοσιεύθηκε και στην εφημερίδα ΑΙΩΝ ως εξής: “-Εις Κρήτην στέλλεται Διοικητής ο Χουσνή Πασσάς, Πελοποννήσιος Τούρκος και ούτος, Διοικητής Ηπείρου. Έσεται άρα γε ευτυχέστερος του Σαμή Πασσά; Ο Χουσνή Πασσάς λέγεται βιαίου χαρακτήρος. Η Πόρτα, συγκεντρώσασα ήδη περί της 10,000 τακτικού στρατού, έκρινεν, ως φαίνεται, πρόσφορον την αποστολήν ανδρός επιθετικωτέρου....” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1700/02-02-1859, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 20).
Τον Μάρτιο του 1859 η ίδια εφημερίδα μεταφέρει τους χαρακτηρισμούς των Κερκυραίων και Ηπειρωτών για τον Χουσνή πασά ως εξής: “Τον νύν Διοικητήν της δυστυχούς Κρήτης, ότε ήτο εν Ηπείρω, οι Κερκυραίοι μετά των λοιπών Ηπειρωτών εχαρακτήρισαν σκληρόν και μαινόμενον εκ θρησκομανίας και καταχρηστικόν. Διατί λοιπόν διώρισε τοιούτον άνθρωπον η Κυβέρνησις του Σουλτάνου εις την διοίκησιν εκείνης της μεγαλονήσου;...” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1713/23-03-1859, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 45).
Παρόμοιους χαρακτηρισμούς κατά του Χουσνή πασά, σύμφωνα με την εφημερίδα ΑΙΩΝ, εκφέρουν και οι Οθωμανοί της Σμύρνης: “Οι Οθωμανοί της Σμύρνης λέγουσιν, ότι ο Χουσνή Πασσάς είναι Μωραΐτης διάβολος και η νύν πραγματική αιτία των εν Κρήτη δυσαρεσκειών και ανωμαλιών.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1845/17-12-1859, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 311).
Στα τέλη του 1859 στην Κρήτη πραγματοποιήθηκε προσπάθεια προσηλυτισμού των ορθοδόξων Κρητών στον καθολικισμό μέσα από δράση του Γάλλου καθολικού καπουτσίνου ιεραποστόλου Σεραφίνο. Ο ιερωμένος αυτός παραπλανητικά διέδιδε ότι αν ασπαστούν τον καθολικισμό, θα λάβουν την γαλλική υπηκοότητα. Ο Χουσνή πασάς και ο μητροπολίτης Κρήτης Διονύσιος Χαριτωνίδης καταδίκασαν με ανακοίνωσή τους την κίνηση αυτή.
Ακολούθησε αίτηση παραίτησης του Χουσνή πασά προς την Υψηλή Πύλη, η οποία έγινε δεκτή σύμφωνα με επιστολή στην εφημερίδα ΑΙΩΝ:
ΡΕΘΥΜΝΗ την 12 Ιανουαρίου 1860.
Κύριε Συντάκτα του Αιώνος!
Ο Χουσνή Πασάς ειδοποίησε το ενταύθα Συμβούλιον, ότι εζήτησε την παραίτησίν του παρά της Υ.Πύλης, γενομένην δεκτήν, και κατά συνέπειαν αναχωρεί προσεχώς. Αγνοούμεν, τίς ο διάδοχος αυτού. Ευχόμεθα δέ, όπως η Υ.Πύλη, έχουσα υπ' όψιν της την κατάστασιν της νήσου, φροντίση κατάλληλον εκλογήν Διοικητού, εγνωσμένου επί αμεροληψία και συνέσει. Α.Ω.
Σ.Σ. Λέγεται, ότι ο μέν Χουσνή Πασσάς μετετέθη εις Θεσσαλονίκην· ο δέ μέχρι τούδε Πασσάς Θεσσαλονίκης εις Κρήτην.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1850/16-01-1860, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 324).
Τα αίτια της ανάκλησης ήταν: “Η κακή διοίκησις του Χουσνή Πασά εν Κρήτη, τα παράπονα των κατοίκων και η δημιουργηθείσα εκ του προσυλητισμού κατάστασις είχεν ως αποτέλεσμα την ανάκλησιν του Τούρκου διοικητού και την αντικατάστασίν του υπό του Ισμαήλ Ραχμή πασά.” (πηγή: Ζαμπετάκης Εμμ., Προσπάθεια προσηλυτισμού των Κρητών εις τον καθολικισμόν κατά τον ΙΘ΄ αιώνα, σελίδα 251. Άρθρο στην περιοδική έκδοση ΚΡΗΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ 1957, τόμος ΙΑ΄, τεύχος Ι-ΙΙΙ, σελίδες 244-258). Στη θέση του τοποθετήθηκε ο Ισμαήλ Ραχμή πασάς (1860-1866).
Στις αρχές Φεβρουαρίου 1860 ο Χουσνή πασάς αναχωρούσε από την Κρήτη: “Ο διοικητής της νήσου ήτον έτοιμος να αναχωρήση, αλλ’ εισέτι δεν είχε φθάσει ο διάδοχός του. Εκ ετέρας όμως εκ Σύρου επιστολής μανθάνομεν, ότι την 30 π.μ. διέβη εκείθεν ο διάδοχός του, ώστε βεβαίως σήμερον ο Χουσνής δεν υπάρχει πλέον εν Κρήτη. Ευχόμεθα, όπως ο νέος διοικητής μή ακολουθείση την διαγωγήν του προκατόχου του.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1856/06-02-1860, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 337).
Ακολούθησε ο διορισμός του τον Μάϊο του 1860 ως Γενικού Διοικητή Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Γράφει η εφημερίδα ΑΙΩΝ: “...Εις Λάρισσαν περιεμένετο ο Χουσνή πασσάς· και προς τούτο παρεσκευάζοντο τά της υποδοχής του...” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1884/14-05-1860, σελίδα 4, ψηφιακός σελιδοδείκτης 403) και “...Ο Χουσνή Πασιάς άφευκτα περιμένεται εις Λάρισσαν.” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1887/25-05-1860, σελίδα 3, ψηφιακόςσελιδοδείκτης 408).
Μετά το διορισμό του αφίχθηκε στο Βόλο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Λάρισα: “ΛΑΜΙΑ 1 Ιουνίου (ιδ. αλλ. του Αιώνος.) Ο γνωστός Χουσνή Πασσάς, αφιχθείς πρό ημερών εις Βώλον, δι’ επί τούτω ατμοκινήτου, συνεκάλεσεν αμέσως τους προκρίτους Θετταλομαγνησίας, αφ’ ών, μετά τάς συνήθεις του δημηγορίας, εν αίς διά πρώτην φοράν παρενέβαλεν εις το Χάτ Χουμαγιούν, εζήτησεν ευχαριστηρίους αναφοράς προς την Υ.Μ. εκφραζούσας την πλήρη ευχαρίστησιν των Χριστιανών διά την ευνομίαν, εις ήν διατελούσιν υπό το σκήπτρον του Αγαθού Σουλτάνου... Μετά τούτο αναχωρήσας εις Λάρισσαν έπραξε τα αυτά, και όμοια θέλει πράξει βεβαίως εις όλας τάς υπό την εποπτείαν του επαρχίας της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας, προς άς τούτω εστάλη·...” (πηγή: εφημερίδα ΑΙΩΝ, φύλλο 1890/04-06-1860, σελίδα 2, ψηφιακός σελιδοδείκτης 415).
Κατά τη δεύτερη θητεία του στην Ήπειρο ο Χουσνή πασάς κατάφερε να συλλάβει τον αρχιληστή Σέμο. Την Πέμπτη 29 Αυγούστου 1863 ο Ιμπραήμ Δερβίς πασάς αντικατέστησε στα Ιωάννινα τον Χουσνή πασά: “-Την προπαρελθούσαν Πέμπτην απήλθε της πρωτευούσης ο αρχηγός των παρά τοίς Ελληνικοίς μεθορίοις εστρατοπεδευμένων οθωμανικών στρατευμάτων και διοικητής Ιωαννίνων, εξ. Δερβίς πασσάς, κατευθυνόμενος εις την θέσιν του.” (πηγή: εφημερίδα ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ και ΒΥΖΑΝΤΙΣ, φύλλο 705/07-09-1863, σελίδα 3, ψηφιακός σελιδοδείκτης 552). Ο Χουσνή πασάς μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου παρέμεινε εννέα μήνες.
Το 1864 διορίσθηκε για δύο χρόνια ως διοικητής της νέας γενικής διοίκησης Βιτωλίων.
Το 1866 διορίσθηκε γενικός διοικητής των νήσων του αρχιπελάγους και στη συνέχεια γενικός διοικητής Προύσας.
Το 1868 ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και διορίσθηκε υπουργός της αστυνομίας, θέση την οποία παρέμεινε για τρία έτη.
Το 1871 απεβίωσε ο μεγάλος Βεζύρης Ααλή πασάς. Ο Χουσνή πασάς απολύθηκε από τη θέση του, καταδικάσθηκε “εις υπεροψίαν” και στάλθηκε στην Κύπρο αφού πρώτα στερήθηκε όλους τούς βαθμούς. Εκεί παρέμεινε ένδεκα μήνες και το 1872 ανακλήθηκε με Ιραδέ στην Κωνσταντινούπολη σαν απλός ιδιώτης. Μετά από έξι μήνες του αποδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πάλι ο βαθμός του Βεζύρη. Ακολούθησε ο διορισμός του ως γενικού διοικητή Πρισρένης (Πρίζρεν Κοσσυφοπεδίου). Εκεί παρέμεινε εννέα μήνες και στη συνέχεια διορίσθηκε για δεύτερη φορά υπουργός της αστυνομίας. Μετά από ένα έτος διορίσθηκε γενικός διοικητής του Ικονίου. Εκεί παρέμεινε δύο μήνες και ακολούθησε ο διορισμός του για δεύτερη φορά ως γενικού διοικητή της Προύσας.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1875 μετατέθηκε για τρίτη και τελευταία φορά στη γενική διοίκηση της Ηπειροθεσσαλίας στα Ιωάννινα (εφημερίδα ΙΩΑΝΝΙΝΑ, φύλλο 326/07-01-1876).
Στις 9 Ιουνίου 1877 απεβίωσε στα Ιωάννινα (εφημερίδα ΙΩΑΝΝΙΝΑ, φύλλο 397/13-06-1877) αφήνοντας δύο τέκνα, ένα κορίτσι και ένα αγόρι.
Τιμήθηκε με τα εξής παράσημα:
Στην Κρήτη με το παράσημο Μετζιτιέ β΄ τάξεως.
Στη Θεσσαλονίκη με το παράσημο Μετζιτιέ α΄ τάξεως.
Ως υπουργός της αστυνομίας τιμήθηκε με την ταινία Οσμανιέ α΄ τάξεως. Η ελληνική κυβέρνηση, λόγω της καταπολέμησης της ληστείας, του απένειμε τον Σταυρόν του Σωτήρος. Η γαλλική κυβέρνηση, τιμώντας την ικανότητά του ως υπουργού της αστυνομίας, του απένειμε το παράσημο της Λεγεώνος της τιμής. Η περσική κυβέρνηση του απένειμε το μέγα παράσημο του Λέοντος και Ηλίου και η αυστριακή το παράσημο του Σιδερού Στέμματος.
Η βιογραφία του παρουσιάζεται στο πρωτοσέλιδο και τη δεύτερη σελίδα του φύλλου 399/29-06-1877 της εφημερίδας «ΙΩΑΝΝΙΝΑ» ως εξής:
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΣΝΗ ΠΑΣΣΑ.
-
Εις το υπ’ αριθμόν 397 φύλλον της ημετέρας εφημερίδος της προπαρελθούσης εβδομάδος ανηγγείλομεν τον θάνατον του Γενικού Διοικητού του Βιλαετίου ημών Χουσνή Πασσά, υποσχεθέντες να δώσωμεν εν τώ προσεχεί φύλλω ημών εκ των ενόντων βιογραφικάς τινας σημειώσεις περί του ανωτέρου τούτου και διακεκριμένου υπαλλήλου της Αυτοκρατορικής Κυβερνήσεως, όστις τρίς διωρίσθη διοικητής και της πατρίδος ημών, ήτις επί πολύ θα διατηρή την μνήμην του ανδρός, και ουδέποτε επιλησθήσεται της προς αυτόν οφειλομένης ευγνωμοσύνης ανθ’ ών υπέρ αυτής έπραξεν.
Ο αείμνηστος Χουσνή πασσάς υιός του προκρίτου Πελοποννησίου Μεχμέτ Αλή εφέντη εγεννήθη εις Άμφισαν κατά την δευτέραν δεκάδα του παρόντος αιώνος. Κατά την Ελληνικήν επανάστασιν του 1821 παίς έτι ών μετηνάστευσεν εν τη οθωμ. Αυτοκρατορία προσκολληθείς εις την οικογένειαν του εξ αγχιστίας συγγενούς του Ισούφ Μουχλής πασσά Σερραίου, όστις περιεποιήθη και εξεπαίδευσεν αυτόν ως ίδιον αυτού υιόν. Μετά την αποπεράτωσιν των σπουδών του επί τη ανακηρύξει του τανζιματίου, ήτοι περί τα τέλη του 1255 έτους από Εγείρας (1839) διωρίσθη έπαρχος Τουρμπαλί, και μετά έν έτος μεταβληθείσης της θέσεως ταύτης διωρίσθη αρχιγραμματεύς της επαρχίας Ισμήτ (Νικομηδείας). Μόλις δε παρήλθον επτά μήνες αφού διωρίσθη εν τη θέσει ταύτη, και ο τότε διοικητής Βιθυνίου και Παφλαγονίας (Βόλης1)[1 Βόλης (Κλαυδιούπολις) πρωτεύουσα αυτού εξ ής και η διοίκησις] Μεχμέτ Ιμίν πασσάς περιοδεύων την επαρχίαν αυτού διέβη εκ Νικομηδείας, ένθα ιδών τον νέον Χουσνή και εκτιμήσας την παιδείαν, ανατροφήν και ικανότητα αυτού, παρέλαβε τούτον ως γραμματέα της Νομαρχίας ήν διώκει. Ακολούθως ο Μεχμέτ Ιμίν πασσάς μετετέθη εις Τρίπολιν της Αφρικής, εν ή συμπαρέλαβε και τον νέον Χουσνή ως ιδιαίτερον αυτού γραμματέα, και εκεί προήχθη ούτος εις τον βαθμόν Χοτζιακιάν και έλαβε και παράσημον ε΄ βαθμού. Ότε δε ο Μεχμέτ Ιμίν πασσάς διωρίσθη υπουργός της αστυνομίας, μετέβη μετ’ αυτού εις Κ)πολιν και ο Χουσνής, όπου διετέλεσεν ως ιδιαίτερος γραμματεύς του υπουργού τούτου επί έν έτος, προβιβασθείς εις Ραμπιά δ΄ βαθμού. Μετά τούτο διωρίσθη αρχιγραμματεύς του συμβουλίου, του υπουργείου της αστυνομίας, και μετ’ ολίγον διευθυντής του αρτισυστάτου ανακριτικού τμήματος, εν ώ έθετο εις ενέργειαν το νύν επικρατούν σύστημα της ανακρίσεως. Εν τη θέσει ταύτη υπερέτησεν επί τέσσερα όλα έτη, προεβιβάσθη εις τον βαθμόν Σαλισέ, και ανέπτυξε κατά την εκτέλεσιν των καθηκόοντων του μεγίστην ικανότητα και δραστηριότητα. Ακολούθως διορισθέντος του Μεχμέτ Ιμίν πασσά διοικητού του Βηρυττού (Συρίας), ο Χουσνής ευγνωμονών εις τον προστάτην του ουδόλως εδίστασε να εγκαταλίψη την θέσιν αυτού και ακολουθήση αυτόν ως ιδιαίτερος γραμματεύς και κεχαγιάς συνάμα.
