Εικ. Επιστολή του Νικολάου Π.
Σκουμπουρδή.
Από έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους βρέθηκε
επιστολή, την οποία συνέταξε και υπέγραψε ο Νικόλαος Π. Σκουμπουρδής στις 20
Ιουνίου 1835 (Εικ.). Την απηύθυνε προς τη Βασιλική Γραμματεία των Οικονομικών, όπως ονομαζόταν τότε το Υπουργείο Οικονομικών.
Στην επιστολή αναφέρονται τα εξής: Όπως ισχυρίζεται ο Νικόλαος Π. Σκουμπουρδής για το
έτος 1834 πλήρωσε στην εφορία «δι’
εθνικόν δικαίωμα» φόρο 10%, ποσού 300 δρχ.. Ο φόρος καταβλήθηκε για τον
ιδιόκτητο ελαιώνα του στο χωριό Αχινός. Παρόλο όμως που το ύψος του φόρου ήταν
236 δρχ., κλήθηκε εκ νέου να πληρώσει επιπλέον 500 δρχ. για εξόφληση. Ο
υποφαινόμενος παραπονέθηκε ότι αδικείται, έλαβε όμως την απάντηση ότι τόσο είναι
και θα πρέπει να το πληρώσει.
Από την εφορία στάλθηκαν δύο εκτιμητές, οι οποίοι δεν
συμφώνησαν με το ποσό του φόρου. Ο Νικόλαος Π. Σκουμπουρδής ισχυρίζεται ότι
δίκαιο θα ήταν να στείλει κι αυτός άλλους δύο εκτιμητές, εν τούτοις όμως δεν
ειδοποιήθηκε από την εφορία. Συνεχίζοντας, αναφέρει στην επιστολή του ότι, αφού
έκανε όλες αυτές τις παρατηρήσεις, έλαβε την απάντηση ότι αφού «περάσθηκαν» 550 δρχ. στο λογαριασμό του
Εθνικού Ταμείου, θα πρέπει να πληρωθούν.
Όλα αυτά τα συμβάντα ο Σκουμπουρδής τα ανέφερε στη
Βασιλική Γραμματεία των Οικονομικών με την παράκληση να μην ενοχληθεί εκ νέου
από την εφορία και να του επιστραφούν τα «περιπλέον
μετρηθέντα». Κλείνοντας παρακαλεί τη Βασιλική Γραμματεία των Οικονομικών «να δώση τέλος εις την φιλονικίαν ταύτην
διατάττουσα κατά το δίκαιον».
Το κείμενο της επιστολής του Νικολάου Π.
Σκουμπουρδή έχει ως εξής:
«Πρός την επί των Οικονομικών
Β(ασιλικήν).Γραμματείαν/
της Επικρατείας/
Κατά την “16” παρελθόντος μαΐου
αναφέρθην ο υ=/
ποφαινόμενος πρός την Β.Γραμματείαν
ταύτην ότι, έχων/
ιδιοκτησίαν μου εις την Επαρχίαν
Φθιώτιδος εις χωρίον/
Αχινόν ένα ελαιώνα, επλήρωσα πρός την
Β(ασιλικήν). Εφορείαν δι’ εθνικόν/
δικαίωμα του παρελθόντος έτους δέκα επί
τοίς εκατόν/
δραχμάς τριακοσίας, καί μολονότι το καθ’
αυτό δικαίωμα/
ήτον δραχμαί διακόσιαι τριάκοντα έξ, ότι
πάλιν επροσ=/
κλήθην από την αυτήν Εφορείαν να πληρώσω
και έτι δραχμάς/
διακοσίας πεντήκοντα πρός εξόφλησιν, ότι
επαραπονέθην/
πώς αδικούμαι, πλήν εις μάτην, ότι
έλαβον απάντησιν πώς/
διά τόσον εκτιμήθη και τόσα πρέπει να
πληρώσω. Ότι είνε/
αληθές πώς εστάλησαν δύω εκτιμηταί από
την εφορίαν πα=/
ρά νομίζω πώς ήτον δικαίον να στείλλω
και ο υποφαινόμε=/
νος άλλους δύω και όχι μόνον δεν
ειδοποιήθην να στείλλω, αλ=/
λ’ ούτε ήμην κάν παρών. περιπλέον ότι
ούτε οι ειρημένοι/
εκτιμηταί εσυμφώνησαν εις την ποσότητα.