Μετά παρέλευσιν ενός έτους μετατεθέντος του Μεχμέτ Ιμίν πασσά εις την διοίκησιν Κρήτης ηκολούθησεν αυτόν και ο Χουσνής, όστις απεστάλη και ως εξελεγκτής αταξίας τινός επισυμβάσης εν Ηρακλείω, ένθα εξεπλήρωσε την αποστολήν του μετά μεγίστης ακριβείας και ικανότητος, και προς ανταμοιβήν προεβιβάσθη εις τον βαθμόν Σανιεσίν φισανί. Μετά παρέλευσιν ενός έτους εκραγέντος του Κριμαϊκού πολέμου απεστάλη αύθις εις Ηράκλειαν προς συλλογήν συνδρομών, εξεπλήρωσε μετά μεγίστης επιτυχίας την αποστολήν του, και η Αυτοκρ. Κυβέρνησις προς αμοιβήν προήγαγεν αυτόν εις τον βαθμόν Σανιέ μουτεμαΐζ.
Ότε μετά παρέλευσιν εννέα μηνών ο Μεχμέτ Ιμίν πασσάς μετετέθη εις την διοίκησιν Θεσσαλίας και μετά δύο μήνας διωρίσθη γενικός διοικητής Ηπείρου και Θεσσαλίας, (διότι αι δύο αύται επαρχίαι ηνώθησαν τότε υπό μίαν γενικήν διοίκησιν), περιέβαλε τον Χουσνή πασσάν δι’ εκτάκτου πληρεξουσιότητος, όπως δε αντιπροσωπεύη αυτόν εν Θεσσαλία ότε ούτος ευρίσκετο εις Ιωάννινα, εν Ηπείρω δε, ότε μετέβαινεν εις Θεσσαλίαν, προτάσει αυτού η Υ. Πύλη διώρισε τον Χουσνή πασσάν τοποτηρητήν του γενικού διοικητού με τον βαθμόν Μιρίμιράν.
Κατά την εποχήν ταύτην η μάστιξ της ληστείας ελυμαίνετο τάς δύο ταύτας επαρχίας. Ο Χουσνή πασσάς διά της ικανότητος και ειδικότητος, ήν εκέκτητο εις την καταδίωξιν της ληστείας, εν ολίγω χρόνω εκαθάρισεν άπασαν την Θεσσαλίαν εκ των ληστών. Αφού δε ούτως η Θεσσαλία απήλαυσε πλήρους δημοσίας ασφαλείας, ο Μεχμέτ Ιμίν πασσάς προσεκάλεσε τον Χουσνή πασσάν εις Ιωάννινα, οπόθεν μετέβη εις Κορβελέσιον, όπου εντός είκοσι και πέντε ημερών συνέλαβε ζώντας τούς διαβόητους αρχιληστάς Μπιρμπίλην και Ρεσούλην, οίτινες από δέκα και τριών ετών εν είδει ανταρτών ελυμαίνοντο τα μέρη εκείνα, μετά των εξήκοντα και τριών οπαδών των, τούς οποίους ωδήγησε δεσμίους εις Ιωάννινα όπου έλαβον τα επίχειρα της κακίας των, η δε Αυτοκρ. Κυβέρνησις ανταμείβουσα τον Χουσνή πασσάν διά την υπηρεσίαν του ταύτην προήγαγεν αυτόν εις Ρούμελη Βεϋλέρβεη. Μετά παρέλευσιν δε ενός και ημίσεος έτους ο Χουσνή πασσάς διωρίσθη γενικός διοικητής Ιωαννίνων προαχθείς εις τον υψηλόν βαθμόν Βεζίρου·μετά δε έξ μήνας επειδή, συνέβησαν εις Κρήτην ταραχαί τινες ο Χουσνή πασσάς ένεκα της εγνωσμένης αυτού ικανότητος και των περί Κρήτης γνώσεων αυτού μετετέθη εις Κρήτην, όπως καθησυχάση τάς ταραχάς ταύτας, όπερ και κατώρθωσε, εγκαρδία τη Αυτοκρ. βουλήσει. Μετά δε ενός έτους διαμονήν εν Κρήτη ένεκα εξωτερικών πολιτικών λόγων μετετέθη εις Θεσσαλονίκην και μετά τρία και ήμισυ έτη η Αυτοκρ. Κυβέρνησις, όπως επενέγκη βελτιώσεις τινας εις Ήπειρον διώρισε πάλιν τον Χουσνή πασσάν διοικητήν Ιωαννίνων, όπου διέμεινεν επί έξ και ήμισυ μήνας, καθ’ ούς πλείστας όσας ωφελείας είδεν η πατρίς ημών εκ της δραστηρίας αυτού διοικήσεως και συνέλαβε τον λυμαινόμενον τότε την Θεσσαλίαν διαβόητον αρχιληστήν Σέμον. Μεταβάς τότε ο Χουσνή πασσάς εις Κ)πολιν μετά εννεάμηνον εκεί διαμονήν διωρίσθη διοικητής της αρτισυστάτου γενικής διοικήσεως Βιτωλίων, όπου υπηρέτησεν επί δύο έτη. Παυθείς τότε μετέβη εις Κ)πουλιν και μετά παρέλευσιν τριάκοντα και οκτώ ημερών διωρίσθη γενικός διοικητής των νήσων του αρχιπελάγους, και μετά έξ μήνας κατά την σύστασιν των Βιλαετίων διωρίσθη γενικός διοικητής Προύσης. Μετά δε έξ μήνας ανακληθείς εις Κ)πολιν διωρίσθη υπουργός της αστυνομίας, διευθύνας το υπουργείον τούτο επί τρία και ήμισυ έτη, καθ’ ά ανέπτυξε εξιδιασμένην ικανότητα και δραστηριότητα. Αποθανόντος τότε του Μεγάλου Βεζίρου Ααλή πασσά ο Χουσνή πασσάς επέπρωτο ου μόνον να παυθή της υψηλής ταύτης θέσεως, αλλά και εις υπεροψίαν να καταδικασθή αποσταλείς εις Κύπρον, όπου μετ’ ολίγον εστερήθη και των βαθμών αυτού και μετά ένδεκα μηνών διαμονήν εις Κύπρον ανεκλήθη δι’ Υψηλού Ιραδέ εις Κ)πολιν ως απλούς ιδιώτης. Αλλά μετά έξ μήνας εδόθη εις αυτόν αύθις ο αφαιρεθείς βαθμός του Βεζίρου και μετά δύο μήνας διωρίσθη γενικός διοικητής Πρισρένης και μετά εννέα μήνας υπουργός το δεύτερον της αστυνομίας. Μετά δε έν έτος διωρίσθη γενικός διοικητής Ικονίου και μετά δύο μήνας το δεύτερον γενικός διοικητής Προύσης, οπόθεν μετά δύο μετετέθη διά τρίτην και τελευταίαν φοράν εις την γενικήν διοίκησιν της Ηπειροθεσσαλίας.
Ο αείμνηστος Χουσνή πασσάς διοικητής ών Κρήτης ετιμήθη δια του παρασήμου Μετζιτιέ β΄ τάξεως, εν δε τη Θεσσαλονίκη διά του αυτού παρασήμου α΄ τάξεως. Υπουργός δε της αστυνομίας διατελών ετιμήθη διά της ταινίας Οσμανιέ α΄ τάξεως. Προς τούτοις η ελλ. Κυβέρνησις ένεκα των μόχθων αυτού προς εξόντωσιν της ληστείας απένειμεν αυτώ τον Σταυρόν του Σωτήρος, η δε γαλλική Κυβέρνησις τιμώσα την ικανότητα του ανδρός ως υπουργού της αστυνομίας απένειμεν αυτώ το παράσημον της Λεγεώνος της τιμής, η Περσική το μέγα παράσημον του Λέοντος και Ηλίου και η αυστριακή το παράσημον του Σιδερού Στέμματος.
Πας τις κρίνων αμερολήπτως περί του ανδρός τούτου ευρίσκει αυτόν ένα των ικανοτέρων και των μάλλον αφοσιομένων ανωτέρων λειτουργών της Αυτοκρατορίας. Πανταχού όπου και αν υπηρέτησεν εφιλεύσατο εις αυτόν το σέβας και την υπόληψιν πάντων, οίτινες ευλογούσι το όνομά του, ιδία δε η πατρίς ημών μεγίστην ευγνομωσύνην οφείλει εις τον άνδρα τούτον δια την ακριβή εφαρμογήν των νόμων και των κανονισμών, οίτινες εξασφαλίζουσι τα αστικά και πολιτικά διακιώματα εκάστου, άτινα παρά πολλού εποιείτο και κατά τάς τρείς εποχάς, καθ’ άς η πατρίς ημών έσχε την ευτυχίαν να έχη αυτόν διοικητήν διά τής επιδεξίου και φιλοδικαίου αυτού διοικήσεως και διά των γνώσεων, άς είχε περί το διοικείν ένεκα των οποίων η διοικητική μηχανή εκινείτο απροσκόπτως, και διά την εντελή απαλλαγήν αυτής εκ της ένεκα της γεωγραφικής και πολιτικής αυτής θέσεως ανέκαθεν μαστιζούσης και λυμαινομένης ταύτην ληστείας, και διά την τελείαν ησυχίαν και ασφάλειαν, ής απολαύει σήμερον η ημετέρα πατρίς.
Τούτος εν συνόψει υπήρξεν ο βίος του αειμνήστου Χουσνή πασσά, όστις αποθανών εγκατέλιπε δύο νήπια τέκνα έν θήλυ και έν άρρεν. Έχομεν δε δι’ ελπίδος ότι η Αυτοκρατ. Κυβέρνησις εν τη πατρική αυτής μερίμνη θέλει λάβει την τε οικογένειαν και τα ορφανά τέκνα του Χουσνή πασσά υπό την προστασίαν αυτής και αναδείξη αυτά άξια τέκνα τοιούτου διακεκριμένου πατρός.” [πηγή: εφημερίδα ΙΩΑΝΝΙΝΑ, φύλλο 399/29-06-1877, σελίδες 1 και 2. (Εικ.5αβ) Ευχαριστούμε θερμά την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων για την αποστολή σε ηλεκτρονική μορφή του φύλλου της εφημερίδας.].
Ο Σαδίκ πασάς
Ο Σαδίκ πασάς ήταν ο διοικητής των Κοζάκων ιππέων. Το σώμα αυτό σχηματίσθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο της Κριμαίας από τον Πολωνό Τσαϊκόφσκι. Ο Τσαϊκόφσκι έγινε Οθωμανός και άλλαξε το όνομά του σε Σαδίκ πασάς. Προφανώς αυτός είναι ο Πολωνός αξιωματικός, ο οποίος τράβηξε την προσοχή του Όθωνα κατά τη συνάντηση στο Δερβέν Φούρκα. Μάζεψε διάφορους λιποτάκτες, πρόσφυγες και τυχοδιώκτες από διάφορες εθνότητες, κυρίως όμως Πολωνούς και σχημάτισε το σώμα των Κοζάκων ή Καζάκων στα τουρκικά. Μεταξύ των αξιωματικών υπήρξαν πολλοί ευρωπαίοι, ειδικά Πολωνοί. Με το τουρκικό όνομά του αναφέρεται ο νεαρός Πολωνός ταγματάρχης Μεχμέτ Χιλμή μπέης. Το στρατόπεδό τους ήταν στις όχθες του Σαλαβριά (Πηνειού) ποταμού.
Ο Λεόν Εζέ επισκέφτηκε το στρατόπεδο των Κοζάκων και καταγράφει τις εμπειρίες του. Περιγράφει τον Σαδίκ πασά ως ψηλό, αδύνατο δραστήριο άντρα με έξυπνο πρόσωπο. Φορούσε την οθωμανική στολή που καθιέρωσε η μεταρρύθμιση του Χατ-ι Χουμαγιούν και ακολουθούσε τις οθωμανικές συνήθειες. Ο τρόπος που διέταζε φανέρωνε ότι ήταν ο αρχηγός.
Το βράδυ συμμετείχε σε δείπνο με τον Σαδίκ πασά, ο οποίος εκείνη την ημέρα είχε γιορτάσει τη γιορτή του Αγίου Λαδισλάου με τα πολωνικά έθιμα. Μετά το δείπνο ακολούθησε συζήτηση για τους Κοζάκους. Παρά τις προτάσεις των Ρώσων και των Αυστριακών, ο Σαδίκ πασάς (Τσαϊκόφσκι) προτίμησε τους Οθωμανούς γιατί θεώρησε ότι θα απολάμβανε μεγαλύτερες τιμές. Έγραψε και βιβλίο για τους Κοζάκους. Η σύζυγός του, επίσης πολωνικής καταγωγής, διεκπεραίωνε υποθέσεις του συζύγου της στην Κωνσταντινούπολη. Η ενδυμασία της ήταν γαλλική και τουρκική, κάλυπτε το πρόσωπό της με φερετζέ.
Την επόμενη ημέρα, σε νέα επίσκεψη και συνομιλία τους, ο Σαδίκ πασάς παραπονέθηκε κατά της πολιτικής διοίκησης των Οθωμανών για την καθυστέρηση ανεφοδιασμού των στρατευμάτων του και την καθυστέρηση καταβολής των χρημάτων. Παρά την αποδέσμευση των ποσών, οι πασάδες και οι οικονομικοί υπάλληλοι καθυστερούσαν για να κερδίσουν τους τόκους.
Τέλος, όταν ο Λεόν Εζέ βρέθηκε στα Τρίκαλα, πήγε να επισκεφτεί την αποσπασμένη δύναμη των Κοζάκων, η οποία βρισκόταν εκεί, όπως τον είχε ενημερώσει ο Σαδίκ πασάς. Οι αξιωματικοί τους τον προσκάλεσαν ευγενικά στο μεσημεριανό τους γεύμα και ήπιαν μαζί του κρασί Μπορντώ.
 
 
ΕΙΚΟΝΕΣ
 
Εικ. 1. Άποψη της Λάρισας και στο βάθος ο Όλυμπος το 1853. (πηγή: περιοδική έκδοση ΠΑΝΔΩΡΑ, τεύχος 83/01-09-1853, σελίδες 274-275).
 
 
Εικ. 2. Ο Πηνειός και η Όσσα το 1853. (πηγή: περιοδική έκδοση ΠΑΝΔΩΡΑ, τεύχος 83/01-09-1853, σελίδες 274-275).
 
 
Εικ. 3. Η είσοδος των οθωμανικών στρατευμάτων στη Λάρισα την Κυριακή του Πάσχα 13 Απριλίου 1897 σε πρωτοσέλιδο της οθωμανικής περιοδικής έκδοσης Servet-i Fünun. Ο τίτλος μεταφράζεται από τα γαλλικά «Η θριαμβευτική είσοδος των στρατευμάτων μας στη Λάρισα». (πηγή: περιοδική έκδοση Servet-i Fünun, τεύχος 322/01-05-1897, πρωτοσέλιδο).
 
Εικ. 4. Περιπολία των οθωμανικών στρατευμάτων στη Λάρισα μετά την κατάληψή της το 1897. Ο τίτλος μεταφράζεται από τα γαλλικά «Η κεντρική οδός της Λάρισας και ομάδα στρατιωτών μας σε περιπολία». (πηγή: περιοδική έκδοση Servet-i Fünun, τεύχος 322/01-05-1897, σελίδα 9).
 
 
α
β
Εικ. 5αβ. Εφημερίδα «ΙΩΑΝΝΙΝΑ», φύλλο 399/29-06-1877, σελίδες 1 & 2. (προέλευση και δικαιώματα: Υπουργείο Πολιτισμού/Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων).
 
 
 
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Εφημερίδα ΑΘΗΝΑ.
2. Εφημερίδα ΑΙΩΝ.
3. Εφημερίδα ΑΥΓΗ.
4. Εφημερίδα «ΙΩΑΝΝΙΝΑ» (προέλευση και δικαιώματα: Υπουργείο Πολιτισμού/Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων).
5. Léon Heuzey, Excursion dans la Thessalie Turque en 1858, Paris 1927, pages 10-13, 15, 16, 18-22, 68-70, 83, 103, 119 & 171.
6. Πολεζέ Χριστίνα (Διδακτορική διατριβή), Ετερότητα και Περιηγητική Γραμματεία. Η περίπτωση της Λάρισας κατά τον 19ον αιώνα μέσα από τα κείμενα Ευρωπαίων περιηγητών, Θεσσαλονίκη 2006, σελίδες 251, 252, 254-257, 259, 260 & 262.
 
 
 
 
 

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

Ιστορική εξέλιξη του νομού Φθιώτιδας. Μέρος Β΄: Η Επαρχία Φθιώτιδος.

           Στο Μέρος Β΄ της έρευνας παρουσιάζεται η εξέλιξη της επαρχίας Φθιώτιδος από την ίδρυσή της έως το 1912.
 
Η Επαρχία Φθιώτιδος
Με το ΒΔ της 3ης Απριλίου 1833 (ΦΕΚ 12/Α/06-04-1833) «Διάταγμα περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του» σχηματίσθηκε η επαρχία Φθιώτιδος: «…Ο Νομός της Λοκρίδος και Φωκίδος…διαιρείται εις τάς ακολούθους επαρχίας∙ 1. Την επαρχίαν Φθιώτιδα, συνισταμένην εκ των μέχρι τούδε επαρχιών Ζητουνίου και Πατρατζικίου∙ Πρωτεύουσα Ζητούνιον (Λαμία)…».
Με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1], σχηματίσθηκαν δεκατέσσερις δήμοι της επαρχίας Φθιώτιδος. Ήταν οι εξής:
1.Λαμίας (-ιέων),
2.Φαλάρου (-ων),
3.Κρεμαστής Λαρίσσης,
4.Πτελεατών,
5.Πυράσσου,
6.Κορωνείας,
7.Τραχίνος,
8.Οιτών,
9.Αλόπης,
10.Υπάτης,
11.Καλλιέων,
12.Μακρακωμητών (-μης),
13.Μάκριδος,
14.Σπερχειάδος (-ιαίων).
Με το ΒΔ της 20ης Ιουνίου 1836 (ΦΕΚ 28/Α/21-06-1836) «περί διοικητικού οργανισμού» η επαρχία Φθιώτιδος υπήχθη στη διοίκηση Φθιώτιδος: «…20) Διοίκησις Φθιώτιδος, περιέχουσα τάς επαρχίας Φθιώτιδος και Λοκρίδος∙ έδρα η Λαμία…». Σημειωτέον εδώ ότι με ΒΔ της 22ας Ιουνίου 1836 (ΦΕΚ 29/Α/23-06-1836) διοικητής Φθιώτιδος διορίσθηκε ο Αδάμ Δούκας.
Στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» η επαρχία Φθιώτιδος αποτελείται από τους εξής δήμους:
1.Λαμιέων,
2.Φαλάρων,
3.Κρεμαστής Λαρίσσης,
4.Πτελεατών,
5.Πυράσσου,
6.Οιτέων,
7.Ροδοντίων,
8.Δρυόπων,
9.Υπάτης.
10.Ομιλαίων,
11.Τυμφρηστού,
12.Μακρακωμητών,
13.Σπερχειάδος,
14.Παραχελωϊτών,
15.Καλλιέων.
Με το ΒΔ της 20ης Ιουνίου 1841, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[2], οι δεκαπέντε δήμοι της επαρχίας Φθιώτιδος μετασχηματίσθηκαν στους εξής δέκα:
1.Αμαλιαπόλεως,
2.Πτελεατών,
3.Κρεμαστής Λαρίσσης,
4.Φαλάρων,
5.Λαμιέων,
6.Ηρακλειωτών,
7.Μακρακωμητών,
8.Υπάτης,
9.Τυμφρηστού,
10.Σπερχειάδος.
Με το νόμο ΚΕ΄ της 5ης Δεκεμβρίου 1845 (ΦΕΚ 32/Α/08-12-1845) «Περί της διαιρέσεως των Νομαρχιακών και Επαρχιακών αρχών.» η επαρχία Φθιώτιδος διατήρησε τα όρια και τη σύστασή της ως επαρχία του νομού Φθιώτιδος και Φωκίδος : «…Άρθρ.5. Γ΄ Ο Νομός Φθιώτιδος και Φωκίδος περιλαμβάνει … 4.Την επαρχίαν Φθιώτιδος….».
Με το νόμο ΒΧΔ΄ της 6ης Ιουλίου 1899 (ΦΕΚ 136/Α/08-07-1899) «περί Διοικητικής Διαιρέσεως του Κράτους» η επαρχία παρέμεινε στο νομό Φθιώτιδος: «…3. Ο νομός της Φθιώτιδος, συνιστάμενος εκ των επαρχιών Φθιώτιδος…».
Με το νόμο ΓΥΛΔ΄ της 16ης Νοεμβρίου 1909 (ΦΕΚ 282/Α/04-12-1909) «Περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους» η επαρχία παρέμεινε στο νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος: «…2) Ο Νομός της Φθιώτιδος και Φωκίδος, συνιστάμενος εκ των Επαρχιών Φθιώτιδος…».
 
Πληθυσμός της επαρχίας Φθιώτιδος
Ο πίνακας που ακολουθεί περιλαμβάνει τον πληθυσμό της επαρχίας Φθιώτιδος από το 1839 έως και το 1907.
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1839
23.171
1840
24.027
1841
24.647
1842
24.543
1843
24.909
1844
26.391
1845
26.467
1846
26.743
1847
27.027
1848
27.802
1849
27.829
1850
27.871
1851
27.896
1852
28.021
1853
30.165
1854
30.244
1855
30.439
1856
33.576
1861
39.557
1870
41.119
1879
53.200
1889
55.724
1896
57.086
1907
66.183
 
Οι δήμοι της επαρχίας Φθιώτιδος
Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα εμβλήματα, ο σχηματισμός, η εξέλιξη και ο πληθυσμός των δήμων της επαρχίας Φθιώτιδος.
 
1. ΔΗΜΟΣ ΛΑΜΙΕΩΝ
 
Ι. Έμβλημα.
 
Εικ.1α. Το πρώτο έμβλημα της σφραγίδας του Δήμου Λαμιέων καθορίσθηκε με το ΒΔ της 6ης Απριλίου 1865 (ΦΕΚ 24/Α/20-04-1865) «Περί του εμβλήματος της σφραγίδος του δήμου Λαμιέων». Το ΒΔ αναφέρει: «…Προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, εγκρίνομεν, ίνα η σφραγίς του Δήμου Λαμίας φέρη ως έμβλημα εν τώ μέσω μέν αμφορέα, γύρωθεν δε τάς λέξεις «Δήμος Λαμιέων»…».
Εικ.1β. Το έμβλημα άλλαξε μετά από 37 έτη, με το ΒΔ της 29ης Μαρτίου 1902 (ΦΕΚ 65/Α/04-04-1902) «Περί μεταβολής του εμβλήματος της σφραγίδος του δήμου Λαμιέων». Στο ΒΔ αναφέρεται «…Προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, εγκρίνομεν ίνα η σφραγίς του δήμου Λαμιέων φέρη έμβλημα Φιλοκτήτου τοιούτον οίον εικονίζεται επί Λαμιακών νομισμάτων…».
Και τα δύο θέματα του εμβλήματος ελήφθησαν από παραστάσεις αρχαίων νομισμάτων της Λαμίας (βλέπε: 1) Το αρχαίο νόμισμα της Λαμίας που ο Δήμος Λαμιέων έχει ως έμβλημα και 2) ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΛΑΜΙΑΣ).
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Ο Δήμος Λαμίας (-ιέων) σχηματίσθηκε ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1]. Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη με πληθυσμό 2.792 κατοίκους και έδρα τη Λαμία (Ζητούνι). Ο δημότης του ονομάσθηκε Λαμιεύς.
Αρχική σύσταση και πληθυσμός: Λαμία [Ζητούνι (1.425)], Ταράτσα (37), Δερβέν Φούρκα (118), Τσουπαλνάτα (193), Νταϊτσά (205), Μπεκί (22), Καλύβια (132), Σαρκλάκι(?) (147), Κόμμα (152), Αλαμάνα (29), Μεγάλη Βρύση (67), Σαρμουσακλή (113), Μακρολίβαδο, Ιμίρμπεϊ (152).
Μεταγενέστερες προσαρτήσεις: Με το ΒΔ της 27ης Οκτωβρίου 1836 (ΦΕΚ 63/Α/05-11-1836) «Περί ενώσεως του δήμου Κορωνείας με τους της Λαμίας και Φαλάρων» καταργήθηκε ο Δήμος Κορωνείας και μέρος του ενώθηκε με το Δήμο Λαμιέων. Το ΒΔ αναφέρει: «…Επί τη από 25 Οκτωβρίου π.ε. προτάσει της επί των Εσωτερικών Γραμματείας εγκρίνομεν, ώστε ο δήμος της Κορωνείας να συγχωνευθή εις εκείνους της Λαμίας και Φαλάρων, ώστε τα μέν χωρία, Δίβρη, Παλιοχώρι και Λιμογάρδι του δήμου τούτου να προστεθώσιν εις τον δήμον Λαμίας,…. Τοιουτοτρόπως, ο μέν δήμος της Λαμίας, θέλει σύγκεισθαι του λοιπού από τα χωρία Ζητούνι, Ταράτζα, Μακρολείβαδον, Δίβρην, Παλιοχώρι, Λιμογάρδι, Φούρκα, Δερβένι, Τσουπεράτης(Τσοπανλάτες), Νταΐτσια(Νταϊτσά), Μπακί(Μπεκί), Καλύβια, Ιμέρμπεϊ(Ιμίρμπεϊ), Αλαμάναν, μεγάλην Βρύσην και Σαρμουσακλή… Η παρούσα απόφασις θέλει δημοσιευθή διά της εφημερίδος της Κυβερνήσεως…». Το τμήμα του καταργημένου Δήμου Κορωνείας που ενώθηκε με το Δήμο της Λαμίας και ο πληθυσμός του ήταν: Δίβρη (197), Παλιοχώρι (48), Λιμογάρδι (24), Μονή Γενεσίου Θεοτόκου ή Αντινίτσης, Δερβέν Φούρκα, Μονή Αγίου Νικολάου διαλελυμένη, Αντινίτσα.
Να σημειωθεί εδώ ότι ο Δήμος Κορωνείας σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως. Κατατάχθηκε στη Γ΄ τάξη με πληθυσμό 442 κατοίκους και έδρα την Κορώνεια (Λογγίτσι). Ο δημότης ονομάσθηκε Κορωνεύς. Το όνομα του Δήμου προήλθε από την αρχαία πόλη της Φθιώτιδος Κορώνεια, η οποία βρισκόταν στην Όθρυ. Κατά τον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή η Κορώνεια ήταν «πόλις μεσόγαιος της Φθιώτιδος» (βλέπε: Αλεξάνδρου Ρ. Ραγκαβή, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, τόμος Α΄, λήμμα Κορώνεια, σελίδα 522.). Την Κορώνεια αναφέρει και ο γεωγράφος της αρχαιότητας Στράβων [βλέπε: Στράβωνος Γεωγραφικών, Βιβλίο Θ΄ (ΘΕΤΤΑΛΙΑ), §10, στίχος 434.]
Στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» ο Δήμος Λαμιέων έχει έδρα τη Λαμία (Ζητούνι). Δήμαρχος είναι ο Ν.Χρυσοβέργης, Εισπράκτωρ ο Δ.Σκομπορδής και Αστυνόμος ο Κ.Α.Μωραΐτης. Ο δήμος απαρτίζεται από τα χωριά: Δίβρη, Ταράτσα, Μακρολίβαδο, Φούρκα, Δερβένι, Τσουπαλάτα(Τσοπανλάτα), Νταΐτισα(Νταϊτσά), Μπεκί, Παλαιοχώρι, Καλύβια, Ιμίρμπεϊ, Λιμογάρδι, Αλαμάνα, Μεγάλη Βρύση, Σαρμουνσακλή(Σαρμουσακλή).
Με το ΒΔ της 16ης Μαΐου 1837, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως, «…είχεν εγκριθή να παραχωρηθή δωρεάν έν στρέμμα γής εις εκάστην των οικογενειών Βοέμων (Αθιγκάνων), ήτις ήθελε να αποκατασταθή παρά την πόλιν Λαμίαν, πρός το δυτικόν μέρος αυτής...» (βλέπε: Θ.Π.Δηλιγιάννης & Γ.Κ.Ζηνόπουλος, Ελληνική νομοθεσία από του 1833 μέχρι του 1860, Ε΄, 1869, σελίδα 357, υποσημείωση 1).
Με το ΒΔ της 27ης Σεπτεμβρίου 1890 (ΦΕΚ 324/Α/07-12-1890) «Περί προβιβασμού του δήμου Λαμίας από της Β΄ εις την Α΄ τάξιν και των δήμων Παραχελωϊτών και Θρονίου από τη Γ΄ εις την Β΄.» ο Δήμος Λαμιέων κατατάχθηκε στην Α΄ τάξη λόγω πληθυσμού 11.458 κατοίκων: «…Προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, ιδόντες το άρθρον 7 του περί δήμων νόμου και το από 21 Ιανουαρίου ε.ε. Ημέτερον διάταγμα περί αναδημοσιεύσεως των πινάκων της κατά την 16 Απριλίου π.ε. επισήμου απογραφής του πληθυσμού των κατοίκων του Κράτους, προβιβάζομεν εις μέν την Α΄ τάξιν των δήμων τον Β΄ τάξεως δήμον Λαμίας, ως έχοντα πληθυσμόν κατοίκων 11458,…».
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Λαμιέων από το 1848 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1848
5.083
1849
5.042
1850
5.037
1851
4.974
1852
4.959
1853
5.268
1854
5.239
1855
5.193
1856
6.074
1861
8.004
1870
8.310
1879
9.984
1889
11.458
1896
11.662
1907
14.348
 