πώς δε η Β(ασιλική).εφο=/
ρία απεφάσισε τούτο αγνοώ και γνωρίζω έν
μόνον ότι αφού/
έκαμα όλας μου ταύτας τάς παρατηρήσεις
εις αυτήν έλαβον/
τελευταίαν απάντησιν ότι, επειδή
περάσθηκαν “550 δραχ=/
μαί εις τον λογαριασμόν του Εθνικού
Ταμείου πρέπει να/
τον πληρώσω. όλα ταύτα σχεδόν κατά λέξιν
ανέφερα, ως/
ήτον, εις την Γραμματείαν ταύτην, και
την επαρακαλούσα/
λαβούσα υπ’ όψιν τα δικαιολογήματά μου
να διατάξη/
όσον ανήκει όχι μόνον να μην ενοχληθώ
πλέον, παρά να/
λάβω και τα περιπλέον μετρηθέντα και
μέχρι της ώρας/
καμμίαν απάντησιν δεν έλαβον. Παρακαλώ
λοιπόν/
και αύθις την Β(ασιλικήν).Γραμματείαν να
δώση τέλος εις την φιλονι=/
κίαν ταύτην διατάττουσα κατά το δίκαιον
ως ανωτέρω./
Ευσεβάστως υποσημειούμαι./
Εν Λαμία την “20” Ιουνίου 1835/
Ο Ευπειθέστατος/
Ν.Π.Σκουμπουρδής»
Ο Νικόλαος Π. Σκουμπουρδής αγόρασε το τσιφλίκι του
Αχινού από τον Οθωμανό Μουσταφά μπέη και ένα ζευγάρι γης, ανατολικά του χωριού,
από τον Αλή Ριζά μόλις δύο ή τρία χρόνια πριν. Οι φορολογικές εκκρεμότητες που
αναφέρονται στην επιστολή, ίσως αφορούσαν φόρο που όφειλε να καταβάλλει στο
Ελληνικό Βασίλειο λόγω της αγοράς του τσιφλικιού.
Για την οικογένεια Σκουμπουρδή έγραφε το 1965 ο Χρήστος Ν. Καραγεωργίου στο
βιβλίο του Η ιστορία των τσιφλικιών της
Φθιώτιδος και οι αγώνες των αγροτών τα εξής :
«ΑΧΙΝΟΣ
Το ξεκλήρισμα των αφεντικών.
Η μη αποκατάσταση των σωματοφυλάκων.
Όπως φαίνεται
σ’ όλα τα τσιφλίκια οι αφεντάδες και το σόϊ τους, σχεδόν σ’ όλες τις
περιπτώσεις, δεν είχαν καλό τέλος, ώσπου ξεκληρίστηκαν όλοι τους γρήγορα και
δεν έμεινε πίσω παρά η ανάμνησή τους, η οποία τις πιο πολλές φορές συνδέεται μ’
αιματηρά γεγονότα στα τσιφλίκια που εκμεταλλευόντουσαν.
Έτσι και με
τους Σκουμπουρδαίους στον Αχινό, δεν έχει μείνει παρά η ανάμνηση, πιο έντονη
ίσως, γιατί υπάρχει η προτομή του Πέτρου Σκουμπουρδή κι’ η εκκλησία του χωριού,
δωρεά της Κων)τίας Π. Σκουμπουρδή, χτισμένη το 1894, πού και τα δυό τους
βρίσκονται στην πλατεία της κοινότητος.
Κοινή η μοίρα
λοιπόν των τσιφλικάδων, δηλαδή ο αφανισμός τους. Έτσι απ’ το μεγάλο
Σκουμπουρδέϊκο σόϊ δεν έχει απομείνει παρά ο δισέγγονος του πρώτου Σκουμπουρδή,
του Νίκου, πούρθε εδώ απ’ τη Κόνιτσα, ο Κόκκος Σκουμπουρδής που μένει στην
Ευρώπη κι’ η αδερφή του Φρόσω στο Πόρτ Σάϊδ.