2. ΔΗΜΟΣ ΑΜΑΛΙΑΠΟΛΕΩΣ (αρχικά ΝΕΑΣ ΜΙΤΖΕΛΗΣ)
 
Ι. Έμβλημα.
Εικ.2α. Αρχικά ο δήμος ονομαζόταν Δήμος Νέας Μιτζέλης. Η αρχική σφραγίδα του ήταν μικρού κυκλικού μεγέθους με έμβλημα τον βασιλικό θυρεό. Μετά από γνωμοδότηση του αρχαιολόγου Π.Ευστρατιάδη (1815-1888), επελέγη το έμβλημα που καθορίσθηκε με το ΒΔ της 11ης Οκτωβρίου 1870 (ΦΕΚ 43/Α/29-12-1870): «…Δι’ ομοίων (ΒΔ) από 11, 16, 18 και 27 ιδίου μηνός ενεκρίθη να φέρουσιν εμβλήματα αι σφραγίδες διαφόρων δήμων του Κράτους ως εξής…32) η του δήμου Νέας Μιτζέλης, εν τώ μέσω μέν πλοιάριον, γύρωθεν δε τάς λέξεις «δήμος Νέας Μιζέλλης»∙…». Το πλοιάριο είναι η Αργώ και συμβολίζει την ναυτοσύνη των κατοίκων.
 
Εικ.2β. Η Αργώ διατηρήθηκε στο έμβλημα το 1899, όταν ο δήμος άλλαξε όνομα σε «Δήμος Αμαλιαπόλεως»: «η σφραγίς να φέρη έμβλημα εν τω μέσω μέν πλοιάριον υπονοούν την Αργώ, κύκλω δε τάς λέξεις «δήμος Αμαλιαπόλεως» (ΦΕΚ 160/Α/18-07-1899).
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Ο εποικισμός και το κτίσιμο της Νέας Μιτζέλας άρχισε το 1831 από κατοίκους, κυρίως καραβοκυραίους, της παλαιάς Μιτζέλας, η οποία καταστράφηκε από τους Τούρκους και βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του Πηλίου, βόρεια του χωριού Πουρί.
Με το ΒΔ της 20ης Οκτωβρίου 1834 «Περί εποικισμού των Μακεδόνων εν Νέα Μιζέλη», το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως, έγινε επίσημη εγκατάσταση «μεταναστευόντων Μενζιλιωτών Μακεδόνων». Με το ίδιο ΒΔ «δίδεται η χάρις της ξυλοκοπίας εις τους μεταναστεύοντας Μενζιλιώτας Μακεδόνας από την αρχήν της μεταναστεύσεως, με όλα τα προφυλακτικά μέτρα κατά λαθρεμπορίου ή δόλου τινός, διά έξ μήνας μόνο», επιτρέπεται η εισαγωγή αλεύρων από την Τουρκία το πρώτο έτος ελεύθερα τελωνείου. Εγκρίνεται η σύσταση τελωνειακής αρχής, παραχωρούνται φορολογικές ελαφρύνσεις στους κατοίκους, συστήνεται λοιμοκαθαρτήριο και εγκρίνεται να δοθεί πίστωση 10.000 δρχ. «εις τους νέους εποίκους Μινζελιώτας» με τόκο 8% τον χρόνο και επιστροφή του ποσού σε πέντε χρόνια με επιφύλαξη της κυβέρνησης για παράταση της διορίας.
Με το ΒΔ της 29ης Ιουνίου 1837, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως, παρατάθηκε για ένα έτος η τελωνειακή ατέλεια «επί τη πρός χρήσιν των εν Νέα Μινζέλη εποίκων εισαγομένης έξωθεν ξυλείας
Με το ΒΔ της 21ης Σεπτεμβρίου 1837, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως, εγκρίθηκε «να παραχωρηθεί εις τον δήμον των εποίκων το απέναντι της Νέας Μινζέλης νησίδιον ίνα τα εισοδήματα αυτού χρησιμεύσωσι κυρίως εις διατήρησιν των κοινωφελών καταστημάτων του δήμου.». (για τα παραπάνω Βασιλικά Διατάγματα, μη δημοσιευμένα σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως, βλέπε: Θ.Π.Δηλιγιάννης & Γ.Κ.Ζηνόπουλος, Ελληνική νομοθεσία από του 1833 μέχρι του 1860, Ε΄, 1869, σελίδες 327 & 328).
Με το ΒΔ της 11ης Ιουνίου 1839 (ΦΕΚ 14/Α/07-07-1839) «Περί μεταβολής της ονομασίας «Νέα Μιντσέλα» εις ΑΜΑΛΙΟΥΠΟΛΙΣ» η Νέα Μιτσέλα μετονομάσθηκε σε Αμαλιούπολις: «…Λαβόντες υπ’ όψιν την υποβληθείσαν εις Ημάς αναφοράν των κατοίκων της Νέας Μιντσέλας, αποδεχόμεθα ευχαρίστως την αίτησίν των, και εγκρίνομεν να ονομασθή του λοιπού η νέα αύτη πόλις των ΑΜΑΛΙΟΠΟΛΙΣ κατά το όνομα Της Βασιλίσσης και αγαπητής Ημών συζύγου ΑΜΑΛΙΑΣ. Η επί των Εσωτερικών Γραμματεία επιφορτίζεται την εκτέλεσιν του παρόντος Διατάγματος…».
Με το ΒΔ της 20ης Ιουνίου 1841 «Περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Φθιώτιδος», το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[2], σχηματίσθηκε επίσημα ο Δήμος Αμαλιαπόλεως.
Το 1862, μετά την έξωση του Όθωνα, ο δήμος μετονομάσθηκε σε Δήμο Πελασγών.
Με το ΒΔ της 3ης Φεβρουαρίου 1864 (ΦΕΚ 8/Α/18-02-1864) «Περί μετονομασίας του δήμου Πελασγών» μετονομάσθηκε εκ νέου σε Δήμο Νέας Μιζέλης: «…Προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών υπουργού, εγκρίνομεν να μετονομασθή ο μέν Δήμος Πελασγών της επαρχίας Φθιώτιδος δήμος «Νέας Μιζέλης», η δε Πρωτεύουσα αυτού «Νέα Μιζέλα».».
Με το ΒΔ της 24ης Ιουλίου 1899 (ΦΕΚ 160/Α/18-07-1899) «Περί μετονομασίας της κωμοπόλεως Ν.Μιντζέλης και του ομωνύμου δήμου» μετονομάσθηκαν και πάλι: «…Προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, εγκρίνομεν ίνα η κωμόπολις Νέα Μιντζέλα και ο δήμος Νέας Μιντζέλης μετονομασθώσι, η μέν «Αμαλιάπολις», ο δε «δήμος Αμαλιαπόλεως», ού η σφραγίς να φέρη έμβλημα εν τω μέσω μέν πλοιάριον υποννούν την Αργώ, κύκλω δε τάς λέξεις «δήμος Αμαλιαπόλεως». Ο αυτός Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν διάταγμα…».
Με το νόμο ΓϡΚΑ΄ της 10ης Αυγούστου 1911 (ΦΕΚ 251/Α/07-09-1911) «Περί υπαγωγής των δήμων Πτελεατών και Αμαλιαπόλεως διοικητικώς εις τον νομόν Λαρίσης και την εκλογικήν περιφέρειαν της επαρχίας Αλμυρού, οικονομικώς και δασικώς εις την επαρχίαν Αλμυρού, εκκλησιαστικώς εις την επισκοπήν Δημητριάδος και δικαστικώς εις το πρωτοδικείον Βόλου» αλλάζει η υπαγωγή του δήμου ως εξής:
«Νόμος ΓϡΚΑ΄ (υπ’ αριθ. 3921).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν∙
Άρθρον 1 Οι δήμοι Πτελεατών και Αμαλιαπόλεως, αποσπώμενοι του νομού Φθιώτιδος και Φωκίδος, υπάγονται διοικητικώς εις τον νομόν Λαρίσης και την εκλογικήν περιφέρειαν της επαρχίας Αλμυρού, οικονομικώς εις την εφορίαν και το υποταμείον Αλμυρού, δασικώς εις την δασονομικήν υποδιεύθυνσιν Αλμυρού, εκκλησιαστικώς εις την επισκοπήν Δημητριάδος και δικαστικώς εις το πρωτοδικείον Βόλου. Του Ειρηνοδικείου Αχιλλείου η περιφέρεια περιορίζεται εις τους δήμους Πτελεατών και Αμαλιαπόλεως, ο δήμος δε Κρεμαστής Λαρίσης υπάγεται εις το ειρηνοδικείον Φαλάρων.
Άρθρον 2 Πάσαι αι εκκρεμείς υποθέσεις αι αφορώσαι τους δήμους Πτελεατών και Αμαλιαπόλεως ενώπιον του Νομάρχου Φθιώτιδος και Φωκίδος μεταβιβάζονται εις την Νομαρχίαν Λαρίσης, αι ενώπιον του εφόρου, ταμίου και δασάρχου Φθιώτιδος εις τον έφορον, υποταμίαν και δασικήν υποδιεύθυνσιν Αλμυρού, αι ενώπιον του επισκόπου Φθιώτιδος εις την επισκοπήν Δημητριάδος.
Άρθρον 3 Πάσαι αι πρό της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου ποινικαί υποθέσεις των κατοίκων των δήμων Πτελεατών και Αμαλιαπόλεως αι οπωσδήποτε εκκρεμείς παρά τοίς εν Λαμία Πλημμελειοδίκαις εκδικασθήσονται μέχρι τελεσιδικίας αυτών υπό των αυτών Πλημμελειοδικών∙ αι δε από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου ποινικαί υποθέσεις των αυτών κατοίκων των δήμων τούτων υπάγονται του λοιπού και εκδικάζονται ενώπιον των Πλημμελειοδικών Βόλου.
Άρθρον 4 Πάσαι αι πολιτικαί υποθέσεις των κατοίκων των δήμων Πτελεατών και Αμαλιαπόλεως, αι πρωτοεισάκτως και κατ’ έφεσιν συζητηθείσαι ενώπιον των εν Λαμία Πρωτοδικών, υπάγονται μέχρι τελεσιδικίας αυτών εις την αρμοδιότητα των αυτών Πρωτοδικών και του Εφετείου Αθηνών. Αι από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου εγειρόμεναι πολιτικαί διαφοραί των κατοίκων των δήμων τούτων, καθώς και αι ενώπιον του Πρωτοδικείου Λαμίας εγερθείσαι μέν πρό της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, αλλά μηδόλως συζητηθείσαι, υπάγονται εις την αρμοδιότητα των εν Βόλω Πρωτοδικών.
Άρθρον 5 Πάσα διάταξις αντιβαίνουσα εις τον παρόντα νόμον καταργείται. Η έναρξις της ισχύος του παρόντος νόμου ορίζεται εν όλω ή εν μέρει διά Β. διατάγματος.
Ο νόμος ούτος, ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ’ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 10 Αυγούστου 1911
Εν ονόματι του Βασιλέως
Ο Αντιβασιλεύς
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ
Οι Υπουργοί
Επί των Εσωτερικών
ΕΜΜ. ΡΕΠΟΥΛΗΣ
Επί της Δικαιοσύνης
Ν.Π.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Επί των Οικονομικών και προσωρινώς επί των Εκκλησιαστικών κ.τ.λ.
Λ.Α.ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ
Επί της Εθνικής Οικονομίας
ΕΜΜ.Α.ΜΠΕΝΑΚΗΣ
Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς.
Εν Αθήναις τη 2 Σεπτεμβρίου 1911.
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
Ν.Π.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ».
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Αμαλιαπόλεως από το 1848 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1848
782
1849
785
1850
766
1851
765
1852
770
1853
848
1854
840
1855
852
1856
885
1861
879
1870
786
1879
986
1889
845
1896
685
1907
1.010
 
3. ΔΗΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΩΤΩΝ
 
Ι. Έμβλημα.
 
Εικ.3. Ως έμβλημα της σφραγίδας του δήμου χρησιμοποιήθηκε η Πυρά του Ηρακλέους. Είναι άγνωστο ποιος επέλεξε το έμβλημα καθώς και το διάταγμα που το καθόρισε.
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Το όνομα του Δήμου Ηρακλειωτών προήλθε από την αρχαία πόλη Ηράκλεια Τραχινία της Μαλίδας, η οποία ιδρύθηκε το 426 π.Χ. από τους Σπαρτιάτες.
Με το ΒΔ της 20ης Ιουνίου 1841 «Περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Φθιώτιδος», το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[2], ιδρύθηκε ο Δήμος Ηρακλειωτών ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος. Κατατάχθηκε στη Β΄ τάξη, με πληθυσμό 2.832 κατοίκους και έδρα το Μοσχοχώριον. Ο δημότης ονομάσθηκε Ηρακλειώτης.
Ο Δήμος Ηρακλειωτών προήλθε από τη συνένωση των προγενεστέρων δήμων Οιτών (Ροδοντίων), Δρυόπων και Οιτών.
Δήμος Οιτών (Ροδοντίων): σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1], ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος. Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη με πληθυσμό 775 κατοίκους και έδρα το χωριό Παύλιανη. Το όνομα προήλθε από το όρος Οίτη και ο δημότης ονομάσθηκε Οιταίος ή Ροδόντιος, από το αρχαίο «ερυμνόν χωρίον Ροδουντία», δηλαδή την οχυρή θέση της Οίτης Ροδουντία (βλέπε πηγή: Στράβωνος, Γεωγραφικά, βιβλίο ΙΧ, κεφάλαιο 4, στίχος 13.). Το 191 π.Χ. στην περιοχή γνώρισε την ήττα από τους Ρωμαίους ο Αντίοχος Γ΄ (241-187 π.Χ.) (βλέπε και Ροδουντία και Τειχιούς: Τα άγνωστα αρχαία φρούρια των Θερμοπυλών.). Τα χωριά του δήμου ήταν Οίτη (Παύλιανη) (487), Γαρδικάκι (143), Άμυαλος, Κουμαρίτσι (48), Σκληθράκι (97).
Στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» ο δήμος αναφέρεται με την ονομασία «ΡΟΔΟΝΤΙΟΙ». Έχει έδρα την Παύλιανη. Δήμαρχος είναι ο Α.Αγγελογιώργος και Εισπράκτωρ ο Α.Μανίκας. Ο δήμος απαρτίζεται από τα χωριά Γαρδικάκι, Κουμαρίτσι και Σκληθράκι.
Δήμος Δρυόπων (Αλόπης): σχηματίσθηκε αρχικά με το όνομα Δήμος Αλόπης με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1], ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος. Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη με πληθυσμό 1.057 κατοίκους και έδρα την Αλόπη (Φραντζή). Ο δημότης ονομάσθηκε Δρυόπιος. Το όνομα προήλθε από την αρχαία φυλή των Δρυόπων. Τα χωριά του δήμου ήταν Αλόπη (Φραντσίον) (96), Αλπόσπητα (65), Μονή Μεταμορφώσεως (2), Βαρδάτες (32), Δύο Βουνά (122), Δέλφινον (33), Κωσταλέξι (41), Κομποτάδες (97), Καλαμάκι (177), Σέλιθρον (78), Δρέμισσα (114), Βρέλλον (200) και Μοναί διαλελυμέναι Προφήτου Ηλιού, Αγίας Παρασκευής, Αγίου Θεοδώρου, Ταξιαρχών, Αγίου Νικολάου και Παναγίας.
Στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» ο Δήμος Δρυόπων (Αλόπης) αναφέρεται με την ονομασία «ΔΡΥΟΠΕΣ». Έχει έδρα το Κομποτάκι (Κομποτάδες). Δήμαρχος είναι ο Α.Τσίγκας και Εισπράκτωρ ο Τόλιας Τσιτσιλιόνας. Ο Αθανάσιος Τσίγκας (1799-1859) από τις Κομποτάδες διετέλεσε ο πρώτος Ειρηνοδίκης της Λαμίας το 1833. Το έγγραφό του «Εξομολόγησις του κ.Αθανασίου Τζίγκα». μας παρέχει πληροφορίες για τα 12 από τα 23 τσιφλίκια που βρισκόταν βόρεια του Σπερχειού και πωλήθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους σε Έλληνες. Άλλωστε, ο ίδιος μαζί με άλλους αγόρασε από τη Σαϊδέ Χανούμ, εγγονή του Αλή πασά των Ιωαννίνων και γυναίκα του Χαλήλ μπέη του Ζητουνίου, το χωριό Κόμμα και το ζευγάρι του Αλή Ριζά. Ο δήμος απαρτίζεται από τα χωριά Αλπόσπητα, Βαρδάταις, Δυό Βουνά, Δέλφινον, Κωσταλέξι, Φραντσί.
Δήμος Οιτών (Τραχίνος): σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1] ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος. Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη με πληθυσμό 996 κατοίκους και έδρα το χωριό Τραχίς (Δαμάστα). Το όνομα του χωριού προήλθε από την ονομασία της αρχαίας πόλης Τραχίς ή Τραχίν. Τα χωριά του δήμου ήταν Τραχίς (Δαμάστα) (246), Μονή Δαμάστας (4), Δρακοσπήλαιον (114), Μουσταφάμπεϊ (165), Μοσχοχώρι (292), Ελευθεροχώρι (147), Προκοβενίκος (32) και Νευρόπολις.
Στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» ο Δήμος Οιτών (Τραχίνος) αναφέρεται με την ονομασία «ΟΙΤΕΙΣ». Έχει έδρα το Μοσχοχώρι. Δήμαρχος είναι ο Κ.Παπαποστόλης και Εισπράκτωρ ο Α.Παπαδημητρόπ(ου)λος. Ο δήμος απαρτίζεται από τα χωριά Δαμάστα, Δρακοσπηλιά, Μουσταφάμπεϊ, Μοσχοχώρι, Ελευθεροχώρι και Προκοβενίκο.
Στο Δήμο Ηρακλειωτών προσαρτήθηκαν μεταγενέστερα τα χωριά Γοργοπόταμος, Γρεβενόν, Γαβαθά, Ηράκλεια, Κούβελος και Ματάκια δύο Βουνών.
Με το ΒΔ της 9ης Φεβρουαρίου 1864 (ΦΕΚ 13/Α/24-03-1864) «Περί μεταθέσεως της πρωτευούσης του δήμου Ηρακλειωτών», η έδρα του δήμου μετατέθηκε στα Αλπόσπητα: «…Λαβόντες υπ’ όψιν το άρθρο 8 του περί δήμων νόμου και τάς γνωμοδοτήσεις του τε δημοτικού συμβουλίου Ηρακλειωτών και του επαρχιακού συμβουλίου Φθιώτιδος, προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, αποφασίζομεν και διατάττομεν. Η πρωτεύουσα του δήμου Ηρακλειωτών μετατίθεται από του χωρίου Μοσχοχωρίου, ένθα νύν διατελεί, εις το χωρίον Αλπόσπητα. Ο Ημέτερος επί των Εσωτερικών Υπουργός θέλει δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν Διάταγμα…».
Με το ΒΔ της 16ης Νοεμβρίου 1874 (ΦΕΚ 44/Α/15-12-1874) «Περί προσδιορισμού της πρωτευούσης του δήμου Ηρακλειωτών» ορίσθηκε θερινή έδρα του δήμου το Μοσχοχώριον και χειμερινή τα Αλπόσπητα: «…Προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών υπουργού, υπ’ όψιν λαβόντες το άρθρον 8 του περί δήμων νόμου και τάς πράξεις του τε δημοτικού συμβουλίου Ηρακλειωτών και του επαρχιακού συμβουλίου Φθιώτιδος από 10 Δεκεμβρίου 1872 υπ’ αριθ. 19 και 20 του αυτού μηνός υπό στοιχ. ΙΒ΄, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν∙ Πρωτεύουσα του δήμου Ηρακλειωτών προσδιορίζεται από μέν της 1 Μαΐου μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου εκάστου έτους το χωρίον Μοσχοχώριον, από δε 1 Οκτωβρίου μέχρι τέλους Απριλίου το χωρίον «Αλπόσπητα». Ο αυτός υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν Διάταγμα…».
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Ηρακλειωτών από το 1848 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1848
2.763
1849
2.809
1850
2.796
1851
2.791
1852
2.805
1853
2.931
1854
2.947
1855
2.991
1856
3.542
1861
3.686
1870
3.677
1879
4.643
1889
5.012
1896
5.661
1907
6.295
 
4. ΔΗΜΟΣ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ ΛΑΡΙΣΣΗΣ
 
Ι. Έμβλημα.
Εικ.4. Η αρχική σφραγίδα του δήμου ήταν κυκλική και έφερε ως έμβλημα τον βασιλικό θυρεό. Αργότερα, από το δημοτικό συμβούλιο επελέγη το έμβλημα που καθορίσθηκε με το ΒΔ της 16ης Οκτωβρίου 1870 (ΦΕΚ 43/Α/29-12-1870): «…Δι’ ομοίων (ΒΔ) από 11, 16, 18 και 27 ιδίου μηνός ενεκρίθη να φέρουσιν εμβλήματα αι σφραγίδες διαφόρων δήμων του Κράτους ως εξής…28) η του δήμου Κρεμαστής Λαρίσσης, εν τώ μέσω μέν «προτομή Αχιλλέως», γύρωθεν δε τάς λέξεις «δήμος Κρεμαστής Λαρίσσης»∙…». Το έμβλημα ελήφθη από αρχαίο νόμισμα της Κρεμαστής Λαρίσσης (302-286 π.Χ.). Σύμφωνα με τον Barclay V. Head (1844-1914) «…η Λάρισσα Κρεμαστή (Φθιώτις) έκειτο επί της κατωφερείας αποτόμου λόφου (εξ ού και το επίθετον κρεμαστή) περί τα είκοσι μίλια πρός δυσμάς του Μαλιακού κόλπου. Επιστεύετο δε, ότι απετέλει πάλαι ποτέ μέρος των κτήσεων του Αχιλλέως, ούτινος η κεφαλή απαντά επί τινων των νομισμάτων αυτής. Ότε Δημήτριος ο Πολιορκητής εν έτει 302 π.Χ. επέδραμε την Θεσσαλίαν, κατέλαβε τάς Φεράς και Λάρισσαν την Κρεμαστήν και εκήρυξεν αυτάς ελευθέρας. Εις την περίοδον δε ταύτην ανήκουσιν τα αρχαιότατα των νομισμάτων αυτής. Περί το 302-286 π.Χ.. Κεφαλή Αχιλλέως. (Β.Μ. Cat., Thes., Πιν. VII, 1.) │ ΛΑΡΙ Θέτις επί ιπποκάμπης, φέρουσα την ασπίδα του Αχιλλέως, εφ’ ής γέγραπται ΑΧ, το μονόγραμμα των Αχαιών της Φθιώτιδος…» [Πηγές: 1)Barclay V. Head, Ιστορία των νομισμάτων. Ήτοι εγχειρίδιον ελληνικής νομισματικής, μεταφρασθέν εκ της αγγλικής και συμπληρωθέν υπό Ιωάννου Ν. Σβορώνου, τόμος 1. Εν Αθήναις 1898, Τύποις Π.Δ.Σακελλαρίου, σελίδα 378 και 2)Percy Gardner, Catalogue of Greek Coins: Thessaly to Aetolia, Volume 6, London 1883, Πιν.VII, 1].
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Ο Δήμος Κρεμαστής Λαρίσσης σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1] ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος. Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη με πληθυσμό 1.294 κατοίκους και έδρα την Κρεμαστή Λάρισσα (Γαρδίκι). Η ονομασία του δήμου προήλθε από την αρχαία πόλη Λάρισσα Κρεμαστή. Ο δημότης ονομάσθηκε Λαρισαίος.
Αρχική σύσταση και πληθυσμός: Κρεμαστή Λάρισσα (Γαρδίκι) (832), Μαχαλάς (103), Μύλοι (147), Σουβάλα (22), Αχλάδι (79), Αγνάντι (43), Ράχαις (68).
Μεταγενέστερα προσαρτήθηκαν Γλύφα (Άγιος Δημήτριος), Βελέσι ή Καμαρόβρυσον, Βλύχα, Μέλσι, Μονή διαλελυμένη Αγίου Γεωργίου, Μονή Βαβρινή.
Κοινότητες που λειτούργησαν στο δήμο: Γαρδικίου, Μύλων.
Στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» ο Δήμος Κρεμαστής Λαρίσσης αναφέρεται με την ονομασία «ΚΡΕΜΑΣΤΗ ΛΑΡΙΣΣΑ». Έχει έδρα το Γαρδίκι. Δήμαρχος είναι ο Π.Ζάχος και Εισπράκτωρ ο Δ.Βελεστίνος. Ο δήμος απαρτίζεται από τα χωριά Γαρδίκι, Μαχαλάς, Μύλος, Σουβάλα, Αχλάδι, Αγνάντι, Ράχαις.
Με το ΒΔ της 6ης Σεπτεμβρίου 1879 (ΦΕΚ 65/Α/03-10-1879) «Περί προβιβασμού των δήμων Πτελεατών, Κρεμαστής Λαρίσσης, Αντικύρας, Δαφνησίων και Θερμοπυλών από της τρίτης εις την δευτέραν τάξιν των δήμων» ο Δήμος Κρεμαστής Λαρίσσης κατατάχθηκε στην Β΄ τάξη με πληθυσμό 2.569 κατοίκους: «…Προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, υπ’ όψιν λαβόντες το άρθρον 7 του περί δήμων νόμου και το από 24 Ιουλίου ε.ε. Ημέτερον Διάταγμα περί δημοσιεύσεως του πίνακος της επισήμου απογραφής του πληθυσμού του Κράτους, προβιβάζομεν από της τρίτης εις την δευτέραν τάξιν των δήμων,…τον δήμον Κρεμαστής Λαρίσσης, ως έχοντα πληθυσμόν κατοίκων 2569…Ο αυτός Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν Διάταγμα…».
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Κρεμαστής Λαρίσσης από το 1848 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1848
1.779
1849
1.753
1850
1.753
1851
1.739
1852
1.708
1853
1.581
1854
1.583
1855
1.599
1856
1.717
1861
2.500
1870
1.866
1879
2.569
1889
2.690
1896
2.479
1907
2.765
 