Ένας απ’ την
οικογένεια αυτή πέθανε στην Αθήνα κατά την κατοχή των Γερμανών από πείνα.
Μεγάλη πραγματικά η ειρωνία. Αλλά έτσι είναι, ακμή και παρακμή. Την οικογένεια
αυτή πούχε πολλά πλούτη κι’ ιδιοκτησίες και στην Αθήνα ακόμη, μάστιζαν οι
αρρώστειες κ’ όπως έπαιρνε τους παράδες, έτσι τους έδινε.
Ιστορικά
αναφέρομε πώς πρώτος αγοραστής ήταν ο Νίκος Σκουμπουρδής που το πήρε απ’ τον
Τούρκο και τον διαδέχτηκαν τα παιδιά του Πέτρος, Σωτήρης, Κων)νος.
Οι διάδοχοι
αυτών βάσταξαν το τσιφλίκι μέχρι το 1920 ή λίγο αργότερα, οπότε το πούλησαν σε
διαφόρους και το υπόλοιπο απαλλοτριώθηκε με τις απαλλοτριώσεις που έγιναν σύντομα.
Στο χωριό
σήμερα σημαντική περιουσία κατέχει ο Περικλής Τατσόπουλος, κάτοικος Αθηνών,
γυιός της αδελφής του Κων)νου Σκουμπουρδή. Βαστάει κάπου 2.000 ελαιόδενδρα.
Σήμερα στο
χωριό υπάρχει προτομή του Πέτρου Σκουμπουρδή, ο οποίος πολιτευόταν, με το επίγραμμα:
«Ενθάδε
κείται Πέτρος Σκουμπουρδής, πληρεξούσιος εν τη Β΄ εν Αθήναις Εθνική συνελεύση
και τυχών μετά ταύτα πολλάκις βουλευτής, γεννηθείς εν Κονίτση, το έτος 1833 και
αποθανών εν Αχινώ το 1893». Την έφτιασαν τα παιδιά του.
Η εκκλησία
αναγράφει ότι χτίσθηκε από την Κωνσταντία Π. Σκουμπουρδή το 1932.
Ο άντρας της
ο Παναγιώτης πέθανε στην κατοχή στην Αθήνα.».[πηγή: Χρήστου Ν. Καραγεωργίου, Η ιστορία των τσιφλικιών της
Φθιώτιδος και οι αγώνες των αγροτών. Δεύτερη έκδοση, Λαμία 1965, σελίδες
50-51].
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κωνσταντίνος Ν.
Σκουμπουρδής, τρίτος γιος του Νικολάου, ακολούθησε τον στρατιωτικό βίο.
Γεννήθηκε το 1859 και κατατάχθηκε ως εθελοντής στο πεζικό το 1879. Διετέλεσε
υπασπιστής των βασιλέων Γεωργίου Α΄ (1845-1913), Κωνσταντίνου Α΄ (1868-1923) και Αλεξάνδρου Α΄ (1893-1920). Αποστρατεύθηκε
με το βαθμό του αντιστρατήγου στις 22 Σεπτεμβρίου 1923.
Ιστορική στιγμή στην καριέρα του αποτέλεσε η 5η
Μαρτίου 1913. Μαζί με τους άλλους δύο υπασπιστές Πάλλη και Φραγκούδη, συνόδευσε
τη σωρό του δολοφονηθέντα βασιλιά Γεωργίου Α΄ από το ιατρείο του Παπαφείου Ιδρύματος έως το μέγαρο Χατζηλαζάρου
στη Θεσσαλονίκη. Στη Μεγάλη Στρατιωτική & Ναυτική Εγκυκλοπαιδεία
αναγράφεται «Σκουμπουρδής Κων]νος,
αντιστρ., γεν. το 1859 εν Λαμία. Εις το πεζικόν κατετάγη ως εθελοντής το 1879.
Μετ. πολ. 97, 12-13 και 17-23. Διετέλεσεν επ’ αρκετόν υπασπιστής του βασιλέως.
Απεστρ. 22 Σ]βρίου 1923.» (πηγή: ΜΣΝΕ,
τόμος 6, σελίδα 77).
ΠΗΓΗ
Γενικά Αρχεία του Κράτους.