5. ΔΗΜΟΣ ΜΑΚΡΑΚΩΜΗΣ
 
Ι. Έμβλημα.
Εικ.5. Η αρχική σφραγίδα του δήμου ήταν κυκλική και έφερε ως έμβλημα τον βασιλικό θυρεό. Μετά από γνωμοδότηση του αρχαιολόγου Π.Ευστρατιάδη (1815-1888), επελέγη το έμβλημα που καθορίσθηκε με το ΒΔ της 11ης Οκτωβρίου 1870 (ΦΕΚ 43/Α/29-12-1870): «…Δι’ ομοίων (ΒΔ) από 11, 16, 18 και 27 ιδίου μηνός ενεκρίθη να φέρουσιν εμβλήματα αι σφραγίδες διαφόρων δήμων του Κράτους ως εξής…35) η του δήμου Μακρακώμης, εν τώ μέσω μέν «ίππον ελεύθερον», γύρωθεν δε τάς λέξεις «δήμος Μακρακώμης»∙…».
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Ο Δήμος Μακρακώμης(-τών) σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1] ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος. Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη με πληθυσμό 1.535 κατοίκους και έδρα την Μακρακώμη (Τσούκα). Η ονομασία του δήμου προήλθε από την αρχαία πόλη Μακρά Κώμη, την οποία αναφέρει ο Τίτος Λίβιος (59 π.Χ.-17 μ.Χ) (Macran: https://www.thelatinlibrary.com/livy/liv.32.shtml#32). Ο δημότης ονομάσθηκε Μακρακωμίτης.
Αρχική σύσταση και πληθυσμός: Μακρακώμη (Τσούκα) (283), Λιτόσελον (56), Σκούρλια (54), Ροβολιάρι (197), Γιαννιτσότικα Καλύβια (503), Πλατύστομον (207), Βαρυμπόμπη (203), Θραυσιμιώτικα Καλύβια (32), Βιτώλη (-).
Στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» ο Δήμος Μακρακώμης αναφέρεται με την ονομασία «ΜΑΚΡΑΚΩΜΗΤΑΙ». Έχει έδρα τη Βαρυμπόπι. Δήμαρχος είναι ο Α.Κ..Τσουκαλάς και Εισπράκτωρ ο Α.Λάμπρος. Ο δήμος απαρτίζεται από τα χωριά Τσούκα, Λιτόσελον, Σκούρλια, Ροβολάρι, Γιαννιτσιότικα Καλύβια, Πλατύστομον, Βαρυμπόπι, Θραυτσιμιώτικα Καλύβια.
Με το ΒΔ της 20ης Ιουνίου 1841 «Περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Φθιώτιδος», το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[2], ο Δήμος Παραχελωϊτών προσαρτήθηκε στο Δήμο Μακρακώμης. Τα χωριά του Δήμου Παραχελωϊτών ήταν Αρχάνιον, Ασβέστιον, Γραμμένη (Ράχη), Μάκρυσι, Κούρνοβον, Λιανοκλάδι, Στύρφακα, Δερβένι, Αμούρι, Ζέλι, Καλαμάκι, Παλιούρι. Προσαρτήθηκαν επίσης τα χωριά Καλύβια, Καστρί, Γιαννιτσού, Καλύβια Πουρναρίου, Μοχλούκα.
Με το ΒΔ της 17ης Σεπτεμβρίου 1869 (ΦΕΚ 41/Α/10-10-1869) «Περί μετασχηματισμού του δήμου Μακρακώμης», ο Δήμος Μακρακώμης μετασχηματίσθηκε στους δήμους Παραχελωϊτών και Μακρακώμης: «…Λαβόντες υπ’ όψιν το άρθρο 8 του νόμου περί δήμων και τας από 15 Μαρτίου 1859, 23 Ιουνίου και 7 Δεκεμβρίου 1865 γνωμοδοτήσεις του δημοτικού συμβουλίου Μακρακώμης και του επαρχιακού συμβουλίου Φθιώτιδος∙ προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν. Ο δήμος Μακρακώμης μετασχηματίζεται εις δύω δήμους, τον δήμον Παραχελωϊτών Γ. τάξεως, έχοντα πληθυσμόν ψυχών 1116, και πρωτεύουσαν το χωρίον Λιανοκλάδι, και τον δήμον Μακρακώμης Β΄. τάξεως έχοντα πληθυσμόν ψυχών 3721 και πρωτεύουσαν το χωρίον Βαρυμπόμπι, καθά λεπτομερέστερον καταφαίνεται εν τω συνημμένω πίνακι. Ο Ημέτερος επί των Εσωτερικών Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν Διάταγμα…».
 
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Μακρακώμης από το 1848 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1848
3.710
1849
3.766
1850
3.853
1851
3.904
1852
3.964
1853
3.938
1854
3.986
1855
3.990
1856
4.100
1861
4.837
1870
4.317
1879
6.657
1889
5.980
1896
5.922
1907
6.669
 
6. ΔΗΜΟΣ ΟΜΙΛΑΙΩΝ
 
Ι. Έμβλημα.
Εικ.6. Το έμβλημα του δήμου καθορίσθηκε με το ΒΔ της 9ης Φεβρουαρίου 1882 (ΦΕΚ 30/Α/30-04-1882): «…Διά ΒΔ της 9ης Φεβρουαρίου…ενεκρίθη, ίνα η σφραγίς του δήμου Ομιλαίων φέρη έμβλημα εν τώ μέσω μεν «Νύμφην φέρουσαν υδρίαν εν τη αριστερά», γύρωθεν δε τάς λέξεις «δήμος Ομιλαίων»…».
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Ο Δήμος Ομιλαίων εμφανίζεται επίσημα στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» και αναφέρεται με την ονομασία «ΟΜΗΛΑΙΟΙ». Έχει έδρα το Γαρδίκι. Δήμαρχος είναι ο Κ.Γαρδίκης και Εισπράκτωρ ο Α.Γιατάκης. Ο δήμος απαρτίζεται από τα χωριά Γαρδίκι, Πουγκάκια, Στάγια, Κυριακοχώρι, Νικολέτσο, Αργύρια.
Μεταγενέστερα προσαρτήθηκαν τα χωριά του Δήμου Καλλιέων Κολοκυθιά (50) και Σέλιανη (346) καθώς και το Μούστροβο (Βλαχοκόνακα).
Με το ΒΔ της 20ης Ιουνίου 1841 «Περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Φθιώτιδος», το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[2], ο Δήμος Ομιλαίων συγχωνεύθηκε με το Δήμο Σπερχειάδος.
Με το ΒΔ της 28ης Οκτωβρίου 1878 «Περί μετασχηματισμού του δήμου Σπερχειάδος εις δήμους Σπερχειάδος και Ομιλαίων» ο Δήμος Ομιλαίων ανασυστάθηκε εκ νέου: «…Λαβόντες υπ’ όψιν το άρθρον 8 του νόμου περί δήμων και από τάς από 17 Ιανουαρίου και 6 Δεκεμβρίου 1877 γνωμοδοτήσεις του τε δημοτικού συμβουλίου του δήμου Σπερχειάδος και του επαρχιακού συμβουλίου Φθιώτιδος, προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν. Ο μέχρι τούδε Β΄ τάξεως δήμος Σπερχειάδος μετασχηματίζεται εις δύο δήμους Β΄ τάξεως επίσης, ήτοι τον δήμον Σπερχειάδος έχοντα πληθυσμόν ψυχών 3344 και πρωτεύουσαν το χωρίον Αγά και τον δήμον Ομιλαίων έχοντα πληθυσμόν ψυχών 3150 και πρωτεύουσαν το χωρίον Γαρδίκιον, καθά λεπτομερέστερον καταφαίνεται εν τω συνημμένω πίνακι. Ο Ημέτερος επί των Εσωτερικών Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν Διάταγμα…».
 
Από τον πίνακα προκύπτει ότι τον Δήμο Ομιλαίων αποτέλεσαν τα χωριά που περιελάμβανε προ της συγχωνεύσεως με τον Δήμο Σπερχειάδος μαζί με τα χωριά Κολοκυθιά και Σέλιανη του Δήμου Καλλιέων.
Αναφορικά με τον Δήμο Καλλιέων πρέπει να σημειωθούν τα εξής: σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1], ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος. Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη με πληθυσμό 938 κατοίκους και έδρα την Καλλιέα (Σέλιανη). Ο δημότης ονομάσθηκε Καλλιεύς. Στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» αναφέρεται με την ονομασία «ΚΑΛΛΙΕΙΣ» και απαρτίζεται από τα χωριά Σέλιανη, Πρασιά, Νεοχώρι, Πέρα Χορμόγιανη, Κολοκυθιά.
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Ομιλαίων από το 1879 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1879
3.735
1889
3.827
1896
4.262
1907
4.442
 
7. ΔΗΜΟΣ ΠΑΡΑΧΕΛΩΪΤΩΝ
 
Ι. Έμβλημα.
Εικ.7. Το έμβλημα του δήμου καθορίσθηκε με το ΒΔ της 11ης Οκτωβρίου 1870 (ΦΕΚ 43/Α/29-12-1870): «…Δι’ ομοίων (ΒΔ) από 11, 16, 18 και 27 ιδίου μηνός ενεκρίθη να φέρουσιν εμβλήματα αι σφραγίδες διαφόρων δήμων του Κράτους ως εξής…27) η του δήμου Παραχελωϊτών, εν τώ μέσω μέν «δέσμην σταχύων», γύρωθεν δε τάς λέξεις «δήμος Παραχελωϊτών»∙…».
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Η αρχική ονομασία του δήμου ήταν Δήμος Μάκριδος. Σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1], ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος. Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη με πληθυσμό 1.269 κατοίκους και έδρα το χωριό Μάκρυσι. Ο δημότης ονομάσθηκε Μακριεύς και η δημότις Μακριΐς. Στην αρχική του σύσταση περιελάμβανε τα χωριά Μάκρυσι (297), Γραμμένη Ράχη (192), Κούρνοβον (43), Ασβέστι(69), Δερβένι (72), Ζέλι (30), Καλαμάκι (13), Στύρφακα (16), Λιανοκλάδι (134), Αμούρι (120), Αρχάνι (283), Παλιούρι (-), Καρυά (-).
Στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» αναφέρεται με την ονομασία «ΠΑΡΑΧΕΛΩΪΤΗΣ». Ως Παραχελωΐτης προσδιορίζεται ο κάτοικος της περιοχής που βρίσκεται δίπλα στον Αχελώο ποταμό, όπως ονομαζόταν διαφορετικά ο Σπερχειός. Έχει έδρα το Λιανοκλάδι. Δήμαρχος είναι ο Στ.Ζαβλάκας και Εισπράκτωρ ο Α.Ράμος. Ο δήμος απαρτίζεται από τα χωριά Μάκρυσι, Γραμμένη Ράχη, Κούρνοβο, Ασβέστι, Δερβένι Καρυά, Ζέλι, Καλαμάκι, Στύρφακα, Λιανοκλάδι, Αμούρι, Αρχάνι.
Μεταγενέστερα προσαρτήθηκαν οι οικισμοί Κατσικόβρυση και Σαπολίθι.
Με το ΒΔ της 20ης Ιουνίου 1841 «Περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Φθιώτιδος», το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[2], ο Δήμος Παραχελωϊτών συγχωνεύθηκε με το Δήμο Μακρακώμης.
Με το ΒΔ της 26ης Σεπτεμβρίου 1869 (ΦΕΚ 41/Α/10-10-1869) «Περί μετασχηματισμού του δήμου Μακρακώμης» ανασυστάθηκε ο Δήμος Παραχελωϊτών (βλέπε σχετικά και τον Πίνακα στο 5. ΔΗΜΟΣ ΜΑΚΡΑΚΩΜΗΣ). Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη με πληθυσμό 1.116 κατοίκους και έδρα το Λιανοκλάδι.
Με το ΒΔ της 27ης Σεπτεμβρίου 1890 (ΦΕΚ 324/Α/07-12-1890) «Περί προβιβασμού του δήμου Λαμίας από της Β΄ εις την Α΄ τάξιν και των δήμων Παραχελωϊτών και Θρονίου από τη Γ΄ εις την Β΄.» ο Δήμος Παραχελωϊτών κατατάχθηκε στην Β΄ τάξη λόγω πληθυσμού 2.146 κατοίκων: «…Προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, ιδόντες το άρθρον 7 του περί δήμων νόμου και το από 21 Ιανουαρίου ε.ε. Ημέτερον διάταγμα περί αναδημοσιεύσεως των πινάκων της κατά την 16 Απριλίου π.ε. επισήμου απογραφής του πληθυσμού των κατοίκων του Κράτους, προβιβάζομεν … εις δέ την Β΄ τάξιν τους Γ΄ τάξεως δήμους Παραχελωϊτών και Θρονίου, ως έχοντας πληθυσμόν κατοίκων τον μέν 2146, τον δε 2160, …».
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Παραχελωϊτών από το 1870 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1870
1.853
1879
1.959
1889
2.146
1896
2.315
1907
3.528
 
8. ΔΗΜΟΣ ΠΤΕΛΕΑΤΩΝ
 
Ι. Έμβλημα.
Εικ.8. Η αρχική σφραγίδα του δήμου ήταν κυκλική και είχε ως έμβλημα τον βασιλικό θυρεό. Το 1869 το δημοτικό συμβούλιο πρότεινε ως έμβλημα «...τον Αχιλλέα μετά περικεφαλαίας, διότι εκ Πτελεού απέπλευσεν εις το Ίλιον…». Το ίδιο έμβλημα όμως είχε προτείνει και ο Δήμος Κρεμαστής Λαρίσσης. Λόγω της διαμάχης παρενέβη ο Νομάρχης, ο οποίος πρότεινε ως έμβλημα «προτομήν του Πατρόκλου» και ανέθεσε στον αρχαιολόγο Π.Ευστρατιάδη (1815-1888) να γνωμοδοτήσει. Με την υπ’ αριθμ. 930 γνωμοδότηση του Γενικού Εφόρου αρχαιοτήτων Π.Ευστρατιάδη επελέγη το έμβλημα που καθορίσθηκε με το ΒΔ της 11ης Οκτωβρίου 1870 (ΦΕΚ 43/Α/29-12-1870): «…Δι’ ομοίων (ΒΔ) από 11, 16, 18 και 27 ιδίου μηνός ενεκρίθη να φέρουσιν εμβλήματα αι σφραγίδες διαφόρων δήμων του Κράτους ως εξής…30) η του δήμου Πτελεατών, εν τώ μέσω μέν «πτελεάν και παρ’ αυτήν άντρον»», γύρωθεν δε τάς λέξεις «δήμος Πτελεατών»∙…».
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Ο Δήμος Πτελεατών σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1], ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος. Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη με πληθυσμό 614 κατοίκους. Έδρα ορίσθηκε ο Πτελεός (Φτελιό). Ο δημότης ονομάσθηκε Πτελεάτης. Το όνομα του δήμου προήλθε από την αρχαία πόλη Πτελεός.
Στην αρχική του σύσταση περιελάμβανε τα χωριά Πτελεόν (Φτελιό) (287), Χαμάκου ή Πεθρόν (236), Άγιοι Θεόδωροι (37), Γάγκριανη (Γάβριανη) (54), Κακολίδι (-).
Στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» αναφέρεται με την ονομασία «ΠΤΕΛΕΑΤΙΣ». Έχει έδρα το Φτελιό. Δήμαρχος είναι ο Ι.Χινάς και Εισπράκτωρ ο Κ.Σακελίν. Στη στήλη του Πίνακα «Δημοτικαί θέσεις» αναγράφονται τα ονοματεπώνυμα Α.Κ.Τσουκαλάς και Α.Λάμπας. Ο δήμος απαρτίζεται από τα χωριά Φτελιό, Χαμάκου, Άγιος Θεόδωρος, Γάγκριανη (Γαύριανη).
Με το ΒΔ της 20ης Ιουνίου 1841 «Περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Φθιώτιδος», το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[2], στον Δήμο Πτελεατών συγχωνεύθηκε ο Δήμος Πυράσσου. Ο Δήμος Πυράσσου σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1], ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος. Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη με πληθυσμό 987 κατοίκους. Έδρα του ορίσθηκε ο Πύρασσος (Σούρπη). Ο δημότης ονομάσθηκε Πυράσσιος. Το όνομα του δήμου προήλθε από την αρχαία πόλη Πύρασος. Ο δήμος απαρτίσθηκε από τα χωριά Πύρασσος (Σούρπη), Καλύβια Χαμάκου, Όρμος Πτελεόν, Νιαίς, Αχίλλειον, Άγιος Ιωάννης, Άγιος Γεώργιος, Δασέα Δένδρα, Μπούμπουνας, Πηγάδι, Ρουσούλι. Με το ΒΔ της 13ης Σεπτεμβρίου 1844 (ΦΕΚ 30/Α/26-09-1844) «Περί της επωνυμίας νέας κώμης Αχίλλειον» έλαβε την επίσημη ονομασία του το Αχίλλειο: «…Επί τη προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού εγκρίνομεν να ονομασθή Αχίλλειον η εις την θέσιν Τραχήλι του δήμου Πτελεατών ανεγερθείσα νέα κώμη. Ο Ημέτερος επί των Εσωτερικών Υπουργός θέλει εκτελέσει και δημοσιεύσει το παρόν Διάταγμα…».
Με το ΒΔ της 22ας Απριλίου 1857 (ΦΕΚ 12/Α/20-05-1857) «Περί μεταθέσεως της πρωτευούσης του δήμου Πτελεατών από Πτελεού εις Σούρπην», η πρωτεύουσα του δήμου μετατέθηκε από τον Πτελεό στη Σούρπη: «…Λαβόντες υπ’ όψιν το άρθρον 8 του περί δήμων Νόμου και τάς γνωμοδοτήσεις του δημοτικού συμβουλίου του δήμου Πτελεατών και του επαρχιακού συμβουλίου Φθιώτιδος επί τη προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού απεφασίσαμεν και διατάττομεν. Η πρωτεύουσα του δήμου Πτελεατών μετατίθεται από του Πτελεού εις Σούρπην. Ο Ημέτερος επί των Εσωτερικών Υπουργός θέλει δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν Διάταγμα…».
Με το ΒΔ της 9ας Φεβρουαρίου 1864 (ΦΕΚ 13/Α/24-03-1864) «Περί της έδρας της δημοτικής αρχής Πτελεατών» ορίσθηκε χειμερινή πρωτεύουσα του δήμου ο Πτελεός και θερινή η Σούρπη (βλέπε παρόμοιο διάταγμα για τον Δήμο Ηρακλειωτών): «…Λαβόντες υπ’ όψιν το άρθρον 8 του περί δήμων νόμου, και τάς γνωμοδοτήσεις του τε δημοτικού συμβουλίου του δήμου Πτελεατών και του επαρχιακού συμβουλίου Φθιώτιδος, επί τη προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάττομεν. Η δημοτική αρχή Πτελεατών θέλει εδρεύει από μέν της πρώτης Οκτωβρίου μέχρι τέλους Μαρτίου εκάστου έτους εις το χωρίον Πτελεόν, από δε της πρώτης Απριλίου μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου εις το χωρίον Σούρπην, το προσδιωρισμένον εις πρωτεύουσαν του δήμου διά του από 22 Απριλίου 1857 Διατάγματος. Ο Ημέτερος επί των Εσωτερικών υπουργός θέλει δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν Διάταγμα…».
Με το ΒΔ της 6ης Σεπτεμβρίου 1879 (ΦΕΚ 65/Α/03-10-1879) «Περί προβιβασμού των δήμων Πτελεατών, Κρεμαστής Λαρίσσης, Αντικύρας, Δαφνησίων και Θερμοπυλών από της τρίτης εις την δευτέραν τάξιν των δήμων» ο Δήμος Πτελεατών κατατάχθηκε στην Β΄ τάξη με πληθυσμό 2.992 κατοίκους: «…Προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, υπ’ όψιν λαβόντες το άρθρον 7 του περί δήμων νόμου και το από 24 Ιουλίου ε.ε. Ημέτερον Διάταγμα περί δημοσιεύσεως του πίνακος της επισήμου απογραφής του πληθυσμού του Κράτους, προβιβάζομεν από της τρίτης εις την δευτέραν τάξιν των δήμων,…τον δήμον Πτελεατών, ως έχοντα πληθυσμόν κατοίκων 2992…Ο αυτός Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν Διάταγμα…».
Με το νόμο ΓϡΚΑ΄ της 10ης Αυγούστου 1911 (ΦΕΚ 251/Α/07-09-1911) «Περί υπαγωγής των δήμων Πτελεατών και Αμαλιαπόλεως διοικητικώς εις τον νομόν Λαρίσης και την εκλογικήν περιφέρειαν της επαρχίας Αλμυρού, οικονομικώς και δασικώς εις την επαρχίαν Αλμυρού, εκκλησιαστικώς εις την επισκοπήν Δημητριάδος και δικαστικώς εις το πρωτοδικείον Βόλου» αλλάζει η υπαγωγή του δήμου ως εξής:
«Νόμος ΓϡΚΑ΄ (υπ’ αριθ. 3921).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν∙
Άρθρον 1 Οι δήμοι Πτελεατών και Αμαλιαπόλεως, αποσπώμενοι του νομού Φθιώτιδος και Φωκίδος, υπάγονται διοικητικώς εις τον νομόν Λαρίσης και την εκλογικήν περιφέρειαν της επαρχίας Αλμυρού, οικονομικώς εις την εφορίαν και το υποταμείον Αλμυρού, δασικώς εις την δασονομικήν υποδιεύθυνσιν Αλμυρού, εκκλησιαστικώς εις την επισκοπήν Δημητριάδος και δικαστικώς εις το πρωτοδικείον Βόλου. Του Ειρηνοδικείου Αχιλλείου η περιφέρεια περιορίζεται εις τους δήμους Πτελεατών και Αμαλιαπόλεως, ο δήμος δε Κρεμαστής Λαρίσης υπάγεται εις το ειρηνοδικείον Φαλάρων.
Άρθρον 2 Πάσαι αι εκκρεμείς υποθέσεις αι αφορώσαι τους δήμους Πτελεατών και Αμαλιαπόλεως ενώπιον του Νομάρχου Φθιώτιδος και Φωκίδος μεταβιβάζονται εις την Νομαρχίαν Λαρίσης, αι ενώπιον του εφόρου, ταμίου και δασάρχου Φθιώτιδος εις τον έφορον, υποταμίαν και δασικήν υποδιεύθυνσιν Αλμυρού, αι ενώπιον του επισκόπου Φθιώτιδος εις την επισκοπήν Δημητριάδος.
Άρθρον 3 Πάσαι αι πρό της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου ποινικαί υποθέσεις των κατοίκων των δήμων Πτελεατών και Αμαλιαπόλεως αι οπωσδήποτε εκκρεμείς παρά τοίς εν Λαμία Πλημμελειοδίκαις εκδικασθήσονται μέχρι τελεσιδικίας αυτών υπό των αυτών Πλημμελειοδικών∙ αι δε από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου ποινικαί υποθέσεις των αυτών κατοίκων των δήμων τούτων υπάγονται του λοιπού και εκδικάζονται ενώπιον των Πλημμελειοδικών Βόλου.
Άρθρον 4 Πάσαι αι πολιτικαί υποθέσεις των κατοίκων των δήμων Πτελεατών και Αμαλιαπόλεως, αι πρωτοεισάκτως και κατ’ έφεσιν συζητηθείσαι ενώπιον των εν Λαμία Πρωτοδικών, υπάγονται μέχρι τελεσιδικίας αυτών εις την αρμοδιότητα των αυτών Πρωτοδικών και του Εφετείου Αθηνών. Αι από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου εγειρόμεναι πολιτικαί διαφοραί των κατοίκων των δήμων τούτων, καθώς και αι ενώπιον του Πρωτοδικείου Λαμίας εγερθείσαι μέν πρό της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, αλλά μηδόλως συζητηθείσαι, υπάγονται εις την αρμοδιότητα των εν Βόλω Πρωτοδικών.
Άρθρον 5 Πάσα διάταξις αντιβαίνουσα εις τον παρόντα νόμον καταργείται. Η έναρξις της ισχύος του παρόντος νόμου ορίζεται εν όλω ή εν μέρει διά Β. διατάγματος.
Ο νόμος ούτος, ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ’ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
Εν Αθήναις τη 10 Αυγούστου 1911
Εν ονόματι του Βασιλέως
Ο Αντιβασιλεύς
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ
Οι Υπουργοί
Επί των Εσωτερικών
ΕΜΜ. ΡΕΠΟΥΛΗΣ
Επί της Δικαιοσύνης
Ν.Π.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Επί των Οικονομικών και προσωρινώς επί των Εκκλησιαστικών κ.τ.λ.
Λ.Α.ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ
Επί της Εθνικής Οικονομίας
ΕΜΜ.Α.ΜΠΕΝΑΚΗΣ
Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς.
Εν Αθήναις τη 2 Σεπτεμβρίου 1911.
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
Ν.Π.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ».
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Πτελεατών από το 1848 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1848
1.597
1849
1.552
1850
1.525
1851
1.518
1852
1.505
1853
1.466
1854
1.418
1855
1.427
1856
1.907
1861
1.996
1870
2.167
1879
2.992
1889
2.893
1896
1.896
1907
1.907
 
9. ΔΗΜΟΣ ΣΠΕΡΧΕΙΑΔΟΣ
 
Ι. Έμβλημα.
Εικ.9. Η αρχική σφραγίδα του δήμου ήταν κυκλική και είχε ως έμβλημα τον βασιλικό θυρεό. Το δημοτικό συμβούλιο πρότεινε ως έμβλημα τον «Άρη». Μετά από γνωμοδότηση του αρχαιολόγου Π.Ευστρατιάδη (1815-1888) επιλέχθηκε το έμβλημα που καθορίσθηκε με το ΒΔ της 11ης Οκτωβρίου 1870 (ΦΕΚ 43/Α/29-12-1870): «…Δι’ ομοίων (ΒΔ) από 11, 16, 18 και 27 ιδίου μηνός ενεκρίθη να φέρουσιν εμβλήματα αι σφραγίδες διαφόρων δήμων του Κράτους ως εξής…31) η του δήμου Σπερχειάδος, εν τώ μέσω μέν «νύμφην φέρουσαν εν τη δεξιά υδρίαν», γύρωθεν δε τάς λέξεις «δήμος Σπερχειάδος»∙…».
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Ο Δήμος Σπερχειάδος σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1], ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος. Στο πρωτότυπο διάταγμα αναφέρεται ως «Δήμος της Σπερχειάς» και η έδρα «Σπερχεία» Κατατάχθηκε στην Β΄ τάξη με πληθυσμό 2.016 κατοίκους. Έδρα ορίσθηκε η Σπερχειάδα (Παλαιόβραχον). Ο δημότης ονομάσθηκε Σπερχειαίος. Το όνομα του δήμου προήλθε από την αρχαία πόλη Σπερχειάς ή Σπέρχεια, η οποία αναφέρεται από τον Τίτο Λίβιο (59 π.Χ.-17 μ.Χ) (Sperchias: https://www.thelatinlibrary.com/livy/liv.32.shtml#32) και σε επιγραφή των Δελφών (230-220 π.Χ.) (…ἐν Σπερχείαις Μένων Ξενάρχου.: https://epigraphy.packhum.org/search?patt=Σπερχείαις ).
Στην αρχική του σύσταση περιελάμβανε τα χωριά Σπερχειάς (Παλαιόβραχον) (347), Αγά (135), Κάρνα εις Μαστάνι (26), Χαλίλι (183), Μπρούφλιαις(-ιανή) (230), Αιγυπτοχώρι (183), Αγόργιανη (145), Καληγά (17), Κουφόδενδρα (42), Κλωνί (85), Φτέρη (386), Καμπιά και Γαύρος (67), Κιλυμόδι (42), Λευκάδες (25), Άγιος Ιωάννης (63), Κουκιά (40).
Στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» αναφέρεται με την ονομασία «ΣΠΕΡΧΙΑΣ». Έχει έδρα το χωριό Αγά (Σπερχειάδα). Δήμαρχος είναι ο Δ.Ζουλούμης και Εισπράκτωρ ο Ι.Ανδριτσόπουλος. Ο δήμος απαρτίζεται από τα χωριά Αγά, Καρυά εις Μαστάνι, Χαλίλι, Μπρούφλιαις, Αιγυπτοχώρι, Αγόργιανη, Καληγά, Κουφόδενδρα, Κλονή, Παλαιόβραχα, Φτέρι, Καργιά και Γαύρος, Χιλομόδι, Λευκάδες, Αγ. Ιωάννης, Κουκιά.
Με το ΒΔ της 20ης Ιουνίου 1841 «Περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Φθιώτιδος», το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[2], τα χωριά του Δήμου Ομιλαίων Νικολίτσι, Αργύρια, Στάγια, Κυριακοχώρι, Γαρδίκι, Πουγκάκια και μέρος του Δήμου Καλλιέων [Καλλιέα (Σέλιανη) (346) και Κολοκυθιά (50)] προσαρτήθηκαν στο Δήμο Σπερχειάδος. Το ίδιο και τα χωριά Γυφτοχώρι και Γόργιανη.
Με το ΒΔ της 28ης Οκτωβρίου 1878 «Περί μετασχηματισμού του δήμου Σπερχειάδος εις δήμους Σπερχειάδος και Ομιλαίων» ο Δήμος Ομιλαίων αποσπάσθηκε από το Δήμο Σπερχειάδος και επανασχηματίσθηκε εκ νέου (βλέπε σχετικά και τον Πίνακα στο 6. ΔΗΜΟΣ ΟΜΙΛΑΙΩΝ). Ο Δήμος Σπερχειάδος παρέμεινε στην Β΄τάξη με πληθυσμό 3.344 κατοίκους και έδρα το χωριό Αγά (από το 1904 Σπερχειάδα).
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Σπερχειάδος από το 1848 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1848
3.550
1849
3.489
1850
3.474
1851
3.440
1852
3.462
1853
4.274
1854
4.312
1855
4.380
1856
5.190
1861
5.546
1870
6.370
1879
4.506
1889
4.854
1896
5.271
1907
5.210
 
10. ΔΗΜΟΣ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ
 
Ι. Έμβλημα.
 
Εικ.10. Η αρχική σφραγίδα του δήμου ήταν κυκλική και είχε ως έμβλημα τον βασιλικό θυρεό. Το εικονιζόμενο έμβλημα καθορίσθηκε με το ΒΔ της 24ης Σεπτεμβρίου 1873 (ΦΕΚ 54/Α/31-10-1823) «…Διά Β. Διατάγματος από … 24 ιδίου μηνός … ενεκρίθη, ίνα η σφραγίς του δήμου Τυμφρηστού φέρη έμβλημα εν τώ μέσω μέν «Όρος τρικόρυφον, επί δε της μεσαίας των κορυφών ή πέριξ αετόν», γύρωθεν δε τάς λέξεις «Δήμος Τυμφρηστού»…»
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Ο Δήμος Τυμφρηστού πρωτοεμφανίσθηκε στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» με την ονομασία «ΤΥΜΦΡΥΣΤΟΣ». Έχει έδρα το χωριό Μαυρίλου (Μαυρίλο). Οφείλει την ονομασία του στο όρος Τυμφρηστός. Κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη. Ο δημότης ονομάσθηκε Τυμφρησταίος. Δήμαρχος είναι ο Χ.Ζωγραφίδης και Εισπράκτωρ ο Ι.Κομηρίτης. Ο δήμος απαρτίζεται από τα χωριά Μαυρύλου, Νεοχώρι Καστριάδες, Παλαιόκαστρον, Μαρκάδα, Κάψη, Μουτσαράκι, Ζιόπος, Περίλειπτον, Πιτσιωτά, Ζημνιανή.
Μεταγενέστερα προσαρτήθηκαν τα χωριά: Κανάλια, Λευκάς, Μεγάλη Κάψη, Μεσαία Κάψη, Πιτσίον, Πουγκάκια, Μοναί διαλελυμέναι Προφήτου Ηλιού και Ρουσθένης, Πέρα Κάψη, Άγιος Γεώργιος, Νεοχωράκια, Κουκιά, Παληοχώρι.
Με το ΒΔ της 26ης Σεπτεμβρίου 1841, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[3], κατατάχθηκε στην Β΄ τάξη με πληθυσμό 2.500 κατοίκους.
Με το ΒΔ της 30ης Νοεμβρίου 1909 (ΦΕΚ 296/Α/16-12-1909) «Περί ονομασίας του νέου συνοικισμού των κατοίκων του καταστραφέντος χωρίου Ζιώψης του δήμου Τυμφρηστού» ο νέος συνοικισμός των κατοίκων της Ζιώψης ονομάσθηκε Άγιος Γεώργιος: «…Προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, εγκρίνομεν ίνα ο νέος συνοικισμός των κατοίκων του εκ καθιζήσεως του εδάφους καταστραφέντος χωρίου Ζιώψης του δήμου Τυμφρηστού λάβη το όνομα «Άγιος Γεώργιος». Εις τον αυτόν Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του διατάγματος τούτου…».
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Τυμφρηστού από το 1848 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1848
2.870
1849
2.925
1850
2.932
1851
2.995
1852
3.009
1853
3.311
1854
3.341
1855
3.349
1856
3.262
1861
3.356
1870
3.593
1879
3.593
1889
5.155
1896
5.922
1907
6.213
 
11. ΔΗΜΟΣ ΥΠΑΤΗΣ
 
Ι. Έμβλημα.
 
Εικ.11. Η αρχική σφραγίδα του δήμου ήταν κυκλική και είχε ως έμβλημα τον βασιλικό θυρεό. Το εικονιζόμενο έμβλημα επιλέχθηκε από το δημοτικό συμβούλιο και καθορίσθηκε με το ΒΔ της 22ας Οκτωβρίου 1881 (ΦΕΚ 114/Α/30-11-1881) «…Διά Β. Διατάγματος από … 22 ιδίου μηνός … ενεκρίθη, ίνα η σφραγίς του δήμου Υπάτης φέρη έμβλημα εν τώ μέσω μέν «άνδρα έχοντα αναπεπτάμενα τα σκέλη και τάς χείρας και τοξεύοντα και ακοντίζοντα», γύρωθεν δε τάς λέξεις «δήμος Υπάτης.»».
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Ο Δήμος Υπάτης σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1], ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος. Κατατάχθηκε στην Β΄ τάξη με πληθυσμό 2.530 κατοίκους. Έδρα ορίσθηκε η Υπάτη. Ο δημότης ονομάσθηκε Υπαταίος.
Στην αρχική του σύσταση περιελάμβανε τα χωριά Υπάτη (1.389), Μεξιάταις (297), Λάλα (137), Καρυά (62), Βασιλικά (22), Συκά (43), Λυχνόν (53), Καστανιά (302), Λιάσκοβον (96), Μάντετσι (31), Σμόκοβον (98).
Στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» αναφέρεται με την ονομασία «ΥΠΑΤΗ». Έχει έδρα το χωριό Νέα Πάτρα (Υπάτη). Δήμαρχος είναι ο Γ.Χ.Χρήστου και Εισπράκτωρ ο Ι.Πανόπουλος. Ο δήμος απαρτίζεται από τα χωριά Υπάτη (Νέα Πάτρα), Μεξιάταις, Λάλα, Καρυά, Βασιλικά, Συκιά, Λυχνός, Καστανά, Λιάσκοβον, Μάντετσι, Σμόκοβον.
Με το ΒΔ της 20ης Ιουνίου 1841 «Περί συγχωνεύσεως των δήμων της επαρχίας Φθιώτιδος», το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[2], τα χωριά του Δήμου Καλλιέων Πέρα Χωμέριανη (113), Εδώθε Χωμέριανη (82) Νεοχώρι (296), προσαρτήθηκαν στο Δήμο Υπάτης. Το ίδιο και τα χωριά Μπουγομήλα, Λαδικόν, Λουτρά Υπάτης, Αμαλότα ή Αμβλότα, Μονή Αγάθωνος, Κουρναρίτσα, Μαγούλα, Κωράνη, Λουπάκι, Ρονόξυλον, Βουγόμυλος, Ζαπαντί, Ρυγόζανον και Καράλη.
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Υπάτης από το 1848 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1848
3.322
1849
3.307
1850
3.335
1851
3.368
1852
3.419
1853
3.724
1854
3.748
1855
3.822
1856
4.165
1861
4.734
1870
5.432
1879
6.393
1889
6.485
1896
7.132
1907
7.155
 
12. ΔΗΜΟΣ ΦΑΛΑΡΩΝ
 
Ι. Έμβλημα.
 
Εικ.12. Η αρχική σφραγίδα του δήμου ήταν κυκλική και είχε ως έμβλημα τον βασιλικό θυρεό. Το εικονιζόμενο έμβλημα καθορίσθηκε με το ΒΔ της 11ης Οκτωβρίου 1870 (ΦΕΚ 43/Α/29-12-1870) «…Δι’ ομοίων (ΒΔ) από 11, 16, 18 και 27 ιδίου μηνός ενεκρίθη να φέρουσιν εμβλήματα αι σφραγίδες διαφόρων δήμων του Κράτους ως εξής…29) η του δήμου Φαλάρων, εν τώ μέσω μέν «άγκυραν μετ’ ασπίδος», γύρωθεν δε τάς λέξεις «δήμος Φαλάρων»∙…». Η επιλογή του εμβλήματος αιτιολογείται ως εξής: «ετέθη άγκυρα διότι η πρωτεύουσα του δήμου Στυλίς κείται παρά τον Μαλλιακόν κόλπον» (βλέπε: Συλλογή σφραγίδων ΕΛΙΑ, τόμος Α΄, σελίδα 50).
ΙΙ. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη.
Ο Δήμος Φαλάρων σχηματίσθηκε με το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε σε Φύλλο Εφημερίδος Κυβερνήσεως[1], ως δήμος της επαρχίας Φθιώτιδος. Κατατάχθηκε στην Β΄ τάξη με πληθυσμό 2.111 κατοίκους. Έδρα ορίσθηκε η κωμόπολη Φάλαρα (Στυλίς). Ο δημότης ονομάσθηκε Φαλαρεύς.
Στην αρχική του σύσταση περιελάμβανε τα χωριά Φάλαρα (Στυλίς, 1.354), Αχινός (147), Τσερνοβίτι (96), Νίκοβα (69), Νεράϊδα (77), Αυλάκι (127), Σπαρτιάς (158), Αγία Μαρίνα (83), Σαπουνά (-).
Στο παράρτημα του ΦΕΚ 80/Α/28-12-1836 με τίτλο «ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» αναφέρεται με την ονομασία «ΦΑΛΑΡΟΣ». Έδρα του είναι η Στηλίς. Δήμαρχος είναι ο Α.Π.Αλεξόπουλος και Εισπράκτωρ ο Α.Αλεξίου. Ο δήμος απαρτίζεται από τα χωριά Αχινός, Τσιρνοβίτι, Νίκοβα, Νεράϊδα, Αυλάκι, Σπαρτιά, Αγ. Μαρίνα, Λογγίστι, Δρίσταλα.
Με το ΒΔ της 27ης Οκτωβρίου 1836 (ΦΕΚ 63/Α/05-11-1836) «Περί ενώσεως του δήμου Κορωνείας με τους της Λαμίας και Φαλάρων» καταργήθηκε ο Δήμος Κορωνείας και μέρος του ενώθηκε με το Δήμο Φαλάρων. Το ΒΔ αναφέρει: «…Επί τη από 25 Οκτωβρίου π.ε. προτάσει της επί των Εσωτερικών Γραμματείας εγκρίνομεν, ώστε ο δήμος της Κορωνείας να συγχωνευθή εις εκείνους της Λαμίας και Φαλάρων, ώστε τα μέν χωρία .… του δήμου τούτου να προστεθώσιν εις τον δήμον Λαμίας, τα δε χωρία Λογίστι, και Δρύσταλα, εις εκείνον των Φαλάρων. Τοιουτοτρόπως … θέλει σύγκεισθαι του λοιπού … ο δε των Φαλάρων, από τα χωρία Στυλίδα, Αχινόν, Λογγίστι, Δρύκαλα, Τζιρισβίτι, Γκίκοβα, Φούρκα, Δερβένι, Τσουπεράτης(Τσοπανλάτες), Νταΐτσια(Νταϊτσά), Νεράϊδα, Αυλάκι, Σπαρτιά, και αγία Μαρίνα. Η παρούσα απόφασις θέλει δημοσιευθή διά της εφημερίδος της Κυβερνήσεως…».
Το τμήμα του καταργημένου Δήμου Κορωνείας που ενώθηκε με το Δήμο Φαλάρων και ο πληθυσμός του ήταν: Λογγίστι (147) και Δρίσταλα (26). Επιπλέον προσαρτήθηκαν Άγιος Γεώργιος, Βουρλιά, Πέρα Μαχαλάς, Μοναί διαλελυμέναι Αγίου Βλασίου, Αγίου Γεωργίου και Ταξιαρχών, Μαυρίκα, Κουβέλα, Τρία Ποτάμια, Καλογήρου.
ΙΙΙ. Πληθυσμός.
Ο πληθυσμός του Δήμου Φαλάρων από το 1848 έως και το 1907 διαμορφώθηκε ως εξής:
ΕΤΟΣ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
1848
2.400
1849
2.401
1850
2.400
1851
2.402
1852
2.420
1853
2.824
1854
2.830
1855
2.836
1856
2.684
1861
4.019
1870
3.248
1879
4.270
1889
4.379
1896
4.641
1907
4.830
 
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Το ΒΔ της 8ης Απριλίου 1835 βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Εσωτερικών, σσ. Φ 122 Αd. Ν. 23645.
[2] Το ΒΔ της 20ης Ιουνίου 1841 βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Εσωτερικών, Φ 102 Αd. Ν. 16953, 16992, 616.
[3] Το ΒΔ της 20ης Ιουνίου 1841 βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Οθωνικό Αρχείο, Υπουργείο Εσωτερικών, Φ 102 Αd. Ν. 10227.
 
 
 
ΠΗΓΗ
 
1. Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς, Ιστορικό διάγραμμα των Δήμων της Ελλάδος 1833-1912. Σχηματισμός-σύσταση-εξέλιξη-πληθυσμός-εμβλήματα. Προλογίζουν: ▪ Α.Μακρυδημήτρης, Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών & ▪ Ν.Καραπιδάκης, Επίκουρος Καθηγητής, Διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Αθήνα 1993. Σελίδες 135-147.